ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 250/2015)

 

26 Ιανουαρίου, 2024

 


[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ.Δ.]

 

 

SAVVAS VASILI TELEMACHOU,

 

Eφεσείων,

 

ν.

 

 

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΗΣ

ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΣΤΟΙΧΕΙΩΝ ΛΤΔ,

 

Εφεσίβλητης

____________________

Α. Προδρόμου (κα) για Χατζηστερκώτης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για τον Εφεσείοντα.

Αλ. Φασιανού (κα) για Ι. Φράγκος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

____________________

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:    Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

____________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Η Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Μακράσυκας (στο εξής «ΣΠΕ»),  είχε καταχωρίσει στις 29.9.2011, στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας, ειδικά οπισθογραφημένο κλητήριο ένταλμα εναντίον του εφεσείοντα, τότε εναγόμενου 1, και εναντίον μίας Κυπριακής Εταιρείας, τότε εναγόμενης 2. Η αξίωση της ήταν για υπόλοιπο δανείου που χορήγησε στον εφεσείοντα κατά ή περί τις 8.1.2007, κατόπιν αίτησης του τελευταίου. Να σημειώσουμε από τώρα πως στις 26.4.2021 καταχωρίστηκε από την εφεσίβλητη  «Ειδοποίηση Μετονομασίας», σύμφωνα με την οποία το όνομά της «είχε αλλάξει σε Συνεργατική Εταιρεία Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ», με ισχύ από τις 3.9.2018, εξού και στον τίτλο της απόφασης εμφαίνεται το νέο όνομα της εφεσίβλητης.

 

Σύμφωνα με τις λεπτομέρειες της Έκθεσης Απαίτησης, το δάνειο χορηγήθηκε  στον εφεσείοντα και ήταν πληρωτέο με την καταβολή συγκεκριμένων μηνιαίων δόσεων μέχρι εξόφλησης.                                 Η δικογραφημένη θέση της ΣΠΕ ήταν πως ο εφεσείων παρέλειψε να καταβάλει τις συμπεφωνημένες μηνιαίες δόσεις, με αποτέλεσμα αυτή, κατ΄ επίκληση των όρων της συναφθείσας συμφωνίας, να τερματίσει τη συμφωνία και να αξιώσει όλο το οφειλόμενο ποσό, το οποίο τότε ανήρχετο σε €88,818,90, πλέον τόκους και έξοδα. Η ίδια θεραπεία αξιώνετο και εναντίον της εναγόμενης 2, ενώ εναντίον της αξιώνετο και διάταγμα πώλησης ενυπόθηκου ακινήτου της, το οποίο αυτή είχε υποθηκεύσει προς όφελος της ΣΠΕ για την εξασφάλιση των υποχρεώσεων του εφεσείοντα. Για ό,τι αξίζει να σημειώσουμε πως στις 21.12.2011, εξεδόθη, λόγω παράλειψης της εναγόμενης 2 να καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης, διάταγμα πώλησης του ενυπόθηκου ακινήτου της.

 

Επειδή ο εφεσείων διέμενε στο εξωτερικό, και συγκεκριμένα στην Αγγλία, η ΣΠΕ δρομολόγησε διαδικασία για να εξασφαλίσει άδεια για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου. Πράγματι, στο πλαίσιο μονομερούς αίτησης, ημερ. 22.11.2011 που είχε καταχωρίσει, εξασφάλισε στις 9.12.2011 την εν λόγω άδεια, ενώ εξασφάλισε και άδεια για υποκατάστατη επίδοση της αγωγής στον πατέρα του εφεσείοντα σε συγκεκριμένη διεύθυνση στην Κύπρο, στην οποία αυτός διέμενε.  Στο πιο πάνω διάταγμα του Δικαστηρίου, ρητά οριζόταν ως χρόνος καταχώρισης σημειώματος εμφάνισης εκ μέρους του εφεσείοντα, 21 ημέρες από την επίδοση της αγωγής.

 

Η αγωγή επεδόθη ως το διάταγμα ημερ. 9.12.2011 προέβλεπε. Ο εφεσείων δεν καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης, με αποτέλεσμα στις 8.5.2012 να εκδοθεί ερήμην απόφαση εναντίον του για το ποσό των €88,818,90, πλέον τόκοι, πλέον έξοδα.

Στις 12.3.2015 ο εφεσείων αντέδρασε με την καταχώριση αίτησης διά κλήσεως, με την οποία ζητούσε παραμερισμό του διατάγματος ημερ. 9.12.2011, της επίδοσης που έγινε δυνάμει αυτού, και της εκδοθείσας απόφασης. Ζητούσε ακόμη να του δοθούν οδηγίες σε σχέση με τον χρόνο εντός του οποίου αυτός θα καταχωρούσε σημείωμα εμφάνισης και υπεράσπιση. Η αίτηση βασιζόταν σε αρκετές διαταγές των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, ανάμεσα σε αυτές και στη Δ.17, θ.θ. 1-14. Υποστηριζόταν από Ένορκη Δήλωση του δικηγόρου του κ. Νικόλα Αγγελίδη, ο οποίος δήλωνε δεόντως εξουσιοδοτημένος από τον εφεσείοντα για να προβεί εκ μέρους του στην εν λόγω ένορκη δήλωση, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, καταλαμβάνει 23 δακτυλογραφημένες σελίδες.

 

Στην Ένορκη Δήλωσή του, ο δικηγόρος  κ. Νικόλας Αγγελίδης είχε επισυνάψει ως Τεκμήριο 8 αντίγραφο Ένορκης Δήλωσης του πατέρα του εφεσείοντα, ημερ. 6.3.2015, σύμφωνα με την οποία οι σχέσεις πατέρα και υιού, ως ο πατέρας είχε αναφέρει, «είναι πολύ ψυχρές και δεν μιλιόμαστε». Aκόμη ότι περί τα τέλη του 2014, ο εφεσείων υιός του, είχε επικοινωνήσει μαζί του μετά από πολύ καιρό, και όπως χαρακτηριστικά ισχυρίστηκε, «ήταν πολύ νευριασμένος μαζί μου, φώναζε και μου ζητούσε εξηγήσεις γιατί δεν τον είχα ενημερώσει για μία αγωγή που τον αφορούσε η οποία ως μου είχε αναφέρει είχε επιδοθεί σε εμένα προσωπικά και ότι βγήκε απόφαση και ότι θέλουν να την εκτελέσουν στην Αγγλία. Εγώ του απάντησα ότι ο λόγος ήταν  γιατί δεν έχουμε οποιεσδήποτε επαφές και σχέσεις».        

 

Η ΣΠΕ καταχώρισε ένσταση, η οποία βασιζόταν σε έντεκα συγκεκριμένους λόγους. Ανάμεσα σε αυτούς υπήρχε και λόγος πως η Ένορκη Δήλωση του πατέρα του εφεσείοντα, Τεκμήριο 8 στην Ένορκη Δήλωση του δικηγόρου κ. Νικόλα Αγγελίδη «είναι άκυρη και/ή αντικανονική και/ή δεν δύναται να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο».  Η ένσταση υποστηριζόταν από δύο ένορκες δηλώσεις. Η μία προερχόταν από τον υπάλληλό της, κ. Παύλο Παπακώστα, και η άλλη από τον κ. Ανδρέα Αβρααμίδη, ιδιώτη επιδότη, στον οποίο η ΣΠΕ είχε αναθέσει την επίδοση της αγωγής, η οποία και διενεργήθη στις 23.2.2012 στον πατέρα του εφεσείοντα, Βασίλη Τηλεμάχου, ως προέβλεπε το διάταγμα ημερ. 9.12.2011. Με την Ένορκη Δήλωσή του ο κ. Παπακώστα, είχε ρητά αρνηθεί όλες τις θέσεις του εφεσείοντα.

 

Με άδεια του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντεξετάστηκαν τόσο ο δικηγόρος κ. Νικόλας Αγγελίδης, όσο και τα άλλα δύο πρόσωπα που υποστήριζαν την ένσταση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την απόφασή του ημερ. 8.7.2015 απέρριψε την αίτηση του εφεσείοντα, για λόγους που παραθέτει, ενώ δεν παρέλειψε να σχολιάσει και το γεγονός ότι η αίτηση παραμερισμού δεν υποστηριζόταν από Ένορκη Δήλωση του πατέρα του, στον οποίο είχαν επιδοθεί τα σχετικά έγγραφα, αλλά αντίγραφο της εν λόγω Ένορκης Δήλωσης είχε επισυναφθεί ως τεκμήριο στην Ένορκη Δήλωση του δικηγόρου, κ. Νικόλα Αγγελίδη, η οποία, ως ελέχθη, υποστήριζε την αίτηση. Σε σχέση με αυτό το θέμα, θα πούμε απλώς πως αδυνατούμε να αντιληφθούμε γιατί η κατ΄ ισχυρισμόν κακή σχέση πατέρα και υιού δεν επέτρεψε όπως η συγκεκριμένη Ένορκη Δήλωση του πατέρα, τεθεί προς υποστήριξη της αίτησης παραμερισμού και αποφασίστηκε όπως αυτή τεθεί ως τεκμήριο στην Ένορκη Δήλωση του δικηγόρου, κ. Νικόλα Αγγελίδη, η οποία ήταν και η μόνη Ένορκη Δήλωση που υποστήριζε την αίτηση.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας την προσαχθείσα μαρτυρία, σημείωσε πως αυτή η επιλογή του εφεσείοντα στέρησε το δικαίωμα από τη ΣΠΕ να αντεξετάσει τον πατέρα του εφεσείοντα επί του περιεχομένου της Ένορκης Δήλωσής του, το οποίο  αμφισβήτησε. Να σημειώσουμε, πως ο δικηγόρος, κ. Νικόλας Αγγελίδης, ο οποίος, ως ελέχθη, αντεξετάστηκε και επί του περιεχομένου της Ένορκης Δήλωσης του πατέρα του εφεσείοντα, δεν γνώριζε κατά πόσο το περιεχόμενο της εν λόγω Ένορκης Δήλωσης ανταποκρινόταν στην αλήθεια.

 

O εφεσείων, με επτά λόγους έφεσης, προσβάλλει ως εσφαλμένη την πρωτόδικη απόφαση στο σύνολό της.  Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλει ουσιαστικά το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο ιδιώτης επιδότης κ. Ανδρέας Αβραμίδης ήταν αξιόπιστος μάρτυρας. Στη βάση της αξιόπιστης μαρτυρίας του, το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε πως είχαν επιδοθεί στον πατέρα του εφεσείοντα όλα τα σχετικά έγγραφα, συμπεριλαμβανομένης της μονομερούς αίτησης ημερ. 22.11.2011. Ο εν λόγω επιδότης είχε ισχυριστεί πως, εκ παραδρομής και/ή εκ λάθους, στην ένορκη δήλωση επίδοσης που συνέταξε, δεν κατέγραψε πως επέδωσε και τη μονομερή αίτηση ημερ. 22.11.2011 με την ένορκη δήλωση που την υποστήριζε, κάτι που διαπίστωσε όταν ανέτρεξε στα έγγραφα που είχε αποστείλει στους δικηγόρους της ΣΠΕ για ενημέρωσή τους. Σε αυτά τα έγγραφα, τα οποία και επεσύναψε, γινόταν αναφορά πως είχε επιδώσει την ίδια ημέρα και τα πιο πάνω έγγραφα.

 

Στην Αριστείδου ν. Λοϊζίδη (1991) 1 Α.Α.Δ. 297, επαναλαμβάνεται ότι το έργο αξιολόγησης της μαρτυρίας ανήκει κατά κύριο λόγο στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έχει τη δυνατότητα να παρακολουθεί τους μάρτυρες ενόσω αυτοί καταθέτουν ενώπιόν του.  Για το πότε δικαιολογείται παρέμβαση του Εφετείου στα ευρήματα αξιοπιστίας στα οποία προβαίνει ένα πρωτόδικο Δικαστήριο, και για το ποιος έχει το βάρος απόδειξης της εσφαλμένης αξιολόγησης, παραπέμπουμε και στην πρόσφατη απόφαση Σάββας Σωκράτους ν. Suphire (Venture Capital) Ltd κ.ά., Πολ. Έφ. 134/2015, ημερ. 8.11.2023.  Εν προκειμένω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είχε την ευκαιρία να παρακολουθήσει τον ιδιώτη επιδότη ενόσω κατέθετε, αλλά και τους άλλους μάρτυρες, βρήκε πως ο ιδιώτης επιδότης ήταν μάρτυρας αληθείας.

 

Έχουμε μελετήσει πολύ προσεκτικά την προσαχθείσα μαρτυρία, υπό το φως και των όσων προβάλλονται τόσο με τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης όσο και με το περίγραμμα αγόρευσης του εφεσείοντα. Δεν διαπιστώνουμε πως υπάρχει περιθώριο παρέμβασής μας στα ευρήματα αξιοπιστίας στα οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο παρέθεσε καλούς και πειστικούς λόγους για τους οποίους έκρινε αξιόπιστο τον ιδιώτη επιδότη. Τα ευρήματα αξιοπιστίας στα οποία προέβη, κρίνονται εύλογα και δικαιολογημένα και σε τέτοια περίπτωση το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Ο πρώτος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος.

 

Προχωρούμε με τον δεύτερο λόγο έφεσης, με τον οποίο ο εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «εσφαλμένα και ή λανθασμένα προέβηκε στο εύρημα και ή κατέληξε στις σελίδες 12 και 13 τα απόφασης του ημερ. 8/7/2015 ότι δεν μπορούσε να εξαχθεί κακοπιστία από πλευράς των εφεσιβλήτων/εναγόντων ή ότι παραπλάνησαν το Δικαστήριο για να εξασφαλίσουν το διάταγμα για υποκατάστατο επίδοση ημερ. 9/12/2011 την στιγμή που η προηγούμενη αίτηση ημερ. 27/10/2011 για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας αποσύρθηκε». Η αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης καταλαμβάνει οκτώ περίπου δακτυλογραφημένες σελίδες.

Ούτε λίγο ούτε πολύ, ο εφεσείων αυτό που ουσιαστικά αναφέρει είναι πως η ΣΠΕ επέλεξε να δρομολογήσει τη διαδικασία επίδοσης του κλητηρίου εντάλματος και των υπόλοιπων εγγράφων στον πατέρα του, ο οποίος διέμενε στην Κύπρο, γιατί θεωρούσε πως έτσι ο εφεσείων δεν θα ελάμβανε γνώση της αγωγής, κάτι που θα της επέτρεπε να προχωρήσει, εν τη απουσία του, με την έκδοση απόφασης εναντίον του. Ουσιαστικά της καταλογίζει δόλια συμπεριφορά και αλλότρια κίνητρα (Κυριάκου ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2006).  

 

Θα είμαστε σύντομοι. Ουδεμία κακοπιστία, σκοπιμότητα ή παραπλάνηση αποκαλύπτεται από το γεγονός ότι η ΣΠΕ απέσυρε  την αίτηση ημερ. 27.10.2011. Αυτό που αποκαλύπτεται είναι ότι η ΣΠΕ, όταν διαπίστωσε πως ο εφεσείων δεν διέμενε στη συγκεκριμένη διεύθυνση στην Αγγλία, σε σχέση με την οποία είχε υποβάλει την αίτηση ημερ. 27.10.2011, αποφάσισε να την αποσύρει και να επιδιώξει να επιδώσει την αγωγή στην Κύπρο, πράγμα που έπραξε στη βάση δικαστικού διατάγματος που εξασφάλισε. Για το θέμα αυτό είχε δώσει μαρτυρία εκ μέρους της ΣΠΕ, ο κ. Παύλος Παπακώστα, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη. Όπως πολύ ορθά σημείωσε και η ευπαίδευτη συνήγορος της εφεσίβλητης, το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε και με την εν λόγω μαρτυρία, για να σημειώσει στην απόφασή του τα ακόλουθα:

 

«Ο ενόρκως δηλών Παύλος Παπακώστας ο οποίος αντεξετάστηκε για το θέμα αυτό ανέφερε ότι διαφοροποιήθηκε η κατάσταση αφού προέκυψαν νέα στοιχεία που έδειχναν ότι η διεύθυνση δεν ήταν αυτή. Συγκεκριμενοποιώντας τα στοιχεία αυτά είπε ότι προσπάθησαν να έχουν τηλεφωνική επικοινωνία με τον Εναγόμενο 1, ο οποίος δεν ανταποκρίθηκε και είχαν τηλεφωνική επικοινωνία με τον πατέρα του, ο οποίος τους είπε ότι ο γιος του είναι στην Αγγλία, έρχεται πολύ συχνά σε επικοινωνία μαζί του, του ζήτησαν τα στοιχεία του και αυτός αρνήθηκε να τους τα δώσει. Από τα πιο πάνω δεν μπορεί να εξαχθεί κακοπιστία από πλευράς των εναγόντων ή ότι παραπλάνησαν το Δικαστήριο για να εξασφαλίσουν το διάταγμα για υποκατάστατη επίδοση από τη στιγμή που η προηγούμενη αίτηση για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας αποσύρθηκε».

 

 

Συμφωνούμε και προσθέτουμε πως από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη, προκύπτει πως πρόθεση της ΣΠΕ, όταν εξασφάλιζε το διάταγμα ημερ. 9.12.2011, ήταν να περιέλθει η αγωγή σε γνώση του εφεσείοντα, και όχι αυτά που ο τελευταίος ισχυρίζεται, με τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης, ο οποίος επίσης είναι αβάσιμος.

 

Σχετικός με τον δεύτερο λόγο έφεσης είναι ο έκτος λόγος, με τον οποίο προσβάλλεται η ορθότητα της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην ακυρώσει το διάταγμα ημερ. 9.12.2011 «για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας και για υποκατάστατο επίδοση αλλά και για παραμερισμό της επίδοσης».  Στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης δεν αναφέρεται οτιδήποτε το συγκεκριμένο. Αυτό που αναφέρεται, γενικά και αόριστα, είναι ότι: «Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχε ουσιαστική, βάσιμη, αξιόπιστη μαρτυρία για επιτυχία του αιτήματος του αιτητή/εφεσείοντα». Υπό το φως των πιο πάνω, και αυτός ο λόγος έφεσης είναι αβάσιμος.

 

Εν κατακλείδι, η επίδοση της αγωγής διενεργήθηκε δυνάμει δικαστικού διατάγματος που δεν παραμερίστηκε. Η θέση του εφεσείοντα ήταν πως σε τέτοια περίπτωση η απόφαση θα πρέπει να παραμεριστεί και να δοθούν οδηγίες για καταχώριση σημειώματος εμφάνισης και υπεράσπισης, αφού αυτός θεωρεί, στη βάση των όσων είχε ισχυριστεί, πως είχε προβάλει ικανοποιητικούς λόγους για τη μη εμφάνισή του και πως είχε αποκαλύψει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, θέματα τα οποία θα εξετάσουμε στη συνέχεια. 

 

Με τον τρίτο λόγο έφεσης, ο εφεσείων διατείνεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι «από τα ενώπιόν του τεθέντα στοιχεία το βάρος απόδειξης της θέσης ότι ο αιτητής/εφεσείοντας δεν είχε επικοινωνία με τον πατέρα του, δεν το είχε αποσείσει ο εφεσείοντας», ενώ παράπονο εκφράζει και για την Ένορκη Δήλωση του πατέρα του, Βασίλη Σάββα Τηλεμάχου, Τεκμήριο 8 στην Ένορκη Δήλωση του κ. Νικόλα Αγγελίδη που υποστήριζε την αίτηση.

 

Στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης γίνεται αναφορά, ανάμεσα σε άλλα, ότι ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου υπήρχε  «αξιόπιστη, ουσιαστική και βάσιμη μαρτυρία ότι ο αιτητής δεν είχε επικοινωνία με τον πατέρα του …».  Συναφής με τον τρίτο λόγο έφεσης, είναι ο τέταρτος λόγος, με τον οποίο ο εφεσείων διατείνεται ότι προσκόμισε «ουσιώδη και αξιόπιστη μαρτυρία ότι δεν έλαβε γνώση της αγωγής που είχε εγερθεί εναντίον του».

 

Με κάθε σεβασμό, δεν συμφωνούμε.  Κατ΄ αρχάς η ΣΠΕ ουδέποτε απεδέχθη το περιεχόμενο του Τεκμηρίου 8 ως αληθές. Μάλιστα, γι΄ αυτό  το θέμα, είχε προβάλει, ως ελέχθη, και συγκεκριμένο λόγο ένστασης. Και το κυριότερο, μέσω της αντεξέτασης του δικηγόρου      κ. Νικόλα Αγγελίδη, αμφισβήτησε την αλήθεια του εν λόγω τεκμηρίου. Και βεβαίως ο κ. Νικόλας Αγγελίδης, ως ελέχθη, δεν μπορούσε να γνωρίζει κατά πόσο το περιεχόμενο του εν λόγω τεκμηρίου ανταποκρινόταν στην αλήθεια. Όπως χαρακτηριστικά ανέφερε για τον πατέρα του εφεσείοντα και για τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες συνετάχθη το Τεκμήριο 8, «ο ίδιος μιλούσε και εγώ έγγραφα, ακολούθως του τη διάβασα και μου είναι “ναι”». Συνεπώς, δεν αντιλαμβανόμαστε στη βάση ποιας αξιόπιστης και ουσιαστικής μαρτυρίας ο εφεσείων είχε αποσείσει το βάρος απόδειξης των συγκεκριμένων θέσεών του, το οποίο δέχεται ότι ο ίδιος είχε.  Δεν υπάρχει περιθώριο παρέμβασής μας. Ο τρίτος και ο τέταρτος λόγος έφεσης είναι επίσης αβάσιμοι.

 

O πέμπτος λόγος έφεσης αφορά στην εν γένει συμπεριφορά του εφεσείοντα, δηλαδή κατά πόσο αυτός είχε επιδείξει καταφρόνηση, ασέβεια στη δικαστική διαδικασία ή έλλειψη σεβασμού στα δικαιώματα του αντιδίκου του. Θα παρακάμψουμε τον  συγκεκριμένο λόγο έφεσης και θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε τον τελευταίο λόγο έφεσης, τον έβδομο, και τούτο γιατί ο έβδομος λόγος έφεσης, αφορά στο κατά πόσο ο εφεσείων είχε αποκαλύψει συζητήσιμη υπόθεση. Εάν βρούμε πως δεν είχε αποκαλύψει τέτοια, τότε δεν χρειάζεται να εξετάσουμε τον πέμπτο λόγο έφεσης. Σε αντίθετη περίπτωση, θα προχωρήσουμε να εξετάσουμε και αυτόν τον λόγο έφεσης.

 

Σύμφωνα με τον συγκεκριμένο λόγο έφεσης: «Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστή ότι δεν υπάρχει εκ πρώτης όψεως ή συζητήσιμη υπεράσπιση είναι παντελώς λανθασμένο». Παρόλο που στην αιτιολογία του πιο πάνω λόγου έφεσης, δεν αναφέρεται κάτι συγκεκριμένο σε σχέση με τη μαρτυρία που είχε προσαχθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, είναι ορθή η θέση του εφεσείοντα ότι στο στάδιο αυτό «δεν αναμένεται να τεκμηριωθούν και/ή αποδειχθούν οι θέσεις του στο βαθμό που απαιτείται κατά την εκδίκαση της ουσίας της υπόθεσης».

 

Μελετώντας την προσαχθείσα μαρτυρία, έχουμε διαπιστώσει ότι ο δικηγόρος κ. Νικόλας Αγγελίδης, με την Ένορκη Δήλωσή του, είχε προβάλει αντιφατικούς ισχυρισμούς σε σχέση με τις περιστάσεις κάτω από τις οποίες ο εφεσείων υπέγραψε τη σύμβαση δανείου. Iσχυρίστηκε πως άλλα συμφωνήθηκαν προφορικά σε σχέση με την αποπληρωμή του δανείου, το οποίο αδιαμφισβήτητα έλαβε ο εφεσείων, και άλλα είχαν καταγραφεί στη συμφωνία, που αδιαμφισβήτητα υπέγραψε ο εφεσείων. Πιο συγκεκριμένα, ήταν η θέση του πως στην υπογραφείσα από τον εφεσείοντα συμφωνία δεν είχαν συμπεριληφθεί βασικοί όροι που είχαν συμφωνηθεί, σύμφωνα με τους οποίους, αυτός «θα άρχιζε να πληρώνει δόσεις όταν το διαμέρισμα τελείωνε και το ενοικίαζε ή να το πωλούσε και μάλιστα του είχαν αναφέρει οι τραπεζικοί υπάλληλοι ότι θα φροντίσουν οι ίδιοι είτε να το ενοικιάσουν ή να το πωλήσουν και στην περίπτωση πώλησης θα εξοφληθεί αμέσως το δάνειο ή σε περίπτωση ενοικίασης τότε το ενοίκιο θα εκχωρείτο για το δάνειο».  Ήταν περαιτέρω η θέση του πως οι «τραπεζικοί υπάλληλοι» τον ξεγέλασαν αφού τελικά τα πιο πάνω δεν είχαν συμπεριληφθεί στη γραπτή συμφωνία, το περιεχόμενο της οποίας δεν μπορούσε να αντιληφθεί αφού «δεν γνώριζε Ελληνικά».  Όμως, στη συνέχεια η θέση του ήταν ότι «Μεταξύ των διαδίκων υπήρχε προφορική συμφωνία ότι οι όροι των επίδικων συμφωνιών δανείου τυπικά είχαν τεθεί και ότι θα υπογραφόταν και μια άλλη συμπληρωματική συμφωνία με το πιο πάνω περιεχόμενο».

 

Προκύπτει από τα πιο πάνω, πως ο εφεσείων, ο οποίος λέγει ότι «δεν διαβάζει και δεν γράφει την Ελληνική γλώσσα», γνώριζε πολύ καλά το περιεχόμενο της συμφωνίας δανείου που υπέγραψε, αλλά ισχυρίζεται, μέσω του δικηγόρου του, πως είχε συμφωνηθεί να υπογραφεί στη συνέχεια άλλη συμπληρωματική συμφωνία, με εντελώς διαφορετικό περιεχόμενο, και συγκεκριμένα με πολύ «ελαστικούς» όρους αποπληρωμής του δανείου, το οποίο, επαναλαμβάνουμε, αδιαμφισβήτητα έλαβε, και/ή με περιεχόμενο που θα διαφοροποιούσε ουσιωδώς το περιεχόμενο της υπογραφείσας γραπτής συμφωνίας. Να υπενθυμίσουμε ότι προηγουμένως είχε προβληθεί ο ισχυρισμός πως ο εφεσείων δεν γνώριζε τι είχε υπογράψει. Εν πάση περιπτώσει, ο εφεσείων ουδέποτε ισχυρίστηκε ότι υπέγραψε συμφωνία με άλλο περιεχόμενο και ούτε φαίνεται να είχε ποτέ διαμαρτυρηθεί για το γεγονός ότι δεν καταρτίσθηκε άλλη συμφωνία με περιεχόμενο διαφορετικό από το περιεχόμενο της γραπτής συμφωνίας που υπέγραψε.

 

Οι υπόλοιποι ισχυρισμοί του, τους οποίους προβάλλει για να δείξει πως έχει συζητήσιμη υπόθεση, πάσχουν από γενικότητα και ασάφεια. Ενδεικτικά και μόνο θα πούμε πως ισχυρίζεται, χωρίς να διευκρινίζει, ότι δεν τηρήθηκαν οι πρόνοιες της νομοθεσίας, ότι η συμφωνία περιέχει παράνομους ετεροβαρείς όρους, ότι δεν έγινε νομότυπος τερματισμός «του λογαριασμού και της συμφωνίας», ότι το ποσό για το οποίο εξεδόθη η απόφαση είναι αυθαίρετο, παράνομο και περιλαμβάνει παράνομες και αυθαίρετες χρεώσεις (χωρίς να  διευκρινίζεται ποιο συγκεκριμένο ποσό αυτός οφείλει), ότι η ΣΠΕ τέλεσε πράξεις ασυμβίβαστες προς τα δικαιώματά του και άλλα πολλά, επίσης γενικά και αόριστα, τα οποία δεν χρειάζεται να παραθέσουμε. 

 

Επαναλαμβάνουμε ότι στο στάδιο αυτό, δεν αξιολογείται η μαρτυρία για να αποφασιστεί κατά πόσο ο εφεσείων έχει αποδείξει την υπεράσπισή του  (Λευκίδου ν. Κανναουρίδη (1999)1 Α.Α.Δ. 528). Όπως το έθεσε ο Δικαστής Diplock, στη Sidnell v. Wilson [1966] 2 Q.B. 67, ένας αιτητής πρέπει να δείξει ότι υπάρχει καλή τη πίστει συζητήσιμη υπόθεση (should show that there is a bona fide arguable case). Μόνο τότε το Δικαστήριο θα μπορέσει να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ του παραμερισμού της εκδοθείσας απόφασης.

 

Εν προκειμένω, δεν διαπιστώνουμε πως ο εφεσείων, στη βάση των αντιφατικών ισχυρισμών που είχε προβάλει σε σχέση με τις περιστάσεις υπογραφής της συμφωνίας δανείου και στη βάση των υπόλοιπων γενικών και αόριστων ισχυρισμών του, είχε αποκαλύψει καλή τη πίστει συζητήσιμη υπόθεση για να μπορούσε έτσι το πρωτόδικο Δικαστήριο να ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια υπέρ του επανανοίγματος της υπόθεσης, με τον παραμερισμό της εκδοθείσας απόφασης. Να υπενθυμίσουμε πως ο εφεσείων ουδέποτε αμφισβήτησε ότι έλαβε το ποσό του δανείου για το οποίο γίνεται αναφορά στη γραπτή συμφωνία που υπέγραψε, ενώ δεν αμφισβήτησε πως αθέτησε και τις υποχρεώσεις του, όπως αυτές πηγάζουν από την εν λόγω γραπτή συμφωνία.  Και βεβαίως ουδέποτε ήταν η θέση του πως είχε εξοφλήσει, με την καταβολή συγκεκριμένου ποσού, σε συγκεκριμένη ημερομηνία, το ληφθέν δάνειο. Έπεται ότι και ο έβδομος λόγος έφεσης είναι αβάσιμος. Υπό το φως της πιο πάνω κατάληξής μας, δεν χρειάζεται να εξεταστεί ο πέμπτος λόγος έφεσης.

 

Εν κατακλείδι, η πρωτόδικη απόφαση κρίνεται ορθή. Η έφεση απορρίπτεται. Επιδικάζονται υπέρ της εφεσίβλητης €3 000 έξοδα έφεσης, πλέον Φ.Π.Α.  

 

 

                                                      Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

                                                          Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

                                                          Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

/ΣΓεωργίου         


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο