ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε138/2018)

 

4 Σεπτεμβρίου 2024

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ,  Δ/στες]

 

ΑΛΕΞΑΝΔΡΑ ΜΑΡΚΑΝΤΩΝΗ,

Εφεσείουσα

v.

 

1. ΑΝΔΡΕΑ ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ

2. ΜΑΡΙΟΥ ΤΣΙΑΤΤΑΛΟΥ

3. ΑΝΔΡΕΑ ΙΩΑΝΝΟΥ,

Εφεσιβλήτων

 

Π. Ζαχαρία (κα) για Αγγελίδης, Ιωαννίδης, Λεωνίδου ΔΕΠΕ            για Εφεσείουσα

Σ. Νικολάου (κα) για Κούσιος, Κορφιώτης, Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητο 1

Χ. Λοϊζίδου (κα) για Μάριος Γεωργίου και Συνεργάτες για Εφεσίβλητο 2

Χρ. Τιμοθέου για Χ. Τιμοθέου και Λ. Νεοφύτου για Εφεσίβλητο 3

------------------------

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης αποτελεί η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού, σε αίτηση έρευνας, με την οποία διέταξε τους εφεσίβλητους 1, 2 και 3 να πληρώνουν, έκαστος, προς την εφεσείουσα, το ποσό των €2.000.- μηνιαίως προς εξόφληση του εξ αποφάσεως χρέους τους προς αυτήν και των εξόδων. Η εκκαλούμενη απόφαση εκδόθηκε στις 7.8.2018, με την πρώτη μηνιαία δόση να καθορίζεται να είναι καταβλητέα την 1.9.2018. Το εξ αποφάσεως χρέος αφορούσε ποσό 1.300.000.- πλέον τόκους και έξοδα, ποσά τα οποία επιδικάστηκαν με την απόφαση του Δικαστηρίου, ημερομηνίας 27.7.2016, για ιατρική αμέλεια των εφεσιβλήτων, η οποία είχε σοβαρές επιπτώσεις στην υγεία της εφεσείουσας. Η εν λόγω απόφαση ήταν εναντίον των εφεσιβλήτων αλληλεγγύως και κεχωρισμένως.

 

Η εφεσείουσα, με την αίτηση έρευνας εναντίον των εφεσιβλήτων, αναζητούσε, μεταξύ άλλων που δεν αφορούν την παρούσα, την εξέταση τους ως προς την οικονομική τους ευχέρεια να αποπληρώσουν το εξ αποφάσεως χρέος τους με μηνιαίες δόσεις, δυνάμει του Μέρους VIII του περί Πολιτικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 6.

 

Η ως άνω επίδικη πρωτόδικη απόφαση, πέραν της παρούσας έφεσης της εφεσείουσας εναντίον των εφεσιβλήτων 1, 2 και 3 (Ε138/2018), εφεσιβλήθηκε από τον εφεσίβλητο 1 (Ε137/2018) και τον εφεσίβλητο 2 (Ε139/2018), ενώ ο εφεσίβλητος 3 είχε καταχωρήσει αντέφεση στην παρούσα έφεση της εφεσείουσας. Η έφεση Ε137/2018 αποσύρθηκε από προγενέστερο στάδιο, ενώ, κατά την ημερομηνία της ακρόασης της παρούσας, αποσύρθηκαν, τόσο η έφεση Ε139/2018, όσο και η αντέφεση του εφεσίβλητου 3 στην παρούσα. Επομένως, παραμένει προς εκδίκαση η έφεση της εφεσείουσας, με την οποία η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με ένα λόγο έφεσης.

 

Το τι αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο, με τον μοναδικό λόγο έφεσης, είναι ότι, καθ’ υπέρβαση εξουσίας και/ή εσφαλμένα νομικώς και/ή αυθαίρετα και/ή πεπλανημένα και/ή βασιζόμενο σε λανθασμένη και/ή ανεπαρκή εκτίμηση των βασικών γεγονότων της υπόθεσης και/ή εφαρμόζοντας λανθασμένα τις νομικές και/ή νομολογιακές αρχές στα ενώπιον του γεγονότα και/ή αδικαιολόγητα και/ή χωρίς να αιτιολογήσει επαρκώς την απόφαση του, κατέληξε, στη βάση του σκεπτικού του, ότι, λαμβάνοντας υπόψιν τις προσωπικές και οικογενειακές ανάγκες των εφεσιβλήτων 1, 2 και 3 για τη συντήρηση των ιδίων και των εξαρτωμένων τους, περιλαμβανομένων, μεταξύ άλλων, της στέγασης, διατροφής, ιατρικής περίθαλψης, μόρφωσης των παιδιών τους, κάποιας ευχέρειας για κοινωνική διακίνηση τους και κάποιου περιθωρίου για αντιμετώπιση εκτάκτων αναγκών, το ποσό των €2.000.- μηνιαίως είναι δίκαιο και λογικό, υπό τις περιστάσεις, να πληρώνεται από τον κάθε εφεσίβλητο ξεχωριστά για σκοπούς εξόφλησης του εξ αποφάσεως χρέους.

 

Το τι προβάλλεται, συναφώς, είναι ότι η κατάληξη αυτή δεν δικαιολογείται και είναι εσφαλμένη εφόσον, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς ανέλυσε τη νομολογία, απέτυχε να εφαρμόσει τις νομικές αρχές στα ενώπιον του γεγονότα, με αποτέλεσμα να καταλήξει σε ένα πολύ χαμηλό ποσό μηνιαίων δόσεων για τον κάθε ένα από τους εφεσίβλητους, σε σχέση με την εισοδηματική τους ικανότητα. Δεδομένων δε, των εξόδων τα οποία δεν προηγούνται του εξ αποφάσεως χρέους και των ποσών που περισσεύουν από τα αξιόλογα εισοδήματα τους, λανθασμένα δεν δόθηκε η δέουσα προτεραιότητα στην υποχρέωση αποπληρωμής εξ αποφάσεως χρέους έναντι των εξόδων και στην έκδοση διατάγματος υψηλότερου μηνιαίου ποσού για εξόφληση της δικαστικής απόφασης.

 

Είναι χρήσιμο να λεχθεί ότι, ως προκύπτει, τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είτε ως προς την αξιολόγηση των ενώπιον του τεθέντων στοιχείων, είτε ως προς τα έσοδα, εισοδηματική δυνατότητα και έξοδα των εφεσιβλήτων, περιλαμβανομένων και των διαπιστωμένων ως μη εχόντων προτεραιότητα έναντι του εξ αποφάσεως χρέους, δεν προσβάλλονται από οποιαδήποτε διάδικη πλευρά, όπως ούτε προσβάλλεται η διαπίστωση περί ευχέρειας καταβολής μηνιαίας δόσης. Άλλωστε, επί τούτου, οι εφεσίβλητοι υπεραμύνονται της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης στη βάση των δεδομένων της υπόθεσης. Επομένως, όλα τα ως άνω στοιχεία παραμένουν δεδομένα στην παρούσα. Είναι, επίσης, ξεκάθαρο, ως και η σχετική τοποθέτηση της κας Ζαχαρία, ότι η μόνη διαφωνία με την πρωτόδικη απόφαση, καταλήγει να είναι ότι, με τα δεδομένα ενώπιον του Δικαστηρίου, δικαιολογείτο διαταγή για υψηλότερο ποσό.

 

Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τον εγειρόμενο λόγο έφεσης, την αιτιολογία αυτού και την επιχειρηματολογία της πλευράς της εφεσείουσας, αλλά και την αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς καθενός από τους εφεσίβλητους.

 

Είναι εμφανές ότι ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής προέβη σε λεπτομερή παράθεση και εξέταση των στοιχείων που είχαν τεθεί ενώπιον του στη διαδικασία εξέτασης των εφεσιβλήτων. Με απόλυτη δε, επάρκεια, ανέλυσε τη νομική πτυχή του υπό κρίση θέματος αλλά και την κρίση του επί της οικονομικής κατάστασης των εφεσιβλήτων. Επί της νομικής πτυχής, συνόψισε τις νομολογιακές αρχές ως εξής:

 

«1.          Η διαδικασία εξέτασης της οικονομικής κατάστασης εξ' αποφάσεως οφειλέτη, λαμβάνει ουσιαστικά ανακριτικό χαρακτήρα και αποβλέπει στην παροχή ευχέρειας στο Δικαστήριο να κρίνει, μετά τη διεξαγωγή της δέουσας έρευνας σχετικά με τα οικονομικά μέσα του χρεώστη, κατά πόσον ο χρεώστης είναι σε θέση να αποπληρώσει το χρέος του με δόσεις ή μέσω άλλου προβλεπόμενου διατάγματος. Ο επακριβής καθορισμός του ποσού επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου (Φλαγκοφάς v. Αταλέζα Λτδ (1989) 1(Ε) Α.Α.Δ. 686).

2.          Μέσα από μια τέτοια διερεύνηση, ο εξ' αποφάσεως χρεώστης καλείται ο ίδιος να εκθέσει, να αναλύσει και εξηγήσει τις πηγές εισοδημάτων του και το ύψος τους καθώς και περιουσιακά στοιχεία του στη βάση αποδεικτικών στοιχείων που ο ίδιος οφείλει να προσκομίσει στο Δικαστήριο (Gesico Photographics Ltd vJ.KVideo Art Co Ltd (1991) 1 Α.Α.Δ. 134).

3.          Η οικονομική ευχέρεια για την αποπληρωμή χρέους με δόσεις συναρτάται άμεσα με τις ανάγκες του χρεώστη και της οικογένειας του για αξιοπρεπή διαβίωση. Αυτές περιλαμβάνουν την στέγαση, την διατροφή, την ιατρική περίθαλψη, την μόρφωση των παιδιών εάν υπάρχουν, κάποια ευχέρεια για την κοινωνική διακίνηση του χρεώστη και κάποιο περιθώριο για την αντιμετώπιση εκτάκτων δαπανών (Φλαγκοφάς v. Αταλέζα Λτδ (ανωτέρω) και Νίτσα Χριστάκη ή άλλως Παγωνίτσα Χριστάκη Παναγιώτου v. Μάρω Μιχαήλ (1998) 1 Α.Α.Δ. 422).

4.          Δεν εκδίδεται διαταγή για πληρωμή χρέους δια μηνιαίων δόσεων εάν κάτι τέτοιο επηρεάζει τις ουσιαστικές ανάγκες του ιδίου του χρεώστη και της οικογένειας του.

5.          Δεν μπορεί ένας οφειλέτης να δημιουργεί υποχρεώσεις, πέραν αυτών που είναι αναγκαίες για την κάλυψη ουσιαστικών βιοτικών αναγκών του ιδίου και της οικογένειας του και ακολούθως να τις επικαλείται ως δικαιολογία για την ανικανότητα και αδυναμία του να αποπληρώσει το εξ' αποφάσεως χρέος του (Anestos Adamou Kokoni v. Xenophon Ioannides (1963) C.L.R. 468 και Σ.Π.Ε. Αραδίππου v. Έλλη Ιακώβου (1999) 1 Α.Α.Δ. 2032).

6.          Δαπάνες σχετικά με την κατανάλωση τσιγάρων και ποτών καθώς επίσης δαπάνες που αφορούν διασκέδαση, καφενεία και άλλα συναφή δεν θεωρούνται ως αναγκαία έξοδα (Soteriades v. Koutsiou (ανωτέρω), Chrysostomou v Athanasiou (1981) 1 C.L.R. 669).

7.          Χρέη για τα οποία δεν υπάρχει διαταγή μηνιαίων πληρωμών ή τα οποία προκύπτουν από μεταγενέστερες του δικαστικού χρέους υποχρεώσεις δεν έχουν προτεραιότητα απέναντι στο εξ' αποφάσεως χρέος, ιδιαίτερα χωρίς να υπάρχει καν δικαστική απόφαση (Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. v. Μ. Κωνσταντίνου (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1034).

8.          Εφόσον διαπιστωθεί μετά από συνεκτίμηση όλων των οικονομικών πόρων του χρεώστη και των ουσιαστικών αναγκών του ιδίου και της οικογένειας του ότι αυτός είναι σε θέση να αποπληρώσει το χρέος του με περιοδικές πληρωμές, ο επακριβής καθορισμός του ποσού, επαφίεται στη διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου (Φλαγκοφάς v. Αταλέζα Λτδ ανωτέρω).

Έχει επίσης τονιστεί από την Νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αιτήσεις αυτής της φύσης ότι η εκτέλεση των δικαστικών αποφάσεων είναι στοιχείο που άπτεται άμεσα του κύρους της δικαστικής διαδικασίας. Επισημάνθηκε ότι η αξιοπιστία της δικαιοσύνης εξαρτάται από την αποτελεσματικότητα της. Διαφορετικά δημιουργείται δυσπιστία για την αποστολή της, με ανάλογες διαβρωτικές επιπτώσεις. Ως εκ τούτου δεν εκδίδεται διάταγμα περιοδικών πληρωμών, μόνο στις περιπτώσεις όπου αποδειχθεί ότι αυτό θα επηρεάσει την αξιοπρεπή διαβίωση του χρεώστη.

Όπως έχει νομολογηθεί, τα προβλεπόμενα μέσα αναγκαστικής εκτέλεσης όπως το διάταγμα περιοδικών πληρωμών δεν πρέπει να καταντούν ατελέσφορα, εκτός στις απόλυτα δικαιολογημένες περιπτώσεις ( βλ. μεταξύ άλλων Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. v. Μ. Κωνσταντίνου ανωτέρω) 

 

          Επί της οικονομικής κατάστασης των εφεσιβλήτων, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι:

 

«Είναι νομίζω σαφές από την εξέταση και των τριών εναγομένων ότι πρόκειται για ιδιώτες γιατρούς με σημαντικό εισόδημα από την εξάσκηση του λειτουργήματος τους, παρότι ως ιδιώτες δεν έχουν σταθερές απολαβές. Δεν πρόκειται δηλαδή για μισθωτούς με περιορισμένα εισοδήματα για τους οποίους οποιοδήποτε διάταγμα μηνιαίων δόσεων θα επηρέαζε την αξιοπρεπή τους διαβίωση. Εξ' άλλου, οι συνήγοροι των εναγομένων 1 & 3 στις αγορεύσεις τους, δέχθηκαν ότι ένα ποσόν περιοδικών πληρωμών ύψους €1.000,00 μηνιαίως θα ήταν λογικό υπό τας περιστάσεις, παρά τις περί του αντιθέτου θέσεις των πελατών τους στις αρχικές τους ένορκες δηλώσεις.

Η πιο πάνω διαπίστωση για την ύπαρξη σημαντικών εισοδημάτων από τους εναγομένους, προκύπτει από την ευκολία με την οποία πλήρωσαν εφάπαξ μεγάλα ποσά, προκειμένου να καλύψουν συγκεκριμένες υποχρεώσεις τους.

Υπενθυμίζω την πληρωμή του εναγομένου 1 ύψους €37.200,00 με μια επιταγή που εξέδωσε προς το νοσοκομείο Mediterranean καθώς και την προεξόφληση πολλών δόσεων ενός δανείου του στην Συνεργατική Τράπεζα.  Ανέφερε επίσης ότι πλήρωσε εφάπαξ ένα ποσόν €16.000,00 για να εξοφλήσει το υπόλοιπο ενός δανείου του. Ενδεικτικό των εισοδημάτων του εναγομένου 1, είναι ότι συμφώνησε με το Τμήμα Εσωτερικών Προσόδων, να πληρώσει ως φόρο εισοδήματος, το συνολικό ποσόν των €800.000,00 για έτη 2006 μέχρι το 2010. Ενδεικτικό είναι επίσης ότι είχε καταθέσεις ύψους €700.000,00 που κουρεύτηκαν το 2013, ενώ όπως ο ίδιος ανέφερε, το Αχίλλειο νοσοκομείο του χρωστά ένα μεγάλο ποσό γύρω στο €1.300.000,00. Περαιτέρω, χωρίς ο ίδιος να οδηγεί αυτοκίνητο, διατηρεί τρία αυτοκίνητα που οδηγούν η σύζυγος και τα παιδιά του, πληρώνοντας μάλιστα ένα σημαντικό ποσό ετησίως για την συντήρηση και λειτουργία τους.

Ο εναγόμενος 1 δέχθηκε ότι κατά την εξέταση του ότι από την ένορκη του δήλωση, προκύπτει ότι έχει μηνιαία εισοδήματα γύρω στα €15.000,00. Αυτό, πέραν του ποσού των €65.232,00 που εισέπραξε σε διάστημα ενός χρόνου όπως ό ίδιος είπε από ασθενείς του, οι οποίοι  του χρωστούν χρήματα για υπηρεσίες που τους παρείχε.

Ο εναγόμενος 2, φαίνεται επίσης να έχει σημαντικά εισοδήματα από την εργασία του παρά το γεγονός ότι δεν έχει σταθερό εισόδημα. Παρότι ανέφερε ότι είχε ετήσιο εισόδημα μόνο €99.538,00 από τον Μάιο του 2017 μέχρι τον Μάιο του 2018, εντούτοις δέχθηκε ότι για την ίδια περίοδο, είχε καταθέσεις στον τραπεζικό του λογαριασμό, τουλάχιστον €136.000,00. Ισχυρίστηκε και αυτός ότι επρόκειτο για αμοιβές που είχε να παίρνει καθώς και χρήματα που του χρωστούσε κάποια κλινική στην οποία αγόρασε τον αναπνευστήρα. Ενδεικτικό της οικονομικής άνεσης του εναγομένου 2, είναι το γεγονός ότι χρηματοδότησε την εν λόγω κλινική για αγορά εξοπλισμού. Επιπλέον, ήταν σε θέση να πληρώσει εφάπαξ, το ποσόν των €73.000,00 με επιταγή για να αποζημιώσει τα αδέλφια του για το επιπλέον κληρονομικό μερίδιο που πήρε από την περιουσία των γονιών του. Σημειώνω επίσης ότι είναι σε θέση να πληρώνει το σημαντικό ποσόν των €2.200,00 μηνιαίως για την διατροφή των παιδιών του. Περαιτέρω, ο εναγόμενος 2 διατηρεί δύο αυτοκίνητα και έχει προσωπική οικιακή βοηθό για την οποία πληρώνει το ποσόν των  €5.400,00 ετησίως.

Τα ίδια ισχύουν και για τον εναγόμενο 3. Παρότι ισχυρίστηκε ότι έχει εισόδημα μόνο €7.000,00 με €8.000,00 χιλιάδες μηνιαίως, εντούτοις ενόρκως αναφέρθηκε σε έξοδα που υπερβαίνουν κατά πολύ το ποσόν αυτό. Σε αυτά συμπεριλαμβάνεται το σημαντικό ποσόν των €2.000,00 μηνιαίως που δίνει στους δύο γιους του για τα προσωπικά τους έξοδα, πλέον €16.000,00 ετησίως ως δίδακτρα για τον ένα γιό και την κόρη του, πλέον €2.000,00 μηνιαίως δόση δανείου, πλέον €307,00 τον μήνα ασφάλεια ζωής, πλέον €1.000,00 μηνιαίως στην  γραμματέα του στο ιατρείο. Αυτά χωρίς να υπολογιστούν τα σταθερά έξοδα όπως ρεύμα, νερό κλπ αλλά και τα καθημερινά έξοδα διατροφής, μετακίνησης κλπ. Όλα τα πιο πάνω, υπερβαίνουν κατά πολύ τα έσοδα τα οποία ισχυρίστηκε ότι έχει. Περαιτέρω παρότι ισχυρίστηκε πολύ λιγότερα έσοδα,  προκύπτει από τις καταστάσεις του τραπεζικού του λογαριασμού, ότι είχε καταθέσεις για χρονική περίοδο ενός έτους, γύρω στις €180.000,00 χωρίς να είναι σε θέση να δώσει  μια ικανοποιητική εξήγηση για αυτό.

Σημαντικό στοιχείο της καλής οικονομικής του κατάστασης, αποτελεί το γεγονός ότι όπως ο ίδιος κατέθεσε, ήταν σε θέση να αγοράσει άμεσα ένα αυτοκίνητο Mercedes CLS στην τιμή των €50.000,00 όταν το παλαιό του αυτοκίνητο ίδια μάρκας, καταστράφηκε ολοσχερώς. Σημειώνω επίσης την θέση του για οφειλές προς το κράτος ύψους €200.000,00, στοιχείο που καταδεικνύει σημαντικά εισοδήματα.

Γεγονός παραμένει ότι όπως προκύπτει από την εξέταση του εναγομένου 3, τα εισοδήματα του φαίνεται να είναι πολύ μεγαλύτερα από αυτά ισχυρίστηκε αρχικά στο Δικαστήριο.

Περαιτέρω, στην εξέταση και των τριών καθ' ων η αίτηση, αυτοί επικαλέστηκαν έξοδα που σύμφωνα με την προαναφερθείσα νομολογία δεν μπορούν να έχουν προτεραιότητα, έναντι της εξόφλησης του εξ' αποφάσεως χρέους.

Συγκεκριμένα, ο εναγόμενος 1 πληρώνει πέραν των €800,00 μηνιαίως, για ασφάλειες, συντήρηση, άδειες κυκλοφορίας και καύσιμα των αυτοκινήτων που δεν χρησιμοποιεί ο ίδιος αλλά τα παιδιά και η σύζυγος του. Καταβάλει επίσης έξοδα, τέλη και ασφάλειες οικίας, στην οποία δεν κατοικεί ο ίδιος αλλά η αδελφή του. Πληρώνει περαιτέρω άλλα €500,00 μηνιαίως για γάμους, βαφτίσεις, γενέθλια και άλλες κοινωνικές δραστηριότητες. Στα έξοδα που δεν δικαιολογούνται, πρέπει να συμπεριληφθεί και τον κονδύλι των €1.000,00 μηνιαίως που ισχυρίστηκε ότι καταβάλει στο μεγαλύτερο υιό του, ο οποίος όμως έχει τελειώσει τις σπουδές του και σύμφωνα με τον εναγόμενο 1, σήμερα εργάζεται ως ιατρός.

Ο εναγόμενος 1 ισχυρίσθηκε επίσης ότι πληρώνει μια δόση δανείου ύψους €3.000,00. Δεν προσκόμισε όμως κανένα αποδεικτικό στοιχείο που να αποδεικνύει αυτόν τον ισχυρισμό. Δέχθηκε περαιτέρω ότι το ένα του δάνειο έχει ξοφληθεί και σε άλλο δάνειο στην Συνεργατική Τράπεζα δεν πληρώνει δόση, γιατί πολλές δόσεις έχουν προπληρωθεί, εδώ και αρκετά χρόνια. Ανεξαρτήτως τούτου, όπως έχει νομολογηθεί, δάνεια για τα οποία δεν έχουν κινηθεί δικαστικές διαδικασίες και δεν έχουν εκδοθεί διατάγματα μηνιαίων δόσεων δεν μπορούν να προηγούνται του εξ' αποφάσεως χρέους (βλ. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος Α.Ε. v. Μ. Κωνσταντίνου ανωτέρω).

Ο εναγόμενος 2 αναφέρθηκε επίσης σε έξοδα, τα οποία δεν προηγούνται του εξ' αποφάσεως χρέους. Σημειώνω μεταξύ άλλων, την διατήρηση δύο αυτοκινήτων, τα ασφάλιστρα και την άδεια κυκλοφορίας για το αυτοκίνητο που οδηγεί ο γιός του, τα έξοδα της οικιακής βοηθού καθώς και €400,00 μηνιαίως για έξοδα που αφορούν κοινωνικές υποχρεώσεις όπως γάμους, βαφτίσια κα.

Οι ίδιες παρατηρήσεις ισχύουν και στην περίπτωση του εναγομένου 3. Όπως ο ίδιος δήλωσε κατά την εξέταση του, πληρώνει ασφάλιστρα και άδειες κυκλοφορίας για τα αυτοκίνητα που οδηγούν τα παιδιά του. Τα ποσά αυτά δεν μπορούν για τους λόγους που εξήγησα πιο πάνω να προηγούνται της εξόφλησης του εξ' αποφάσεως χρέους. Το ίδιο ισχύει και για την δόση δανείου ύψους €2.000,00 μηνιαίως. Όπως προαναφέρθηκε, το δάνειο αυτό δεν έχει προτεραιότητά έναντι του του εξ' αποφάσεως χρέους αφού δεν έχει αποδειχθεί ότι έχει εκδοθεί δικαστική απόφαση για αυτό ούτε δικαστική διαταγή για πληρωμή μηνιαίων δόσεων.

Παρά το γεγονός ότι οι εναγόμενοι ως ιδιώτες δεν έχουν σταθερές απολαβές, είναι σαφές από τα πιο πάνω ότι έχουν σημαντικά εισοδήματα. Παρέχεται ως εκ τούτου η δυνατότητα να εκδοθούν διατάγματα περιοδικών πληρωμών για σημαντικά ποσά που πληρώνουν ως έξοδα και τα οποία δεν προηγούνται του εξ' αποφάσεως χρέους καθώς και από αυτά που περισσεύουν από τα αξιόλογα εισοδήματα τους, αφού αφαιρεθούν βέβαια οι δαπάνες που κρίνονται αναγκαίες για να τους εξασφαλίσουν μια αξιοπρεπή διαβίωση.»

 

          Κατέληξε, συναφώς, ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής ότι:

 

 «Σε σχέση με το ποσόν που θα διαταχθεί να πληρώσει ο κάθε εναγόμενος, έλαβα υπόψη όλο το υλικό που τέθηκε ενώπιον μου, ιδιαίτερα τα σημαντικά εισοδήματα των εναγομένων 1, 2 & 3 όπως προκύπτουν από την εξέταση τους ενώπιον μου. Έλαβα επίσης υπόψη, τις προσωπικές και οικογενειακές τους ανάγκες για τη συντήρηση των ιδίων και των εξαρτωμένων τους, που περιλαμβάνουν μεταξύ άλλων την στέγαση, την διατροφή, την ιατρική περίθαλψη, την μόρφωση των παιδιών τους, κάποια ευχέρεια για την κοινωνική διακίνηση τους και κάποιο περιθώριο για την αντιμετώπιση εκτάκτων δαπανών.

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω και ασκώντας την διακριτική μου ευχέρεια, βρίσκω ότι το ποσόν των €2.000,00 μηνιαίως είναι δίκαιο και λογικό υπό τας περιστάσεις να πληρώνεται από τον κάθε εναγόμενο ξεχωριστά για σκοπούς εξόφλησης του εξ' αποφάσεως χρέους»

                     

Όπως έχει νομολογηθεί, εφόσον η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ασκείται εντός του πλαισίου που παρέχεται από το Νόμο και δεν προκαλείται πασιφανής αδικία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (NTR BEACH DINERS LTD κ.α ν. ADAMOU CONSTRUCTION AND MAINTENANCE LTD, ECLI:CY:AD:2018:A18, Πολιτική Έφεση 373/2012, ημερομηνίας 15.1.2018, ECLI:CY:AD:2018:A18, ΑΡΕΣΤΗ ν. ΗΛΙΑ (1991) 1 ΑΑΔ 984).

 

Όντως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε το θέμα και αξιολόγησε τα ενώπιον του στοιχεία. Ωστόσο, μας βρίσκει σύμφωνους το παράπονο της εφεσείουσας ότι, στη βάση των εν λόγω δεδομένων, δικαιολογείτο καθορισμός υψηλότερου ποσού.

 

          Προκύπτει από τα στοιχεία, ως το πρωτόδικο Δικαστήριο τα ανέλυσε, ότι, όχι μόνο υπήρχε περίσσευμα μετά την αφαίρεση των εξόδων από τα εισοδήματα των εφεσιβλήτων, αλλά, επίσης, ότι σημαντικό μέρος των εξόδων του καθενός από τους εφεσίβλητους δεν είχε προτεραιότητα έναντι της υποχρέωσης αποπληρωμής του εξ αποφάσεως χρέους. Δεν απαιτείται, επί τούτου, επανάληψη των όσων εντόπισε και κατέληξε ο ευπαίδευτος πρωτόδικος Δικαστής, σε συνάρτηση με τα όσα προβλήθηκαν από τους εφεσίβλητους, τα οποία τέθηκαν ανωτέρω και αποτελούν δεδομένα στην παρούσα.

 

          Διευκρινίζεται, προς άρση οποιασδήποτε παρεξηγημένης αντίληψης, ότι το τι εξετάζεται είναι η κατά τον τότε ουσιώδη χρόνο ευχέρεια καταβολής μηνιαίων δόσεων στη βάση των τότε ουσιωδών στοιχείων. Και όχι στη βάση στοιχείων που ακολούθησαν μεταγενέστερα.

 

          Έχουμε την άποψη ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, ως προς την κατάληξη του για καθορισμό του ποσού των €2.000.- μηνιαίως από τον κάθε ένα από τους εφεσίβλητους, άσκησε τη διακριτική του εξουσία με τρόπο που καθιστά αναγκαία την παρέμβαση μας. Θεωρούμε ότι, με βάση τα δεδομένα, ως ήταν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως τα συμπεράσματα του, δικαιολογείτο ο καθορισμός πολύ μεγαλύτερου ποσού. Γι’ αυτό και παρεμβαίνουμε.

 

          Έχοντας υπόψη το μεγάλο χρονικό διάστημα που παρήλθε από την εκκαλούμενη απόφαση, αλλά και το ότι τα ουσιώδη δεδομένα παραμένουν ξεκάθαρα ενώπιον μας, θεωρούμε ότι θα ήταν αδόκιμο να μην προχωρήσουμε με τον καθορισμό του ορθού, υπό τις περιστάσεις, ποσού.

 

          Στη βάση, λοιπόν, των όσων αναλύονται ανωτέρω, αλλά και των πραγματικών δεδομένων της παρούσας υπόθεσης κατά τον χρόνο εξέτασης των εφεσιβλήτων, περιλαμβανομένου και του ότι το εισόδημα των εφεσιβλήτων, ως ιδιωτών, δεν είναι σταθερό, καταλήγουμε ότι το δίκαιο και εύλογο ποσό μηνιαίας δόσης είναι το ποσό των €5.000.- μηνιαίως για τον εφεσίβλητο 1 και το ποσό των €4.000.- μηνιαίως για κάθε ένα από τους εφεσίβλητους 2 και 3.

 

          Η έφεση επιτυγχάνει.

 

          Η πρωτόδικη απόφαση διαφοροποιείται ως προς το ποσό της μηνιαίας δόσης, το οποίο καθορίζεται να είναι το ανωτέρω ποσό των €5.000.- για τον εφεσίβλητο 1 και το ανωτέρω ποσό των €4.000.- για κάθε ένα από τους εφεσίβλητους 2 και 3, ποσά τα οποία, αντιστοίχως, ο κάθε ένας από τους εφεσίβλητους 1, 2 και 3 διατάσσεται να καταβάλλει μηνιαίως προς την εφεσείουσα μέχρι εξόφλησης του εξ αποφάσεως χρέους και εξόδων. Η διαταχθείσα διαφοροποίηση θα ισχύει από την επόμενη καταβλητέα μηνιαία δόση.

 

          Επιδικάζονται υπέρ της εφεσείουσας και εναντίον των εφεσιβλήτων 1, 2 και 3, αλληλεγγύως και κεχωρισμένως, €5.400.-, πλέον ΦΠΑ, εάν υπάρχει, έξοδα της παρούσας έφεσης.

 

         

 

 

 

                                                                   Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

 

 

                                                                   Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο