ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                               

(Πολιτική Έφεση Αρ. 116/2015)

 

31 Ιανουαρίου, 2024

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ, ΚΕΦ.113

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΟΝΕΧΙΜ GROUP MANAGEMENT LIMITED

                                               Εφεσείουσa,

ν.

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ROSTEX ENTERPRISES LIMITED

                                                                        Εφεσίβλητης.

……………………

Μ. Κυπριανού, για Μ. Κυπριανού & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Ουδεμία εμφάνιση για την Εφεσίβλητη.

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και

 θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης με την οποία απερρίφθη η αίτηση εκκαθάρισης της εταιρείας Rostex Enterprises Limited.

Στην αίτηση αναφερόταν ότι η Εφεσείουσα και η Rostex συνήψαν σύμβαση για την παροχή από την Εφεσείουσα προς τη Rostex δανείου εκ US$20.000. Η Εφεσείουσα απέδωσε στη Rostex παράβαση της εν λόγω συμφωνίας και απαίτησε το ποσό πλέον τόκο. Λόγω μη αποπληρωμής, η Εφεσείουσα καταχώρισε αίτηση για διαιτησία στο Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο του Λονδίνου το οποίο και εξέδωσε απόφαση υπέρ της και εναντίον της Rostex. Ακολούθως η Εφεσείουσα απέστειλε απαίτηση πληρωμής του ποσού της απόφασης, του τόκου και των εξόδων, στην οποία η Rostex παρέλειψε να συμμορφωθεί. Έτσι η Εφεσείουσα καταχώρισε αίτηση για την εκκαθάριση της Rostex. Η Rostex καταχώρισε ένσταση στη βάση του ότι η Εφεσείουσα δεν έχει εκκαθαρισμένη απαίτηση εφόσον δεν είχε εγγράψει τη διαιτητική απόφαση στην Κύπρο και ότι δεν κατέδειξε πως είναι αφερέγγυα και ανίκανη να πληρώσει το χρέος της.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως η απαίτηση πληρωμής δεν αφορούσε την οφειλή δυνάμει της συμφωνίας δανείου, αλλά στηριζόταν αποκλειστικά στη διαιτητική απόφαση. Υιοθετώντας την απόφαση στην υπόθεση «Uralmetprom» Interdepartmental Concern Oao UralMetprom v. Besuno Ltd (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 427, κατέληξε ότι προαπαιτούμενο καταχώρισης αίτησης εκκαθάρισης λόγω μη συμμόρφωσης με απαίτηση για ικανοποίηση οφειλής δυνάμει αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης είναι η αναγνώριση και εγγραφή της στην Κύπρο. Εξού και η αίτηση εκκαθάρισης απερρίφθη.

Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης αφορούν στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα ερμήνευσε την απόφαση Besuno και θεώρησε πως εφαρμόζετο στην υπό κρίση περίπτωση και ότι λανθασμένα έκρινε πως η ειδοποίηση απαίτησης πληρωμής στηριζόταν στη διαιτητική απόφαση και όχι στη συμφωνία δανείου. Με τον  τρίτο λόγο έφεσης, ζητείται όπως το Ανώτατο Δικαστήριο αποστεί από την υπόθεση Besuno, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι τυγχάνει εφαρμογής.

Κατά την πρωτόδικη διαδικασία, η Εφεσίβλητη εταιρεία εκπροσωπείτο από δικηγόρο και είχε καταχωρίσει ένσταση στην αίτηση εκκαθάρισης, ενώ στα πλαίσια της Έφεσης υπήρξε αρχικά εμφάνιση δικηγόρου για την Εφεσίβλητη και ακολούθως ουδεμία εμφάνιση, ούτε και καταχώριση περιγράμματος αγόρευσης εκ μέρους της. Ως εκ τούτου η ακρόαση της Έφεσης περιορίστηκε μόνο στη βάση του περιγράμματος αγόρευσης και των όσων αναφέρθηκαν προφορικά από την πλευρά της Εφεσείουσας.

Η αίτηση εκκαθάρισης στηριζόταν, μεταξύ άλλων, στο άρθρο 211(ε) του περί Εταιρειών Νόμου, Κεφ. 113, σύμφωνα με το οποίο εταιρεία δύναται να εκκαθαριστεί από το Δικαστήριο εάν είναι ανίκανη να πληρώνει τα χρέη της. Το άρθρο 212 του Κεφ. 113 απαριθμεί τις περιπτώσεις στις οποίες εταιρεία λογίζεται ως τέτοια. Η αίτηση στηριζόταν στα εδάφια (α) και (γ) του άρθρου 212, τα οποία αφορούν τις περιπτώσεις όπου ο πιστωτής επέδωσε στην εταιρεία γραπτή απαίτηση καταβολής του οφειλόμενου ποσού και η εταιρεία αμέλησε να το καταβάλει ή διευθετήσει εντός των επόμενων τριών εβδομάδων και όπου αποδειχθεί, προς ικανοποίηση του Δικαστηρίου, ότι η εταιρεία είναι ανίκανη να πληρώσει τα χρέη της κατά τον χρόνο που αυτά καθίστανται πληρωτέα.

Στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση, γινόταν αναφορά στη μη συμμόρφωση της Εφεσίβλητης στη γραπτή απαίτηση της Εφεσείουσας για πληρωμή, η οποία προέκυψε από δάνειο το οποίο δόθηκε δυνάμει γραπτής συμφωνίας την οποία είχε αθετήσει η Εφεσίβλητη. Γινόταν επίσης αναφορά στη διαδικασία διαιτησίας, στα πλαίσια της οποίας εκδόθηκε εναντίον της Εφεσίβλητης διαιτητική απόφαση από το Διεθνές Διαιτητικό Δικαστήριο του Λονδίνου και στην αδυναμία εκτέλεσης της στη Ρωσία λόγω της κατ’ ισχυρισμό αποξένωσης από την εταιρεία των περιουσιακών της στοιχείων, καθ’ ον χρόνο βρισκόταν σε ισχύ προσωρινό διάταγμα δέσμευσης αυτών στα πλαίσια δικαστικής διαδικασίας εναντίον της ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού.

Στην ένσταση και την ένορκη δήλωση που τη συνόδευε, η Εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι η Εφεσείουσα δεν έχει εκκαθαρισμένη απαίτηση, ότι η ισχυριζόμενη διαιτητική απόφαση δεν δύναται να ληφθεί υπόψη καθότι δεν έχει αναγνωριστεί και εγγραφεί στα Κυπριακά Δικαστήρια, ότι δεν υπάρχει μαρτυρία περί αφερεγγυότητας της Εφεσίβλητης και ότι η αίτηση εκκαθάρισης είναι καταχρηστική και καταπιεστική.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν στοιχειοθετήθηκε οφειλή δυνάμει δανείου το οποίο κατέστη πληρωτέο λόγω αθέτησης των όρων αυτού. To πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε πως από τη στιγμή που εκδόθηκε απόφαση για την οφειλή, τότε η Εφεσείουσα δεν δύνατο να επανέρχεται στην αρχική συμφωνία. Όπως αναφέρεται ανωτέρω, υιοθετώντας την υπόθεση Besuno, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι «προαπαιτούμενο καταχώρισης αίτησης εκκαθάρισης λόγω μη συμμόρφωσης με απαίτηση για ικανοποίηση οφειλής δυνάμει αλλοδαπής διαιτητικής απόφασης είναι η αναγνώριση και εγγραφή της στην Κύπρο» και ότι η ειδοποίηση απαίτησης στηρίχθηκε ξεκάθαρα στη διαιτητική απόφαση.

Η εξέταση του πρώτου λόγου έφεσης απαιτεί την κατανόηση της απόφασης στην υπόθεση Besuno. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε αυτούσιο το μεγαλύτερο μέρος του σκεπτικού της εν λόγω απόφασης για να προβεί στην ανωτέρω κατάληξη του. Στη Besuno η αίτηση εξετάστηκε αποκλειστικά και μόνο με αναφορά στο άρθρο 212(α). Στην εν λόγω υπόθεση, στα πλαίσια ξεχωριστής δικαστικής διαδικασίας εκδόθηκε απόφαση με την οποία δεν επετράπη η αναγνώριση, εγγραφή και εκτέλεση της διαιτητικής απόφασης στην Κύπρο. Στην παρούσα, όπως ορθώς αναφέρει το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν τέθηκε ενώπιον του τέτοια μαρτυρία, ότι δηλαδή είχε επιχειρηθεί η εγγραφή και αναγνώριση της στην Κύπρο.

Η ειδοποίηση απαίτησης στη Besuno αφορούσε μεν το ποσό της διαιτητικής απόφασης, αλλά αποφασίστηκε στη βάση του άρθρου 212(α), όπως άλλωστε ανέφερε ευθαρσώς το Ανώτατο Δικαστήριο επικροτώντας αυτή την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο συνέχισε πως «Υπό το πρίσμα αυτό, προβάλλει ως μόνο θέμα για εξέταση, κατά πόσο η διαιτητική απόφαση θα μπορούσε να αποτελέσει επαρκές υπόβαθρο προς πλήρωση των προϋποθέσεων επιτυχίας αίτησης εκκαθάρισης, κατ’ ακολουθία των προϋποθέσεων του Άρθρου 212». Προφανώς είναι σε αυτή την αναφορά που εστιάζεται η επιχειρηματολογία της Εφεσείουσας για διαφοροποίηση της εν λόγω υπόθεσης από την παρούσα στη βάση της θέσης της ότι εδώ η οφειλή, και η συνακόλουθη απαίτηση πληρωμής, δεν βασίζονταν στη διαιτητική απόφαση αλλά στη συμφωνία δανείου.

Στην προκειμένη περίπτωση, η απαίτηση πληρωμής ήταν επιστολή με θέμα «Επιστολή απαίτησης βάσει του άρθρου 212(α) του περί Εταιρειών Νόμου». Τα ποσά τα οποία ζητούνταν περιελάμβαναν το κεφάλαιο, τόκους, δικηγορικά έξοδα αλλά και έξοδα της διαιτησίας. Ακολούθως, κάτω από τον τίτλο «Λεπτομέρειες των Οφειλόμενων Ποσών» αναφερόταν το ιστορικό από την ημερομηνία σύναψης της συμφωνίας δανείου μέχρι και την έκδοση της διαιτητικής απόφασης, τη γνωστοποίηση αυτής στην Εφεσείουσα και την παράλειψη πληρωμής των οφειλόμενων ποσών.

Με βάση τα όσα είχαν τεθεί ενώπιον του και ειδικότερα το περιεχόμενο της γραπτής απαίτησης, ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως η απαίτηση στηριζόταν στη διαιτητική απόφαση και όχι στη συμφωνία δανείου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο όντως προβληματίστηκε για την αναφορά στο άρθρο 212(α). Εντούτοις, το γεγονός της εξασφάλισης της διαιτητικής απόφασης και της απαίτησης των επιδικασθέντων ποσών και τόκων δυνάμει αυτής, καθώς επίσης των εξόδων που προέκυψαν από την εν λόγω διαδικασία, δεν άφηναν περιθώριο στο πρωτόδικο Δικαστήριο για να προβεί σε διαφορετική κατάληξη.

Υπό αυτές τις περιστάσεις, δεν υιοθετούμε την εισήγηση της Εφεσείουσας πως το γεγονός ότι η απαίτηση αναφέρεται στη διαιτητική απόφαση δύναται να θεωρηθεί ως λάθος στη διατύπωση της απαίτησης, ούτως ώστε να καταλήξουμε ότι η απαίτηση στηρίζεται αποκλειστικά στο άρθρο 212(α) και στην οφειλή δυνάμει της συμφωνίας. Στην υπόθεση In re A Debtor (C.A) [1989]1 C.L.R. 271, στην οποία παρέπεμψε η Εφεσείουσα, έγινε η διάκριση μεταξύ λαθών στην απαίτηση τα οποία είναι τόσο σοβαρά, προκαλούν σύγχυση και δεν επιτρέπουν να θεωρηθεί ως έγκυρη η απαίτηση και λαθών τα οποία δεν επηρεάζουν καθόλου τον οφειλέτη και ο παραμερισμός της απαίτησης δεν εξυπηρετεί οποιονδήποτε σκοπό. Σε εκείνη την υπόθεση υπήρχε λάθος στο ποσό της οφειλής, το οποίο κρίθηκε πως ενέπιπτε στη δεύτερη κατηγορία. Η ίδια αρχή υιοθετήθηκε και στην υπόθεση Agilo Ltd v. Henry [2010] EWHC 2717 (Ch), στην οποία επίσης παρέπεμψε η Εφεσείουσα.

Ορθώς επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από την υπόθεση Besuno, ότι η ύπαρξη της διαιτητικής απόφασης από μόνη της, χωρίς εγγραφή και αναγνώριση, δεν δημιουργεί έννομο αποτέλεσμα εφόσον δεν είναι δυνατή η εκτέλεση της στην Κυπριακή Δημοκρατία, ούτε και καταδεικνύει εκκαθαρισμένο και απαιτητό χρέος. Εύστοχη ήταν και η τοποθέτηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν ενέχει σημασία το γεγονός της αποτυχίας εγγραφής στη Besuno, σε αντιδιαστολή με τη μη ύπαρξη τέτοιας μαρτυρίας στην υπό κρίση υπόθεση.  Και τούτο, καθότι η ύπαρξη εκκαθαρισμένης οφειλής δεν δύναται να θεωρείται πως δεν υπάρχει στις περιπτώσεις όπου έγινε προσπάθεια, μέσω δικαστικής διαδικασίας, για εγγραφή και αναγνώριση της η οποία και απέτυχε, αλλά να θεωρείται πως υπάρχει στις περιπτώσεις όπου δεν καταχωρίστηκε καν τέτοια διαδικασία, με άγνωστο το αποτέλεσμα της.

Ο ισχυρισμός της Εφεσείουσας πως η οφειλή παρέμεινε αδιαμφισβήτητη δεν κρίνεται βάσιμος. Όπως κατέγραψε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, η Εφεσίβλητη προέβαλε ως λόγο ένστασης πως δεν υπήρχε εκκαθαρισμένη απαίτηση λόγω της μη εγγραφής και αναγνώρισης της διαιτητικής απόφασης, τον οποίο και ανέπτυξε στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την ένσταση και προώθησε κατά την ακρόαση της αίτησης. Υπό το φως αυτών των δεδομένων, η Εφεσείουσα, ως αιτήτρια, έφερε το βάρος να καταδείξει ότι ικανοποιούνται οι προϋποθέσεις που θέτουν τα σχετικά άρθρα για να δικαιολογείται η εκκαθάριση της Εφεσίβλητης.

Αυτή η προσέγγιση ουδόλως οδηγεί σε «άδικο και παράλογο αποτέλεσμα», ούτε και θέτει την Εφεσείουσα σε δυσμενέστερη θέση από ό,τι εάν δεν είχε εκδοθεί η αλλοδαπή απόφαση υπέρ της, ως η εισήγηση της. Και τούτο καθότι, ανεξαρτήτως της αυτονομίας της διαδικασίας εκκαθάρισης και της εγγραφής διαιτητικής απόφασης, η ίδια η Εφεσείουσα επέλεξε να προχωρήσει με τη διαδικασία διαιτησίας και να αποστείλει απαίτηση πληρωμής για το ποσό της διαιτητικής απόφασης και των εξόδων. Επομένως, εκείνο το οποίο ορθώς ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν πως μόνο με τη συνακόλουθη εγγραφή της εν λόγω διαιτητικής απόφασης θα δημιουργείτο εκκαθαρισμένο χρέος, το οποίο θα ικανοποιούσε τις πρόνοιες του άρθρου 212. Διαφορετικά, σε περίπτωση που η Εφεσείουσα δεν προωθούσε διαιτητική διαδικασία και δεν εξασφάλιζε διαιτητική απόφαση και η απαίτηση πληρωμής βασιζόταν στην οφειλή δυνάμει της συμφωνίας, τότε η αίτηση εκκαθάρισης θα εξετάζετο σε εκείνο το πλαίσιο γεγονότων, με βάση πάντοτε τις πρόνοιες του άρθρου 212(α). Επομένως η Εφεσείουσα δεν θα εστερείτο του οποιουδήποτε δικαιώματος της προώθησης διαδικασίας εκκαθάρισης, απλώς η αίτηση της θα τύγχανε εξέτασης σε διαφορετική βάση.

Ως εκ τούτου, θεωρούμε ότι τόσο η ερμηνεία όσο και η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την υπόθεση Besuno και την εφαρμογή της στην υπό κρίση περίπτωση ήταν ορθή.

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις μας καθιστούν και τον δεύτερο λόγο έφεσης αβάσιμο, καθότι είναι ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η ειδοποίηση απαίτησης βασίζετο στην εκδοθείσα διαιτητική απόφαση.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, η Εφεσείουσα επιζητεί όπως, σε περίπτωση που ήθελε κριθεί ότι η Besuno τυγχάνει εφαρμογής, το Ανώτατο Δικαστήριο αποστεί από την αρχή που έθεσε η εν λόγω υπόθεση, ως αντίθετη με το κοινοδίκαιο και να καθιερώσει την αρχή πως ειδοποίηση απαίτησης που στηρίζεται σε διαιτητική απόφαση δύναται να καταδεικνύει εκκαθαρισμένη οφειλή, χωρίς την ανάγκη εγγραφής της.

Σύμφωνα με όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω, τα όσα λέχθηκαν στη Besuno μας βρίσκουν πλήρως σύμφωνους. Επομένως την υιοθετούμε, χωρίς να τίθεται ζήτημα μη εφαρμογής της ή απόκλισης από αυτή.

Και ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.

Η Έφεση απορρίπτεται. Ενόψει του ότι η Εφεσίβλητη εκπροσωπήθηκε μόνο στο αρχικό στάδιο από δικηγόρο και ακολούθως δεν συμμετείχε στη διαδικασία, κρίνουμε ορθό και δίκαιο όπως μην εκδοθεί οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.

 

                                                          Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

                                                          Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

                                                          Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

 

/κβπ 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο