ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ – ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε222/2019)

 

4 Σεπτεμβρίου 2024

 

[Α. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.

Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ,  Δ/στες]

 

1. BOLEVENTO LTD, ΗΤΟΙ ΚΑΦΕΤΕΡΙΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΜΠΟΡΙΚΗ ΕΠΩΝΥΜΙΑ “CLOCK CAFÉ”

2. ΜΑΡΙΟΣ ΖΕΝΙΟΣ,

Εφεσείοντες

v.

 

ΑΝΤΡΗΣ ΓΕΩΡΓΙΟΥ,

Εφεσίβλητης

 

Θ. Χριστοδούλου για Chrysses Demetriades & Co LLC για Εφεσείοντες

Στ. Στυλιανού για Στέλιος Κ. Στυλιανού & Σία ΔΕΠΕ για Εφεσίβλητη

 

------------------------

 

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π: Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου θα δοθεί από τον Αμπίζα, Δ.

 

----------------------------

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ: Αντικείμενο της παρούσας έφεσης αποτελεί η απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού με την οποία απέρριψε αίτηση των εφεσειόντων για παραμερισμό της απόφασης που είχε εκδοθεί εναντίον τους και υπέρ της εφεσίβλητης, στην απουσία τους. Η απόφαση εκδόθηκε στις 7.12.2018, για ποσό €6.010,43.-, ως ειδικές αποζημιώσεις και €12.000.-, ως γενικές αποζημιώσεις, πλέον νόμιμο τόκο και έξοδα, ως θα υπολογίζονταν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκρίνονταν από το Δικαστήριο. Η αίτηση παραμερισμού της απόφασης αυτής καταχωρήθηκε στις 28.1.2019.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αν και αποδέχτηκε ότι οι εφεσείοντες κατέδειξαν την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης επί της ουσίας της υπόθεσης, εντούτοις έκρινε ότι δεν δόθηκε ικανοποιητική και εύλογη εξήγηση για τη μη καταχώριση σημειώματος εμφάνισης. Διαπίστωσε, επίσης, ότι η όλη συμπεριφορά των εφεσειόντων ισοδυναμούσε με περιφρόνηση της δικαστικής διαδικασίας και των δικαιωμάτων της εφεσίβλητης. Γι’ αυτό και απέρριψε την αίτηση παραμερισμού της εκδοθείσας απόφασης.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με πέντε λόγους έφεσης. Με τον πρώτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα τα γεγονότα της υπόθεσης τα οποία σχετίζονται με την παράλειψη καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης από τους εφεσείοντες, για να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι αυτοί αδιαφόρησαν για την υπόθεση. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ερμήνευσε λανθασμένα και/ή παραγνώρισε και/ή δεν εφάρμοσε σωστά την ισχύουσα νομολογία στα γεγονότα της υπόθεσης. Με τον τρίτο λόγο έφεσης, αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο, σφάλμα στο ότι, ενώ δέχθηκε ότι υπήρξε διευθέτηση της υπόθεσης και ότι δεν καθορίστηκε ο χρόνος πληρωμής του συμφωνηθέντος ποσού, και συνεπώς θα έπρεπε να πληρωθεί εντός ευλόγου χρόνου, έκρινε ότι η εφεσίβλητη μπορούσε να υπαναχωρήσει λόγω της καθυστέρησης στην πληρωμή. Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αγνόησε και/ή δεν έδωσε την απαιτούμενη βαρύτητα στα συνταγματικά δικαιώματα των εφεσειόντων να παρουσιάσουν την υπεράσπισή τους στο Δικαστήριο, να έχουν δίκαιη δίκη και να τύχουν ορθής απονομής της δικαιοσύνης, ενώ, με τον πέμπτο λόγο έφεσης, προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε την ευχέρειά του εις βάρος των εφεσειόντων λανθασμένα.

 

Είναι χρήσιμο να λεχθεί ότι, ως προκύπτει, το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί ύπαρξης εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης επί της ουσίας της υπόθεσης, δεν έχει εφεσιβληθεί από την εφεσίβλητη, με αποτέλεσμα να καθίσταται δεδομένο στην παρούσα.

 

Είναι, επίσης, χρήσιμο να τεθεί ότι το τι οι εφεσείοντες (εναγόμενοι 1 και 2 στην αγωγή) προέβαλαν, ουσιαστικά ήταν ότι δόθηκαν οδηγίες στους συνηγόρους να εμφανιστούν τόσο στην αγωγή όσο και στη διαδικασία ενδιάμεσου διατάγματος και είναι λόγω σύγχυσης των συνηγόρων που, εκ παραδρομής, δεν καταχωρήθηκε σημείωμα εμφάνισης. Χωρίς να παρίσταται ανάγκη για αυτολεξεί καταγραφή των σχετικών αναφορών, αρκεί η σκιαγράφηση των ισχυρισμών ότι υπήρξαν εμφανίσεις ενώπιον του Δικαστηρίου, για σκοπούς του ενδιάμεσου διατάγματος, υπήρχαν, εν γνώσει του Δικαστηρίου, διαπραγματεύσεις για διευθέτηση της υπόθεσης, σε συνδυασμό και με τον εναγόμενο 3, υπήρξε διευθέτηση αλλά και ολιγωρία στην πληρωμή, για να οδηγηθεί η υπόθεση, χρονικά, από τον Μάρτιο 2017 στις 20.4.2018, οπόταν και καταχωρήθηκε, από μέρους της εφεσίβλητης, έκθεση απαίτησης, αντίγραφο της οποίας δόθηκε στους συνηγόρους των εφεσειόντων. Ενώ, δε, στις 7.8.2018, εκδόθηκαν, από τους εφεσείοντες, πέντε μεταχρονολογημένες επιταγές και υπήρξαν επικοινωνίες μεταξύ των συνηγόρων για παράδοσή τους και διευθέτηση της υπόθεσης, στις 18.1.2019, επιδόθηκε αντίγραφο της επίδικης απόφασης, ημερομηνίας 7.12.2018. Ήταν τότε που διαπιστώθηκε η εκ παραδρομής μη καταχώριση σημειώματος εμφάνισης.

 

Από πλευράς εφεσίβλητης, προβάλλεται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης στη βάση της αδιαφορίας που οι εφεσείοντες επέδειξαν για μεγάλο χρονικό διάστημα και της μη δικαιολογημένης παράλειψης εμφάνισης στη διαδικασία.

Έχουμε μελετήσει διεξοδικά τους εγειρόμενους λόγους έφεσης, την αιτιολογία αυτών και την επιχειρηματολογία της πλευράς των εφεσειόντων, αλλά και την αντίθετη επιχειρηματολογία της πλευράς της εφεσίβλητης. Προχωρούμε με την παράλληλη εξέταση αυτών, ως αποτέλεσμα της συνάφειάς τους επί της ουσίας.

 

            Η Δ.17 των σε ισχύ, τότε, Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας υπό τον τίτλο “Default of appearance” (“Παράλειψη εμφάνισης”) στο Θ.10 αναφέρει τα ακόλουθα:

 

          «Where judgment is entered pursuant to any of the preceding rules of this Order, it shall be lawful for the Court in a proper case to set aside or vary such judgment upon such terms as may be just».

 

          Όπως εμφανώς προκύπτει από το λεκτικό της ως άνω πρόνοιας και από την άφθονη επί του θέματος νομολογία, ο παραμερισμός ή όχι εκδοθείσας δικαστικής απόφασης αποτελεί θέμα άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου. Τα στοιχεία τα οποία πρέπει να συντρέχουν για να ασκηθεί υπέρ του αιτούντος τον παραμερισμό απόφασης η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου είναι, πρώτον, ότι ο εναγόμενος έχει δείξει καλήν υπεράσπιση στην ουσία της υπόθεσης και, δεύτερο, να δείξει ότι υπάρχει σοβαρός λόγος για τη μη εμφάνιση του στη διαδικασία ή την καθυστέρηση του να αποταθεί στο Δικαστήριο για τον παραμερισμό της απόφασης.

 

          Στην Milouca Motor Trading Ltd v. Κούρτης, (1997) 1Β ΑΑΔ 941, αναλύονται οι σχετικές αρχές και υιοθετούνται οι αρχές όπως καθορίστηκαν στην απόφαση Phylactou v. Michael, (1982) 1 C.L.R.204, που τονίζουν, αφενός, την ανάγκη διασφάλισης του δικαιώματος ενός διαδίκου να ακουσθεί και, αφετέρου, την ανάγκη διασφάλισης της άνευ προσκόμματος αποπεράτωσης της δίκης η οποία είναι στενά συνυφασμένη και με ένα άλλο λόγο, επίσης σημαντικό για την απονομή της δικαιοσύνης, την ανάγκη διασφάλισης της τελεσιδικίας. Όπως αναφέρεται, εάν ένας διάδικος μπορεί απρόσκοπτα να επιδιώκει το επανάνοιγμα της υπόθεσης, η σφραγίδα της οριστικότητας την οποία φέρει η απόφαση και όλα όσα εξυπακούει, καθώς και η βεβαιότητα την οποία εισάγει στη διαχείριση των υποθέσεων του ανθρώπου, θα απωλεσθούν, με οδυνηρές συνέπειες για την απονομή της δικαιοσύνης. Τονίζεται δε, ότι, όταν η συμπεριφορά του διαδίκου που επιζητεί τον παραμερισμό απόφασης ισοδυναμεί με καταφρόνηση του Δικαστηρίου ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου, το Δικαστήριο έχει τη διακριτική ευχέρεια να απορρίψει την αίτηση.

 

          Όπως λέχθηκε στη Milouca (ανωτέρω):

 

«Το απαύγασμα της νομολογίας κατατείνει στο ότι το Δικαστήριο δεν πρέπει να επιδεικνύει υπέρμετρο ζήλο στην αποστέρηση του δικαιώματος του διαδίκου να ακουσθεί στην υπόθεση του, νοουμένου ότι αποκαλύπτει υπεράσπιση. Εντούτοις, το Δικαστήριο μπορεί, παρά ταύτα, να αρνηθεί να επανανοίξει την υπόθεση, εάν η διαγωγή του είναι τέτοια, ώστε να πλήττει το θεμέλιο της απονομής της δικαιοσύνης. Όπου η διαγωγή του διαδίκου, ο οποίος εξαιτείται τον παραμερισμό εκδοθείσας απόφασης, είναι ασυγχώρητη, περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου, το Δικαστήριο δύναται, ενασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια, να αρνηθεί να παραμερίσει την απόφαση.»

 

Όπως λέχθηκε και στην Siberia Air v. Πούλλικα (2005) 1 Α.Α.Δ.893:

 

«Είναι γεγονός ότι το πιο σημαντικό στοιχείο σε αιτήσεις αυτής της μορφής είναι η ύπαρξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης. Όταν ένας διάδικος επιτύχει να αποδείξει ότι έχει εκ πρώτης όψεως καλή υπεράσπιση, καλύπτει ό,τι σχεδόν απαιτείται για τον παραμερισμό της απόφασης που εκδόθηκε στην απουσία του. Ωστόσο, η απόδειξη εκ πρώτης όψεως καλής υπεράσπισης δεν είναι στοιχείο απόλυτα καθοριστικό για την επιτυχία της αίτησης και τον παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης. Το δικαστήριο, διατηρεί την ευχέρεια να αρνηθεί το επανάνοιγμα της υπόθεσης όταν διαπιστώσει ότι η διαγωγή του διάδικου που εξαιτείται τον παραμερισμό της ερήμην εκδοθείσας απόφασης είναι τέτοια που πλήττει το συμφέρον της απονομής της δικαιοσύνης. Αν διαπιστωθεί ότι η συμπεριφορά του αιτητή είναι ασυγχώρητα περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου του ή αδικαιολόγητα καθυστερεί ή ανεξήγητα παραλείπει να κινηθεί με την πρώτη δυνατή ευκαιρία στην προώθηση αίτησης για παραμερισμό της απόφασης, αυτή η συμπεριφορά, που με άλλα λόγια συνιστά αδιαφορία, μπορεί να αποβεί παράγων αποτυχίας της αίτησης για παραμερισμό. Βλ. Milouca Motor Trading Ltd ν. Χρύσανθου Κούρτη (1997) 1 Α.Α.Δ. 941, Γερολέμου ν. ΣΠΕ Κοντέας (2002) 1 Α.Α.Δ. 818 και Alpha Bank Ltd v. Στεφάνου (2003) 1Α.Α.Δ. 1101.

Πέραν των πιο πάνω, το δικαστήριο έχει πάντοτε υποχρέωση να διασφαλίζει το δικαίωμα κάθε διαδίκου για δίκαιη δίκη.  Το συγκεκριμένο δικαίωμα, δεν μπορεί να διασφαλιστεί χωρίς ο διάδικος να έχει ελεύθερη πρόσβαση στο δικαστήριο.  Το Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, ερμηνεύοντας το Άρθρο 6(1) της Σύμβασης, θεώρησε ότι η πρόσβαση στο δικαστήριο και το ταυτόχρονο δικαίωμα του διαδίκου να ακουστεί, δεν πρέπει μόνο να διατυπώνονται, αλλά θα πρέπει να είναι και αποτελεσματικά. 

Στην υπόθεση Οργανισμός Χρηματοδότησης Τράπεζας Κύπρου Λτδ., ν. Μιχαήλ (2003) 1(Β) 1044 αναφέρθηκε ότι: «Το δικαίωμα κάθε ατόμου να λαμβάνει γνώση δικαστικής διαδικασίας που να τον αφορά, και να ακούεται σ' αυτή, είναι αυτονόητο και αυτόδηλο.» (Βλ. επίσης Α.Ε.2572, Δημοκρατία ν. Ζήνα Πουλλή (2001) 3 Α.Α.Δ.1060)».

 

Όπως έχει νομολογηθεί, εφόσον η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου ασκείται εντός του πλαισίου που παρέχεται από το Νόμο και δεν προκαλείται πασιφανής αδικία, το Εφετείο δεν επεμβαίνει (NTR BEACH DINERS LTD κ.α ν. ADAMOU CONSTRUCTION AND MAINTENANCE LTD, ECLI:CY:AD:2018:A18, Πολιτική Έφεση 373/2012, ημερομηνίας 15.1.2018, ECLI:CY:AD:2018:A18, ΑΡΕΣΤΗ ν. ΗΛΙΑ (1991) 1 ΑΑΔ 984).

 

Έχοντας επαρκώς παραθέσει τις νομολογιακές αρχές που αφορούν τον παραμερισμό εκδοθείσας, ερήμην, απόφασης, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην εξέταση των ενώπιον του δεδομένων, ώστε να καταλήξει κατά πόσον οι εφεσείοντες κατέδειξαν σοβαρό και εύλογο λόγο για την παράλειψη τους να καταχωρήσουν σημείωμα εμφάνισης. Μέσα από μία παράθεση του οδοιπορικού της υπόθεσης, σε συνδυασμό με νομολογία που αφορά επαναφορά έφεσης, έκρινε, ουσιαστικά, ότι το προβαλλόμενο λάθος των συνηγόρων δεν ήταν δυνατό να αιτιολογήσει τη μη καταχώριση εμφάνισης εκ μέρους των εφεσειόντων, ούτε μείωνε την έλλειψη από μέρους τους, ενδιαφέροντος για την υπόθεση.

 

Με κάθε σεβασμό προς το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν μας βρίσκει σύμφωνους η όλη προσέγγιση του θέματος από μέρους του. Κατ’ αρχάς, κρίνουμε εσφαλμένη τη θεώρηση ότι το προβληθέν σφάλμα του συνηγόρου δεν θα μπορούσε να αιτιολογήσει τη μη εμφάνιση. Η νομολογία στην οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε δεν αφορά παραμερισμό απόφασης στη βάση της Δ.17 Θ.10, αλλά επαναφορά έφεσης. Περαιτέρω δε, όλα τα δεδομένα που αφορούσαν στην υπόθεση, εμφανώς, φανέρωναν ότι υπήρχε ενδιαφέρον για την υπόθεση από τους εφεσείοντες, οι οποίοι αποτάθηκαν σε δικηγόρο, εμφανίστηκαν στη διαδικασία που αφορούσε ενδιάμεσο διάταγμα, έχοντας δώσει οδηγίες για εμφάνιση στην αγωγή, συμμετείχαν σε διαπραγματεύσεις για διευθέτηση και υπήρξε διευθέτηση. Όταν δε αυτή δεν υλοποιήθηκε, και η εφεσίβλητη προχώρησε με την υπόθεση, μετά από μεγάλο χρονικό διάστημα, καταχωρώντας έκθεση απαίτησης, είναι στους συνηγόρους των εφεσειόντων που δόθηκε αντίγραφο.

 

Το ζητούμενο δεν είναι αν οι εφεσείοντες, αρχικά, είχαν ξεχωριστή αντιπροσώπευση ή αν η όποια πλευρά, για οποιονδήποτε λόγο, υπαναχώρησε ή μη από τη συμφωνία διευθέτησης. Το ζητούμενο παραμένει πάντοτε να διαπιστωθεί κατά πόσο η συμπεριφορά των εφεσειόντων μπορεί να χαρακτηριστεί ασυγχώρητα περιφρονητική μέχρι βαθμού καταφρόνησης της δικαστικής διαδικασίας ή των δικαιωμάτων του αντιδίκου, ή ότι αδικαιολόγητα καθυστερεί ή ανεξήγητα παραλείπει να κινηθεί με την πρώτη δυνατή ευκαιρία στην προώθηση αίτησης για παραμερισμό της απόφασης.

 

Με τα δεδομένα της παρούσας, ως τίθενται ανωτέρω, είμαστε της άποψης ότι η συμπεριφορά των εφεσειόντων ουδόλως θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ως τέτοια. Η παράλειψη καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης εξηγήθηκε ως αποτέλεσμα σφάλματος του συνηγόρου στη βάση σύγχυσης, ενώ η αντιπροσώπευση των εφεσειόντων ήταν εμφανής. Χωρίς καθυστέρηση ήταν και η καταχώριση αίτησης παραμερισμού της απόφασης. Το γεγονός ότι παρήλθε μεγάλο χρονικό διάστημα μετά την ολοκλήρωση της ενδιάμεσης διαδικασίας δεν αναιρεί τα ανωτέρω δεδομένα, τα οποία, άλλωστε, επιβεβαιώνονται και από την, επίσης, αργοπορημένη καταχώριση έκθεσης απαίτησης από την εφεσίβλητη.

 

Με δεδομένη τη διαπίστωση ότι οι εφεσείοντες ικανοποίησαν για την ύπαρξη εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης, κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλλε στην κατάληξη του και στην άσκηση της διακριτικής του εξουσίας, με αποτέλεσμα να προκαλείται αδικία για τους εφεσείοντες, καθιστώντας απαραίτητη την παρέμβαση μας.

 

Κρίνουμε βάσιμο τον πέμπτο λόγο έφεσης, με τον οποίο συμπαρασύρονται οι υπόλοιποι λόγοι και καθορίζεται το αποτέλεσμα της παρούσας έφεσης.

 

Η έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση, περιλαμβανομένης της διαταγής για έξοδα, ακυρώνεται και αντικαθίσταται από απόφαση παραμερισμού της απόφασης υπέρ της ενάγουσας και εναντίον των εναγομένων 1 και 2, ημερομηνίας 7.12.2018. Οι εφεσείοντες έχουν δικαίωμα να καταχωρήσουν σημείωμα εμφάνισης εντός 20 ημερών από σήμερα. Κατά τα λοιπά, να ακολουθηθούν οι σε ισχύ για την υπόθεση Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας.

 

Τα πρωτόδικα έξοδα καθορίζονται να είναι στην πορεία της αγωγής.

 

Επιδικάζονται υπέρ των εφεσειόντων και εναντίον της εφεσίβλητης τα έξοδα της έφεσης τα οποία καθορίζονται στο ποσό των €2.500.- πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει.

 

 

 

                                                               Α. ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.

 

 

 

                                                                   Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

 

 

                                                                   Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο