ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

Δικαιοδοσία δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) του Ν.33/1964

Αίτηση για Χορήγηση Άδειας

 

(Αρ. Αίτησης 2/2023)

 

 

 30 Ιανουαρίου 2024

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

 

Αίτηση από: 1. Stephen Van Zutphen και 2. Αθηνάς Τσιακούρη Van Zutphen.

 

Αναφορικά με τα νομικά θέματα που προκύπτουν από την Απόφαση του Εφετείου στην Πολ. Έφ. Αρ.353/2019, ημερ.7.9.2023

 

Μεταξύ:

 

ARTIO DESIGNS LTD,

Εφεσείουσα,

 

ν.

 

1.   STEPHEN VA ZUTPHEN,

2. ΑΘΗΝΑΣ ΤΣΙΑΚΟΥΡΗ  VAN ZUTPHEN,

 

Εφεσίβλητων.

Σ. Δράκος με Δ. Κουλαφέτη για Σωτήρης Δράκος Δ.Ε.Π.Ε., για τους Αιτητές.

Ν. Κουκουμά (κα) για Ιωαννίδης Δημητρίου Δ.Ε.Π.Ε.,  για την Καθ΄ης η Αίτηση.

____________________

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

 

____________________

 

ΑΠΟΦΑΣΗ

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Οι Αιτητές, εφεσίβλητοι στην αναφερόμενη στον τίτλο πολιτική έφεση, στην οποία εκδόθηκε απόφαση από το Εφετείο την 7.9.2023,[1] καταχώρισαν την παρούσα Αίτηση στο Ανώτατο Δικαστήριο, αιτούμενοι άδεια για να υποβάλουν αίτηση δυνάμει του άρθρου 9(3)(γ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως (Αρ.3) του 2022.[2] 

 

    Οι Αιτητές ήταν οι εναγόμενοι στην Αγωγή Αρ.4947/2011, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.  Η αγωγή είχε καταχωριστεί εναντίον τους από την Καθ’ ης η Αίτηση, κατασκευάστρια εταιρεία, και αφορούσε στην πώληση μιας υπό ανέγερση κατοικίας.  Η υπόθεση εκδικάστηκε και την 23.8.2019 εκδόθηκε απόφαση.  Επιδικάστηκε υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση και εναντίον αμφοτέρων των Αιτητών το ποσό των €256.970,95 πλέον τόκοι και, στη βάση ανταπαίτησης που οι τελευταίοι είχαν καταχωρίσει, διάταγμα που διέτασσε την Καθ’ ης η Αίτηση να τους μεταβιβάσει τον τίτλο ιδιοκτησίας της κατοικίας μέσα σε δύο μήνες.  Αναφέρεται στην απόφαση: «Νοείται, φυσικά ότι μετά την μεταβίβαση οι Ενάγοντες [η Καθ’ ης η Αίτηση] θα είναι ελεύθεροι να λάβουν τα απαραίτητα μέτρα για εκτέλεση της υπέρ τους απόφασης».  Τα έξοδα επιδικάστηκαν υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση και εναντίον των Αιτητών, όπως θα υπολογίζονταν από τον Πρωτοκολλητή.

 

    Η Καθ’ ης η Αίτηση καταχώρισε την 24.9.2019 την αναφερόμενη στον τίτλο πολιτική έφεση, στην οποία οι Αιτητές καταχώρισαν την 16.10.2019 ειδοποίηση αντέφεσης.

 

    Μετά την καταχώριση της έφεσης, καταχωρίστηκε την 25.9.2019 αίτηση στο πρωτόδικο Δικαστήριο από την Καθ’ ης η Αίτηση για αναστολή εκτέλεσης της απόφασης στην ανταπαίτηση, δηλαδή του διατάγματος που την διέτασσε να μεταβιβάσει στο όνομα των Αιτητών τον τίτλο ιδιοκτησίας της κατοικίας.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με απόφαση του ημερ.8.1.2020, ενέκρινε την αίτηση και διέταξε την αναστολή της εκτέλεσης του διατάγματος για τη μεταβίβαση.  Επιδίκασε και τα έξοδα της αίτησης υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση και εναντίον των Αιτητών.

 

    Οι Αιτητές καταχώρισαν και αυτοί αίτηση στο πρωτόδικο Δικαστήριο, την 14.1.2022, για αναστολή της απόφασης στην απαίτηση, περιλαμβανομένης και της διαταγής με την οποία επιδικάστηκαν εναντίον τους τα έξοδα.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα αναστολής εκτέλεσης αναφορικά με το ποσό που επιδικάστηκε και τους τόκους και απέρριψε την αίτηση στην έκταση που αφορούσε τα επιδικασθέντα εναντίον των Αιτητών έξοδα. 

 

    Οι Αιτητές δεν ικανοποιήθηκαν και καταχώρισαν νέα αίτηση στο Εφετείο.  Η αίτηση καταχωρίστηκε δυνάμει του Καν.41.7(1)(α) και (β) των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών του 2023, που προνοεί ότι:

 

«(α) Εκτός αν το Εφετείο ή το κατώτερο δικαστήριο διατάξει διαφορετικά, η έφεση δεν επενεργεί ως αναστολή οποιουδήποτε διατάγματος ή απόφασης του κατώτερου δικαστηρίου.

  (β)  Αίτηση για αναστολή διατάγματος ή απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου γίνεται πρώτα στο κατώτερο Δικαστήριο».[3]

 

 

    Ο Κανονισμός είναι κατ’ ουσία πανομοιότυπος με την Δ.35, θ.18 και 19 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας.

 

    Το Εφετείο αποφάνθηκε ότι η μερική επιτυχία της αίτησης ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου σήμαινε ότι η αίτηση δεν είχε απορριφθεί.  Επομένως, δεν πληρείτο η επιτακτική προϋπόθεση της απόρριψης της αίτησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο (κατώτερο Δικαστήριο), ώστε να μπορεί να καταχωριστεί νέα αίτηση στο Εφετείο.  Η ορθή δικονομική οδός για τους Αιτητές που δεν είχαν ικανοποιηθεί από την πρωτόδικη απόφαση, υπέδειξε το Εφετείο, ήταν η καταχώριση έφεσης κατά της απόφασης.  Παρέπεμψε προς τούτο στην Hard Rock Restaurants (Cyprus) Ltd κ.ά. ν. Κτηματική Εταιρεία Χρ. Παντζαρής Λτδ, Πολ. ΄Εφ. Αρ.17/2021, ημερ.8.11.2022, ECLI:CY:AD:2022:A423 και υπέδειξε επίσης ως σχετική την Τσιάτταλος ν. Μαρκαντώνης, Πολ. Έφ. Αρ.Ε151/2017, ημερ.29.1.2018, ECLI:CY:AD:2018:A47.

 

    Στην Hard Rock αποφασίστηκε ότι:

 

«Η ενεργοποίηση της διάταξης του θεσμού 19, καθίσταται δυνατή υπό δύο προϋποθέσεις, την καταχώρηση πρώτον στο πρωτόδικο Δικαστήριο αίτησης και κατά δεύτερο λόγο την απόρριψη της (ThanosClubHotelsLimitedv. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας κ.α. (2003) 1 ΑΑΔ 312, Christakis Pilides Construction Ltdv. PhilpoolLtd, Πολ. Έφ. 185/2019 ημερ. 12/6/2020).  Η αντίστοιχη πρόνοια των Rules of the Supreme Court (1958) O.58, r.12 καθιστά επιτακτική την πρόνοια για καταχώρηση πρώτα στο πρωτόδικο Δικαστήριο και μετά στο Εφετείο αντίστοιχη αίτηση προνοώντας πως:

 

«The application should be made in the first instance to the Court below, but if it is refused, the application to the Court of Appeal is not an appeal the jurisdiction is concurrent."

 

Είναι ήδη παραδεκτό όπως ανωτέρω σημειώθηκε πως ο εφεσείων 2, πέτυχε έκδοση διατάγματος αναστολής, υπό όρους όμως, τους οποίους χαρακτηρίζει δυσανάλογους.

 

Κρίνουμε πως η διακριτική ευχέρεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου ασκήθηκε υπέρ του εφεσείοντα 2, υπό τη θέσπιση των όρων τους οποίους έκρινε αναγκαίους και εύλογους για εξισορρόπηση των νομολογιακών προϋποθέσεων. Η τήρηση τους επαφίεται στον εφεσείοντα 2.

 

Το ορθό, λογικό εύλογο ή άδικο ή δυσανάλογο αυτών, θα κριθεί από το Εφετείο, κατά την εκδίκαση της επί τούτου έφεσης, την οποίαν άσκησεν ο εφεσείων.  Δεν είναι έργο δικό μας η κρίση ως δυσανάλογων των όρων που τέθηκαν - διότι αυτό μας ζητείται από τον εφεσείοντα να πράξουμε - στα πλαίσια της παρούσας αίτησης.  Ζητείται με την παρούσαν αίτηση να κρίνουμε και να εκλάβουμε τη χορήγηση της αναστολής με τους συγκεκριμένους όρους, ως άρνηση και άρα απόρριψη της αίτησης.  Ουσιαστικά,πράττοντας ως ανωτέρω θα προκαταβάλλαμε την απόφαση επί της έφεσης, η οποία αναμένεται να εκδικαστεί.  Ήδη έχει δοθεί αριθμός, παρά την περί του αντιθέτου θέση του εφεσείοντα 2, ο οποίος προβάλλει το γεγονός αυτό, ως επιχείρημα για την καθυστέρηση στην εκδίκαση της.

 

Το δεδομένο είναι η χορήγηση της αναστολής από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Το ορθά δικονομικό μέτρο, το οποίο και άσκησε ο εφεσείων 2 ήταν η καταχώρηση έφεσης για την επιβολή των δυσανάλογων - κατά την κρίση του - όρων.

 

Με την κρινόμενη αίτηση επιζητείται η ίδια θεραπεία, αναστολής της εκδοθείσας απόφασης η οποία ήδη εδόθη. 

 

Με όσα ανωτέρω εκθέσαμε, κρίνουμε πως δεν ενεργοποιείται η εφαρμογή της Δ.35, θ. 18,19 και δεν υπάρχει δικαιοδοσία για εξέταση της κρινόμενης αίτησης, η οποία κρίνεται απορριπτέα».

 

 

    Η Τσιάτταλος ήταν έφεση που καταχωρίστηκε κατά της απόφασης έκδοσης διατάγματος αναστολής εκτέλεσης υπό όρους από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Με την έφεση η οποία καταχωρίστηκε από τους εφεσείοντες που είχαν επιτύχει την αναστολή, αμφισβητείτο η ορθότητα της κατάληξης ως προς την επιβολή των όρων.

 

Το άρθρο 9(3)(γ) των περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως (Αρ.3) του 2022, προνοεί ότι, από την 1η Ιουλίου 2023, το Ανώτατο Δικαστήριο:

«αποφασίζει σε τρίτο και τελευταίο βαθμό βάσει αιτήσεως, η οποία υποβάλλεται από τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ή οιονδήποτε των διαδίκων κατόπιν αδείας παραχωρουμένης υπό του ιδίου και κατόπιν προηγηθείσας διαδικασίας πολιτικής ή ποινικής εφέσεως επί νομικών θεμάτων τα οποία προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου και συναρτώνται με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας ή με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος ή γενικής δημόσιας σημασίας ή συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου, κατά την υπ’ αυτού ενασκουμένη  πολιτική ή ποινική δικαιοδοσία:

Νοείται ότι, η συμφώνως των πιο πάνω, υποβαλλομένη αίτηση δέον να προσδιορίζει σαφώς τα προκύπτοντα από την οικεία απόφαση νομικά θέματα, ως και τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία τα υποστηρίζοντα το αίτημα, προκειμένου το Ανώτατο Δικαστήριο να αποφανθεί κατά πόσο θα παραχωρήσει την απαιτούμενη άδεια:

Νοείται περαιτέρω ότι, σε τέτοια περίπτωση η απόφαση του Εφετείου αντικαθίσταται από την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου».

 

    Προκύπτει από το λεκτικό του άρθρου ότι η δικαιοδοσία αφορά στην επίλυση νομικών θεμάτων.  Τα νομικά αυτά θέματα πρέπει να προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου.  Περαιτέρω, τα νομικά αυτά θέματα πρέπει να συναρτώνται:

-      με τη διαφοροποίηση πάγιας νομολογίας, ή

-      με την ανάγκη ορθής ερμηνείας, είτε πρωτογενούς είτε δευτερογενούς ουσιαστικής νομοθετικής διατάξεως, ή

-      με μείζον ζήτημα δημοσίου συμφέροντος, ή

-      ζήτημα γενικής δημόσιας σημασίας, ή

-      ζήτημα συνοχής του δικαίου επί συγκρουομένων ή αντιφατικών αποφάσεων του Εφετείου.

 

    Και η αίτηση για άδεια πρέπει να προσδιορίζει σαφώς τα νομικά αυτά θέματα και επίσης να προσδιορίζει τους πλήρεις λόγους και τα αναγκαία στοιχεία που υποστηρίζουν το αίτημα.

 

    Στους Διαδικαστικούς Κανονισμούς του Ανώτατου Δικαστηρίου του 2023, με τον Καν.9(2)(α)(iv) προβλέπεται ότι στην αίτηση για χορήγηση άδειας επισυνάπτεται Έκθεση Νομικών Θεμάτων που προκύπτουν από την απόφαση του Εφετείου σε ξεχωριστές αριθμημένες παραγράφους και ξεχωριστή αιτιολογία για το κάθε ένα, ενώ  στον Καν.9(2)(β) αναφέρεται ότι στην αίτηση παρατίθενται οι λόγοι για τους οποίους πρέπει να χορηγηθεί άδεια.

 

    Οι λόγοι για τους οποίους πρέπει να χορηγηθεί άδεια, όπως καταγράφονται στην Αίτηση είναι οι εξής:

 

«1.  Ενώ υπάρχει ρητή διαταγή του πρωτόδικου δικάσαντος την ουσία Δικαστηρίου ότι οι Ενάγοντες δεν μπορούν να λάβουν μέτρα εκτέλεσης της απόφασης παρά μόνο εάν μεταβιβάσουν επ΄ονόματι των Εναγόμενων τον τίτλο ιδιοκτησίας της κατοικίας, τόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο στην αίτηση αναστολής όσο και το Εφετείο στην αίτηση αναστολής απέρριψαν το αίτημα των Εναγόμενων για αναστολή ως προς τα έξοδα χωρίς καν να εξετάσουν το σοβαρό ζήτημα που άπτεται της ουσίας της υπόθεσης.  Δεν πρόκειται για πρακτική, αλλά πρόκειται για διάταγμα Δικαστηρίου που διατάττει την αναστολή και εξυπηρετεί διαφορετικούς σκοπούς από αυτούς που συνήθως εξυπηρετούν διατάγματα αναστολής μόνο στη βάση καταχώρισης έφεσης.  Τα σοβαρά αυτά ζητήματα, παρ΄όλο που ηγέρθηκαν νομότυπα τόσο στο πρωτόδικο Δικαστήριο όσο και στο Εφετείο, δεν εξετάστηκαν.

 

2. Ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ξεκάθαρα το αίτημα αναστολής ως προς τα έξοδα, το Εφετείο θεώρησε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν το απέρριψε, παρ΄όλο που το Εφετείο κατέληξε ορθά ότι το ζήτημα αναστολής απόφασης δεν διαχωρίζει την απαίτηση από τα έξοδα».

 

 

    Στην Έκθεση Νομικών Θεμάτων που επισυνάπτεται στην Αίτηση για άδεια αναφέρονται δύο ζητήματα.  Μέσα από τα κείμενα δεν προσδιορίζονται νομικά θέματα.  Το λεκτικό τους συνιστά καταγγελία της απόφασης του Εφετείου, όπως εάν επρόκειτο για έφεση κατά της εφετειακής απόφασης.  Μεταφέρουμε τα κείμενα αυτούσια:

 

«(α)  Το Εφετείο δεν εξέτασε δικαστικά την αίτηση αναστολής, αγνοώντας το σημαντικότερο νομικό ζήτημα που έγειραν οι Αιτητές με την αίτηση αναστολής.

 

(β)  Το Εφετείο ερμήνευσε την κατάληξη της απόφασης του Πρωτόδικου Δικαστηρίου στην αίτηση αναστολής από: «απορρίπτεται η αίτηση σε σχέση με τα δικηγορικά έξοδα» σε «δεν απορρίπτεται» και άρα έκρινε ότι δεν υπάρχει ζήτημα προς εξέταση ή δικαιοδοσία».

 

 

    Στην Αιτιολογία του πρώτου ζητήματος γίνεται αναφορά στην απόφαση στην αγωγή και στην επιφύλαξη που διατυπώθηκε σε σχέση με τα μέτρα εκτέλεσης σε σχέση με το ποσό που είχε επιδικαστεί στην απαίτηση.  Φαίνεται να προβάλλουν οι Αιτητές ότι τόσο το πρωτόδικο Δικαστήριο, όσο και το Εφετείο, παραγνώρισαν αυτή τη διατύπωση στην απόφαση στην αγωγή.  Θα ήταν, επιχειρηματολογούν, άδικο για αυτούς να πληρώσουν το ποσό της απόφασης και τα έξοδα προτού μεταβιβαστεί η κατοικία επ’ ονόματι τους.

 

    Επισημαίνουμε ότι η διασύνδεση που έγινε στην πρωτόδικη απόφαση στην αγωγή, της εκτέλεσης της απόφασης στην απαίτηση με την υποχρέωση της Καθ’ ης η Αίτηση να μεταβιβάσει την κατοικία στους Αιτητές, περιοριζόταν στο ποσό που είχε επιδικαστεί και τους τόκους.  Δεν περιλάμβανε τα έξοδα που επιδικάστηκαν.  Εφόσον η Καθ’ ης η Αίτηση είχε ήδη εξασφαλίσει διάταγμα αναστολής της υποχρέωσης της να μεταβιβάσει την κατοικία, ενδεικτικό της απροθυμίας της να προβεί στη μεταβίβαση της πριν την διεκπεραίωση της έφεσης της, αυτό ουσιαστικά εξασφάλιζε στους Αιτητές ότι δεν θα λαμβάνονταν μέτρα εκτέλεσης εναντίον τους αναφορικά με το ποσό που επιδικάστηκε και τους τόκους μέχρι και την αποπεράτωση και της αντέφεσης τους.      

                   

    Ωστόσο, η αίτηση που καταχώρισαν στο πρωτόδικο Δικαστήριο αφορούσε την αναστολή εκτέλεσης και του ποσού της απόφασης και των τόκων, πέραν από τα έξοδα τα οποία ήταν τα μόνα για τα οποία θα έπρεπε να ανησυχούν οι Αιτητές.  Σε κάθε όμως περίπτωση, δεν προσδιορίζεται, πόσο μάλλον με σαφήνεια, κάποιο νομικό ζήτημα προς εξέταση.

 

    Στην Αιτιολογία του δεύτερου ζητήματος αναφέρεται ότι ορθά το Εφετείο αποφάσισε ότι «δεν γίνεται διαχωρισμός μεταξύ της εξ αποφάσεως οφειλής και των δικηγορικών εξόδων» και ότι και στο ζήτημα της αναστολής της εκτέλεσης δεν πρέπει να διαχωρίζεται η απαίτηση από τα έξοδα. Υποδεικνύεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ρητά απέρριψε την αιτούμενη αναστολή για τα έξοδα και συνεπώς υφίστατο απόρριψη, ώστε να νομιμοποιούνταν οι Αιτητές να καταχωρίσουν νέα αίτηση στο Εφετείο.  Αναφέρεται ακόμα στην Αιτιολογία ότι εφόσον δεν μπορούσαν να διαχωριστούν η απαίτηση και τα έξοδα και εφόσον η μεταβίβαση της κατοικίας ήταν προϋπόθεση για την εκτέλεση της απόφασης και η ίδια η Καθ’ ης η Αίτηση είχε εξασφαλίσει την αναστολή της υποχρέωσης μεταβίβασης της κατοικίας, εκ των πραγμάτων η τελευταία δεν θα μπορούσε να ικανοποιήσει την εναντίον της πτυχή της απόφασης ώστε να μπορούσε να διεκδικήσει τα υπέρ της επιδικασθέντα έξοδα.

 

    Ούτε και εδώ προσδιορίζεται κάποιο νομικό ζήτημα προς εξέταση.

 

    Και ασφαλώς δεν είναι έργο του Ανωτάτου Δικαστηρίου να επιχειρήσει να αναδείξει νομικό ζήτημα, όπως αυτό καθορίζεται στο άρθρο 9(3)(γ) των Νόμων, που θα μπορούσε ενδεχομένως να εγερθεί στη βάση της συγκεκριμένης εφετειακής απόφασης.

 

    Καταλήγουμε ότι ουδέν νομικό ζήτημα προσδιορίζεται με σαφήνεια στην Αίτηση για άδεια.  Δεν μπορεί να χορηγηθεί άδεια για να εξεταστεί απροσδιόριστο ζήτημα. 

 

    Η Αίτηση απορρίπτεται.

 

    €2.500 έξοδα της Αίτησης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Καθ’ ης η Αίτηση και εναντίον των Αιτητών.

 

 

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.     

  

                                                          Ε. Εφραίμ, Δ.



[1]   Artio Designs v. Van Zutphen κ.ά, Πολ. Έφ. Αρ.353/2019, ημερ.7.9.2023.

[2]   Τώρα οι περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλαι Διατάξεις) Νόμοι του 1964 έως 2023

 

[3] Σύμφωνα με τον Καν.41.1(2)(γ) των Κανονισμών, «κατώτερο δικαστήριο» σημαίνει το δικαστήριο επί της αποφάσεως του οποίου ασκείται έφεση.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο