ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 150/2023)

 

21 Φεβρουαρίου, 2024

 

[ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. ΑΝΔΡΕΑΣ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗΣ & ΣΙΑ Δ.Ε.Π.Ε., 2. ΧΧΧ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ, 3. ΧΧΧ ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΗ, 4. ΧΧΧ ΣΥΜΙΛΛΙΔΗ, 5. ΧΧΧ ΙΩΑΝΝΟΥ, 6. ΧΧΧ ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΙ 7. ΧΧΧ ΣΑΝΤΙΝ,  ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΤΟ ΠΕΡΙΕΧΟΜΕΝΟ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 28/07/2023 (ΑΙΤΗΣΗ ΑΡ. 283/2023)

 


 

       

Ηλ. Στεφάνου με Γ. Νεάρχου, για Ηλίας Α. Στεφάνου ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές.

Α. Αριστείδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας για τον Καθ’  ου η Αίτηση.  

..................

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Κατόπιν χορήγησης σχετικής άδειας, οι Αιτητές καταχώρισαν την υπό κρίση δια κλήσεως Αίτηση με την οποία ζητούν την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για την ακύρωση του εντάλματος πρόσβασης στο περιεχόμενο επικοινωνίας ημερ. 28.7.2023 το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας.

        Οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η Αίτηση είναι οι ακόλουθοι:

(i)    Το Επαρχιακό Δικαστήριο λανθασμένα εξέδωσε το ένταλμα για τη χρονική περίοδο μεταξύ των ετών 2011 - 2015, καθότι δεν επιτρεπόταν η πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη επικοινωνίας μέχρι τη θέσπιση του τροποποιητικού του Ν.92(Ι)1996, Ν.216(Ι)/2015.

 

(ii)   Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έλαβε υπόψιν μαρτυρία η οποία αφορούσε ιδιωτική επικοινωνία για την ίδια χρονική περίοδο η οποία είχε ληφθεί δυνάμει άλλων διαταγμάτων πρόσβασης σε ιδιωτική επικοινωνία.

  Η Αίτηση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση του Αιτητή 2, μέτοχου και διευθυντή των Αιτητών 1, στην οποία βασικά παραθέτει το ιστορικό της υπό κρίση διαδικασίας και επαναλαμβάνει τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η Αίτηση.

Οι λόγοι ένστασης εστιάζονται στα ακόλουθα:

(i)          Δεν τίθεται θέμα αναδρομικού περιορισμού του ατομικού δικαιώματος της προστασίας της ιδιωτικής επικοινωνίας εφόσον το Άρθρο 17 του Συντάγματος, ως τροποποιήθηκε το 2010, περιόρισε το εν λόγω ατομικό δικαίωμα για σκοπούς ποινικής διερεύνησης σοβαρών ποινικών αδικημάτων, συμπεριλαμβανομένου του υπό κρίση αδικήματος της διαφθοράς.

 

(ii)         Δεν τίθεται θέμα αναδρομικής ισχύος των άρθρων 20, 21 και 23 του Ν.92(Ι)/96, καθότι κατά τον χρόνο εξασφάλισης του εντάλματος υπήρχε Νόμος ο οποίος επέτρεπε την πρόσβαση σε επικοινωνία η οποία εξακολουθούσε να υφίστατο και  είχε λάβει χώρα μετά την ως άνω τροποποίηση του Συντάγματος.

 

(iii)        Ο τροποποιητικός του Ν.92(Ι)/96 Νόμος του 2015 είναι δικονομικής φύσης και προνοεί για τη διαδικασία έκδοσης του εντάλματος πρόσβασης.

 

 

Η ένσταση συνοδεύεται από ένορκη δήλωση Αστυνομικού ο οποίος υπηρετεί στο Τμήμα Καταπολέμησης Εγκλήματος ΤΑΕ(Ε΄) του Αρχηγείου Αστυνομίας και είναι μέλος της ανακριτικής ομάδας που διερευνά μεταξύ άλλων το υπό κρίση αδίκημα της διαφθοράς. Ο ενόρκως δηλών ουσιαστικά επαναλαμβάνει και αναλύει τους λόγους ένστασης.

Το Άρθρο 17.1 του Συντάγματος διασφαλίζει την προστασία του δικαιώματος του απορρήτου της αλληλογραφίας και κάθε άλλης επικοινωνίας, νοουμένου ότι αυτή διεξάγεται με νόμιμα μέσα. Μέχρι το 2010, η μοναδική επέμβαση σε αυτό το δικαίωμα επιτρεπόταν, βάσει του Άρθρου 17.2, στις περιπτώσεις προσώπων που τελούσαν υπό φυλάκιση ή προφυλάκιση και πτωχεύσαντων. Με τον περί της Έκτης Τροποποίησης του Συντάγματος Νόμου του 2010, ήτοι τον Ν.51(Ι)/2010, αυτή η επέμβαση διευρύνθηκε και έκτοτε το Άρθρο 17.2 προνοεί τα εξής:

«2. ∆ε χωρεί επέµβαση κατά την άσκηση του δικαιώµατος τούτου, εκτός αν η επέµβαση αυτή επιτρέπεται σύµφωνα µε το νόµο, στις ακόλουθες περιπτώσεις:

Α. Προσώπων που τελούν υπό φυλάκιση ή προφυλάκιση.

Β. Κατόπιν δικαστικού διατάγµατος που εκδόθηκε σύµφωνα µε τις διατάξεις του νόµου, µετά από αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της ∆ηµοκρατίας, και η επέµβαση αποτελεί µέτρο το οποίο σε µια δηµοκρατική κοινωνία είναι αναγκαίο µόνο προς το συµφέρον της ασφάλειας της ∆ηµοκρατίας ή την αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη των ακόλουθων σοβαρών ποινικών αδικηµάτων:

(α) Φόνος εκ προµελέτης ή ανθρωποκτονία,

(β) εµπορία ενηλίκων ή ανηλίκων προσώπων και αδικήµατα που σχετίζονται µε την παιδική πορνογραφία,

(γ) εµπορία, προµήθεια, καλλιέργεια ή παραγωγή ναρκωτικών φαρµάκων, ψυχοτρόπων ουσιών ή επικίνδυνων φαρµάκων,

(δ) αδικήµατα που σχετίζονται µε το νόµισµα ή το χαρτονόµισµα της ∆ηµοκρατίας και

(ε)  αδικήµατα διαφθοράς για τα οποία προβλέπεται, σε περίπτωση καταδίκης, ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω.»

Ο αρχικός περί Προστασίας του Απόρρητου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων) Νόμος του 1996, Ν.92(Ι)/1996, θεσπίστηκε για να επιτρέπει την παρακολούθηση ιδιωτικής επικοινωνίας, κατόπιν της έκδοσης δικαστικού εντάλματος προς τούτο. Με τον τροποποιητικό Νόμο Ν.216(Ι)/2015, ο οποίος δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 31.12.2015, εισήχθη το Μέρος IVA με τίτλο «Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας» και τα άρθρα 21-25 και έγιναν και κάποιες άλλες συναφείς τροποποιήσεις ούτως ώστε να ήταν πλέον δυνατή η έκδοση δικαστικού εντάλματος με το οποίο επιτρέπεται η πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας. Για σκοπούς της παρούσας Αίτησης, αξίζει να αναφερθεί ότι το άρθρο 21 διέπει τη δυνατότητα έκδοσης δικαστικού εντάλματος για την πρόσβαση, επιθεώρηση και ή λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας κατόπιν μονομερούς αίτησης του Γενικού Εισαγγελέα. Το άρθρο 22 διέπει το περιεχόμενο της αίτησης και το άρθρο 23 περιέχει τις προϋποθέσεις έκδοσης του εντάλματος, την επιβολή όρων κατά την έκδοση του και τη χρονική περίοδο εκτέλεσης αυτού.

Δεν χωρεί αμφιβολία πως από το 2010 το Σύνταγμα επέτρεπε την παρέμβαση στο δικαίωμα προστασίας του περιεχομένου της επικοινωνίας, νοουμένου ότι ικανοποιούνταν οι πρόνοιες του Άρθρου 17.2, πλην όμως δεν υπήρχε νόμος που να ρυθμίζει την έκδοση του απαιτούμενου προς τούτο δικαστικού διατάγματος, μέχρι και τη θέσπιση του Ν.216(Ι)/2015.

Οι Αιτητές υποστηρίζουν ότι η φράση στο Άρθρο 17.2 «εκτός αν η επέμβαση αυτή επιτρέπεται σύµφωνα µε το νόµο» παραπέμπει στο ότι η  επέμβαση στο δικαίωμα επικοινωνίας θα πρέπει να είναι επιτρεπτή δια νόμου. Θεωρούν ότι ήταν ο Ν.216(Ι)/2015 που επέτρεψε αυτή την επέμβαση στο θεμελιώδες δικαίωμα της επικοινωνίας και επομένως δεν δύναται να δοθεί αναδρομική ισχύς σε αυτή την επέμβαση.

Αντίθετη είναι η εισήγηση του Καθ’  ου η Αίτηση, ήτοι πως ο Ν.216(Ι)/2015 δεν δημιούργησε οποιοδήποτε δικαίωμα αλλά είναι δικονομικής φύσης.

Αποτελεί βασικό κανόνα ερμηνείας ότι νομοθετήματα δεν έχουν αναδρομική ισχύ, εκτός εάν εκδηλώνεται ρητή πρόθεση του νομοθέτη περί του αντιθέτου ή αφορούν μόνο σε θέματα διαδικασίας.  Σχετικές είναι οι υποθέσεις Λεβέντη κ.ά. v. Alpha Bank Cyprus Ltd, Πολ. Έφεση Αρ. 253/14, ημερ. 5.12.2022, ECLI:CY:AD:2022:A475, Alpha Bank Cyprus Ltd v. Rachel κ.ά., Πολ. Έφεση Αρ. Ε50/13, ημερ. 9.9.2019, ECLI:CY:AD:2019:D357 και  Παπαπαύλου v. Αστυνομίας (2016) 2(Α) Α.Α.Δ. 399. Ο λόγος για αυτή τη διάκριση μεταξύ των ουσιαστικών και δικονομικών  νομοθετικών προνοιών καταγράφεται με σαφήνεια στις υποθέσεις Lion Auto Parts Ltd v. Γεωργίου (2014) 2(Α) Α.Α.Δ. 429 και Συνεργατική Πιστωτική Εταιρεία Κοντέας v. Λούκα-Ξιαρή (2014) 2(Α) Α.Α.Δ. 445 ως εξής:

«Όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Maxwell on Interpretation of Statutes 11η έκδ. σελ. 204 κ.ε., είναι δεδομένο το τεκμήριο ότι ο νομοθέτης δεν έχει πρόθεση να επιφέρει άδικα αποτελέσματα και επομένως αυτό το τεκμήριο οδηγεί στην αποφυγή πρόσδοσης αναδρομικότητας σε νομοθέτημα.

........................................................................................................ 

Μετέπειτα, ο βασικός κανόνας ερμηνείας είναι ότι δεν θα αποδοθεί αναδρομική ισχύς σε νομοθέτημα έτσι ώστε να επηρεάσει υφιστάμενο δικαίωμα ή ευθύνη, ούτε και ένα νομοθέτημα θα πρέπει να ερμηνεύεται να έχει περισσότερη αναδρομικότητα από ό,τι το ίδιο το λεκτικό του το καθιστά αναγκαίο.»

 

(Η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Κατ’  αρχάς θα πρέπει να λεχθεί ότι, όπως αναφέρεται στο Άρθρο 179, το Σύνταγμα είναι ο υπέρτατος νόμος του κράτους και υπερέχει έναντι οποιουδήποτε άλλου νόμου. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλή των Αντιπροσώπων, Αναφορά 3/2022, ημερ. 12.6.2023 και Παναγιώτου v. Χ’’Κυριάκου (1991) 1 Α.Α.Δ. 362.  Επομένως, χωρίς την αναγκαία τροποποίηση του Συντάγματος με την οποία να επιτρέπεται η πρόσβαση στο περιεχόμενο της ιδιωτικής επικοινωνίας, η θέσπιση οποιουδήποτε τέτοιου νόμου δεν θα μπορούσε να είχε ισχύ και εφαρμογή, αντιθέτως θα μπορούσε να κριθεί αντισυνταγματική.

Με την έκτη τροποποίηση του 2010, το Σύνταγμα επέτρεψε την πρόσβαση στο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας, θέτοντας τις περιπτώσεις στις οποίες δικαιολογείται η εξασφάλιση δικαστικού εντάλματος. Επομένως, δεν ήταν ο Ν.216(Ι)/2015 που δημιούργησε και επέτρεψε αυτή την παρέμβαση, παρά μόνο ήταν το απαιτούμενο και επακόλουθο της τροποποίησης του Άρθρου 17.2, ακριβώς για να ρυθμίσει τη διαδικασία εξασφάλισης του προβλεπόμενου στο Άρθρο 17.2 δικαστικού εντάλματος. Η ανωτέρω φράση στο Άρθρο 17.2 «εκτός αν η επέµβαση αυτή επιτρέπεται σύµφωνα µε το νόµο» και η φράση στην υποπαράγραφο (Β) για την έκδοση δικαστικού διατάγματος «σύµφωνα µε τις διατάξεις του νόµου» δεν τυγχάνουν οποιασδήποτε άλλης ερμηνείας. Η δυνατότητα επέμβασης την οποία προνόησε η τροποποίηση του Συντάγματος απαιτείτο να ρυθμιστεί από νόμο ο οποίος προφανώς και θα έπρεπε ταυτόχρονα να επιτρέπει τέτοια επέμβαση.

Θεωρώ σχετική την υπόθεση The Colonial, Sugar Refining Company, Limited v. Irvin, [1905] A.C. 369, από την οποία παραθέτω το σχετικό απόσπασμα:

« ... ... ... And therefore the only question is, Was the appeal to His Majesty in Council a right vested in the appellants at the date of the passing of the Act, or was it a mere matter of procedure? It seems to their Lordships that the question does not admit of doubt. To deprive a suitor in a pending action of an appeal to a superior tribunal which belonged to him as of right is a very different thing from regulating procedure. In principle, their Lordships see no difference between abolishing an appeal altogether and transferring the appeal to a new tribunal. In either case there is an interference with existing rights contrary to the well-known general principle that statutes are not to be held to act retrospectively unless a clear intention to that effect is manifested.»

 

Η πιο πάνω διαπίστωση του Δικαστηρίου βρίσκει έρεισμα και στις υποθέσεις Μιχαηλίδης v. Γενικού Εισαγγελέα (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1977 και Μιχαηλίδης v. Γενικού Εισαγγελέα (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1764. Εκείνες αφορούσαν την παράδοση του εκζητούμενου εφεσείοντα  στην Ελλάδα δυνάμει Ευρωπαϊκού εντάλματος σύλληψης για αδικήματα που έλαβαν χώρα πριν την προσχώρηση της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση και την ψήφιση του Ν.68(Ι)/2013 (έβδομη τροποποίηση του Συντάγματος) που επέτρεπε πλέον την έκδοση Κύπριων πολιτών σε αλλοδαπή χώρα. Αποτέλεσε επιχείρημα του εφεσείοντα ότι δεν μπορούσε να εκδοθεί καθότι με την εν λόγω τροποποίηση επηρεαζόταν δυσμενώς και παραβιαζόταν κεκτημένο δικαίωμα του ως προς τη μη δυνατότητα έκδοσης του. Το Ανώτατο Δικαστήριο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση, σημειώνοντας ότι η διαδικασία εκτέλεσης του Ευρωπαϊκού εντάλματος έλαβε χώρα μετά την τροποποίηση του Συντάγματος και επομένως αυτή έπρεπε να κριθεί με βάση την υφιστάμενη κατ’ εκείνο τον χρόνο νομική κατάσταση πραγμάτων. Επομένως, δεν τίθετο ζήτημα αναδρομικής εφαρμογής του Νόμου και η αλλαγή στο νομικό καθεστώς δεν επηρέασε κεκτημένο δικαίωμα του εφεσείοντα.

Σε εκείνες τις υποθέσεις το Ευρωπαϊκό ένταλμα αφορούσε πράξη η οποία έλαβε χώρα πριν καν την τροποποίηση του Συντάγματος, ενώ στην παρούσα περίπτωση το Σύνταγμα είχε ήδη τύχει της σχετικής τροποποίησης και απλώς παρέμενε η ρύθμιση της διαδικασίας για να καταστεί δυνατή η εφαρμογή της συνταγματικής τροποποίησης. Από τη στιγμή που στις υποθέσεις Μιχαηλίδη (ανωτέρω), η ίδια η τροποποίηση του Συντάγματος κρίθηκε ότι δεν επηρέαζε κεκτημένο δικαίωμα του εφεσείοντα, πόσω μάλλον στην παρούσα περίπτωση που το δικαίωμα εξασφάλισης δικαστικού διατάγματος για την πρόσβαση σε περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας αναγνωριζόταν και επιτρεπόταν βάσει της σχετικής τροποποίησης του Συντάγματος.

  Η παραπομπή από τους Αιτητές στην υπόθεση Πρόεδρος της Δημοκρατίας v. Βουλής των Αντιπροσώπων (Αρ. 2) (1996) 3 Α.Α.Δ. 468 ως προς τον σκοπό του Ν.92(Ι)/1996 και κατά πόσο το άρθρο 16 αυτού ήταν αντίθετο με τις πρόνοιες των Άρθρων 155.1, 155.4 και 179 του Συντάγματος, δεν κρίνεται βοηθητική εφόσον εκείνη κρίθηκε με αναφορά στο τότε εν ισχύι Άρθρο 17, δηλαδή πολύ πριν την τροποποίηση του 2010.

Ούτε και η εισήγηση των Αιτητών πως η έκδοση του εντάλματος κατήργησε και τους αποστέρησε από ένα δικαίωμα που είχαν κατά τον ουσιώδη χρόνο, ήτοι τη μη δυνατότητα εξασφάλισης δικαστικού διατάγματος. Όπως έχει ήδη λεχθεί, το δικαίωμα είχε περιοριστεί με την τροποποίηση του Άρθρου 17.2 του Συντάγματος και όχι με τον Ν.216(Ι)/2015. Στην υπόθεση Γενικός Εισαγγελέας v. Γιάγκου (1999) 2 Α.Α.Δ. 254, στην οποία παρέπεμψαν οι Αιτητής, κρίθηκε ότι ο Ν.54(Ι)/98, ο οποίος δημοσιεύθηκε μεταγενέστερα της καταχώρισης στο Κακουργιοδικείο της υπόθεσης εναντίον του εφεσίβλητου, κατήργησε ένα βασικό δικαίωμα και πλεονέκτημα που κατηγορούμενος είχε ενώπιον Κακουργιοδικείου, ήτοι αυτό της μη δυνατότητας έφεσης εναντίον αθωωτικής απόφασης ή της ποινής που επιβαλλόταν. Το Εφετείο αποφάσισε ότι η καταχώριση έφεσης από τον Γενικό Εισαγγελέα εναντίον της επιβληθείσας ποινής έγινε χωρίς νομικό δικαίωμα και απερρίφθη. Το ακόλουθο απόσπασμα προσφέρει μια διαφωτιστική καθοδήγηση ως προς τη διάκριση μεταξύ ουσιαστικής και διαδικαστικής νομοθετικής διάταξης: 

«Η τροποποίηση που εισήξε ο Νόμος 54(1)(98 είναι όχι μόνο ουσιαστικού περιεχομένου, αλλά ταυτόχρονα και κεφαλαιώδους σημασίας. Πράγματι, καταργήθηκε ένα βασικό δικαίωμα - πλεονέκτημα που είχε κατηγορούμενος ενώπιον κακουργιοδικείου. Να κριθεί δηλαδή η κατηγορία που αντιμετώπιζε, και σε περίπτωση καταδίκης του η αρμόζουσα ποινή, πρωτόδικα και τελεσίδικα από το Κακουργιοδικείο. Βέβαια, το δικαίωμα έφεσης δίδεται από το νόμο, όπως ρητά προβλέπεται στο άρθρο 155(2) του Συντάγματος.»

 

Σαφώς στην εν λόγω υπόθεση ο Νόμος επέφερε την αλλαγή στο ουσιαστικό δικαίωμα της μη δυνατότητας έφεσης, ενώ στην υπό κρίση περίπτωση ο Νόμος δεν επηρέασε με οποιονδήποτε τρόπο το ήδη αναγνωρισμένο τέτοιο δικαίωμα στην επέμβαση αλλά έθεσε τη διαδικασία με την οποία τέτοιο δικαίωμα μπορεί να ασκηθεί.   

Αυτή η κατάληξη καταρρίπτει και την εισήγηση των Αιτητών ότι απαγορεύεται η αναδρομική εφαρμογή δυσμενούς νόμου.       

Επιπλέον, είναι σημαντικό να λεχθεί ότι η ερμηνεία στο άρθρο 2 του Ν.92(Ι)/1996, ως τροποποιήθηκε, του όρου «καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας» στο οποίο παρέχεται δια νόμου η δυνατότητα πρόσβασης με βάση δικαστικό ένταλμα, είναι η ακόλουθη:

«περιεχόµενο ιδιωτικής επικοινωνίας οποιασδήποτε µορφής, το οποίο βρίσκεται καταγεγραµµένο ή αποθηκευµένο σε οποιοδήποτε έγγραφο, συσκευή ή αντικείµενο και περιλαµβάνει επικοινωνία καταγεγραµµένη σε επιστολές, ηλεκτρονικά µηνύµατα και µηνύµατα µέσω υπηρεσίας σύντοµων µηνυµάτων (sms) ή µέσω υπηρεσίας µηνυµάτων πολυµέσων (mms) ή ηλεκτρονικού ταχυδροµείου (emails) ή άλλων µηνυµάτων διαδικτύου·»

 

  (Η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Επομένως, είναι σαφές ότι με την τροποποίηση του 2015, ο Ν.92(Ι)/1996 παρέχει πλέον δυνατότητα πρόσβασης σε εκείνο το περιεχόμενο το οποίο κατά τον χρόνο έκδοσης του εντάλματος υφίσταται και βρίσκεται καταγεγραμμένο ή αποθηκευμένο, ανεξαρτήτως του χρόνου διενέργειας της επικοινωνίας.  Αν η πρόθεση του Νομοθέτη ήταν διαφορετική, αυτό θα αντανακλάτο στη διατύπωση των σχετικών υπό τροποποίηση νομοθετικών προνοιών.  

 Η πιο πάνω διαπίστωση καθιστά και τον δεύτερο λόγο στον οποίο βασίζεται η Αίτηση αβάσιμο. Από τη στιγμή που παρέχεται η δυνατότητα δια νόμου για την έκδοση εντάλματος που να αφορά σε περιεχόμενο το οποίο είναι μεν καταγεγραμμένο ή αποθηκευμένο κατά τον χρόνο έκδοσης του εντάλματος και ξεκινά από το έτος 2011 και μετέπειτα, τότε σαφώς και είναι καθόλα επιτρεπτή η προσαγωγή και της σχετικής μαρτυρίας, ανεξαρτήτως αν και αυτή αφορά σε βάθος χρόνου από το 2011 και μετέπειτα, για σκοπούς ικανοποίησης των προνοιών των άρθρων 22 και 23.

Σύμφωνα με όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω, το Δικαστήριο καταλήγει ότι οι λόγοι στους οποίους βασίζεται η Αίτηση δεν είναι βάσιμοι. Ο Ν.216(Ι)/2015 δεν δημιούργησε δικαίωμα αλλά είναι καθαρά διαδικαστικού περιεχομένου και επομένως δεν τίθεται ζήτημα αναδρομικής ισχύος του. Ως εκ τούτου το ένταλμα δεν πάσχει στη βάση των λόγων της υπό κρίση Αίτησης.

        Η Αίτηση απορρίπτεται.

        Τα έξοδα της Αίτησης επιδικάζονται υπέρ του Καθ’ ου και εναντίον των Αιτητών, όπως υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

                                                            Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο