ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. Ε205/2017)

 

 

 9 Ιανουαρίου 2024

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

MUKHTAR MOHAMED AL NWILI,

 

Εφεσείοντα,

 

ν.

 

MAREMONTE INVESTEMENTS LTD,

 

Εφεσίβλητης.

____________________

 

 

Β. Σωτηρίου για Αντωνάκη Σωτηρίου & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.,  για τον Εφεσείοντα. 

Γ. Αργυρίδης για Γ. Αργυρίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε.,  για την Εφεσίβλητη.

 

____________________

 

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Με οκτώ λόγους έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδώσει συνοπτική απόφαση εναντίον του Εφεσείοντα, διατάσσοντας τον να παραδώσει κενή και ελεύθερη κατοχή της κατοικίας που είχε αγοράσει από την Εφεσίβλητη και να πληρώνει €1.067 μηνιαίως από 16.5.2016 μέχρι την παράδοση της.  Η 16.5.2016 ήταν η ημερομηνία κατά την οποία η Εφεσίβλητη είχε τερματίσει τη συμφωνία με την οποία πώλησε την κατοικία στον Εφεσείοντα.  Με την απόφαση αναγνωρίστηκε ότι η συμφωνία είχε νόμιμα τερματιστεί από την Εφεσίβλητη λόγω παράβασης ουσιώδους όρου της από τον Εφεσείοντα και διατάχθηκε και η διαγραφή της από το Κτηματολόγιο.

 

Η αγωγή είχε καταχωριστεί την 14.10.2016.  Ο Εφεσείων καταχώρισε σημείωμα εμφάνισης την 3.2.2017.  Δεν καταχώρισε έκθεση υπεράσπισης.  Την 3.5.2017 η Εφεσίβλητη καταχώρισε αίτηση για συνοπτική απόφαση που ορίστηκε την 22.5.2017.  Την 22.5.2017, ζητήθηκε από το δικηγόρο του Εφεσείοντα χρόνος για να καταχωρίσει ένσταση, οπόταν η αίτηση ορίστηκε για ακρόαση την 11.10.2017 με οδηγίες για καταχώριση ένστασης μέχρι 11.9.2017.  Ένσταση δεν καταχωρίστηκε.  Αντί αυτού, την 11.10.2017, ο δικηγόρος του Εφεσείοντα αιτήθηκε την αναβολή της ακρόασης.  Η Εφεσίβλητη έφερε ένσταση.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε το αίτημα αναβολής και προχώρησε στην ακρόαση της αίτησης.  Αγόρευσαν και οι δύο πλευρές.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού ικανοποιήθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις της Δ.18, θ.1 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, στην απουσία ένστασης και ένορκης δήλωσης εκ μέρους του Εφεσείοντα, διαπίστωσε ότι αυτός δεν είχε αποκαλύψει καλή υπεράσπιση και εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση.

 

Οι λόγοι έφεσης 5, 6 και 7 στρέφονται κατά της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει το αίτημα του Εφεσείοντα για αναβολή της εκδίκασης της αίτησης την 11.10.2017.  Η απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη και ότι παραβιάζει το Σύνταγμα και την αρχή της δίκαιης δίκης.  Παραπονείται ο Εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αρνήθηκε να του δώσει την ευκαιρία «να καταχωρίσει την υπεράσπιση του», όπως το έθεσε, «τιμωρώντας τον με άκρα αυστηρότητα και όχι δικαστικά, διότι απειθάρχησε δικονομικά χωρίς να εξαντλήσει κάθε επιείκεια».

 

Ο δικηγόρος του Εφεσείοντα αιτούμενος την αναβολή είχε αναφέρει ότι δεν είχε καταστεί δυνατό να καταχωριστεί ένσταση γιατί ο Εφεσείων ήταν στο εξωτερικό και συνέχισε αναφέροντας «Αναμένουμε κάποια έγγραφα και στοιχεία για την ένσταση μου ζήτησε κάποιο χρόνο για να ετοιμαστεί η ένσταση και η Υπεράσπιση γι’ αυτό το λόγο δεν έχουμε καταχωρήσει τα έγγραφα μας ζητώ λίγο χρόνο και ακόμα μια τελευταία ευκαιρία για να συμμορφωθώ».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απορρίπτοντας το αίτημα για αναβολή επεσήμανε ότι είχε παραχωρηθεί αρκετός χρόνος στην πλευρά του Εφεσείοντα για να καταχωρήσει την ένσταση του.

 

Ο χρόνος που είχε παραχωρηθεί ήταν όντως μεγάλος.  Ιδιαίτερα λαμβανομένου υπόψη ότι επρόκειτο για αίτηση για συνοπτική απόφαση, όπου «η ταχύτητα έχει ιδιαίτερη σημασία» (Νεάρχου κ.ά. ν. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2005) 1 (Α) Α.Α.Δ. 818, 824).  Είναι πρόδηλο ότι είχε προσμετρήσει πως ο Εφεσείων διέμενε στο εξωτερικό, στην Τρίπολη της Λιβύης.  Όμως, ο Εφεσείων δεν εκμεταλλεύτηκε το χρόνο που του είχε παραχωρηθεί.  Και αφού παρήλθε η προθεσμία των τεσσάρων σχεδόν μηνών, από την 22.5.2017 που δόθηκαν οι οδηγίες μέχρι την 11.9.2017 που έπρεπε να καταχωρίσει την ένσταση του, δεν αποτάθηκε στο Δικαστήριο στο μήνα που μεσολαβούσε μέχρι την ημερομηνία της ακρόασης για να λάβει παράταση και ούτε κατά την ημέρα της δίκης, πέντε σχεδόν μήνες μετά τις οδηγίες, είχε έτοιμη την ένσταση του.  Η αναφορά στο λόγο έφεσης 6 ότι η αίτηση ήταν ορισμένη «για πρώτη φορά για ακρόαση», απλά επιβεβαιώνει τη νοοτροπία που οδήγησε στην παράλειψη καταχώρισης ένστασης και που θα πρέπει να εκλείψει.  Επισημαίνουμε περαιτέρω ότι ο Εφεσείων είχε καταχωρίσει σημείωμα εμφάνισης από 3.2.2017 και όφειλε, σύμφωνα με την Δ.21, θ.1 των Θεσμών, να είχε καταχωρίσει την υπεράσπιση του εντός 14 ημερών.  Έπρεπε δηλαδή να ήταν έτοιμος να προβάλει την υπεράσπιση του από τον Φεβρουάριο του 2017 και όχι τον επόμενο Νοέμβριο ο δικηγόρος του να μην κατέχει τα σχετικά έγγραφα. 

 

Είναι η κατάληξη μας ότι, στις περιστάσεις της υπόθεσης, δεν υπάρχει κανένα περιθώριο που θα μας επέτρεπε να παρέμβουμε στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει το αίτημα για αναβολή της εκδίκασης της αίτησης.  Η απόφαση του δεν ήταν εσφαλμένη, αλλά απόφαση στην οποία εύλογα μπορούσε να είχε καταλήξει.

 

Η απόρριψη του αιτήματος για αναβολή δεν παραβίασε Συνταγματικά δικαιώματα του Εφεσείοντα, ούτε παραβιάστηκε η αρχή της δίκαιης δίκης.  Η υποχρέωση του διαδίκου να τηρεί τις προθεσμίες, όπως τίθενται με τις δικονομικές πρόνοιες και τις εκάστοτε οδηγίες του εκδικάζοντος δικαστηρίου, είναι δεδομένη.  Στον Εφεσείοντα δόθηκε η ευκαιρία να καταχωρίσει ένσταση και δεν το έπραξε.  Το παράπονο του δεν δικαιολογείται.  Οι λόγοι έφεσης 5 , 6 και 7 απορρίπτονται.

 

Οι εναπομείναντες λόγοι έφεσης στρέφονται κατά της απόφασης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδώσει συνοπτική απόφαση εναντίον του Εφεσείοντα.

 

Οι λόγοι έφεσης 1 και 2 αφορούν στο αντικείμενο της απόφασης και την εξουσία του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδώσει συνοπτική απόφαση αναγνωρίζοντας ότι η επίδικη συμφωνία είχε νόμιμα τερματιστεί και να διατάξει τη διαγραφή της από το Κτηματολόγιο.  Περαιτέρω, να επιδικάσει αποζημιώσεις σε μηνιαία βάση μέχρι την παράδοση κενής και ελεύθερης κατοχής της κατοικίας.

Με το λόγο έφεσης 3 προβάλλεται ότι τα γεγονότα που περιγράφονταν σε συγκεκριμένα τεκμήρια, επισυναπτόμενα στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την ίδια την αίτηση, ήταν επαρκή για να δοθεί στον Εφεσείοντα το δικαίωμα να υπερασπιστεί την αγωγή.  Με το λόγο έφεσης 4 υποστηρίζεται ότι η πρωτόδικη απόφαση δεν ήταν δεόντως αιτιολογημένη, στη βάση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη τα όσα είχαν επισημανθεί με την αγόρευση του δικηγόρου του Εφεσείοντα, σε σχέση με τη θέση της Εφεσίβλητης και τη δικογραφία της, τα οποία αποκάλυπταν καλόπιστη υπεράσπιση και ότι η αίτηση θα έπρεπε να είχε απορριφθεί.  Τέλος, με το λόγο έφεσης 8, καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη ότι ο Εφεσείων είχε καταβάλει στην Εφεσίβλητη το ποσό των €100.000 προκαταβολή και το οποίο η τελευταία όφειλε να του επιστρέψει και το οποίο θα διεκδικούσε ανταπαιτητικά εφόσον του επιτρεπόταν να καταχωρίσει υπεράσπιση.

 

Σε σχέση με την επιδίκαση αποζημιώσεων μέχρι την παράδοση κενής και ελεύθερης κατοχής της κατοικίας, σημειώνουμε ότι στο Ειδικά Οπισθογραφημένο Κλητήριο Ένταλμα ζητείτο αποζημίωση €1.500 μηνιαίως μέχρι την εκκένωση και παράδοση κενής και ελεύθερης κατοχής της κατοικίας στην Εφεσίβλητη.  Ωστόσο, δεν επρόκειτο για προσυμφωνημένη αποζημίωση στην οποία η Εφεσίβλητη θα εδικαιούτο χωρίς άλλο. Δικογραφείτο ότι το ποσό, δηλαδή €1.500 μηνιαίως, ήταν η ενοικιαστική αξία της επίδικης κατοικίας, όμως δεν ήταν περίπτωση ανάκτησης κατοχής από ενοικιαστή που ήταν υπόχρεος στην καταβολή συγκεκριμένου ενοικίου.  Δεν εγειρόταν καν ζήτημα διαπίστωσης υπεράσπισης του Εφεσείοντα στην επιμέρους απαίτηση, αλλά αξίωσης που η Εφεσίβλητη όφειλε να αποδείξει με μαρτυρία, που θα έπρεπε να γίνει αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατόπιν αξιολόγησης, στο πλαίσιο της μόνης προσφερόμενης διαδικασίας, της «κανονικής» δίκης.  Το μηνιαίο ποσό που επιδικάστηκε ως αποζημίωση με την πρωτόδικη απόφαση δεν ήταν €1.500, αλλά €1.067, για το οποίο είχε προσφερθεί μαρτυρία με την επισύναψη σχετικού τεκμηρίου, έκθεσης εκτίμησης ημερ.13.3.2017, στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση για συνοπτική απόφαση.  Κάτι τέτοιο δεν θα μπορούσε να γίνει χωρίς την αποδοχή ως αξιόπιστης της σχετικής μαρτυρίας (έκθεσης) από το πρωτόδικο Δικαστήριο, διεργασία ανεφάρμοστη στο πλαίσιο εξέτασης αίτησης για συνοπτική απόφαση. 

 

Στην J. & M. Loizides Ag. Ltd κ.ά. ν. Τράπ. Κύπρου Δημ. Ετ. Λτδ (2011) 1(Β) Α.Α.Δ. 1280, 1288-9, αναφέρθηκε ότι:

«Στο στάδιο εξέτασης αίτησης για συνοπτική απόφαση, το Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στα γεγονότα της υπόθεσης για να τα κρίνει. Κάτι τέτοιο δεν συνάδει με το ρόλο του Δικαστηρίου. …………………………………………………………………………

Εξάλλου, διαφορετικός τρόπος προσέγγισης δεν θα συνήδε με τη συνταγματικά κατοχυρωμένη θέση ότι κάθε διάδικος έχει το δικαίωμα όχι μόνο να προσφύγει στο Δικαστήριο, αλλά και να απαιτήσει να παρουσιάσει και να εξετάσει μάρτυρες και γενικά να του δοθεί η ευκαιρία να παρουσιάσει μέσα στα πλαίσια ακροαματικής διαδικασίας τις θέσεις και τα επιχειρήματά του (βλ. Άρθρο 30 του Συντάγματος)».

 

 

Υπόλογος ή όχι να πληρώσει αποζημιώσεις για την κατοχή της κατοικίας μέχρι την παράδοση της, ο Εφεσείων είχε κάθε δικαίωμα να αντεξετάσει τον εκτιμητή της Εφεσίβλητης και να παρουσιάσει και δικό του, για να καταδείξει ότι η ενοικιαστική αξία της κατοικίας ήταν μικρότερη και συνεπώς και η αποζημίωση που όφειλε να καταβάλει πιο μικρή.  Αυτό μόνο στο πλαίσιο της «κανονικής» δίκης μπορούσε να γίνει.

 

Επομένως, ο λόγος έφεσης 2 επιτυγχάνει.   

 

Το γεγονός ότι ο Εφεσείων είχε πληρώσει στην Εφεσίβλητη το ποσό των €100.000, ήταν αδιαμφισβήτητο.  Προέκυπτε από το περιεχόμενο του Κλητηρίου και επιβεβαιωνόταν με την ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση.  Τεκμηριωνόταν έτσι μια ανταπαίτηση, που ο Εφεσείων θα μπορούσε να προωθήσει.

Στη Subotic v. Στυλιανίδη (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 22, 28, αναφέρθηκε ότι:

 

«Είναι καθιερωμένο ότι όπου εγείρεται καλή τη πίστει ανταπαίτηση που προκύπτει από τα ίδια γεγονότα της αγωγής και συνδέεται άμεσα με τους λόγους υπεράσπισης πρέπει να δίδεται τέτοια άδεια, ακόμα και αν ο εναγόμενος παραδέχεται μέρος ή ολόκληρη την απαίτηση (Βλέπε: Morgan & Son Ltd. v. S. Martin Johnson & Co. [1949] 1 K.B. 107). Η ανταπαίτηση είναι αγωγή (cross action) αλλά για τους σκοπούς της Δ.18 πρέπει να θεωρείται ως Υπεράσπιση (Βλέπε: Zoedone Co. v. Barrett [1882] 26 S.J. 657).»

 

 

Στη μεταγενέστερη Μάρκος Νικολάου Λτδ ν. Adamko Constructions Ltd (2005) 1(A) A.A.Δ. 376, 380, γίνεται επίκληση της Subotic, και αναφέρεται ότι:

 

«Στις περιπτώσεις όπου εγείρεται καλόπιστη ανταπαίτηση που προκύπτει από τα γεγονότα της αγωγής και συνδέεται με τους λόγους υπεράσπισης πρέπει να δίδεται άδεια, ακόμα και αν ο εναγόμενος παραδέχεται ολόκληρη ή μέρος της απαίτησης.

 

Αυτή όμως η αρχή μπορεί να τύχει εφαρμογής μόνο σε εξαιρετικές περιστάσεις ανταπαίτησης εναντίον απαίτησης που στηρίζεται σε μη αμφισβητούμενη συναλλαγματική καθότι, χωρίς ισχυρό λόγο ανταπαίτησης δεν χορηγείται άδεια σε αγωγή για συναλλαγματική, επιταγή ή άλλο αξιόγραφο που δεν αμφισβητείται καθόλου ή που η αμφισβήτηση δεν είναι σοβαρή. Βλ. Annual Practice 1958 σελ. 267. Στην προκείμενη περίπτωση, η εγκυρότητα της επίδικης συναλλαγματικής παρέμεινε κατ' ουσία αδιαμφισβήτητη και δεν αποκαλύφθηκε σοβαρός (ισχυρός) λόγος ανταπαίτησης αναγόμενος στην συναλλαγματική».

 

 

 

    Ο λόγος που στη Μάρκος Νικολάου Λτδ δεν υπήρξε επέμβαση του Εφετείου στην άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του πρωτόδικου δικαστηρίου να μην δώσει άδεια για καταχώριση υπεράσπισης, ήταν γιατί η αξίωση εδραζόταν σε μη αμφισβητούμενη συναλλαγματική και δεν είχαν διαπιστωθεί εξαιρετικές περιστάσεις.  Είναι σε αυτό το σημείο που η υπόθεση διακρίνεται από τη Subotic, με την αρχή όμως να επιβεβαιώνεται.  

 

    Στην επίδικη περίπτωση δεν υπεισέρχεται η παράμετρος «εξαιρετικές περιστάσεις» αφού η αγωγή δεν εδραζόταν επί αξιογράφου.  Οι περιστάσεις της υπόθεσης, όπως καταφαίνονταν από το Κλητήριο και την ίδια την ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση, αποκάλυπταν την ύπαρξη ανταπαίτησης του Εφεσείοντα που προέκυπτε από τα ίδια γεγονότα της αγωγής και διασυνδεόταν άμεσα με την αξίωση.  Η ανταπαίτηση αφορούσε στην προκαταβολή που δόθηκε, στην επιστροφή της οποίας δικαιούτο ο Εφεσείων, υπό την αίρεση των απαιτήσεων της Εφεσίβλητης για αποζημιώσεις, ώστε να αποφευχθεί ο άδικος πλουτισμός της τελευταίας σε βάρος του με την παράδοση της κατοικίας και τη διαγραφή του αγοραπωλητηρίου εγγράφου από το Κτηματολόγιο.  Οι περιστάσεις αυτές αναδυόμενες από το Κλητήριο και την ίδια την ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση, καταδείκνυαν ότι η υπόθεση δεν μπορούσε να επιλυθεί συνοπτικά και θα έπρεπε να είχαν οδηγήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση εκείνη που θα επέτρεπε στον Εφεσείοντα να προβάλει την ανταπαίτηση του, και τη διεξαγωγή δίκης στην οποία και η ίδια η Εφεσίβλητη θα προωθούσε τις αξιώσεις της για αποζημιώσεις.    

 

    Σύμφωνα με τη Δ.18, θ.1 των Θεσμών δεν εκδίδεται συνοπτική απόφαση όχι μόνο όπου ο εναγόμενος διαθέτει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση, αλλά και όπου αποκαλύπτει τέτοια γεγονότα που να θεωρούνται ικανά να του παράσχουν το δικαίωμα σε υπεράσπιση.  Εάν τα γεγονότα αυτά αποκαλύπτονται από την απαίτηση και την ίδια την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την αίτηση για συνοπτική απόφαση, δεν βρίσκουμε κανένα λόγο που θα δικαιολογούσε να αγνοηθούν.

 

    Κρίνουμε σκόπιμο να επαναλάβουμε ότι η βασική αρχή που προκύπτει από τις αυθεντίες είναι ότι συνοπτική απόφαση πρέπει να δίδεται μόνο όπου είναι αναμφίβολο ότι ο εναγόμενος δεν έχει υπεράσπιση στην αγωγή. Όπου όμως δίδει στην ένορκη δήλωση του αρκετές λεπτομέρειες που να δείχνουν την ύπαρξη καλόπιστης υπεράσπισης ή εγείρει θέμα σε απάντηση της απαίτησης που θα πρέπει να εκδικάζεται, ή όπου ικανοποιεί το Δικαστήριο ότι έχει καλή και ουσιαστική υπεράσπιση ή αποκαλύπτει τέτοια γεγονότα που μπορούν να κριθούν ως αρκετά για να του δώσουν το δικαίωμα να προβάλει την υπεράσπισή του, τότε πρέπει να δίδεται τέτοιο δικαίωμα (CY.E.M.S. Co. v. Central Co-Operative Industries (1982) 1 A.A.Δ. 897, 902-5 και Τrans Middle East Trading v. Tlais (1991) 1 Α.Α.Δ. 239, 243-4). 

 

    Στη Τrans Middle East Trading (σελ.244) τονίστηκε ότι:

 

« … είναι μόνο σε καθαρές περιπτώσεις που μπορεί το Δικαστήριο να στερήσει διάδικο από του να προβάλει την υπεράσπισή του ενώπιον του Δικαστηρίου, γιατί σε διαφορετική περίπτωση τέτοια ενέργεια θα αποτελούσε άρνηση δικαιοσύνης προς τον επηρεαζόμενο διάδικο».

 

 

 

    Ακριβώς γιατί η διαδικασία για συνοπτική απόφαση αποστερεί ουσιαστικά τον εναγόμενο από του να υπερασπιστεί τον εαυτό του σε «κανονική» δίκη, η διακριτική εξουσία του Δικαστηρίου για έκδοση συνοπτικής απόφασης πρέπει να ασκείται πολύ προσεκτικά και σπάνια (Νεάρχου κ.ά., σελ.824).

 

    Επομένως, ο λόγος έφεσης 8 επίσης επιτυγχάνει.

 

    Καθίσταται επομένως αχρείαστο να ασχοληθούμε με τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.

 

    Η έφεση επιτυγχάνει. 

 

    Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Η αίτηση για συνοπτική απόφαση απορρίπτεται και δίδεται άδεια στον Εφεσείοντα να καταχωρίσει την υπεράσπιση του στην αγωγή, εντός 14 ημερών από σήμερα.  Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον της Εφεσίβλητης, όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το αρμόδιο Δικαστήριο, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει.

 

    €2.500 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον της Εφεσίβλητης.

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.        

 

                                                          Ε. Εφραίμ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο