ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                  

                                                          (Ποινική Έφεση Αρ.: 50/24)

 

2 Αυγούστου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

ΟΡΕΣΤΗΣ ΧΡΙΣΤΟΦΗ

Εφεσείων

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

 

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

Η. Στεφάνου και Γ. Νεάρχου για Ηλίας Στεφάνου Δ.Ε.Π.Ε., για Εφεσείοντα

Φ. Κακούρη (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Παπαδοπούλου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.: Ο Εφεσείων με τους τρεις πρώτους Λόγους Έφεσης προσβάλλει την καταδίκη του από το Ε.Δ. Λευκωσίας στο αδίκημα της Πρόκλησης Θανάτου λόγω Αλόγιστης, Απερίσκεπτης ή Επικίνδυνης Πράξης ή  Συμπεριφοράς κατά παράβαση του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα, Κεφ. 154 (Λόγοι Έφεσης 1, 2 και 3), με τον Λόγο Έφεσης 4 προσβάλλει ως έκδηλα υπερβολική τη 16μηνη ποινή φυλακίσεως που του επιβλήθηκε και με τον Λόγο Έφεσης 5 προσβάλλει ως εσφαλμένη την απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αναστείλει την επιβληθείσα ποινή φυλακίσεως.

 

        Σημειώνεται ότι εξ αρχής στην πρωτόδικη διαδικασία είχε δηλωθεί από τον συνήγορο του Εφεσείοντος ότι ήταν παραδεκτό πως υπήρξε αμέλεια, εντός του εύρους του Άρθρου 210, κατά το επίδικο συμβάν και πως το μόνο που αμφισβητείτο ήταν η έκταση της αμέλειας αυτής. Θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου, τόσο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο στάδιο των αγορεύσεων, όσο και ενώπιον μας, ήταν πως η υπό κρίση περίπτωση εντάσσεται οριακά στην «επικίνδυνη» οδήγηση αλλά σίγουρα δεν συνιστά αλόγιστη ή απερίσκεπτη οδήγηση. Οι Λόγοι Έφεσης 1, 2 και 3 ουσιαστικά περιστρέφονται γύρω από το πιο πάνω επιχείρημα, με εισήγηση ότι υπήρξε εσφαλμένη ερμηνεία του όρου «απερίσκεπτη πράξη», ότι δεν καθορίστηκε πρωτόδικα το ποιον από τους τρεις διαζευκτικούς τρόπους διάπραξης του αδικήματος του Άρθρου 210 απέδωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο στον Εφεσείοντα, ενώ προβάλλεται και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε ευρήματα επί ουσιωδών γεγονότων τα οποία ήσαν αντίθετα με την ενώπιον του τεθείσα μαρτυρία. Κρίνουμε χρήσιμο όπως οι Λόγοι Έφεσης 1, 2 και 3 που αφορούν στην καταδίκη εξεταστούν ταυτόχρονα.

 

        Απαραίτητη καθίσταται η μελέτη της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και της αξιολόγησης αυτής. Σημειώνουμε βέβαια την καλά εδραιωμένη στη νομολογία αρχή ότι το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στο γενόμενο από το πρωτόδικο Δικαστήριο έργο της αξιολόγησης (βλ. Αναστάση ν. Φυσέντζου, Πολ. Έφ. 354/14, ημερ. 5.10.2023, Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 705, Δ.Β.Γ.Κ. ν. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 3/22, ημερ. 29.2.2024). Παραθέτουμε απόσπασμα από την πρόσφατη απόφαση Ιωάννου ν. Γενικός Εισαγγελέας, Πολ. Έφ. 26/21, ημερ. 28.2.2024:

 

«Θεωρούμε χρήσιμο να επαναλάβουμε ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ’ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο. Κατά κανόνα, το Εφετείο σπάνια επεμβαίνει στην πρωτόδικη κρίση για την αξιοπιστία ενός μάρτυρα. Ευχέρεια για τον παραγκωνισμό ευρημάτων περί της αξιοπιστίας παρέχεται μόνο όταν αυτά καταφαίνονται εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα υπό κρίση ευρήματα σε σχέση με την αξιοπιστία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (βλ. Kyriakou v. Aristotelous (1970) 1 C.L.R. 172 και Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1 Α.Α.Δ 300)».

 

        Αποτελεί κοινή θέση πως ο Εφεσείων στις 3.6.2021 περί ώρα 14.30 οδηγούσε το όχημα του με αρ. εγγραφής ΜΝΑ… στη Λεωφόρο Λεμεσού στο Δάλι με κατεύθυνση από Λατσιά προς Πέρα Χωρίο, ενώ το θύμα την ίδια μέρα και ώρα οδηγούσε τη μοτοσικλέτα μεγάλου κυβισμού με αρ. εγγραφής KWQ… στον ίδιο δρόμο, έχοντας την  αντίθετη κατεύθυνση. Το όριο ταχύτητας στο σημείο είναι 65 χ.α.ω. και οι δύο κατευθύνσεις χωρίζονται από συνεχή άσπρη γραμμή. Σε κάποιο σημείο του δρόμου ο Εφεσείων ελάττωσε ταχύτητα, χωρίς όμως να σταματήσει, και έστριψε δεξιά προς το κτίριο του ομίλου Παπαέλληνας παραβιάζοντας τη συνεχή άσπρη γραμμή. Η οδική παράβαση αυτή αποτέλεσε αντικείμενο της 2ης Κατηγορίας που αντιμετώπιζε ο Εφεσείων πρωτόδικα, την οποία και παραδέχτηκε. Κατά το χρόνο που το αυτοκίνητο του Εφεσείοντος ευρίσκετο εντός της λωρίδας στην οποία  κινείτο το θύμα τα δύο οχήματα συγκρούστηκαν, με τραγική συνέπεια τον θάνατο του θύματος. Ο Εφεσείων δεν είχε αντιληφθεί τη μοτοσικλέτα πριν τη σύγκρουση.

 

        Βασικό επιχείρημα της Υπεράσπισης αποτέλεσε η θέση ότι μπροστά από το αυτοκίνητο του Εφεσείοντος κινείτο ένα άσπρο βαν (εφεξής το «Βαν») το οποίο σε κάποιο σημείο κινήθηκε δεξιά σε σχέση με την πορεία του, εισήλθε στη λωρίδα στην οποία κινείτο το θύμα και ως αποτέλεσμα απέκοψε την ορατότητα του Εφεσείοντος προς το θύμα.

 

        Βαρύνουσας σημασίας στην υπόθεση και στην αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι τα βίντεο που κατατέθηκαν ως Τεκμήρια 10, 11 και 12,  τα οποία είχαν ληφθεί από κάμερες στην περιοχή που έγινε το δυστύχημα. Όπως λέχθηκε στην Φιντανάκης ν. Αστυνομίας (2014) 2 Α.Α.Δ. 695:

 

«Η πραγματική μαρτυρία, συνιστάμενη από αναμφισβήτητα στοιχεία απόδειξης, μεταφέρει κατά τρόπο αντικειμενικό, επιδεχόμενη, έτσι, και την ελάχιστη ερμηνεία, την εικόνα στη σκηνή, αποκαλυπτική της φάσης η οποία έχει εξελιχτεί και η οποία έχει καταλήξει στη σύγκρουση των ενεχομένων οχημάτων, εφόσον πρόκειται για τροχαίο δυστύχημα. Η ποιότητά της ως μαρτυρία είναι δυνατό να επισκιάσει κάθε άλλη μαρτυρία, η οποία είναι αντίθετη από αυτή, οδηγώντας, συγχρόνως, στη μη αποδοχή της, (βλ. Knell ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 51 και την εκτενή νομολογία επί του ιδίου θέματος που αναφέρεται σ' αυτή)».

 

        Όπως δε αναφέρθηκε στην πρόσφατη απόφαση Χαραλάμπους ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 153/23, ημερ. 29.2.2024:

 

«…η πραγματική μαρτυρία συνιστά αμετακίνητο οδηγό του οδικού ατυχήματος, η οποία ιχνηλατεί τα περιστατικά του, συνιστά γνώμονα για την κρίση της αξιοπιστίας και τον έλεγχο της ακρίβειας της προφορικής μαρτυρίας εκτός εάν είναι ουδέτερη αναφορικά με τις συνθήκες που περιβάλλουν το ατύχημα (Ευαγγέλου ν Γιαννάκη (1992) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1243). Τα στοιχεία της αποτελούν αντικειμενικό οδηγό για τη διαπίστωση της ροής των γεγονότων (Conway v Ηλία (2003) 1 Α.Α.Δ. 540) και γενικά βοηθά στην καλύτερη κατανόηση των συνθηκών ενός δυστυχήματος και στην εξαγωγή λογικών συμπερασμάτων (Νικήτα ν. Κ.Ο.Τ. (2003) 1 Α.Α.Δ. 344) Εννοείται βέβαια ότι η σημασία της ποικίλλει αναλόγως του βαθμού κατά τον οποίο διαφωτίζει σε σχέση με τα ουσιώδη γεγονότα (Κονναρή ν. Κυριάκου (1996) 2(Α) Α.Α.Δ. 267)».

 

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία του Μ.Κ.2 πως από τις 14:27:27 η μοτοσικλέτα ήταν ορατή για πρώτη φορά στα εξ αντιθέτου της οχήματα, αφού σε εκείνο το χρονικό σημείο η ενέργεια του Βαν να στρίψει δεξιά, πράγμα που έφραξε την πορεία της μοτοσικλέτας, είχε ήδη ολοκληρωθεί. Αποτέλεσε, συναφώς, εύρημα του ότι η μοτοσικλέτα ήταν ορατή στον Εφεσείοντα εννέα δευτερόλεπτα πριν τη σύγκρουση. Θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα αποτέλεσε πως η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου καταρρίπτεται από το περιεχόμενο των βίντεο αφού από αυτά προκύπτει ότι κατ’ ελάχιστον ο Εφεσείων μπορούσε να έχει οπτική επαφή με το θύμα στις 14:27:30.

 

        Έχουμε μελετήσει με μεγάλη προσοχή το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 12. Πρόκειται για τρία βίντεο ληφθέντα από τρεις διαφορετικές κάμερες με διαφορετική οπτική γωνία έκαστη. Από την κάμερα με αριθμό 18 δεν προκύπτει κάτι το ουσιαστικό προς επίλυση της διαφοράς. Το περιεχόμενο των καμερών με αριθμούς 3 και 15, όμως, υποστηρίζει τη θέση του Εφεσείοντος. Ειδικότερα, φαίνονται τα εξής:

 

Κάμερα 3 - Σημείο ατυχήματος

 

        14:27:15      Το Βαν που κινείτο μπροστά από τον Εφεσείοντα φαίνεται για πρώτη φορά στο ύψος της εισόδου του κτιρίου Παπαέλληνα στο σημείο που έγινε η σύγκρουση

        14:27:32      Το αυτοκίνητο του Εφεσείοντος φαίνεται για πρώτη φορά στο ίδιο σημείο, ήτοι στο ύψος της εισόδου (δηλαδή με διαφορά επτά δευτερολέπτων πίσω από το Βάν)

        14:27:35      Ο Εφεσείων αρχίζει να στρίβει προς τα δεξιά σε σχέση με την πορεία του

        14:27:36      Τα δύο οχήματα συγκρούονται

 

Κάμερα 15 - Πορεία Μοτοσικλέτας προ της σύγκρουσης

 

        14:27:26      Το Βαν εισέρχεται στη λωρίδα όπου κινείται η μοτοσικλέτα

        14:27:27      Το Βαν βρίσκεται πλήρως εντός της λωρίδας στην οποία κινείτο η μοτοσικλέτα όπου παραμένει μέχρι και τις 14:27:30

        14:27:30      Η μοτοσικλέτα εμφανίζεται πίσω από το Βαν και είναι πλήρως ορατή στα οχήματα που έρχονται εξ αντιθέτου.

 

        Κατ’ επέκταση, το ατύχημα έλαβε χώρα έξι δευτερόλεπτα μετά που η μοτοσικλέτα ήταν ορατή στον Εφεσείοντα και όχι εννέα δευτερόλεπτα όπως ισχυρίστηκε ο Μ.Κ.2 και, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του, εσφαλμένα κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Θα πρέπει, όμως, να σημειώσουμε ότι η Αστυνομία δεν μέτρησε την απόσταση μεταξύ του σημείου που ευρίσκετο ο Εφεσείων και αυτού της μοτοσικλέτας κατά τον χρόνο που αυτή κατέστη ορατή. Με δεδομένο, όμως, το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μοτοσικλέτα οδηγείτο με ταχύτητα 126 χ.α.ω. (ήτοι διένυε 35,13μ. ανά δευτερόλεπτο)  σε συνάρτηση με τα 32,30μ.  ίχνη τροχοπέδησης του θύματος, εάν αφαιρεθεί και η περίπου διπλάσια απόσταση σκέψης (βλ. Σιαλαμπή v. Παναγή (2008) 1(Α) Α.Α.Δ 75), τότε η απόσταση από την οποία το θύμα ήταν ορατό ήταν τουλάχιστον 145μ. [(6χ35)-(2χ32)].

 

        Εκείνο, όμως, που πρέπει να κριθεί είναι το κατά πόσον το πιο πάνω πρωτόδικο σφάλμα καταρρίπτει, ως εισηγείται η πλευρά του Εφεσείοντος, και την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ότι ο Εφεσείων θα μπορούσε εάν σταματούσε εντελώς το όχημα του πριν στρίψει, να είχε αντιληφθεί το θύμα όταν αυτό ήταν ορατό για πρώτη φορά. Κατάληξη μας αποτελεί πως η εσφαλμένη αναφορά στον χρόνο που η μοτοσικλέτα ήταν ορατή, ως 14:27:27 αντί 14:27:30, δεν διαφοροποιεί το γεγονός αυτό. Ο Εφεσείων, θα μπορούσε κατά τη στιγμή της εισόδου του στην αντίθετη λωρίδα να είχε αντιληφθεί την ύπαρξη της μοτοσικλέτας, αν ληφθεί υπ’ όψιν ότι υπήρξε επίσης εύρημα ότι το θύμα  επιβράδυνε την ταχύτητα του, αφού βρέθηκαν ίχνη τροχοπέδησης μήκους 32,30μ (των οποίων, όπως αναφέραμε, προηγείται και περίπου ισάριθμη απόσταση σκέψης ως θέμα λογικής). Συνεπώς η σχετική εισήγηση δεν γίνεται δεκτή.

 

        Θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου αποτελεί ότι η Νομολογία στην Αγγλία ως έχει εξελιχθεί οδηγεί στο ότι είναι αδιάφορο το κατά πόσον ο κατηγορούμενος όφειλε, αλλά παρ’ όλα αυτά απέτυχε, να αντιληφθεί τον κίνδυνο, αφού για να κριθεί συμπεριφορά ως απερίσκεπτη είναι απαραίτητο όπως αυτός έχει αντιληφθεί τον κίνδυνο που ελλοχεύει. Παρέπεμψε προς τούτο στην απόφαση R v. G (2003) UKHL 50 η οποία, ως εισηγήθηκε, ανέτρεψε την R v. Lawrence (1981) 1 All E.R. 974, στην οποία στηρίχθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο για να κρίνει τη συμπεριφορά του Εφεσείοντος ως απερίσκεπτη.

 

        Συναφώς με τα πιο πάνω ο ευπαίδευτος συνήγορος μας κάλεσε να αποφασίσουμε ότι η νομολογία του Κοινοδικαίου είναι ιεραρχικά ανώτερη της νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στην ερμηνεία του Ποινικού Κώδικα. Τη θέση αυτή στήριξε στο Άρθρο 3 του Ποινικού Κώδικα το οποίο αναφέρει τα εξής:

 

 

        «Γενικός κανόνας ερμηνείας του Κώδικα

3.     Ο Κώδικας αυτός θα ερμηνεύεται σύμφωνα με τις αρχές νομικής ερμηνείας που επικρατούν στην Αγγλία, οι εκφράσεις όμως που χρησιμοποιούνται σε αυτόν θα θεωρούνται ως κατά τεκμήριο ότι χρησιμοποιούνται με την έννοια την οποία απέδωσε σε αυτές το αγγλικό ποινικό δίκαιο και θα τυγχάνουν ανάλογης ερμηνείας, στο μέτρο κατά το οποίο τέτοια ερμηνεία δεν αντίκειται με το περιεχόμενο του κειμένου ή νοουμένου ότι δεν προνοείται ρητά από κάποια άλλη έννοια».

         

          Η εισήγηση δεν μας βρίσκει σύμφωνους. Εν πρώτοις παραγνωρίζει

τις πρόνοιες του Άρθρου 29 του περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60, το οποίο προέβλεψε τόσο για πολιτικές όσο και για ποινικές διαδικασίες. Συγκεκριμένα αναφέρει τα εξής:

 

        «Τo εφαρμoζόμεvov δίκαιov

 

29(1)      Έκαστov δικαστήριov εv τη ασκήσει της πoλιτικής ή πoιvικής αυτoύ δικαιoδoσίας θα εφαρμόζη-

 

           (α)  τo Σύvταγμα της Δημoκρατίας και τoυς δυvάμει αυτoύ γεvoμέvoυς ή υπό Δικαστηρίoυ εφαρμoστέoυς vόμoυ

           (β) τoυς vόμoυς τoυς διατηρηθέvτας εv ισχύϊ δυvάμει τoυ άρθρoυ 188 τoυ Συvτάγματoς υπό τoυς εv αυτώ πρoβλεπoμέvoυς όρoυς εκτός εάv άλλη πρόβλεψις εγέvετo ή θα γίvη δυvάμει vόμoυ εφαρμoστέoυ ή γεvoμέvoυ δυvάμει τoυ Συvτάγματoς

           (γ) τo κoιvόv δίκαιov (common law) και τας αρχάς της επιεικίας (equity) εκτός εάv άλλη πρόβλεψις εγέvετo ή θα γίvη υπό oιoυδήπoτε vόμoυ εφαρμoστέoυ ή γεvoμέvoυ δυvάμει τoυ Συvτάγματoς ή oιoυδήπoτε vόμoυ διατηρηθέvτoς εv ισχύϊ δυvάμει της παραγράφoυ (β) τoυ παρόvτoς εδαφίoυ, εφόσov δεv αvτιβαίvoυv ή δεv είvαι ασυμβίβαστoι πρoς τo Σύvταγμα

                       (δ) ………………..».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        (βλ. επίσης Αστυνομία ν. Ξυδιά (1992) 2 Α.Α.Δ. 26).

 

        Η ορθή διάσταση του θέματος τίθεται στο πιο κάτω απόσπασμα από το Σύγγραμμα «Το Δίκαιο της Απόδειξης», 1η Έκδοση, των Τ. Ηλιάδη & Ν. Σάντη, στο οποίο παρέπεμψε και η ευπαίδευτη συνήγορος για την Εφεσίβλητη, όπου στη σελ. 42 καταγράφονται τα εξής:

 

«… η αυστηρή προσήλωση στη νομολογία συνιστά καθιερωμένη αρχή δικαίου, θεμελιωμένη στο δόγμα της δεσμευτικότητας της νομολογίας (stare decisis), ως μέσου διασφάλισης της βεβαιότητας του δικαίου (βλ. επίσης Michaelides v Gavrielides (1980) 1 CLR 244). Στη χώρα μας, το δικαστικό προηγούμενο λειτουργεί στη βάση αρχών που διαμόρφωσε η νομολογία. Τούτες μπορεί να συνοψισθούν ως εξής:

 

(i)        Οι αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ως Εφετείου, είναι δεσμευτικές για τα Επαρχιακά Δικαστήρια, τα Κακουργιοδικεία και όλα τα άλλα πρωτοβάθμια δικαστήρια ειδικών δικαιοδοσιών. Οι αποφάσεις του Εφετείου είναι επίσης δεσμευτικές για τους Δικαστές του Ανωτάτου Δικαστηρίου κατά την ενάσκηση της πρωτοβάθμιας δικαιοδοσίας τους.

(ii)        Οι αποφάσεις πρώτου βαθμού δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου έχουν μόνο πειστική αξία για τα Επαρχιακά Δικαστήρια. Πειστική μόνο είναι και η αξία των αποφάσεων των Επαρχιακών Δικαστηρίων  σε σχέση προς άλλα Δικαστήρια. Μετά την ανεξαρτησία της Κύπρου το 1960, η αξία των Αγγλικών αποφάσεων είναι μόνο πειστική και όχι δεσμευτική, γεγονός που κάποιες φορές παραγνωρίζεται ή δεν εκτιμάται σωστά ώστε να τους αποδίδεται και η δέουσα σημασία

(iii)       ………….».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Είναι λοιπόν εντός του πιο πάνω πλαισίου που θα πρέπει να εξεταστεί και η παραπομπή στην απόφαση R v. G (πιο πάνω).

 

        Εν πρώτοις σημειώνουμε ότι δεν μας βρίσκει σύμφωνους η εισήγηση πως με την R v. G (πιο πάνω) ανατράπηκε η R v. Lawrence (ανωτέρω), ως εισηγείται ο ευπαίδευτος συνήγορος για τον Εφεσείοντα, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά το Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα. Η R v. G (πιο πάνω) αφορούσε σε αδίκημα δυνάμει του Άρθρου 1 του Αγγλικού Criminal Damage Act 1971. Έχει τη σημασία της η αναδρομή στην εξέλιξη της αγγλικής Νομοθεσίας που γίνεται στην R v. G (πιο πάνω) αφού από αυτή την ανασκόπηση διαφαίνεται ότι το ερώτημα ηγέρθη εν όψει της διαφοροποίησης του λεκτικού από το αρχικά ισχύον Άρθρο 51 του Malicious Damage Act 1861, το οποίο προέβλεπε πως «Whosoever shall unlawfully and maliciously commit any damage, injury or spoil to or upon any real or personal property …» στο λεκτικό του Άρθρου 1 του Criminal Damage Act 1971 που προνοεί:

 

«Α person who without lawful excuse destroys or damages any property belonging to another intending to destroy or damage such property or being reckless as to whether any such property would be destroyed…».  

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Εξάλλου στην ίδια την R v. G (πιο πάνω) δηλώνονται τα εξής στην παρ. 28:

 

«The task confronting the House in this appeal is, first of all, one of statutory construction: what did Parliament mean when it used the word ‘reckless’ in section 1(1) and (2) of the 1971 Act? In so expressing the question I mean to make it as plain as I can that I am not addressing the meaning of ‘reckless’ in any other statutory or common law context. In particular, but perhaps needlessly since ‘recklessly’ has now been banished from the lexicon of driving offences, I would wish to throw no doubt on the decisions of the House in R v Lawrence (Stephen) (1982) AC 510 and R v Reid (1992) 1 WLR 793».

(Έμφαση δοθείσα)

 

        Θα πρέπει λοιπόν να τονιστούν δύο σημεία από το πιο πάνω απόσπασμα, ήτοι αφενός ότι σκοπός της Βουλής των Λόρδων δεν ήταν η ανατροπή της Lawrence (πιο πάνω) στον βαθμό που αφορά σε τροχαία αδικήματα και, αφετέρου, ότι η αναφορά σε recklessness δεν χρησιμοποιείται πλέον σε σχέση με τέτοια αδικήματα στην Αγγλική Νομοθεσία, σε αντίθεση με το Άρθρο 210 του Ποινικού Κώδικα. Πρέπει, επιπλέον, να σημειωθεί πως το αδίκημα που αντιμετώπιζαν οι κατηγορούμενοι στην R v. G (πιο πάνω) τιμωρείτο με δια βίου φυλάκιση, παράγοντας ο οποίος είχε εξεταστεί σε συνάρτηση με την ερμηνεία που έπρεπε να δοθεί στη λέξη recklessness και στο νοητικό στοιχείο (mens rea) που απαιτείτο να συνοδεύει τη διάπραξη ενός τόσο σοβαρού αδικήματος.

 

        Η εισήγηση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τον Εφεσείοντα εδράζεται στο επιχείρημα ότι η συμπεριφορά κάποιου θα μπορούσε να κριθεί ως απερίσκεπτη μόνον εάν ο ίδιος είχε όντως αντιληφθεί την παρουσία του θύματος, και ως εκ τούτου τον κίνδυνο πρόκλησης σωματικής βλάβης στο θύμα. Τυχόν αποδοχή της εισήγησης θα εσήμαινε (σε γεγονότα τροχαίου) ότι οδηγός που αρχίζει να οδηγεί με τρόπο που δημιουργεί εμφανή και σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης βλάβης, παραλείποντας να λάβει υπ’ όψιν την πιθανότητα αυτή, δεν δύναται να κριθεί ένοχος απερισκεψίας εκτός εάν καταδειχθεί ότι πράγματι έχει αντιληφθεί τον συγκεκριμένο κίνδυνο που ελλοχεύει. Σε αυτό ακριβώς στοχεύει η σχετική εισήγηση στην παρούσα. Πλην όμως, όπως έχουμε πει και θα διαφανεί λεπτομερέστερα κατωτέρω, πρόκειται για εισήγηση η οποία δεν συνάδει με την υφιστάμενη, σαφή και πάγια ημεδαπή νομολογία. Επισημαίνουμε περαιτέρω ότι η σχετική εισήγηση μεταθέτει χρονικά το στάδιο στο οποίο εγείρεται η υποχρέωση για επίδειξη της δέουσας φροντίδας από μέρους του Εφεσείοντος, ήτοι από το σημείο της απόφασης για λήψη συγκεκριμένης ενέργειας, στον πραγματικό χρόνο που αυτή υλοποιείται.  Εν πάση περιπτώσει, απαντώντας εν μέρει επί του ειδικού θέματος της εισήγησης, διευκρινίζουμε πως  δεν αρκεί αφ’ εαυτού το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος Εφεσείων δεν είδε το θύμα. Σημασία έχει το κατά πόσον υπό τις περιστάσεις η απόφαση και πράξη του (Εφεσείοντος) να στρίψει δεξιά σε σημείο που απαγορεύετο έγινε χωρίς να αναλογιστεί την ύπαρξη κινδύνου εκεί που ήταν προφανές πως τέτοιος υφίστατο.

 

        Εν όψει των πιο πάνω, η συμπεριφορά του Εφεσείοντος εν προκειμένω θα πρέπει να κριθεί μέσα στα πλαίσια που θέτει η Κυπριακή Νομολογία. Στο σημείο αυτό χρήσιμη είναι η παράθεση του λεκτικού του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα:

 

«Πρόκληση θανάτου λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης ή επικίνδυνης πράξης

          210.     Όποιος, λόγω αλόγιστης, απερίσκεπτης, ή επικίνδυνης πράξης ή συμπεριφοράς, που δεν ανάγεται σε υπαίτια αμέλεια, χωρίς πρόθεση επιφέρει το θάνατο άλλου προσώπου, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης υπόκειται σε φυλάκιση μέχρι τεσσάρων χρόνων ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις δύο χιλιάδες πεντακόσιες λίρες».

 

        Όπως επανειλημμένα νομολογήθηκε, οι όροι ‘αλόγιστη’, ‘απερίσκεπτη’ και ‘επικίνδυνη’ πράξη ή συμπεριφορά υποδηλούν διαζευκτικούς τρόπους διάπραξης του αδικήματος (βλ. Ζυπιτής κ.ά. ν. Αστυνομίας (2003) 2 Α.Α.Δ. 220, Savencu ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 194/19, ημερ. 9.7.2020, ECLI:CY:AD:2020:B236). Όπως προκύπτει από τη Savencu (πιο πάνω):

 

«Η αλόγιστη και εγωιστική οδική συμπεριφορά, υπερβαίνει το στιγμιαίο και καλύπτει περισσότερα χρονικά διαστήματα (Γενικός Εισαγγελέας ν. Κουκκίδη (2013) 2 ΑΑΔ 191). Η συνειδητοποίηση κινδύνου και εμμονή σε μια εκ φύσεως επικίνδυνη συμπεριφορά, απολήγει σε οδήγηση με αδιαφορία ως προς τους άλλους και περιφρόνηση προς την ανθρώπινη ζωή (Προκοπίου ν. Αστυνομίας (1995) 2 ΑΑΔ 73, Χατζηιωάννου ν. Αστυνομίας (2004) 2 ΑΑΔ 453.

 

          Στην Ζυπιτής (πιο πάνω), όπου οδηγός λεωφορείου πήρε την απόφαση να επιστρέψει από το Τρόοδος παρά τη διαπίστωση μηχανικής βλάβης και παρά το ότι ο ίδιος είχε θεωρήσει ανασφαλές και επικίνδυνο να συνεχίσει να οδηγεί το όχημα, κρίθηκε ότι:

 

«Η ανάληψη ευθύνης από τον εφεσείοντα να χρησιμοποιήσει το λεωφορείο για τη μεταφορά των επιβατών εγκυμονούσε άμεσο κίνδυνο για την ασφάλειά τους, κίνδυνο τον οποίο αψήφησε. Είναι αυτή του η πράξη που στοιχειοθετεί το αλόγιστο της συμπεριφοράς του.  Δεν ήταν λελογισμένη ενέργεια, δηλαδή απόρροια της κοινής λογικής, να χρησιμοποιήσει, κάτω από αυτές τις συνθήκες το λεωφορείο για τη μεταφορά των επιβατών. Ταυτόχρονα, η πράξη του ήταν απερίσκεπτη, υποδηλώνουσα αδιαφορία για την ασφάλεια των επιβατών και, παράλληλα, επικίνδυνη, διότι εγκυμονούσε ορατούς κινδύνους».

 

        Σε σχέση με την απερίσκεπτη οδήγηση, ειδικότερα στην Πέτρου ν. Αστυνομίας (1994) 2 Α.Α.Δ. 233 λέχθηκαν τα εξής:

 

«Όσον αφορά την έννοια της απερίσκεπτης (reckless) οδήγησης σχετική είναι η απόφαση R. v. Lawrence [1981] 1 All Ε.R. 974, όπου αποφασίστηκε ότι ένα στοιχείο του αδικήματος της απερίσκεπτης οδήγησης είναι η πρόθεση (mens rea) με την έννοια ότι τέτοια πρόθεση είναι εκείνη σύμφωνα με την οποία ένας οδηγός ο οποίος πριν αρχίσει να οδηγά με τρόπο που περιέχει καθαρό και σοβαρό κίνδυνο πρόκλησης σωματικής βλάβης ή άλλης ζημιάς παραλείπει να λάβει υπόψη μιά τέτοια πιθανότητα ή την αγνοεί και αποφασίζει να διακινδυνεύσει οδηγώντας με αυτό τον τρόπο. (Δέστε και R. v. Caldwell [1981] 1 All E.R. 961.

 

           Στην Σάββα ν. Αστυνομίας (2000) 2 Α.Α.Δ. 115 εξετάστηκε το τι αποτελεί επικίνδυνη οδήγηση. Παραθέτουμε το σχετικό απόσπασμα:

 

«Εν πρώτοις, δεν μπορούμε να συμμεριστούμε την αντίληψη πως στην R. v. Gosney, η επικίνδυνη οδήγηση εξομοιώθηκε προς την οδήγηση χωρίς τη δέουσα επιμέλεια και φροντίδα. Ούτε και νομίζουμε πως η διαφορά μεταξύ των δυο αφορά στο βαθμό του σφάλματος για την ορισμένη συμπεριφορά ή κατάσταση. Περαιτέρω δεν δικαιολογείται η κατάταξη μιας πράξης ή συμπεριφοράς ως εκ προοιμίου συνιστώσας το ένα κατ΄αποκλεισμό του άλλου. Στη μια περίπτωση αναζητούμε αν το επίπεδο της προσοχής και φροντίδας που επιδείχθηκε υπολείπεται εκείνου που αναμένεται από το μέσο συνετό οδηγό. Στην άλλη, αν η ορισμένη πράξη ή συμπεριφορά είναι επικίνδυνη. Στην R. v. Gosney η οδηγός κατηύθυνε το αυτοκίνητό της στο λανθασμένο ρεύμα κυκλοφορίας και το ερώτημα ήταν αν αυτή η εξ αντικειμένου επικίνδυνη ενέργεια μπορούσε να εξουδετερωθεί ως παράγων, από μαρτυρία που θα έδειχνε πως δεν έφταιε γι΄αυτό. Η θέση που ήθελε να προωθήσει ήταν πως παραπλανήθηκε από τη διαμόρφωση του δρόμου και την έλλειψη κατάλληλων οδικών σημάτων. Αποφασίστηκε πως ήταν λανθασμένος ο αποκλεισμός αυτής της μαρτυρίας. Το αδίκημα δεν ήταν απόλυτο και η απόδειξη μιας επικίνδυνης κατάστασης δεν αρκεί. Χρειάζεται και απόδειξη πως την προκάλεσε κάποιο σφάλμα, όπως και στην περίπτωση της οδήγησης χωρίς τη δέουσα επιμέλεια και φροντίδα και είναι από αυτή την άποψη, όπως εξηγείται, που δεν υπάρχει διαφορά μεταξύ εκείνου του αδικήματος και της επικίνδυνης οδήγησης. Ως προς δε την έννοια του σφάλματος που αρκεί για τη στοιχειοθέτηση της επικίνδυνης οδήγησης, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα στη σελίδα 224.

 

"Fault involves a failure; a falling below the care or skill of a competent and experienced driver, in relation to the manner of the driving and to the relevant circumstances of the case. A fault in that sense, even though it might be slight, even though it be a momentary lapse, even though normally no danger would have arisen from it, is sufficient. The fault need not be the sole cause of the dangerous situation. it is enough if it is, looked at sensibly, a cause.

 

        Σε μετάφραση:

 

"Σφάλμα εμπεριέχει αποτυχία, πτώση από το επίπεδο της φροντίδας και δεξιότητας ικανού και έμπειρου οδηγού σε σχέση με τον τρόπο της οδήγησης και τις σχετικές περιστάσεις της υπόθεσης. Σφάλμα με αυτή την έννοια, αν και μπορεί να είναι ελαφρό, ακόμα και στιγμιαίο ολίσθημα, όσο και αν κανονικά δεν θα προκαλείτο κίνδυνος από αυτό, είναι αρκετό. Το σφάλμα δεν είναι απαραίτητο να αποτελεί τη μόνη αιτία της επίκινδυνης κατάστασης. Είναι αρκετό αν, βλέποντάς το λογικά, αποτελεί μια αιτία".»

 

        Είναι δεκτό από πλευράς Εφεσείοντος ότι η οδική του συμπεριφορά ήταν επικίνδυνη. Εκείνο που αμφισβητείται είναι το κατά πόσον αυτή μπορεί ταυτόχρονα να θεωρηθεί και αλόγιστη και απερίσκεπτη, όπως αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

        Ο Εφεσείων αποφάσισε να στρίψει δεξιά σε σημείο όπου αυτό απαγορεύετο εν όψει της ύπαρξης ευκρινούς άσπρης διαχωριστικής γραμμής. Εισήλθε στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας χωρίς να σταματήσει το αυτοκίνητο του εντελώς για να ελέγξει ότι ο δρόμος ήταν καθαρός εξ αντιθέτου, παρά μόνο ελάττωσε ταχύτητα. Όπως έχουμε ήδη καταλήξει, εάν σταματούσε και ήλεγχε με την ενδεδειγμένη προσοχή θα είχε αντιληφθεί το θύμα που οδηγούσε τη μοτοσικλέτα του εξ αντιθέτου.

 

        Κατά τη γνώμη μας η εσφαλμένη αντίκρυση του θέματος από πλευράς Εφεσείοντος έγκειται στο ότι εκλαμβάνει την οδηγική συμπεριφορά του Εφεσείοντος ως «ένα στιγμιαίο λάθος που δεν κάλυπτε περισσότερα του ενός χρονικού διαστήματος (sic. Αυτή είναι μια εσφαλμένη θεώρηση. Κυρίως επειδή πράγματι όπως και ο ίδιος προβάλλει (στον 3ο Λόγο Έφεσης) «… η κρίσιμη αυτή απόφαση, στροφής δεξιά, είχε ληφθεί ορισμένα δευτερόλεπτα προηγουμένως». Αυτό μάλιστα και στη βάση μαρτυρίας του Μ.Κ.2 ότι ένας οδηγός μπορεί να χρειαστεί πέραν των δύο-τριών δευτερολέπτων προκειμένου να αρχίσει να  υλοποιεί μια απόφαση του, την οποία μαρτυρία επίσης επικαλείται ο Εφεσείων.

 

        Στη βάση λοιπόν των νομολογιακών αρχών, το βασικό ερώτημα είναι εάν υπήρχε καθαρός και σοβαρός κίνδυνος πρόκλησης βλάβης και ο Εφεσείων παρέλειψε να λάβει υπ΄ όψιν μια τέτοια πιθανότητα. Η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι καταφατική. Οδηγούσε κατά μήκος λωρίδας με συνεχή γραμμή στα δεξιά του, πράμα που απαγόρευε τη στροφή. Μπροστά του είχε ήδη κινηθεί προς τη δεξιά λωρίδα το Βαν, το οποίο του απέκοπτε πριν την ορατότητα. Η απόφαση του Εφεσείοντος να ακολουθήσει, στρίβοντας και ο ίδιος δεξιά ασφαλώς εμπεριείχε τον κίνδυνο να ανακόψει την πορεία κάποιου εξ αντιθέτου ερχόμενου οχήματος. Την υπαρκτή αυτή πιθανότητα δεν την αναλογίστηκε ο Εφεσείων και συνέχισε την υλοποίηση της απόφασης του. Δεν υπάρχει καμμιά αμφιβολία ότι η συμπεριφορά αυτή υπερβαίνει το στιγμιαίο και καλύπτει περισσότερα χρονικά διαστήματα. Το στιγμιαίο αφορά μια απρόσεκτη κίνηση ή ενέργεια ή παράλειψη της στιγμής και όχι μια συνειδητή επιλογή υπέρβασης της συνεχούς γραμμή και στροφής δεξιά.

 

        Τα πιο πάνω καθίστανται ακόμα πιο σαφή εάν προστεθεί ότι καθόλη τη διάρκεια αυτής της συμπεριφοράς, δηλαδή της λήψης της απόφασης και της υλοποίησης της, το θύμα ήταν ορατό για περίοδο έξι δευτερολέπτων. Τα οποία έξι δευτερόλεπτα ασφαλώς και δεν είναι μια στιγμή χρόνου. Καθίσταται λοιπόν σαφές πως ήταν εμφανής και σοβαρός ο κίνδυνος ανακοπής της πορείας του. Το θύμα είδε τον Εφεσείοντα και παρά την ταχύτητα του έλαβε κάποια μέτρα αποφυγής της σύγκρουσης. Ο Εφεσείων όμως, έχοντας ήδη πάρει την απόφαση στροφής δεξιά παρέλειψε να λάβει καν υπ΄ όψιν του την ύπαρξη μιας τέτοιας πιθανότητας, ήτοι ανακοπής πορείας άλλου και πρόκλησης βλάβης σε κάποιον τρίτο χρήστη του δρόμου εξ αντιθέτου. Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αμφιβολία πως η παράλειψη αυτή και η ακολουθήσασα είσοδος στην αντίθετη λωρίδα υπό τις αναφερθείσες περιστάσεις ουδόλως συνιστούν λελογισμένη συμπεριφορά ενός οδηγού μηχανοκινήτου οχήματος σε δημόσιο δρόμο.

 

        Τα πιο πάνω χωρίς αμφιβολία εντάσσουν την οδήγηση του  στο πλαίσιο της απερίσκεπτης και της αλόγιστης οδήγησης εν τη εννοία του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα και της σχετικής προαναφερθείσας νομολογίας.

 

        Με δεδομένη την κατάληξη μας αυτή, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο τον είχε καταδικάσει δυνάμει του Άρθρου 210 του Ποινικού Κώδικα.

 

Έφεση κατά της ποινής και της μη αναστολής της - Λόγοι Έφεσης 4 και 5

 

        Οι Λόγοι Έφεσης 4 και 5 θα πρέπει να εξεταστούν έχοντας υπόψη την πιο πάνω κατάληξη μας ως προς τα ευρήματα αναφορικά με το πώς επεσυνέβη το ατύχημα. Επαναλαμβάνουμε την καλά γνωστή αρχή πως το Εφετείο δεν κρίνει πρωτογενώς το ύψος της ποινής που επιβλήθηκε αλλά απλώς εξετάζει το κατά πόσον αυτή εντάσσεται στο πλαίσιο που καθορίζεται από τη νομολογία και που αρμόζει στα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης. Εξουσία  επέμβασης παρέχεται μόνο όπου η επιβληθείσα ποινή, αντικειμενικά κρινόμενη, είναι είτε έκδηλα υπερβολική είτε έκδηλα ανεπαρκής (βλ. μεταξύ άλλων, Γενικός Εισαγγελέας ν. Terzelaki, Ποιν. Έφ. 6/23, ημερ. 4.6.2024 και S.J.L. v. Δημοκρατίας, Ποιν. Έφ. 129/21, ημερ. 27.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:B409).

 

        Στην υπό εξέταση περίπτωση, όπως καταγράφεται πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα θεώρησε πως η μοτοσικλέτα ήταν ορατή στον Εφεσείοντα εννέα δευτερόλεπτα πριν τη σύγκρουση αντί για έξι, που ήταν ο ορθός χρόνος, παράγοντας ο οποίος προφανώς επηρέασε και την κρίση του ως προς το ύψος της ποινής.

 

        Ούτε και συμφωνούμε με το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η ταχύτητα με την οποία κινείτο η μοτοσικλέτα δεν είχε τη σημασία της, αφού από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου αυτή οδηγείτο με τουλάχιστον 126 χ.α.ω αντί 65 χ.α.ω. που ήταν το όριο ταχύτητας στο σημείο του ατυχήματος. Αποτέλεσε δε θέση του Μ.Κ.4, του οποίου τη μαρτυρία το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε, ότι εάν το θύμα οδηγούσε εντός του ορίου ταχύτητας το ατύχημα θα μπορούσε να είχε αποφευχθεί.

 

        Από την άλλη, όμως, δεν επρόκειτο για στιγμιαία απροσεξία από μέρους του Εφεσείοντος αλλά για μία πράξη απερίσκεπτη, αλόγιστη και εγωιστική, αφού παραβίασε τη συνεχή  άσπρη γραμμή και έστριψε δεξιά αδιαφορώντας για τον υφιστάμενο κίνδυνο και τη βλάβη που μπορούσε να προκαλέσει. Υπό τις περιστάσεις αυτές η επιβολή ποινής φυλακίσεως ήταν αναπόφευκτη.

 

        Όπως λέχθηκε στην Μακρής ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 49/21, ημερ. 21.12.2021:

 

«Περαιτέρω, με δεδομένο ότι ο Εφεσείων δεν σταμάτησε πριν επιδιώξει να εισέλθει στη λωρίδα κυκλοφορίας του θύματος, και με δεδομένο ότι αυτός εισήλθε, κατά παράβαση σήματος τροχαίας, στην εν λόγω λωρίδα καθ΄ ον χρόνο υπήρχε πυκνή τροχαία κίνηση, και συνεπώς η πορεία του προς τη λωρίδα από την οποία ερχόταν το θύμα δεν μπορούσε να ήταν απρόσκοπτη, είναι στοιχεία που επιβαρύνουν την υψηλού βαθμού αμέλεια του με το στοιχείο της αδιαφορίας για την τύχη του θύματος, το οποίο οδηγούσε τη μοτοσικλέτα του νομίμως και κανονικά από την αντίθετη κατεύθυνση.   Ταυτόχρονα, η πράξη του ήταν και επικίνδυνη (Ζυπιτής κ.α. ν. Αστυνομίας κ.α. (2003) 2 ΑΑΔ, 220.

 

        Εντούτοις, ενόψει των όσων αναφέρονται πιο πάνω, κρίνουμε ορθό όπως η ποινή των 16 μηνών που επιβλήθηκε πρωτόδικα μειωθεί σε ποινή φυλακίσεως 12 μηνών. Κατά τα άλλα η επιβληθείσα ποινή παραμένει η ίδια ως προς την επιβολή οκτώ  βαθμών ποινής και στέρηση του δικαιώματος οδήγησης για περίοδο δύο  μηνών από την ημερομηνία αποφυλάκισης του Εφεσείοντος. Δεν διστάζουμε δε να πούμε πως βρίσκουμε τον χρόνο στέρησης του δικαιώματος άδειας οδήγησης, επιεική.

 

        Στρεφόμενοι στο ζήτημα της αναστολής της ποινής τονίζουμε ότι η ποινή φυλάκισης με αναστολή δεν επιβάλλεται από Δικαστήριο ως μέτρο επιείκειας, αλλά το Δικαστήριο αποφασίζει το ύψος της ποινής, και μετά εξετάζει κατά πόσο συντρέχουν οι προϋποθέσεις που  δικαιολογούν την αναστολή της (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Περατικού (1997) 2 Α.Α.Δ. 373). Όπως λέχθηκε και στην Σώζου ν. Αστυνομίας (2016) 2 Α.Α.Δ. 260 με τον Ν.186(1)/2013 η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου για αναστολή της ποινής φυλάκισης έχει διευρυνθεί ούτως ώστε αυτή να μπορεί να αποφασίζεται εάν δικαιολογείται στη βάση του συνόλου των περιστάσεων της υπόθεσης και των προσωπικών περιστατικών του κατηγορουμένου. Επιπλέον απαραίτητο είναι όπως εξεταστεί και το κατά πόσο η ανασταλείσα ποινή θα αντικατοπτρίζει την αντικειμενική σοβαρότητα του αδικήματος.

 

        Όπως χαρακτηριστικά λέχθηκε στην Μενελάου ν. Αστυνομίας (1998) 2 Α.Α.Δ. 232, τα οδικά δυστυχήματα έχουν καταστεί  χαίνουσα πληγή για την Κυπριακή κοινωνία. Ούτε και παρατηρείται κάμψη στον τραγικό απολογισμό σε θύματα  παρά την πάροδο πολλών ετών από τα πιο πάνω λεχθέντα. Δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι η συνέπεια της πράξης του Εφεσείοντος ήταν η απώλεια μιας ανθρώπινης ζωής.

 

Έχοντας συνεκτιμήσει τα όσα τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προσωπικές περιστάσεις του Εφεσείοντος, καταλήγουμε πως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως δεν μπορούσαν να αποτελέσουν επαρκείς λόγους για να δικαιολογηθεί η αναστολή της ποινής φυλακίσεως, ενώ τυχόν αναστολή της «…θα έστελνε λανθασμένα μηνύματα, θα υπονόμευε τον σκοπό της αποτελεσματικής εφαρμογής του Νόμου και την αναγκαιότητα επιβολής αποτρεπτικής ποινής σε τέτοιας φύσεως αδικήματα».

 

        Η Έφεση επιτυγχάνει μερικώς και η πρωτοδίκως επιβληθείσα ποινή στην 1η κατηγορία αντικαθίσταται με ποινή φυλακίσεως 12 μηνών, διατηρουμένων των οκτώ  βαθμών  ποινής και της στέρησης στον Εφεσείοντα του δικαιώματος να κατέχει ή αποκτά άδεια οδήγησης για περίοδο δύο μηνών από την ημερομηνία αποφυλάκισης του.

       

 

 

 

                                                                                Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

                                                                                Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

                                                                                Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο