ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΟΙΝΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                            

                                                          (Ποινική Έφεση Αρ.: 178/24)

 

10 Σεπτεμβρίου 2024

 

[Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ/ΣΤΕΣ]

 

CHALIL CHAMOUNT

Εφεσείων

v.

 

ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ

Εφεσίβλητης

‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑‑

       

Α. Κορέλλης για Αγγελίδης, Ιωαννίδης, Λεωνίδου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα

Α. Μιχαήλ (κα) για Γενικόν Εισαγγελέα, για την Εφεσίβλητη

 

        ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.: Η απόφαση είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Πική, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΠΙΚΗΣ, Δ.: Με την έφεση προσβάλλεται η διαταγή κράτησης του Εφεσείοντος την οποία εξέδωσε το Ε.Δ. Λευκωσίας στις 6.7.2024, μετά την παραπομπή του σε απευθείας δίκη ενώπιον του Κακουργοδικείου Λευκωσίας όπου θα παρουσιαστεί για να δικαστεί στις 11.9.2024, για αδικήματα συνωμοσίας για φόνο, φόνο εκ προμελέτης, συνωμοσία προς διάπραξη κακουργήματος, κατοχή πυροβόλου όπλου και εκρηκτικών υλών χωρίς άδεια και κλεπταποδοχή. Η κράτηση του Εφεσείοντος διατάχτηκε λόγω των κινδύνων φυγοδικίας, επηρεασμού μαρτύρων και διάπραξης άλλων αδικημάτων. Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 αφορούν τον κίνδυνο φυγοδικίας, ο λόγος έφεσης 3 τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων, και ο λόγος έφεσης 4 τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων.

 

        Κατά σειρά προτεραιότητας θεωρούμε επιβεβλημένο να εξετάσουμε πρώτα τους λόγους έφεσης 3 και 4, καθότι σε περίπτωση αποτυχίας οιουδήποτε εξ αυτών παρέλκει η αναγκαιότητα εξέτασης των λόγων έφεσης 1 και 2 (βλ. Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109).

 

Α. Κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων

 

        Η απόφαση κράτησης του Εφεσείοντος λόγω του κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων στηρίζεται στο ότι μάρτυρας ο οποίος τον ενέπλεκε στο εγκληματικό σχέδιο δολοφονίας του θύματος (κυανούν 187), σε μεταγενέστερη ένορκη δήλωση την οποία οι δικηγόροι του απέστειλαν στον Γενικό Εισαγγελέα, ανακάλεσε την κατάθεση του στην αστυνομία, αναφέροντας ότι «δεν γνωρίζει τίποτα για την υπόθεση». Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρει ότι: «[τ]ο γεγονός αυτό από μόνο του είναι ακριβώς ενδεικτικό του κινδύνου που υπάρχει για επηρεασμό του συγκεκριμένου προσώπου όσο και των λοιπών μαρτύρων». Περιπλέον στην απόφαση γίνεται αναφορά και σε βασικούς μάρτυρες κατηγορίας οι οποίοι δέχτηκαν απειλές από συγγενικά πρόσωπα των κατηγορουμένων για να μην καταθέσουν ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

        H πιο πάνω μαρτυρία κρίθηκε ότι «δικαιολογεί τους φόβους της αστυνομίας περί κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων σε περίπτωση που οι κατηγορούμενοι αφεθούν ελεύθεροι υπό όρους». Σημειωτέον ότι πλην του Εφεσείοντος, οι υπόλοιποι κατηγορούμενοι δεν έφεραν ένσταση στο αίτημα για κράτηση. Είναι η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου του Εφεσείοντος ότι η κρίση του πρωτοδίκου Δικαστηρίου επί του προκειμένου υπήρξε εσφαλμένη.

 

        Οι νομολογιακές αρχές βάσει των οποίων κρίνεται ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων συνοψίζονται στο κάτωθι απόσπασμα από την υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας ν. Bourel κ.ά. Ποιν. Έφ. 306/21 κ.ά., ημερ. 28.12.21:

 

«Εκείνο που εξετάζει το Δικαστήριο όσον αφορά τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων είναι κατά πόσο οι φόβοι της Αστυνομίας για τέτοιο επηρεασμό είναι εύλογα δικαιολογημένοι στη βάση, βεβαίως, της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου (Σιημητρά ν. Αστυνομίας (1990) 2 Α.Α.Δ. 397). Κριτήριο είναι οι πιθανοί κίνδυνοι να επηρεαστούν μάρτυρες. Στη Μακαρίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 90, τονίστηκε πως η Κατηγορούσα Αρχή δεν έχει υποχρέωση να αποδείξει ότι θα υπάρξει επηρεασμός μαρτύρων κατηγορίας αν ο κατηγορούμενος αφεθεί ελεύθερος. Το Δικαστήριο θα διατάξει την κράτηση ενός υποδίκου, αν ικανοποιηθεί ότι υπάρχουν ουσιαστικοί λόγοι που μπορούν να οδηγήσουν σε συμπέρασμα ότι υπάρχει κίνδυνος/πιθανότητα επηρεασμού μαρτύρων Το ζητούμενο δεν είναι αν θα υπάρξει επηρεασμός μαρτύρων αλλά η πιθανολόγηση επηρεασμού μαρτύρων (Χολίεφ ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 302/2018, ημερ. 4/2/2019, ECLI:CY:AD:2019:B31). Ο κίνδυνος επηρεασμού μαρτύρων δεν αποτιμάται ως να είναι η δίκη του ατόμου, αλλά περί πιθανότητας ο λόγος, δικαιολογημένης βεβαίως, όπως έχει λεχθεί, μεταξύ άλλων στη Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689, Μακαρίτης ν. Δημοκρατίας, πιο πάνω, Φανιέρος ν. Αστυνομίας (2011) 2 Α.Α.Δ. 472 και Χουσεΐν ν. Δημοκρατίας, Ποινική Έφεση αρ. 80/2019, ημερ.8/7/2019. Η προσπάθεια ή η εκδήλωση επηρεασμού μαρτύρων σαφώς και καθιστά τον εν λόγω κίνδυνο υπαρκτό».

 

        Στην Κωνσταντινίδης (ανωτέρω) η κατηγορούσα αρχή έθεσε ενώπιον του δικαστηρίου επιστολή δυο μαρτύρων κατηγορίας οι οποίοι πληροφορούσαν τον δικηγόρο του Εφεσείοντος για την πρόθεση τους να αναιρέσουν προηγούμενη τους κατάθεση. Κρίθηκε ότι η μαρτυρία αυτή δικαιολογούσε την κράτηση του εφεσείοντος λόγω κινδύνου  επηρεασμού μαρτύρων. Στην Μακαρίτης ν. Δημοκρατίας (2002) 2 Α.Α.Δ. 90, μαρτυρία ότι υπήρξε προσπάθεια της συζύγου του κατηγορούμενου να επηρεάσει μάρτυρα κατηγορίας σε τρεις τουλάχιστον περιπτώσεις, κρίθηκε ότι ικανοποιούσε την ύπαρξη δικαιολογημένου φόβου επηρεασμού μαρτύρων. Αποφασίστηκε επίσης ότι δεν χρειαζόταν προφορική μαρτυρία για τη στοιχειοθέτηση του κινδύνου. Η κατηγορούσα αρχή μπορούσε να στηριχτεί στο περιεχόμενο του φακέλου ενώπιον Δικαστηρίου επικαλούμενη τα στοιχεία εκείνα που υποστήριζαν την εισήγησή της. Στην Φανιέρος ν. Αστυνομίας (ανωτέρω) ο φόβος επηρεασμού μαρτύρων κρίθηκε δικαιολογημένος λόγω (α) ανώνυμου τηλεφωνήματος προς τον παραπονούμενο με στόχευση τη μη αναγνώριση προσώπου με ρόλο στην υπόθεση, (β) απειλές τις οποίες δέχθηκε μάρτυρας κατηγορίας κατά της ζωής του από συγγενικό πρόσωπο του εφεσείοντος, (γ) αναίρεση προηγούμενης κατάθεσης προσώπου το οποίο ενοχοποιούσε τον εφεσείοντα.

 

        Εν προκειμένω η εν λόγω αναίρεση της κατάθεσης μάρτυρα με ένορκη δήλωση, καθιστά δικαιολογημένη την κατάληξη περί ύπαρξης κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων.

 

        Σε ό,τι αφορά τις φερόμενες απειλές τις οποίες δέχθηκαν βασικοί μάρτυρες κατηγορίας από συγγενικά πρόσωπα κατηγορουμένων με σκοπό να αναιρέσουν τις καταθέσεις τους στην Αστυνομία, έχουμε διεξέλθει τη μαρτυρία στην οποία παραπέμπει το πρωτόδικο Δικαστήριο και διαπιστώνουμε ότι σε αυτήν (κυανούν 658), μεταφέρεται απειλή από συγκεκριμένο συγκατηγορούμενο ότι σε περίπτωση που η μάρτυς δεν αποσύρει την κατάθεση της ή εάν επιχειρούσε να επικοινωνήσει με την Αστυνομία για να καταγγείλει την εναντίον της απειλή, «οι άλλοι που κρατούνται μαζί του» θα της κάνουν κακό. Κατά τον χρόνο που η μάρτυς δέχτηκε την απειλή ο Εφεσείων, τελούσε υπό κράτηση για την υπόθεση, μαζί με τον συγκεκριμένο συγκατηγορούμενο και άλλα πρόσωπα.

 

        Δεν διαπιστώνουμε λόγο επέμβασης στην άσκηση της διακριτικής εξουσίας του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

 

        Ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Β. Κίνδυνος διάπραξης άλλων αδικημάτων

 

        Αναφορικά με τον κίνδυνο διάπραξης άλλων αδικημάτων η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου στηρίζεται (α) στην ύπαρξη προηγούμενης καταδίκης του Εφεσείοντος το 2009 για κατοχή ναρκωτικών τάξεως Β’ με σκοπό την προμήθεια για την οποία του επιβλήθηκε 7ετής ποινή φυλάκισης (αποφυλακίστηκε στις 23.3.2016), και (β) στην πιθανολόγηση καταδίκης από το υπάρχον μαρτυρικό υλικό η οποία εκρίθη στο πλαίσιο εξέτασης του κινδύνου φυγοδικίας σε συνάρτηση με «το γεγονός ότι φέρεται να εντάσσεται ως μέλος, σε μια συνωμοτική ομάδα, η δράση της οποίας σκοπό είχε τη διάπραξη των φερόμενων υπό του κατηγορητηρίου πολύ σοβαρών αδικημάτων».

 

        Οι αρχές βάσει των οποίων δικαιολογείται η κράτηση υποδίκου λόγω του κίνδυνου διάπραξης άλλων αδικημάτων συγκεφαλαιώνονται στην υπόθεση Κωνσταντίνου ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 271/23, ημερ. 24.1.2024:

 

«Όπως είχε αναφερθεί στην υπόθεση Σιακαλλής ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 130, η εκτίμηση περί της πιθανότητας διάπραξης νέων αδικημάτων στο μέλλον αναφέρεται σε τάση για συγκεκριμένη συμπεριφορά για την οποία το Δικαστήριο δύναται να καταλήξει σε κάποια συμπεράσματα βασιζόμενο, μεταξύ άλλων, στο ιστορικό του ή σε διάφορες άλλες περιστάσεις. Σύμφωνα με τη νομολογία μας τόσον το ποινικό μητρώο ενός κατηγορούμενου όσον και οι τυχόν εκκρεμείς υποθέσεις, είναι στοιχεία τα οποία δύνανται να ληφθούν υπ΄ όψιν και να συσταθμιστούν (βλ. Γενικός Εισαγγελέας ν. Κυριάκου (2001) 2 Α.Α.Δ. 373, Ν.Ι. ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 246/22, ημερ. 14.11.22, ECLI:CY:AD:2022:B448). Στη Σιακαλλής (ανωτέρω) διευκρινίστηκε πως η πιθανότητα διάπραξης άλλου αδικήματος δεν περιορίζεται κατ΄ ανάγκη σε παρόμοιο με το εκδικαζόμενο αδίκημα. Προσθέτουμε πως σε κατάλληλες περιπτώσεις, συμπεράσματα για την τάση ή τη ροπή ενός κατηγορουμένου δύνανται να εξαχθούν ακόμα και στη βάση του μαρτυρικού υλικού (το οποίο ευρίσκεται ενώπιον του εκδικάζοντος Δικαστηρίου) για τη συγκεκριμένη υπόθεση, όπως ήταν οι υποθέσεις Κωνσταντινίδη ν. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 109, Χριστούδια ν. Αστυνομίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 689, καθώς και η υπόθεση του ΕΔΑΔ Matznetter v. Austria (1969) App. 2178/64».

 

        (βλ. και Παναγή ν. Αστυνομίας, Ποιν. Έφ. 152/24, ημερ. 25.6.2024).

 

        Στο σύγγραμμα Law of the European Convention on Human Rights, των Harris, OBoyle and Warbrick, 5η έκδοση (2023), στη σελ. 356, μετά από αναφορά στην υπόθεση Matznetter v. Austria (ανωτέρω) και μεταγενέστερη νομολογία, αναφέρεται ότι:

 

“…public interest in the prevention of crime may justify detention on remand where there are good reasons to believe that the accused, if released, will commit an offence or offences of the same serious kind with which he is already charged”.

[Ιδία υπογράμμιση]

 

        Στην Matznetter ν. Austria (ανωτέρω), το συμπέρασμα των Αυστριακών Δικαστηρίων για ύπαρξη κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων, στηρίχθηκε μεταξύ άλλων στην «πολύ παρατεταμένη συνέχιση των αξιόμεμπτων πράξεων του κατηγορούμενου» και στη συναφή μεγάλη πείρα και δεξιότητα που απέκτησε ένεκα τούτου, καθιστώσα εύκολη την επανάληψη των παράνομων δραστηριοτήτων του. Στην Χριστούδια ν. Αστυνομίας (ανωτέρω) στην ύπαρξη του υπό αναφορά κινδύνου λήφθηκε υπόψη η φερόμενη επανειλημμένη διάπραξη των αδικημάτων της πλαστοπροσωπίας, πλαστογραφίας και κυκλοφορίας πλαστού εγγράφου βάσει του κατηγορητηρίου [βλ. και Κωνσταντινίδης ν. Δημοκρατίας (ανωτέρω)].

 

        Με κάθε σεβασμό, στην παρούσα υπόθεση η προηγούμενη καταδίκη και το μαρτυρικό υλικό το οποίο τέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου δεν δικαιολογούσε το συμπέρασμα ότι σε περίπτωση απόλυσης υπήρχε ο κίνδυνος διάπραξης άλλου αδικήματος ίδιας ή ανάλογης σοβαρότητας από μέρους του Εφεσείοντος. Το ότι ο Εφεσείων φέρεται να ενήργησε ως μέλος εγκληματικής ομάδας η οποία κατηγορείται ότι διέπραξε το στυγερό έγκλημα της δολοφονίας του θύματος, δεν εξυπακούει αφ΄εαυτού τον κίνδυνο επανάληψης τέτοιας εγκληματικής συμπεριφοράς. Εν προκειμένω η φερόμενη εγκληματική δράση και σχεδιασμός της υπό κατηγορία εγκληματικής ομάδας επικεντρωνόταν στην εξόντωση του θύματος της δολοφονίας. Πέραν τούτου δεν υπάρχει μαρτυρία εκ της οποίας να πιθανολογείται ο κίνδυνος εγκληματικής δράσης κατά της ζωής ή σωματικής ακεραιότητας άλλου προσώπου. Ούτε το ποινικό μητρώο του Εφεσείοντος υποστηρίζει τέτοιο συμπέρασμα.

 

        Υπό το φως των ανωτέρω ο τέταρτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.

 

        Εν όψει της κατάληξης μας περί ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης για την ύπαρξη δικαιολογημένου κινδύνου επηρεασμού μαρτύρων παρέλκει η εξέταση των λόγων έφεσης 1 και 2 που στρέφονται κατά του κινδύνου φυγοδικίας, καθότι η απόλυση του Εφεσείοντος δεν θα μπορούσε να διαταχθεί με κατάλληλους όρους εγγύησης.

 

        Στη βάση των πιο πάνω η έφεση επιτυγχάνει σε σχέση με τον τέταρτο λόγο έφεσης που αφορά την κράτηση στη βάση του κινδύνου διάπραξης άλλων αδικημάτων ενώ ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται και η διαταγή κράτησης επικυρώνεται όσον αφορά τον κίνδυνο επηρεασμού μαρτύρων.

 

 

 

                                                                               Χ.Β. ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΥΣ, Δ.

 

 

 

                                                                               Μ. ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, Δ.

 

 

 

                                                                               Μ.Γ. ΠΙΚΗΣ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο