ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ ‑ ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ.: 240/2023)

 

04 Σεπτεμβρίου 2024

 

 

[Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ/στες]

 

 

Θ. Δ.,

 

Εφεσείοντας/Αιτητής,

 

v.

 

Κ. Δ.,

 

Εφεσίβλητης/Καθ’ ης η Αίτηση.

 

____________________

 

 

Π. Αριστοτέλους, για τον Εφεσείοντα/Αιτητή.

Γ. Τσαρδελής και Κ. Διονυσίου για κ.κ. Ηλίας Νεοκλέους & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη/Καθ’ ης η Αίτηση.

 

ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από την Τουμαζή, Δ..

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

TOYMAZH, Δ.: Με την υπό κρίση έφεση προσβάλλεται η απόφαση του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ημερομηνίας 06.07.2023, με την οποία εξεδόθη το ακόλουθο διάταγμα:

 

«Ανατίθεται η φύλαξη και η φροντίδα των τέκνων των διαδίκων και στους δύο γονείς ανάλογα με ποιο γονέα θα διαμένουν τα τέκνα τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

Καθορίζεται ως τόπος διαμονής των τέκνων ο εκάστοτε τόπος διαμονής του γονέα με τον οποίο θα διαμένουν τα τέκνα τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

Θα ασκούνται από τους δύο γονείς από κοινού οι υπόλοιπες πτυχές της γονικής μέριμνας.

Καθορίζεται ως χρόνος παράδοσης των τέκνων από τον ένα γονέα στον άλλο γονέα κάθε Σάββατο η ώρα 10.00 το πρωί.

Καθορίζεται ως χρόνος έναρξης του διατάγματος το Σάββατο 8.7.2023.

Καθορίζεται ως τόπος παραλαβής και παράδοσης των τέκνων ο τόπος διαμονής του γονέα με τον οποίο θα βρίσκονται τα τέκνα τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο.

……………………………………………………………………………………....

Η ρύθμιση αυτή θα επαναλαμβάνεται κάθε Σάββατο η ώρα 10:00 το πρωί από εβδομάδα σε εβδομάδα ως ανωτέρω ορίζεται.»

 

Οι διάδικοι, πρώην σύζυγοι, από τον γάμο τους, απέκτησαν δύο παιδιά, τον Α. που γεννήθηκε το 2008 και τον Μ. που γεννήθηκε το 2014.

 

Ο εφεσείοντας ζητούσε, με την τροποποιημένη εναρκτήρια αίτησή του, την οποία καταχώρισε στο Οικογενειακό Δικαστήριο, την έκδοση διατάγματος με το οποίο να ανατίθεται σ' αυτόν η φύλαξη των τέκνων και η άσκηση της γονικής μέριμνας και να ρυθμίζεται το δικαίωμα  επικοινωνίας της εφεσίβλητης με τα τέκνα. Προέβαλε ότι η εφεσίβλητη ήτο αδιάφορη και ανίκανη να φροντίζει τα παιδιά και ότι κατανάλωνε μεγάλες ποσότητες αλκοόλ. Η εφεσίβλητη αμφισβήτησε, με την έκθεση υπεράσπισής της, την αξίωση του εφεσείοντα. Αρνήθηκε τη συμπεριφορά που της καταλόγισε, προέβαλε ότι ουδέποτε παραμέλησε τα τέκνα της και αντέτεινε ότι η βίαιη συμπεριφορά του εφεσείοντα αποτελούσε κίνδυνο για τα τέκνα. Με την ανταπαίτησή της, ζητούσε να ανατεθεί σ' αυτήν η φύλαξη των τέκνων και η άσκηση της γονικής μέριμνας και να ρυθμιστεί το δικαίωμα επικοινωνίας του εφεσείοντα. Στη συνέχεια, μέσω της ένορκης μαρτυρίας της, περιόρισε το αίτημα της στην από κοινού άσκηση της γονικής μέριμνας και φύλαξης των ανηλίκων εξ’ ημισείας.

 

Κατά την πρωτόδικη διαδικασία, έδωσαν μαρτυρία οι διάδικοι, δύο μάρτυρες για τον εφεσείοντα και η Λειτουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών (στο εξής η Λειτουργός). Με βάση, τις πρόνοιες του Άρθρου 6(3) του περί Σχέσεων Γονέων και Τέκνων Νόμου του 1990 (Ν. 216/90), το Δικαστήριο άκουσε τα παιδιά των διαδίκων και ζήτησε τη γνώμη τους σε σχέση με τα αιτήματα των γονέων τους. Αφού αξιολόγησε την ενώπιόν του μαρτυρία και με έρεισμα την ευημερία των παιδιών, το Δικαστήριο κατέληξε στην έκδοση του πιο πάνω διατάγματος.

  

Με την υπό κρίση έφεση, προσβάλλεται η απόφαση του Δικαστηρίου, για τους εξής λόγους:

 

«ΠΡΩΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη καθώς παραβιάζει το δικαίωμα στην δίκαιη δίκη του Αιτητή / Εφεσείοντα, ως κατοχυρώνεται στα άρθρα 6 της Ε.Σ.Δ.Α. και 30 του Συντάγματος, και την αρχή της ισότητας των όπλων.

 

ΔΕΥΤΕΡΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη καθώς παραβιάζει το δικαίωμα στην δίκαιη δίκη του Αιτητή / Εφεσείοντα, ως κατοχυρώνεται στα άρθρα 6 της Ε.Σ.Δ.Α. και 30 του Συντάγματος, και δεν απονεμήθηκε δικαιοσύνη σε εύλογο χρονικό διάστημα.

 

ΤΡΙΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη καθώς παραβιάζει το δικαίωμα στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή του Αιτητή / Εφεσείοντα και των ανήλικων τέκνων των διαδίκων, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 8 της Ε.Σ.Δ.Α. και στο άρθρο 15 του Συντάγματος.

 

ΤΕΤΑΡΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέληξε στο εύρημα, με βάση την μαρτυρία που παρουσιάστηκε κατά την ακρόαση, ότι τα ανήλικα τέκνα καθ’ όλον τον ουσιώδη χρόνο διαμένουν τις περισσότερες ημέρες της εβδομάδας με τον Αιτητή / Εφεσείοντα ο οποίος ασκεί αποκλειστικά την φύλαξη και φροντίδα αυτών.

 

ΠΕΜΠΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Εσφαλμένα το Πρωτόδικο Δικαστήριο με βάση τη μαρτυρία που παρουσιάστηκε ενώπιον του δεν κατέληξε στο εύρημα και/ή συμπέρασμα ότι η Καθ’ ης η Αίτηση / Εφεσίβλητη είναι ανίκανη, ακατάλληλη και επικίνδυνη να ασκεί την γονική μέριμνα και επιμέλεια και φύλαξη και φροντίδα των ανήλικων τέκνων.

 

ΕΚΤΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Η προσβαλλόμενη απόφαση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι εσφαλμένη, καθώς δεν φέρει την δέουσα αιτιολογία και/ή είναι αναιτιολόγητη.

 

ΕΒΔΟΜΟΣ ΛΟΓΟΣ ΕΦΕΣΗΣ

Η προσβαλλόμενη απόφαση είναι εσφαλμένη καθώς παραβιάζει το δικαίωμα του Αιτητή / Εφεσείοντα εις την μη υποβολή βασανιστηρίων και στην μη υποβολή σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση, ως κατοχυρώνεται στο άρθρο 3 της Ε.Σ.Δ.Α. και στο άρθρο 8 του Συντάγματος.»

 

Προτού ασχοληθούμε με την εξέταση των εγερθέντων ζητημάτων, θεωρούμε ορθό να επισημάνουμε πως δυνάμει του Άρθρου 5(1)(α) του Ν. 216/90, η γονική μέριμνα ασκείται από κοινού και από τους δύο γονείς.

 

Το Άρθρο 6 του Ν. 216/90 προνοεί τα ακόλουθα:

 

«6.—(1) Κάθε απόφαση των γονέων σχετικά με την άσκηση της γονικής μέριμνας πρέπει να αποβλέπει στο συμφέρον του τέκνου.

(2)(α) Στο συμφέρον του τέκνου πρέπει να αποβλέπει και η απόφαση του Δικαστηρίου όταν, κατά τις διατάξεις του νόμου, το Δικαστήριο αποφασίζει σχετικά με την ανάθεση της γονικής μέριμνας ή με τον τρόπο της άσκησης της.

(β) Η απόφαση του Δικαστηρίου πρέπει επίσης να σέβεται την ισότητα μεταξύ των γονέων και να μην κάνει διακρίσεις με βάση το φύλο, τη γλώσσα, τη θρησκεία, τις πεποιθήσεις, την ιθαγένεια, την εθνική ή κοινωνική προέλευση ή την περιουσία.

(3) Ανάλογα με την ωριμότητα του τέκνου και στο βαθμό που μπορεί να αντιληφθεί, πρέπει να ζητείται και να συνεκτιμάται η γνώμη του πριν από κάθε απόφαση σχετικά με τη γονική μέριμνα, εφόσον η απόφαση αφορά τα συμφέροντα του.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην απόφαση Στυλιανού v. Στυλιανού (1993) 1 Α.Α.Δ. 130 όπου τονίστηκε ότι στις υποθέσεις γονικής μέριμνας δεν υπάρχει το στοιχείο της αντιπαράθεσης μεταξύ των γονέων. Η διαδικασία έχει εξεταστικό χαρακτήρα με στόχο το συμφέρον του ανηλίκου.

 

Όπως λέχθηκε στην απόφαση Κκουφού v. Κκουφού (1997) 1 Α.Α.Δ. 1588:

 

«Η διαμόρφωση κρίσης πάνω σε θέματα γονικής μέριμνας είναι έργο λεπτό και σύνθετο.  Δεν είναι εγχείρημα που στοχεύει στην απόδοση ευθυνών ή στην επιβολή κύρωσης για μεμπτή συμπεριφορά. Γνώμονας είναι το συμφέρον του ανηλίκου και, κατά την εκτίμησή του, προσλαμβάνει σημασία το σύνολο των στοιχείων.»

 

Θεωρούμε ορθό, για σκοπούς καλύτερης κατανόησης των εγερθέντων θεμάτων, να ξεκινήσουμε με τον τέταρτο και τον  πέμπτο λόγο έφεσης, οι οποίοι θα εξεταστούν σε κοινό πλαίσιο, λόγω της συνάφειας τους.

 

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν κατέληξε στο εύρημα ότι αυτός είχε ουσιαστικά τη φύλαξη των παιδιών, εφόσον, κατά τον ισχυρισμό του, αυτά διέμεναν τον περισσότερο χρόνο μαζί του. Στην αιτιολογία του τέταρτου λόγου έφεσης, ο εφεσείοντας αναφέρει ότι παρόλο που στην έκθεση της Λειτουργού (Τεκμήριο 1), ημερομηνίας 11.04.2022, καταγράφεται ότι «οι ανήλικοι διανυκτερεύουν στον πατέρα τους σχεδόν σταθερά από Πέμπτη μέχρι Κυριακή ή από Τετάρτη μέχρι Σάββατο κατόπιν συνεννόησης των παιδιών με τη μητέρα τους και ενημέρωσης του πατέρα από τον Α.», εντούτοις, το Δικαστήριο αγνόησε αυτό το γεγονός. Σημειώνεται ότι ο ισχυρισμός της μητέρας ήτο ότι τα παιδιά διαμένουν μισές μέρες της εβδομάδας μαζί της και τις άλλες μισές με τον πατέρα τους. Με τον πέμπτο λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας προβάλλει ότι εσφαλμένα το Δικαστήριο δεν κατέληξε στο εύρημα ότι η εφεσίβλητη είναι ανίκανη και επικίνδυνη να ασκεί τη γονική μέριμνα και τη φύλαξη των παιδιών. Στο μεγαλύτερο μέρος της αιτιολογίας του πέμπτου λόγου έφεσης, ο εφεσείοντας επαναλαμβάνει ισχυρισμούς που προέβαλε στην έγγραφη μαρτυρία του με ένορκη δήλωση, προς υποστήριξη της θέσης του ότι η εφεσίβλητη είναι ανίκανη μητέρα. Οι ισχυρισμοί του αυτοί, θα έπρεπε να ληφθούν υπόψη, εφόσον, κατά τη θέση του, δεν αντεξετάστηκε επί τούτων. Υποστήριξε επίσης, ότι η γνώμη των παιδιών λαμβάνεται υπόψη, όμως δεν θα έπρεπε να ήτο καθοριστική στην κρίση του Δικαστηρίου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, προς τον σκοπό καθορισμού των συμφερόντων των ανηλίκων, έδωσε οδηγίες όπως ετοιμαστεί έκθεση από αρμόδιο Λειτουργό (βλ. Δαμιανού v. Δαμιανού και άλλης (1989) 1 (Ε) Α.Α.Δ. 29). Αναφορικά με τη μαρτυρία και την έκθεση της Λειτουργού, το Δικαστήριο κατέγραψε τα ακόλουθα:

 

«Στην έκθεση της αναφέρεται στο πρόγραμμα που ακολουθείται όσο αφορά τη διανυκτέρευση των παιδιών με τους γονείς τους. Διανυκτερεύουν στο σπίτι του πατέρα τους από την Πέμπτη μέχρι την Κυριακή ή από την Τετάρτη μέχρι το Σάββατο κατόπιν συνεννόησης των παιδιών με τη μητέρα τους και ενημέρωσης του πατέρα από το μεγαλύτερο παιδί, τον Α.

Αναφέρεται ότι ενημερώθηκε από τους διευθυντές των σχολείων που φοιτούν τα παιδιά ότι προσέρχονται καθημερινά στο σχολείο «φροντισμένα, περιποιημένα και διαβασμένα, ωστόσο όταν διαμένουν μαζί με τον πατέρα παρατηρήθηκε ότι προσέρχονται πιο επιμελημένα σε σχέση με όταν τους παραδίδει η μητέρα».

Αναφέρεται ότι μεταξύ της μητέρας και των παιδιών «υπάρχει καλή και τρυφερή σχέση» και «μιλούσε στα παιδιά της με νοιάξιμο και ενδιαφέρον ενώ φαινόταν να τους οριοθετεί με τρόπους κατάλληλους για την ηλικία τους». Καθώς και ότι «η μητέρα μεριμνά για να παρέχει στους ανηλίκους διάφορα ερεθίσματα τόσο σε εξωσχολικές δραστηριότητες όσο και σε οικογενειακές εκδρομές και εξορμήσεις».

Αναφέρεται στη συνέχεια ότι μεταξύ του πατέρα και των παιδιών «υπάρχει στενός συναισθηματικός δεσμός» και κατά τις επισκέψεις της στο σπίτι του πατέρα «οι ανήλικοι φαίνονταν αρκετά προσαρμοσμένοι, χαρούμενοι να απολαμβάνουν το χρόνο τους στο σπίτι του πατέρα και να είναι άνετοι».

Κατέληξε στην εισήγηση της η Λειτουργός Κοινωνικών Υπηρεσιών στα ακόλουθα:

«....έχει διαπιστωθεί ότι οι ανήλικοι τυγχάνουν ικανοποιητικής φυσικής φροντίδας και από τους δύο γονείς, ενώ φάνηκε να έχουν καλές σχέσεις μαζί τους και στενό συναισθηματικό δεσμό. Ωστόσο έχει διαφανεί ότι ο πατέρας έχει πιο στενή συνεργασία με το σχολείο και επιδεικνύει πιο έντονο ενδιαφέρον για την πρόοδο των παιδιών σε σχέση με τη μητέρα. Από την πλευρά της η μητέρα φαίνεται να ασχολείται περισσότερο με την κοινωνικοποίηση και τις εξωσχολικές δραστηριότητες των παιδιών. Παρόλο που οι γονείς δεν διατηρούν καμιά επικοινωνία μετά το χωρισμό τους, εντούτοις δεν παρουσιάστηκε κανένα πρόβλημα σχετικά με τη λήψη οποιασδήποτε από κοινού απόφασης που αφορά τα παιδιά.

Όσο αφορά το επίδικο θέμα, ο ανήλικος Α. εξέφρασε την επιθυμία του να διαμένει μισές ημέρες με τον πατέρα του και μισές μέρες με τη μητέρα του. Από την πλευρά του ο ανήλικος Μ., λόγω της ηλικίας του, της ανωριμότητας του χαρακτήρα του και τη δυσκολία του να συνεργαστεί με τη Λειτουργό δεν ήταν σε θέση να αναφέρει ξεκάθαρα τη θέση του για το ζήτημα αυτό.

Λαμβάνοντας υπόψη τα δεδομένα και τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της περίπτωσης, όπως το γεγονός ότι και οι δύο γονείς έχουν καλά στοιχεία στο γονικό τους ρόλο και μπορούν να φροντίσουν τα παιδιά κατάλληλα, όπως επίσης το γεγονός ότι το προαναφερόμενο πρόγραμμα τηρείται άτυπα για σχεδόν δύο χρόνια και φαίνεται να λειτουργεί, ενώ η ισότιμη επικοινωνία είναι κάτι το οποίο φαίνεται να θέλει ιδιαίτερα ο 14χρόνος Α., συστήνεται όπως στην παρούσα φάση τα παιδιά διατηρούν ίση επικοινωνία με τους γονείς τους και η φροντίδα και φύλαξη τους να ανατίθεται στον γονέα με τον οποίο έχουν επικοινωνία τη συγκεκριμένη περίοδο. Παράλληλα εισηγούμαστε όπως η επιμέλεια και η γονική μέριμνα ασκείται από κοινού.»»

 

Η πρωτόδικη Δικαστής αναφέρθηκε, επίσης, στο γεγονός ότι, στα πλαίσια της έρευνας της Λειτουργού και λόγω του ότι υπήρχαν, μεταξύ των γονέων, αμφισβητήσεις για την ψυχική υγεία του έτερου γονέα, οι διάδικοι παραπέμφθηκαν για ψυχολογική αξιολόγηση σε ψυχολόγο, τα ευρήματα της οποίας ήταν τα ακόλουθα:

 

«Η ψυχολόγος αναφέρεται στην έκθεση ψυχολογικής αξιολόγησης για τη μητέρα ότι «δεν πληρούσε κριτήρια ψυχικής διαταραχής, παρότι εντοπίστηκαν κάποια στοιχεία διαταραχών προσωπικότητας κυρίως με ναρκισσιστικό περιεχόμενο». Αναφέρεται στην έκθεση ψυχολογικής αξιολόγησης για τον πατέρα ότι «διαγνώστηκε με μείζονα καταθλιπτική διαταραχή με μερική ύφεση και ιδεοψυχαναγκαστική διαταραχή προσωπικότητας» και του συστήθηκε να λάβει κλινική ψυχολογική φροντίδα και/ή ψυχιατρική για την αντιμετώπιση της μείζονος καταθλιπτικής διαταραχής. Συστήθηκε και στους δύο γονείς να λάβουν συμβουλευτική στήριξη για το γονικό ρόλο τους και τον τερματισμό της αντιπαλότητας μεταξύ τους ως γονείς.»

 

Ως προς τη γνώμη των ανηλίκων, το Δικαστήριο υπέμνησε, τα εξής:

 

«Τα τέκνα των διαδίκων είναι ο Α. 15 ετών και ο Μ. 8 ετών. Κλήθηκαν από το Δικαστήριο σε συνομιλία με βάση το άρθρο 6(3) του Νόμου. Ακούστηκαν ξεχωριστά για τη γνώμη τους σχετικά με τη γονική μέριμνα. Ο Α. είπε στη συνομιλία που είχα μαζί του, όσο αφορά το πρόγραμμα που ακολουθούν να διαμένουν με τον πατέρα και τη μητέρα, « Το προτιμώ αυτό παρά να είμαι με τον ένα γονιό ή τον άλλο γονιό, δεν έχω τίποτε άλλο να πω, είναι η μόνη επιλογή που έχω». Καθώς και ότι του αρέσει τόσο όταν περνά χρόνο με τον πατέρα όσο και όταν περνά χρόνο με τη μητέρα. Ο Μ. είπε για το πρόγραμμα επικοινωνίας που ακολουθείται ότι δεν θέλει να αλλάξει και «είναι καλά έτσι που είναι.»

 

Το Δικαστήριο, στην απόφασή του, αναφέρθηκε στα αρνητικά συναισθήματα που τρέφει ο ένας γονέας προς τον άλλο και στη θέση τους  ότι ο έτερος γονέας είναι ανίκανος να ασκήσει τον γονικό του ρόλο. Το συμπέρασμα του Δικαστηρίου ήτο το ακόλουθο:

 

«Δεν διαπίστωσα ότι ο ένας γονέας είναι πιο ικανός από τον άλλο γονέα στην άσκηση του γονικού του ρόλου, και ενόψει των ανωτέρω, καταλήγω λαμβάνοντας υπόψη και την εισήγηση της Λειτουργού Κοινωνικών Υπηρεσιών όπως τεκμηριώνεται στην έκθεση που κατέθεσε στο Δικαστήριο, ότι είναι προς το συμφέρον των τέκνων των διαδίκων να ανατεθεί η φύλαξη και η φροντίδα τους και στους δύο γονείς και να καθοριστεί ως τόπος διαμονής τους ο εκάστοτε τόπος διαμονής του γονέα με τον οποίο θα βρίσκονται.

 

Κρίνω σκόπιμο να προβώ σε σύσταση προς τους γονείς να αφήσουν τα συναισθήματα θυμού και απόρριψης που έχουν ο ένας για τον άλλο και να συνεργαστούν για την άσκηση του γονικού ρόλου από κοινού για το συμφέρον των τέκνων τους. Τα παιδιά δεν ανήκουν στους γονείς τους. Χρειάζονται την αγάπη και τη στοργή και των δύο για να «πετάξουν».

 

Το συμφέρον των τέκνων των διαδίκων όπως είχα την ευκαιρία να διαπιστώσω από τη συνομιλία που είχα μαζί τους είναι να μεγαλώνουν και με τους δύο γονείς τους.»

   

Προκύπτει, από το σύνολο της απόφασης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο συνεκτίμησε όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του.  Έλαβε υπόψη τους εκατέρωθεν ισχυρισμούς και τις κατηγορίες που προέβαλε ο ένας γονέας εναντίον του άλλου, κατέληξε όμως ότι δεν ήταν ο ένας γονέας πιο ικανός από τον άλλο.  Επισημαίνουμε ότι οι ισχυρισμοί του εφεσείοντα δεν παρέμειναν αναντίλεκτοι, ως προέβαλε. Υπήρξε αντεξέταση του ιδίου επί των ισχυρισμών του για ανικανότητα της εφεσίβλητης ως γονέα, ως επίσης και αντίθετη μαρτυρία από την ίδια την εφεσίβλητη. Τονίζουμε, επίσης, ότι είναι νομολογημένο ότι η έφεση δεν αποτελεί δεύτερη ευκαιρία για επανεκτίμηση της μαρτυρίας, όπως ουσιαστικά ζητείται με την παρούσα έφεση. Όπως λέχθηκε στην Ξιούρος v. Κωνσταντίνου, Έφεση Αρ. 7/2016, ημερομηνίας 5.12.2019, ECLI:CY:DOD:2019:17: «Η έφεση δεν αποτελεί δεύτερη δίκη. Η κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων και η διαπίστωση των πρωτογενών γεγονότων, είναι έργο που ανάγεται στην αρμοδιότητα του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο είναι σε εξέχουσα θέση να αξιολογήσει την αξιοπιστία των μαρτύρων».

  

    Ένας άλλος παράγοντας που έλαβε υπόψη το Δικαστήριο είναι και η έκθεση της Λειτουργού και οι διαπιστώσεις της ότι τα ανήλικα τυγχάνουν ικανοποιητικής φροντίδας και από τους δύο γονείς και ότι και τα δύο ανήλικα έχουν στενό συναισθηματικό δεσμό μαζί τους. Το Δικαστήριο έλαβε, επίσης, υπόψη το γεγονός ότι, με άτυπη συμφωνημένη ρύθμιση μεταξύ των γονέων, τα παιδιά έχουν επικοινωνία και διανυκτερεύουν κατά τη διάρκεια της βδομάδας και με τους δύο γονείς.

 

      Επιπροσθέτως, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, ο εφεσείοντας προέβαλε ότι η γνώμη των παιδιών δεν θα έπρεπε να είχε καθοριστική σημασία. Σύμφωνα, με τη νομολογία, η γνώμη του παιδιού έχει βαρύνουσα σημασία, συνεπώς η βούλησή του, αναλόγως της ωριμότητάς του, πρέπει να αναζητείται και να συνεκτιμάται. Όσο μεγαλώνει το παιδί, ανάλογα μεγαλύτερη και βαρύνουσα καθίσταται η γνώμη του (βλ. Στυλιανού v. Στυλιανού (ανωτέρω)). Στην προκειμένη περίπτωση, διαφάνηκε από τη συνομιλία που είχε το πρωτόδικο Δικαστήριο με τα παιδιά, που ας σημειωθεί τότε το μεγαλύτερο παιδί, ο Α., ήτο 15 χρονών, ότι εκφράστηκαν θετικά και για τους δύο γονείς, με τον Α. να επιθυμεί να διαμένει μισές μέρες με τον ένα γονέα και τις άλλες μισές με τον άλλο και τον Μ. να μην εναντιώνεται σε τέτοια ρύθμιση.  Δεν διαφάνηκε να υπάρχει ίχνος αρνητικών συναισθημάτων για τη μητέρα τους.  Κρίνουμε ότι η γνώμη των παιδιών αξιολογήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο στο σωστό πλαίσιο. Κρίνουμε, περαιτέρω, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο άσκησε ορθά τη διακριτική του ευχέρεια, αφού συνεκτίμησε όλα τα στοιχεία που είχε ενώπιόν του, έχοντας ως οδηγό στην κρίση του, το συμφέρον των τέκνων που σύμφωνα με τη νομολογία είναι η ύψιστη αρχή που θα πρέπει το Δικαστήριο να έχει πάντα υπόψη σε τέτοιες υποθέσεις (βλ. Ιακωβίδης v. Ιακωβίδου (2000) 1 Α.Α.Δ. 1108).  Δεν θεωρούμε ότι υπάρχει περιθώριο επέμβασης.

 

    Ο τέταρτος και ο πέμπτος λόγος έφεσης απορρίπτονται.

 

    Με τον πρώτο και τον δεύτερο λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας προβάλλει ότι παραβιάστηκε το δικαίωμά του για δίκαιη δίκη, κατά παράβαση του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (ΕΣΔΑ), του Άρθρου 30 του Συντάγματος και της αρχής της ισότητας των όπλων. Προβάλλει, επίσης, ότι δεν απονεμήθηκε δικαιοσύνη σε εύλογο χρόνο. Το παράπονό του ήτο ότι ενώ στις 13.12.2022, ημερομηνία αντεξέτασης του εφεσείοντα και των μαρτύρων του, το πρωτόδικο Δικαστήριο φρόντισε να υπάρχει στενοτυπίστρια, στις 30.11.2022, ημερομηνία αντεξέτασης της Λειτουργού και στις 24.01.2023, ημερομηνία αντεξέτασης της εφεσίβλητης, αδικαιολόγητα δεν μερίμνησε να υπάρχει στενοτυπίστρια. Υποστήριξε ότι ζήτησε τα πρακτικά ημερομηνίας 30.11.2022 και 24.01.2023, όμως δεν του δόθηκαν και επομένως στερήθηκε της δυνατότητας να προβεί στον δέοντα σχολιασμό της μαρτυρίας στην γραπτή αγόρευση του, εφόσον εκπροσωπείτο από μικρό δικηγορικό γραφείο με ένα δικηγόρο, σ' αντίθεση με την εφεσίβλητη, η οποία  εκπροσωπείτο από μεγάλο δικηγορικό γραφείο, με δύο δικηγόρους κατά τη δίκη, οι οποίοι θα μπορούσαν να πάρουν σημειώσεις.

 

    Έχουμε διεξέλθει των πρακτικών της υπόθεσης και δεν έχουμε εντοπίσει να έγινε οποιοδήποτε παράπονο από τον εφεσείοντα, κατά την πρωτόδικη διαδικασία, περί τούτου. Διαπιστώσαμε, επίσης, ότι κατά τις ημερομηνίες 30.01.2022 και 24.01.2023 υπήρχε στενογράφος για την τήρηση των πρακτικών. Ο εφεσείοντας γνώριζε τη μαρτυρία της Λειτουργού όπως προέκυπτε από την έκθεση, όσο και της εφεσίβλητης η οποία κατατέθηκε με ένορκο δήλωση, επομένως ήτο ευχερής η προετοιμασία, εκ μέρους της πλευράς του, των ερωτήσεων της αντεξέτασης. Ο εφεσείοντας ήτο παρών σε κάθε δικάσιμο και εκπροσωπείτο από δικηγόρο, συνεπώς τόσο ο ίδιος όσο και ο δικηγόρος του άκουσαν τις απαντήσεις της Λειτουργού και της εφεσίβλητης κατά την αντεξέταση. Σημειώνουμε, περαιτέρω, ότι η Λειτουργός, δεν είναι μάρτυρας των διαδίκων, αλλά καλείται από το ίδιο το Δικαστήριο προς υποβοήθηση του έργου του.  Συνεπώς, ο τρόπος τήρησης πρακτικών αφορούσε και τους δύο διαδίκους. Η άμεση δε παράδοση των αποστενογραφημένων πρακτικών της δίκης δεν ήτο επιτακτική, τη στιγμή μάλιστα που ο εφεσείοντας εκπροσωπείτο από δικηγόρο και συγκεκριμένα τον ίδιο δικηγόρο καθ’ όλη την ακροαματική διαδικασία, ο οποίος ήτο ο δικηγόρος της επιλογής του. Το βάρος απόδειξης για παραβίαση ανθρώπινου ή συνταγματικού δικαιώματος το φέρει ο εφεσείοντας, ο οποίος απέτυχε να αποδείξει τέτοια παραβίαση δικαιωμάτων.

 

    Ο εφεσείοντας, περαιτέρω, προβάλλει ότι υπήρξε αδικαιολόγητη καθυστέρηση στην ολοκλήρωση της διαδικασίας. Ήτο η θέση του ότι, ενώ τα δικόγραφα συμπληρώθηκαν στις 16.05.2019, η ακρόαση της υπόθεσης ξεκίνησε με αδικαιολόγητη καθυστέρηση στις 30.11.2022 και ολοκληρώθηκε στις 06.07.2023 με την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης. Η υπέρμετρη και αδικαιολόγητη αυτή καθυστέρηση είχε ως αποτέλεσμα τη μη διάγνωση των δικαιωμάτων του και των δικαιωμάτων των ανηλίκων σε εύλογο χρονικό διάστημα.

 

Η απονομή της δικαιοσύνης μέσα σε εύλογο χρόνο, η οποία διασφαλίζεται από το Άρθρο 30.2 του Συντάγματος συνιστά θεμελιώδες ανθρώπινο δικαίωμα (βλ. Παπακόκκινου v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας Λτδ (2007) 1 Α.Α.Δ. 1357).

 

Από τη μελέτη του πρωτόδικου φακέλου της υπόθεσης, διαπιστώσαμε ότι υπήρχαν κάποιοι λόγοι καθυστέρησης οι οποίοι οφείλοντο στην πανδημία, αλλά και στον ίδιο τον εφεσείοντα o οποίος τροποποίησε την αίτηση του δύο φορές και σε μεταγενέστερο στάδιο, έκανε αίτηση τροποποίησης η οποία οδηγήθηκε σε ακρόαση και απερρίφθη,  με απόφαση του Δικαστηρίου. Επίσης, προκλήθηκε καθυστέρηση και από την απόρριψη της κυρίως αίτησης του εφεσείοντα λόγω μη εμφάνισης του και τη μετέπειτα αίτηση του για επαναφορά. Περαιτέρω, ο εφεσείοντας άλλαξε τρεις φορές δικηγόρο. Σημειώνουμε επίσης ότι από την επιφύλαξη της απόφασης από το Δικαστήριο στις 07.04.2023, φαίνεται να μην υπάρχει καθυστέρηση εκ μέρους του Δικαστηρίου, εφόσον αυτή εκδόθηκε στις 06.07.2023. Λαμβάνοντας υπόψη όλες τις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν διαπιστώνουμε ότι η διαδικασία είχε υπερβολική διάρκεια, τέτοια που να συνιστά παραβίαση ανθρώπινου ή συνταγματικού δικαιώματος του εφεσείοντα. Ούτε φαίνεται να στερήθηκε οποιοδήποτε δικαίωμα του ως γονέας, κατά τη διάρκεια της δικαστικής διαδικασίας, εφόσον έβλεπε τα παιδιά του τακτικά και μάλιστα σύμφωνα με τους ισχυρισμούς του τα τελευταία δύο χρόνια είχε αυτός ουσιαστικά τη φύλαξη των παιδιών, εφόσον διέμεναν μαζί του περισσότερες μέρες απ’ ότι με τη μητέρα τους.

 

Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτονται.

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης ο εφεσείοντας παραπονείται ότι έχει παραβιαστεί το δικαίωμα σεβασμού της ιδιωτικής και οικογενειακής του ζωής, το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και το Άρθρο 15 του Συντάγματος. Δεν συμφωνούμε με τη θέση αυτή. Όπως αναφέρθηκε πιο πάνω, το Δικαστήριο, με γνώμονα το συμφέρον των ανηλίκων, έλαβε υπόψη το σύνολο των στοιχείων που είχε ενώπιον του. Το εκδοθέν πρόγραμμα, εξάλλου, δεν διαφέρει κατά πολύ από τη διευθέτηση που είχαν άτυπα οι διάδικοι, με βάση την οποία υπήρχε εκτενής επικοινωνία του κάθε γονέα με τα παιδιά του.  Η ισχυριζόμενη παραβίαση των πιο πάνω δικαιωμάτων παρέμεινε, κατά την κρίση μας, αναπόδεικτη. 

 

Ο τρίτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον έκτο λόγο έφεσης, ο εφεσείοντας προβάλλει ότι η πρωτόδικη απόφαση είναι εσφαλμένη καθ' ότι δεν φέρει τη δέουσα αιτιολογία. Στην αιτιολογία του λόγου έφεσης επεξηγεί ότι το Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως και οι δύο γονείς είναι ικανοί, χωρίς να αξιολογήσει τη μαρτυρία του ιδίου και των μαρτύρων του και τη μαρτυρία της εφεσίβλητης και να τις αντιπαραβάλει με τη μαρτυρία της Λειτουργού.

 

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση του εφεσείοντα. Προκύπτει ξεκάθαρα από την απόφαση ποια είναι τα στοιχεία μαρτυρίας που έλαβε υπόψη το Δικαστήριο για να καταλήξει στα συμπεράσματα του. Η συνοπτική ενασχόληση με τη μαρτυρία των δύο μαρτύρων του εφεσείοντα, δεν επηρεάζει την ορθότητα του αποτελέσματος της απόφασης. Το Δικαστήριο, εξάλλου, εξήγησε ότι μέρος της μαρτυρίας των δύο μαρτύρων ήτο άσχετο με τα γεγονότα.

 

Κρίνουμε ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν δικαιολογημένα και η απόφαση ήτο επαρκώς αιτιολογημένη. Ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον έβδομο λόγο ο εφεσείοντας διαμαρτύρεται ότι παραβιάστηκε το δικαίωμα του στη μη υποβολή βασανιστηρίων και στη μη υποβολή σε απάνθρωπη και εξευτελιστική μεταχείριση με βάση το Άρθρο 3 της ΕΣΔΑ και στο Άρθρο 8 του Συντάγματος. Το παράπονο του εφεσείοντα είναι ανεδαφικό και ανυπόστατο. Σε κανένα στάδιο της διαδικασίας δεν προκύπτει ότι ο εφεσείοντας υπεβλήθη σε βασανιστήρια ή απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση.


Ο έβδομος λόγος έφεσης απορρίπτεται. 

 

Συνακόλουθα, η έφεση απορρίπτεται. Η πρωτόδικη απόφαση επικυρώνεται.

 

Επιδικάζονται €2.400,00 έξοδα πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει, εναντίον του εφεσείοντα και υπέρ της εφεσίβλητης.

 

 

Δ. ΚΙΤΣΙΟΣ, Δ.

 

 

Μ. ΑΜΠΙΖΑΣ, Δ.

 

 

Μ. ΤΟΥΜΑΖΗ, Δ.

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο