ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                               

(Πολιτική Έφεση Αρ. 130/2015)

 

31 Ιανουαρίου, 2024

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

HASAN ABUL HASHEM

                                               Εφεσείοντας,

ν.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                                                                        Εφεσίβλητου.

 

……………………

 

Σ. Ζαννούπας, για τον Εφεσείοντα.

Α. Χατζηκύρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, για τον Εφεσίβλητο.

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και

 θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης με την οποία επιδικάστηκε υπέρ του Εφεσείοντος και εναντίον του Εφεσίβλητου το ποσό των €1.500 με τόκο, για στέρηση της ελευθερίας του Εφεσείοντος για 46 ημέρες κατόπιν καταδίκης του η οποία ανετράπη κατ’ έφεση.

Οι λόγοι έφεσης αφορούν κυρίως στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε λανθασμένο ύψος του επιδικασθέντος ποσού και τόκου, καθώς επίσης λανθασμένα ερμήνευσε τον περί κατ’ Έφεση Ανατροπής Ποινής Φυλάκισης (Αποζημίωση) Νόμο του 2001, Ν.144(Ι)/2001.

Μετά την καταχώριση περιγραμμάτων αγόρευσης και από τις δύο πλευρές, κατά την ακρόαση της Έφεσης ο δικηγόρος του Εφεσείοντος ανέφερε πως ήγειρε προφορικά ζήτημα αντισυνταγματικότητας του Ν.144(Ι)/2001, το οποίο ζήτησε να παραπέμψουμε για εκδίκαση από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο. Είναι αποδεκτό από τον Εφεσείοντα ότι τέτοιο ζήτημα δεν ηγέρθη ούτε πρωτόδικα ούτε και στους λόγους έφεσης. Δώσαμε οδηγίες για την καταχώριση συμπληρωματικών περιγραμμάτων αγόρευσης ως προς το κατά πόσο ζήτημα αντισυνταγματικότητας «εγείρεται» απλά και μόνο με το να ειπωθεί ότι εγείρεται κατά τη συζήτηση της Έφεσης, χωρίς να είχε εγερθεί πρωτόδικα και περιληφθεί στους λόγους έφεσης.

Κατά την ημερομηνία ακρόασης, επί αυτού μόνο του ζητήματος, ο δικηγόρος του Εφεσείοντος εισηγήθηκε ότι με την τροποποίηση του Άρθρου 144 του Συντάγματος, έχει διευρυνθεί η δυνατότητα προβολής ζητήματος αντισυνταγματικότητας το οποίο δύναται να εγερθεί σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας και ότι από τη στιγμή που εγείρεται, το Ανώτατο Δικαστήριο είναι υποχρεωμένο να το παραπέμψει στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο.

Αντίθετη ήταν η θέση του Εφεσίβλητου, ήτοι πως από τη στιγμή που το ζήτημα προβλήθηκε για πρώτη φορά στο πλαίσιο της ακρόασης της Έφεσης, τότε δεν θεωρείται ότι «εγείρεται» στα πλαίσια της Έφεσης και δεν δύναται να τύχει εξέτασης. Ο δικηγόρος του Εφεσίβλητου εξέφρασε επίσης τον προβληματισμό για το ποιο από τα δύο Δικαστήρια, Ανώτατο Δικαστήριο ή Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, είναι το αρμόδιο για να αποφασίσει κατά πόσο ζήτημα αντισυνταγματικότητας «εγείρεται» εν τη εννοία του Άρθρου 144, εφόσον αυτό το ίδιο το ερώτημα αφορά ερμηνεία συνταγματικής πρόνοιας.  

Το Άρθρο 144.1 του Συντάγματος, όπως τροποποιήθηκε με τον περί της Δέκατης Έβδομης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμο του 2022, Ν.103(Ι)/2022, προνοεί ότι κάθε διάδικος, σε οποιοδήποτε στάδιο της διαδικασίας, περιλαμβανομένης της κατ’ έφεση, δύναται να εγείρει ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου για τη διάγνωση της εκκρεμούσης ενώπιον του δικαστηρίου υπόθεσης.

Το Άρθρο 144.4 ρυθμίζει την παραπομπή από το Ανώτατο Δικαστήριο ζητήματος αντισυνταγματικότητας προς εκδίκαση από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο, ως ακολούθως:

«(4) Παρά τις διατάξεις του εδαφίου (3), σε περίπτωση κατά την οποία ενώπιον του Ανωτάτου ∆ικαστηρίου εγείρεται ζήτηµα αντισυνταγµατικότητας νόµου, απόφασης ή διάταξης αυτών ουσιώδους για τη διάγνωση εκκρεµούσας ενώπιόν του υποθέσεως, το Ανώτατο Δικαστήριο παραπέµπει παρευθύς το ζήτηµα ενώπιον του Ανωτάτου Συνταγµατικού ∆ικαστηρίου και αναστέλλει την πρόοδο της ενώπιόν του διαδικασίας, µέχρις ότου το Ανώτατο Συνταγµατικό ∆ικαστήριο εκδικάσει το ζήτηµα, σύµφωνα µε την παράγραφο 2 και αποφανθεί επί του παραπεµφθέντος ζητήµατος.»

 

Το Άρθρο 144.4 καθορίζει το Ανώτατο Δικαστήριο ως το αρμόδιο Δικαστήριο να αποφασίσει κατά πόσο εγείρεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας, τέτοιας φύσης που να επιβάλλεται η παραπομπή του στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο. Καθορίζει επίσης το τελευταίο ως το αρμόδιο Δικαστήριο να αποφασίσει επί του παραπεφθέντος ζητήματος αντισυνταγματικότητας. Επομένως, το λεκτικό του ίδιου του Άρθρου δεν αφήνει οποιαδήποτε αμφιβολία ως προς το ότι είναι το Ανώτατο Δικαστήριο το οποίο αποφασίζει κατά πόσο πράγματι εγείρεται τέτοιο ζήτημα, το οποίο μάλιστα είναι ουσιώδες για τη διάγνωση της υπόθεσης, για να ακολουθήσει η τυχόν παραπομπή του.

Αυτή άλλωστε ήταν και η αντίστοιχη προσέγγιση πριν τον διαχωρισμό του Ανωτάτου Δικαστηρίου με τον τροποποιητικό των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων, Ν.145(Ι)/2022 και την τροποποίηση του Άρθρου 144 του Συντάγματος. Το παλαιό Άρθρο 144 παρείχε τη δυνατότητα σε οποιοδήποτε κατώτερο Δικαστήριο ενώπιον του οποίου εγείρετο ζήτημα αντισυνταγματικότητας καθοριστικό για την έκβαση της υπόθεσης, να το παραπέμψει στο τότε αρμόδιο Ανώτατο Δικαστήριο. Κατά τη διαχρονική εφαρμογή αυτής της Συνταγματικής πρόνοιας, είναι το κατώτερο Δικαστήριο που αποφάσιζε κατά πόσο εγείρετο ενώπιον του τέτοιο ζήτημα και, ακολούθως, κατά πόσο δικαιολογείτο η παραπομπή του. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στις υποθέσεις Λοΐζου-Χριστοφόρου v. Χριστοφόρου, Νομικό Ερώτημα Αρ. 373, ημερ. 2.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:C155, Ουζουνιάν v. Κωνσταντινίδου (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 177, Ζένιου v. Ζένιου (Αρ. 1) (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 445 και Alpha Concrete Ltd κ.ά. v. Θωμά (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 594.

Θεωρούμε διαφωτιστικό το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Παΐκκος κ.ά. v. Παΐκου κ.ά. (1994) 1(Α) Α.Α.Δ. 610:

«Η παραπομπή γίνεται για ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου, που εγείρεται κατά τη διάρκεια της διαδικασίας μιας υπόθεσης, το οποίο είναι ουσιώδες για τη διάγνωση της υπόθεσης από το Δικαστήριο.

Όταν το ζήτημα είναι ουσιώδες για τη διάγνωση της εκκρεμούσας υπόθεσης, το Δικαστήριο έχει υποχρέωση να το παραπέμψει στο Ανώτατο Δικαστήριο για απόφαση. Αν, όμως, κατά την κρίση του, δεν είναι ουσιώδες, δεν το παραπέμπει. Κατά κανόνα αναφέρει στην παραπομπή ότι το ζήτημα είναι ουσιώδες για τη διάγνωση της ενώπιόν του υπόθεσης.

Το Δικαστήριο που παραπέμπει πρέπει να διακριβώσει από το διάδικο που εγείρει ζήτημα αντισυνταγματικότητας και να αναφέρει ειδικά στην παραπομπή του την προσβαλλόμενη νομοθετική διάταξη, το Άρθρο του Συντάγματος στο οποίο προσκρούει και τους λόγους που η νομοθετική διάταξη είναι ασύμφωνη ή αντίθετη με το Άρθρο του Συντάγματος.»

 

(Η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

Ως εκ τούτου, καταλήγουμε ότι είναι το Ανώτατο Δικαστήριο που αποφασίζει κατά πόσο εγείρεται ζήτημα αντισυνταγματικότητας νόμου για να το παραπέμψει ή όχι στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο για εκδίκαση.

Έχει ήδη λεχθεί ότι το ζήτημα αντισυνταγματικότητας του Ν.144(Ι)/2001 δεν ηγέρθη ούτε στην πρωτόδικη διαδικασία ούτε και στους λόγους έφεσης, ούτε καν στο περίγραμμα αγόρευσης του Εφεσείοντος, παρά μόνο προφορικά κατά την ακρόαση της Έφεσης.

Όπως αναφέρεται στον τροποποιητικό Ν.103(Ι)/2022, αυτός θεσπίστηκε για να ρυθμίσει τον διαχωρισμό του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου με το Ανώτατο Δικαστήριο. Εξού και με αυτόν τον Νόμο, τροποποιήθηκε, μεταξύ άλλων, και το Άρθρο 144 που διέπει το θέμα της παραπομπής ζητήματος αντισυνταγματικότητας προς εκδίκαση, ακριβώς εισάγοντας πρόνοια η οποία παρέχει εξουσία στο νεοσυσταθέν Ανώτατο Δικαστήριο να παραπέμψει ζήτημα αντισυνταγματικότητας στο νεοσυσταθέν Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο. Αυτή βασικά ήταν η αλλαγή που επέφερε ο εν λόγω τροποποιητικός Νόμος. Με αυτό το δεδομένο, δεν υιοθετούμε την εισήγηση του Εφεσείοντος ότι η τροποποίηση του Άρθρου 144 επέφερε και διεύρυνση της ερμηνείας αυτού και ειδικότερα του όρου «εγείρεται», η οποία θεωρούμε ότι εξακολουθεί να ισχύει και τυγχάνει εφαρμογής ως αυτή υφίστατο κατά τον χρόνο πριν τον διαχωρισμό.

Το κατά πόσο ζήτημα αντισυνταγματικότητας «εγείρεται», δηλαδή εγείρεται νομότυπα, ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου διέπεται από τους κανόνες λειτουργίας του Δικαστηρίου αυτού. Η διαδικασία ενώπιον του νέου Ανωτάτου Δικαστηρίου διέπεται από τους νέους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του Ανωτάτου Δικαστηρίου του 2023. Αναφορικά με τις εφέσεις ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εξακολουθεί να ισχύει και εφαρμόζεται ο περί Εφέσεων (Προδικασία, Περιγράμματα Αγορεύσεων, Περιορισμός του Χρόνου του Προφορικών Αγορεύσεων και Συνοπτική Διαδικασία για την Απόρριψη Προδήλως Αβάσιμων Εφέσεων) Διαδικαστικό Κανονισμό του 1996 (4/1996). Ο Καν. 4/1996 απαιτεί την εξέταση από το Δικαστήριο των λόγων έφεσης «προς ακριβή προσδιορισμό των θεμάτων που εγείρουν».

Επομένως, θεωρούμε ότι ανεξαρτήτως του διαχωρισμού του Ανωτάτου Δικαστηρίου και της συνακόλουθης τροποποίησης του Άρθρου 144, η νομολογία που αφορά το ζήτημα εξακολουθεί να ισχύει και τυγχάνει εφαρμογής.

Αποτελεί πάγια νομολογιακή αρχή πως ζήτημα αντισυνταγματικότητας συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας και ως τέτοιο δεν εξετάζεται αυτεπάγγελτα από το Δικαστήριο, αλλά θα πρέπει να περιλαμβάνεται στη δικογραφία και μάλιστα να εγείρεται εξειδικευμένα και με λεπτομέρεια. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Πιπονίδη v. Ελληνικής Τράπεζας κ.ά., Πολ. Έφεση Αρ. 429/2011, ημερ. 6.12.2017, ECLI:CY:AD:2017:A444, Αχιλλέως κ.ά. v. Πιττάρα κ.ά. (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1590, Τσολάκη v. Στυλιανού κ.ά. (2005) 3 Α.Α.Δ. 528, Μαυρομμάτης v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 910 και Δημοκρατία v. Πογιατζή (1992) 3 Α.Α.Δ. 196.

Στην υπόθεση Νικολάου v. Βασιλείου (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1566 ο εφεσείων είχε υποστηρίξει ενώπιον του Εφετείου ότι η γραπτή γνωστοποίηση προς τον Γενικό Εισαγγελέα δυνάμει του τότε εν ισχύι άρθρου 67 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, αντίκειτο στα Άρθρα 30 και 152 του Συντάγματος. Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:

«Ο εφεσείων δεν έχει συμμορφωθεί με τη διαδικασία η οποία έχει καθιερωθεί από τη νομολογία για την έγερση θέματος συνταγματικότητας. Έπρεπε να είχε εγείρει το θέμα εξειδικευμένα και με πλήρη λεπτομέρεια στο δικόγραφο του ή έπρεπε να το είχε διατυπώσει με λεπτομερές υπόμνημα (Βλ. Improvement Board of Eylenja v. Constantinou (1967) 1 C.L.R. 167Κυριακίδης κ.ά. ν. Εφόρου Φ.Π.Α. (1999) 2 Α.Α.Δ. 75Βαρνάβας Νικολάου και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 862Δημοκρατία ν. Βαρναβίδη κ.ά. (1998) 3 Α.Α.Δ. 851 και Μαυρομμάτης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 910).

Τα άρθρα 30 και 152 του Συντάγματος ρυθμίζουν πάρα πολλά θέματα. Στην απουσία της πιο πάνω εξειδίκευσης του θέματος της συνταγματικότητας η εξέταση του καθίσταται αδύνατη. Ο σχετικός λόγος της έφεσης απορρίπτεται.»

        Με βάση τα ανωτέρω, καθίσταται σαφές ότι ζήτημα αντισυνταγματικότητας το οποίο δεν ηγέρθη ούτε πρωτόδικα, ούτε και κατ’ έφεση με τους λόγους έφεσης, δεν εγείρεται και επομένως δεν δύναται να αποτελέσει αντικείμενο εξέτασης στο πλαίσιο της Έφεσης.

Καταλήγουμε ότι δεν εγείρεται ενώπιον μας ζήτημα αντισυνταγματικότητας για να ενεργοποιείται η εφαρμογή του Άρθρου 144.4 του Συντάγματος για παραπομπή στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο. Ως εκ τούτου η Έφεση θα προχωρήσει σε ακρόαση περιοριζόμενη στους λόγους έφεσης.

 

                                                          Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

                                                                Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

                                                                Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο