ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 13/2024)

                                                                                               (i-justice)

 

12 Φεβρουαρίου, 2024

 

 

[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΑΠΟ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΙ ΤΥΧΩΝΟΒ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ/Ή PROHIBITION

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΝ ΣΧΕΣΕΙ ΜΕ ΤΗΝ ΠΡΟΔΙΚΑΣΤΙΚΗ ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΙ ΤΥΧΩΝΟΒ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 21/12/2023 ΣΧΕΤΙΚΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ ΥΠ. ΑΡΙΘΜ. 106/2022 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΤΟΥ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 17(1) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ ΝΟΜΟΥ (ΚΕΦ. 2)

 

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ EX TEMPORE ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΧΕΤΙΚΩΣ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΣΤΑΣΗ ΤΟΥ ΑΝΤΡΕΙ ΤΥΧΩΝΟΒ ΣΤΟ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟ ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΠΕΙΘΑΡΧΙΚΟ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ ΔΙΚΗΓΟΡΩΝ                      ΤΟΥ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ EX TEMPORE THN                         21ΗΝ ΔΕΚΕΜΒΡΙΟΥ 2023

 

 

Andrey Tikhonov για ANDREY ST. TIKHONOV & CO LLC για τον Αιτητή.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Δοθείσα Αυθημερόν)

 

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Με την υπό κρίση Αίτηση ο Αιτητής επιζητεί άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώριση Αίτησης δια Κλήσεως για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari και/ή Prohibition για την ακύρωση της ενδιάμεσης Απόφασης που εκδόθηκε από το Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου στις 21/12/2023, με την οποία απερρίφθησαν οι προδικαστικές ενστάσεις του Αιτητή στην Υπόθεση με αριθμό 106/2022, η οποία κατεχωρήθη εναντίον του.

 

Επιζητεί, επίσης, άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώριση Αίτησης δια Κλήσεως για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari και/ή Prohibition για την ακύρωση της ex tempore Απόφασης που εκδόθηκε από το Πειθαρχικό Συμβούλιο Δικηγόρων του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου την ίδια ημερομηνία, ήτοι 21/12/2023, με την οποία απερρίφθησαν οι ενστάσεις του Αιτητή στο Κατηγορητήριο της πιο πάνω Υπόθεσης.

 

Σε ό,τι αφορά την ex tempore Απόφαση επισημαίνεται εξαρχής ότι ο Αιτητής δεν την έχει επισυνάψει, όπως έπραξε σε σχέση με την άλλη ενδιάμεση Απόφαση της ίδιας ημερομηνίας, ισχυριζόμενος ότι δεν κατάφερε να «υποχρεώσει» το Συμβούλιο να τον εφοδιάσει με την ex tempore Απόφαση και ότι για το ζήτημα αυτό έχει καταχωρίσει την Αίτηση υπ’ αρ. 10/2024 με την οποία επιζητεί άδεια για Mandamus για να υποχρεωθεί, όπως αναφέρεται, το Συμβούλιο να του την παραδώσει. Επιφυλάσσει, όπως αναφέρει, να την προσκομίσει «ετεροχρονισμένως», δηλαδή μόλις την έχει στη διάθεσή του.

 

Σχετικό με το θέμα της μη επισύναψης της ex tempore Απόφασης είναι το Άρθρο 3(2) του περί του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσης) Κανονισμό του 2018 και 2023, το οποίο προνοεί ότι:

 

«Η αίτηση για άδεια πρέπει να συνοδεύεται από Έκθεση σύμφωνα με τον επισυνημμένο Τύπο Β, Ένορκη Δήλωση και Τύπο Διορισμού Δικηγόρου. Στην Ένορκη Δήλωση πρέπει να επισυνάπτονται ως Τεκμήρια πιστά αντίγραφα των προσβαλλόμενων αποφάσεων, διαταγμάτων ή πράξεων

 

Είναι φανερό από τις πρόνοιες του πιο πάνω Άρθρου ότι η επισύναψη πιστού αντιγράφου της Απόφασης στην Αίτηση για άδεια καταχώρισης Αίτησης δια Κλήσεως για έκδοση Προνομιακών Ενταλμάτων Certiorari και  Prohibition συνιστά προϋπόθεση για να προχωρήσει το Δικαστήριο στην εξέτασή της.

 

Αυτό επιβεβαιώνεται σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου (βλ., ενδεικτικώς, Blue Ribbon Shipping Limited κ.ά. ν Αιμιλιανού και Άλλου, Πολιτική Έφεση Αρ. 108/2018, ημερ. 16/5/2019, ECLI:CY:AD:2019:A187, Αναφορικά με την Αίτηση του Πιτσιλλίδη, Πολιτική Αίτηση Αρ. 216/2020, ημερ. 2/12/2020, ECLI:CY:AD:2020:D409, Αναφορικά με την Αίτηση του Κυριάκου Ζούγκρου, Πολιτική Αίτηση Αρ. 158/2017, ημερ. 6/11/2017, ECLI:CY:AD:2017:D391, Αναφορικά με την Αίτηση των Tsentas Developers Ltd κ. ά., Πολιτική Αίτηση Αρ. 138/17, ημερ. 2/10/2017, ECLI:CY:AD:2017:D328, Αναφορικά με την Αίτηση του Ιωάννη Πιριπίτση, Πολιτική Αίτηση Αρ. 6/2016, ημ. 2/2/2016, Αναφορικά με την Αίτηση του Γιάννη Γερολέμου κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 491, 496, Αναφορικά με την Αίτηση του ΧΧΧ Ροδοθέου (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 602, 606-608).

Στην υπόθεση Χαραλάμπους (2011) 1 Α.Α.Δ. 743 κρίθηκε ότι η αίτηση για άδεια ήταν καταδικασμένη σε απόρριψη, γιατί παρόλο που είχε καταχωριστεί αντίγραφο του εντάλματος κατάσχεσης και πώλησης κινητής περιουσίας που η αίτηση αφορούσε, το αντίγραφο δεν ήταν πιστοποιημένο αλλά φωτοστατικό αντίγραφο. Στην εν λόγω υπόθεση έγινε επίκληση της υπόθεσης Γερολέμου κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 491, στην οποία τονίστηκε ότι:

 

«Υπάρχει όμως και ακόμη ένας λόγος που πρέπει να οδηγήσει σε απόρριψη της αίτησης. Σύμφωνα με τους Αγγλικούς Κανονισμούς που ακολουθούνται στην Κύπρο και σύμφωνα με την Κυπριακή νομολογία, στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται όλα τα σχετικά έγγραφα και, συγκεκριμένα, η απόφαση ή το διάταγμα ή το ένταλμα του οποίου επιδιώκεται η ακύρωση. Όπως αποφασίστηκε στην In re Aeroporos & Others (1988) 1 C.L.R. 302, η επισύναψη πιστοποιημένων αντιγράφων των ενταλμάτων ερεύνης αποτελούσε απαραίτητη προϋπόθεση για την επιτυχία της αίτησης

 

Κατά ανάλογο τρόπο στην Αίτηση του Κυριάκου Ζούγκρου (ανωτέρω) τονίστηκαν, μεταξύ άλλων, και τα εξής σχετικά:

 

«Είναι γνωστό και από παλαιά εδραιωμένο ότι αυτή η διαδικασία ως προνομιακής φύσεως είναι ιδιαζόντως αυστηρή και θα πρέπει να τηρούνται οι προϋποθέσεις που θέτει η νομολογία μας ως προς την επισύναψη και μάλιστα όχι φωτοτυπιών αλλά κεκυρωμένων αντιγράφων δικαστικών πράξεων που είναι ουσιώδεις ως προς το αίτημα. Πολλώ δε μάλλον όταν είναι οι πράξεις που σκοπείται να ακυρωθούν

 

Όπως τονίστηκε στην πολύ πρόσφατη υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Essam Saad, Αίτηση Αρ. 182/2023, ημερ. 19/12/2023:

 

«Άλλωστε δεν είναι μόνο τυπικής φύσεως αυτή η προϋπόθεση, αφορά και την ίδια τη βασιμότητα του αιτήματος ώστε να μπορεί να κριθεί από το Δικαστήριο αν θα ενεργοποιήσει ή όχι τέτοια εξαιρετική διαδικασία όπως αυτή των προνομιακών ενταλμάτων

 

 

Στην πιο πάνω υπόθεση τονίστηκε ότι στην απουσία πιστού αντιγράφου της απόφασης του Κατώτερου Δικαστηρίου που ζητείται να ελεγχθεί, αίτηση δεν μπορεί να εξεταστεί και πρέπει, χωρίς άλλο, να απορρίπτεται. Κατά μείζονα λόγο όταν δεν επισυνάπτεται καν η σχετική απόφαση, όπως ήταν η περίπτωση και σε εκείνη την υπόθεση.

 

Χωρίς την προσκόμιση επικυρωμένου αντιγράφου του πρακτικού, το Δικαστήριο, σε μια τόσο αυστηρή και φειδωλή διαδικασία, θα ενεργούσε ανεπίτρεπτα στη βάση υποθέσεων ή πιθανολογιών (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση της Bank of Cyprus Public Co Ltd, Πολιτική Αίτηση Αρ. 67/2017, ημερ. 1/6/2017, ECLI:CY:AD:2017:D207).

 

Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Ιωάννη Πιριπίτση (ανωτέρω) στην οποία δεν είχε επισυναφθεί το ένταλμα ανάκτησης κατοχής για το οποίο επεδιώχθη η παραχώρηση άδειας για καταχώριση αίτησης για Certiorari, αλλά η ειδοποίηση δικαστικού επιδότη, τονίστηκαν τα ακόλουθα:

 

«Το ζήτημα δεν είναι τυπικό. Είναι ζήτημα λογικής και νομικής τάξης και ως τέτοιο είναι ζήτημα ουσιαστικό. Τέτοια τάξη ανατρέπεται όταν, χωρίς να έχει τεθεί με βεβαιότητα, την οποία το πιστοποιημένο αντίγραφο του εντάλματος θα μπορούσε να δημιουργήσει, ζητείται από το Ανώτατο Δικαστήριο να δώσει άδεια προς άσκηση της εξαιρετικής του, κατά προνόμιο, δικαιοδοσίας, επί μιας ειδοποίησης επιδότη. Κατ’ ουσίαν, ζητείται από το Ανώτατο Δικαστήριο να ενεργήσει πιθανολογώντας ότι έχει εκδοθεί ένταλμα

 

Στη βάση των ανωτέρω, η Αίτηση για άδεια για καταχώριση Αίτησης δια Κλήσεως για την έκδοση Certiorari και/ή Prohibition, στο βαθμό που αφορά την ex  tempore Απόφαση του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, ημερ. 21/12/2023, εφόσον αυτή δεν επισυνάπτεται, δεν μπορεί να εξεταστεί.

 

Επανέρχομαι στην Αίτηση καθόσον αφορά την ενδιάμεση Απόφαση, ημερ. 21/12/2023.

 

Η Αίτηση συνοδεύεται από Έκθεση και από Ένορκη Δήλωση του Αιτητή.

 

Προτού γίνει αναφορά στους λόγους επί των οποίων βασίζεται το αίτημα και εξειδικεύονται στην Έκθεση, κρίνεται σκόπιμη, για σκοπούς καλύτερης αντίληψης των περιστατικών της υπόθεσης, η αναφορά στα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά καταγράφονται στην Ένορκη Δήλωση του Αιτητή και όπως προκύπτουν από το σύνολο των Τεκμηρίων, τα οποία επισυνάπτονται στην εν λόγω Ένορκη Δήλωση.

 

Ο Αιτητής είναι δικηγόρος και ασκεί το επάγγελμα του δικηγόρου μέσω της Εταιρείας Andrey St. Tikhonov & Co LLC.

 

Στις 7/7/2022 η Nina Yartseva υπέβαλε παράπονο εναντίον του Αιτητή στο Πειθαρχικό Συμβούλιο του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, ισχυριζόμενη, μεταξύ άλλων, ότι ο διορισμός του Αιτητή ως συνηγόρου της στην Υπόθεση υπ’ αρ. 26/2014, είχε γίνει άνευ της συγκατάθεσης της, χωρίς αυτή να είχε δώσει ποτέ εντολή στον Αιτητή να την εκπροσωπήσει.

 

Στις 27/9/2022 ο Αιτητής απέστειλε στο Συμβούλιο την άποψη του επί του παραπόνου.

 

Στις 11/11/2022 το Συμβούλιο απέστειλε την Υπόθεση υπ’ αρ. 106/2022 προς έκδοση Κατηγορητηρίου εναντίον του Αιτητή. Βάσει του Κατηγορητηρίου της εν λόγω υπόθεσης ο Αιτητής αντιμετωπίζει την Κατηγορία της επονείδιστης ή ασυμβίβαστης διαγωγής προς το επάγγελμα του δικηγόρου κατά παράβαση του Άρθρου 17(1) του Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2, όπως τροποποιήθηκε και επίδειξη συμπεριφοράς που αντιβαίνει ή συγκρούεται με τις πρόνοιες των περί Δεοντολογίας των Δικηγόρων Κανονισμών του 2002 και συγκεκριμένα των Άρθρων 4-9, 11, 16, 20(1) (2) και 22.

 

Η υπόθεση ορίστηκε για απάντηση στο Κατηγορητήριο στις 7/9/2023, ημερομηνία κατά την οποία ο Αιτητής δεν εμφανίστηκε ενώπιον του Συμβουλίου και η υπόθεση ορίστηκε για απόδειξη στις 22/9/2023.

 

Στις 22/9/2023, αφού εμφανίστηκε συγκεκριμένο πρόσωπο εκ μέρους της Παραπονούμενης και ενημερώθηκε για την όλη διαδικασία, η υπόθεση ορίστηκε εκ νέου για απόδειξη την 1/12/2023.

 

Εν τω μεταξύ στις 30/11/2023 ο Αιτητής υπέβαλε στο Συμβούλιο προδικαστικές ενστάσεις, επιδιώκοντας την απόρριψη της υπόθεσης χωρίς την εξέταση της ουσίας της.

 

Το Συμβούλιο, αφού εξέτασε τις προδικαστικές ενστάσεις του Αιτητή, εξέδωσε στις 21/12/2023 ενδιάμεση Απόφαση με την οποία την απέρριψε, καλώντας συγχρόνως τον Αιτητή να απαντήσει στην Κατηγορία που αντιμετώπιζε.

 

Μέσω της Έκθεσης ο Αιτητής έχει προβάλει μια σειρά από λόγους, επί τους οποίους βασίζει το αίτημα του για άδεια.

 

Ειδικότερα προβάλλεται ως κατάδηλη πλάνη Νόμου που έγκειται στη μη τήρηση της προβλεπόμενης διαδικασίας, η παραβίαση των διατάξεων των Κανονισμών των περί Δικηγόρων (Πειθαρχική Διαδικασία) Κανονισμών και, ειδικότερα, του Άρθρου 6(4) των Κανονισμών, εφόσον στην Απόφαση του Συμβουλίου αναφέρεται ότι η κλήση για να παρουσιαστεί ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων επιδόθηκε στον Αιτητή μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου, ημερ. 1/8/2023. Όπως, συναφώς, προβάλλεται, ουδεμία πρόσκληση ή ειδοποίηση κοινοποιήθη στον ίδιο με βάση τα διαλαμβανόμενα στο πιο πάνω Άρθρο, ήτοι, είτε με επίδοση, είτε με διπλοσυστημένη επιστολή στην τελευταία γνωστή διεύθυνσή του.

 

Περαιτέρω προβάλλεται ως κατάδηλη πλάνη που έγκειται στη μη τήρηση της προβλεπόμενης διαδικασίας, η κατ’ ισχυρισμό παραβίαση του Άρθρου 6(3) των πιο πάνω Κανονισμών, εφόσον στην Απόφαση φαίνεται ότι το άτομο που εμφανίστηκε εκ μέρους της Παραπονούμενης εμφανίστηκε «άνευ πληρεξουσίου και μη όντας δικηγόρος».

 

Προβάλλεται, επίσης, υπέρβαση δικαιοδοσίας του Συμβουλίου δια της παράβασης συνταγματικών δικαιωμάτων, στη βάση του ότι η απόφαση για απόρριψη των προδικαστικών ενστάσεων του Αιτητή δεν είναι αιτιολογημένη, κατά παράβαση του Άρθρου 12.5 του Συντάγματος, των Άρθρων 26(1) και 28(1) των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου, Ν. 158(Ι)/1999 και των Άρθρων 4 και 5(6) των Κανονισμών.

 

Προβάλλεται, ακόμη, παραβίαση των Κανόνων της Φυσικής Δικαιοσύνης στη βάση του ότι κατά τη διάρκεια εκδίκασης της υπόθεσης το Συμβούλιο δεν είχε παραδώσει στον Αιτητή τον πλήρη φάκελο της υπόθεσης.

 

Είναι σαφές από τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η συνάφεια των λειτουργιών του Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων με τη δικαστική λειτουργία προσδίδει στις διαδικασίες του δικαστικό χαρακτήρα.

 

Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Frangos v. Medical Disciplinary Board (1983) 1 C.L.R. 256:

 

“The association of the legal profession with the administration of justice was held in Cyprus, as in other jurisdictions, sufficient to attach the imprint of judicial proceedings upon proceedings for the discipline of advocates.”

(Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη)

«Η συνάφεια του δικηγορικού επαγγέλματος με την απονομή της δικαιοσύνης κρίθηκε στην Κύπρο, όπως και σε άλλες χώρες, ικανή να προσδώσει δικαστικό χαρακτήρα στη διαδικασία για την κρίση της πειθαρχικής ευθύνης των δικηγόρων.»

 

Στην απόφαση του στην υπόθεση In the Matter of C.H an Advocate (1969) 1 C.L.R. 561, στη σελ. 576 ο Ιωσηφίδης, Δ., αναφέρει τα ακόλουθα:

“The nature of the duty of the Disciplinary Board is akin to a judicial one, and it is exercised by a highly responsible and specially qualified body.  ...”

 

Σε ό,τι αφορά τις αρχές που διέπουν την έκδοση Προνομιακών Διαταγμάτων αυτές είναι παγιωμένες και χιλιοειπωμένες, ώστε να μην χρειάζεται να λεχθούν πολλά υπό το φως της πλούσιας νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Πρόκειται για δικαιοδοσία που ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ, πάντοτε κατά προνόμιο όταν διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των Κανόνων της Φυσικής Δικαιοσύνης στην πρωτόδικη διαδικασία (βλ. Αίτηση του Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298 και Perrella (Αρ. 2) (1995) 1 Α.Α.Δ. 692). Ακόμη και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση δεν χορηγείται άδεια όταν προσφέρεται εναλλακτικό ένδικο μέσο ή θεραπεία που συνήθως είναι αυτό της έφεσης, οι δε εξαιρετικές περιστάσεις για να παρακαμφθεί ο πιο πάνω Κανόνας, θα πρέπει να καταδεικνύεται με επάρκεια ότι συντρέχουν (βλ. Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535 και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878).

 

Έχει πλειστάκις αναφερθεί στη νομολογία ότι είναι στους ώμους του Αιτητή το βάρος να καταδείξει συζητήσιμη υπόθεση. Ενδιαφέρει η νομιμότητα των ελεγχόμενων ενεργειών, αφού δεν μπορεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας να είναι η ορθότητα, ούτε ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.

 

Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1997) 1Β Α.Α.Δ. 925, 935:-

 

«Αντικείμενο της διαδικασίας δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας μιας απόφασης αλλά της νομιμότητας της. Δεν τίθεται ζήτημα αντικατάστασης της άποψης που διαμόρφωσε το κατώτερο Δικαστήριο, αναφορικά με ζήτημα που αποφάσισε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, με εκείνη του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν εκδίδεται ένταλμα Certiorari ως μανδύας μεταμφιεσμένης έφεσης. Ούτε και μπορεί να χρησιμοποιείται η διαδικασία για την έκδοση τέτοιου διατάγματος προκειμένου να γίνει επανακρόαση του ζητήματος που εγέρθηκε. Και δεν είναι επιτρεπτό να εκδίδεται ένταλμα Certiorari προκειμένου να υπαγορευθεί σε Δικαστήριο ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να αποφασιστεί ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του ή ακόμα ο τρόπος που θα ασκήσει τη διακριτική του εξουσία. (Βλέπε Re Mareware Shipping, Αίτηση 6/92/24.1.92 και Τζεννάρο Περέλλα, Πολιτική 'Εφεση 9169/18.7.95)

 

 

 

Όπως είναι νομολογημένο, Ένταλμα της φύσης Certiorari μπορεί να εκδοθεί όταν έχει εμφιλοχωρήσει νομικό ελάττωμα εμφανές από τη δικογραφία, η ευχέρεια όμως αυτή δεν καλύπτει και τις νομικά εσφαλμένες αποφάσεις. Καλύπτει τις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει φανερά εσφαλμένη ερμηνεία νόμου ή εσφαλμένη εφαρμογή του σε δεδομένη περίπτωση. Δεν είναι αρκετό να υπάρχει σοβαρή πλάνη ή ακόμα και πλάνη σε σχέση με καθιερωμένη νομική αρχή (Watford Petroleum Ukraine Holdings Ltd (2003) 1 Α.Α.Δ. 620). Πρέπει να υπάρχει πλάνη που μπορεί να διακριβωθεί από το Δικαστήριο αμέσως και όχι ύστερα από έρευνα των στοιχείων ή της μαρτυρίας (Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας Ξάνθος Λυσιώτης και Υιός Λτδ (1996) 1 Α.Α.Δ. 1066).

 

Εν πρώτοις δεν είναι αντιληπτός ο ισχυρισμός του Αιτητή περί παραβίασης του Άρθρου 6(3) των Κανονισμών λόγω της εκπροσώπησης της Παραπονούμενης από κάποιο άτομο ονόματι Denis Yartsev o οποίος, όπως αναφέρεται, δεν είναι δικηγόρος. Το Άρθρο 6(3) διαλαμβάνει ότι σε κάθε πειθαρχική διαδικασία ενώπιον του Πειθαρχικού Συμβουλίου ο εγκαλούμενος δικηγόρος μπορεί να αντιπροσωπεύεται από δικηγόρο της επιλογής του. Είναι προφανές ότι το Άρθρο 6(3) αφορά τον εγκαλούμενο δικηγόρο και ουδεμία σχέση έχει με το ζήτημα της αντιπροσώπευσης ενός παραπονούμενου.

 

Ένα από τα παράπονα του Αιτητή περιστρέφεται γύρω από το γεγονός ότι δεν του επεδόθη η κλήση για να παρουσιαστεί με τον προβλεπόμενο, από τους σχετικούς Κανονισμούς, τρόπο και, αντ’ αυτού, η επίδοση έγινε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου. Βεβαίως δεν είναι άνευ σημασίας ότι, ανεξαρτήτως του αν η επίδοση συντελέστηκε ή όχι με τον τρόπο που προβλέπεται, ο όποιος χειρισμός έγινε από πλευράς Πειθαρχικού Συμβουλίου δεν διεφάνη να είχε, στο τέλος, οποιαδήποτε αρνητική επίπτωση στον Αιτητή εφόσον αυτός έλαβε γνώση της διαδικασίας, κλήθηκε να απαντήσει στο Κατηγορητήριο και είχε την ευκαιρία να προβάλει και προέβαλε τις θέσεις του μέσω της έγερσης των «προδικαστικών ενστάσεων».

 

Εν πάση περιπτώσει, δεν είναι ο ρόλος του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην παρούσα διαδικασία ο έλεγχος της ορθότητας του χειρισμού στον οποίο έχει προβεί το Πειθαρχικό Συμβούλιο ασκώντας τη διακριτική του ευχέρεια. Το ενδεδειγμένο ένδικο μέσο για το σκοπό αυτό είναι η έφεση. Σε καμιά, όμως, περίπτωση το ένταλμα τύπου Certiorari δεν μπορεί να χρησιμοποιείται ως υποκατάστατο έφεσης, ούτε και ως όργανο εποπτείας του τρόπου διεξαγωγής της διαδικασίας ή ακόμα και της πρακτικής η οποία ακολουθείται από το Κατώτερο Δικαστήριο και, στην προκείμενη περίπτωση, από το Πειθαρχικό Συμβούλιο (Αναφορικά με την Αίτηση του Μάριου Νεοφύτου (2012) 1 Α.Α.Δ. 1). Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα του Π. Αρτέμη, Προνομιακά Εντάλματα, στη σελίδα 121, «Το ένταλμα Certiorari δεν αποτελεί μέσο για την εποπτεία της διαδικασίας ενώπιον του Δικαστηρίου ή της πορείας που ακολουθείται.».

 

 

Είναι πρόδηλο ότι μέσω της προβολής του ισχυρισμού περί «κατάδηλης πλάνης Νόμου» και υπέρβασης δικαιοδοσίας, ό,τι εν προκειμένω επιδιώκεται είναι ο έλεγχος της ορθότητας της Απόφασης του Πειθαρχικού Συμβουλίου και της εν γένει διαδικασίας που ακολουθήθηκε. Τα όσα ο Αιτητής επικαλείται, με κάθε σεβασμό, δεν στοιχειοθετούν ούτε για σκοπούς παροχής άδειας ότι το Κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε με πρόδηλη νομική πλάνη ή καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας ή κατά άλλο τρόπο που να καθιστά την απόφαση του ελεγχόμενη ως προς τη νομιμότητα της. Όσα αποδίδονται στην υπό κρίση Απόφαση, ακόμη και αν αξιολογούνταν ως σφάλματα, θα αποτελούσαν νομικά σφάλματα που θα καθιστούσαν την απόφαση του μη ορθή, ελεγχόμενη στο τέλος με έφεση. Δεν θα συνιστούσε, όμως, ακόμη και αν το Πειθαρχικό Συμβούλιο είχε ασκήσει εσφαλμένα την κρίση του, απόφαση η οποία στερείτο νομιμότητας. Εν προκειμένω, στην πραγματικότητα ό,τι επιδιώκεται, υπό το μανδύα της προνομιακής θεραπείας, είναι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης και αντικατάσταση της κρίσης που είτε ορθά, είτε λανθασμένα διαμόρφωσε το Πειθαρχικό Συμβούλιο. Όπως αναφέρεται στη νομολογία, τυχόν λανθασμένη ερμηνεία νόμου ή λανθασμένη αντίληψη του Δικαστηρίου δεν ελέγχεται με Προνομιακό Ένταλμα Certiorari, αλλά ελέγχεται, ως προς την ορθότητα της, με το ένδικο μέσο της έφεσης (βλ. Πέτρου Αρτέμη: Προνομιακά Εντάλματα, σελ. 127-128, Αίτηση της Μουστερή κ.ά., Πολιτική Αίτηση Αρ. 150/2017, ημερ. 24/10/2017, ECLI:CY:AD:2017:D367, Αίτηση της Content Union S.A., Πολιτική Αίτηση Αρ. 64/2018, ημερ. 11/6/2018, ECLI:CY:AD:2018:D286 και Αίτηση Γενικού Εισαγγελέα, Πολιτική Αίτηση Αρ. 24/2020, ημερ. 10/3/2020, ECLI:CY:AD:2020:D96). Το κατάλοιπο εξουσίας δεν αποτελεί μέσο για τον έλεγχο της ορθότητας των αποφάσεων πρωτόδικων Δικαστηρίων και ούτε μπορεί να αφεθεί η διαδικασία να χρησιμοποιηθεί ως έφεση υπό μεταμφίεση (βλ. Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 116, Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42 και Daventree Trustees Ltd (2005) 1(A) Α.Α.Δ. 712).

 

Επιπλέον, θα πρέπει να σημειωθεί ότι οι Αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου μπορούν κάλλιστα να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης. Ως εκ τούτου, αν και εφόσον ο Αιτητής κριθεί στο τέλος ένοχος μπορεί να εφεσιβάλει την τελική Απόφαση που θα εκδοθεί και, στο πλαίσιο αυτό, να συμπεριλάβει όλα τα ζητήματα που ισχυρίζεται τώρα.

 

Σχετικό επί τούτου είναι το εδάφιο (5) του Άρθρου 17 του περί Δικηγόρων Νόμου, Κεφ. 2, το οποίο διαλαμβάνει τα εξής:

 

(5)(α) Ο Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας, o καταδικασθείς ή o παραπovoύμεvoς δύvαται εντός δύο (2) μηνών από τηv έκδοση της απόφασης τoυ Πειθαρχικού Συμβουλίου vα εφεσιβάλει αυτήν στo Εφετείο, σύμφωvα με τη διαδικασία η οποία πρoβλέπεται σε διαδικαστικό καvovισμό πoυ εκδίδεται από τo Αvώτατo Δικαστήριo.

 

 (β) Το Εφετείο, αφού προβεί σε ακρόαση της έφεσης, έχει εξoυσία-

 

    (i) vα επικυρώσει τηv απόφαση τoυ Πειθαρχικoύ Συμβoυλίoυ.

    (ii) vα ακυρώσει τηv απόφαση τoυ Πειθαρχικoύ Συμβoυλίoυ.

    (iii) να τρoπoπoιήσει τηv απόφαση τoυ Πειθαρχικoύ Συμβoυλίoυ. ή

    (iv) vα εκδώσει διάταγμα ως αυτό κρίνει αναγκαίο.

 

 

Από την πιο πάνω νομοθεσία και ιδιαίτερα το Άρθρο 17(5) καθίσταται σαφές ότι οι αποφάσεις του Πειθαρχικού Συμβουλίου υπόκεινται σε έφεση στο Ανώτατο Δικαστήριο εντός καθορισμένης προθεσμίας (βλ. Kλεοβούλου ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου Δικηγόρων (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 480, Πετράκη ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων (2000) 1 Α.Α.Δ. 1456  και Kακαράντζα ν. Πειθαρχικού Συμβουλίου των Δικηγόρων κ.ά., Έφεση κατά Απόφασης Διοικητικού Δικαστηρίου Αρ. 30/2017, ημερ. 12/10/2021). 

 

Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Κυριάκος Παττίχης ν. Κ.Κ. Δικηγόρου (2006) 1 Α.Α.Δ. 957, «…. ο Νόμος παρέχει ένα ειδικό δικαίωμα στην επαγγελματική τάξη των δικηγόρων, την υποβολή δηλαδή απ’ ευθείας έφεσης στο Ανώτατο Δικαστήριο από απόφαση του Πειθαρχικού τους Συμβουλίου. Κάτι βεβαίως που δεν συμβαίνει με τα συμβούλια άλλων επαγγελματικών τάξεων».

 

Όπως εξηγείται από τον Κωνσταντινίδη, Δ. στην Hellenger Trading Ltd (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1965, στη σελ. 1975:

 

«Και εφόσον παρέχεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, που επίσης θα εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, και δι' αυτής θα είναι δυνατή η παροχή πλήρους και εξ ίσου αποτελεσματικής θεραπείας, η αίτηση που απευθύνεται στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογείται

 

Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Μιτέλα, Πολιτική Έφεση Αρ. 43/2019, ημερ. 2/4/2019, ECLI:CY:AD:2019:A121, τονίσθηκε ότι «η έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν λειτουργεί ως υποκατάστατο της έφεσης ή άλλων ένδικων μέσων, ούτε είναι λόγος ενεργοποίησης της εφεδρείας της δικαιοδοσίας αυτής του Ανωτάτου Δικαστηρίου ο τυχόν σημαντικός  χρόνος που απαιτείται για διεκπεραίωση εναλλακτικών διαδικασιών, συμπεριλαμβανομένης της έφεσης».

 

Στη βάση των πιο πάνω, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση και/ή συζητήσιμο θέμα. Ούτε έχω ικανοποιηθεί ότι ο Αιτητής με τα όσα έχει πιο πάνω αναφέρει και με δεδομένη τη δυνατότητα έφεσης, έχει καταδείξει την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων που να δικαιολογούν τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

 

Ως εκ τούτου, η υπό κρίση Αίτηση απορρίπτεται.

 

 

                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

     Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο