ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. E219/2016)

 

10 Ιανουαρίου, 2024

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

 

ΜΑΡΚΟΣ ΦΟΡΟΥ,

 

Εφεσείων,

ν.

 

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

                                                                                                                 Εφεσίβλητης.

__________________________________________________________________

 

Δ. Βάκης για Πύργου, Βάκης LLC και για Ν. Θρασυβούλου, για τον Εφεσείοντα.

Α. Παναγή για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.

 

 

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 _________________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Με έντεκα Λόγους Έφεσης ο Εφεσείων προσβάλλει ως εσφαλμένη την Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (εφεξής πρωτόδικο Δικαστήριο), με την οποία απέρριψε την αίτηση του ημερ. 3/4/2015 με την οποία αξιωνόταν, μεταξύ άλλων:

 

     i.        Η αναστολή και/ή απόρριψη της Αγωγής λόγω έλλειψης δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων να την εκδικάσουν.

   ii.        Η αναστολή και/ή απόρριψη και/ή η ακύρωση και/ή παραμερισμός του Διατάγματος ημερ. 4/11/2014 για σφράγιση και καταχώριση του Κλητηρίου Εντάλματος της Αγωγής.

 iii.        Η αναστολή και/ή η ακύρωση και/ή παραμερισμός του Κλητηρίου Εντάλματος και/ή της ειδοποίησης του Κλητηρίου Εντάλματος της Αγωγής και του Διατάγματος ημερ. 12/1/2015 για την επίδοση τους εκτός δικαιοδοσίας.

 iv.        Ο παραμερισμός της επίδοσης ημερ. 4/3/2015 των σχετικών με την Αγωγή εγγράφων.

 

Η Αγωγή αφορούσε σε συνολικό διοικητικό πρόστιμο ύψους €90.000 που είχε επιβληθεί στον Εφεσείοντα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (εφεξής Επιτροπή), για παραβάσεις του Άρθρου 40(1) του Νόμου που Προνοεί για τις Προϋποθέσεις Διαφάνειας αναφορικά με Πληροφορίες που αφορούν Εκδότη του οποίου οι Κινητές Αξίες έχουν εισαχθεί προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά, Ν. 190(Ι)/2007[1]. Ο Εφεσείων δεν κατέβαλε το πιο πάνω ποσό, οπόταν η Επιτροπή καταχώρισε την επίδικη Αγωγή στη βάση των προνοιών του Άρθρου 39(2) του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου του 2009, Ν. 73(Ι)/2009, οι οποίες διαλαμβάνουν ότι, σε περίπτωση παράλειψης καταβολής διοικητικού προστίμου που επιβάλλεται από την Επιτροπή, η Επιτροπή δύναται «να λαμβάνει δικαστικά μέτρα προς είσπραξη του, οπότε το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος».

 

Με δεδομένη την εμπλοκή του Εφεσείοντα ως Εναγόμενου προσώπου με κατοικία στην Ελλάδα, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε το κατά πόσο εφαρμόζετο στην προκείμενη περίπτωση ο ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ (ΕΚ) αριθ. 44/2001 του ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ της 22ας Δεκεμβρίου 2000 για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις (εφεξής Κανονισμός 44/2001). Σύμφωνα με το Άρθρο 1.1 ο Κανονισμός 44/2001 εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις, ενώ δεν καλύπτει φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις. Περαιτέρω, σύμφωνα με το Άρθρο 2.1, «τα πρόσωπα που έχουν την κατοικία τους στο έδαφος κράτους μέλους ενάγονται ενώπιον των δικαστηρίων αυτού του κράτους μέλους, ανεξάρτητα από την ιθαγένειά τους». Με βάση, όμως, το Άρθρο 3.1 τα πρόσωπα αυτά μπορούν να εναχθούν ενώπιον των δικαστηρίων άλλου κράτους μέλους μόνο με βάση άλλους ειδικούς κανόνες που περιλαμβάνονται στον Κανονισμό και καθορίζονται στα Άρθρα 5-24. Ό,τι έχει, εν προκειμένω, σημασία με βάση τα ζητήματα που εγείρονται, είναι οι πρόνοιες του Άρθρου 5.3 οι οποίες αναφέρουν ότι:

 

 «Πρόσωπο που έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους μπορεί να εναχθεί σε άλλο κράτος μέλος:

 

1.                  ……

2.                  …..

3          ως προς ενοχές εξ αδικοπραξίας ή οιονεί αδικοπραξίας, ενώπιον του δικαστηρίου του τόπου όπου συνέβη ή ενδέχεται να συμβεί το ζημιογόνο γεγονός.»

 

 

Εξετάστηκε επίσης από το πρωτόδικο Δικαστήριο και το κατά πόσο εφαρμόζετο στην περίπτωση ο Κανονισμός 1393/2007, ο οποίος στο Άρθρο 1.1 διαλαμβάνει ότι:

 

«1. Ο παρών κανονισμός εφαρμόζεται σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις όταν μια δικαστική ή εξώδικη πράξη πρέπει να διαβιβαστεί από ένα κράτος μέλος σε άλλο για να επιδοθεί ή να κοινοποιηθεί. Δεν εφαρμόζεται σε φορολογικές, τελωνειακές ή διοικητικές υποθέσεις ή όταν πρόκειται για την ευθύνη του κράτους για πράξεις ή παραλείψεις κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας («acta iure imperii»).»

 

Με τους Λόγους Έφεσης 3 και 4, οι οποίοι είναι αλληλένδετοι, ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι η Αγωγή ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής των Κανονισμών 44/2001 και 1393/2007 (Λόγος Έφεσης 3), γιατί αφορούσε σε αστικής φύσεως διαφορά και ότι εσφαλμένα αποφάσισε ότι ενέπιπτε στις εξαιρέσεις του Άρθρου 5.3 του Κανονισμού 44/2001 (Λόγος Έφεσης 4).

 

Ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν ετίθετο θέμα ακύρωσης του διατάγματος για σφράγιση και επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, εφόσον δεν αναφερόταν στην αίτηση ο Κανονισμός 44/2001 (Λόγοι Έφεσης 1 και 2) και ότι εσφαλμένα αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να παραμερίσει το Διάταγμα σφράγισης και το Διάταγμα επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας επειδή δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως δευτεροβάθμιο Δικαστήριο του Δικαστηρίου που είχε εκδώσει τα εν λόγω Διατάγματα (Λόγοι Έφεσης 5 και 6). Ισχυρίζεται, επίσης, ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε ότι ήταν η Εφεσίβλητη που έπρεπε να αποδείξει τους ισχυρισμούς της έχοντας το σχετικό βάρος (Λόγος Έφεσης 7).

 

Ο Εφεσείων διατείνεται, επίσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι πληρούνταν οι προϋποθέσεις της Δ.6,                 θθ. 1 και 4  (Λόγος Έφεσης 8), καθώς και ότι υπήρχε ενώπιον του το αναγκαίο υπόβαθρο για την έκδοση του Διατάγματος σφράγισης (Λόγος Έφεσης 9).

 

Ο Εφεσείων παραπονείται, επίσης, ότι παρά το γεγονός ότι η επίδοση έγινε σε διεύθυνση άλλη από αυτή που καθορίστηκε στο Διάταγμα επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας, λανθασμένα έκρινε ότι αυτός δεν ήταν λόγος ακύρωσης της επίδοσης (Λόγος Έφεσης 10), καθώς και ότι λανθασμένα δεν αποδέκτηκε την εισήγηση του ότι η επίδοση δεν ήταν νομότυπη ενόψει του ότι δεν έγινε στον ίδιο προσωπικά (Λόγος       Έφεσης 11).

 

To πρώτο ζήτημα που χρήζει απάντησης είναι η φύση της επίδικης Αγωγής και, ειδικότερα, κατά πόσο αυτή αφορούσε σε διαφορά αστικής ή διοικητικής φύσης, έτσι ώστε αυτή να εμπίπτει ή να εξαιρείται από το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 44/2001. Είναι σαφές ότι, με δεδομένο ότι η εθνική μας νομοθεσία καθορίζει ως διαδικασία για την είσπραξη διοικητικών προστίμων τη διαδικασία που ακολουθείται για αστικό χρέος, η υπόθεση εξ απόψεως διαδικασίας δεν ήταν διοικητική. Η υπόθεση, ωστόσο, εξ απόψεως ουσίας με βάση τα γεγονότα που την περιέβαλαν, αφορούσε την επιβολή διοικητικών προστίμων στον Εφεσείοντα από την Εφεσίβλητη στο πλαίσιο άσκησης δημόσιας εξουσίας και, άρα, ήταν διοικητικής φύσης. Ως τέτοια υπόκειτο σε διοικητικό έλεγχο ως προς τη νομιμότητα της στο πλαίσιο άσκησης προσφυγής στο αρμόδιο Δικαστήριο, ήτοι το Διοικητικό Δικαστήριο της Κύπρου, με βάση τα διαλαμβανόμενα και στο Άρθρο 38(7) του                                Ν. 73(Ι)/2009[2]. Το γεγονός ότι η Εφεσίβλητη εξάσκησε το εκ του Νόμου δικαίωμα της να λάβει δικαστικά μέτρα προς είσπραξη των εν λόγω διοικητικών προστίμων ως αστικό χρέος, μέσω αγωγής,[3] ενώ στη συνέχεια, όταν αυτά δεν καταβλήθηκαν, καταχώρισε αγωγή για την είσπραξη τους, δεν μεταβάλλει την ουσία και τη φύση της υπόθεσης ως προς το τι αυτή αφορούσε.

 

Στην υπόθεση Stefan Fahnenbrock κ.ά. v. Ελληνικής Δημοκρατίας, Συνεκδ. Υποθ. C-226/13, C-245/13, C-247/13 και C-578/13, το ΔΕΕ επανέλαβε την πάγια νομολογιακή αρχή πως η έννοια «αστικές και εμπορικές υποθέσεις», στις οποίες περιορίζεται το πεδίο εφαρμογής του Κανονισμού 44/2001, «πρέπει να θεωρείται ως αυτοτελής και ερμηνευτέα σε συνάρτηση, αφενός, προς τους σκοπούς και το σύστημα του εν λόγω κανονισμού και, αφετέρου, προς τις γενικές αρχές που συνάγονται από το σύνολο των εθνικών εννόμων τάξεων»[4].

 

Στην υπόθεση Ολλανδικό Δημόσιο (Υπουργείο Συγκοινωνιών και Πλωτών Οδών) v. Reinhold Ruffer, C-292/05, η οποία αφορούσε αγωγή του Ολλανδικού κράτους για είσπραξη των δαπανών που προκλήθηκαν λόγω της ανέλκυσης ναυαγίου από πλωτή δημόσια οδό, το ΔΕΕ επεσήμανε πως η ανάθεση της ανέλκυσης ναυαγίου ενέπιπτε σε εκτέλεση υποχρέωσης που είχε στο πλαίσιο των καθηκόντων της ακτοφυλακής, τα οποία της είχαν ανατεθεί για την εν λόγω πλωτή οδό από Συνθήκη, και έτσι, στην προκείμενη περίπτωση, κρίθηκε ότι το Ολλανδικό κράτος είχε ασκήσει δημόσια εξουσία. Αφού επεσήμανε στη σκέψη 8 ότι «ναι μεν ορισμένες αποφάσεις που εκδίδονται επί διαφοράς μεταξύ δημοσίας αρχής και ιδιώτου εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής της συμβάσεως, δεν συμβαίνει όμως το ίδιο όταν η δημοσία αρχή ενεργεί κατά την άσκηση της δημοσίας εξουσίας», ανέφερε τα εξής, στη σκέψη 13, σε ό,τι αφορά την προκείμενη περίπτωση:

 

«Το γεγονός ότι στην προκειμένη περίπτωση η εκκρεμούσα ενώπιον του εθνικού δικαστηρίου διαφορά δεν αφορά την ίδια την επιχείρηση ανελκύσεως του ναυαγίου αλλά την απόδοση των δαπανών που συνδέονται με την ανέλκυση αυτή και ότι η απόδοση των δαπανών αυτών επιδιώκεται από το Ολλανδικό Δημόσιο με αγωγή εξ αναγωγής και όχι, όπως προβλέπει το εσωτερικό δίκαιο άλλων κρατών μελών, διά της διοικητικής οδού, δεν αρκεί για να θεωρηθεί ότι το επίδικο ζήτημα εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής της συμβάσεως των Βρυξελλών.»

 

 

Στις προτάσεις του Γενικού Εισαγγελέα στην υπόθεση Lechouritou v. Δημόσιο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας,                 C-292/05, τονίσθηκε ότι για τον εντοπισμό μιας πράξεως iure imperii και, ως εκ τούτου, για τη μη υπαγωγή της στη Σύμβαση Βρυξελλών - την οποία αντικατέστησε ο Κανονισμός 44/2001 - πρέπει να λαμβάνονται υπόψη, κατά πρώτον, η δημόσια φύση ενός από τους μετέχοντες στην έννομη σχέση και, κατά δεύτερον, η αιτία και το θεμέλιο της ασκηθείσας αγωγής. Σχετική είναι η παράγραφος 46  στην οποία περιλαμβάνονται τα ακόλουθα:

 

“46. It may be deduced from the case-law cited that, in order to determine whether an act is an act iure imperii and, therefore, not subject to the Brussels Convention, regard must be had, first, to whether any of the parties to the legal relationship are a public authority, and, second, to the origin and the basis of the action brought, specifically to whether a public authority has exercised powers going beyond those existing, or which have no equivalent, in relationships between private individuals. The private' criterion refers to a formal aspect, (38) while the subordination' criterion relates to the basis and nature of the action and to the detailed rules for exercise of the right of action.

 

 

Στο Σύγγραμμα Dicey, Morris and Collins, The Conflicts of Laws,                         15η Έκδοση, 2015, στην παράγραφο 11-033 αναφέρονται τα ακόλουθα:

 

In most of the Member States and in the EFTA countries claims relating to the exercise of powers by public authorities are usually within the jurisdiction of special administrative courts. But the exclusion of “administrative matters” from the Brussels I Regulation and the Lugano Convention does not relate to the tribunal in which the claim is brought or by which the judgment is given. It relates to the nature of the legal relationship between the parties or the subject-matter of the action.”

 

 (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Στο Σύγγραμμα Cheshire, North & Fawcett, Private International Law,                      14η Έκδοση, 2008, αναφέρονται, στη σελίδα 215, τα εξής:

 

No definition is given of "civil and commercial matters", although Article 1 goes on to say that it does not include "revenue, customs or administrative matters”. These words are there to make it clear that public law matters are excluded. The difficulty for English lawyers is that in domestic law the distinction between private and public law is not sharply drawn. In civil law jurisdictions there is a clear distinction between the two, although the same criteria are not always applied when drawing the distinction. Some guidance on this definitional problem was given by the Court of Justice in the leading case of LTU v Eurocontrol where it was held that a Community meaning had to be given “civil and commercial matters, with the result that the Brussels Convention did not apply to the situation where a public authority was acting in the exercise of its powers.”

 

(Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

 

 

Κατ’ ακολουθίαν και των πιο πάνω αυθεντιών, στα γεγονότα της υπόθεσης δεν είχαν εφαρμογή ούτε ο Κανονισμός 44/2001, ούτε ο Κανονισμός 1393/2007, εφόσον η βάση της αγωγής προήλθε από ενέργειες της Εφεσίβλητης κατά την άσκηση δημόσιας εξουσίας. Η διοικητική φύση της διαφοράς δεν αλλοιώνεται, ούτε μεταβάλλεται από το είδος της διαδικασίας που ακολουθείται για σκοπούς είσπραξης των διοικητικών προστίμων.

 

Στην υπόθεση Lechouritou v. Δημόσιο της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, C-292/05, στη σκέψη 41, αναφέρονται τα εξής:

 

«Κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο έκρινε ότι το γεγονός ότι ο ενάγων ενεργεί βάσει αξιώσεως πηγάζουσας από πράξη δημόσιας εξουσίας αρκεί για να θεωρηθεί ότι η αγωγή του αποκλείεται, ανεξάρτητα από τη φύση της διαδικασίας που του παρέχει προς τούτο το εθνικό δίκαιο, από το πεδίο εφαρμογής της Συμβάσεως των Βρυξελλών (βλ. προπαρατεθείσα απόφαση Rüffer, σκέψεις 13 και 15). Στερείται επομένως οποιασδήποτε σημασίας το γεγονός ότι η ασκηθείσα ενώπιον του αιτούντος δικαστηρίου έφεση περιβάλλεται τον μανδύα αστικής υποθέσεως, υπό την έννοια ότι σκοπεί στην επιδίκαση αποζημιώσεως λόγω της υλικής ζημίας και στη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που υπέστησαν οι ενάγοντες και νυν εφεσείοντες της κύριας δίκης.»

 

 

Είναι, συνεπώς, κατάληξη μας ότι τόσο ο Κανονισμός 44/2001 όσο και ο Κανονισμός 1393/2007, δεν τύγχαναν εφαρμογής στα γεγονότα της αγωγής και, επομένως, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί του αντιθέτου δεν ήταν ορθή. Ως εκ τούτου, ο Λόγος Έφεσης 3 επιτυγχάνει. Τούτου δοθέντος, δεν ετίθετο θέμα να ενέπιπτε, η υπό κρίση περίπτωση, στις εξαιρέσεις του Άρθρου 5 του Κανονισμού 44/2001. Η κατάληξη αυτή οδηγεί και στην επιτυχία του Λόγου Έφεσης 4.

 

Στην ίδια βάση και ως αποτέλεσμα των πιο πάνω, ορθά δεν αναφερόταν στην αίτηση για σφράγιση και στην αίτηση για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας ο Κανονισμός 44/2001 εφόσον αυτός δεν τύγχανε εφαρμογής. Ως εκ τούτου, οι Λόγοι Έφεσης 1 και 2 απορρίπτονται.

 

Μέσω των Λόγων Έφεσης 5 και 6 το παράπονο του Εφεσείοντα είναι ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι δεν μπορούσε να παραμερίσει το Διάταγμα σφράγισης και το Διάταγμα επίδοσης, στη βάση του ότι δεν μπορούσε να λειτουργήσει ως δευτεροβάθμιο δικαστήριο του Δικαστηρίου που είχε εκδώσει τα εν λόγω Διατάγματα. Ανεξαρτήτως της ορθότητας ή μη τέτοιας προσέγγισης, στα περιστατικά της υπό κρίση υπόθεσης το εν λόγω θέμα είναι θεωρητικό εφόσον στην πράξη το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τα ζητήματα που εγείρονταν, καταλήγοντας ότι δεν υφίσταντο λόγοι για παραμερισμό ούτε σε σχέση με το Διάταγμα σφράγισης, ούτε σε σχέση με το Διάταγμα επίδοσης.

 

Μέσω του Λόγου Έφεσης 8 ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις της Δ.6, θθ. 1 και 4.

 

Εν πρώτοις, όπως ορθά επισημαίνεται από πλευράς Εφεσίβλητης, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε εύρημα ότι η Εφεσίβλητη είχε ικανοποιήσει τις προϋποθέσεις της Δ.6, θ. 1. Κρίνοντας λανθασμένα, όπως έχουμε ήδη πιο πάνω εξηγήσει, ότι η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου στοιχειοθετείτο με βάση τον Κανονισμό 44/2001, κατέληξε ότι «παρέλκει η ανάγκη εξέτασης των προϋποθέσεων της Δ.6, Θ.1, αφού ακόμα και αν δεν πληρούντο οι προϋποθέσεις της εν λόγω Δ.6, Θ.1 δεν θεωρώ ότι αυτό θα μπορούσε να σταθεί εμπόδιο στην έκδοση του διατάγματος δεδομένων των προνοιών του Κανονισμού 44/01 σε σχέση με το ζήτημα της δικαιοδοσίας οι οποίες ως έχω ήδη αναφέρει υπερισχύουν και οι οποίες για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω κρίνω ότι πληρούνται». Των πιο πάνω δεδομένων και ανεξαρτήτως του ότι δεν εφαρμόζονταν στην προκείμενη περίπτωση ο Κανονισμός 44/2001, όσο και ο Κανονισμός 1393/2007, αλλά οι Θεσμοί Πολιτικής Δικονομίας είχαν εφαρμογή, είναι φανερό ότι ο Λόγος Έφεσης 8 δεν έχει οποιοδήποτε έρεισμα ή βάση.

 

Είναι αδιαμφισβήτητο ότι στην υπό κρίση περίπτωση η Εφεσίβλητη ήτο επιφορτισμένη να καταδείξει πως τα Κυπριακά Δικαστήρια είχαν δικαιοδοσία να εκδικάσουν την αξίωση εναντίον του Εφεσείοντα, κάτοικου εξωτερικού. Με βάση τα γεγονότα τα οποία είχαν τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου για σκοπούς της αίτησης για σφράγιση και, ακολούθως, για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, διαπιστώνεται ότι αυτά αναφέρονταν στην παράλειψη του Εφεσείοντα να καταβάλει το διοικητικό πρόστιμο που του είχε επιβληθεί από την Εφεσίβλητη. Εφόσον το Άρθρο 39 του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου, Ν. 73(Ι)/2009[5] προνοεί για τον τρόπο είσπραξης του διοικητικού προστίμου σε περίπτωση μη καταβολής του, εξυπακούεται πως αυτό επιβάλλει στον επηρεαζόμενο και υποχρέωση καταβολής του διοικητικού προστίμου.

 

Μέσω των συμπληρωματικών Αγορεύσεων που κατατέθηκαν και από τις δύο πλευρές και με αναφορά σε προηγούμενες Αποφάσεις που εκδώσαμε επί παρομοίων γεγονότων (Ανδρέας Βγενόπουλος v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε269/2016, ημερ. 17/10/2023 και Ελευθέριος Χιλιαδάκη v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε140/2016, ημερ. 5/10/2023), το ερώτημα που συζητήθηκε ήταν κατά πόσο η παράλειψη καταβολής του επιβληθέντος από την Εφεσίβλητη στον Εφεσείοντα διοικητικού προστίμου συνιστά ή όχι παράβαση του εκ του Νόμου απορρέοντος καθήκοντος του Εφεσείοντα.

Εν πρώτοις πρέπει να επισημανθεί ότι η παράλειψη εκπλήρωσης καθήκοντος το οποίο επιβάλλει ο νόμος μπορεί, ανάλογα με την πρόθεση του νομοθέτη, να στοιχειοθετήσει το αστικό αδίκημα της παράβασης εκ του νόμου απορρέοντος καθήκοντος. Τούτο, εφόσον προκύπτει ότι ο νομοθέτης είχε ή πρέπει να είχε την πρόθεση να παραχωρήσει αγώγιμο δικαίωμα σε περίπτωση παράβασης συγκεκριμένης νομοθετικής πρόνοιας. Με άλλα λόγια η παράβαση θεσμοθετημένου καθήκοντος αποτελεί χωριστό αστικό αδίκημα που απορρέει από το Νόμο και την εμβέλεια του οποίου καθορίζει το Κοινοδίκαιο.

 

Το ερώτημα, επομένως, που απασχολεί σε περιπτώσεις όπου ο νόμος δημιουργεί και επιβάλλει καθήκον ή υποχρέωση, είναι κατά πόσο, σε περίπτωση παράβασης του, υφίσταται δυνατότητα στον ζημιωθέντα να εγείρει αγωγή. Κατά πόσο, δηλαδή, προκύπτει αγώγιμο δικαίωμα για την ανάκτηση ζημίας η οποία προκαλείται από την παράβαση νομικής υποχρέωσης.

 

Από τα λεχθέντα στην υπόθεση Κουππαρή ν. Οργανισμού Γεωργικής Ασφάλισης (1997) 1 Α.Α.Δ. 1780 με αναφορά στην Lonrho Ltd & Others v. Shell Petroleum Co. Ltd & Others (1981) 1 All ER 456, προκύπτει ότι ως γενικός κανόνας τεκμαίρεται ότι ο νόμος δεν παρέχει αστική θεραπεία στις περιπτώσεις όπου «ο ίδιος ο νόμος δεν προβλέπει αγώγιμο δικαίωμα για την ανάκτηση της ζημίας η οποία προκύπτει από τη μη εκπλήρωση υποχρέωσης την οποία επιβάλλει ο νόμος αφενός, και η παράλειψη ποινικοποιείται αφετέρου». Αν, όμως, πληρούνται οι εν λόγω προϋποθέσεις και πάλι ενδέχεται ο νόμος να παρέχει αστική θεραπεία αν η περίπτωση εμπίπτει σε κάποια από τις εξαιρέσεις που αναγνωρίζονται και απαριθμούνται στην Κουππαρή (ανωτέρω).

 

Είναι σαφές, όπως θα διαφανεί στη συνέχεια, ότι η υπό εξέταση περίπτωση δεν εμπίπτει σε καμία από τις προϋποθέσεις που τέθηκαν από τη νομολογία όπου τεκμαίρεται ότι ο νόμος δεν παρέχει αστική θεραπεία. Ο λόγος είναι απλός και προφανής. Ο ίδιος ο περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμος προσδίδει ρητώς και ξεκάθαρα αγώγιμο δικαίωμα στην Εφεσίβλητη σε περιπτώσεις όπως η υπό κρίση, ήτοι όπου κάποιο πρόσωπο παραλείψει να καταβάλει το διοικητικό πρόστιμο που του επιβλήθηκε για την ανάκτηση της ζημιάς η οποία προκύπτει από τη μη εκπλήρωση της εν λόγω υποχρέωσης. Είναι, συνεπώς, εκ του αποτελέσματος, ξεκάθαρη η πρόθεση του νομοθέτη να παραχωρήσει στην Εφεσίβλητη αγώγιμο δικαίωμα για την ανάκτηση της ζημιάς η οποία προκαλείται από την παράβαση της νομικής υποχρέωσης. Ειδικότερα στις περιπτώσεις που η Εφεσίβλητη επιβάλλει διοικητικό πρόστιμο σε ένα πρόσωπο και το εν λόγω πρόσωπο κατά παράβαση του εν λόγω Άρθρου και, κατ’ επέκταση, της υποχρέωσης αποπληρωμής του που αυτό επιβάλλει, παραλείπει να το καταβάλει, μέσω του Άρθρου 39(1) του Ν. 73(Ι)/2009 ρητώς παραχωρείται στην Εφεσίβλητη το δικαίωμα να λάβει δικαστικά μέτρα, ήτοι να καταχωρίσει αγωγή εναντίον του εν λόγω προσώπου με σκοπό την είσπραξη του ποσού που αυτό οφείλει ως αστικό χρέος για να ανακτήσει τη ζημιά που δημιουργείται από τη μη εκπλήρωση της υποχρέωσης που επιβάλλει ο νόμος, ήτοι τη μη καταβολή του προστίμου. Η εξήγηση που δίνεται «ως αστικό χρέος» καθορίζει το δικονομικό τρόπο διεκδίκησης του ως άνω ουσιαστικού δικαιώματος.

 

Η πιο πάνω ανάλυση απαντά και τη θέση του Εφεσείοντα ότι η αξίωση της Εφεσίβλητης είναι για είσπραξη οφειλόμενου ποσού και όχι για αποζημιώσεις ή άλλη θεραπεία για διάπραξη αστικού αδικήματος. Απαντά, επίσης, τη θέση του Εφεσείοντα ότι δεν είναι κάθε παράβαση θέσμιου καθήκοντος αστικό αδίκημα. Σε σχέση με το τελευταίο, επαναλαμβάνουμε ότι η παράλειψη εκπλήρωσης καθήκοντος το οποίο επιβάλλει ο νόμος στοιχειοθετεί το αστικό αδίκημα της παράβασης θέσμιου καθήκοντος στην περίπτωση που παρέχεται αγώγιμο δικαίωμα για ανάκτηση της ζημιάς που προκύπτει από τη μη εκπλήρωση της υποχρέωσης. Τέτοια είναι η υπό συζήτηση περίπτωση.

 

Είναι σαφές ότι η αξίωση της Εφεσίβλητης εναντίον του Εφεσείοντα είναι για ανάκτηση της ζημιάς που προκύπτει από την παράβαση από τον Εφεσείοντα των εκ του Νόμου απορρεόντων καθηκόντων του, ήτοι την παράλειψη καταβολής του επιβληθέντος διοικητικού προστίμου και, συνεπώς, για ανάκτηση ζημιάς που προκύπτει από αστικό αδίκημα.

 

Κατ’ ακολουθίαν των πιο πάνω, καταλήγουμε ότι η παράλειψη καταβολής του διοικητικού προστίμου ισοδυναμεί με παράβαση εκπλήρωσης εκ του νόμου απορρέοντος καθήκοντος για το οποίο παρέχεται στην Εφεσίβλητη αγώγιμο δικαίωμα και δη αστική θεραπεία. Η παράβαση θέσμιου καθήκοντος δεν αναφέρεται στον περί Αστικών Αδικημάτων Νόμο, Κεφ. 148, αναγνωρίζεται, ωστόσο, από τη νομολογία ως αστικό αδίκημα (tort) δυνάμει των αρχών του Κοινοδικαίου το οποίο αποτελεί μέρος του Κυπριακού Δικαίου, βάσει του Άρθρου 29(1)(γ) του περί Δικαστηρίων Νόμου του 1960                   (Ν. 14/60) (βλ. Κουππαρή (ανωτέρω)). Δικαιολογείτο, επομένως, η παραχώρηση άδειας για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας με βάση τις πρόνοιες της Δ.6, θ. 1(f) των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας[6]. Ως εκ των ανωτέρω, οι Λόγοι Έφεσης 8 και 9 απορρίπτονται.

 

Παραμένουν προς εξέταση ο Λόγοι Έφεσης 10 και 11 οι οποίοι αφορούν στον τρόπο που έλαβε χώρα η επίδοση. Το επίδικο Διάταγμα προνοούσε για επίδοση στον Εφεσείοντα μέσω δικαστικού επιμελητή σε συγκεκριμένη διεύθυνση στην Αθήνα.

 

      Το Διάταγμα για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας προνοούσε για επίδοση στον Εφεσείοντα μέσω δικαστικού επιμελητή στη διεύθυνση Attica Group, Λεωφ. Συγγρού 123-125 και Τορβά 3, 11745 Αθήνα, Ελλάδα, «της ειδοποίησης του κλητηρίου εντάλματος και/ή του κλητηρίου εντάλματος και/ή της αίτησης σφράγισης ημερομηνίας 17/10/2014 και/ή του διατάγματος ημερομηνίας 4/11/2014 και/ή όλων των σχετικών εγγράφων στην παρούσα αγωγή». Την 4/3/2015 επιδόθηκαν από δικαστικό επιμελητή της εταιρείας δικαστικών επιμελητών                        I. Παπακωνσταντίνου Α. Κάρλου & Συνεργάτες στον αρμόδιο για παραλαβή συνεργάτη του Εφεσείοντα, κύριο Κωνσταντίνο Ρίζο στη διεύθυνση Λεωφ. Θησέως Αρ. 67, Νέα Ερυθραία 14671 Αθήνα, όλα τα σχετικά με την Αγωγή έγγραφα.

 

      Ο λόγος για τον οποίο η επίδοση έγινε στην πιο πάνω διεύθυνση και όχι στη διεύθυνση που αναφερόταν στο διάταγμα για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, είναι διότι σε επίσκεψη του δικαστικού επιμελητή στη διεύθυνση που αναφερόταν στο σχετικό διάταγμα, ο τελευταίος πληροφορήθηκε από τη δικηγόρο Γιώτα Κρασοπούλου ότι αφενός ο Εφεσείων αποτελεί ανεξάρτητο μέλος της εταιρείας Attica Group και δεν βρισκόταν στην εν λόγω διεύθυνση και αφετέρου δεν υπήρχε εξουσιοδοτημένο πρόσωπο στην εν λόγω διεύθυνση για παραλαβή εγγράφων εκ μέρους του Εφεσείοντα. Η Γιώτα Κρασοπούλου ανέφερε στο δικαστικό επιμελητή ότι δεν γνώριζε τη διεύθυνση του Εφεσείοντα και τον παρέπεμψε στη διεύθυνση του πληρεξούσιου δικηγόρου Κωνσταντίνου Ρίζου, ήτοι στη Λεωφ. Θησέως 67, ο οποίος ήταν ο αρμόδιος να παραλαμβάνει έγγραφα εκ μέρους του Εφεσείοντα και ο οποίος τα παρέλαβε εκ μέρους του Εφεσείοντα.

 

Στην προκείμενη περίπτωση όλα τα σχετικά έγγραφα είχαν επιδοθεί στον πληρεξούσιο αντιπρόσωπο του Εφεσείοντα ο οποίος, όπως επεσήμανε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρέμεινε αναντίλεκτο γεγονός ότι ήταν εξουσιοδοτημένος να παραλαμβάνει έγγραφα εκ μέρους του Εφεσείοντα και ο οποίος δεν αρνήθηκε να τα παραλάβει. Ούτε υπήρξε αμφισβήτηση από τον Εφεσείοντα, όπως ορθά σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ότι τα έγγραφα είχαν επιδοθεί στο συγκεκριμένο δικηγόρο και ότι γι’ αυτά ο Εφεσείων έλαβε γνώση καταχωρώντας την υπό κρίση Αίτηση παραμερισμού. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι, υπό το σύνολο των πιο πάνω δεδομένων, η επίδοση είχε επιτευχθεί νομότυπα και κανονικά.

 

Συνεπώς, απορρίπτονται και οι Λόγοι Έφεσης 10 και 11.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω και, παρά την επιτυχία των Λόγων Έφεσης 3 και 4, είναι η κατάληξη μας ότι ορθά απερρίφθη η Αίτηση του Εφεσείοντα από το πρωτόδικο Δικαστήριο, έστω και με διαφορετικό σκεπτικό.

 

Όσον αφορά τα έξοδα κρίνουμε ορθό και δίκαιο η κάθε πλευρά να επωμισθεί τα δικά της έξοδα στην παρούσα Έφεση, γι’ αυτό δεν εκδίδεται οποιαδήποτε διαταγή εξόδων.

 

 

 

                                       Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

                                       Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

                                       Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.



[1] 40.-(1) Απαγορεύεται όπως οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο προβαίνει σε ανακοίνωση ή δημοσιοποίηση ή κοινοποίηση ή υποβολή στοιχείων ή πληροφοριών, τις οποίες είναι υπόχρεος να ανακοινώνει, δημοσιοποιεί, κοινοποιεί ή υποβάλλει δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Οδηγιών, να παρέχει και/ή να επιβεβαιώνει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία ή πληροφορίες και/ή να αποκρύπτει στοιχεία και πληροφορίες.

[2] (7) Οι περί επιβολής διοικητικού προστίμου ή άλλου διοικητικού μέτρου αποφάσεις της Επιτροπής υπόκεινται σε προσφυγή.

[3] Βλ. Άρθρο 39(2) του Ν. 73(Ι)/2009.

[4] Βλ. σκέψη 35.

[5] (2) Σε περίπτωση παράλειψης καταβολής διοικητικού προστίμου ή χρηματικής πληρωμής που καθορίζεται στα πλαίσια συμβιβασμού, η Επιτροπή δύναται-

(α) να λαμβάνει δικαστικά μέτρα προς είσπραξή του, οπότε το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος·

 

[6] 1. Subject to section 15 of the Courts of Justice Law, Cap. 11, service out of the jurisdiction of a writ of summons or notice of a writ of summons may be allowed by the Court or a, Judge whenever-

………………………………………………………………………………………………..

(f) the action is founded on a civil wrong committed in Cyprus;

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο