ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Aίτηση αρ. 8/2024)

(e-Justice)

 

19 Ιανουαρίου, 2024

 

[ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΩΝ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Σ.Μ. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΣΥΛΛΗΨΗΣ ΗΜΕΡ. 20/12/2023 ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΠΡΟΝΟΙΩΝ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 18 ΚΑΙ 19 ΤΟΥ ΚΕΦ. 155

_________________

Θεόδουλος Στ. Παπαβασιλείου, για τον Αιτητή.

_________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ:-  Δεν χρειάζεται, στη διαδικασία αυτή, να πω πολλά για τα σοβαρά επεισόδια βίας σε αθλητικούς χώρους και ειδικότερα κατά τη διεξαγωγή ποδοσφαιρικών αγώνων, τα οποία, εδώ και αρκετά χρόνια, είναι, δυστυχώς, φαινόμενο το οποίο προσλαμβάνει ανησυχητικές διαστάσεις στη μικρή ημικατεχόμενη χώρα μας.  Το πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Χρίστος Φιλίππου άλλως Φαλκονέτι ν. Αστυνομίας (1989) 2 Α.Α.Δ. 245, τα λέγει όλα:

 

«Επεισόδια βίας σε αθλητικούς χώρους υπονομεύουν όχι μόνο τον αθλητισμό αλλά και τη στάθμη του πολιτισμού μας. Ομαδικά παιγνίδια όπως το ποδόσφαιρο έχουν, όπως και τα αγωνίσματα στίβου, ως σκοπό την ευγενή άμιλλα και όχι τη βίαιη αντιπαράθεση. Πράξεις βίας οδηγούν στην αλλοτρίωση των σκοπών του αθλήματος και καθιστούν προβληματική την προσέλευση του κοινού στα στάδια.»

 

 

 

Όχι τυχαία, η Βουλή των Αντιπροσώπων ψήφισε τον περί της Πρόληψης και της Καταστολής της Βίας στους Αθλητικούς Χώρους Νόμο του 2008, Ν. 48(Ι)/2008. Ο Νόμος, εν τη σοφία του, στο Άρθρο 22, υποχρεώνει τον διαχειριστή «κάθε αθλητικού χώρου, ο οποίος χρησιμοποιείται για τη διεξαγωγή αγώνα ή εκδήλωσης, όπου λαμβάνει μέρος σωματείο, αθλητική εταιρεία ή σύλλογος πρώτης κατηγορίας ή που έχει διεθνή διάσταση, να εγκαθιστά σύστημα κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης του αθλητικού χώρου, το οποίο καταγράφει καθ΄ όλη τη διάρκεια αγώνα ή εκδήλωσης και έχει τη δυνατότητα αναπαραγωγής, σε κατάλληλο προς το σκοπό αυτό μέσο, οπτικοακουστικών παραστάσεων ή εικόνων στις οποίες φαίνονται οι ενέργειες ή η συμπεριφορά οποιουδήποτε προσώπου διαπράττει αδίκημα κατά παράβαση των διατάξεων του παρόντος Νόμου∙».

 

Τον υποχρεώνει ακόμη να «τοποθετεί σε περίοπτα σημεία του αθλητικού χώρου ευανάγνωστες και ευκρινείς προειδοποιητικές πινακίδες ή με άλλο κατάλληλο τρόπο προειδοποιεί το κοινό ότι ο αθλητικός χώρος ελέγχεται από τηλεοπτικό σύστημα κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης».      

  

Στις 17.12.2023 και περί ώρα 19:00 ήρχισε, στο Στάδιο «ΑΛΦΑ ΜΕΓΑ», στη Λεμεσό, ποδοσφαιρικός αγών. Αντίπαλοι, εντός του γηπέδου, ήταν, από τη μια πλευρά η ποδοσφαιρική ομάδα «ΑΠΟΛΛΩΝ ΛΕΜΕΣΟΥ» και από την άλλη η ποδοσφαιρική ομάδα «ΝΕΑ ΣΑΛΑΜΙΝΑ ΑΜΜΟΧΩΣΤΟΥ». Για ό,τι αξίζει, να σημειώσω πως το τελικό αποτέλεσμα ήταν «0-2». Ο «ΑΠΟΛΛΩΝ ΛΕΜΕΣΟΥ» εκείνη την ημέρα είχε ηττηθεί. 

 

Κατά τη διάρκεια του Β΄ ημιχρονίου και πριν ο απόλυτος άρχων του ποδοσφαιρικού αγώνος σφυρίξει τη λήξη του, με το αποτέλεσμα προδιαγεγραμμένο, οργανωμένοι οπαδοί του «ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΛΕΜΕΣΟΥ», που βρίσκονταν στη νότια κερκίδα του γηπέδου, ήρχισαν να παίρνουν τα καθίσματα που ήταν τοποθετημένα στη δική τους πλευρά, και να τα ρίχνουν εντός του αγωνιστικού χώρου. Με το σφύριγμα της λήξης του αγώνος, είκοσι περίπου πρόσωπα εισήλθαν εντός του αγωνιστικού χώρου, με απειλητικές διαθέσεις τόσο κατά των ποδοσφαιριστών της ομάδος του «ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΛΕΜΕΣΟΥ» όσο και κατά της διοίκησής του, προφανώς θεωρώντας αυτούς υπεύθυνους και υπαίτιους για την απρόσμενη ήττα της ομάδος τους.

 

Επειδή οι υπεύθυνοι ασφαλείας του γηπέδου, αδυνατούσαν να συγκρατήσουν και απομακρύνουν τους εν λόγω οπαδούς από τον αγωνιστικό χώρο, παρενέβη η Αστυνομική Δύναμις Κύπρου για να επιβάλει την τάξη. Τότε, οι οπαδοί επέστρεψαν στις κερκίδες του γηπέδου και ευτυχώς δεν σημειώθηκαν άλλοι βανδαλισμοί και έκτροπα. Αποτέλεσμα της πιο πάνω συμπεριφοράς, ήταν να καταστραφούν εκατό περίπου καθίσματα, η αξία των οποίων δεν είχε μέχρι τότε υπολογισθεί, αλλά και να αμαυρωθεί, για άλλη μια φορά, το κυπριακό επαγγελματικό ποδόσφαιρο. 

 

Η Αστυνομία για να εντοπίσει τα πρόσωπα που παρανόμησαν,   προέβη σε εξετάσεις. Συγκεκριμένα, αφού αξιολόγησε το περιεχόμενο κλειστού κυκλώματος παρακολούθησης που υπήρχε στο γήπεδο και άλλη μαρτυρία που εξασφάλισε, κατέληξε πως ο αιτητής φερόταν, μαζί με άλλους οπαδούς, να στέκεται στη νότια κερκίδα του Σταδίου «ΑΛΦΑ ΜΕΓΑ», φορώντας μπλε τζιν παντελόνι, σακάκι σκούρου χρώματος, και κασκόλ (χρώματος μπλε με άσπρο). Αυτός, η ώρα 21:07:38, φέρεται να καλύπτει το πρόσωπό του με το συγκεκριμένο κασκόλ και ακολούθως η ώρα 21:07:50 να εισέρχεται εντός του αγωνιστικού χώρου. Την ίδια περίπου ώρα, και άλλοι οπαδοί από την ίδια κερκίδα, φέρονται να εισέρχονται εντός του αγωνιστικού χώρου αμέσως μετά τη λήξη του αγώνος, το αποτέλεσμα του οποίου, ως ελέχθη, δεν ήταν ευνοϊκό για την  ομάδα τους.

 

Με δεδομένο ότι η Αστυνομία είχε δημοσιεύσει τη φωτογραφία του αιτητή, μαζί με τη φωτογραφία άλλων προσώπων, στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και στα μέσα μαζικής επικοινωνίας, ως κάποια από τα πρόσωπα που είχαν παρανομήσει εκείνη την ημέρα, ο αιτητής προσήλθε μαζί με τον συνήγορό του στα Γραφεία του ΤΑΕ Λεμεσού στις 20.12.2023 και περί ώρα 15:25, όπου εκεί διαπιστώθηκε από την Αστυνομία ότι  όντως ήταν το πρόσωπο που απεικόνιζε μία εκ των φωτογραφιών που είχαν δημοσιευτεί.

 

Τα πιο πάνω, ήταν ουσιαστικά το βασικό μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί από την Αστυνομία ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου στις 20.12.2023 και ώρα 17:05, υποστηρίζοντας αίτημά της για έκδοση εντάλματος σύλληψης τόσο εναντίον του αιτητή όσο και εναντίον άλλων δύο προσώπων, τα οποία δεν ενδιαφέρουν. Σύμφωνα με την προσαχθείσα μαρτυρία, τα αδικήματα που η Αστυνομία διερευνούσε, ήταν:

 

«1. Βία στα γήπεδα, Νόμος του 2008 (48(1)/2008) 2. Συνωμοσία προς διάπραξη πλημμελήματος, Κεφ. 154, Άρθρ. 372, 3. Παράνομη Συνάθροιση και Οχλαγωγία, Άρθρ. 60 (1)(2) του Νόμου για την βία στα γήπεδα 4. Παράνομη είσοδος σε αθλητικό χώρο, Άρθρο 54(1) του Νόμου για την βία στα γήπεδα, 5. Κακόβουλη ζημιά, Άρθρο 67(1) του Νόμου για την βία στα γήπεδα 6. Πρόσωπο που έχει καλυμμένο το πρόσωπο του με προσωπίδα με σκοπό τη διάπραξη πλημμελήματος, Άρθρο58(α) του Νόμου για την βία στα γήπεδα αδικήματα που διαπράχθηκαν στις 17/12/2023 στο στάδιο Άλφα Μέγα στη Λεμεσό.»

 

Η μαρτυρία του Λοχία 1585, Π. Κεραυνού, που υποστήριζε το αίτημα, κατέληγε ως εξής:  «Γίνονται εξετάσεις από την Αστυνομία για τον εντοπισμό ακόμη εννέα προσώπων τα οποία φαίνονται είτε να προκαλούν ζημιές στα καθίσματα των κερκίδων είτε να εισέρχονται εντός του αγωνιστικού χώρου μαζί με τους υπόπτους.  Ενόψει των πιο πάνω, αιτούμαι από το σεβαστό σας Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος σύλληψης των υπόπτων. Η έκδοση των ενταλμάτων είναι ευλόγως αναγκαία και ανάλογη, προς αποφυγή επηρεασμού μαρτύρων, καθώς επίσης απόκρυψης ή/και καταστροφής μαρτυρίας με αποτέλεσμα την επέμβαση στο έργο της δικαιοσύνης και αναγκαία και ανάλογη για την αποτελεσματική διερεύνηση των πιο πάνω αδικημάτων, παρακαλώ.» 

 

Ο ευπαίδευτος Δικαστής, ενώπιον του οποίου είχε τεθεί το αίτημα, μελέτησε προσεκτικά τη μαρτυρία, και τούτο προκύπτει από το γεγονός πως δεν  εξέδωσε το ένταλμα σύλληψης για όλα τα αδικήματα. Συγκεκριμένα, σημείωσε πως το εκδοθέν ένταλμα σύλληψης δεν εκάλυπτε το αδίκημα της κακόβουλης ζημιάς, αφού από τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιόν του, ως ανέφερε, δεν προέκυπταν εύλογες υπόνοιες για διάπραξη εκ μέρους του αιτητή του συγκεκριμένου αυτού αδικήματος.  Για τα υπόλοιπα αδικήματα, για τα οποία εξέδωσε το αιτούμενο ένταλμα, σημείωσε πως είχε ικανοποιηθεί τόσο για την ύπαρξη εύλογης υπόνοιας όσο και ότι τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης καθιστούσαν την έκδοση του εντάλματος αναγκαία και επιθυμητή.

 

Με την υπό εκδίκαση μονομερή αίτηση, ζητείται η άδεια του Δικαστηρίου για να επιτραπεί στον αιτητή να καταχωρίσει αίτηση διά κλήσεως για ακύρωση του εκδοθέντος εντάλματος σύλληψης με Προνομιακό Ένταλμα Certiorari. Η αίτηση υποστηρίζεται από μακροσκελή Ένορκη Δήλωση του αιτητή, ενώ συνοδεύεται και από Έκθεση, ως προβλέπεται από τον σχετικό Διαδικαστικό Κανονισμό του Ανώτατου Δικαστηρίου. Έχω θέσει ενώπιον μου τόσο το περιεχόμενο της Ένορκης Δήλωσης όσο και της Έκθεσης. Το ίδιο ισχύει και για τα όσα ανέφερε ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή με την ικανή αγόρευσή του. Θα κάνω ειδική αναφορά σε αυτά, όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο.

 

Ξεκινώ από τη θέση του αιτητή, στην παρ. 47 της Ένορκης Δήλωσής του, ότι ο Δικαστής που εξέδωσε το ένταλμα σύλληψης «ενήργησε μηχανικά».  Αυτή τη θέση προώθησε και ενώπιόν μου ο ευπαίδευτος συνήγορός τουΜε κάθε σεβασμό, δεν συμφωνώ. Το ίδιο ισχύει και για τη θέση του πως «ενήργησε μηχανικά» και επειδή υπέγραψε το έντυπο του εντάλματος σύλληψης που η Αστυνομία έθεσε ενώπιόν του, στο οποίο είχε καταγραφεί εκ των προτέρων μόνο η φράση «έχω ικανοποιηθεί». Εάν το κατώτερο Δικαστήριο δεν είχε ικανοποιηθεί για την έκδοση του αιτούμενου εντάλματος σύλληψης, θα το κατέγραφε, ανεξάρτητα εάν στο έντυπο που του παρουσίασε η Αστυνομία δεν είχε καταγραφεί η φράση «δεν έχω ικανοποιηθεί», πόσο μάλλον εδώ που ρητά κατέγραψε πως δεν είχε ικανοποιηθεί πως ενδείκνυτο η έκδοση εντάλματος σύλληψης για το αδίκημα της κακόβουλης ζημιάς.  

 

Ο αιτητής εκφράζει παράπονο και για το γεγονός ότι στον χρησιμοποιηθέντα Όρκο και στο εκδοθέν ένταλμα σύλληψης δεν γίνεται αναφορά στο εδάφιο 60(3) του Νόμου 48(Ι)/2008, το οποίο προνοεί για τον ορισμό του αδικήματος της οχλαγωγίας. Το κατώτερο Δικαστήριο ουδέποτε εξέδωσε ένταλμα σύλληψης για ανύπαρκτο ποινικό αδίκημα, και η μη αναφορά στο εν λόγω εδάφιο ουδόλως επηρεάζει το εκδοθέν ένταλμα σύλληψης. Μάλιστα, ακόμη και εκεί που υπάρχει κατηγορητήριο, η μη αναφορά σε συγκεκριμένα άρθρα νόμου δεν συνιστά πάντα ουσιώδη παρατυπία (Ξυδιάς & άλλος ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 174, 225).

 

Δεν χρειάζεται να παραθέσω την πλούσια νομολογία για το πότε ενδείκνυται η έκδοση εντάλματος σύλληψης εναντίον προσώπου.   Θα προσθέσω μόνο ότι η θέση του αιτητή, στην παρ. 56 της Ένορκης  Δήλωσής του, ότι η διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων «δεν αποτελεί βάσιμη δικαιολογία για τη σύλληψή του», με κάθε σεβασμό, δεν με βρίσκει σύμφωνο (Πολ. Αίτηση Αρ. 146/2022 (i-Justice) Αναφορικά με την αίτηση του ΕΕ για Άδεια Καταχώρισης Αίτησης για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος, απόφαση ημερ. 30.9.2022).   

 

Προχωρώ με το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου. Εν προκειμένω, η Ένορκη Δήλωση του Λοχία 1585, Π. Κεραυνού, έκανε αναφορά σε συγκεκριμένα στοιχεία και περιείχε με καθαρότητα και σαφήνεια όλα όσα, κατά τον ενόρκως δηλούντα, συνιστούσαν πραγματικά γεγονότα. Έχει ήδη γίνει αναφορά σε κάποια από αυτά. Ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή ενώπιόν μου δεν αμφισβήτησε τη διάπραξη αδικημάτων εντός του γηπέδου εκείνη την ημέρα. Ούτε αμφισβήτησε πως από τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, προέκυπταν γνήσιες και εύλογες υπόνοιες εναντίον του πελάτη του, σε σχέση με τα αδικήματα 1, 4 και 6, ως αυτά είναι αριθμημένα στην Ένορκη Δήλωση που υποστήριζε το αίτημα της Αστυνομίας. Μάλιστα, ευθαρσώς ανέφερε πως ο πελάτης του προσήλθε οικειοθελώς στα Γραφεία του ΤΑΕ Λεμεσού, όπου εκεί παραδέχθηκε πως είναι οπαδός του «ΑΠΟΛΛΩΝΑ ΛΕΜΕΣΟΥ» και πως τη συγκεκριμένη ημέρα βρισκόταν στο γήπεδο για να παρακολουθήσει τον ποδοσφαιρικό αγώνα της ομάδος του. Όταν του υπεδείχθη η φωτογραφία, η οποία κατά την Αστυνομία απεικόνιζε τον ίδιο, αυτός ανέφερε ότι δεν μπορούσε να αναγνωρίσει τον εαυτό του επειδή η φωτογραφία δεν ήταν «καθαρή». Εν κατακλείδι, η θέση του ευπαίδευτου συνηγόρου ήταν πως στη βάση των ιδιαίτερων γεγονότων της υπόθεσης, στα οποία αναφέρθηκε, δεν πληρούνταν οι προϋποθέσεις έκδοσης του προσβαλλόμενου εντάλματος σύλληψης και πως αυτό κακώς εξεδόθη.

 

Να επαναλάβω το αυτονόητο, πως στο συγκεκριμένο στάδιο δεν καλείται το κατώτερο Δικαστήριο να αξιολογήσει τη μαρτυρία που τίθεται ενώπιόν του για να προβεί σε εύρημα ότι όντως το πρόσωπο εναντίον του οποίου επιδιώκεται η έκδοση εντάλματος σύλληψης, διέπραξε τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Περί υπονοιών ο λόγος. Ούτε βεβαίως εξετάζεται τώρα, ως ο αιτητής αναφέρει στην παρ. 21 της Ένορκης Δήλωσής του, κατά πόσο αυτός έχει διαπράξει τα κατ΄ ισχυρισμόν αδικήματα μόνος του «και χωρίς τη σύμπραξη άλλων ατόμων». Όλα αυτά αφορούν σε άλλη διαδικασία, εάν και εφόσον λάβει χώρα τέτοια.

 

Αφού έχω θέσει ενώπιον μου το μαρτυρικό υλικό που είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου, υπό το φως των θέσεων του αιτητή και των όσων ο ευπαίδευτος συνήγορός του υποστήριξε, καταλήγω, πως τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του ευπαίδευτου πρωτόδικου Δικαστή, απεκάλυπταν,  αποτιμούμενα εξ αντικειμένου, εύλογες υπόνοιες για διάπραξη εκ μέρους του αιτητή των αδικημάτων για τα οποία εξεδόθη το ένταλμα σύλληψης εναντίον του. Για το θέμα της επάρκειας μαρτυρικού υλικού και για την αναγνώριση υπόπτου μέσω φωτογραφιών, για σκοπούς πάντα εύλογων υπονοιών, παραπέμπω στην υπόθεση Cook (Aρ. 2) (2004) 1(B) A.A.Δ. 1268, 1272.

 

Όσον αφορά στο ερώτημα κατά πόσο τα ιδιαίτερα γεγονότα καθιστούσαν ή όχι τη σύλληψη του αιτητή δικαιολογημένη και αναγκαία, η απάντηση είναι και πάλι καταφατική.  Οι έρευνες της Αστυνομίας κατά τον χρόνο σύλληψης του αιτητή βρίσκονταν στο αρχικό στάδιο. Η εμπλοκή και άλλων, αρκετών, προσώπων στην όλη παράνομη δραστηριότητα, και μάλιστα από τη νότια κερκίδα του γηπέδου, όπου φέρεται να βρισκόταν και ο αιτητής, ήταν δεδομένη. Τόσο αυτός όσο και άλλα πρόσωπα, πριν εισέλθουν στον αγωνιστικό χώρο, φέρονται, σχεδόν ταυτόχρονα, να είχαν καλύψει τα πρόσωπά τους, για να μην αναγνωριστούν ή για να δυσκολέψουν την αναγνώρισή τους, έργο  το οποίο ήταν στους ώμους της Αστυνομίας. Ουδείς δράστης συνελήφθη επ΄ αυτοφώρω. Ο κίνδυνος να επηρεαστούν μάρτυρες, στη βάση όλων των πιο πάνω, ήταν δεδομένος. Με άλλα λόγια, υπήρχε ακόμη σοβαρό ανακριτικό έργο για την πλήρη διερεύνηση των σοβαρών επεισοδίων που είχαν λάβει χώρα.

 

Το γεγονός ότι ο αιτητής είχε μεταβεί οικειοθελώς σε Αστυνομικό Σταθμό, και αναγνωρίστηκε ως το πρόσωπο που απεικονίζετο σε δημοσιευθείσα φωτογραφία, κάτι που αποκαλύφθηκε από την Αστυνομία όταν ζητούσε το ένταλμα σύλληψης, εν προκειμένω δεν ήταν γεγονός τέτοιας καταλυτικής σημασίας για τη μη αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος σύλληψης. Ως ελέχθη, οι ανακρίσεις βρίσκονταν στο αρχικό στάδιο και υπήρχε ακόμη σοβαρό ανακριτικό έργο που έπρεπε να διεκπεραιωθεί (Αναφορικά με την  Πολ. Αίτηση Αρ. 14/21, απόφαση ημερ. 5.2.2021 και Πολ. Αίτηση Αρ. 131/21, Αναφορικά με την Αίτηση του ΧΧΧ Κυριάκου για την έκδοση εντάλματος Certiorari, απόφαση ημερ. 27.10.2021). Για ό,τι αξίζει, να σημειώσω πως ο αιτητής, όταν συνελήφθη από την Αστυνομία και του επεστήθη η προσοχή του στο νόμο, δήλωσε, ως είχε κάθε δικαίωμα, πως «δεν έχω να πω τίποτε».

 

Ούτε συμφωνώ πως η Αστυνομία απέκρυψε εν προκειμένω  γεγονότα για να εξαπατήσει το κατώτερο Δικαστήριο και εξασφαλίσει έτσι το ένταλμα σύλληψης. Η παρουσία του αιτητή στα γραφεία της Αστυνομίας, ως επίσης και η ώρα που αυτός παρουσιάστηκε,  απεκαλύφθη. Στην Ένορκη Δήλωση που υποστηρίζει την υπό εκδίκαση αίτηση, γίνεται αναφορά από τον αιτητή, πως η Αστυνομία του έλαβε ανακριτική κατάθεση. Ο ευπαίδευτος συνήγορός του δεν απέκλεισε ο αιτητής στην εν λόγω κατάθεση να είχε αναφέρει, ως είχε κάθε δικαίωμα, πως «Ό,τι έχω να πω, θα το πω στο Δικαστήριο». Δεν έχει φανεί πως η Αστυνομία είχε στα χέρια της την κατ΄ ισχυρισμόν ανακριτική κατάθεση η ώρα 17:05, όταν υπέβαλλε το αίτημα για έκδοση του εντάλματος σύλληψης και μάλιστα πως απεφάσισε να μην την αποκαλύψει για αλλότριους σκοπούς. Ο αιτητής απλώς αναφέρει πως «η ώρα έκδοσης του εντάλματος σύλληψης εναντίον μου ήταν η ώρα 17:05, ώρα κατά την οποία τελείωσε η ανακριτική κατάθεση που είχα δώσει στο Λοχία αρ. 556,  Α. Αποστόλου». Εν πάση περιπτώσει, ο αιτητής δεν μπορεί να οικοδομεί επ΄ αυτού του  κατ΄ ισχυρισμόν απογυμνωμένου γεγονότος, και μάλιστα να υποστηρίζει πως συνεπεία αυτού δεν υπήρχε αναγκαιότητα έκδοσης του εντάλματος σύλληψης. Η λήψη μιας ανακριτικής κατάθεσης, δεν εξαλείφει, άνευ ετέρου, την αναγκαιότητα έκδοσης ενός εντάλματος σύλληψης.    

 

Καταλήγω πως  το εκδοθέν ένταλμα σύλληψης είναι επαρκώς αιτιολογημένο και πως η Αστυνομία, όταν αξίωσε το συγκεκριμένο ένταλμα, είχε ενεργήσει εντός των ορθών πλαισίων της εξουσίας και του καθήκοντός της να διερευνά και να εξιχνιάζει εγκλήματα (Απέργης ν. Αστυνομίας (2004) 2 Α.Α.Δ. 592, 595), που εδώ αδιαμφισβήτητα είχαν λάβει χώρα.

 

Τελειώνοντας, θα πρέπει να σχολιάσω και το περιεχόμενο της παρ. 60 της Ένορκης Δήλωσης του αιτητή, όπου αυτός αναφέρει ότι: «Είναι επείγον να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα, διότι θα είναι δύσκολο μετά να αποδείξω ενώπιον δικαστηρίου σχετικά με τη νομιμότητα επεξεργασίας και/ή παραχώρησης των προσωπικών μου δεδομένων από μη εξουσιοδοτημένο προς τον νόμο άτομο». Όμως τα όποια κατ΄ ισχυρισμόν δικαιώματα του αιτητή σε σχέση με τα προσωπικά του δεδομένα, ουδόλως επηρεάζονται από την έκδοση και εκτέλεση του εντάλματος σύλληψης.   

 

Δεν έχει στοιχειοθετηθεί εκ πρώτης όψεως υπόθεση που να δικαιολογεί την παραχώρηση της αιτούμενης άδειας.

 

Η αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

                                                      Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο