ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 309/2015)

 

 

 11 Ιανουαρίου, 2024

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

 

KANIKA HOTELS PLC

 

Εφεσείοντες/Καθ’ων η Αίτηση Αρ. 1,

 

ν.

 

1. ΕΛΕΝΗΣ (ΝΙΤΣΑΣ) ΧΡΥΣΑΝΘΟΥ

                               (ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ

                                ΥΠ’ ΑΡ. 203/2011 ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ)

                            2. ΔΕΣΠΟΙΝΑΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΥ

                               (ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΕΡΓΑΤΙΚΗΣ ΔΙΑΦΟΡΑΣ

                                ΥΠ΄ΑΡ. 278/2011 ΚΑΙ ΑΛΛΕΣ)

 

                                                           Εφεσίβλητων/Αιτητριών.

 

_______________________________________________

 

   Μ. Σάββα με Ι. Τσεριώτη, για τους Εφεσείοντες.

   Ελπ. Στυλιανού (κα) για Π. Παπαγεωργίου & Σία, για τις Εφεσίβλητες στις  πρωτόδικες Αιτήσεις 203-208/11.

Ε. Νικολάου (κα) για Ζένιος Νικολάου ΔΕΠΕ, για τις Εφεσίβλητες στις πρωτόδικες Αιτήσεις 278-282/11.

Ζ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα, για το Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού.

___________________________________________________________________

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Η παρούσα Έφεση αφορά σε εργατική διαφορά η οποία εντάσσεται στις πρόνοιες του περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμου 1967, Ν. 24/1967, όπως αυτός έχει τροποποιηθεί. Συγκεκριμένα, με δύο Λόγους Έφεσης (1ος και 2ος Λόγος Έφεσης) – μετά την απόσυρση του 3ου και 4ου Λόγου – οι οποίοι συνδέονται μεταξύ τους, αμφισβητείται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο τερματισμός της απασχόλησης των Εφεσιβλήτων δεν οφειλόταν σε πλεονασμό, αλλά σε παράνομη απόλυση και ότι, παρά τη μειωμένη πληρότητα του ξενοδοχείου, οι απαιτήσεις σε προσωπικό δεν είχαν μειωθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο.

 

Τα σχετικά γεγονότα της υπόθεσης δεν είναι υπό αμφισβήτηση, γεγονός που επιβεβαίωσε με σχετική δήλωση του και ο συνήγορος των Εφεσειόντων κατά τη συζήτηση της παρούσας Έφεσης. Η εξέταση των γεγονότων πρωτόδικα επικεντρώθηκε στο κατά πόσο, στη βάση αυτών, αποδείχθηκε ή όχι πλεονασμός και, δη, η ύπαρξη περιστάσεων «περιορισμού του όγκου της εργασίας ή της επιχειρήσεως» των Εφεσειόντων συμφώνως των όσων διαλαμβάνονται στο Άρθρο 18(γ)(vii) του Νόμου.

 

Οι Εφεσείοντες αποτελούν εταιρεία περιορισμένης ευθύνης και κατά τον ουσιώδη χρόνο ασχολείτο με τη λειτουργία και τη διαχείριση συγκεκριμένου ξενοδοχείου, ευρισκομένου στην τουριστική περιοχή του Δήμου Αγίας Νάπας (εφεξής το ξενοδοχείο). Οι Εφεσίβλητες είχαν προσληφθεί στην υπηρεσία των Εφεσειόντων, σε διαφορετικές ημερομηνίες η κάθε μια, ως καμαριέρες και η απασχόληση τους τερματίστηκε στις 18/11/2009 με πανομοιότυπες επιστολές, ημερ. 26/8/2009, λόγω πλεονασμού και ειδικότερα των πιο κάτω λόγων που αφορούν στην οργάνωση και λειτουργία του ξενοδοχείου και/ή της επιχείρησης:

 

«1. Χαμηλής πληρότητας και/ή μείωσης των κρατήσεων και/ή μείωσης του κύκλου εργασιών

 2. Εκσυγχρονισμού και αναδιοργάνωσης που οδηγεί στην μείωση του αναγκαίου προσωπικού

 3. Αλλαγών στις μεθόδους παραγωγής και οργάνωσης και/ή αλλαγών στις αναγκαίες ειδικότητες

 4. Δυσκολιών εις την τοποθέτηση προϊόντων στην αγορά

 5. Κατάργηση τμημάτων

 

 

Οι Εφεσίβλητες μετά τον τερματισμό της απασχόλησης τους αποτάθηκαν στο Ταμείο Πλεονάζοντος Προσωπικού καθιδρυθέν από το Υπουργικό Συμβούλιο δυνάμει του Άρθρου 24 του Νόμου [1](εφεξής Ταμείο). Σύμφωνα με τις πρόνοιες του Άρθρου 16(1) του Νόμου όταν «…….η απασχόλησις εργοδοτουμένου απασχοληθέντος συνεχώς επί εκατόν τέσσαρας τουλάχιστον εβδομάδας υπό του αυτού εργοδότου τερματίζηται λόγω πλεονασμού, ο εργοδοτούμενος δικαιούται εις πληρωμήν λόγω πλεονασμού εκ του Ταμείου, υπολογιζομένην συμφώνως προς τον Τέταρτον Πίνακα:» Το Ταμείο, αφού διερεύνησε, προφανώς, την περίπτωση, έκρινε ότι οι Εφεσίβλητες δεν εδικαιούντο σε τέτοια πληρωμή και απέρριψε το αίτημα τους. Δεν διαπίστωσε, δηλαδή, ο τερματισμός της απασχόλησης να οφείλετο σε πραγματικές συνθήκες πλεονασμού.

 

Ακολούθησε η καταχώρηση από τις Εφεσίβλητες Αιτήσεων στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών με τις οποίες ζητείτο από τους Εφεσείοντες η καταβολή αποζημιώσεων για παράνομο τερματισμό της απασχόλησης και, διαζευκτικά, από το Ταμείο, πληρωμή λόγω πλεονασμού.

 

Κατά την ακρόαση οι Εφεσείοντες έφεραν το βάρος να αποδείξουν ότι ο τερματισμός της απασχόλησης των Εφεσιβλήτων οφειλόταν σε πλεονασμό προς ανατροπή του μαχητού τεκμηρίου που διαλαμβάνεται στο Άρθρο 6(1) του Νόμου υπέρ του εργοδοτούμενου, σύμφωνα με το οποίο «…..ο υπό του εργοδότου τερματισμός απασχολήσεως του εργοδοτουμένου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ως μη γενόμενος διά τινα των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων», δηλ. των λόγων που καθιστούν νόμιμη και δικαιολογημένη την απόλυση και δεν παρέχουν στον εργοδοτούμενο δικαίωμα αποζημίωσης. Προσέφεραν προς τούτο μαρτυρία η οποία ήταν και η μοναδική μαρτυρία ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Ως προς την ερμηνεία της φράσης «περιορισμού του όγκου της εργασίας ή της επιχειρήσεως» που διαλαμβάνεται στο Άρθρο 18(γ)(vii) του Νόμου, το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά καθοδηγούμενο από τη σχετική νομολογία, επεσήμανε ότι για να διαπιστωθεί η πραγματική μείωση του όγκου εργασίας μιας επιχείρησης θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο συνήθης κύκλος των εργασιών της επιχείρησης στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων πριν την απόλυση. Το Δικαστήριο μέσα από τα γεγονότα της υπόθεσης και κρίνοντας αντικειμενικά, θα πρέπει να διαπιστώσει κατά πόσον υπήρξε ουσιαστική μείωση του συνήθους κύκλου εργασιών κατά τον ουσιώδη χρόνο του τερματισμού της απασχόλησης του εργοδοτούμενου, στο βαθμό που η απόφαση για απόλυση λόγω πλεονασμού θα μπορούσε να θεωρηθεί δικαιολογημένη. Η στοιχειοθέτηση πλεονασμού δεν εξαρτάται από το πώς ο ίδιος ο εργοδότης χαρακτηρίζει την πράξη του αλλά αποτελεί ζήτημα εντελώς αντικειμενικό, υπό την έννοια ότι το εφαρμοζόμενο κριτήριο αναφέρεται στις πραγματικές ανάγκες της επιχείρησης και όχι τη γνώμη των εργοδοτών ή οποιουδήποτε άλλου επί του σημείου αυτού[2]. Σχετική ως προς την έννοια του «περιορισμού του όγκου της εργασίας» είναι η απόφαση στην υπόθεση Α. Ιάσωνος Λτδ v. Χρίστου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 703, την οποία επικαλέστηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο, όπου στη σελίδα 706 λέχθηκαν τα εξής:

 

«Εποχιακή ή περιοδική μείωση του όγκου της εργασίας η οποία αφήνει ανεπηρέαστο τον όγκο της εργασίας, επιμετρούμενο μέσα στο συνήθη κύκλο της εμπορικής δραστηριότητας του εργοδότη, δε συνιστά λόγο για τον τερματισμό της απασχόλησης λόγω πλεονασμού. Ο όγκος των εργασιών επιχείρησης έχει όχι μόνο εποχιακές αλλά και καθημερινές αυξομειώσεις και διακυμάνσεις. Αν γινόταν δεκτή η θέση των εφεσειόντων, θα διανοιγόταν η οδός για την καταστρατήγηση του οικοδομήματος του νόμου που συναρτά τον πλεονασμό με τα αντικειμενικά δεδομένα της επιχείρησης. Ο όγκος εργασίας προσδιορίζεται με βάση σταθερό παρονομαστή που αντανακλά τον όγκο της εργασίας του εργοδότη στο πλαίσιο του συνήθους κύκλου της επιχειρηματικής του δραστηριότητας και αυτή η σημασία που ενέχει ο όρος "όγκος εργασίας" στο πλαίσιο του Άρθρου 18(γ)(vii) του Ν. 24/67 (όπως έχει τροποποιηθεί)

 

 

Όπως προκύπτει, η εποχιακή μείωση ή η εποχικότητα από μόνη της δεν συνιστά ασφαλή βάση για εξαγωγή συμπερασμάτων ως προς τον περιορισμό του όγκου εργασίας. Mε άλλα λόγια, η μείωση θα πρέπει να υπερβαίνει τις συνήθεις μειώσεις εποχιακού ή περιοδικού χαρακτήρα που μπορούν να ενταχθούν στο πλαίσιο των φυσιολογικών διακυμάνσεων κάθε επιχείρησης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο στη βάση της τεθείσας ενώπιον του μαρτυρίας διαπίστωσε ότι, ενώ με το τέλος της τουριστικής περιόδου του 2009 η Εργοδότρια Εταιρεία είχε προχωρήσει σε απόλυση των Εφεσιβλήτων λόγω μειωμένης πληρότητας του ξενοδοχείου, εντούτοις, με την επαναλειτουργία του διεφάνη ότι οι υπηρεσίες των Εφεσιβλήτων δεν έπαυσαν ποτέ να είναι αναγκαίες για το ξενοδοχείο, όπως επιβεβαιώνετο από τις νέες προσλήψεις που είχαν γίνει από τις αρχές Μαΐου 2010. Σημείωσε συγχρόνως ότι για το συγκεκριμένο μήνα η Εργοδότρια Εταιρεία είχε κρίνει αναγκαία την πρόσληψη 11 καμαριέρων, τη στιγμή που κατά το χρόνο λήψης της απόφασης για απόλυση των Εφεσιβλήτων, συγκεκριμένα κατά τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 2009, η πληρότητα ήταν μεγαλύτερη ή κυμαινόταν στα ίδια σχεδόν επίπεδα.

 

Επιπλέον, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι δεν είχε προσκομιστεί μαρτυρία για τις κρατήσεις που είχε το ξενοδοχείο μέχρι τον Αύγουστο του 2009 για το 2010, ώστε το Δικαστήριο να κρίνει αν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, η Εργοδότρια Εταιρεία, με βάση τα ενώπιον της στοιχεία, εύλογα θα μπορούσε να προβλέψει μείωση των εργασιών του ξενοδοχείου για το επόμενο έτος, σε βαθμό που θα δικαιολογείτο το πλεόνασμα εργατικού δυναμικού. Αντιθέτως, διαπίστωσε ότι μέχρι το Νοέμβριο του 2009, που οι Εφεσίβλητες αποχώρησαν οριστικά από την εργασία τους, οι κρατήσεις που είχε το ξενοδοχείο για το 2010 παρουσιάζονταν αυξημένες σε σύγκριση με τις αντίστοιχες κρατήσεις των δύο προηγούμενων ετών.

 

Οι πιο πάνω διαπιστώσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου αποτέλεσαν το έρεισμα των δύο Λόγων Έφεσης, προκειμένου οι Εφεσείοντες να εισηγηθούν ότι η κατάληξη πως δεν αποδείχθηκε οποιοσδήποτε λόγος που να δικαιολογούσε τον τερματισμό της απασχόλησης των Εφεσιβλήτων στη βάση πλεονασμού, υπό το φως και άλλων σχετικών ευρημάτων του, είναι αντιφατική.

 

Συγκεκριμένα υποστήριξαν ότι, ενώ το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι με βάση τα ενώπιον του στοιχεία δεν μπορούσε να κρίνει αν κατά τον ουσιώδη χρόνο η Εργοδότρια Εταιρεία με τα στοιχεία που είχε εύλογα θα μπορούσε να προβλέψει μείωση των εργασιών του ξενοδοχείου για το επόμενο έτος, σε βαθμό που δικαιολογείτο το πλεόνασμα του εργατικού δυναμικού, σε άλλο σημείο της Απόφασής του ανέφερε ότι οι κρατήσεις μέχρι το Νοέμβριο του 2009 δεν επέτρεπαν στην Εργοδότρια Εταιρεία να προβλέψει μείωση των εργασιών του ξενοδοχείου για το 2010, αλλά αύξηση.

 

Με κάθε σεβασμό προς την πιο πάνω εισήγηση, δεν εντοπίζουμε οποιαδήποτε αντίφαση στις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολιάζοντας τον ισχυρισμό της μάρτυρος που κατέθεσε για τους Εφεσείοντες, ότι κατά τον Αύγουστο του 2009, που αποφασίστηκε η απόλυση των Εφεσιβλήτων, οι προβλέψεις που είχαν μπροστά τους για το 2010 ήταν πολύ μειωμένες, επεσήμανε ότι κανένα στοιχείο δεν είχε τεθεί ενώπιον του Δικαστηρίου που να υποστηρίζει τον πιο πάνω ισχυρισμό. Ειδικότερα δεν είχε παρουσιαστεί μαρτυρία για τις κρατήσεις που είχε το ξενοδοχείο μέχρι τον Αύγουστο 2009 για το 2010 ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση να κρίνει αν, κατά τον ουσιώδη χρόνο, με βάση τα στοιχεία που είχαν ενώπιον τους οι Εφεσείοντες θα μπορούσαν να προβλέψουν μείωση των εργασιών του ξενοδοχείου για το επόμενο έτος, σε βαθμό που θα δικαιολογείτο το πλεόνασμα εργατικού δυναμικού.   Πέραν, όμως, από αυτή τη διαπίστωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και εξέτασε το Τεκμήριο 9 που παρουσίαζε την πληρότητα του ξενοδοχείου από το 2006 μέχρι το 2010, επισημαίνοντας ότι, με δεδομένο ότι μέχρι το Νοέμβριο 2009, που οι Εφεσίβλητες είχαν αποχωρήσει οριστικά από την εργασία τους, υπήρχε αύξηση στις κρατήσεις που το ξενοδοχείο είχε για το 2010, σε σύγκριση με τις αντίστοιχες κρατήσεις των δύο προηγούμενων χρόνων, ο ισχυρισμός της μάρτυρος για μειωμένες προβλέψεις, δεν επιβεβαιώνετο. Με άλλα λόγια τα στοιχεία σε σχέση με τις κρατήσεις που η Εργοδότρια Εταιρεία είχε στα χέρια της μέχρι το Νοέμβριο του 2009, δεν δικαιολογούσαν πρόβλεψη για μείωση των εργασιών του ξενοδοχείου αλλά, αντιθέτως, αύξηση.

 

Παραπονούνται επίσης, οι Εφεσείοντες, ότι το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως με την επαναλειτουργία του ξενοδοχείου διεφάνη ότι οι υπηρεσίες των Εφεσιβλήτων δεν έπαυσαν ποτέ να είναι αναγκαίες για το ξενοδοχείο, όπως επιβεβαιώνεται από τις νέες προσλήψεις που έγιναν από τις αρχές Μαΐου 2010, είναι εσφαλμένο, αφού το τι διεφάνη με την επαναλειτουργία του ξενοδοχείου δεν θα έπρεπε να είχε απασχολήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με το κατά πόσο οι απολύσεις είχαν γίνει υπό συνθήκες πλεονασμού εφόσον, όπως υποστηρίχθηκε, χρονικά η επαναλειτουργία του ξενοδοχείου το 2010 έγινε σε χρόνο μη ουσιώδη.

 

Ούτε με την πιο πάνω θέση συμφωνούμε.

 

Το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι υπηρεσίες των Εφεσιβλήτων δεν έπαυσαν ποτέ να είναι αναγκαίες για το ξενοδοχείο βασίστηκε στο γεγονός ότι, ενώ για το συγκεκριμένο μήνα κατά τον οποίο είχαν γίνει οι νέες προσλήψεις, ήτοι το Μάιο 2010 που οι κρατήσεις, με βάση το Τεκμήριο 9, ανέρχονταν στις 6533, η Εργοδότρια Εταιρεία είχε κρίνει αναγκαία την πρόσληψη 11 καμαριέρων, κατά τους μήνες Αύγουστο και Σεπτέμβριο 2009 που η πληρότητα του ξενοδοχείου ήταν μεγαλύτερη ή κυμαινόταν στα ίδια επίπεδα, ήτοι 7053 κατά τον Αύγουστο και 6664 κατά το Σεπτέμβριο, είχε αποφασίσει την απόλυση των Εφεσιβλήτων. Εν ολίγοις, από τα ενώπιον του Δικαστηρίου στοιχεία παρουσιάζετο το αξιοσημείωτο γεγονός το Μάιο του 2010, που οι πληρότητες ήταν οι ίδιες ή χαμηλότερες από τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο του 2009, να κρίνεται αναγκαία η πρόσληψη νέου προσωπικού που θα εκτελούσε τα ίδια καθήκοντα όπως και οι Εφεσίβλητες, ενώ τον Αύγουστο του 2009 να κρίνεται αναγκαία η απόλυσή τους. Όπως συγκεκριμένα τέθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, «διερωτόμαστε πως είναι δυνατό με τις ίδιες ή και χαμηλότερες πληρότητες τον Μάιο του 2010, να μην παρουσιάζονται τέτοια φαινόμενα αλλά αντίθετα να καθίσταται αναγκαία η πρόσληψη νέου προσωπικού που θα εκτελούσε τα ίδια καθήκοντα με τις Αιτήτριες, ενώ τον Αύγουστο να κρίνεται αναγκαία η απόλυση τους Είναι, δε, στη βάση των ανωτέρω διαπιστώσεων του, όπως αυτές προέκυπταν από τα ενώπιον του στοιχεία, που το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο συμπέρασμα πως, παρά τη μειωμένη πληρότητα που το ξενοδοχείο παρουσίασε το 2009, οι πραγματικές απαιτήσεις σε προσωπικό δεν είχαν μειωθεί κατά τον ουσιώδη χρόνο σε βαθμό που θα επηρέαζαν την εργασία των Εφεσιβλήτων και θα τις καθιστούσαν πλεονάζουσες.

 

Όπως προκύπτει, το πρωτόδικο Δικαστήριο με σαφήνεια και προσεκτικό λόγο διατύπωσε τα σχετικά ευρήματα του τα οποία θα πρέπει, όπως ορθά επεσήμανε η κα Χαραλάμπους, να προσεγγισθούν σφαιρικώς και στην ολότητά τους. Η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου θα πρέπει να κριθεί ως ενιαίο σύνολο (Εκδοτικός Οίκος Δίας Δημόσια Λτδ ν. Παπαχριστοδούλου (2006) 1 Α.Α.Δ. 625 και Χαραλάμπους ν. Αναστασιάδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1709). Διόλου δεν διαπιστώνεται η διατύπωση αντιφατικών ευρημάτων.

 

Κατ’ ακολουθίαν όλων των πιο πάνω, είναι η κατάληξη μας ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς κατέληξε στο ότι οι Εφεσείοντες δεν απέσεισαν το βάρος απόδειξης που τους βάρυνε και, κατ’ επέκταση, δεν κατάφεραν να αποδείξουν στη βάση αντικειμενικών κριτηρίων οποιοδήποτε λόγο που θα δικαιολογούσε τον τερματισμό της απασχόλησης των Εφεσιβλήτων λόγω πλεονασμού.

 

Κανένας από τους Λόγους Έφεσης δεν ευσταθεί.

 

Η Έφεση απορρίπτεται.

 

Επιδικάζουμε υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον των Εφεσειόντων έξοδα ύψους €3000, πλέον ΦΠΑ (αν υπάρχει).

 

 

                                Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.



[1] 24.-(1) Το Υπουργικόν Συμβούλιον καθιδρύει Ταμείον διά πλεονάζον προσωπικόν.

(2) Το Ταμείον κέκτηται νομικήν προσωπικότητα και την ικανότητα να συμβάλληται, να παρίσταται επί δικαστηρίου ως ενάγον ή εναγόμενον και να προβαίνει εις πάσαν ενέργειαν αναγκαίαν διά την λειτουργίαν του.

Ειδικώτερον και άνευ επηρεασμού της γενικότητος των προηγουμένων, το Ταμείον κέκτηται την ικανότητα να υποβάλλη αιτήσεις εις το Δικαστήριον Εργατικών Διαφορών και να τυγχάνη ακροάσεως υπ' αυτού.

 

[2] Δέστε Hindle v. Percival Boats Ltd (1969) 1 All E.R. 836, όπου, μεταξύ άλλων, λέχθηκε από το Δικαστή Sachs L.J.: “…. the test is purely objective in the sense that the test to be applied concerns the actual requirements of the business and not the opinion of the employers or anyone else on that point.” και την υπόθεση United Hotels (Lordos) Ltd v. Ανδρούλα Σταύρου κ.ά. (2003) 1 Α.Α.Δ. 515.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο