ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                               

(Πολιτική Έφεση Αρ. 108/2015)

 

31 Ιανουαρίου, 2024

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

ΚΑMBALDA LTD

                                               Εφεσείουσα,

ν.

 

1.    ANDREA JANE CORBETT

2.    ΤΑΣΟΥ ΘΕΟΔΟΣΙΟΥ

                                                                        Εφεσίβλητων.

……………………

Γ. Πιττάτζιης, για Γιώργος Φ. Πιττάτζιης Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Α. Κλαΐδη (κα), για T.T.C. Temple Court Chambers και Γ. Μιντή, για τους Εφεσίβλητους.

...............

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και

 θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης με την οποία η αγωγή απερρίφθη στη βάση του ότι η Εφεσείουσα δεν απέσεισε το βάρος απόδειξης της απαίτησης της.

 

Η Εφεσείουσα εταιρεία αξίωνε το ποσό των €32.735,70 το οποίο κατ’ ισχυρισμό της αντιπροσώπευε το ποσό των στοιχημάτων στα οποία ο Εφεσίβλητος προέβη στο πρακτορείο στοιχημάτων της, μέσω της Εφεσίβλητης, τότε υπάλληλου στο πρακτορείο, χωρίς τη συγκατάθεση της Εφεσείουσας η οποία ρητώς απαγόρευε την παροχή πιστώσεων για στοιχήματα. Η Εφεσείουσα διεκδίκησε το εν λόγω ποσό ως ποσό το οποίο ιδιοποιήθηκαν οι Εφεσίβλητοι στα πλαίσια απάτης εις βάρος της και ή ως ζημιά προκληθείσα συνεπεία αμέλειας της Εφεσίβλητης.

Η Εφεσίβλητη καταχώρισε υπεράσπιση και ανταπαίτηση διεκδικώντας οφειλόμενους κατ’  ισχυρισμό μισθούς. Ο Εφεσίβλητος καταχώρισε ξεχωριστή υπεράσπιση.

Κατά την ακρόαση ο μοναδικός μάρτυρας ήταν ο διευθυντής της Εφεσείουσας, ενώ οι Εφεσίβλητοι δεν προσκόμισαν μαρτυρία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τόσο την απαίτηση όσο και την ανταπαίτηση.

Θεωρούμε ορθότερο να εξετάσουμε πρώτα τους λόγους έφεσης οι οποίοι αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι παρέλειψε να αξιολογήσει τη δικογραφημένη θέση της Εφεσίβλητης  και τη μαρτυρία πως η πίστωση που η Εφεσίβλητη έδωσε στον Εφεσίβλητο ήταν εν γνώσει της Εφεσείουσας καθότι η Εφεσίβλητη είχε ενημερώσει τον διευθυντή της Εφεσείουσας ότι του είχε δώσει πίστωση για το επίδικο ποσό.

Έχει επανειλημμένα τονισθεί πως το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στον τρόπο αξιολόγησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Εργοληπτική Εταιρεία Αμφιάραος Λτδ v. Mikeilov, Πολ. Έφ. Αρ. 173/12, ημερ. 28.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:A421, είναι διαφωτιστικό:

«Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι ο τρόπος που αξιολογούνται οι μάρτυρες, αποτελεί ένα από τα πρωταρχικά καθήκοντα του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο είναι σε πλεονεκτική θέση να παρακολουθεί τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δικαστικής αίθουσας με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα (βλ. Μάρκαρη ν. Παρασκευά (2012) 1 (Β) ΑΑΔ 1493, Τσιαττές ν. Κ. Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1B ΑΑΔ 974 και Γρηγόρης Ιωαννίδης ν. Γεώργιου Χαραλαμπίδη, Πολ. Εφ. 336/2012, ημ. 10/7/2018, ECLI:CY:AD:2018:A352).Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στον τρόπο που το δικαστήριο αξιολογεί την αξιοπιστία των μαρτύρων (βλ. Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1E ΑΑΔ 691 και Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1ΑΑΔ 339). Αυτό γίνεται όταν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής. (βλ. Γιάλλουρος ν. Ψύλλου (2009) 1 ΑΑΔ 1552 και Δήμος Παπαδόπουλος ν. Σωτήρη Παναγιώτου Κο Λίμιτεδ, Πολ. Έφ. 399/11, ημ. 15/11/17), ECLI:CY:AD:2017:A402.»

      Οι ίδιες αρχές υιοθετήθηκαν στην πιο πρόσφατη υπόθεση S. K. Master Developments Ltd v. Κυρατζή κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 49/15, ημερ. 22.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:A215.

Θεωρούμε αβάσιμο αυτόν τον λόγο. Κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι στην υπεράσπιση της η Εφεσίβλητη αποδέχεται το ποσό της πίστωσης, σε αντιδιαστολή με τον Εφεσίβλητο ο οποίος αμφισβήτησε τόσο την ταυτότητα του προσώπου που στοιχημάτιζε επί πιστώσει όσο και το ύψος του ποσού της κατ’  ισχυρισμό πίστωσης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε και στον δικογραφημένο ισχυρισμό της Εφεσίβλητης ότι είναι εν γνώσει και κατόπιν οδηγιών της Εφεσείουσας που έδινε πίστωση στον Εφεσίβλητο. Σημειώνουμε πως ουδέποτε ετέθη ζήτημα στα πλαίσια της μαρτυρίας του διευθυντή της Εφεσείουσας ότι η ίδια η Εφεσίβλητη τον είχε ενημερώσει για την πίστωση, ως αναφέρεται στον δεύτερο λόγο έφεσης. Εκείνο το οποίο τέθηκε στην αντεξέταση του από τον δικηγόρο της Εφεσίβλητης ήταν μόνο η δικογραφημένη της θέση πως ο ίδιος της είχε δώσει προφορικά άδεια για να δέχεται στοιχήματα επί πιστώσει από τον Εφεσίβλητο, την οποία αυτός αρνήθηκε.

Ο Εφεσίβλητος, στη δική του υπεράσπιση, προέβαλε εντελώς διαφορετικούς ισχυρισμούς, ήτοι πως ουδέποτε στοιχημάτισε επί πιστώσει, πάντοτε πλήρωνε τοις μετρητοίς, απορρίπτοντας τους ισχυρισμούς της Εφεσείουσας ως αποκύημα της φαντασίας της και τις θέσεις της περί συνεργασίας του με την Εφεσίβλητη. Αυτές ήταν και οι θέσεις που προβλήθηκαν από τον δικηγόρο του Εφεσίβλητου κατά την αντεξέταση του μάρτυρα, ο οποίος και τις αρνήθηκε.

Εδώ αναφέρουμε πως δεν συμμεριζόμαστε τη θέση της Εφεσείουσας ότι ο Εφεσίβλητος, στην υπεράσπιση του, δέχθηκε πως προέβη στα επίδικα στοιχήματα. Η παραδοχή του περιορίστηκε μόνο στο ότι πάντοτε στοιχημάτιζε τοις μετρητοίς, αρνούμενος ότι τα στοιχήματα ανέρχονταν στο αξιούμενο ποσό.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε ορθά την ενώπιον του μαρτυρία. Η παραδοχή της Εφεσίβλητης για το ποσό της πίστωσης που παραχωρήθηκε στον Εφεσίβλητο λήφθηκε μεν υπόψη, αλλά δεν ήταν ικανή να καταδείξει αφενός τις συνθήκες υπό τις οποίες επετράπη στον Εφεσίβλητο να στοιχηματίζει επί πιστώσει και κυρίως την όλη συμπεριφορά της Εφεσίβλητης και την τυχόν συνεννόηση της με τον Εφεσίβλητο γι’ αυτό το ζήτημα. Επομένως, η εν λόγω παραδοχή της Εφεσίβλητης και το σύνολο της μαρτυρίας του διευθυντή της Εφεσείουσας δεν επέτρεπαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο να αποδεχθεί, δίχως άλλο, τις δικογραφημένες θέσεις της Εφεσίβλητης και να καταλήξει σε ασφαλή ευρήματα αναφορικά με το όλο πλαίσιο των γεγονότων σε σχέση με την ίδια την Εφεσίβλητη. Ο Εφεσίβλητος προέβαλε διαφορετικές θέσεις οι οποίες, ιδωμένες μέσα από το σύνολο της μαρτυρίας του διευθυντή της Εφεσείουσας, και πάλι δεν ήταν ικανές να οδηγήσουν το πρωτόδικο Δικαστήριο σε συμπεράσματα ως προς το σύνολο των γεγονότων που αφορούσαν στη συμπεριφορά του Εφεσίβλητου.

Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ορθή αξιολόγηση του συνόλου της μαρτυρίας του διευθυντή της Εφεσείουσας και δικαιολογημένα διαπίστωσε πως, εκτός των παραδεκτών ισχυρισμών της Εφεσείουσας, οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί στερούνταν πειστικότητας και μη επαρκούς τεκμηρίωσης για να μπορέσουν να το οδηγήσουν σε ασφαλή συμπεράσματα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με διάφορα ζητήματα, το σημαντικότερο και καθοριστικό των οποίων αφορούσε το αμφισβητούμενο από τον Εφεσίβλητο και επίδικο ζήτημα του προσώπου που προέβη στα στοιχήματα και του ύψους του ποσού. Επί τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στη μαρτυρία του διευθυντή της Εφεσείουσας αντιπαραβάλλοντας τις θέσεις του στην αντεξέταση του από τον κάθε δικηγόρο των Εφεσίβλητων και καταλήγοντας ότι αυτή ήταν γενική, αόριστη και αντιφατική. Αυτή η κατάληξη του ήταν εύλογη καθότι, όπως επισημαίνει το πρωτόδικο Δικαστήριο, στην αντεξέταση του από την Εφεσίβλητη ο μάρτυρας δέχθηκε πως για κάθε στοίχημα τυπωνόταν απόδειξη του στοιχήματος στην οποία δεν αναγράφεται το όνομα του πελάτη, ενώ στην αντεξέταση του από τον Εφεσίβλητο είπε ότι δεν κατείχε τέτοιες αποδείξεις για τον χρόνο κατά τον οποίο αποδίδεται ότι ο Εφεσίβλητος στοιχημάτισε στο πρακτορείο της Εφεσείουσας. Στην αντεξέταση του από τον Εφεσίβλητο, ανέφερε ως μόνη πηγή γνώσης του για το ποσό των στοιχημάτων στα οποία κατ’  ισχυρισμό προέβη ο Εφεσίβλητος, την πληροφόρηση που έλαβε από την Εφεσίβλητη, θέση η οποία παρέμεινε παντελώς αόριστη και ατεκμηρίωτη. Επιπλέον το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς θεώρησε πως αυτή η θέση δεν μπορούσε να γίνει πιστευτή εφόσον ο μάρτυρας αποδίδει στην Εφεσίβλητη κακοπιστία, κατάχρηση και δόλια συμπεριφορά. Γι’  αυτό, ήταν εύλογο για το πρωτόδικο Δικαστήριο να θεωρήσει πως τελικώς παρέμεινε αναπάντητο το ερώτημα πώς ο μάρτυρας γνώριζε ότι ο Εφεσίβλητος προέβη στα στοιχήματα, από τη στιγμή που δέχθηκε ότι δεν μπορούσε να καθορίσει σε ποια στοιχήματα προέβη ο Εφεσίβλητος με βάση τις αποδείξεις του συγκεκριμένου χρόνου εφόσον τότε στοιχημάτισαν και άλλοι πελάτες. Σαφώς πρόκειται για μαρτυρία η οποία ήταν παντελώς γενική, αόριστη, ασαφής και προερχόταν από απλή πληροφόρηση από την ίδια την Εφεσίβλητη, στην οποία ο ίδιος επιρρίπτει κακοπιστία και απάτη εις βάρος της Εφεσείουσας. Επομένως, ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε αυτή τη μαρτυρία ως αξιόπιστη και ορθώς έκρινε ότι υπό τις περιστάσεις ήταν αναγκαία η παρουσίαση μαρτυρίας που να υποστηρίζει τις θέσεις της Εφεσείουσας. Βασικά η μαρτυρία του διευθυντή της αφορούσε μια αόριστη και αντιφατική εκδοχή, και χωρίς οποιαδήποτε προσωπική γνώση και εμπλοκή του ιδίου, στηριζόμενη μόνο στα όσα τον ενημέρωσε η Εφεσίβλητη και χωρίς οποιαδήποτε τεκμηρίωση.

Η διαπίστωση μας αυτή, καθιστά αβάσιμο και τον τέταρτο λόγο έφεσης, ο οποίος αφορά στο ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως η Εφεσείουσα όφειλε να παρουσιάσει τα κουπόνια των στοιχημάτων στα οποία κατ’  ισχυρισμό προέβη ο Εφεσίβλητος. Επί τούτου σημειώνουμε πως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αναφέρθηκε συγκεκριμένα στην υποχρέωση παρουσίασης των κουπονιών αλλά γενικά σε μαρτυρία που να υποστηρίζει τις θέσεις της Εφεσείουσας.

Στη βάση των πιο πάνω, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς κατέληξε ότι η Εφεσείουσα δεν απέδειξε την απαίτηση της εναντίον των Εφεσίβλητων στον απαιτούμενο βαθμό και απέρριψε την Αγωγή.

Με αυτή μας τη διαπίστωση η οποία και αποβαίνει καθοριστική ως προς την πορεία της Έφεσης, καθίσταται αχρείαστη η εξέταση του πρώτου και του τρίτου λόγου έφεσης. Ο πέμπτος λόγος έφεσης απεσύρθη.

Σύμφωνα με όσα αναφέρονται ανωτέρω, η Έφεση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται. Επιδικάζονται υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον της Εφεσείουσας €2.500 έξοδα έφεσης πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει.

 

                                                Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

 

Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

                                                                Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/κβπ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο