ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

        (Πολιτική Έφεση Αρ. E229/2016)

 

17 Ιανουαρίου, 2024

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

Β. Π. Α. Ο.

                                       Εφεσείουσα,

ν.

 

Α. Ο.

                                                                Εφεσίβλητου.

……………………

 

 

Η Εφεσείουσα εμφανίζεται προσωπικά.

Ο Εφεσίβλητος εμφανίζεται προσωπικά.

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και

 θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Οι διάδικοι ήταν σύζυγοι και εκδόθηκε το διαζύγιο τους στις 10.12.2012. Από τον γάμο τους είχαν αποκτήσει δύο παιδιά των οποίων η επιμέλεια και φύλαξη ανατέθηκε στον Εφεσίβλητο. Πριν την έκδοση του διαζυγίου, ο Εφεσίβλητος εγκατέλειψε τη συζυγική κατοικία στην οποία εξακολούθησε να διαμένει η Εφεσείουσα.

Τρία έτη αργότερα, ο Εφεσίβλητος καταχώρισε αγωγή ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εναντίον της Εφεσείουσας αξιώνοντας διατάγματα με τα οποία η Εφεσείουσα, οι αντιπρόσωποι και τα μέλη της οικογένειας της διατάσσονταν να παύσουν να επεμβαίνουν και ή εισέρχονται και ή χρησιμοποιούν την κατοικία και να παύσουν να παραμένουν εντός της εν λόγω ακίνητης ιδιοκτησίας, καθώς επίσης γενικές αποζημιώσεις για παράνομη επέμβαση και ειδικές αποζημιώσεις για τη μη χρήση και εκμετάλλευση αυτής από τον Εφεσίβλητο.

  Με την καταχώριση του κλητηρίου, ο Εφεσίβλητος καταχώρισε μονομερή αίτηση με την οποία ζητούσε προσωρινά διατάγματα με τα οποία να απαγορεύεται στην Εφεσείουσα, τους αντιπροσώπους και τα μέλη της οικογένειας της να επεμβαίνουν και χρησιμοποιούν την κατοικία και να εισέρχονται και παραμένουν εντός αυτής.

  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέδωσε οποιοδήποτε διάταγμα μονομερώς και διέταξε την επίδοση της αίτησης. Η Εφεσείουσα καταχώρισε ένσταση και η αίτηση οδηγήθηκε σε ακρόαση, το αποτέλεσμα της οποίας είναι η προσβαλλόμενη ενδιάμεση απόφαση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως είχε αρμοδιότητα να εκδικάσει την αγωγή και εξέδωσε το αιτούμενο διάταγμα.

Οι λόγοι έφεσης αφορούν στο ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε πως είχε δικαιοδοσία να εκδικάσει την αγωγή και διέταξε την επίδοση της μονομερούς αίτησης, αντί να την απορρίψει και πως ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις έκδοσης του εν λόγω διατάγματος. 

 Στα πλαίσια της αίτησης, ο Εφεσίβλητος ισχυρίστηκε ότι ο ίδιος διέμενε με τα παιδιά σε ενοικιαζόμενο διαμέρισμα και η Εφεσείουσα διέμενε στην επίδικη κατοικία μαζί με τον συμβίο της και το παιδί που απέκτησαν. Ισχυρίστηκε περαιτέρω ότι η εν λόγω συζυγική κατοικία ανοικοδομήθηκε με προσωπικό του δάνειο το οποίο και αποπληρώνει μόνος, ενώ η Εφεσείουσα δεν κατέβαλε οποιαδήποτε συνεισφορά είτε για την αγορά του οικοπέδου είτε για την αποπληρωμή του δανείου. Ο Εφεσίβλητος επικαλέστηκε οικονομικούς λόγους οι οποίοι καθιστούσαν αναγκαία την επιστροφή του και των παιδιών του στην εν λόγω κατοικία.

  Η Εφεσείουσα, στην ένσταση της, ισχυρίστηκε ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εκδικάσει την επίδικη διαφορά και ότι αρμόδιο είναι το Οικογενειακό Δικαστήριο ενώπιον του οποίου είχε ήδη καταχωρίσει αίτηση για τη ρύθμιση των περιουσιακών τους διαφορών. Ισχυρίστηκε ακόμη ότι το ακίνητο αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου τους και ότι έχει συνεισφέρει και η ίδια στην απόκτηση του, εξού και θεωρεί ότι οι ισχυρισμοί του Εφεσίβλητου είναι λανθασμένοι και παραπλανητικοί.

  Αποτελεί αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι στις 7.12.2015 η Εφεσείουσα καταχώρισε την Αίτηση 126/2015 ενώπιον του Οικογενειακού Δικαστηρίου Λευκωσίας εναντίον του Εφεσείοντος με την οποία επεδίωξε τη ρύθμιση των περιουσιακών τους διαφορών και αξίωνε, μεταξύ άλλων, τη συνεισφορά της στην υπό κρίση ακίνητη ιδιοκτησία και συγκεκριμένα την εγγραφή της ως ιδιοκτήτριας του ½ μεριδίου της κατοικίας και του ¼ μεριδίου του ακινήτου επί του οποίου αυτή έχει ανεγερθεί. Στο στάδιο της ακρόασης της Έφεσης, ο Εφεσίβλητος παρουσίασε αντίγραφο της απόφασης του Οικογενειακού Δικαστηρίου ημερ. 24.6.2022 με την οποία η αίτηση απερρίφθη στη βάση του ότι η Εφεσείουσα απέτυχε να αποδείξει την όποια αύξηση της εν λόγω περιουσίας για να τίθεται ζήτημα συνεισφοράς εκ μέρους της.

   

  Οι δύο πρώτοι λόγοι έφεσης αφορούν στο ότι είναι εσφαλμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως αρμόδιο να εκδικάσει την επίδικη διαφορά είναι το Επαρχιακό Δικαστήριο και πως η υπόθεση αφορά σε παράνομη επέμβαση. Λόγω της συνάφειας τους, θεωρούμε ορθό να τους εξετάσουμε μαζί. 

  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι με βάση τη γενική οπισθογράφηση και το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την αίτηση, η βάση αγωγής είναι η παράνομη επέμβαση. Πρόσθεσε πως ο Εφεσίβλητος ισχυρίζεται ότι τόσο ο ίδιος όσο και τα τέκνα τους αντλούν δικαίωμα κατοχής του ακινήτου μετά την έκδοση του διαζυγίου, ότι το επίδικο ακίνητο είναι εγγεγραμμένο στο όνομα του και ότι η Εφεσείουσα παράνομα επεμβαίνει σε αυτό. Ισχυρίζεται επίσης ότι η Εφεσείουσα δεν έχει οποιαδήποτε δικαίωμα, συμβατικό ή άλλως πως, στην εν λόγω κατοικία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι οι ισχυρισμοί της Εφεσείουσας για συνεισφορά δεν διαφοροποιούν τα πιο πάνω και προέβη στην κατάληξη του περί ύπαρξης αρμοδιότητας.

Το άρθρο 11(1)(ε) του περί Οικογενειακών Δικαστηρίων Νόμου του 1990, Ν.23/90 παρέχει εξουσία στο Οικογενειακό Δικαστήριο να εκδικάζει θέματα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων. Ο όρος «περιουσιακές σχέσεις» ερμηνεύεται στο άρθρο 2 του Νόμου ως «οι σχέσεις που αφορούν κινητή και ακίνητη περιουσία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο µε την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε µετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους, σύμφωνα µε τις διατάξεις των περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμων του 1991 έως 1999». Ο όρος «περιουσία» ερμηνεύεται στο άρθρο 2 του περί Ρυθμίσεως των Περιουσιακών Σχέσεων των Συζύγων Νόμο του 1991, Ν.232/91 ως «κινητή και ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε πριν από το γάμο με την προοπτική του γάμου ή οποτεδήποτε μετά τη σύναψη του γάμου από οποιοδήποτε από τους συζύγους».

Στην υπόθεση Φιλίππου v. Φιλίππου (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1343, λέχθηκε ότι με τις τροποποιήσεις του Ν.23/90, πρόθεση του νομοθέτη ήταν να εντάξει όλες ανεξαιρέτως τις περιουσιακές διαφορές μεταξύ συζύγων σε σχέση με ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε πριν από τον γάμο με την προοπτική του γάμου από οποιονδήποτε από τους συζύγους, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν.232/91, στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου, ανεξαρτήτως της βάσης της αγωγής. Επομένως, στην εν λόγω υπόθεση, παρόλο που η επίδικη διαφορά βασιζόταν σε εμπίστευμα μεταξύ συζύγων, σε σχέση με ακίνητη ιδιοκτησία η οποία αποκτήθηκε μετά τη σύναψη του γάμου, εντούτοις ενέπιπτε εντός της δικαιοδοσίας του Οικογενειακού Δικαστηρίου.

  Οι ίδιες αρχές υιοθετήθηκαν στην υπόθεση Κούρου v. Κόνου (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2192, στην οποία επαναλήφθηκε ότι ανεξαρτήτως του τρόπου διατύπωσης της θεραπείας ή των θεραπειών, αποκλειστική δικαιοδοσία για την εκδίκαση υπόθεσης οικογενειακής φύσης έχει το Οικογενειακό Δικαστήριο. Στην εν λόγω υπόθεση εγειρόταν ζήτημα εφαρμογής του δικαίου της επιείκειας, και το Ανώτατο Δικαστήριο προχώρησε και ανέφερε ότι το Οικογενειακό δεν περιορίζεται στην εφαρμογή του Άρθρου 14 του Ν.232/91, αλλά δύναται να εφαρμόσει και τις αρχές της επιείκειας.

Χρήσιμη καθοδήγηση επί του θέματος προσφέρει και η υπόθεση Μιχαήλ v. Γιάγκου (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1643.

Με βάση την ανωτέρω νομολογία, καθίσταται εμφανές ότι το γεγονός πως η υπό κρίση Αγωγή βασίζεται σε παράνομη επέμβαση δεν είναι το καθοριστικό κριτήριο για την απόδοση αρμοδιότητας εκδίκασης. Εκείνο το οποίο ενέχει σημασία είναι η φύση της επίδικης διαφοράς και κατά πόσο αυτή εμπίπτει εντός των προνοιών των Ν.23/90 και 232/91. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Κωνσταντίνου v. Κωνσταντίνου (2004) 1(Β) Α.Α.Δ. 1192, το υπόβαθρο για την εξέταση του θέματος της δικαιοδοσίας είναι η διαφορά όπως καθορίζεται στο δικόγραφο το οποίο προσδιορίζει το επίδικο θέμα και τα γεγονότα που στοιχειοθετούν τη δικαιοδοσία του δικαστηρίου είναι εκείνα που συνθέτουν την απαίτηση αποκλειστική πηγή αναζήτησης της οποίας είναι η έκθεση απαίτησης. Σε εκείνη την υπόθεση, το Ανώτατο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τις βάσεις αγωγής στην οπισθογράφηση της απαίτησης και το παραδεκτό γεγονός ότι η αγωγή καταχωρίστηκε μετά τη λύση του γάμου.

Κατά την εξέταση της αίτησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του το γενικώς οπισθογραφημένο κλητήριο και την ένορκη δήλωση του Εφεσίβλητου που συνόδευε την αίτηση, το περιεχόμενο των οποίων ήταν αυτό που σε εκείνο το στάδιο θα καθόριζε την αρμοδιότητα ή όχι του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Με βάση αυτά τα έγγραφα, διαφαίνεται ξεκάθαρα ότι ο ίδιος ο Εφεσίβλητος αναφέρεται σε συζυγική κατοικία η οποία αποκτήθηκε μετά την τέλεση του γάμου του με την Εφεσείουσα και την οποία διεκδικεί, ισχυριζόμενος ότι η εν λόγω κατοικία ανηγέρθη με την αποκλειστική συνεισφορά του ιδίου και ότι η Εφεσείουσα ουδεμία συνεισφορά προσέφερε είτε στην αγορά του οικοπέδου είτε στην ανέγερση της κατοικίας. Σημειώνουμε πως η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι το ακίνητο αποκτήθηκε κατά τη διάρκεια του γάμου τους και ότι σε αυτό είχαν κοινή συμμετοχή τόσο στα χρήματα με τα οποία αποκτήθηκε όσο και στις εργασίες που έγιναν για την ανέγερση της κατοικίας.

Υπό το φως των πιο πάνω δεδομένων, θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε ως προς τη διαπίστωση του πως η επίδικη διαφορά αφορούσε παράνομη επέμβαση, χωρίς να εξετάσει την ίδια τη φύση της απαίτησης του Εφεσίβλητου η οποία καταδείκνυε ότι ουσιαστικά αυτή επρόκειτο για περιουσιακή διαφορά μεταξύ συζύγων.

Οι δύο υποθέσεις στις οποίες το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε δεν υποστηρίζουν την ως άνω διαπίστωση του περί ύπαρξης αρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου να εκδικάσει την επίδικη διαφορά. Η πρώτη είναι η υπόθεση Κωνσταντίνου (ανωτέρω), η οποία αφορούσε οχληρία και παράνομη επέμβαση και κρίθηκε ότι οι αξιώσεις δεν ήταν θέμα περιουσιακών σχέσεων των συζύγων ή οποιαδήποτε άλλη γαμική η οικογενειακή διαφορά εντός του άρθρου 11(2)(ε) του Ν.23/90, αλλά παραχώρηση της χρήσης οικογενειακής κατοικίας μετά τη λύση του γάμου, κάτι το οποίο δεν ισχύει στην προκειμένη περίπτωση.

Στη δεύτερη υπόθεση Κοζάκη v. Κοζάκη (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 1047, η περιουσιακή διαφορά η όποια ενέπιπτε στη δικαιοδοσία του Οικογενειακού Δικαστηρίου υποκαταστάθηκε από σύμβαση, εξού και κρίθηκε ότι η ερμηνεία και εφαρμογή της ανήκει πλέον αποκλειστικά στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Στην υπό κρίση περίπτωση η απαίτηση του Εφεσίβλητου δεν στηρίζεται σε οποιαδήποτε συμφωνία ως προς την ιδιοκτησία και χρήση της κατοικίας μεταξύ των διαδίκων.

Με βάση όσα αναφέρονται ανωτέρω, καταλήγουμε ότι η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως η επίδικη διαφορά ενέπιπτε εντός της αρμοδιότητας του Επαρχιακού Δικαστηρίου ήταν εσφαλμένη. Το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείτο τέτοιας αρμοδιότητας και επομένως η αίτηση υπόκειτο δίχως άλλο σε απόρριψη.

Η επιτυχία των δύο πρώτων λόγων έφεσης καθορίζει και το αποτέλεσμα της Έφεσης χωρίς να καθίσταται αναγκαία η εξέταση των υπόλοιπων λόγων.

Η Έφεση επιτυγχάνει. Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας επιδικάζονται υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον του Εφεσίβλητου όπως υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το αρμόδιο Δικαστήριο.

Επιδικάζονται €1.800 έξοδα Έφεσης υπέρ της Εφεσείουσας και εναντίον του Εφεσίβλητου.

 

 

 

 

Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

 

Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

                                                                Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο