ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 163/2018

σχ. με 165/2018)

 

                                                      

6 Σεπτεμβρίου, 2024

 

 

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

 [ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

(Πολιτική Έφεση αρ. 163/2018)

1.     ΙΩΑΝΝΗΣ ΒΙΟΛΑΡΗΣ

2.     ΕΥΑΓΓΕΛΙΑ ΒΙΟΛΑΡΗ

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι αρ.2 και 3

 

v.

 

 ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

 (Marfin Popular Bank Public Co. Ltd)

Εφεσίβλητους/Ενάγοντες

-----------------------------

(Πολιτική Έφεση αρ. 165/2018)

ΦΙΛΟΚΤΗΜΑΤΙΚΗ ΔΗΜΟΣΙΑ ΛΤΔ

Εφεσείοντες/Εναγόμενοι 1

v.

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

(πρώην Cyprus Popular Bank Public Co. Ltd)

Εφεσίβλητους/Ενάγοντες

 

-----------------------------

Για την 163/2018:

Γ. Πασιάς για Φοίβος, Χρίστος Κληρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τους εφεσείοντες 

Χρ. Γεωργίου για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους εφεσίβλητους.

 

Για την 165/2018:

Κ. Κωνσταντινίδης για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί Δ.Ε.Π.Ε., για τους εφεσείοντες.

Χρ. Γεωργίου για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε., για τους εφεσίβλητους.

 

-----------------------------

         

 

          ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα        δοθεί από την κα Χριστοδουλίδου-Μέσσιου, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

          ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.: Στα πλαίσια της αγωγής 3097/08 του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, οι ενάγοντες Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ, τους οποίους έχουν εν τω μεταξύ διαδεχθεί οι εφεσίβλητοι Themis Portfolio (H3) Management Holdings Limited, αξίωναν εναντίον των εναγομένων 1, 2 και 3‑εφεσειόντων στις υπό εκδίκαση εφέσεις, ακύρωση της μεταβίβασης του ακίνητου με αριθμό εγγραφής 4/5263, Τμήμα 4, Φύλλο 21, Σχέδιο 53W1, Τεμάχιο 4661 που βρίσκεται στην οδό Έκτορος 1, Έγκωμη Λευκωσία, η οποία έλαβε χώρα στις 28.7.2006 και η οποία έγινε από τους εναγόμενους 1 προς τους εναγόμενους 2 και 3 λόγω α) δόλου, απάτης και/ή συνωμοσίας σε βάρος των εναγόντων και/ή λόγω παράβασης συμφωνίας, β) διαζευκτικά εγγραφή του πιο πάνω ακίνητου επ' ονόματι των εναγόντων, γ) διαζευκτικά ειδικές και/ή γενικές αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας εκχώρησης ημερ.16.6.1994 και/ή για παράνομη και/ή συνεπεία δόλου και/ή απάτης μεταβίβασης του ακίνητου. Περαιτέρω, αξίωναν εναντίον των εναγομένων 1 γενικές και/ή ειδικές αποζημιώσεις για αμέλεια και/ή παράβαση νόμιμου καθήκοντος και διαζευκτικά αποζημιώσεις ύψους €426.000 για αμέλεια και εναντίον των εναγομένων 2 και 3 αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση στο ακίνητο, γενικές και/ή ειδικές αποζημιώσεις υπό τη μορφή mesne profits και/ή λόγω αδικαιολόγητου πλουτισμού και/ή υπό τη μορφή εύλογης καταβολής ενοικίου και/ή αποζημιώσεις ύψους €426.000.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από ακροαματική διαδικασία εξέδωσε απόφαση προς όφελος των εναγόντων και εναντίον και των τριών εναγομένων για το ποσό των €750.000 που δηλώθηκε ενώπιον του ως παραδεχτό γεγονός ότι είναι η σημερινή αξία του επίδικου ακίνητου, διατάσσοντας ταυτόχρονα την τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης ούτως ώστε η αξία του ακίνητου από €426.000 που αναγράφεται στα δικόγραφα να τροποποιηθεί για το παραδεχτό ποσό αξίας του ακίνητου €750.000 και απέρριψε την αξίωση των εναγόντων για ακύρωση της μεταβίβασης ημερ.28.7.2006 και εγγραφή του ακίνητου επ' ονόματι τους. Επιδίκασε επίσης υπέρ των εναγόντων νόμιμο τόκο, πλέον τα έξοδα της αγωγής.

 

            Η απόφαση δεν άφησε ικανοποιημένους κανένα από τους εναγόμενους, οι οποίοι καταχώρισαν ξεχωριστές εφέσεις. Συγκεκριμένα, οι εναγόμενοι 1 καταχώρισαν την Πολιτική Έφεση υπ' αριθμό 165/18, ενώ οι εναγόμενοι 2 και 3 την Πολιτική Έφεση υπ' αριθμό 163/18, οι οποίες στο στάδιο της ακρόασης, ακούστηκαν μαζί ενώπιον του Εφετείου δυνάμει του Μέρους 41.4 (2) (ε) των Κανονισμών Πολιτικής Δικονομίας του 2023.

            Για να μπορέσει να είναι πιο κατανοητή η παρούσα απόφαση, κρίνουμε ορθό να παραθέσουμε συνοπτικά το πλαίσιο των γεγονότων που πλαισιώνουν την υπόθεση. 

 

          Στις 16.6.1994, οι εναγόμενοι 2 και 3 σύναψαν με τους ενάγοντες συμφωνία εκχώρησης προς εξασφάλιση πιστωτικών διευκολύνσεων υπό τύπο δανείου, το οποίο χορηγήθηκε την ίδια μέρα από τους ενάγοντες στους εναγόμενους 1. Οι εναγόμενοι 2 και 3 εκχώρησαν προς όφελος των εναγόντων όλα τα δικαιώματα τους που πηγάζουν από το αγοραπωλητήριο έγγραφο ημερ.1.5.1991. Ενόψει του ότι οι υποχρεώσεις που εξασφαλίστηκαν με την εν λόγω συμφωνία έγιναν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές ενόψει άλλης δικαστικής απόφασης που εκδόθηκε στις 17.2.2005 στα πλαίσια της αγωγής 8534/08, οι ενάγοντες δικαιούνταν να ζητήσουν εγγραφή του ακίνητου επ' ονόματι τους, όπως και έπραξαν. Στις 15.6.1994, οι εναγόμενοι 2 και 3 ανέλαβαν με γραπτή ανέκκλητη δήλωση, όπως με την έκδοση ξεχωριστού τίτλου του ακίνητου εγγράψουν προς όφελος των εναγόντων δεύτερη υποθήκη για το ποσό των Λ.Κ. 50.000 προς εξασφάλιση των υποχρεώσεων των εναγομένων 1. Η πρώτη υποθήκη για Λ.Κ.30.000 ως ήταν τότε, θα εγγραφόταν προς όφελος των εναγομένων 1. Οι εναγόμενοι 1 έλαβαν γνώση της συμφωνίας εκχώρησης ημερ.16.6.1994 που σύναψαν οι εναγόμενοι 2 και 3‑εφεσείοντες με τους ενάγοντες‑εφεσίβλητους, την αποδέχθηκαν, υπέγραψαν και διαβεβαίωσαν γραπτώς ότι θα κοινοποιούσαν αμέσως στους ενάγοντες‑εφεσίβλητους τον χρόνο κατά τον οποίο θα καθίστατο δυνατή η μεταβίβαση του ακίνητου και θα προέβαιναν σε οποιεσδήποτε ενέργειες για πραγμάτωση της μεταβίβασης και θα μεταβίβαζαν το ακίνητο στο πρόσωπο που θα τους υποδείκνυαν οι ενάγοντες.

 

            Στις 28.7.2006 οι εναγόμενοι 1‑εφεσείοντες στην έφεση 165/18 μεταβίβασαν το ακίνητο επ' ονόματι των εναγομένων 2 και 3‑εφεσειόντων στην έφεση 163/18, οι οποίοι ταυτόχρονα ενέγραψαν υποθήκη επί του ακίνητου προς όφελος της Ελληνικής Τράπεζας ώστε να εξασφαλιστεί το δάνειο που τους χορηγήθηκε προς εξόφληση του χρέους τους προς τους εναγόμενους 1‑εφεσείοντες στην 163/18. Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η μεταβίβαση του ακίνητου επ' ονόματι των εναγομένων 2 και 3 και η υποθήκευση του προς όφελος της Ελληνικής Τράπεζας, έγινε στις 28.7.2006 χωρίς οι εναγόμενοι 1, 2 και 3 να ενημερώσουν τους ενάγοντες για την ημερομηνία, την οποία οι ενάγοντες αγνοούσαν.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο εύρημα ότι και οι τρεις εναγόμενοι‑εφεσείοντες παραβίασαν τους ρητούς όρους του εκχωρητηρίου εγγράφου ημερ.16.6.1994, ως και τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν με αυτό. Ειδικότερα, οι εναγόμενοι 2 και 3 παρόλο που είχαν εκχωρήσει το δικαίωμα τους για εγγραφή του ακίνητου επ' ονόματι τους προς όφελος των εναγόντων, εν αγνοία των εναγόντων μετέβηκαν στις 28.7.2006 στο Κτηματολόγιο και αποδέχτηκαν εκ μέρους των εναγομένων 1 εγγραφή του ακίνητου επ' ονόματι τους. Επίσης, οι εναγόμενοι 1 παραβίασαν τη δέσμευση που είχαν αναλάβει έναντι των εναγόντων να κοινοποιήσουν στους ενάγοντες τον ακριβή χρόνο μεταβίβασης του ακίνητου και εν αγνοία τους μετέβηκαν στο Κτηματολόγιο στις 28.7.2006 και μεταβίβασαν το ακίνητο επ' ονόματι των εναγομένων 2 και 3 αντί στο όνομα των εναγόντων.

 

            Όπως σημειώνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, οι ενάγοντες περιόρισαν τις αιτούμενες θεραπείες σε δύο. Στην αξίωση για αποζημιώσεις και στη θεραπεία της ειδικής εκτέλεσης της συμφωνίας εκχώρησης με βάση το άρθρο 76 του περί Συμβάσεων Νόμου Κεφ. 149.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο σε νομολογία και ειδικά στην απόφαση Χαραλάμπους v. Αχιλλέως (2001) 1 (Β) Α.Α.Δ. 1058, και στο σύγγραμμα Η Σύμβαση στο Κυπριακό Δίκαιο του δικηγόρου Π. Γ. Πολυβίου, υποδεικνύει ότι η έκδοση διατάγματος του Δικαστηρίου για ειδική εκτέλεση σύμβασης, συνιστά εξαιρετική θεραπεία που επιτρέπεται μόνο εκεί που η συνήθης θεραπεία των αποζημιώσεων δεν είναι επαρκής και ότι δεν μπορεί να τύχει ειδικής εκτέλεσης σύμβαση εφόσον η επιβολή της θεραπείας της ειδικής εκτέλεσης θα ήταν πρακτικά ανεφάρμοστη.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι υπό τις περιστάσεις της συγκεκριμένης υπόθεσης η επιδίκαση αποζημιώσεων προς όφελος των εναγόντων‑εφεσίβλητων αποτελεί επαρκή θεραπεία για αυτούς, συνυπολογίζοντας τις πρακτικές δυσκολίες που θα προκύψουν με την ακύρωση της εγγραφής του ακίνητου στις 28.7.2006 επ' ονόματι των εναγομένων 2 και 3 και την πολυπλοκότητα των διαδικασιών που θα προκύψουν συνεπεία αυτής σε σχέση με τις μεταγενέστερες υποθήκες προς όφελος της Ελληνικής Τράπεζας που δεν είναι διάδικος στη διαδικασία. Κατέληξε ότι επιδίκαση αποζημιώσεων υπέρ των εναγόντων ως το αθώο μέρος της σύμβασης εκχώρησης, οι οποίες συνίστανται στη σημερινή αξία του ακίνητου με βάση το παραδεχτό γεγονός που δηλώθηκε ενώπιόν του Δικαστηρίου ότι ανέρχεται στο ποσό των €750.000, αποτελεί ικανοποιητική και επαρκή αποζημίωση.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο επίσης απέρριψε τις θέσεις των εναγομένων 1‑εφεσειόντων στην Πολιτική Έφεση 165/18 ότι με βάση το εκχωρητήριο έγγραφο ημερ.16.6.1994 οι εναγόμενοι 1 είχαν δεσμευτεί να κοινοποιήσουν στους ενάγοντες τη χρονική περίοδο που θα ήταν δυνατή η μεταβίβαση του ακίνητου και όχι τη συγκεκριμένη ημερομηνία μεταβίβασης, αναφέροντας ότι οι εναγόμενοι 1 με την επιστολή τους ημερ.22.6.2006 προς τους ενάγοντες δεν κοινοποίησαν σε αυτούς τη συγκεκριμένη ημερομηνία μεταβίβασης, αλλά αναφέρθηκαν γενικά και αόριστα σε «μεταβίβαση το συντομότερο δυνατό».

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε επίσης τις εισηγήσεις των εναγομένων 2 και 3‑εφεσειόντων στην Πολιτική Έφεση 163/18, ότι οι ενάγοντες αν και είχαν το δικαίωμα να διασφαλίσουν τα συμφέροντα τους με την κατάθεση του εκχωρητηρίου εγγράφου στο Κτηματολόγιο, παρέλειψαν να το πράξουν. Απέρριψε επίσης την εισήγηση τους ότι οι ενάγοντες επέδειξαν αδικαιολόγητη ολιγωρία στην επιδίωξη των θεραπειών που αξιώνουν με την υπό εκδίκαση αγωγή και ότι αυτό αποτελεί εμπόδιο στη χορήγηση των αιτούμενων θεραπειών.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαφωνώντας και απορρίπτοντας αυτή την τοποθέτηση, σημείωσε ότι η μεταβίβαση του ακίνητου επ' ονόματι των εναγομένων 2 και 3 την ακύρωση της οποίας οι ενάγοντες ζητούσαν με την αγωγή, έγινε στις 28.7.2006, ενώ η δικαστική απόφαση στα πλαίσια της αγωγής 8534/98 εκδόθηκε στις 17.2.2005 και ότι οι ενάγοντες προχώρησαν στην καταχώριση της παρούσας αγωγής στις 29.5.2008, δηλαδή σε εύλογο χρόνο από τη μεταβίβαση του ακίνητου.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε επίσης την εισήγηση της συνηγόρου των εναγομένων 2 και 3, ότι οι ενάγοντες είναι πλήρως εξασφαλισμένοι διότι εγγράφηκε προς όφελος τους το memo ΕΒ 28/08 επί του ακίνητου στις 8.1.2008, αναφέροντας ότι το συγκεκριμένο memo έπεται υποθήκης προς όφελος της Ελληνικής Τράπεζας στις 28.7.2006 και δύο μεταγενέστερων υποθηκών στις 22.9.2006 και 15.6.2007.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε επίσης την εισήγηση των συνηγόρων των εναγομένων 2 και 3 ότι οι ενάγοντες δεν δικαιούνται στις αιτούμενες θεραπείες, διότι δεν συμπλήρωσαν τα μέτρα εκτέλεσης εναντίον όλων των συνεναγομένων στην αγωγή 8534/98, ούτε και προχώρησαν με τη διαδικασία εκποίησης της υποθήκης για την οποία εκδόθηκε σχετικό διάταγμα Δικαστηρίου στις 17.2.2005.

 

            Όπως έχουμε ήδη αναφέρει, η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου προκάλεσε την αντίδραση τόσο των εναγομένων 1, όσο και των εναγομένων 2 και 3, οι οποίοι και καταχώρισαν ξεχωριστές εφέσεις αμφισβητώντας την. Ειδικότερα, οι εναγόμενοι 1 καταχώρισαν την έφεση 165/18 στην οποία προβάλλουν 6 λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης υποστηρίζουν ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η παραβίαση της δέσμευσης των εναγομένων 1 να κοινοποιήσουν στους ενάγοντες τον χρόνο μεταβίβασης του ακίνητου ως και να προβούν σε μεταβίβαση του ακίνητου στο πρόσωπο που θα τους υποδείκνυαν οι ενάγοντες καθιστούσε τους εναγόμενους 2 νομικά υπεύθυνους και δικαιολογούσε την έκδοση απόφασης εναντίον τους, είναι εσφαλμένο. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης προσβάλλουν την κατάληξη του Δικαστηρίου να επιδικάσει αποζημιώσεις προς όφελος των εναγόντων και εναντίον και των εναγομένων 1, ίσες με την αξία του επίδικου ακίνητου κατά την ημερομηνία ακρόασης της αγωγής, ως εσφαλμένη, καθ' ότι η γενική αρχή υπολογισμού των αποζημιώσεων είναι ότι οι αποζημιώσεις υπολογίζονται με βάση τον χρόνο της παράβασης της συμβατικής υποχρέωσης που ήταν στις 28 Ιουλίου του 2006 σύμφωνα με τα ευρήματα του Δικαστηρίου και συνεπώς λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο βασίστηκε στην αξία του ακίνητου ως αυτή δηλώθηκε ως παραδεκτό γεγονός ότι ανέρχεται στο ποσό των €750.000 κατά την ημερομηνία της ακρόασης. Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά ισχυρισμό για αποτυχία των εναγόντων να προσφέρουν μαρτυρία για την κατ' ισχυρισμό ζημιά τους και συνεπώς η απόφαση του Δικαστηρίου να τους επιδικάσει αποζημιώσεις της τάξης των €750.000 πλέον τόκους και έξοδα, είναι εσφαλμένη. Ο τέταρτος λόγος έφεσης στρέφεται εναντίον της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιδικάσει νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής, αντί από την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης. Τέλος, οι πέμπτος και έκτος λόγος έφεσης αφορούν την αυτεπάγγελτη απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιτρέψει αυτεπάγγελτα την τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης εκδίδοντας απόφαση για το ποσό των €750.000 αντί του ποσού των €426.000 το οποίο αξιωνόταν με την Έκθεση Απαίτησης, η οποία χαρακτηρίζεται από αυτούς ως λανθασμένη.

 

            Οι εναγόμενοι 2 και 3‑εφεσείοντες στην έφεση 163/18, προβάλλουν 7 λόγους έφεσης, ζητώντας την ακύρωση και ανατροπή της πρωτόδικης απόφασης. Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά τη θέση ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση της αγωγής, είναι λανθασμένο και δεν δικαιολογείται από το υλικό που τέθηκε ενώπιόν του. Ο δεύτερος λόγος έφεσης προβάλει ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπάρχει δεδικασμένο με την καταχώριση της αγωγής 8534/98 που να αφορά τα επίδικα θέματα της παρούσας αγωγής, είναι λανθασμένο, συναφές με τον οποίο είναι και ο τρίτος λόγος έφεσης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι στην προηγούμενη δικαστική διαδικασία (8534/98) οι ενάγοντες είχαν την ευκαιρία να διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους δυνάμει της επίδικης συμφωνίας, δεν το έπραξαν και αποποιήθηκαν ουσιαστικά αυτών, ενώ με τον τέταρτο λόγο έφεσης προσβάλλεται το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι ενάγοντες δεν είναι εξασφαλισμένοι πιστωτές ενόψει της εγγραφής του memo ΕΒ 28/2008 επί του ακίνητου. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης οι εναγόμενοι 2 και 3 προσβάλλουν την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η αγωγή δεν είναι πρόωρη με δεδομένο ότι οι ενάγοντες δεν συμπλήρωσαν πριν την καταχώριση της παρούσας αγωγής όλα τα μέτρα εκτέλεσης για να γνωρίζουν αν και εφόσον παραμένει υπόλοιπο που να διεκδικούν με την παρούσα αγωγή. Με τον έκτο λόγο έφεσης αμφισβητείται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το εκχωρητήριο έγγραφο ήταν σε ισχύ, καθ' ότι δεν προσφέρθηκε μαρτυρία που να αποδεικνύει ότι αυτό κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο, ενώ με τον έβδομο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του Δικαστηρίου ότι οι ενάγοντες δικαιούνται σε αποζημιώσεις για το ποσό των €750.000 ως η σημερινή αξία του ακίνητου, ενώ οι ίδιοι οι ενάγοντες στις τελικές τους αγορεύσεις επί της αγωγής, είχαν περιορίσει την απαίτηση τους ως η Έκθεση Απαίτησης τους, δηλαδή για το ποσό των €426.000. 

 

            Ξεκινώντας με την έφεση 163/18, αναφέρουμε τα ακολούθα: Ο πρώτος λόγος έφεσης αφορά το παράπονο των εφεσειόντων ότι είναι λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως δεν υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση της αγωγής. Είναι συγκεκριμένα ο ισχυρισμός τους ότι οι εφεσίβλητοι επέδειξαν αδικαιολόγητη ολιγωρία και αυτό αποδεικνύεται και από το γεγονός ότι ήγειραν την παρούσα αγωγή 10 χρόνια και πλέον μετά την έκδοση απόφασης υπέρ τους για εξασφάλιση τους αναφορικά με το εξ αποφάσεως χρέος.

 

            Η απόφαση στην αγωγή 8534/1998 έχει εκδοθεί στις 17.2.2005. Η επίδικη αγωγή που αποτελεί αντικείμενο της παρούσας έφεσης έχει καταχωρηθεί στις 6.5.2008 και επομένως ολοφάνερα δεν ευσταθεί ο ισχυρισμός ότι μεταξύ των δύο υποθέσεων υπάρχει διαφορά 10 χρόνων.

            Επίσης ισχυρίζονται οι εφεσείοντες ότι λανθασμένα οι εφεσίβλητοι δεν συμπεριέλαβαν την αγωγή υπ' αριθμό 8534/1998 στις θεραπείες που ζητούσαν με την παρούσα αγωγή, άρα έχουν καθυστερήσει υπερβολικά να προωθήσουν την παρούσα αγωγή. Πρέπει όμως να σημειωθεί ότι, όπως προκύπτει από τα αδιαμφισβήτητα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιόν του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η μεταβίβαση του ακίνητου το οποίο αποτελούσε το αντικείμενο της συμφωνίας εκχώρησης στους εφεσείοντες έλαβε χώρα στις 28.7.2006, ενώ είχε προηγηθεί και συγκεκριμένα στις 17.2.2005 η απόφαση στην αγωγή 8534/1998. Ήταν επομένως αδύνατο να διεκδικήσουν οι εφεσίβλητοι στα πλαίσια της αγωγής 8534/98 τη θεραπεία της ακύρωσης της μεταβίβασης, την οποία ζητούν με την επίδικη αγωγή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι ήταν εύλογος ο χρόνος που διέρρευσε μεταξύ του χρόνου μεταβίβασης του ακίνητου που ήταν στις 27.7.2006 και της καταχώρισης της υπό κρίση αγωγής στις 29.5.2008, αφού έλαβε υπόψη του ότι οι εφεσίβλητοι έλαβαν γνώση για τη μεταβίβαση λίγους μήνες μετά. Επομένως η θέση των εφεσειόντων ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην προώθηση της αγωγής την οποία λανθασμένα δεν δέχτηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, απορρίπτεται. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε, και αυτό του το εύρημα δεν προσβάλλεται, ότι έχει καταδειχθεί ότι οι εφεσίβλητοι είχαν πληροφορηθεί για τη μεταβίβαση κάποιους μήνες μετά, και επίσης, ως τα άλλα σχετικά ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τα οποία επίσης δεν προσβάλλονται, ότι οι εφεσίβλητοι έδειχναν καθ' όλους τους ουσιώδεις χρόνους για την αγωγή, συνεχές ενδιαφέρον για την έκδοση ξεχωριστών τίτλων, ούτως ώστε να ενεργοποιήσουν τα δικαιώματα τους με βάση το εκχωρητήριο έγγραφο. Σημειώνουμε επίσης την αρχή της νομολογίας ότι η ολιγωρία από μόνη της δεν είναι αρκετή για να αποτελέσει εμπόδιο στη χορήγηση θεραπείας, αλλά ο εναγόμενος θα πρέπει να επιδείξει ότι μέχρι την έγερση της αγωγής έχουν μεσολαβήσει τέτοιες ενέργειες «ώστε το συμφέρον της δικαιοσύνης να εξυπηρετείται με την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου υπέρ της απόρριψης της αιτούμενης θεραπείας». Σχετικές είναι οι υποθέσεις Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v. Κλεάνθους (2013) 1Α.Α.Δ. 158, Χλόη Βλοτομα Κρητιώτη κ.α. v. Ηράκλη Μιχαηλίδη κ.α., Πολιτικές Εφέσεις αρ. 81/2014, 82/2014 και 83/2014, ημερ.28.6.2022 και Χριστοφίδου v. Παπαχρυσοστόμου (2009) 1Α.Α.Δ. 1360.

             

            Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε δεδικασμένο λόγω της έγερσης της αγωγής 8534/98. Το θέμα του δεδικασμένου έχει απασχολήσει σε αρκετές περιπτώσεις τα δικαστήρια. Στην υπόθεση Αντριανή Χαραλάμπους v. Μαρίας Χαραλάμπους (2008) 1Α.Α.Δ. 1298, έχουν τεθεί οι αρχές της νομολογίας για να μπορέσει να επιτύχει η αρχή του δεδικασμένου. Συγκεκριμένα, η εφαρμογή της αρχής αυτής προϋποθέτει ότι η απόφαση θα πρέπει να είναι τελεσίδικη, να υπάρχει ταύτιση διαδίκων και ταύτιση επίδικων θεμάτων. Επίσης στις υποθέσεις L.E. Walwin and Partners Ltd v. West Sussex County Council [1975] 3 All E.R. 604, Theori and Others v. Djoni and Others [1984] 1 C.L.R. 296 και Henderson v. Henderson [1843‑1860] 2 All E.R. 144, αποφασίστηκε ότι ο κανόνας του δεδικασμένου δεν εφαρμόζεται μόνο σε θέματα που ένας διάδικος επικαλείται στη δεύτερη διαδικασία και δεν είχαν εξεταστεί στην πρώτη διαδικασία, αλλά και σε κάθε θέμα που ήταν στενά συνυφασμένο με την πρώτη διαδικασία και το οποίο οι διάδικοι με λογική προσοχή θα μπορούσαν να είχαν εγείρει.

 

            Σύμφωνα με τα γεγονότα της παρούσας υπόθεσης δεν στοιχειοθετείται η πιο πάνω προϋπόθεση. Η αγωγή 8534/98 αφορούσε την παραβίαση των συμβατικών υποχρεώσεων των εφεσειόντων στην έφεση 165/18 να αποπληρώσουν το δάνειο τους και τα επίδικα θέματα αφορούσαν την παραβίαση των όρων των συμφωνιών δανείων. Στην υπό έφεση αγωγή, αντικείμενο είναι η παραβίαση των όρων της συμφωνίας εκχώρησης από τους εφεσείοντες στην έφεση 165/18 και τους εφεσείοντες 1 και 2 στην έφεση 163/18, καθώς επίσης και τις δόλιες πράξεις και εξαπάτηση των εφεσίβλητων από τους τρεις εφεσείοντες με σκοπό τη μεταβίβαση του ακίνητου που ήταν αντικείμενο της συμφωνίας εκχώρησης. Πρόκειται δηλαδή σαφώς για διαφορετικές αιτίες αγωγής και επίσης είναι σημαντικό να λεχθεί ξανά ότι κατά τον χρόνο καταχώρισης της αγωγής 8534/98 δεν είχε ακόμα προκύψει η βάση αγωγής της υπό έφεση αγωγής. Αναφέρουμε επίσης ότι δεν φαίνεται να υπάρχει και ταύτιση διαδίκων, αφού οι εφεσείοντες στην 165/18 δεν ήταν διάδικοι στην αγωγή 8534/98, όπως ούτε και η εφεσείουσα 2 στην έφεση 163/18.

 

            Επομένως και ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι έκθετος σε απόρριψη και απορρίπτεται.

 

            Με τον τρίτο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι επειδή οι εφεσίβλητοι είχαν την ευκαιρία να διεκδικήσουν τα δικαιώματα τους με βάση τη συμφωνία εκχώρησης σε προηγούμενη διαδικασία, εννοώντας την αγωγή 8534/98 και δεν το έπραξαν, σημαίνει ότι αυτοί είχαν αποποιηθεί των δικαιωμάτων τους.

            Υιοθετούμε σχετικά τα όσα έχουν αναφερθεί σε σχέση με τον πρώτο και δεύτερο λόγο έφεσης ανωτέρω, προσθέτοντας ότι δεν θα μπορούσαν οι εφεσίβλητοι στα πλαίσια της αγωγής 8534/98 να ζητήσουν την έκδοση διατάγματος μεταβίβασης του ακίνητου επ' ονόματι τους εναντίον των εφεσειόντων, αφού ακόμα αυτό δεν είχε περιέλθει στη δική τους κατοχή.

 

            Επομένως και ο τρίτος λόγος έφεσης είναι έκθετος σε απόρριψη και απορρίπτεται.

 

            Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι δεν είναι εξασφαλισμένοι ενόψει της εγγραφής του memo αρ. ΕΒ 228/08 επί του επίδικου ακίνητου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 48 της απόφασης του, ορθά αναφέρει ότι επί του εν λόγω ακίνητου είχαν εγγραφεί 3 υποθήκες προς όφελος της Ελληνικής Τράπεζας. Η πρώτη ταυτόχρονα με την ημερομηνία της μεταβίβασης του ακίνητου επ' ονόματι των εφεσειόντων 1 και 2 στην έφεση 163/18, δηλαδή στις 28.7.2006, και ακολούθως δύο μεταγενέστερες στις 22.9.2006 και 15.6.2007, ενώ το memo προς όφελος των εφεσίβλητων που φέρει ημερομηνία 8.1.2008, έπεται αυτών. Τα ποσά των υποθηκών που προηγήθηκαν υπερκαλύπτουν την αξία του επίδικου ακίνητου και επομένως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στη θέση του. 

 

            Συνεπώς απορρίπτεται και ο τέταρτος λόγος έφεσης.

            Με τον πέμπτο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες παραπονούνται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η αγωγή δεν ήταν πρόωρη λόγω της μη συμπλήρωσης όλων των μέτρων εκτέλεσης της απόφασης στην αγωγή 8534/98 και επομένως δεν γνωρίζουν εάν και εφόσον υπάρχει οποιοδήποτε υπόλοιπο για να το διεκδικήσουν με την αγωγή.

 

            Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη σελίδα 49 της απόφασης του αποφάσισε ότι τα οποιαδήποτε μέτρα εκτέλεσης λήφθηκαν ή όχι από τους ενάγοντες στα πλαίσια 8534/98 προς ικανοποίηση της δικαστικής απόφασης προς όφελος τους ημερ.17.2.2005, της οποίας τα επίδικα θέματα ήταν εντελώς διαφορετικά με αυτά της παρούσας αγωγής, δεν μπορούν να αποτελέσουν για τους ενάγοντες εμπόδιο στην αξίωση των αιτούμενων θεραπειών με την παρούσα αγωγή.

 

            Πέραν της ορθότητας της πιο πάνω θέσης του πρωτόδικου Δικαστηρίου, αναφέρουμε και πάλι ότι η βάση αγωγής της υπό εξέταση υπόθεσης ήταν εντελώς διαφορετική από αυτή της αγωγής 8534/98. Εν πάση περιπτώσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε με την αξιολόγηση της μαρτυρίας που έκανε ως αποδεκτή τη μαρτυρία των μαρτύρων των εφεσίβλητων, ότι το εξ αποφάσεως χρέος της αγωγής 8534/98 παρέμεινε οφειλόμενο ολόκληρο και ουδέν ποσό είχε καταβληθεί έναντι αυτού. Αυτό το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αποτελεί αντικείμενο έφεσης και ως εκ τούτου και ο πέμπτος λόγος έφεσης είναι έκθετος σε απόρριψη και απορρίπτεται.

 

            Τέλος, με τον έκτο λόγο έφεσης παραπονούνται οι εφεσείοντες 1 και 2 ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι το εκχωρητήριο έγγραφο ήταν σε ισχύ, καθ' ότι δεν προσφέρθηκε καμία μαρτυρία ότι αυτό κατατέθηκε στο Κτηματολόγιο.

 

            Είναι ορθή αρχικά η θέση των εφεσίβλητων ότι δεν υπάρχει στα δικόγραφα υπεράσπισης των εφεσειόντων οποιοσδήποτε τέτοιος ισχυρισμός, ούτε και υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά στη μαρτυρία του εφεσείοντα 1 σχετικά. Είναι γνωστή η αρχή ότι ισχυρισμοί εκτός δικογράφων δεν λαμβάνονται υπόψη και αγνοούνται.  Αναφέρουμε σχετικά την υπόθεση Πούρικος v. Σάββα και άλλων (1991) 1Α.Α.Δ. 507, στην οποία επαναλήφθηκε η υπόθεση Όμηρος Κούρτης και άλλοι v. Πάνου Ιασωνίδη, (1970) 1Α.Α.Δ. 180, ότι:

 

«Το Δικαστήριο εξετάζει και λαμβάνει υπόψη μόνο μαρτυρία ενώπιόν του η οποία καλύπτεται από τα δικόγραφα και αγνοεί μαρτυρία που δεν συνάδει με αυτά. Τα επίδικα θέματα αναφορικά με τα οποία το Δικαστήριο οφείλει να εκδώσει την ετυμηγορία του, καθορίζονται με αναφορά στο περιεχόμενο των δικογράφων και όχι με αναφορά σε μαρτυρία που έχει προσαχθεί, αλλά δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα.»

 

            Το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με την εν λόγω εισήγηση των εναγομένων‑εφεσειόντων, δεν σημαίνει ότι για σκοπούς της έφεσης το εν λόγω ζήτημα είναι επίδικο και παραπέμπουμε σχετικά στην Παφίτης και άλλοι v. Κουκουρή και άλλων (1992) 1Α.Α.Δ. 1154.

 

            Πέραν του ότι το σκεπτικό απόρριψης της εν λόγω εισήγησης των εναγομένων 2 και 3‑εφεσειόντων στην έφεση 163/18 ορθά απορρίφθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη σελίδα 47 της απόφασης του με τη θέση ότι οι πρόνοιες του εκχωρητηρίου εγγράφου είναι ξεκάθαρες και αναφέρονται σε δικαίωμα των εναγόντων να ζητήσουν εγγραφή του ακίνητου επ' ονόματι τους, και ότι η δέσμευση των εναγομένων 2 και 3‑εφεσειόντων στην 163/18 για εγγραφή της δεύτερης υποθήκης επί του ακίνητου προς όφελος των εναγόντων‑εφεσίβλητων αναλήφθηκε από αυτούς με ξεχωριστή ανέκκλητη δήλωση τους ημερ.15.6.1994, θα ήταν εκτός λογικής να αποφασιστεί ότι επειδή οι εφεσίβλητοι δεν διασφάλισαν περαιτέρω τα δικαιώματα τους με την καταχώριση του εκχωρητηρίου εγγράφου στο Κτηματολόγιο δυνάμει των προνοιών του περί Πώλησης Ακινήτων (Ειδικής Εκτέλεσης) Νόμου Ν.81 (I)/2011 που αποτελεί νομοθέτημα που εισήχθη στην κυπριακή έννομη τάξη 17 χρόνια μετά τη συνομολόγηση του εν λόγω εκχωρητηρίου εγγράφου και 3 χρόνια μετά την καταχώριση της υπό εξέταση αγωγής, θα μπορούσε για οποιοδήποτε λόγο να αποτελέσει παράγοντα που θα ακύρωνε τα δικαιώματα των εφεσίβλητων που είχαν με βάση το εν λόγω έγγραφο, είτε με το δικαίωμα εγγραφής του ακίνητου επ' ονόματι τους. Εν πάση περιπτώσει, είναι ορθή η θέση των εφεσίβλητων ότι η ισχύς του εκχωρητηρίου εγγράφου δεν τελούσε υπό τον όρο κατάθεσης του στο Κτηματολόγιο, αλλά αυτό ίσχυε από τη στιγμή που οι εφεσείοντες εκχώρησαν τα δικαιώματα τους, κατά τρόπο απόλυτο στους εφεσίβλητους.

 

            Αναφέρουμε επίσης σχετικά την υπόθεση Markidou v. Kiliaris and another (1983) 1 C.L.R. 392, όπου λέχθηκε ότι δεν απαιτείται συγκεκριμένος τύπος για να πραγματοποιηθεί μία εκχώρηση, καθώς ο τύπος δεν ήταν ποτέ σημαντικός στο δίκαιο της επιείκειας. Εφόσον αποκαλύπτεται πρόθεση εκχώρησης, το δίκαιο της επιείκειας θα επιφέρει την τελεσφόρηση της. Παραπέμπουμε επίσης στην πρόσφατη απόφαση Ηρακλέους v. Phar Lap Estates Ltd, Πολιτική Έφεση αρ. 237/2014, ημερ.16.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:A187, στην οποία έχουν λεχθεί τα εξής:

 

«Οι πρόνοιες του μεταγενέστερου της καταχώρησης της αγωγής Νόμου 81(Ι)/2011, δεν επιδρούν στο υπό συζήτηση ζήτημα. Η ελαστικότερη ευχέρεια, που νομοθετικά παρέχεται πλέον στο Δικαστήριο προς έκδοση διαταγμάτων ειδικής εκτέλεσης υποχρεώσεων που πηγάζουν από σύμβαση, περιλαμβανομένης της εγγραφής ακίνητης ιδιοκτησίας, που αποτελεί το αντικείμενο σύμβασης, καθώς επίσης και η περαιτέρω διασφάλιση των δικαιωμάτων αγοραστή ακίνητης ιδιοκτησίας, δεν μεταβάλλουν τις βασικές αρχές που διέπουν το ζήτημα εκχώρησης, όπως αυτές αναπτύχθηκαν νομολογιακά.»

 

            Επομένως και ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.


            Ο έβδομος και τελευταίος λόγος έφεσης αφορά τον ισχυρισμό ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι οι εφεσίβλητοι δικαιούνται σε αποζημιώσεις για το ποσό των €750.000 ως η αξία του επίδικου ακίνητου ως αυτή είχε καθοριστεί και δηλωθεί ως παραδεχτό γεγονός κατά την ημερομηνία της ακρόασης, αναφέροντας ότι η γενική αρχή υπολογισμού των αποζημιώσεων στο δίκαιο των συμβάσεων είναι ότι οι αποζημιώσεις υπολογίζονται με βάση τον χρόνο παράβασης και επομένως εφόσον το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την παράβαση αφορά τις 28.7.2006 που είναι η ημερομηνία μεταβίβασης του ακίνητου στους εφεσείοντες 1 και 2 στην έφεση 163/18 αντί των εφεσίβλητων, λανθασμένα απέδωσε αποζημιώσεις για την αξία του ακίνητου κατά την ημερομηνία ακρόασης.

 

            Είναι ορθό ότι καλά γνωστή αρχή του δικαίου των συμβάσεων είναι ότι ο γενικός κανόνας υπολογισμού των αποζημιώσεων γίνεται με αναφορά στον χρόνο που επέρχεται διάρρηξη της σύμβασης, αφού συνήθως κατά το εν λόγω χρονικό σημείο αποκρυσταλλώνεται η ζημιά του αναίτιου μέρους, όμως αυτός ο κανόνας δεν είναι άκαμπτος, όπως αναφέρεται και στην υπόθεση Γ. Ερωτοκρίτου v. Ε. Θεοδώρου και άλλης (1997) 1Α.Α.Δ. 1800:

 

«Αντίθετα με την εισήγηση του εφεσείοντα η απόφαση στη Saab (ανωτέρω), δεν ορίζει το χρονικό σημείο της δίκης ως την κρίσιμη περίοδο για τον καθορισμό των αποζημιώσεων για τη διάρρηξη σύμβασης. Ο χρόνος κατά τον οποίο καθορίζονται οι αποζημιώσεις είναι εκείνος κατά τον οποίο διαρρηγνύεται η σύμβαση. Στο χρονικό εκείνο σημείο αποκρυσταλλώνεται η ζημία και εκάτερος των συμβαλλομένων μπορεί να κατευθύνει τις πράξεις του ανάλογα με τη νέα κατάσταση πραγμάτων. Ο κανόνας αυτός δεν είναι άκαμπτος. Το κοινό δίκαιο αναγνωρίζει ευχέρεια για τον προσδιορισμό της ζημίας σε μεταγενέστερο χρόνο εφόσον το δίκαιο του πράγματος το δικαιολογεί. Είναι παραδεκτός ο καθορισμός των αποζημιώσεων με γνώμονα τα δεδομένα κατά το χρόνο της δίκης όπου το ανυπαίτιο μέρος εύλογα επιδιώκει την εκτέλεση της συμφωνίας και το δικαστήριο αρνείται τη θεραπεία αυτή στο πλαίσιο της διακριτικής του ευχέρειας. Αφετηρία για την παροχή αποζημιώσεων σ' εκείνη την περίπτωση, αποτελεί η άρνηση του Δικαστηρίου να διατάξει ειδική εκτέλεση, οπόταν ανακύπτει, σ' εκείνο το χρονικό στάδιο, θέμα αποζημιώσεως του αναίτιου μέρους.»

 

            Τα ίδια έχουν αναφερθεί και στην υπόθεση Cyfield Development Co. Ltd v. ITel (Cyprus) Ltd (2012) 1Α.Α.Δ. 957:

«Παραμένει τώρα να εξετάσουμε ποια ήταν η ημερομηνία παράβασης της σύμβασης.

H γενική αρχή σε τέτοιες περιπτώσεις είναι ότι οι αποζημιώσεις υπολογίζονται με βάση το χρόνο της παράβασης. Εντούτοις, στην υπόθεση Saab and Another v. Holy Monastery Ay. Neophytos (1982) 1 C.L.R. 499, λέχθηκαν τα πιο κάτω στη σελ. 521:

 

«The principles regulating the award of damages for breach of contract at common law, do not require of necessity that damage should be assessed as at the date of breach; where the justice of the case so necessitates they may be assessed at a subsequent date. Normally, damages are assessed as at the date of breach because the damage suffered by the innocent party crystallizes on that day. Where a party persists for good cause to have the contract enforced, notwithstanding the breach, as it often happens where a party is seeking the specific enforcement of the contract, there is valid ground for assessing damages as at a subsequent date. The damage crystallizes when specific performance is refused in the exercise of the Court’s discretion."

 

Σε μετάφραση:

 

«Οι αρχές που διέπουν την επιδίκαση αποζημιώσεων για διάρρηξη σύμβασης κατά το κοινό δίκαιο, δεν απαιτούν, αναγκαστικά, τον καθορισμό των αποζημιώσεων κατά την ημέρα της διάρρηξης· όπου το δίκαιο της υπόθεση το επιβάλλει, μπορούν να υπολογιστούν σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Κανονικά, οι αποζημιώσεις υπολογίζονται την ημέρα της διάρρηξης γιατί η ζημιά που δημιουργείται στο αθώο μέρος αποκρυσταλλώνεται τότε. Όπου ένας διάδικος επιμένει για καλό λόγο να εφαρμόσει τη σύμβαση, ασχέτως της διάρρηξης, όπως συχνά συμβαίνει όπου ο διάδικος επιζητεί την ειδική εκτέλεση της σύμβασης, τότε υπάρχει βάσιμο έδαφος για να υπολογίζονται οι ζημιές σε μεταγενέστερη ημερομηνία. Η ζημιά αποκρυσταλλώνεται όταν κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου η αξίωση για ειδική εκτέλεση απορρίπτεται.»

 

Στην υπόθεση Wroth v. Tyler [1973] 1 All E.R. 897, λέχθηκε ότι, όπου αίτημα για ειδική εκτέλεση απορρίπτεται, η αποζημίωση θα πρέπει να υπολογίζεται κατά την ημερομηνία εκείνη, για το λόγο ότι η απώλεια του αγοραστή καθίσταται υπολογίσιμη την ημέρα εκείνη και όχι ενωρίτερα.»

 

            Στην παρούσα υπόθεση το Δικαστήριο επιδίκασε αποζημιώσεις εναντίον των εφεσειόντων λόγω των παραβάσεων στις οποίες υπέπεσαν, αντί της θεραπείας της ειδικής εκτέλεσης (damages in lieu of specific performance). Επομένως εφόσον αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα ειδικής εκτέλεσης ούτως ώστε να εγγραφεί το επίδικο ακίνητο προς όφελος των εφεσίβλητων, και λαμβάνοντας υπόψη ότι η αξία του ακίνητου κατά τον χρόνο καταχώρισης της αγωγής ως δικογραφήθηκε ήταν €426.000, όμως κατά τον χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης ανήλθε σύμφωνα με το παραδεχτό γεγονός στις €750.000, ορθά αποφάσισε ότι θα έπρεπε να επιδικάσει προς όφελος των εφεσίβλητων, το ύψος της παραδεχτής αξίας του ακίνητου κατά τον χρόνο απόρριψης του αιτήματος για ειδική εκτέλεση, δηλαδή την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης.

 

            Όπως ορθά αναφέρουν οι εφεσίβλητοι, δεν είχαν περιορίσει την αξίωση τους στο ποσό των €426.000, αλλά ζήτησαν αποζημιώσεις ίσες με την αξία του επίδικου ακίνητου, η οποία τον χρόνο καταχώρισης της αγωγής ήταν €426.000.

 

            Εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν θα προχωρούσε με την έκδοση διατάγματος ειδικής εκτέλεσης, τότε ορθά επιδίκασε την κατά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης παραδεκτής αξίας του ακίνητου, λαμβάνοντας επίσης υπόψη ότι η αποκατάσταση του μη υπαίτιου μέρους στα πλαίσια των αρχών της επιείκειας, αποτελεί εξωσυμβατική θεραπεία (βλ. Αρχιππέα Σύμβουλοι Επενδύσεων Λτδ και άλλη v. Δημητρίου Κακαβού (2015) 1Α.Α.Δ. 2195).

 

            Συναφώς αναφέρουμε ότι ήταν ορθή επίσης η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να διατάξει αυτεπάγγελτα την τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης, εκδίδοντας απόφαση για το ποσό των €750.00 αντί των €426.000 που ήταν δικογραφημένο, αφού οι εφεσίβλητοι με την Έκθεση Απαίτησης τους δεν αξίωναν μόνο το ποσό της αξίας του επίδικου ακίνητου ως αυτό είχε εκτιμηθεί κατά τον χρόνο καταχώρισης της αγωγής, αλλά διαζευκτικά αξίωναν την αξία του ακίνητου στο ύψος που το Δικαστήριο ήθελε καθορίσει. Σχετική είναι η παράγραφος 19 της Έκθεσης Απαίτησης. Επίσης ορθά το Δικαστήριο εφόσον αποφάσισε να επιδικάσει αποζημιώσεις, αντί του διατάγματος ειδικής εκτέλεσης, τις επιδίκασε με βάση τον χρόνο αξίας του ακίνητου κατά τον χρόνο έκδοσης της απόφασης, το οποίο είχε δηλωθεί ως παραδεχτό γεγονός ότι ανερχόταν στις €750.000.

 

            Επομένως, η έφεση υπ' αριθμό 163/18 απορρίπτεται.

 

            Ερχόμαστε τώρα να εξετάσουμε την έφεση 165/18. Όπως έχει ήδη αναφερθεί, οι εφεσείοντες‑εναγόμενοι 1 προβάλλουν 6 λόγους έφεσης αμφισβητώντας την πρωτόδικη απόφαση. Αναφέρουμε από τώρα ότι οι εφεσείοντες‑εναγόμενοι 1 δηλώνουν στο περίγραμμα τους ότι ο τρίτος λόγος έφεσης δεν προωθείται από αυτούς και εγκαταλείπεται.

 

            Με τον πρώτο λόγο έφεσης παραπονούνται οι εφεσείοντες ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι λόγω της παραβίασης της δέσμευσης των εφεσειόντων να κοινοποιήσουν στους εφεσίβλητους‑ενάγοντες τον χρόνο μεταβίβασης του ακίνητου ως και της παραβίασης τους να προβούν σε μεταβίβαση του ακίνητου επ' ονόματι των εναγόντων‑εφεσίβλητων, καθιστούσε τους εφεσείοντες νομικά υπεύθυνους και δικαιολογούσε την έκδοση απόφασης εναντίον τους.

 

            Βασική θέση των εφεσειόντων είναι ότι ουσιαστικά δεν ήταν μέρος στη συμφωνία εκχώρησης και το γεγονός ότι υπέγραψαν τη δήλωση που εμπεριέχετο στη συμφωνία εκχώρησης που αφορούσε λήψη γνώσης του περιεχόμενου της, δεν σήμαινε ότι είχαν αναλάβει οποιαδήποτε συμβατική ή άλλη υποχρέωση έναντι των εφεσίβλητων‑εναγόντων, ούτε τους καθιστά συμβαλλόμενα μέρη στη συμφωνία εκχώρησης, ούτε και δημιουργεί οποιαδήποτε συμβατική ή νομική υποχρέωση στους εφεσείοντες‑εναγόμενους. 

 

            Όπως ορθά αναφέρουν και στο περίγραμμα τους οι συνήγοροι των εφεσίβλητων‑εναγόντων, οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων‑εναγομένων για μη συμβατική ή νομική υποχρέωση τους σύμφωνα με το εκχωρητήριο έγγραφο, δεν προωθήθηκαν κατά την ακροαματική διαδικασία πέραν της αρχικής δικογράφησης τους στο δικόγραφο της Υπεράσπισης και συνεπώς ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με αυτούς. Σχετική είναι η υπόθεση Αρχή Τηλεπικοινωνιών Κύπρου v. Αντώνη Κλεάνθους (2013) 1Α.Α.Δ. 158.

 

            Οι εφεσείοντες‑εναγόμενοι 1 ουδέποτε έθεσαν οποιαδήποτε μαρτυρία ενώπιόν του πρωτόδικου Δικαστηρίου σε σχέση με τους ισχυρισμούς που προβάλλουν. Θέση τους κατά την πρωτόδικη διαδικασία ήταν ότι η συμφωνία εκχώρησης δεν ήταν δεσμευτική για αυτούς, όχι για τους λόγους που προωθούν τώρα με την έφεση, δηλαδή ότι δεν ήταν συμβαλλόμενο μέρος στη συμφωνία εκχώρησης ή με βάση την εν λόγω συμφωνία δεν είχαν αναλάβει οποιαδήποτε συμβατική ή άλλη νομική υποχρέωση, αλλά ισχυρίζονταν ότι η συμφωνία εκχώρησης δεν βρισκόταν σε ισχύ λόγω του ότι το πωλητήριο έγγραφο το οποίο αποτελούσε το αντικείμενο της σύμβασης εκχώρησης, είχε ακυρωθεί με απόφαση άλλου Δικαστηρίου στα πλαίσια άλλης αγωγής, ισχυρισμό τον οποίο απέρριψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, καταλήγοντας ότι το εκχωρητήριο έγγραφο είναι μέχρι σήμερα έγκυρο (σχετική είναι η σελίδα 45 της πρωτόδικης απόφασης), και η κατάληξη αυτή του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν αποτελεί αντικείμενο ούτε και προσβάλλεται με την παρούσα έφεση.

 

            Επίσης η θέση που προωθούν οι εφεσείοντες ότι δεν είχαν καμία συμβατική ευθύνη έναντι των εφεσίβλητων‑εναγόντων λόγω έλλειψης αντιπαροχής για την υπογραφή της δήλωσης επί του εκχωρητηρίου, δεν είχε καν δικογραφηθεί στην Υπεράσπιση τους και ως εκ τούτου είναι έκθετη σε απόρριψη. Παραπέμπουμε σχετικά την Πούρικος v. Σάββα και άλλων (1991) 1Α.Α.Δ. 507, όπου λέχθηκαν τα εξής σχετικά:

 

«... τα επίδικα θέματα αναφορικά με τα οποία το Δικαστήριο οφείλει να εκδώσει την ετυμηγορία το, καθορίζονται με αναφορά στο περιεχόμενο των δικογράφων και όχι με αναφορά σε μαρτυρία που έχει προσαχθεί αλλά δεν καλύπτεται από τα δικόγραφα.»

            Πέραν των πιο πάνω, το θέμα εκχώρησης εμπίπτει στο πλαίσιο του δικαίου της επιείκειας. Σχετικό είναι το σύγγραμμα «Το Δίκαιο των Συμβάσεων στο Κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο» του Π. Γ. Πολυβίου, Τόμος Α, έκδοση 2021 στη σελίδα 308, και επίσης παραπέμπουμε στις αποφάσεις Λουκά Ανδρέας v. Eurolife Ltd (2009) 1Α.Α.Δ. 1524, Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Χριστόπουλου (1994) 1Α.Α.Δ. 479, Chrysostomou v. Chalkousi & Sons (1978) 1 C.L.R. 10, Γενικός Εισαγγελέας v. Thanos Hotels Suppliers Ltd (2003) 1Α.Α.Δ. 558, όπως και στην Vassos Ayiomammitis Developments Ltd v. Αρτέμη Θωμαΐδη (2000) 1Α.Α.Δ. 238, όπου αποφασίστηκε ότι οι αρχές που διέπουν την εκχώρηση τόσο νομικού δικαιώματος όσο και δικαιώματος που απορρέει από το δίκαιο της επιείκειας, ισχύουν στην Κύπρο στον ίδιο βαθμό και έκταση όπως και στην Αγγλία και ότι επειδή οι αρχές της επιείκειας αποβλέπουν περισσότερο στη διακρίβωση της πρόθεσης παρά στη συμμόρφωση με τον τύπο, για να διαπιστωθεί κατά πόσο υπάρχει έγκυρη εκχώρηση, είναι απαραίτητη η αναζήτηση της πραγματικής πρόθεσης του φερόμενου ως εκχωρητή.

 

            Στην υπόθεση Markidou v. Kiliaris and another (1983) 1 C.L.R. 392, έχει αναφερθεί ότι δεν απαιτείται συγκεκριμένος τύπος για να πραγματοποιηθεί μία εκχώρηση, καθώς ο τύπος δεν ήταν ποτέ σημαντικός στο δίκαιο της επιείκειας. Εφόσον αποκαλύπτεται πρόθεση εκχώρησης, το δίκαιο της επιείκειας θα επιφέρει την τελεσφόρηση της. Σχετικά παραπέμπουμε και στα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα Το Δίκαιο των Συμβάσεων στο Κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο του Π. Γ.  Πολυβίου, Τόμος Α σελίδες 315‑316, όπως και στη σελίδα 309, όπου αναφέρεται ότι το ζήτημα είναι θέμα ουσίας και η εγκυρότητα του έγκειται σε εξέταση του κατά πόσο ο εκχωρητής είχε πρόθεση να εκχωρήσει συμβατικό του δικαίωμα στον εκδοχέα με τρόπο που να θεωρείται ότι ανήκει πλέον στον εκδοχέα και σε περίπτωση καταφατικής απάντησης, τότε νέος δικαιούχος του υπό κρίση δικαιώματος είναι ο εκδοχέας. 

 

            Εφόσον η εκχώρηση δικαιωμάτων με βάση τη συμφωνία εκχώρησης διέπεται από τις αρχές της επιείκειας, είναι αβάσιμοι οι ισχυρισμοί των εφεσειόντων ότι δεν δεσμεύονται κατά τρόπο συμβατικό εν τη εννοία της τήρησης των νομοθετικών προνοιών του περί Συμβάσεων Νόμου.

 

            Σε ό,τι αφορά το επιχείρημα των εφεσειόντων ότι η συμφωνία εκχώρησης δεν είναι έγκυρη λόγω έλλειψης αντιπαροχής, παραπέμπουμε στο σύγγραμμα «Το Δίκαιο των Συμβάσεων στο Κοινοδίκαιο και το Κυπριακό Δίκαιο» του Π. Γ. Πολυβίου 2021, Τόμος Α σελ. 314 - 315, όπου στο απόσπασμα με τίτλο «3. Πτυχές του Δικαίου της Εκχώρησης» αναλύονται κάποια σημαντικά θέματα σε σχέση με την εκχώρηση. Αναφορικά με την αντιπαροχή (consideration) διαβάζουμε ότι η εκχώρηση δεν απαιτεί αντιπαροχή υπό τον όρο ότι έχει ολοκληρωθεί, εάν η εκχώρηση του επίδικου δικαιώματος γίνεται κατά τρόπο απόλυτο, και είναι νομικά έγκυρη έστω και αν δεν υπήρχε το στοιχείο της αντιπαροχής.

 

            Σημειώνουμε επίσης ότι όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει διαπιστώσει στη σελίδα 40 της απόφασης του, από το περιεχόμενο του εκχωρητηρίου εγγράφου προκύπτει η σαφής και ξεκάθαρη πρόθεση των εναγομένων 2 και 3 να εκχωρήσουν κατά τρόπο απόλυτο τα δικαιώματα τους συμπεριλαμβανομένου και του δικαιώματος της εφεσίβλητης για να ζητήσει την εγγραφή του ακίνητου επ' ονόματι της. Το εύρημα αυτό του Δικαστηρίου δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης.

 

            Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Φεραίου Χριστόπουλου (1994) 1 Α.Α.Δ. 479, επιβεβαιώθηκε το δικαίωμα και η νομιμοποίηση του εκδοχέα να καταχωρεί αγωγή για διεκδίκηση των δικαιωμάτων του χωρίς την έγκριση ή την συναίνεση του εκχωρητή για τα δικαιώματα που έχει με βάση την εκχώρηση (εδώ τα δικαιώματα του εκχωρητή με βάση το αγοραπωλητήριο, μεταξύ άλλων και το δικαίωμα για μεταβίβαση του ακινήτου επ’ ονόματι της εφεσίβλητης) και επομένως, είναι παντελώς αστήριχτο και άστοχο να ισχυρίζεται η εφεσείουσα πως δεν είχε συμβατική ή νομική υποχρέωση προς την εφεσίβλητη, με δεδομένο ότι η εφεσείουσα παραβίασε τις υποχρεώσεις της και μεταβίβασε το ακίνητο σε άλλο πρόσωπο παρά στο δικαιούχο. Αξίζει δε να σημειωθεί πως τα δικαιώματα του εκδοχέα που αποκτά με βάση συμφωνία εκχώρησης, όταν αυτά εκχωρούνται κατά τρόπο απόλυτο, είναι τόσο απόλυτα που ο εκχωρητής χρειάζεται την άδεια του εκδοχέα για να καταχωρήσει αγωγή για διεκδίκηση τυχόν δικών του δικαιωμάτων (βλ. Λουκά v. Eurolife Ltd (2009) 1A.A.Δ. 1524 (ανωτέρω).

 

            Επομένως είναι ορθή η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι εφόσον οι εναγόμενοι 1‑εφεσείοντες γνώριζαν για την εκχώρηση των δικαιωμάτων των εναγομένων 2 και 3‑εφεσειόντων προς τους ενάγοντες‑εφεσίβλητους και μάλιστα την έχει αποδεχτεί θέτοντας και την υπογραφή της και αναλαμβάνοντας σχετικές δεσμεύσεις, είναι ορθή και η κρίση του ότι οι εφεσείοντες είχαν υποχρέωση να μεταβιβάσουν το ακίνητο επ' ονόματι των εφεσίβλητων. Και εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η έκδοση διατάγματος ειδικής εκτέλεσης δεν προσφέρετο, τότε οι εναγόμενοι 1‑εφεσείοντες στην υπό κρίση έφεση, είχαν ευθύνη αλληλέγγυα και/ή κεχωρισμένα με τους εναγόμενους 2 και 3‑εφεσείοντες να αποζημιώσουν τους εφεσίβλητους‑ενάγοντες. 

 

            Επομένως, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι με βάση τον όρο 2 της συμφωνίας εκχώρησης, οι εναγόμενοι 2 και 3 εκχώρησαν προς όφελος των εφεσίβλητων όλα τα δικαιώματα τους που πηγάζουν από το πωλητήριο έγγραφο, όπως και το δικαίωμα των εφεσίβλητων να ζητήσουν εγγραφή του ακίνητου επ' ονόματι τους όταν οι εξασφαλισμένες υποχρεώσεις των εναγομένων 1 στην αγωγή 8534/98‑εφεσειόντων, είχαν καταστεί ληξιπρόθεσμες και απαιτητές και ότι οι εν λόγω οφειλές όντως κατέστησαν ληξιπρόθεσμες και απαιτητές για τις οποίες μάλιστα εκδόθηκε απόφαση του Δικαστηρίου στις 7.2.2005 στα πλαίσια της αγωγής 8534/98. Επομένως, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι οι εναγόμενοι 1‑εφεσείοντες είχαν παραβεί τους όρους του εκχωρητηρίου και τις δεσμεύσεις που ανέλαβαν, αφού ούτε κοινοποίησε στους εφεσίβλητους‑ενάγοντες τον χρόνο τον οποίο το ακίνητο θα μπορούσε να μεταβιβαστεί, ούτε και μεταβίβασε σε αυτούς το ακίνητο, ευρήματα τα οποία υπενθυμίζουμε δεν αμφισβητούνται.

 

            Επομένως ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε αποζημιώσεις αντί να εκδώσει διατάγματα ειδικής εκτέλεσης λόγω των πρακτικών δυσκολίων και της πολυπλοκότητας των διαδικασιών που θα προέκυπταν σε σχέση με μεταγενέστερες υποθήκες που ενεγράφηκαν επί του ακίνητου προς όφελος της Ελληνικής Τράπεζας και επομένως ο πρώτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

            Με τον δεύτερο λόγο έφεσης οι εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε αποζημιώσεις ίσες με την αξία του επίδικου ακίνητου ως αυτή καθορίστηκε κατά την ημερομηνία της ακρόασης. Το θέμα αυτό το έχουμε εξετάσει εξαντλητικά  ανωτέρω, και επαναλαμβάνουμε όλα όσα έχουμε αναφέρει σχετικά.

 

            Επομένως και ο δεύτερος λόγος κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

            Σε ό,τι αφορά τον τρίτο λόγο έφεσης, οι εφεσείοντες δηλώνουν στη σελίδα 15 του περιγράμματος αγόρευσης τους ότι δεν τον προωθούν και συνεπώς απορρίπτεται λόγω μη προώθησης.

 

            Αντικείμενο του τέταρτου λόγου έφεσης είναι, σύμφωνα με τους εφεσείοντες, η απόφαση του Δικαστηρίου να επιδικάσει νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής. Το τι το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποφασίσει, είναι να επιδικάσει αποζημιώσεις «για το ποσό των €750.000 πλέον νόμιμο τόκο». Αυτό καταγράφει στη σελίδα 49 της απόφασης του. Πουθενά δεν εντοπίζεται στο κείμενο της πρωτόδικης απόφασης η επιδίκαση νόμιμου τόκου από την ημέρα καταχώρισης της αγωγής. Αν υπάρχει οποιοδήποτε λάθος στο διάταγμα που έχει συνταχθεί (drawn up order) αυτό δεν αποτελεί την απόφαση του Δικαστηρίου. Σχετική είναι η απόφαση ο Φιλελεύθερος Λτδ και άλλοι (2003) 1 (Γ) Α.Α.Δ. 1729, όπου υπογραμμίζεται ότι τυχόν διορθώσεις επί συντεταγμένου διατάγματος, πρέπει να διορθώνονται με κατάλληλα διαβήματα.

            Επομένως και αυτός ο λόγος είναι έκθετος σε απόρριψη και απορρίπτεται.

 

            Με τον πέμπτο λόγο έφεσης παραπονούνται οι εφεσείοντες ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε αυτεπάγγελτα την τροποποίησης της Έκθεσης Απαίτησης, εκδίδοντας απόφαση για το ποσό των €750.000 αντί των €426.00 το οποίο αξιωνόταν με την αρχική Έκθεσης Απαίτησης. Και αυτό τον λόγο τον έχουμε πραγματευτεί με πλήρη λεπτομέρεια στην παρούσα απόφαση μας ανωτέρω, και επαναλαμβάνουμε τα όσα έχουμε αναφέρει σχετικά.

 

            Η ενέργεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου να διατάξει αυτεπάγγελτα την τροποποίηση της Έκθεσης Απαίτησης, αναφορικά με το ποσό των €750.000 αντί των €426.000 που αναφέρεται στην Έκθεση Απαίτησης δεν είναι λανθασμένη. Όπως και το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει, η τροποποίηση έπρεπε να γίνει για σκοπούς συνοχής μεταξύ της μαρτυρίας που τέθηκε ενώπιόν του Δικαστηρίου υπό μορφή παραδεκτού γεγονότος, δηλαδή της αξίας του ακίνητου με την απόφαση του Δικαστηρίου για να μην υπάρχει διαφορά μεταξύ των δύο. Παραπέμπουμε επίσης στις υποθέσεις Χρίστου v. Στυλιανού (1992) 1Α.Α.Δ. 704, Mckenna v. Βουτή κ.α. (1992) 1Α.Α.Δ. 775, αλλά και στο Annual Practice (1959) όπου στη σελίδα 625 και στη σελίδα 627 εντοπίζονται τα ακολούθα:

«Where the amendment has become necessary by reason of a variance between the statement of claim and the evidence given at the trial, it should be asked for at the conclusion of the plaintiff's case (Rainy v. Bravo, L.R. 4 P.C. 287).»

...

«The court will not refuse to allow an amendment simply because it introduces a new case (Budding v. Murdoch, 1 Ch. D. 42 Hubbuck v. Helms, 56 L.J. Ch. p. 539). But it will do so where the amendment would change the action into one of a substantially different character which would more conveniently be the subject of a fresh action {Raleigh v. Goschen, (1898) 1 Ch. p.81}».  

 

            Ως εκ τούτου και ο πέμπτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

            Συνυφασμένος με τον πέμπτο λόγο έφεσης είναι και ο έκτος λόγος έφεσης, δια του οποίου οι εφεσείοντες ισχυρίζονται παραβίαση του συνταγματικού τους δικαιώματος και δη του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος, λόγω του ότι δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να τοποθετηθούν και να ακουστούν πριν το πρωτόδικο Δικαστήριο διατάξει την καταχώριση τροποποιημένης Έκθεσης Απαίτησης.

 

            Επαναλαμβάνουμε όλα όσα έχουν αναφερθεί στα πλαίσια του πέμπτου λόγου έφεσης ανωτέρω, όπως και στις προηγούμενες σελίδες της απόφασης μας στις οποίες και παραπέμπουμε εκ νέου.

 

            Δεν υπάρχει καμία παραβίαση του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος, αφού όπως είναι σαφές το πρωτόδικο Δικαστήριο διέταξε αυτεπάγγελτα την καταχώριση τροποποιημένων δικογράφων και δεν τίθετο θέμα τοποθέτησης των διαδίκων για το θέμα αυτό. Δεν είχε δηλαδή προηγηθεί σχετικό αίτημα των εναγόντων‑εφεσίβλητων όπου θα είχαν επί τούτου δικαίωμα οι εφεσείοντες να ακουστούν. Έτσι και αυτός ο λόγος έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

            Ενόψει όλων των ανωτέρω, και οι δύο εφέσεις απορρίπτονται στην ολότητα τους. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται. Επιδικάζονται υπέρ των εφεσίβλητων και εναντίον των εφεσειόντων τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας έφεσης, τα οποία είναι €6.700 σε κάθε μία από τις δύο εφέσεις, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει.

 

 

 

ΑΛ. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π. 

                   

 

ΣΤ. ΧΡΙΣΤΟΔΟΥΛΙΔΟΥ-ΜΕΣΣΙΟΥ, Δ.

 

 

Ι. ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο