ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ KΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 190/2023)

 

 

16 Ιανουαρίου, 2024

 

 

[Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Μ.Ρ. ΕΚ ΛΕΜΕΣΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 19/09/23, ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΓΙΑ ΕΡΕΥΝΑ ΛΥΟΜΕΝΗΣ ΟΙΚΙΑΣ ΣΤΗ ΛΕΜΕΣΟ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 27 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ (ΚΕΦ.155) ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 29(3) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΝΑΡΚΩΤΙΚΩΝ ΦΑΡΜΑΚΩΝ ΚΑΙ ΨΥΧΟΤΡΟΠΩΝ ΟΥΣΙΩΝ ΝOΜΟΥ (Ν.29/77).

 

 

 

 

Α. Χρίστου μαζί με Ν. Ζένιου και Μ. Καζάκο, για Α. Χρίστου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.

Χ. Καρολίδου (κα) μαζί με Μ. Μασούρα (κα), Δικηγόροι της Δημοκρατίας, για τον Καθ’ ου η Αίτηση.

 

...............

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

      ΔΑΥΙΔ, Δ.: Στις 19.09.2023, Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, εξέδωσε ένταλμα έρευνας λυόμενης οικίας στην οδό [ ] στην Παρεκκλησιά. Στην εν λόγω λυόμενη κατοικία, σύμφωνα με την αστυνομία, διέμενε ο Αιτητής, σε όχημα το οποίο οδηγούσε, μετά από έλεγχο που διενεργήθηκε νωρίτερα την ίδια ημέρα, εντοπίστηκαν μεταξύ άλλων, ναρκωτικές ουσίες (κάνναβη).  Έρεισμα για την έκδοση του σχετικού εντάλματος, αποτέλεσε το περιεχόμενο ένορκης δήλωσης αστυφύλακα της Υπηρεσίας Καταπολέμησης Ναρκωτικών (Υ.ΚΑ.Ν.) Λευκωσίας, στη βάση της οποίας αποδιδόταν εμπλοκή του Αιτητή σε υπόθεση που αφορά τα αδικήματα της συνωμοσίας προς διάπραξη κακουργήματος, παράνομης κατοχής ελεγχόμενου φαρμάκου Τάξεως Α και Β και παράνομης κατοχής των ίδιων φαρμάκων με σκοπό την προμήθεια σε άλλο πρόσωπο και στη διαπίστωση από τον Δικαστή που εξέδωσε το σχετικό ένταλμα έρευνας, εύλογης υπόνοιας ότι εντός της ως άνω λυόμενης κατοικίας φυλάσσονταν ναρκωτικά και άλλα τεκμήρια τα οποία δυνατόν να αποτελέσουν τεκμήρια για στοιχειοθέτηση των ως άνω αδικημάτων.

      Αίτημα εκ μέρους του Αιτητή για την εξασφάλιση άδειας καταχώρισης διά κλήσεως αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση του ως άνω εντάλματος έρευνας, απορρίφθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο, (Πρωτόδικη Δικαιοδοσία). Ωστόσο, το Ανώτατο Δικαστήριο, στο πλαίσιο της Δευτεροβάθμιας Δικαιοδοσίας του, επιλαμβανόμενο έφεσης που προωθήθηκε εκ μέρους του Αιτητή κατά της ως άνω Πρωτόδικης Απόφασης, εντοπίζοντας ότι: «Με βάση το περιεχόμενο του όρκου, σημειώνουμε πως δεν διευκρινιζόταν κατά πόσο ο Εφεσείων και ή η συνοδηγός εισήλθαν εντός της οικίας και γενικότερα δεν δίνεται περιγραφή της στάσης και συμπεριφοράς τους κατά το χρονικό διάστημα παραμονής του οχήματος εκεί.» έκρινε ότι τα γεγονότα, ως αυτά αναδύονταν από την ένορκη δήλωση που τέθηκε ενώπιον του εκδόσαντος το ένταλμα έρευνας Δικαστηρίου, τεκμηρίωναν συζητήσιμη υπόθεση, η οποία δικαιολογούσε τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

      Συνακόλουθα, ο Αιτητής, έχοντας εξασφαλίσει σχετική άδεια, προχώρησε ως οι οδηγίες του Δικαστηρίου στην καταχώρηση της υπο συζήτηση αίτησης.  Ως προκρίνεται στο αιτητικό της, οι λόγοι επί των οποίων επιζητείται η αιτούμενη θεραπεία, διασυνδέονται με την εύλογη υπόνοια σύνδεσης της ως άνω οικίας με τα ναρκωτικά για τα οποία γίνεται λόγος στο εγκαλούμενο ένταλμα έρευνας, υπό τις προϋποθέσεις πάντα του άρθρου 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155.

      Για την ενασχόληση με τα ουσιαστικότερα ζητήματα που απασχολούν στην παρούσα, είναι αναγκαία η αναφορά στο πραγματικό υπόβαθρο γεγονότων που τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου που εξέτασε και εξέδωσε το ένταλμα έρευνας. Σύμφωνα με το περιεχόμενο του όρκου επί του οποίου στηρίχθηκε η σχετική αίτηση της Αστυνομίας, είχε ληφθεί πρόσφατη πληροφορία στην Υ.ΚΑ.Ν. ότι ο Αιτητής, ο οποίος διαμένει σε λυόμενη κατοικία στην οδό [ ], στην Παρεκκλησιά Λεμεσού, ασχολείται με την εμπορία και διακίνηση μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών, ήτοι κάνναβης και κοκαΐνης. Για σκοπούς διερεύνησης της πληροφορίας, η ως άνω οικία τέθηκε υπό διακριτική παρακολούθηση. Στις 19.09.2023, περί ώρα 18:10 θεάθηκε όχημα ενοικιάσεως με οδηγό τον Αιτητή και συνοδηγό μία κοπέλα να έρχεται στην οικία. Μετά πάροδο 15 λεπτών το πιο πάνω όχημα με οδηγό τον Αιτητή και συνοδηγό τη γυναίκα, αναχώρησε από την οικία και κατευθύνθηκε προς Λευκωσία. Μέλη της Υ.ΚΑ.Ν. συνέχισαν να παρακολουθούν το όχημα διακριτικά. Σε κάποιο σημείο το όχημα εισήλθε στο κοιμητήριο του χωριού Πέρα Ορεινής, Λευκωσίας, όπου παρέμεινε για λίγα λεπτά χωρίς να υπάρχει οπτική επαφή από τα μέλη της Υ.ΚΑ.Ν. που βρίσκονταν στο σημείο. Μόλις το όχημα με τους ως άνω επιβαίνοντες εξήλθε από το χώρο του κοιμητηρίου, δόθηκαν οδηγίες όπως αυτό ανακοπεί για έρευνα, όπου ήταν δυνατό. Περί ώρα 20:10 το όχημα ανακόπηκε παρά την έξοδο Πέρα Χωρίο Νήσου, όπου και ανευρέθηκε στην κατοχή τους ποσότητα ναρκωτικών, ήτοι ξηρή φυτική ύλη – κάνναβη συνολικού βάρους 1.224 γρ. περίπου, ζυγαριά ακριβείας με ίχνη άσπρης σκόνης όμοια με κοκαΐνη, ένα καλαμάκι κλειστό δια καψίματος με άγνωστη ουσία, το χρηματικό ποσό των €585 σε διάφορα χαρτονομίσματα, ως επίσης και άλλα τεκμήρια τα οποία παραλήφθηκαν για εξετάσεις. Και τα δύο πρόσωπα ανακρινόμενα αρνήθηκαν οποιαδήποτε ανάμιξη ενώ ο Αιτητής αρνήθηκε ότι διαμένει στην εν λόγω λυόμενη κατοικία, αναφέροντας ως τόπο διαμονής του την πατρική του οικία σε άλλη διεύθυνση, στη Λεμεσό.

      Διαμετρικά αντίθετες είναι οι θέσεις των πλευρών σε σχέση με το ζήτημα που πρωτίστως απασχολεί, την ύπαρξη δηλαδή ή μη εύλογης αιτίας να πιστεύεται ότι η συγκεκριμένη, λυόμενη κατοικία, διασυνδέεται με τα αντικείμενα για τα οποία εκδόθηκε το σχετικό ένταλμα, κατά τρόπο που να ικανοποιούνται όλες οι προϋποθέσεις του άρθρου 27 του Κεφ.155.

      Ως προκρίνεται από την πλευρά του Αιτητή, τα γεγονότα ως είχαν τεθεί υπόψιν του Δικαστηρίου μέσω της ένορκης δήλωσης του αστυφύλακα της Υ.ΚΑ.Ν. που υποστήριζε το αίτημα για την έκδοση του εγκαλούμενου εντάλματος έρευνας, παρά το γεγονός ότι διασυνδέουν το πρόσωπο του Αιτητή με τα διερευνόμενα αδικήματα, σε καμία περίπτωση δεν διασυνδέουν την λυόμενη οικία με την διάπραξη των αδικημάτων ή με τα τεκμήρια (ναρκωτικά) που παρουσιάζεται να αναζητεί η αστυνομική αρχή. Υποδεικνύοντας ότι στη σχετική ένορκη δήλωση, πέραν της γενικής και αόριστης αναφοράς ότι ο Αιτητής ήλθε, και όχι εισήλθε στην λυόμενη επίδικη οικία, δεν υπάρχει οτιδήποτε άλλο σε σχέση με την έλευση και παραμονή του Αιτητή στο χώρο της οικίας. Πέραν δε του γεγονότος ότι δεν γίνεται λόγος ότι εισήλθε ή ότι εξήλθε από αυτήν, δεν παρατίθεται οποιοδήποτε στοιχείο που να καταδεικνύει ύποπτες κινήσεις του κατά το στάδιο που παρουσιάζεται με το αυτοκίνητο να έρχεται σε αυτή, κρατώντας ή μεταφέροντας από και προς την οικία και αντίστροφα οτιδήποτε, κατά τρόπο που θα ήταν δυνατό να δημιουργήσει ένα πέπλο υπονοιών είτε περί ύπαρξης στο συγκεκριμένο σημείο των ναρκωτικών, είτε περί σύνδεσης της συγκεκριμένης λυόμενης οικίας με τα ναρκωτικά ή άλλα τεκμήρια που αναζητούσε η αστυνομία. Εν πάση περιπτώσει, υποδεικνύεται, δεδομένη υπήρξε η θέση του Αιτητή, η οποία και τέθηκε υπόψιν του Δικαστηρίου, ότι ο ίδιος δεν διέμενε στην περί ου ο λόγος λυόμενη κατοικία. Άλλωστε, σημειώνεται, στην σχετική ένορκη δήλωση, δεν γίνεται λόγος για χρήση της συγκεκριμένης λυόμενης κατοικίας για τη φερόμενη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών, ούτε υποστηρίχθηκε ότι σε αυτήν αποκρύπτονταν ή φυλάσσονταν ναρκωτικές ουσίες. Ό,τι τέθηκε υπόψιν του Δικαστηρίου, ήταν μια γενική αναφορά περί πληροφορίας ότι ο Αιτητής εμπλέκετο σε διακίνηση ναρκωτικών. Η εμπλοκή όμως του τελευταίου στην διακίνηση ναρκωτικών, ακόμα και ανεύρεσης ποσότητας ναρκωτικών ουσιών στο ενοικιαζόμενο όχημα που φέρεται να οδηγούσε ο Αιτητής, υπό το σύνολο των περιστάσεων και με δεδομένη την αποκοπή του οχήματος για σκοπούς ελέγχου σε χρόνο μεταγενέστερο και όχι ευθύς αμέσως από την απομάκρυνση από την λυόμενη οικία, έχοντας στο μεταξύ μεσολαβήσει η μετάβαση με το όχημα σε κοιμητήριο για κάποια λεπτά, χωρίς η αστυνομία να έχει οπτική επαφή με αυτό, δεν θα μπορούσε ούτως ή άλλως να δημιουργήσει εύλογες υποψίες ότι στη συγκεκριμένη λυόμενη κατοικία υπήρχαν τα ναρκωτικά ή ότι η τελευταία συνδεόταν με τέτοιες ουσίες. Αν διαφορετική ήταν η κατάσταση πραγμάτων, υπέδειξε χαρακτηριστικά ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή, κάθε πολίτης που συλλαμβάνεται για κατοχή ναρκωτικών ουσιών, οποιασδήποτε ποσότητας, αυτομάτως και αδιακρίτως, το δικαίωμα του για το απαραβίαστο του ιδιωτικού του χώρου ή της κατοικίας του θα ετίθετο υπό αμφισβήτηση, με το σκεπτικό και μόνο ότι αφού ο ίδιος κατέχει ναρκωτικά, πιθανών να βρίσκονται και στο σπίτι του ή στον ιδιωτικό του χώρο. Παραπέμποντας σε σχετική νομολογία και αποφάσεις που πραγματεύονται το ζήτημα, επέμενε ότι τα γεγονότα, ως αυτά τουλάχιστον περιγράφονται στην ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για έκδοση του εγκαλούμενου εντάλματος, δεν  δημιουργούσαν την απαιτούμενη εκ του άρθρου 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155, εύλογη υπόνοια για την έκδοση του εγκαλούμενου εντάλματος. Αόριστη και υποθετική υποψία ότι δυνατόν να ευρίσκονταν στη συγκεκριμένη οικία, επέμενε, δεν είναι αρκετή για να ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου. Υποδεικνύεται, περαιτέρω, πως η εκ των υστέρων προσπάθεια να καλυφθούν διάφορα κενά του όρκου που υποστήριζε την έκδοση του εγκαλούμενου εντάλματος, μέσω της ένορκης δήλωσης που συνοδεύει και υποστηρίζει την ένσταση, δεν μπορεί να βοηθήσει την υπόθεση του Καθ’ ου η Αίτηση. Αναφορές όπως «ο Αιτητής διαπιστώθηκε ότι κινείτο ύποπτα τόσο στη λυόμενη οικία όσο και αργότερα στο κοιμητήριο», που εντοπίζονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει την ένσταση, σημειώνεται, δεν εντοπίζονται πουθενά στον Όρκο που συνόδευε την αίτηση για την έκδοση του εγκαλούμενου εντάλματος. Ομοίως, χαρακτήρισε εκ των υστέρων σκέψη και ως εκ τούτο απαράδεκτη, την προσπάθεια επεξήγησης της αναφοράς στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε το αίτημα «έρχεται στην οικία», κατά τρόπο που θα πρέπει να εκλαμβάνεται ως αναφορά σε είσοδο του Αιτητή στην περί ου ο λόγος λυόμενη οικία. Κάτι τέτοιο, υποδεικνύεται, δεν καταγράφεται στον Όρκο που τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου που εξέτασε το αίτημα, ούτε φαίνεται να αποτέλεσε ζήτημα που διευκρινίστηκε, με οποιοδήποτε τρόπο, ενώπιον του εν λόγω Δικαστηρίου. Τα πιο πάνω, υποδεικνύεται, αποτελούν προσπάθεια προσθήκης μαρτυρίας ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, σε μια προσπάθεια να καλυφθούν κενά της μαρτυρίας που τέθηκε υπόψιν του Δικαστηρίου που εξέτασε και εξέδωσε το ένταλμα.

      Διαφορετική είναι η θεώρηση της ευπαίδευτης δικηγόρου που εκπροσωπεί στη διαδικασία τον έντιμο Γενικό Εισαγγελέα. Η τελευταία, αναφερόμενη επίσης σε σχετική νομολογία και στην έκταση των δυνατοτήτων του Ανώτατου Δικαστηρίου σε διαδικασίες ως η υπό συζήτηση, υποστήριξε πως για να τεθεί υπό διακριτική παρακολούθηση η λυόμενη κατοικία και όχι αποκλειστικά ο Αιτητής, είναι προφανές ότι η πληροφορία συνδέεται με την εν λόγω λυόμενη οικία. Πρόκειται για λυόμενη κατοικία στην οποία διαμένει ο Αιτητής, την οποία είχε επισκεφθεί λίγη ώρα προηγουμένως από τη διάπραξη σχετικών αδικημάτων. Ανάμεσα στα τεκμήρια που εντοπίστηκαν κατά την αποκοπή του οχήματος και τον έλεγχο που ακολούθησε, υπέδειξε, ήταν και ζυγαριά ακριβείας με ίχνη άσπρης σκόνης όμοιας με κοκαΐνη, γεγονός που εύλογα θα μπορούσε να ικανοποιήσει το Δικαστήριο που επιλήφθηκε του αιτήματος ότι στην εν λόγω οικία που διέμενε και χρησιμοποιούσε κατά τον επίδικο χρόνο ο Αιτητής, ενδεχομένως να υπήρχαν αντικείμενα τα οποία θα μπορούσαν να παράσχουν απόδειξη για την διάπραξη των αδικημάτων και ότι καθίστατο αναγκαίο αυτή να διερευνηθεί. Το γεγονός, υποδεικνύει, ότι δεν ξεκαθαρίζεται στον Όρκο κατά πόσο ο Αιτητής ή η συνοδηγός εισήλθαν ή εξήλθαν εντός της λυόμενης οικίας και γενικά πως ήταν η στάση και συμπεριφορά τους κατά την παραμονή τους εκεί, είναι ζήτημα παντελώς αδιάφορο για τη δημιουργία υποψίας ότι στην οικία του Αιτητή ενδέχεται να υπάρχουν τεκμήρια που συνδέονται με τη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων. Η πιθανότητα και μόνο ύπαρξης οποιουδήποτε τεκμηρίου στα υποστατικά συνδεόμενου με τη διάπραξη του αδικήματος, αποτελεί ικανοποιητικό λόγο για την έκδοση τέτοιου εντάλματος. Το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης στη συγκεκριμένη περίπτωση, υποστήριξε, διαφοροποιεί την υπόθεση από άλλες του είδους, στις οποίες κρίθηκε ότι η βάση των γεγονότων ήταν ελλιπής. Η προβληθείσα εμπλοκή του Αιτητή στη διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων και η σύνδεση των αντικειμένων που αφορούσε το ένταλμα έρευνας με τα υπό αναφορά αδικήματα, σε συνάρτηση με το γεγονός ότι η έρευνα αφορούσε την οικία που διέμενε ο Αιτητής, ήταν αρκετά για να τεκμηριώσουν την εύλογη υποψία προς έκδοση του επίδικου εντάλματος, χωρίς αναφορά σε οποιασδήποτε άλλη μαρτυρία περί διασύνδεσης της οικίας με τα αναζητούμενα τεκμήρια. Εν πάση περιπτώσει, συμπλήρωσε, το περιεχόμενου του όρκου που είχε ενώπιων του το Δικαστήριο όταν εξέταζε την αίτηση, θα πρέπει να προσεγγίζεται και να εξετάζεται στην ολότητά του και όχι μικροσκοπικά και αποσπασματικά. Είναι γι’ αυτό το λόγο που η σχετική αναφορά στον Όρκο, «… θεάθηκε το όχημα ενοικιάσεως με αρ. εγγραφής να έρχεται στην οικία με οδηγό τον …. Μετά πάροδο δεκαπέντε λεπτών ... αναχώρησαν από την οικία και κατευθύνθηκαν …» δεν θα πρέπει να τυγχάνει εκμετάλλευσης από την πλευρά του Αιτητή. Η ως άνω αναφορές, υποστήριξε, αποσκοπούσαν να παρουσιάσουν στο Δικαστήριο το γεγονός της εισόδου τους στην οικία και την συνέχεια της αναχώρησης τους από αυτήν. Υποστηρίζοντας πως τα στοιχεία τα οποία τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου προς έκδοση του εντάλματος έρευνας, ήταν επαρκή και ικανά να δημιουργήσουν την απαιτούμενη από το νόμο εύλογη υποψία περί διασύνδεσης της οικίας με τα αναζητούμενα αντικείμενα, η ευπαίδευτη δικηγόρος κατέληξε πως τυχόν αποδοχή της αίτησης, θα μπορούσε να προκαλέσει ανυπέρβλητα κωλύματα στο έργο της Αστυνομίας, δυνάμενα να οδηγούν σε αποτυχία εξιχνίασης σοβαρών αλλά και περίπλοκων υποθέσεων.

      Έχω διεξέλθει με προσοχή την προσβαλλόμενη απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου ως επίσης όσα η πλευρά του Αιτητή και του Καθ’ ου η Αίτηση έχουν θέσει ενώπιον μου, περιλαμβανομένων των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν τόσο γραπτώς όσο και δια ζώσης.

      Το απαραβίαστο της κατοικίας διασφαλίζεται από το ίδιο το Σύνταγμα της Δημοκρατίας (Άρθρο 16). Ταυτόχρονα, η ίδια Συνταγματική διάταξη, προβλέπει πως όταν και όπως ο Νόμος ορίζει, κατόπιν δικαστικού εντάλματος, δεόντως αιτιολογημένου, είναι δυνατή η είσοδος και η έρευνα εντός της κατοικίας κάποιου. Σε σχέση με το καθήκον αυτού που υποβάλλει ένα τέτοιο αίτημα αλλά και του Δικαστηρίου που το επιλαμβάνεται, καθόλα σχετικά είναι όσα έχουν αναφερθεί στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των  Αντώνη Ανδρέου & Σία ΔΕΠΕ κ.α,. Πολ. Έφεση 348/16, ημερ. 09.06.2017 όπου μεταξύ άλλων υποδείχθηκε ότι:

«... η έκδοση ενός εντάλματος έρευνας είναι μια σοβαρή επέμβαση στην ατομική ελευθερία. Είναι ένα βήμα που πρέπει να λαμβάνεται μετά από ώριμη αντίληψη των γεγονότων που συνθέτουν την υπόθεση. Με σκοπό την επίτευξη του στόχου αυτού ο αιτών, την έκδοση του εντάλματος, επί του προκειμένου, ο αστυφύλακας, έχει καθήκον να προβεί σε πλήρη αποκάλυψη όλων των ουσιωδών στοιχείων και γεγονότων.

 

....................................................................................................

 

Η έκδοση του διατάγματος, όπως προείπαμε, δεν αποτελεί μηχανιστική διαδικασία. Το Δικαστήριο, στη βάση των ενώπιον του τεθέντων, θα πρέπει να πεισθεί ότι συντρέχει αναγκαιότητα έκδοσης του διατάγματος.»

 

 

      Σύμφωνα με το Άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155:

«Όταν δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει-

(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε ή

(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή

(γ) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι προορίζεται να χρησιμοποιηθεί για το σκοπό διάπραξης ποινικού αδικήματος,

ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως “ένταλμα έρευνας”), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό -

(ι) να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγµατος και να κατάσχει και µεταφέρει αυτό ενώπιον του ∆ικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλµα έρευνας ή ενώπιον άλλου ∆ικαστηρίου για να τύχει αυτό µεταχείρισης σύµφωνα µε το νόµο· και

…………………………………………...............................................................».

 

      Για την έκδοση σχετικού εντάλματος έρευνας, το Δικαστήριο θα πρέπει να ικανοποιηθεί ότι από τα στοιχεία που έχουν τεθεί υπόψιν του, μέσω της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει τέτοιο αίτημα, υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ή εύλογη υποψία ότι σε ένα συγκεκριμένο τόπο υπάρχει οτιδήποτε το οποίο περιγράφεται στα εδάφια (α), (β) και (γ) του άρθρου 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155. Όπως υπεδείχθη στην GPS Freight Services Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, Πολ. Έφεση 219/2014, ημερ. 29.02.2016, η έκδοση εντάλματος έρευνας δικαιολογείται στην περίπτωση που το Δικαστήριο ικανοποιηθεί για την ύπαρξη εύλογης υποψίας, με την έννοια ότι η υποψία πρέπει να είναι εύλογη υπό το φως της μαρτυρίας που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου και όχι για την εκ πρώτης όψεως στοιχειοθέτηση, στη βάση της μαρτυρίας αυτής, κάθε συστατικού στοιχείου του διερευνώμενου αδικήματος. Περαιτέρω, το Δικαστήριο ενώπιον του οποίου τίθεται αίτημα του είδους, θα πρέπει να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα στη βάση των γεγονότων που παρατίθενται υπόψιν του μέσω της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει το αίτημα ότι η σχετική υποψία είναι εύλογη (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση του Έκτoρα Μαρκίδη (2014) 1 Α.Α.Δ. 756 και In Re Πολυκάρπου (1991) 1 Α.Α.Δ. 207). Σε κάθε περίπτωση, το άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155, συνδέει τα αντικείμενα που εύλογα πιστεύεται ότι συνδέονται με ποινικό αδίκημα, με τον τόπο για τον οποίο ζητείται το ένταλμα και όχι με το πρόσωπο του υπόπτου. (βλ. Συνδέσμος για την Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1014, Ανδρέου v Δημοκρατίας Πολ. Έφεση 103/2020, ημερ. 21.04.2021, ECLI:CY:AD:2021:A164). Καθ’ όλα διαφωτιστικός για το ζήτημα, ειδικότερα στις περιπτώσεις που αίτημα του είδους αφορά κατοικία, είναι ο λόγος της απόφασης στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση Χαράλαμπου Σιακαλλή (2001) 1 Α.Α.Δ. 282. Στην εν λόγω απόφαση, η οποία για εντελώς άλλους λόγους, άσχετους με το ζήτημα που εδώ απασχολεί ανατράπηκε από το εφετείο, υποδείχθηκε μεταξύ άλλων ότι:  

«…. στην περίπτωση δε κατοικίας είναι μάλιστα αναγκαία η σύνδεση του αντικειμένου με την οικία ώστε να αιτιολογείται δεόντως η έκδοση του εντάλματος όπως απαιτείται από το Άρθρο 16.2. Μόνο όπου η μαρτυρία είναι τέτοια ώστε να δικαιολογεί συγκεκριμένη και εύλογη υποψία ότι το αντικείμενο βρίσκεται στην οικία ή άλλο τόπο, και όχι απλώς γενική και αόριστη υπόθεση ότι θα μπορούσε να βρίσκεται στην οικία ή άλλο τόπο, προκύπτει επαρκής σύνδεση με την οικία ή άλλο τόπο του οποίου ζητείται η έρευνα. Άλλως, η παρεχόμενη από το Σύνταγμα και το νόμο προστασία, ιδιαίτερα της κατοικίας, θα απέληγε ευάλωτη και άνευ ουσίας. Υπό τις συνθήκες, η έκδοση του εντάλματος ήταν αναιτιολόγητη, παράνομη και καθ΄υπέρβαση εξουσίας.»

 

      Επανερχόμενος στην υπό συζήτηση περίπτωση, ευθύς εξ αρχής θα πρέπει να εντοπιστεί ότι από την ένορκη δήλωση που υποστήριζε το αίτημα, προκύπτει πως η πληροφορία η οποία φέρεται να λήφθηκε από την Αστυνομία, δεν έκανε λόγο για χρήση της συγκεκριμένης οικίας από τον Αιτητή για την εμπορία και διακίνηση των ναρκωτικών. Σύμφωνα με την αυτή, ο Αιτητής αποτελεί πρόσωπο που ασχολείται με την εμπορία και διακίνηση των ναρκωτικών, χωρίς όμως να αποκαλύπτεται διασύνδεση της συγκριμένης κατοικίας με την ως άνω «ενασχόληση» του Αιτητή. Σημειώνεται πως στο σχετικό Όρκο, δεν καταγράφεται αν στο πλαίσιο της διακριτικής παρακολούθησης της λυόμενης κατοικίας, εντοπίστηκε σε αυτή ο Αιτητής, που παρουσιάζεται να διαμένει σε αυτήν. Ο τελευταίος δε, ως καταγράφεται στον Όρκο, αρνήθηκε ότι διαμένει σε αυτήν. Ότι καταγράφεται στη σχετική ένορκη δήλωση είναι πως συγκεκριμένη ημερομηνία, ήτοι στις 19.09.2023 και περί ώρα 18:10 θεάθηκε το όχημα ενοικιάσεως που οδηγούσε ο Αιτητής με συνοδηγό μία κοπέλα, «να έρχεται στη οικία». Καταγράφεται επίσης, ως πραγματικό γεγονός, ότι μετά πάροδο δεκαπέντε (15) λεπτών, το πιο πάνω όχημα με οδηγό τον Αιτητή και συνοδηγό την κοπέλα αναχώρησαν από την οικία και κατευθύνθηκαν προς Λευκωσία, για να ακολουθήσει η μετάβαση και η ολιγόλεπτη παραμονή του οχήματος σε κοιμητήριο, πριν την ανακοπή του οχήματος, σε μεταγενέστερο χρόνο, για σκοπούς ελέγχου.

      Γεγονός παραμένει ότι στην σχετική ένορκη δήλωση προς υποστήριξη του αιτήματος έκδοσης του εγκαλούμενου εντάλματος έρευνας, πέραν από την αναφορά ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο θεάθηκε το όχημα που οδηγούσε ο Αιτητής να έρχεται στην οικία και στη συνέχεια να αναχωρεί από αυτήν, δεν αναφέρεται οτιδήποτε για είσοδο ή έξοδο του Αιτητή ή της κοπέλας που τον συνόδευε στην συγκεκριμένη οικία, για τον τρόπο που οι τελευταίοι εκινούντο, εάν κατέβηκαν από το όχημα στο οποίο επέβαιναν, εάν μετέφεραν οτιδήποτε στην οικία, εάν παρέλαβαν ή άφησαν οτιδήποτε σε αυτή. Προσπάθεια εκ των υστέρων, μέσω της ένορκης δήλωσης που υποστηρίζει την ένσταση ή ακόμα, μέσω ερμηνείας των σχετικών αναφορών στην ένορκη δήλωση και ειδικότερα του όρου «να έρχεται στην οικία» εκ μέρους της ευπαίδευτης εκπροσώπου του Έντιμου Γενικού Εισαγγελέα, ουσιαστικά υποθέτοντας και επεκτείνοντας για το τι πραγματικά θα πρέπει θεωρηθεί ότι εννοούσε ο ομόσας για το ζήτημα αστυνομικός, εισηγούμενη ότι η συγκεκριμένη αναφορά θα πρέπει να εκληφθεί ότι αποσκοπούσε να παρουσιάσει στο Δικαστήριο την είσοδο του Αιτητή και της κοπέλας που τον συνόδευε στην οικία και στη συνέχεια την αναχώρηση τους από την οικία, δεν μπορεί ασφαλώς να υιοθετηθεί και να ληφθεί υπόψη. Παρεμβάλλεται πως καμία αναφορά η επεξήγηση δεν ζητήθηκε, ούτε δόθηκε από τον ομνύοντα αστυνομικό κατά πάντα ουσιώδη χρόνο, δυνάμενη, συμπερασματικά έστω, να οδηγήσει στην υιοθέτηση των πιο πάνω εκ των υστέρων επεξηγήσεων και θέσεων, και συνακόλουθα στη αναγκαία διασύνδεση της συγκεκριμένης λυόμενης κατοικίας με την εμπορία και διακίνηση των ναρκωτικών για την οποία λήφθηκε η πληροφορία.

       Έχει ήδη σημειωθεί η αναγκαιότητα προσδιορισμού και διασύνδεσης της έρευνας με συγκεκριμένο τόπο ή χώρο, όπως και με τη διερεύνηση συγκεκριμένου αδικήματος. Στην υπο συζήτηση περίπτωση, η πληροφορία για την οποία γίνεται λόγος στον όρκο, δεν φαίνεται να διασυνδέει τη συγκεκριμένη λυόμενη οικία με την φερόμενη διακίνηση ναρκωτικών ουσιών από τον Αιτητή. Ούτε η εμπλοκή ενός ατόμου σε διακίνηση ναρκωτικών, οδηγεί αναπόδραστα σε συνειρμό ή υποψία ότι σε κατοικία ή σε χώρο που ο ίδιος χρησιμοποιεί, βρίσκονται ναρκωτικά. Απαιτείται η διασύνδεση της κατοικίας, με κάποιο τρόπο, με τις ναρκωτικές ουσίες. Η δικαιοδοσία για έκδοση εντάλματος έρευνας για ανεύρεση ή κατάσχεση «τέτοιων πραγμάτων», ενεργοποιείται μόνο όταν υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται πως σε οποιοδήποτε τέτοιο τόπο υπάρχει οτιδήποτε από αυτά που προσδιορίζει το άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155. Από την ένορκη δήλωση που τέθηκε υπόψη του Δικαστηρίου που επιλήφθηκε του αιτήματος, δεν φαίνεται να αποκαλύπτονται στοιχεία ή μαρτυρία, ικανά να οδηγήσουν στη διασύνδεση, κατά τον χαλαρό έστω τρόπο που απαιτείται στις περιπτώσεις του είδους, της συγκεκριμένης λυόμενης κατοικίας, με τις ναρκωτικές ουσίες ή τα άλλα τεκμήρια που η αστυνομία παρουσιάζεται να αναζητούσε στα πλαίσια της διερεύνησης των αδικημάτων που την απασχολούσαν.

      Πριν την ολοκλήρωση της παρούσας, και έχοντας σημειώσει με προσοχή την ανησυχία της ευπαίδευτης δικηγόρου που εκπροσωπεί τον έντιμο Γενικό Εισαγγελέα στη διαδικασία, ότι τυχόν αποδοχή της αίτησης θα προκαλέσει στο έργο της αστυνομίας ανυπέρβλητα κωλύματα, οδηγώντας πολλές φορές στην αποτυχία εξιχνίασης σοβαρών αλλά και περίπλοκων υποθέσεων, κρίνεται αναγκαίο να σημειωθεί πως δεν μπορεί να υιοθετηθεί η ως άνω προσέγγιση. Η ανάγκη εφαρμογής του νόμου και καλά εδραιωμένων νομολογικών αρχών για κάποιο ζήτημα, είναι αδιαπραγμάτευτη και εκ των ων ουκ άνευ. Θα ήταν αδιανόητο, σε ένα κράτος δικαίου, να τίθεται θέμα «προσαρμογής» του πιο πάνω αξιώματος προς εξυπηρέτηση οποιασδήποτε σκοπιμότητας. Άλλωστε, η κάθε περίπτωση βασίζεται και εξετάζεται στη βάση των δικών της περιστατικών. Τυχόν ανυπαρξία κάποιων στοιχείων ή μη ικανοποίηση κάποιων αναγκαίων προϋποθέσεων και κριτηρίων για την επιτυχία ενός συγκεκριμένου αιτήματος, εξέλιξη που κατά περίπτωση μπορεί να οφείλεται σε διάφορους παράγοντες, δεν μπορεί ασφαλώς να λειτουργεί κατά τον καταλυτικό τρόπο που εισηγείται η ευπαίδευτη συνήγορος.

     

      Στην υπό συζήτηση περίπτωση, η ένορκη δήλωση στη βάση της οποίας προωθήθηκε το σχετικό αίτημα και εξασφαλίστηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας το ένταλμα έρευνας, δεν φαίνεται να δικαιολογούσε εύλογη υποψία ότι τα αναζητούμενα αντικείμενα βρίσκονταν στη συγκεκριμένη λυόμενη κατοικία και για τη διασύνδεση της τελευταίας με τις ναρκωτικές ουσίες, στο βαθμό έστω που απαιτείται σε περιπτώσεις του είδους. Συνακόλουθα, δεν στοιχειοθετείται η ύπαρξη εύλογης αιτίας σε συνάρτηση με τα αντικείμενα των οποίων επιδιωκόταν η ανεύρεση, ως προβλέπεται τούτο στο άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155.

 

      Ως εκ τούτου, η αίτηση κρίνεται αιτιολογημένη και επιτυγχάνει. Εκδίδεται προνομιακό ένταλμα Certiorari, με το οποίο ακυρώνεται το ένταλμα έρευνας, ημερομηνίας 19.09.2023.

 

      Τα έξοδα επιδικάζονται υπέρ του Αιτητή και εναντίον του Καθ’ ου η αίτηση, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.  

 

 

    Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο