ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.: Ε77/2019)

 

19 Ιουλίου, 2024

 

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στές]

 

 

1.       ΑΛΕΚΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ,

2.       ΑΛΕΚΑ Π. ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΒΕΡΕΓΓΑΡΙΑΣ ΠΑΠΑΚΟΚΚΙΝΟΥ ΚΑΙ ΕΚΤΕΛΕΣΤΟΥ ΤΗΣ ΔΙΑΘΗΚΗΣ ΤΗΣ,

Εφεσείουσες/Ενάγουσες,

 

v.

 

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ (ΠΡΩΗΝ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗ ΚΥΠΡΙΑΚΗ ΤΡΑΠΕΖΑ ΛΤΔ),

Εφεσίβλητης/Εναγομένης.

 

____________________

 

 

Α. Παπακόκκινου (κα) για Αλέκα Π. Παπακόκκινου Δ.Ε.Π.Ε., για τις Εφεσείουσες.

Δ. Καλλής για Καλλής & Καλλής Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ..

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

TOYMAZH, Δ.:  Οι εφεσείουσες-ενάγουσες (στο εξής εφεσείουσες), με την υπό κρίση έφεση, προσβάλλουν την ενδιάμεση απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 22.03.2019.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αίτηση, με την οποία οι εφεσείουσες αιτούντο την έκδοση προσωρινού διατάγματος με το οποίο να αναστέλλεται, μέχρι πλήρους ακρόασης της αγωγής, η διαδικασία πλειστηριασμού τριών ακινήτων στην Επαρχία Πάφου η οποία θα διεξάγετο στις 26.03.2019 και επίσης διάταγμα με το οποίο να αναστέλλεται κάθε περαιτέρω διαδικασία και η επίδοση οποιασδήποτε άλλης ειδοποίησης σε σχέση με τον επίδικο πλειστηριασμό. 

 

Η υπό κρίση αίτηση, πρωτόδικα, αναστολής της διαδικασίας πλειστηριασμού καταχωρήθηκε στα πλαίσια αγωγής με βάση την οποία οι εφεσείουσες ζητούσαν αναγνωριστικά διατάγματα με τα οποία να κηρύσσεται άκυρη και παράνομη η διαδικασία πλειστηριασμού τεσσάρων ακινήτων ιδιοκτησίας τους, η οποία προωθείτο από την εφεσίβλητη-εναγομένη (στο εξής εφεσίβλητη) δυνάμει των διατάξεων του Μέρους VIA του Περί Μεταβιβάσεως και Υποθηκεύσεως Ακινήτων Νόμου του 1965 (Ν. 9/65).  Αιτούντο, επίσης, ακύρωση των σχετικών ειδοποιήσεων Τύπου «Θ», «Ι», «ΙΑ», «ΙΒ» που τους επιδόθηκαν για τον σκοπό αυτό. Περαιτέρω, οι εφεσείουσες αιτούντο, με την αγωγή τους, διάταγμα που να αναγνωρίζει ότι όλα τα έγγραφα και ειδικά οι καταστάσεις λογαριασμών που επισυνάφθηκαν στις εν λόγω ειδοποιήσεις, ήσαν λανθασμένα και επιπλέον διάταγμα που να διατάσσει την εφεσίβλητη να τους παραδώσει κατάσταση λογαριασμού σε σχέση με το κεφάλαιο και τους τόκους, αναφορικά με το επίδικο ενυπόθηκο δάνειο.

 

Η εφεσείουσα 1, στην ένορκη δήλωση της που συνόδευε την αίτηση για αναστολή της διαδικασίας πλειστηριασμού, προέβαλε ότι στις 30.03.2018 της επιδόθηκαν οι σχετικές ειδοποιήσεις Τύπου «Θ» και «Ι» δυνάμει του Μέρους VIA του Ν. 9/65.  Σύμφωνα με την ενόρκως δηλούσα, δεν συνοδεύονταν από κατάσταση λογαριασμού, όπως απαιτεί ο Νόμος, αλλά από ένα υπόλοιπο, το οποίο δεν ήτο αποδεκτό.  Θα έπρεπε, σύμφωνα με τη θέση της, να επισυναφθεί πλήρης κατάσταση λογαριασμού με αναλυτικές χρεώσεις και πιστώσεις.  Επιπρόσθετα, οι ειδοποιήσεις Τύπου «Ι» ημερομηνίας 12.12.2017 απευθύνοντο και στην αδελφή της, η οποία ήτο συνοφειλέτιδα της στο επίδικο χρέος και η οποία απεβίωσε στις 15.12.2014, επομένως, σύμφωνα με τη θέση της, η ειδοποίηση Τύπου «Ι» ήτο άκυρη και θα έπρεπε να συμπαρασύρει σε ακυρότητα ολόκληρη τη διαδικασία.  Επιπροσθέτως, ισχυρίστηκε ότι οι εφεσίβλητοι, κατά παράβαση των διατάξεων του Άρθρου 44Δ(3) του Ν. 9/65, παρέλειψαν να επιδώσουν εκθέσεις εκτιμήσεων για τα επίδικα ενυπόθηκα ακίνητα, με αποτέλεσμα να μην γνωρίζει πως προέκυψε η επιφυλαχθείσα τιμή, με την οποία δεν συμφωνούσε, καθότι η αξία των επιδίκων ακινήτων ανερχόταν σε πολλά εκατομμύρια ευρώ.  Η παράλειψη επίδοσης των εκτιμήσεων αποτελούσε έκδηλη παρανομία, η οποία συμπαρέσυρε, κατά την εισήγηση της, σε ακυρότητα ολόκληρη τη διαδικασία εκποίησης.  Εκδήλωσε την πρόθεση της να πωλήσει κάποιο κτήμα της για να εξοφληθούν πλήρως τα νομίμως οφειλόμενα προς τη Συνεργατική Τράπεζα, χωρίς τις παράνομες επιβαρύνσεις.  Τόνισε ότι δεν ήτο δίκαιο να πωληθεί κανένα ακίνητο σε πλειστηριασμό, δεδομένης της πρόθεσης της να εξοφλήσει το χρέος.

 

Η εφεσίβλητη υποστήριξε ότι, στη διαδικασία πλειστηριασμού, ακολουθήθηκαν ορθά και νομότυπα όλα τα προβλεπόμενα, από το Νόμο, διαδικαστικά διαβήματα, ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας δεν είχε δικαιοδοσία να επιληφθεί της αίτησης λόγω του ότι τα επίδικα ενυπόθηκα ακίνητα βρίσκονταν στην Επαρχία Πάφου, ότι στις καταστάσεις λογαριασμού αναφέρονταν επ’ ακριβώς τα όσα προβλέπει ο Ν. 9/65, και ότι στα πλαίσια των αιτήσεων για σκοπούς αναδιάρθρωσης των δανείων είχαν εφοδιάσει την εφεσείουσα 1 με καταστάσεις λογαριασμού για όλα τα δάνεια. 

 

Ήταν, περαιτέρω, θέση της εφεσίβλητης ότι είχαν επιδοθεί οι ειδοποιήσεις Τύπου «ΙΑ» και «ΙΒ» για τα υπό κρίση τρία ενυπόθηκα κτήματα, και τα Δελτία Α σε σχέση με την εκτιμημένη αξία των ακινήτων και ότι παρόλο που με την ειδοποίηση «ΙΒ» η εφεσίβλητη κάλεσε την εφεσείουσα 1, όπως εντός 10 ημερών διορίσει εκτιμητή με σκοπό τον καθορισμό της αγοραίας αξίας των ακινήτων, αυτή αμέλησε να πράξει κάτι τέτοιο.  Ως εκ τούτου, η εφεσίβλητη προχώρησε, σύμφωνα με τη δεύτερη επιφύλαξη του Άρθρου 44(δ)(2), στο διορισμό δύο εκτιμητών για τον καθορισμό της αγοραίας αξίας των ενυπόθηκων ακινήτων.  Τέλος, υποστηρίχθηκε ότι δεν είχαν αποδειχθεί οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν. 14/60) για την έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων.

 

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, στην εκκαλούμενη απόφαση, αναφέρθηκε στις τρεις προϋποθέσεις που πρέπει να συντρέχουν με βάση το Άρθρο 32 του Ν. 14/60, οι οποίες είναι η ύπαρξη σοβαρού ζητήματος προς εκδίκαση, η ύπαρξη ορατής πιθανότητας επιτυχίας και ότι θα είναι δύσκολο ή αδύνατο να απονεμηθεί πλήρης δικαιοσύνη σε μεταγενέστερο στάδιο, όπως και στη σχετική νομολογία.  Στη συνέχεια αναφέρθηκε με λεπτομέρεια στις σχετικές διατάξεις του Ν. 9/65, μεταξύ των οποίων και στις διατάξεις του Άρθρου 44Γ(3), σύμφωνα με το οποίο ο παραμερισμός της ειδοποίησης της σκοπούμενης πώλησης είναι δυνατή μόνο μέσω έφεσης – αίτησης και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπάρχει καλή βάση αγωγής, ούτε ορατή πιθανότητα επιτυχίας. Παραθέτουμε σχετικό απόσπασμα:

«Οι ενάγουσες με την αγωγή τους, ζητούν στην ουσία την ακύρωση ως παράτυπων, των σχετικών ειδοποιήσεων που τους επιδόθηκαν δυνάμει του Μέρους VIA του Νόμου 9/65 και συνεπακόλουθα, αιτούνται την ακύρωση της διαδικασίας εκποίησης που ξεκίνησε με την επίδοση των πιο πάνω ειδοποιήσεων.

Δεν έχουμε δηλαδή στην παρούσα όπως συμβαίνει σε άλλες παρόμοιες υποθέσεις, αγωγή για ακύρωση δανειακών και υποθηκευτικών συμβάσεων που στα πλαίσια τους, επιδιώκεται η έκδοση συντηρητικού διατάγματος αναστολής εκποίησης, των ενυπόθηκων ακινήτων. Με την παρούσα αγωγή τους, οι ενάγουσες επιδιώκουν στην ουσία, την ακύρωση των σχετικών ειδοποιήσεων και της ίδιαw της διαδικασίας πλειστηριασμού που η εναγομένη ξεκίνησε δυνάμει του Μέρους VIA του Νόμου 9/65. Στους λόγους δε ακύρωσης των ειδοποιήσεων, προβάλουν μεταξύ άλλων και λόγους που θα μπορούσαν να προβληθούν σύμφωνα με το άρθρο 44Γ(3) του Νόμου 9/65.

Σύμφωνα όμως με το πιο πάνω άρθρο, ο παραμερισμός της ειδοποίησης της σκοπούμενης πώλησης, μπορεί να επιδιωχθεί  μόνο μέσω έφεσης - αίτησης  στο Επαρχιακό Δικαστήριο, εντός καθορισμένης προθεσμίας και για λόγους που περιοριστικά αναφέρονται,  στον εν λόγω άρθρο. Εν πάση περιπτώσει δεν μπορεί να παραμεριστεί η ειδοποίηση του πλειστηριασμού με αγωγή όπως επιδιώκουν οι ενάγουσες με την παρούσα διαδικασία.

Οι απαιτήσεις της παρούσας αγωγής για ακύρωση των ειδοποιήσεων που προβλέπει το μέρος VIA του Νόμου 9/65 δεν συνιστούν κατά την κρίση μου καλή βάση αγωγής ούτε και αποδεικνύεται ορατή πιθανότητα επιτυχίας τους. Όπως προαναφέρθηκε, σύμφωνα με το μέρος VIA του Νόμου 9/65, ακύρωση των εν λόγω ειδοποιήσεων και της συνακόλουθης διαδικασίας εκποίησης μπορεί να γίνει μόνο με αίτηση - έφεση εντός συγκεκριμένης προθεσμίας. Ως εκ τούτου δεν παρέχεται ευχέρεια για ακύρωση των εν λόγω ειδοποιήσεων με αγωγή όπως επιδιώκουν οι ενάγουσες με την παρούσα αγωγή τους.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η εφεσίβλητη είχε συμμορφωθεί με όλες τις υποχρεώσεις της με βάση το Άρθρο 44Γ(1) του Νόμου, αναφορικά με τον τύπο και το περιεχόμενο της ειδοποίησης Τύπου «Ι» και ότι δεν υπήρχε οποιαδήποτε παρατυπία ως προς τις εκτιμήσεις στις οποίες προέβη η εφεσίβλητη. Επεσήμανε, επίσης, ότι σύμφωνα με το Άρθρο 21 του Ν. 14/60, εφόσον η βάση της αγωγής σχετιζόταν με τα επίδικα ακίνητα και όχι με τις δανειακές συμβάσεις, τοπική αρμοδιότητα είχε το Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου.

 

Ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής εφόσον κατέληξε ότι δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Ν. 14/60, απέρριψε την αίτηση αναστολής του πλειστηριασμού.

 

Οι εφεσείουσες προσβάλλουν την απόφαση με 28 λόγους έφεσης.

 

Κατά την ημερομηνία των οδηγιών, ηγέρθηκαν ενώπιον του Εφετείου προδικαστικά ζητήματα και από τις δύο πλευρές.  Ειδικότερα, εγέρθηκαν θέματα όπως το νομότυπο της ειδοποίησης που καταχωρίστηκε από τους εφεσίβλητους για την αλλαγή ονόματος, εάν η έφεση είναι θνησιγενής και αλυσιτελής, κατά πόσο διέπεται από δεδικασμένο, εάν συντρέχει  κατάχρηση διαδικασίας, και κατά πόσο η έφεση κατέστη άνευ αντικειμένου.

 

Στα πλαίσια της εξέτασης των ως άνω θεμάτων, αποφασίστηκε, με τη συμφωνία και των δύο πλευρών, όπως ακουστεί μαρτυρία από Κτηματολογικό Λειτουργό σε σχέση με το σημερινό καθεστώς των τριών επίδικων ακινήτων.  Ο Κτηματολογικός Λειτουργός ο οποίος μαρτύρησε ενώπιον μας, ανέφερε τα εξής:

 

«Τα κτήματα αυτά, όσον αφορά το πρώτο κομμάτι υπ’ αριθμό εγγραφής 0/9676 που βρίσκεται στο χωριό Τάλα της Πάφου, αυτό σήμερα είναι εγγεγραμμένο στην εταιρεία Medousa Constructions Ltd το οποίο αποκτήθηκε δυνάμει αγοράς στις 14.06.2022.  Όσον αφορά το κτήμα με αριθμό εγγραφής 0/28328 στον Μούτταλο της Πάφου, αυτό είναι σήμερα εγγεγραμμένο στην εταιρεία New ARXI Family Group Ltd το οποίο αποκτήθηκε δυνάμει αγοράς στις 23.11.2020. Όσον αφορά το τρίτο κτήμα με αριθμούς εγγραφής 0/36453 το οποίο βρίσκεται και αυτό στο χωριό Μούτταλος της Πάφου, είναι εγγεγραμμένο σήμερα στην εταιρεία A.O. Distinguished Property Ltd και έχει εγγραφεί, αποκτήθηκε δυνάμει αγοράς στις 09.07.2021.

 

Όπως διευκρίνισε ο μάρτυρας, ο προηγούμενος ιδιοκτήτης ήτο η ΚΕΔΙΠΕΣ, η οποία απέκτησε τα επίδικα κτήματα δυνάμει αναγκαστικής πώλησης. 

 

Θα εξετάσουμε, ως πρώτο θέμα, κατά πόσο η έφεση επί της απορριπτικής απόφασης για αναστολή του πλειστηριασμού κατέστη άνευ αντικειμένου, λόγω της καταλυτικής σημασίας αυτού.

 

Ο δικηγόρος της εφεσίβλητης υποστήριξε πως λόγω του ότι η διαδικασία πλειστηριασμού έχει ολοκληρωθεί και τα ενυπόθηκα ακίνητα έχουν μεταβιβαστεί σε τρίτους, η έφεση έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

 

Η εφεσείουσα 1 υποστήριξε ότι η όλη διαδικασία του πλειστηριασμού πάσχει, διότι η εφεσίβλητη ενήργησε με δόλο και απάτη για να εξανεμίσει την τεράστιας αξίας περιουσία τους και συνεπώς η έφεση δεν είναι άνευ αντικειμένου.

 

Είναι γνωστή η νομολογιακή αρχή ότι τα Δικαστήρια δεν αποφαίνονται επί ματαίω.  Παραπέμπουμε στην απόφαση μας  S. Koupanos Developers Ltd v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, Πολιτική Έφεση Αρ. 409/2018, ημερομηνίας 12.09.2023 όπου αναπτύχθηκε η σχετική νομολογία επί του θέματος, ως ακολούθως:

 

«Σαφής είναι η νομολογία επί του ότι τα Δικαστήρια δεν εκδικάζουν υποθέσεις που παραμένουν χωρίς αντικείμενο. Κατατοπιστικό είναι το κάτωθι απόσπασμα από την Αναφορικά με τον Victor Makushin, (2013) 1 Α.Α.Δ. 2144:

 

«Πράγματι έτσι έχει το ζήτημα και επαναβεβαιώνουμε την σχετική επί του θέματος νομολογία ότι μια έφεση (ή προσφυγή) κατά κανόνα δεν μπορεί να προωθηθεί και διαγράφεται, αν μετά την καταχώρηση της και πριν την εκδίκαση της παραμείνει χωρίς αντικείμενο (βλ. Στράκκα Λτδ ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1991) 3 Α.Α.Δ. 643, Ιωσηφίδης ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490 και Tudor (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1176). Σε τέτοιες περιπτώσεις, όπως επισημαίνεται από τη νομολογία, η συνέχιση της δίκης δεν εξυπηρετεί οποιοδήποτε σκοπό και για το λόγο αυτό η δίκη πρέπει να διακόπτεται καθότι τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω. Παρατίθενται επί του  προκειμένου αυτούσια τα πιο κάτω αποσπάσματα από την υπόθεση Τudor (ανωτέρω) που ομιλούν αφ' εαυτών:

 

"Τα Δικαστήρια δεν ενεργούν επί ματαίω, ούτε επιλύουν ακαδημαϊκά ζητήματα, ούτε και προχωρούν σε επίλυση διαφορών οι οποίες είτε έχουν εκλείψει, είτε λόγω μεταβολής των συνθηκών, η επίλυση τους δεν θα κατέληγε σε οποιοδήποτε πρακτικό αποτέλεσμα. Στην υπόθεση Αναφορικά με την Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ (2001) 1 Α.Α.Δ. 2055, κρίθηκε ότι έφεση που είχε ασκηθεί εναντίον απόφασης με την οποία απερρίφθη ενδιάμεση αίτηση αναστολής της διαδικασίας διάλυσης της εταιρείας, παρέμεινε άνευ αντικειμένου εφόσον στην κυρίως αίτηση είχε στο μεταξύ εκδοθεί διάταγμα διάλυσης και εκκαθάρισης της εταιρείας, απόφαση που κατέστη τελεσίδικη εφόσον δεν ασκήθηκε έφεση εναντίον της. Όπως τέθηκε: 

"Το θέμα καθίσταται ως εκ τούτου ακαδημαϊκό γιατί δεν θα έχει καμιά συνέπεια για τους διαδίκους. Το Εφετείο ασχολείται μόνο με την ουσιαστική επίλυση διαφοράς μεταξύ των διαδίκων η οποία υφίσταται κατά την έκδοση της απόφασής του."

  .........................

 Η επιδίωξη λοιπόν σκοπού που παραμένει άνευ αντικειμένου και η εμμονή σ' αυτόν, όπως στην ουσία γίνεται εδώ, αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας. Η κατάχρηση διαδικασίας είναι πολυσχιδής στις εκφάνσεις της, το δε Δικαστήριο έχει την εξουσία καταστολής τέτοιας κατάχρησης ως μέρος της αυτονομίας και  αυτοτέλειας της Δικαστικής λειτουργίας. (Έλληνας νΔημοκρατίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 149, 170 και Γενικός Εισαγγελέας ν. Ευσταθίου (2009) 2 Α.Α.Δ. 501, σελ. 531)…».»

 

Στην Κ.Σ.Π. v. Κ.Σ. κ.ά., Έφεση Αρ. 17/2021, ημερομηνίας 26.01.2023, το αντικείμενο της έφεσης ήτο η απόφαση με την οποία ακυρώθηκε, πρωτόδικα, προσωρινό διάταγμα μη αποξένωσης περιουσίας.  Μέχρι την εκδίκαση της έφεσης, το επίδικο ακίνητο είχε μεταβιβασθεί σε τρίτο. Λέχθηκαν τα εξής:

 

«Αναφέρεται στο περίγραμμα του δικηγόρου του Εφεσίβλητου 1 και ο τελευταίος επανέλαβε κατά τη συζήτηση της έφεσης, ότι το επίδικο ακίνητο έχει ήδη μεταβιβαστεί στην Εφεσίβλητη 2.  Ο δικηγόρος της Εφεσείουσας δεν αρνήθηκε την εξέλιξη.  Ούτε έχει αναφερθεί ότι λήφθηκαν διαβήματα για να ανατραπεί η νέα κατάσταση πραγμάτων. Πρόδηλα η μεταβίβαση κατέστη δυνατή με την ακύρωση του προσωρινού διατάγματος.   Σε αυτή τη βάση, ο δικηγόρος του Εφεσίβλητου 1 υποστήριξε πως η έφεση έχει καταστεί άνευ αντικειμένου.

 

Είναι αρχή ότι τα Δικαστήρια δεν αποφαίνονται επί ματαίω, και δεν θα είχε, υπό τις περιστάσεις, κανένα πρακτικό αποτέλεσμα, αντίθετα θα επιβάρυνε με περαιτέρω έξοδα τη διαδικασία, εάν διατασσόταν να τεθεί η αίτηση ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για να αποφασίσει το ζήτημα του ισοζυγίου της ευχέρειας.»

 

(Βλ. επίσης S. Koupanos Developers Ltd κ.α. v. Gordian Holdings Ltd, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε33/2019, ημερομηνίας 28.06.2024).

 

Στην υπό κρίση υπόθεση, τα επίδικα ακίνητα έχουν ήδη πωληθεί δια πλειστηριασμού και μεταβιβασθεί σε τρίτους, συνεπώς η έφεση παρέμεινε χωρίς αντικείμενο.  Η συνέχιση της έφεσης εναντίον της ενδιάμεσης απόφασης του Δικαστηρίου δεν εξυπηρετεί οποιοδήποτε σκοπό λόγω του ότι, ακόμη και σε περίπτωση επιτυχίας, αυτή δεν θα είχε οποιοδήποτε πρακτικό αποτέλεσμα, εφόσον τα ακίνητα έχουν πωληθεί.

 

Ενόψει της πιο πάνω κατάληξης μας, κρίνουμε ότι δεν χρειάζεται να εξετάσουμε τα υπόλοιπα προδικαστικά σημεία τα οποία έχουν εγερθεί.

 

Η έφεση απορρίπτεται. 

 

Όσον αφορά τα έξοδα, λαμβάνουμε υπόψη το γεγονός ότι η έφεση δεν εξετάστηκε στην ολότητα της, όμως δεν μπορούμε να παραγνωρίσουμε ότι το θέμα ηγέρθηκε σε αρχικό στάδιο της έφεσης και ακούστηκε μαρτυρία.

 

Στη βάση του συνόλου των περιστάσεων, αποφασίζουμε ότι είναι ορθό τα έξοδα που θα επιδικαστούν να είναι μειωμένα και τα καθορίζουμε στις €3.500,00 πλέον Φ.Π.Α. (εάν υπάρχει), εναντίον των εφεσειουσών και υπέρ της εφεσίβλητης.

 

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο