ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Ποινική Έφεση Αρ.: 171/2024)

 

2 Αυγούστου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

Φ. Φ.

Εφεσείων

 

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Α. Γιαλελής για Kampouri, Gialeli & Co., για τον Εφεσείοντα

Ε. Κωνσταντίνου (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη.


Α Π Ο Φ Α Σ Η

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Με πέντε λόγους έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει την απόφαση ημερ. 10.7.24 του E.Δ. Λευκωσίας με την οποία διέταξε την κράτησή του μέχρι την εμφάνιση στο Κακουργοδικείο, στις 4.10.24. Το κατηγορητήριο επί τη βάσει του οποίου έχει παραπεμφθεί περιλαμβάνει 16 κατηγορίες οι οποίες αφορούν πέντε διαφορετικά χρονικά σημεία κατά τα έτη 2019 έως 2024 και αναφέρονται σε δύο αδικήματα βιασμού της συζύγου (κατηγορίες 1, 2), ψυχολογικής βίας κατά γυναίκας (κατηγορίες 5, 8, 11, 12), βίας στην παρουσία ανηλίκου (κατηγορίες 9, 16), ψυχικής βλάβης ανηλίκου (κατηγορία 14), απειλών (κατηγορίες 4,7,10) και επιθέσεων (κατηγορίες 3, 6, 13, 15).

 

        Η Κατηγορούσα Αρχή είχε ζητήσει την κράτηση στη βάση και των τριών νομολογιακών κινδύνων αλλά ο πρωτόδικος Δικαστής συμφώνησε μόνο με την ύπαρξη των κινδύνων διάπραξης νέων αδικημάτων και επηρεασμού μαρτύρων, στη βάση των οποίων και ενέκρινε το αίτημα. Σημειώνουμε ότι, απορρίπτοντας τη συνδρομή του κινδύνου φυγοδικίας, έγινε δεκτή η ύπαρξη ισχυρών δεσμών με τη Δημοκρατία, όπως η ιδιότητα του αστυνομικού, η ύπαρξη οικογένειας, με δύο τέκνα, η διαμονή του Εφεσείοντος πλέον στο πατρικό σπίτι και η δυνατότητα κατάθεσης μετρητών ύψους €15.000 ή παροχής ικανής εγγύησης.

 

Λόγοι Έφεσης

 

        Με τους λόγους έφεσής του ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο: (1) Εσφαλμένα αποφάσισε ότι έχει καταδειχθεί πιθανότητα καταδίκης, αναλύοντας και αποδεχόμενο μόνο τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής, σε αντίθεση με τη μαρτυρία της Υπεράσπισης, την οποία δεν έλαβε υπ' όψιν, (2) Εσφαλμένα δεν έθεσε όρους στη βάση της υπόθεσης Γεωργίου v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 131/21, ημερ. 1.9.21, δεδομένου ότι απέρριψε τον κίνδυνο φυγοδικίας, (3) Εσφαλμένα και ως να έχει αποφασίσει ότι διεπράχθησαν όλα τα αδικήματα κατέληξε ότι υπάρχει ισχυρή εντύπωση περί κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων και διέταξε την κράτηση χωρίς να εξηγήσει για ποιο λόγο δεν μπορούσε να εφαρμοστεί η πιο πάνω υπόθεση Γεωργίου και η έκδοση διατάγματος αποκλεισμού, (4) Εσφαλμένα αποφάσισε ότι υπάρχει κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων, αποδεχόμενο όλους τους ισχυρισμούς των παραπονουμένων και μη εξετάζοντας τους ισχυρισμούς της Υπεράσπισης ενώ και πάλι δεν εξήγησε για ποιο λόγο δεν εφαρμόζεται η πιο πάνω υπόθεση Γεωργίου και η έκδοση διατάγματος αποκλεισμού, (5) Εσφαλμένα έκρινε ότι συντρέχουν οι δύο κίνδυνοι, χωρίς να αιτιολογήσει για ποιο λόγο δεν εφαρμόζεται η πιο πάνω υπόθεση Γεωργίου.

 

        Παρατηρούμε ότι με τους δύο κινδύνους, στη βάση των οποίων διετάχθη η κράτηση, σχετίζονται βασικά ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος έφεσης. Με τους οποίους λόγους διασυνδέονται άμεσα τόσον ο πέμπτος λόγος, δεδομένου ότι αφορά την αιτιολογία η οποία δόθηκε πρωτοδίκως για τους δύο αυτούς κινδύνους όσον και ο δεύτερος λόγος έφεσης αφού αυτός προσβάλλει τη μη θέση όρων στη βάση της υπόθεσης Γεωργίου (ανωτέρω), κάτι το οποίο βέβαια προωθείται και πάλι στους προαναφερθέντες τρεις λόγους έφεσης.

 

        Σε σχέση δε με τον πρώτο λόγο έφεσης είναι γεγονός ότι εκ πρώτης όψεως δίδεται η εντύπωση ότι εγείρει ζήτημα εντασσόμενο στο πεδίο εξέτασης του κινδύνου φυγοδικίας που είχε απορριφθεί (ήτοι το ζήτημα πιθανότητας καταδίκης). Πλην όμως, ως έχει εξηγήσει αγορεύοντας ο  κ. Γιαλελής, επειδή το προκύψαν από τη διερεύνηση μαρτυρικό υλικό χρησιμοποιήθηκε και για τους δύο κινδύνους βάσει των οποίων διετάχθη η προφυλάκιση, το παράπονο εστιάζεται στο ότι ο πρωτόδικος Δικαστής επιλεκτικά είδε τη μαρτυρία της Κατηγορούσας Αρχής με ανάλυση ενώ τη μαρτυρία της Υπεράσπισης μόνο στην όψη της, με αποτέλεσμα να οδηγηθεί σε εσφαλμένη κατάληξη. Ουσιαστικά λοιπόν αυτός ο λόγος αφορά τα χρησιμοποιηθέντα στοιχεία μαρτυρίας τα οποία ούτως ή άλλως θα τύχουν διερεύνησης κατά την εξέταση των δύο βασικών λόγων έφεσης, ήτοι του τρίτου και τέταρτου, οι οποίοι σχετίζονται με τη στοιχειοθέτηση των προαναφερθέντων κινδύνων.

 

        Είχαμε την ευκαιρία να καταγράψουμε διεξοδικά τις αρχές στη βάση των οποίων εξετάζονται τα αιτήματα κράτησης σε σχέση και με τους τρεις αυτοτελείς κινδύνους, ήτοι φυγοδικίας, διάπραξης άλλων αδικημάτων και επηρεασμού μαρτύρων, στην υπόθεση Γενικού Εισαγγελέα v. Γ.Ν., Ποιν. Έφ. 145/23, ημερ. 21.7.23. Τις οποίες αρχές και έχουμε υπ' όψιν χωρίς να παρίσταται ανάγκη να επαναλάβουμε στην παρούσα, εκτός στον βαθμό που θα κριθεί κατωτέρω ότι ειδικώς εξυπηρετεί. Σημειώνουμε όμως, ως γενικότερη αρχή, ότι με βάση την υπόθεση Χατζηδημητρίου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 45: «[Η] πρόβλεψη αναφορικά με την ύπαρξη και την αποτίμηση τέτοιων κινδύνων δεν μπορεί παρά να στηρίζεται είτε σε στοιχεία που προέρχονται από το ιστορικό του υπόδικου ή της υπόθεσης είτε σε εγγενείς ενδείξεις που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη υφή της».

 

Κίνδυνος Διάπραξης Άλλων Αδικημάτων

 

        Σε σχέση με τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων, στην υπόθεση Χριστοδούλου v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 47/24, ημερ. 11.3.24, λέχθηκε ότι οι βασικές αρχές, ως προκύπτουν από την υφιστάμενη νομολογία, δύνανται να συνοψιστούν στο ότι:

 

«(1)  Για την κατάληξη σε συμπέρασμα περί ύπαρξης πιθανότητας διάπραξης άλλου αδικήματος δεν απαιτείται ακριβής μαρτυρία. Αρκεί αν με βάση όλα τα στοιχεία τα οποία τίθενται ενώπιον του Δικαστηρίου δημιουργείται η ισχυρή εντύπωση ότι υπάρχει τέτοια πιθανότητα.

 

(2)   Η πιθανολόγηση αναφέρεται σε ροπή προς το έγκλημα ή τάση για συγκεκριμένη συμπεριφορά του κατηγορούμενου στο μέλλον, για την οποία το Δικαστήριο δύναται να καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα, βασιζόμενο, μεταξύ άλλων, είτε στο ιστορικό του είτε στον χαρακτήρα του είτε στα περιστατικά της υπόθεσης ή σε εγγενείς ενδείξεις που χαρακτηρίζουν την ιδιαίτερη υφή της ή και σε διάφορες άλλες περιστάσεις.

 

(3)   Τέτοια πιθανολόγηση δύναται μεταξύ άλλων να στοιχειοθετηθεί: (Α) Από το ποινικό μητρώο του κατηγορούμενου ή από εκκρεμείς ποινικές υποθέσεις ή ποινικές υποθέσεις των οποίων αναμένεται η καταχώριση, νοουμένου ότι αφορούν αδικήματα ίδιας ή παρόμοιας φύσης ή ανάλογης σοβαρότητας, (Β) Από το μαρτυρικό υλικό και από τα περιστατικά της υπό εκδίκαση υπόθεσης, κρινόμενα στην όψη τους (όπως έγινε στην υπόθεση Matznetter v. Austria, Appl. 2178/64, ημερ. 10.11.69 και στις υποθέσεις Κωνσταντινίδη και Χριστούδια, ανωτέρω).

 

              Όλες οι πιο πάνω αρχές συνάδουν πλήρως και ευθυγραμμίζονται με τη νομολογία του ΕΔΑΔ για το ίδιο ζήτημα. Παραπέμπουμε σχετικά στην υπόθεση Matznetter v. Austria (ανωτέρω), στην Clooth v. Belgium, Appl. 12718/87, ημερ. 12.12.91, («...the danger of repetition must be a plausible one»), καθώς και στο σύγγραμμα Law of the European Convention on Human Rights, των Harris, O' Boyle and Warbrick, έκδοση 2023, σελ. 356 («...good reasons to believe that the accused, if released, will commit an offence...»)».

 

        Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία ότι συμπεράσματα για την τάση ή τη ροπή ενός κατηγορούμενου δύνανται να εξαχθούν στη βάση του μαρτυρικού υλικού για τη συγκεκριμένη υπόθεση, το οποίο ευρίσκεται ενώπιόν του κρίνοντος το θέμα της κράτησης Δικαστηρίου (βλ. και Κωνσταντίνου v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 271/23, ημερ. 24.1.24). Άλλωστε και στην ίδια την υπόθεση Γεωργίου (ανωτέρω), την οποίαν επικαλείται ο Εφεσείων, είχε επιβεβαιωθεί η δυνατότητα αυτή με τη σαφή αναφορά ότι:

 

«Το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε στο ενώπιον του μαρτυρικό υλικό και ήταν καθόλα θεμιτή η προσέγγιση του. Ότι οι μαρτυρίες που έλαβε υπόψη ήταν εκείνες στη βάση των οποίων θα κληθεί κατά τη δίκη, μαζί με την υπόλοιπη μαρτυρία που θα τεθεί ενώπιον του, να κρίνει την ενοχή ή όχι του Εφεσείοντα, δεν δημιουργούσε οιονδήποτε κώλυμα».

 

        Στην πρόσφατη υπόθεση Παναγή v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 152/24, ημερ. 25.6.24, ο κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων πρωτοδίκως είχε διαπιστωθεί στη βάση του πολύ μεγάλου αριθμού διαρρήξεων και κλοπών, που περιελάμβανε το κατηγορητήριο, με διαφορετικούς παραπονούμενους εντός περίπου τρεισήμισι χρόνων και φερόμενη κλοπιμαία περιουσία αξίας πέραν του €1,4 εκ. Θεωρήσαμε εκεί ιδιαίτερα σχετική την υπόθεση Matznetter (ανωτέρω), στην οποία το εθνικό δικαστήριο έλαβε υπ' όψιν την πολύ παρατεταμένη συνέχιση των αξιόμεμπτων πράξεων, την πελώρια έκταση της ζημιάς, την πονηριά του κατηγορούμενου και το γεγονός ότι η πείρα και η μεγάλη δεξιότητα του καθιστούσαν εύκολο το να επαναλάβει τις παράνομες δραστηριότητες του, καθώς και την Assenov v. Bulgaria, Αίτηση Αρ. 24760/49, ημερ. 28.10.98, στην οποία κρίθηκε δικαιολογημένος ο φόβος ότι ο προσφεύγων θα τελούσε νέα αδικήματα εν όψει της δίωξης του για 16 διαρρήξεις και ληστείες. Καταλήξαμε λέγοντας ότι «δεν προκύπτει παραβίαση του τεκμηρίου της αθωότητας από την εκτίμηση του κινδύνου διάπραξης άλλων ποινικών αδικημάτων στη βάση εκκρεμουσών ποινικών υποθέσεων, καθότι το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε οποιαδήποτε οριστικά συμπεράσματα ή κρίση επί της ενοχής ή αθωότητας του κατηγορούμενου». Δεν θεωρούμε συνεπώς ότι στην παρούσα ευσταθεί η οποιαδήποτε περί του αντιθέτου εισήγηση εκ μέρους του Εφεσείοντος, ως προς αυτό το ζήτημα.

 

        Τις ίδιες αρχές επαναλάβαμε πολύ πιο πρόσφατα στην υπόθεση Ε.Α.Β.Ο. v. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 133/24, ημερ. 11.7.24 στην οποία και πάλι ο εφεσείων αντιμετώπιζε αδικήματα κατά συζύγου, ήτοι απειλής, παρενόχλησης θύματος βίας, ψυχολογικής βίας, ψυχικής βλάβης, καθώς και παραβίασης διατάγματος αποκλεισμού ενώ εναντίον του εκκρεμούσαν και άλλες δύο ποινικές υποθέσεις για ίδιας ή παρόμοιας φύσης αδικήματα κατά της πρώην συζύγου του. Η κράτηση εκεί επικυρώθηκε λαμβανομένου όμως υπ’ όψιν, μεταξύ άλλων, του ότι υπήρχε παλαιότερο διάταγμα αποκλεισμού το οποίο δεν φαινόταν να είχε λειτουργήσει αποτρεπτικά.

 

        Στην υπόθεση Γενικού Εισαγγελέα v. Γ.Ν. (ανωτέρω), επικυρώθηκε η απόρριψη του αιτήματος κράτησης σε υπόθεση που αφορούσε αδικήματα βίας και βασανιστηρίων εναντίον ανηλίκων, αφού ελήφθη υπ’ όψιν ότι τα διατάγματα απομάκρυνσης των ανηλίκων και αποκλεισμού του κατηγορούμενου, αποσοβούσαν τον κίνδυνο διάπραξης νέων αδικημάτων.

 

        Ας σημειωθεί πως και η υπόθεση Χριστοδούλου (ανωτέρω) αφορούσε αδικήματα βίας στην οικογένεια, καθώς και φερόμενης παράβασης όρων υφιστάμενου διατάγματος αποκλεισμού, εκδοθέντος σε παλαιότερη υπόθεση η οποία εκκρεμούσε για παρόμοια αδικήματα, ήτοι οικογενειακής βίας, ψυχολογικής βίας, απειλής και κακόβουλης ζημιάς. Εν όψει της προηγηθείσας τήρησης του διατάγματος για 14 μήνες, της ομαλής συνεργασίας των δύο και του συνόλου της μαρτυρίας (που αφορούσε μια συνάντηση) κρίθηκε πως δεν υπήρχε η απαιτούμενη ισχυρή εντύπωση περί μελλοντικής διάπραξης άλλων αδικημάτων, ούτως ώστε να δικαιολογείτο η κράτηση.

 

        Στην παρούσα περίπτωση το αίτημα, στη βάση του κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων, είχε υποβληθεί με αναφερθέν υπόβαθρο τις καταθέσεις της συζύγου (Κυανά 1, 23), της θυγατέρας (Κυανούν 24) και της πεθεράς (Κυανούν 22) του Εφεσείοντος. Ήταν η θέση της Κατηγορούσας Αρχής πρωτοδίκως ότι τα καταγραφόμενα στις εν λόγω καταθέσεις και το συνακόλουθο κατηγορητήριο αποκαλύπτουν  συμπεριφορά η οποία πρέπει να προβληματίσει αφού καταδεικνύει ότι ο Εφεσείων «μπορεί» να επαναδιαπράξει παρόμοιας φύσης αδικήματα επειδή δεν ήταν μεμονωμένα περιστατικά. Κατά τη θεώρηση της Κατηγορούσας Αρχής, αν αυτός αφήνετο ελεύθερος υπήρχε τεράστιος κίνδυνος να διαπράξει νέα αδικήματα εναντίον τους.

 

        Θα πρέπει να παρατηρήσουμε ότι ο πρωτόδικος Δικαστής, αφού ανέφερε ότι συμφωνεί με τις θέσεις της Κατηγόρου, κατέληξε πως από τις προαναφερεθείσες καταθέσεις της συζύγου και της θυγατέρας «...προκύπτει ότι τα αδικήματα εναντίον των παραπονούμενων εκτείνονται σε βάθος χρόνου και δεν αποτελούν μια μεμονωμένη περίπτωση. Συνεκτιμώντας το σύνολο των στοιχείων μαρτυρίας που τέθηκαν ενώπιόν μου στην όψη τους, τις περιστάσεις της υπόθεσης, το ιστορικό και τα όσα διαφαίνονται από την όλη συμπεριφορά του Κατηγορούμενου, καταλήγω ότι αυτά δημιουργούν την αναγκαία ισχυρή εντύπωση ότι σε περίπτωση που ο Κατηγορούμενος αφεθεί ελεύθερος θα διαπράξει νέα αδικήματα».

 

        Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι δύο ήταν τα στοιχεία, τα οποία επέδρασαν στην πρωτόδικη σκέψη, ήτοι το ότι το κατηγορητήριο εκτείνετο σε περίοδο πέντε ετών (2019 έως 2024) και το ότι σε αυτό γινόταν αναφορά σε πέντε περιστατικά.

 

        Παρότι δε πρωτοδίκως δεν υπήρξε ειδικότερη αναφορά, σημειώνουμε ότι στις δικές της καταθέσεις η σύζυγος είχε αναφερθεί: (Α) Σε κολπικό και πρωκτικό βιασμό, που έγιναν κάποιο βράδυ περί το τέλος Ιουνίου του 2024, συνοδευόμενοι από κτυπήματα διά παλάμης και απειλή ότι θα τη σκότωνε εάν δεν «σκάσει», τα οποία οδήγησαν και στη συμπερίληψη αδικήματος ψυχολογικής βίας (κατηγορίες 1 έως 5), (Β) Σε χαστούκια και κλοτσιές κατά την αμέσως επόμενη νύκτα από τους βιασμούς, σε συνδυασμό με απειλή ότι θα τη σκοτώσει αν τον κάμει ρεζίλι, τα οποία αντιλήφθηκε η 17ετής θυγατέρα, δεχόμενη ταυτόχρονα απειλή να απομακρυνθεί και τα οποία επίσης οδήγησαν σε συμπερίληψη αδικημάτων ψυχολογικής βίας σε σχέση με σύζυγο και θυγατέρα (κατηγορίες 6 έως 11), (Γ) Σε απαίτηση συνουσίας ως υποχρέωση της συζύγου, κατά τους τελευταίους δύο μήνες, ήτοι τον Απρίλιο ‑ Μάιο του 2024, που οδήγησε επίσης σε συμπερίληψη κατηγορίας για ψυχολογική βία (κατηγορία 12).

 

        Από δικής της πλευράς η θυγατέρα είχε αναφερθεί: (Δ) Σε περιστατικό κοινής επίθεσης κατά το οποίο ο Εφεσείων τής έδωσε ένα πολύ δυνατό χαστούκι κατά το καλοκαίρι του 2021, το οποίο οδήγησε σε συμπερίληψη κατηγορίας για ψυχική βλάβη σε ανήλικο (κατηγορίες 13, 14) και (E) Σε περιστατικό κοινής επίθεσης, κατά το οποίο ο Εφεσείων το 2019 χαστούκισε τη μητέρα της στην παρουσία της ίδιας, που οδήγησε επίσης σε κατηγορία για ψυχική βλάβη ανηλίκου (κατηγορίες 15, 16).

 

        Έχοντας υπ’ όψιν τα πιο πάνω, θα συμφωνήσουμε με την εισήγηση του κ. Γιαλελή πως είχε τη σημασία του το ότι τα σοβαρά αδικήματα για τα οποία η σύζυγος προέβη σε καταγγελία στις 3.7.24 φέρονταν να είχαν διαπραχθεί κατά το τελευταίο δίμηνο της έγγαμης σχέσης του ζεύγους (κατηγορίες 1 έως 12). Υπήρχε και η συναφής δήλωση της συζύγου, στην πρώτη κατάθεσή της, ότι με τον Εφεσείοντα άρχισαν να έχουν σοβαρά προβλήματα τους τελευταίους δύο μήνες όταν πλέον η ίδια άρχισε να υποψιάζεται ότι υπήρχε άλλη γυναίκα στη ζωή του. Κάποιες άλλες γενικότερες αναφορές της για όλο τον έγγαμο βίο δεν οδήγησαν στη διατύπωση κάποιας συγκεκριμένης κατηγορίας. Τα περιστατικά αυτού του τελευταίου διμήνου, για τα οποία κατήγγειλε η σύζυγος, φέρονταν να αφορούν την ερωτική ζωή του ζεύγους και να είχαν ως βάση τη φερόμενη απαίτηση για ερωτική επαφή και τη συνακόλουθη απουσία συναίνεσης για κάτι τέτοιο. Τα υπόλοιπα δύο περιστατικά, κοινής επίθεσης, φέρονταν να είχαν λάβει χώρα σε παλαιότερο χρόνο, ήτοι προ τριετίας και πενταετίας αντίστοιχα (κατηγορίες 13 έως 16). Άλλη μαρτυρία αναφερόταν στο ότι το ίδιο βράδυ, της αρχικής κατάθεσης της συζύγου, η Αστυνομία ζήτησε από τον Εφεσείοντα να φύγει από τη συζυγική οικία και στο ότι αυτός το έπραξε αυτοστιγμεί.

 

        Έχουμε την άποψη πως όλα τα πιο πάνω επιμέρους στοιχεία του μαρτυρικού υλικού θα έπρεπε να ελκύσουν κάπως μεγαλύτερη προσοχή κατά την πρωτόδικη εκτίμηση του κινδύνου διάπραξης νέων αδικημάτων. Βασικά απαιτείτο τουλάχιστον συνεκτίμηση των στοιχείων αυτών πριν τη διατύπωση της οριστικής κατάληξης ότι ο χρόνος διάπραξης και ο αριθμός περιστατικών δημιουργούσαν «την αναγκαία ισχυρή εντύπωση».

  

        Υπό τις πιο πάνω περιστάσεις αισθανόμαστε ότι θα μπορούσε να είναι αρτιότερη και η αιτιολογία για τη διαπίστωση «ισχυρής εντύπωσης», πλην όμως δεν θεωρούμε πως το ψήγμα αυτό είναι τέτοιου βαθμού που θα μπορούσε αφ' εαυτού να εκβαραθρώσει την πρωτόδικη διαταγή. Το ουσιωδέστερο κατά την κρίση μας είναι πως ακόμα και μετά τη διαπίστωση περί ύπαρξης ισχυρής εντύπωσης, το σύνολο των προαναφερθέντων στοιχείων από τη μαρτυρία, σε συνδυασμό με τη φερόμενη εγκληματική δράση σε συγκεκριμένο περιβάλλον εναντίον μελών της οικογένειας και όχι γενικά στην κοινωνία, ώφειλε το πρωτόδικο Δικαστήριο να προβληματιστεί για την αναγκαιότητα της κράτησης εν τη εννοία των πιο κάτω λεχθέντων στην υπόθεση Γεωργίου (ανωτέρω):

 

«Ήταν συναφές και έπρεπε να ληφθεί υπόψη ότι η μαρτυρία δεν αναδείκνυε τάση του Εφεσείοντα προς την παρανομία γενικά, αλλά με αναφορά στον πατέρα του. Σε αντιδιαστολή με τις περιπτώσεις ροπής προς το έγκλημα γενικά ή έστω προς κατηγορίες αδικημάτων όπου το Δικαστήριο θα πρέπει να σταθμίσει την ελευθερία του υπόδικου με την ανάγκη προστασίας του κοινωνικού συνόλου γενικά, στις περιπτώσεις όπου η παρανομία για την οποία υπάρχει η ανάγκη προφύλαξης είναι συγκεκριμένη, είναι ευχερέστερη και μπορεί να εξυπηρετήσει η επιβολή εναλλακτικών της κράτησης μέτρων προς διασφάλιση έναντι του κινδύνου της επανάληψης των αδικημάτων και αποφυγή της κράτησης που είναι η έσχατη λύση και που μπορεί να διαταχτεί εκεί και μόνο όπου κρίνεται ότι κανένα άλλο μέτρο δεν μπορεί να αποδώσει».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Όπως και στην υπόθεση Γεωργίου (ανωτέρω), έτσι και στην παρούσα, στο κατηγορητήριο υπάρχουν αδικήματα βάσει του περί Βίας στην Οικογένεια (Πρόληψη και Προστασία Θυμάτων) Ν.119(I)/2000 και όπως έχει εκεί κριθεί, το Δικαστήριο σε τέτοια περίπτωση έχει, βάσει του Άρθρου 15(3), την εξουσία να επιβάλει στον κατηγορούμενο όρους «για την προστασία των μελών της οικογένειας, περιλαμβανομένου και του όρου να μην επισκέπτεται ή να μην παρενοχλεί με οποιονδήποτε τρόπο μέλος της οικογένειας του». Προσθέτουμε δε, πως στην παρούσα περιλαμβάνονται και αδικήματα βάσει του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας και περί Συναφών Θεμάτων Ν.115 (I)/21, του οποίου το Άρθρο 33 δίδει την εξουσία έκδοσης διατάγματος (γενικού) αποκλεισμού του κατηγορούμενου από το θύμα ή από χώρο στον οποίο το θύμα ευρίσκεται (όπως και το Άρθρο 23 του Ν.119 (I)/00 σε σχέση με την οικογενειακή οικία). Θεωρούμε ότι τα αναφερθέντα εν συνεχεία από το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Γεωργίου (ανωτέρω), ισχύουν κατ' αναλογίαν και στην παρούσα περίπτωση. Έχουν ως εξής:

 

«Θα έπρεπε να είχε ληφθεί υπόψη το γεγονός της καταγγελίας και ότι η συμπεριφορά του Εφεσείοντα στην οποία γινόταν αναφορά στη μαρτυρία αφορούσε σε χρόνους πριν την καταγγελία. Η συμπεριφορά του κατ' εξακολούθηση παραβάτη, που ενδεχομένως αισθάνεται ότι μπορεί να ενεργεί εκτός των πλαισίων του νόμου, ενδέχεται να διαφοροποιείται μετά την καταγγελία, δεδομένου ότι το θύμα του έχει ξεπεράσει τα όρια αντοχής, ανοχής ή και ενδοιασμούς στο να τον καταγγείλει στην Αστυνομία. Ιδιαίτερα σε υποθέσεις όπου θύτης και θύμα είναι του ιδίου περιβάλλοντος ή συγγενικά πρόσωπα. Ο Εφεσείων, αν είχε αδικοπραγήσει όπως του καταλογίζεται, νομίζοντας ότι η συμπεριφορά του θα γινόταν ανεχτή ή ότι δεν θα υπήρχε η βούληση για να καταγγελθεί, έχει τώρα υπόψη του νέα δεδομένα και το πρωτόδικο Δικαστήριο, πέραν των όρων που θα μπορούσε να του επιβάλει θα μπορούσε και σωστά θα έπραττε να επιστήσει τη προσοχή του στο ότι σε περίπτωση αδικοπραγίας του ή και παράβασης των όρων που θα είχαν τεθεί, θα μπορούσε να συλληφθεί και η υπόθεση του θα μπορούσε να τεθεί αμέσως ενώπιον του Δικαστηρίου για να διαταχτεί ενδεχομένως η κράτηση του». 

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Κατ' αναλογίαν λοιπόν, κρίνουμε ότι και στην παρούσα περίπτωση, η συγγενική σχέση μεταξύ φερόμενου θύτη και θυμάτων, θα έπρεπε να συνεκτιμηθεί υπό την πιο πάνω οπτική. Το μαρτυρικό υπόβαθρο για την υπέρβαση των ορίων αντοχής, ανοχής, ενδοιασμών ή και φόβων, στο να γίνει καταγγελία, υπήρχε τόσο στις καταθέσεις της συζύγου όσο και σε αυτή της θυγατέρας. Η μεν σύζυγος είχε πει στην αρχική κατάθεσή της ότι προσπάθησε να δικαιολογήσει αυτά που είχε δει η κόρη τους αλλά η τελευταία ήταν ανένδοτη και έπεισε την ίδια, τη μητέρα, να καταγγείλει (Κυανούν 1). Στη συμπληρωματική της κατάθεση η σύζυγος είπε ότι φοβόταν να μην μείνει μόνη της, φοβόταν τον Εφεσείοντα o οποίος της έλεγε για γνωριμίες που εκείνος είχε (με κάποιο Φένεκ) και ότι θα τη σκοτώσει εάν μιλήσει, επαναλαμβάνοντας η ίδια ότι προσπαθούσε να τον δικαιολογήσει διότι φοβόταν, την είχε κάνει να νιώθει ότι δεν μπορεί να τα καταφέρει μόνη της και να ανησυχεί ότι τυχόν καταγγελία ή διαζύγιο θα κατέστρεφε τον 20ετή γιο τους που έχει αυτιστική διαταραχή (αλλά) με υψηλή λειτουργικότητα (φάσμα Asperger), με μόνη συντροφιά τον Εφεσείοντα πατέρα του. Η δε θυγατέρα είχε αναφέρει ότι στις προσπάθειες της μητέρας να την πείσει να ξεχάσουν (τα κτυπήματα που είχε δει) η ίδια απαντούσε πως εάν δεν πήγαινε να τον καταγγείλει εκείνη τότε θα το έπραττε η ίδια, μέχρι που κατάφερε και έπεισε τη μητέρα της να καταγγείλει.

        Όλα τα πιο πάνω και τα όσα ακολούθησαν, με την καταγγελία, τη σύλληψη, ανάκριση, εκδίωξη από την οικία, τη θέση σε διαθεσιμότητα, την αποκοπή μισθού και τη δίωξη, συνιστούσαν τα νέα δεδομένα, τα οποία διαφοροποιούσαν την όποια προηγηθείσα κατάσταση αφού κατεδείκνυαν ότι τα φερόμενα θύματα είχαν πλέον υπερβεί τα όρια αντοχής, ανοχής, ενδοιασμών ή και φόβου, προβαίνοντας σε καταγγελία. Κάτι που εκτιμάται ότι θα επαναλάμβαναν ευκολότερα με την ελάχιστη αφορμή. Το νόημα της υπόθεσης Γεωργίου (ανωτέρω) και των άλλων παρόμοιων αποφάσεων, είναι ότι σε τέτοια περίπτωση, που η φερόμενη παρανομία είναι συγκεκριμένη, τότε για σκοπούς προφύλαξης δύναται να εξυπηρετήσει η επιβολή εναλλακτικών μέτρων (αντί κράτησης) προς αποτροπή του κινδύνου επανάληψης αδικημάτων. Κρίνουμε πως η παρούσα συνιστά μία τέτοια περίπτωση, ότι εσφαλμένα δεν εξετάστηκε από αυτής της σκοπιάς και ότι ως προς τον κίνδυνο διάπραξης νέων αδικημάτων δικαιολογείται η επέμβαση του Εφετείου, στη βάση της πιο πάνω νομολογίας, αφού η αναγκαιότητα κράτησης για τον συγκεκριμένο λόγο είχε πλέον εξασθενήσει.

  

Κίνδυνος Επηρεασμού Μαρτύρων

 

        Εν σχέσει με τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων επαναλαμβάνουμε πως αυτό που εξετάζεται είναι το κατά πόσον οι φόβοι της Αστυνομίας για τέτοιον επηρεασμό είναι δικαιολογημένοι βάσει της μαρτυρίας η οποία τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου και κριτήριο είναι ο πιθανός κίνδυνος να επηρεαστούν μάρτυρες (βλ. Γενικός Εισαγγελέας v. Bourel κ.ά. Ποιν. Έφ. 306/21 κ.ά., ημερ. 28.12.21). Μια γενική δήλωση ότι ένας Κατηγορούμενος θα επέμβει στην πορεία της δικαιοσύνης δεν είναι αρκετή και θα πρέπει προς τούτο να παρουσιαστεί μαρτυρία, η οποία να υποστηρίζει τη δήλωση, χωρίς όμως να απαιτείται απόδειξη ότι θα υπάρξει επηρεασμός. Το Δικαστήριο θα διατάξει στην κράτηση εάν ικανοποιηθεί ότι υπάρχουν ουσιαστικοί λόγοι οι οποίοι δύνανται να οδηγήσουν στο συμπέρασμα ότι υφίσταται κίνδυνος επηρεασμού (βλ. Ζορπάς κ.ά. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 103/24 κ.ά., ημερ. 3.6.24).

 

        Στην παρούσα περίπτωση, πρωτοδίκως η Κατήγορος στήριξε το αίτημά της στο ότι από τη μαρτυρία της θυγατέρας φαίνεται πως ενώ τα περιστατικά ξεκίνησαν το 2019, η σύζυγος φοβόταν να καταγγείλει, ότι είναι ευάλωτα άτομα και δυνατόν να επηρεαστούν αφού ήδη ο Εφεσείων επιχείρησε να αποτρέψει τη σύζυγο από το να «τον κάνει ρεζίλι», εννοώντας ο ίδιος το να τον καταγγείλει. Η Υπεράσπιση είχε τονίσει το γεγονός ότι και η σύζυγος είναι αστυνομικός, υπηρετώντας στην Κ.Υ.Π. και παλαιότερα στο Τ.Α.Ε. για πολλά χρόνια.

 

        Ο πρωτόδικος Δικαστής τόνισε το ότι ήταν ευάλωτοι μάρτυρες, ότι δεν είχε σημασία η εργασία της συζύγου, ότι προέκυπτε μια συνεχής συμπεριφορά του Εφεσείοντος η οποία προκαλούσε φόβο στις δύο μάρτυρες και ότι αυτός είχε διατυπώσει ρητές, καθώς και έμμεσες απειλές, αναφέροντας τις σχέσεις του με πρόσωπο το οποίο η σύζυγος θεωρεί επικίνδυνο και το φοβάται. Το υπόβαθρο από πλευράς μαρτυρικού υλικού ήταν τα όσα κατεγράφησαν προηγουμένως στην παρούσα, προερχόμενα από τις καταθέσεις της συζύγου (Κυανά 1, 23) και ήταν στη βάση αυτών που ο πρωτόδικος Δικαστής κατέληξε ότι υπάρχουν ουσιαστικοί λόγοι που οδηγούν σε συμπέρασμα περί ύπαρξης κινδύνου επηρεασμού.

 

        Στην υπόθεση Θεοφάνους ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 176/20, ημερ. 29.10.20, ECLI:CY:AD:2020:B373 είχε ήδη παλαιότερα υπάρξει επηρεασμός της ανήλικης παραπονούμενης για βιασμούς από τον κατηγορούμενο πατριό της, πλην όμως κρίθηκε κατ' έφεσιν πως τα δεδομένα είχαν διαφοροποιηθεί όταν αργότερα η ανήλικη προέβη σε καταγγελία, έπαυσε να είναι οικονομικά εξαρτημένη από τον πατριό της και δεν διέμενε πλέον στην πολυκατοικία του, όπως παλαιότερα, οπότε κρίθηκε μη αναγκαία η κράτηση και τέθηκαν όροι από το Ανώτατο Δικαστήριο.

 

        Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Γ.Ν. (ανωτέρω) επίσης είχε ήδη παλαιότερα υπάρξει επηρεασμός κατά την πρώτη κατάθεση ενός των ανηλίκων παραπονουμένων, πλην όμως επικυρώθηκε κατ' έφεσιν ότι μετά την καταγγελία από τη γιαγιά, την απομάκρυνση των ανηλίκων, την αλλαγή διαμονής, την ανάληψη της φροντίδας τους από τις Υπηρεσίες Κοινωνικής Ευημερίας και την έκδοση διατάγματος αποκλεισμού, ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων είχε κατ' ουσίαν εξαλειφθεί, αφού οι συνθήκες που επέτρεψαν αρχικώς επηρεασμό δεν υφίσταντο πλέον.

 

        Με κάθε σεβασμό δεν θα συμφωνήσουμε με την πρωτόδικη κατάληξη στην παρούσα. Θεωρούμε πως η περίπτωση παρουσιάζει ομοιότητες με την υπόθεση Θεοφάνους (ανωτέρω) και την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Γ.Ε. (ανωτέρω). Αυτό υπό την έννοια ότι οι όποιοι φόβοι για επηρεασμό μαρτύρων στον βαθμό που αναδύοντο μέσα από τις αναφερθείσες περιστάσεις της κρινόμενης υπόθεσης μπορούσαν επαρκώς να αντιμετωπιστούν με τους κατάλληλους όρους, που σχετίζονται με δυνητικούς όρους τους οποίους προαναφέραμε και σε σχέση με τον κίνδυνο διάπραξης νέων αδικημάτων.

 

        Στη βάση όλων των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει και διατάσσεται η απόλυση του Εφεσείοντος υπό όρους σε σχέση με την προσέλευση του στη δίκη του στις 4.10.24 και σε σχέση με την προστασία των παραπονουμένων. Ο Εφεσείων να αφεθεί ελεύθερος υπό τους πιο κάτω όρους:

 

        (Α)   Να κατατεθεί ποσόν €15.000 σε μετρητά και ή να προσκομιστεί τραπεζική επιταγή (bankers draft) για το ισόποσο στην Πρωτοκολλητή.

 

        (Β)   Να εμφανίζεται κάθε Δευτέρα, Τετάρτη και Παρασκευή στον Αστυνομικό Σταθμό Ομορφίτας μεταξύ των ωρών 18:00 έως 21:00.

 

        (Γ)   Να παραδώσει όλα τα ταξιδιωτικά του έγγραφα στην Αστυνομία και το όνομά του να τεθεί στον κατάλογο προσώπων των οποίων απαγορεύεται η έξοδος από τη Δημοκρατία (stop list) και ή η διέλευση μέσω των οδοφραγμάτων προς τις Κατεχόμενες περιοχές.

 

        (Δ)   Απαγορεύεται στον Εφεσείοντα να πλησιάσει τον εκάστοτε χώρο διαμονής ή τον εκάστοτε χώρο εργασίας οποιασδήποτε των παραπονουμένων σε απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων.

 

        (E)   Απαγορεύεται στον Εφεσείοντα να πλησιάσει οποιαδήποτε των παραπονουμένων, οπουδήποτε και αν αυτή ευρίσκεται, σε απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων.

 

        (ΣΤ) Απαγορεύεται στον Εφεσείοντα να επιχειρήσει ή να έλθει σε οποιαδήποτε άμεση ή έμμεση επαφή ή επικοινωνία με οποιαδήποτε των παραπονουμένων είτε διά ζώσης, είτε εξ αποστάσεως είτε τηλεφωνικώς είτε ηλεκτρονικώς είτε μηνυματικώς είτε νοηματικώς είτε άλλως πως, είτε αυτοπροσώπως είτε μέσω οποιουδήποτε άλλου προσώπου.

 

 

            Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

 

            Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

            Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο