ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                                                                                     (Ποινική Έφεση Αρ.: 222/21)

 

2 Αυγούστου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

H.M.F TRADING COMPANY LTD

Εφεσείουσα

 

v.

 

ΔΗΜΟΥ ΓΕΡΜΑΣΟΓΕΙΑΣ

Εφεσιβλήτου

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

 

Αίτηση ημερ. 21.3.2022 υπό Εφεσείουσας

Αίτηση ημερ. 27.5.2022 υπό Εφεσιβλήτου

 

Κ. Καλυφόμματος, για την Εφεσείουσα

Ι. Βενιζέλου (κα), για τον Εφεσίβλητο

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Πική, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΙΚΗΣ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας είναι δυο αιτήσεις για προσαγωγή μαρτυρίας κατ’ έφεση, υποβληθείσες από την Εφεσείουσα και Εφεσίβλητο αντίστοιχα. Τα ουσιώδη γεγονότα και αντικείμενο της εφέσεως έχουν ως καταγράφονται κατωτέρω.

 

        Σε ποινική υπόθεση που καταχώρισε ο Εφεσίβλητος, Δήμος Γερμασόγειας, η  Εφεσείουσα καταδικάστηκε ερήμην για παράλειψη πληρωμής των τελών αποκομιδής σκυβάλων για το έτος 2019, κατά παράβαση των σχετικών διατάξεων του περί Δήμων Νόμου του 1985 (Ν.111/1985). Της επιβλήθηκε χρηματική ποινή €40 και διετάχθη να καταβάλει επίσης τα τέλη σκυβάλων ύψους €170, πλέον 10% επιβάρυνση (σύνολο €187), συν 102 έξοδα. Καταχώρισε έφεση κατά της καταδίκης προβάλλοντας δυο λόγους έφεσης. Ο πρώτος αφορά την κατ’ ισχυρισμόν αντικανονική επίδοση του κατηγορητηρίου στο εγγεγραμμένο γραφείο της, με αποτέλεσμα να μη λάβει ποτέ γνώση της εναντίον της ποινικής διαδικασίας, κατά παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και της δίκαιης δίκης. Ο δεύτερος αφορά στην ανυπαρξία ικανοποιητικής μαρτυρίας με την οποία να αποδεικνύεται πέραν λογικής αμφιβολίας η στοιχειοθέτηση της κατηγορίας.

 

        Στην ένορκη δήλωση επίδοσης ημερομηνίας 28.5.2024, η οποία βρίσκεται στον φάκελο της πρωτόδικης διαδικασίας αναφέρεται ότι στις 26.5.2021, «το κατηγορητήριο επιδόθηκε στην παρουσία μιας κυρίας που είναι υπάλληλος και υπεύθυνη παραλαβής εγγράφων αλλά αρνήθηκε να μου αναφέρει το όνομα της». Στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης αναφέρεται ότι η Εφεσείουσα από το 2015 έχει αναστείλει τη λειτουργία της και δεν έχει κύκλο εργασιών ούτε εργοδοτεί οποιοδήποτε υπάλληλο. Από το 2016 το εγγεγραμμένο γραφείο της παραμένει κλειστό και η ηλεκτροδότηση του αποσυνδέθηκε από τις 13.6.2016. Η διευθύντρια της Εφεσείουσας πληροφορήθηκε για πρώτη φορά την ύπαρξη της υπό αναφορά ποινικής διαδικασίας όταν στις 23.6.2021 μετέβη στο εγγεγραμμένο της γραφείο και βρήκε το κατηγορητήριο αφημένο («συρμένο») κάτω από την πόρτα. Από έρευνα του δικηγόρου της Εφεσείουσας στον δικαστικό φάκελο της υπόθεσης, η διευθύντρια πληροφορήθηκε την ερήμην καταδίκη και επιβολή χρηματικής ποινής στην εταιρεία. Ακολούθησε αίτηση παράτασης χρόνου καταχώρισης έφεσης, η οποία εγκρίθηκε με ενδιάμεση απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 26.11.2021, στην Ποινική Αίτηση Αρ.15/21. Περισσότερες λεπτομέρειες ως προς τις συνθήκες κάτω από τις οποίες περιήλθε σε γνώση η εφεσιβαλλόμενη καταδικαστική απόφαση και τις ενέργειες στις οποίες προέβη η διευθύντρια και ο συνήγορος της Εφεσείουσας, αναφέρονται στην εν λόγω ενδιάμεση απόφαση.

 

        Πριν την ακρόαση της έφεσης, η Εφεσείουσα καταχώρισε αίτηση ημερομηνίας 19.4.2022, με την οποία ζητεί άδεια για προσαγωγή μαρτυρίας κατ’ έφεσιν (ως τα Παραρτήματα «Α» και «Β») προς υποστήριξη του πρώτου λόγου έφεσης. Η αίτηση υπεβλήθη βάσει των Άρθρων 146(α)-(ε) της Ποινικής Δικονομίας, Κεφ. 155 και 25(3) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960 (Ν.14/60). Στηρίζεται στις υπεύθυνες δηλώσεις της κας Καλυφόμματου, διευθύντριας της Εφεσείουσας και του κ. Παναγιώτου, Προέδρου της Διαχειριστικής Επιτροπής της πολυκατοικίας στην οποία βρίσκεται το εγγεγραμμένο γραφείο. Στην υπεύθυνη δήλωση της πρώτης αναφέρονται οι  λόγοι για τους οποίους ουδέποτε έλαβε γνώση για την ύπαρξη της υπό αναφορά ποινικής διαδικασίας υποστηρίζοντας κατ’ ουσίαν τα όσα αναφέρονται στην αιτιολογία του πρώτου λόγου έφεσης, αμφισβητώντας πλήρως τα όσα ο επιδότης αναφέρει, ως αναληθή. Στην υπεύθυνη δήλωση του δεύτερου, επιβεβαιώνεται ότι από το 2016 μέχρι σήμερα το διαμέρισμα στο οποίο βρίσκεται το εγγεγραμμένο γραφείο δεν χρησιμοποιείται, με αποτέλεσμα η διαχειριστική επιτροπή να κάνει έκπτωση στην  Εφεσείουσα για τα κοινόχρηστα. Τα Παραρτήματα «Α» και «Β» είναι ανυπόγραφες  δηλώσεις των εν λόγω ατόμων στις οποίες παρατίθεται η μαρτυρία την οποία σκοπούν να καταθέσουν με συνημμένα τεκμήρια, σε περίπτωση έγκρισης του αιτήματος.

 

        Ο Εφεσίβλητος καταχώρισε ένσταση στην εν λόγω αίτηση η οποία περιλαμβάνει και προδικαστική ένσταση επί της εφέσεως. Στην προδικαστική ένσταση αναφέρει ότι: (α) η έφεση αποτελεί λανθασμένο δικονομικό μέτρο για αμφισβήτηση της εγκυρότητας της επίδοσης, ενώ το ορθό μέτρο θα ήταν η υποβολή αίτησης για παραμερισμό λόγω αντικανονικότητας της διαδικασίας βάσει της Δ.64 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, (β) δεν υπάρχει καλή πιθανότητα επιτυχίας καθότι ο επιδότης δεν είχε κίνητρο να προβεί σε ψευδορκία, (γ) δεν προβάλλεται οποιαδήποτε ουσιαστική υπεράσπιση σε σχέση με την οφειλή των επιδίκων τελών σκυβάλων.

 

        Η ένσταση στο αίτημα προσαγωγής μαρτυρίας ερείδεται: (α) στην παράλειψη αναγραφής του Άρθρου 61 του Κεφ. 155 στη νομική βάση της αίτησης, (β) στην παράλειψη αναφοράς των αυστηρών νομολογιακών προϋποθέσεων για προσαγωγή μαρτυρίας κατ’ έφεση, (γ) στο ότι η υπεύθυνη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας περιέχει ψευδείς ισχυρισμούς και είναι κακόβουλη.

 

        Οι εν λόγω ενστάσεις  υποστηρίζονται από ένορκη δήλωση της κας Χρυσοστόμου, Λειτουργού του Τμήματος Φόρων και Τελών του Εφεσίβλητου. Σε δέσμη τεκμηρίων που επισυνάπτεται στην προδικαστική ένταση περιλαμβάνονται σελίδες από προηγούμενη ένορκη δήλωση της κας Χρυσοστόμου (γενόμενη στο πλαίσιο ένστασης για παράταση του χρόνου καταχώρισης έφεσης), οι οποίες αφορούν το δικαστικό πρακτικό στο οποίο καταγράφεται η απόδειξη της υπόθεσης και η επιβολή προστίμου στην Εφεσείουσα, προβάλλοντας τη θέση ότι τα κενά και παραλείψεις που εμφαίνονται είναι τυπικής μορφής και επομένως δεν υπήρξε ουσιώδης πλημμελής απονομή της δικαιοσύνης. Επισυνάπτεται επίσης δέσμη τεκμηρίων με 32 ανεπίδοτα κατηγορητήρια σε άλλες ιδιωτικές ποινικές υποθέσεις για οφειλόμενα τέλη σκυβάλων, των οποίων η επίδοση ανατέθηκε στον συγκεκριμένο επιδότη, με σκοπό να καταδειχθεί η μη ύπαρξη καλής πιθανότητας επιτυχίας της έφεσης.

 

        Ο Εφεσίβλητος υπέβαλε επίσης αίτηση με την οποία ζητεί να του δοθεί άδεια για προσαγωγή μαρτυρίας κατ’ έφεση δια της καταχώρισης ένορκης μαρτυρίας ή της έκδοσης κλήσης μαρτύρων της κας Χρυσοστόμου και του επιδότη κ. Κλείτου (εφεξής «επιδότης»), ο οποίος προέβη στην ένορκη δήλωση επίδοσης στο εγγεγραμμένο γραφείο της Εφεσείουσας. Σύμφωνα με την ένορκη δήλωση της κας Χρυσοστόμου, η οποία συνοδεύει την αίτηση, σε περίπτωση έγκρισης του εν λόγω αιτήματος της Εφεσείουσας καθίσταται αναγκαία η προσαγωγή μαρτυρίας από τον Εφεσίβλητο για σκοπούς δικαιότητας της διαδικασίας ούτως ώστε να ακουστούν και οι δυο πλευρές επί του καίριου θέματος της αμφισβητούμενης επίδοσης. Η προτεινόμενη μαρτυρία της κας Χρυσοστόμου, η οποία σκιαγραφείται στην ένορκη της δήλωση, θα περιλαμβάνει απάντηση στους ισχυρισμούς που περιέχονται στις υπεύθυνες δηλώσεις της άλλης πλευράς, περιλαμβανομένου του κύκλου εργασιών της Εφεσείουσας, κατόπιν έρευνας στον Έφορο Έταιρειών, συμπεράσματα επί των τεκμηρίων που επιχειρεί να καταθέσει η άλλη πλευρά, τις συστάσεις που έλαβε για τον συγκεκριμένο επιδότη, τις συνθήκες καταχώρισης της υπό κρίση ποινικής υπόθεσης, τις συνθήκες επίδοσης του Κατηγορητηρίου, τις συνθήκες κάτω από τις οποίες προέβη σε απόδειξη της υπόθεσης, και θέματα που αφορούν κενά επί του πρακτικού του Δικαστηρίου. Η προτεινόμενη μαρτυρία του επιδότη αφορά γεγονότα που σχετίζονται με τη συγκεκριμένη επίδοση, την επαγγελματική του πείρα, την ακολουθητέα πρακτική επιστροφής ανεπίδοτων κατηγορητηρίων, τους λόγους για τους οποίους πιστεύει πως τα όσα προβάλλονται από την πλευρά της Εφεσείουσας είναι αναληθή και οτιδήποτε άλλο σχετικό.

 

        Η αίτηση του Εφεσίβλητου προσέκρουσε σε ένσταση της Εφεσείουσας στηριζόμενη σε υπεύθυνη δήλωση της κας Καλυφόμματου, στην οποία προβάλλει τη θέση ότι η εν λόγω αίτηση είναι πρόωρη και ότι η μαρτυρία η οποία ζητείται να κατατεθεί δεν αφορά νέα μαρτυρία αλλά μαρτυρία με την οποία επιχειρείται να δοθούν εξηγήσεις για την ακολουθητέα διαδικασία προς απόδειξη της υπόθεσης πρωτόδικα και τη συμπλήρωση κενών επί του πρακτικού του Δικαστηρίου.

 

        Έχουμε μελετήσει προσεκτικά τις αιτήσεις και ενστάσεις επί των αιτήσεων, καθώς και τα λεπτομερή διαγράμματα αγορεύσεων και τα όσα οι δυο πλευρές ανέπτυξαν προφορικά ενώπιον μας κατά την ακρόαση των αιτήσεων.

 

        Οι προδικαστικοί λόγοι ένστασης επί της εφέσεως είναι προδήλως αβάσιμοι. Οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας και δη η Δ.64 την οποία ο Εφεσίβλητος επικαλείται δεν εφαρμόζονται στην ποινική διαδικασία η οποία διέπεται από την Ποινική Δικονομία (Κεφ. 155). Ούτε στο πλαίσιο ποινικής έφεσης δύναται να εξεταστεί θέμα καλής πιθανότητας επιτυχίας της έφεσης. Με κάθε σεβασμό και κρίνοντας από τη θέση του ότι η έφεση «δεν αποκαλύπτει οποιαδήποτε υπεράσπιση επί της ουσίας της πρωτόδικης καταδικαστικής απόφασης», ο Εφεσίβλητος φαίνεται να συγχύζει τη διαδικασία ποινικής εφέσεως με τη διαδικασία αίτησης για παραμερισμό απόφασης εκδοθείσας ερήμην εναγόμενου σε αστική διαδικασία, βάσει της Δ.17 θ.10 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, όπου ο αιτητής πρέπει να καταδείξει την ύπαρξη συζητήσιμης υπεράσπισης. Στο ίδιο πλαίσιο εντάσσεται και η θέση περί μη ύπαρξης αντικανονικότητας της διαδικασίας ένεκα ύπαρξης μόνο «τυπικών» παραλείψεων επί του πρακτικού της πρωτόδικης απόφασης. Για τους πιο πάνω λόγους τα όσα αναφέρονται στην προδικαστική ένσταση του  Εφεσίβλητου  στερούνται νομικού ερείσματος και απορρίπτονται.

 

        Η προσαγωγή μαρτυρίας κατ’ έφεση επιτρέπεται μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις νοουμένου ότι πληρούνται ορισμένες  προϋποθέσεις, οι οποίες συνοψίζονται στο κάτωθι απόσπασμα από τη Δημητρίου ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2001) 2 Α.Α.Δ. 8:

 

«(α) Η μαρτυρία δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί προς χρήση κατά την πρωτόδικη διαδικασία με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας.

 

(β) Η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε αν προσαγόταν θα ήταν πιθανό να είχε κάποια σημαντική επίδραση στο αποτέλεσμα της υπόθεσης αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αποφασιστικής σημασίας.

 

(γ) Η μαρτυρία πρέπει να είναι τέτοια ώστε να εμφανίζεται αξιόπιστη αν και δεν είναι ανάγκη να είναι αναντίλεκτη».

 

        (βλ. Χριστοδούλου άλλως Ρόπας κ.ά. ν. Δημοκρατίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 294, Ζαρή ν. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (2015) 2 Α.Α.Δ. 292, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο του Γ.Μ. Πική, 2η αναθεωρημένη έκδοση, σελ. 308 - 313).

 

        Η παρούσα περίπτωση έχει το ιδιάζον χαρακτηριστικό ότι το θέμα δεν αφορά  την ύπαρξη ή όχι ποινικής ευθύνης, δηλαδή την ουσία της μαρτυρίας στην οποία βασίστηκε η καταδικαστική απόφαση αλλά το δικονομικό στάδιο της επίδοσης. Αναμφίβολα όμως η  κατ’ ισχυρισμόν μη επίδοση του κατηγορητηρίου και η συνακόλουθη ερήμην καταδίκη της Εφεσείουσας άπτεται του θεμελιακού δικαιώματος της φυσικής δικαιοσύνης και της δίκαιης δίκης. Οι καταλυτικές επιπτώσεις που μια τέτοια τυχόν παράλειψη δυνατόν να  επιφέρει στην εγκυρότητα της δικαστικής διαδικασίας επισημαίνονται στην P.S.C. (No. 1) v. Potoudes & Others (1987) 3 C.L.R. 1044:

 

“The question of service to litigants and interested parties whose position is or may possibly be affected from a judicial process is a matter of substance and the omission to serve is tantamount to a denial of the right to be heard, a situation which renders such omission material and carrying with it the nullity of the process”.

 

        Στην υπόθεση Τουβλοποιεία Παλαικύθρου Γίγας Λτδ ν. Ουστά (Αρ. 1) (1994) 1 Α.Α.Δ. 109, η απώλεια της γνωστοποίησης ορισμού της έφεσης και η συνακόλουθη απόρριψη της λόγω μη εμφάνισης του εφεσείοντος, εκρίθη ως τέτοιας θεμελιακής σημασίας ζήτημα που οδήγησε το Ανώτατο Δικαστήριο στην αναγνώριση σύμφυτης δικαιοδοσίας για επαναφορά της έφεσης, παρά την απουσία οποιασδήποτε σχετικής πρόνοιας στους Θεσμούς Πολιτικής Δικονομίας. Επισημάνθηκε ότι «ενυπάρχει σύμφυτη δικαιοδοσία για τη θεραπεία ατέλειας στη δικαστική διαδικασία, οποτεδήποτε τούτο επιβάλλεται από τη διασφάλιση της λειτουργίας του Δικαστηρίου ως δικαστηρίου της δικαιοσύνης».

 

        Οι πιο πάνω αποφάσεις υιοθετήθηκαν από την Ολομέλεια στην υπόθεση Δημοκρατίας ν. Πουλλή (2001) 3 Α.Α.Δ. 1060, όπου γίνεται εκτενής ανασκόπηση της νομολογίας, επιβεβαιώνοντας τη βασική αρχή, η οποία ανέκαθεν ίσχυε στο Αγγλικό δίκαιο, ότι η μη επίδοση της διαδικασίας στους διαδίκους καθιστούσε άκυρη και ανυπόστατη τη διαταγή ή απόφαση που εκδιδόταν εναντίον προσώπου προς το οποίο θα έπρεπε να είχε επιδοθεί. Το δικαστήριο έχει εξουσία να παραμερίσει τέτοια διαταγή ασκώντας τη σύμφυτη του δικαιοδοσία χωρίς να καθίσταται αναγκαία η υποβολή έφεσης (βλ. Graig v. Kanssen [1943] 1 K.B. 256). Στην απόφαση τονίζεται ότι «[Η] παροχή ευκαιρίας σε κάθε πρόσωπο να ακουστεί σε υπόθεση που το αφορά αποτελεί αξίωμα της φυσικής δικαιοσύνης, οι ρίζες του οποίου ανάγονται στα πρώτα στάδια διαμόρφωσης των θεσμών της δικαιοσύνης». Σε άλλο σημείο της απόφασης αναφέρεται ότι:

 

«Δεν απαιτείται προδιαγεγραμμένη ενέργεια ή συγκεκριμένο δικονομικό διάβημα για την κινητοποίηση του δικαστηρίου να εκπληρώσει το οφειλόμενο προς τη δικαιοσύνη χρέος και να παραμερίσει άκυρη απόφαση. Εφόσον τα γεγονότα που εκθέτουν την απόφαση σε ακύρωση περιέλθουν σε γνώση του, το ίδιο το Δικαστήριο μπορεί να θέσει το θέμα και να δράσει, αφού ακούσει πάντα ενδιαφερόμενο. Άλλη αντιμετώπιση θα προσέκρουε στις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης, όπως υποδεικνύει ο Pennycuick V-C στη Fleet Mortgage v Lower Maisonette [1972] 2 All ER 737. Τα ίδια υιοθετεί και ο Sir Arnold P στην Ebrahim v Ali [1983] 2 All ER 615 …».

 

        Στην Ebrahim v. Ali (ανωτέρω) εξηγείται ότι η δήλωση για ακυρότητα της διαταγής ή απόφασης μπορεί να γίνει είτε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είτε από το Εφετείο ως αποφασίστηκε στην Purse v. Purse [1981] 2 All E.R. 465.

 

        Ο λόγος της Δημοκρατίας ν. Πουλλή (ανωτέρω) ακολουθήθηκε από την Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου στις υποθέσεις Τράπεζας Κύπρου (2011) 1 Α.Α.Δ. 1506, και Κλεάνθους (2016) 1 Α.Α.Δ. 2967.

 

        Επομένως, η κινητοποίηση του Δικαστηρίου για τον παραμερισμό της διαταγής ή απόφασης που εκδόθηκε χωρίς ειδοποίηση στο επηρεαζόμενο μέρος, δύναται  να γίνει πρωτόδικα με την υποβολή αίτησης, στο πλαίσιο άσκησης της σύμφυτης του δικαιοδοσίας. Δύναται  επίσης να αποτελέσει αντικείμενο έφεσης για ακύρωση της πρωτόδικης απόφασης λόγω πλημμελούς απονομής της δικαιοσύνης βάσει του Άρθρου 145(1)(β) της Ποινικής Δικονομίας.

 

        Στην Ηρακλέους ν. Δήμου Λευκωσίας (2015) 2 Α.Α.Δ. 448, η οποία αφορούσε κατ’ ισχυρισμόν μη επίδοση κλήσης στον εφεσείοντα πριν την έκδοση διατάγματος για άρση οχληρίας, αποφασίστηκε ότι για σκοπούς τεκμηρίωσης του ισχυρισμού περί ψευδούς ή αναληθούς ενόρκου δηλώσεως επίδοσης, απαιτείτο η προσαγωγή μαρτυρίας, ελλείψει της οποίας η έφεση δεν μπορούσε να έχει επιτυχή κατάληξη.

 

        Σε σχέση με την αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας της Εφεσείουσας το πρώτο θέμα το οποίο εγείρεται προς εξέταση είναι η ένσταση του Εφεσίβλητου. Κρίνουμε ότι αυτή είναι αβάσιμη για τους ακόλουθους λόγους: (α) H νομική βάση της αίτησης της, στηριζόμενη στα Άρθρα 146 της Ποινικής Δικονομίας και 25(3) του Ν.14/60, είναι καθόλα ορθή. Το Άρθρο 61 της Ποινικής Δικονομίας το οποίο επικαλείται ο Εφεσίβλητος, δεν σχετίζεται με τη διαδικασία προσαγωγής μαρτυρίας κατ’ έφεση. (β) Η ύπαρξη των νομολογιακών προϋποθέσεων συνάγεται εκ του περιεχομένου της αίτησης προσαγωγής μαρτυρίας και των υποστηρικτικών υπεύθυνων δηλώσεων. (γ) Η μαρτυρία την οποία η Εφεσείουσα επιθυμεί να προσαγάγει κατ΄έφεση φαίνεται να είναι αξιόπιστη, καίτοι όχι αναντίλεκτη, ικανοποιώντας το κριτήριο το οποίο θέτει η νομολογία.

 

        Η αίτηση προσαγωγής μαρτυρίας εκ μέρους της Εφεσείουσας ικανοποιεί τα καθορισμένα νομολογιακά κριτήρια καθότι: (α) η μαρτυρία εξ ορισμού φαίνεται ότι δεν μπορούσε να εξασφαλιστεί με την επίδειξη εύλογης επιμέλειας εφόσον αμφισβητείται η πληροφόρηση της Εφεσείουσας για την εναντίον της ποινική διαδικασία λόγω της κατ’ ισχυρισμό μη επίδοσης του κατηγορητηρίου, (β) είναι καθοριστικής σημασίας για την εγκυρότητα της καταδικαστικής απόφασης, ως άλλωστε επισημαίνεται στην απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Ποινική Αίτηση Αρ. 15/21, ημερ. 26.11.21, (γ) φαίνεται να είναι αξιόπιστη, αλλά όχι αναντίλεκτη. Όπως αναφέρεται στον Phipson on Evidence, 19η έκδοση, παρ. 13-09:

 

“The requirement that fresh evidence must be credible does not mean that it must be capable of being accepted without question. It must be credible not incontrovertible”.

 

        (βλ. Ladd v. Marshall (1954) 3 All E.R. 745, Arestidou v. The Police (1973) 2 C.L.R. 244).

 

        Συνακόλουθα εγκρίνεται η εκ μέρους της Εφεσείουσας  προσαγωγή κατ’ έφεσιν ως μαρτυρίας των Δηλώσεων της κας  Καλυφόμματου και του  κ. Παναγιώτου, οι οποίες επισυνάπτονται ως Παραρτήματα «Α» και «Β» στην αίτηση της.

 

        Αναφορικά με το αίτημα του Εφεσίβλητου για προσαγωγή μαρτυρίας, αυτό εγκρίνεται  εν σχέσει με τον επιδότη κ. Κλείτου, ούτως ώστε να έχουμε την εκδοχή και των δυο πλευρών επί της αμφισβητούμενης επίδοσης. Η αίτηση για προσαγωγή μαρτυρίας  της κας Χρυσοστόμου επιτρέπεται μόνο σε ό,τι αφορά τον κύκλο εργασιών της Εφεσείουσας βάσει έρευνας στον Έφορο Έταιρειών. Δεν επιτρέπεται για το υπόλοιπο μέρος της προτεινόμενης μαρτυρίας επειδή: (α) οι συνθήκες καταχώρισης της υπό αναφορά ποινικής υπόθεσης, είναι άσχετες με το θέμα επίδοσης του Κατηγορητηρίου, (β) οι αναφερόμενες από την ίδια συνθήκες επίδοσης του κατηγορητηρίου αποτελούν εκ μέρους της εξ ακοής μαρτυρία, η οποία δεν έχει οποιαδήποτε χρησιμότητα, εφόσον μαρτυρία επί τούτου πρόκειται να δοθεί από τον επιδότη, (γ) οι συνθήκες απόδειξης της υπόθεσης συναρτώνται με την προδικαστική ένσταση η οποία ήδη εκρίθη ως αβάσιμη (δ) ωσαύτως και οι συστάσεις τις οποίες έλαβε για τον επιδότη και η επιστροφή κατηγορητηρίων σε άλλες υποθέσεις.

 

        Παρότι η προσαγωγή μαρτυρίας από τον Εφεσίβλητο σε ό,τι αφορά την αμφισβητούμενη επίδοση δεν εμπίπτει εντός των προαναφερθεισών  αυστηρών νομολογιακών προϋποθέσεων, καθότι σχετική ένορκη δήλωση υπήρχε κατά τον χρόνο διεξαγωγής της δίκης, εντούτοις κρίνουμε ότι η προσαγωγή της είναι απαραίτητη ως παρεπόμενο της έγκρισης του αιτήματος της Εφεσείουσας και τούτο για σκοπούς εξυπηρέτησης του συμφέροντος της δικαιοσύνης, βάσει των εξουσιών του Εφετείου κάτω από τα Άρθρα 146(β) του Κεφ. 155 και 25(3) του Νόμου 14/60 (βλ. Zevedheos v. The Republic (1977) 2 C.L.R. 77). H ακρόαση και των δυο πλευρών επί του αμφισβητούμενου θέματος της επίδοσης επιβάλλεται από τον προειρημένο θεμελιακό κανόνα της φυσικής δικαιοσύνης (audi alteram partem).

 

        Διαφωτιστική ως προς την ακολουθητέα διαδικασία και την ακρόαση μαρτυρίας από τις δυο πλευρές επί αμφισβητούμενου γεγονότος καθοριστικού για την έκβαση της Έφεσης, είναι η απόφαση στη Χαραλάμπους ν. Δημοκρατίας (2010) 2 Α.Α.Δ. 345, όπου λέχθηκε ότι:

 

«Κατά τις θεμελιωμένες αρχές η εμφάνιση της μαρτυρίας που επιδιώκεται να προσαχθεί ως αξιόπιστης είναι όρος για τη χορήγηση άδειας για την προσαγωγή της. Και, στη συνέχεια, εφόσον χορηγηθεί άδεια για προσαγωγή της, η εν τέλει κρίση ως προς την αξιοπιστία της είναι ασφαλώς καθοριστική για τα περαιτέρω».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Σε εκείνη την υπόθεση η αξιοπιστία κρίθηκε κατά την εξέταση του αιτήματος για προσαγωγή μαρτυρίας εν όψει της διαδικασίας η οποία ακολουθήθηκε από το Εφετείο με την εισήγηση των δυο πλευρών, ήτοι της ολικής παρουσίασης της μαρτυρίας κατά τη συζήτηση του αιτήματος. Τούτο όμως δεν αναιρεί  τη συνήθη σειρά των πραγμάτων και την αναγκαιότητα κρίσης της αξιοπιστίας μετά την έγκριση του αιτήματος  και την προσαγωγή μαρτυρίας, ως άλλωστε προκύπτει από το πιο πάνω απόσπασμα. Στην εν λόγω υπόθεση στο πλαίσιο της αίτησης προσαγωγής μαρτυρίας ενώπιον του Εφετείου δόθηκε μαρτυρία και υπήρξε αντεξέταση από την άλλη πλευρά. Μάλιστα επιτράπηκε η κλήση μάρτυρος και από την εφεσίβλητη για να προσαχθεί όλη η σχετική μαρτυρία και από τις δυο πλευρές.

 

Υπό το φως των ανωτέρω, τα αιτήματα προσαγωγής μαρτυρίας εγκρίνονται, ως ανωτέρω.

 

 

 

 

                                                                     Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                     Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                     Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο