ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                          (Πολιτική Αίτηση Αρ. 189/2023)

 

 

16 Φεβρουαρίου, 2024

 

[Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ME TO ΑΡΘΡΟ 155.4 TOY ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ KAI ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 TOY ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Χ. Δ. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1Α, 15, 17 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΗΣ ΕΣΔΑ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 7, 8, 11 ΚΑΙ 52 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 4, 6, 7, 8, 9, 10, 11 ΚΑΙ 13 ΤΟΥ Ν. 183(Ι)/2007, ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1996 (92(Ι)/1996) ΚΑΙ 2015, ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ Ν. 112(Ι)/2004 ΑΡΘΡΑ 100(1) ΚΑΙ 100 ΚΑΙ ΤΗΣ Κ.Δ.Π.607/2007

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΑΡ.22/2023 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ, ΗΜΕΡ. 08/11/2023 ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΠΙΤΡΑΠΗΚΕ Η ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΚΑΙ/Η ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΚΑΙ/Η ΛΗΨΗ ΣΤΑ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΟΥ ΑΙΤΗΤΗ

.........................

 

Χρ. Πουτζιουρής για Χρίστος Πουτζιουρής & Συνεργάτες ΔΕΠΕ μαζί με Α. Γιαλελή, για Kampouri, Gialeli & Co.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

  ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Με την παρούσα Αίτηση ο Αιτητής ζητά άδεια για την καταχώριση δια κλήσεως αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari αναφορικά με το διάταγμα πρόσβασης σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας ημερ. 18.11.2023 το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας.

Οι λόγοι επί των οποίων στηρίζεται η Αίτηση συνοψίζονται ως ακολούθως:

(i)       Το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει το προσβαλλόμενο διάταγμα καθότι η ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση δεν αποκαλύπτει εύλογη υποψία σύνδεσης του Αιτητή με τα υπό διερεύνηση αδικήματα και ή με συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία.

 

(ii)      Το προσβαλλόμενο διάταγμα πάσχει από έκδηλη πλάνη νόμου καθότι δεν καταγράφεται σε αυτό οποιαδήποτε εύλογη υποψία σύνδεσης του Αιτητή με τα υπό διερεύνηση αδικήματα και ή με συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία.

 

(iii)   Το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει το προσβαλλόμενο διάταγμα καθότι η αίτηση στηρίχθηκε ρητά και ή εξυπακουόμενα στα άρθρα 6-11 του Ν.183(Ι)/2007, ο οποίος συγκρούεται με το εφαρμοστέο Ευρωπαϊκό δίκαιο και τα Άρθρα 15, 17 και 35 του Συντάγματος αναφορικά με την έννοια του όρου «δεδομένα», όπως αποφασίστηκε στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 27.10.2021.

 

(iv)  Το προσβαλλόμενο διάταγμα εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας και ή της αρχής της αναλογικότητας καθότι με αυτό δόθηκε γενική πρόσβαση σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο, χωρίς να τεθεί οποιαδήποτε συγκεκριμένη χρονική περίοδος και χωρίς να συγκεκριμενοποιηθεί ποια δεδομένα είναι αναγκαία για τα υπό διερεύνηση αδικήματα.

 

(v)  Το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε το προσβαλλόμενο διάταγμα καθ’  υπέρβαση του Ν.92(Ι)/1996 καθότι αυτό αφορά και σε τρίτα πρόσωπα τα οποία δεν έδωσαν τη συγκατάθεση τους για την αποκάλυψη των δικών τους συνομιλιών, παραβιάζοντας έτσι το συνταγματικό τους δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή.

 

Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari έχουν επανειλημμένα αναφερθεί στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Χρήσιμη αναφορά γίνεται στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Πέτρου Ευδόκα (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 3018, στην οποία επαναλήφθηκε ότι σε τέτοιας φύσης αιτήσεις, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου. Για να χορηγηθεί άδεια, ο αιτητής θα πρέπει να τεκμηριώσει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Τα προνομιακά εντάλματα χορηγούνται κατ’  εξαίρεση όταν διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, είτε πλάνη περί τον Νόμο, είτε παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.

Στην Έκθεση και στις ένορκες δηλώσεις του Αιτητή οι οποίες υποστηρίζουν την Αίτηση, αναφέρεται το ιστορικό των γεγονότων από τη σύλληψη του μέχρι και την παραπομπή του ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού για υπόθεση συνωμοσίας, φόνου εκ προμελέτης, κατοχής όπλων και εμπρησμού. Ακολούθως επαναλαμβάνονται οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η Αίτηση.

Η αίτηση για την έκδοση του προσβαλλόμενου διατάγματος, η ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει και το σχετικό πρακτικό – διάταγμα του Δικαστηρίου επισυνάπτονται ως Τεκμήριο 3 στην αρχική και ως Τεκμήριο 1 στη συμπληρωματική ένορκη δήλωση του Αιτητή.

Όπως αναφέρεται στην αίτηση, αυτή βασίζετο στον περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με Σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμο του 2007, Ν.183(Ι)/2007, όπως και το εκδοθέν προσβαλλόμενο δικαστικό διάταγμα.

Το άρθρο 4(1)(α) του Ν.183(Ι)/2007 προνοεί για τη δυνατότητα εξασφάλισης δεδομένων που έχουν σχέση με τη διερεύνηση σοβαρού ποινικού αδικήματος, εφόσον προηγουμένως εξασφαλιστεί δικαστικό διάταγμα. Ο όρος «δεδομένα» ερμηνεύεται στο άρθρο 2 του Νόμου ως «τα δεδομένα κίνησης και θέσης και τα συναφή δεδομένα που είναι αναγκαία για την αναγνώριση του συνδρομητή ή/και του χρήστη και που προσδιορίζονται στα άρθρα 6, 7, 8, 9, 10 και 11 του παρόντος Νόμου».

Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Χατζηιωάννου κ.ά, Πολ. Αιτήσεις 97/2018 κ.ά, ημερ. 27.10.2021, στην οποία παρέπεμψε ο Αιτητής, η Ολομέλεια (κατά πλειοψηφία) αποφάσισε ότι τα άρθρα 3 και 6-10 του Ν.183(Ι)/2007, που αφορούν στη γενική και χωρίς διάκριση διατήρηση τηλεπικοινωνιακών δεδομένων «αντιβαίνουν στην εφαρμοστέα ενωσιακή νομοθεσία και νομολογία».

Δεν διαφεύγει την προσοχή μου ότι κατά την εξέταση της αίτησης, το κατώτερο Δικαστήριο διέκρινε την προαναφερόμενη απόφαση, αναφέροντας ότι εκείνη αφορούσε αποκλειστικά σε συγκεκριμένες πρόνοιες του Ν.183(Ι)/2007 και ότι η υπό κρίση αίτηση στηρίζετο και στις πρόνοιες του περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Tαχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμων του 2004 έως 2022, Ν.112(Ι)/2004.

Για σκοπούς της υπό κρίση διαδικασίας και χωρίς να χρειάζεται να επεκταθώ, θεωρώ ότι ενόψει της εν λόγω απόφασης, εγείρεται εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση ως προς το κατά πόσο το προσβαλλόμενο διάταγμα το οποίο εκδόθηκε και αφορά σε δεδομένα δυνάμει του Ν.183(Ι)/2007, αντιβαίνει την ενωσιακή νομοθεσία και νομολογία και τις ημεδαπές συνταγματικές πρόνοιες. Επομένως, για τους συναφείς λόγους δικαιολογείται η χορήγηση άδειας.

Παρόλο που αυτό το ζήτημα ενδεχομένως να έχει καταλυτικές συνέπειες για την πορεία της δια κλήσεως αίτησης και την ισχύ ή όχι του προσβαλλόμενου διατάγματος, εντούτοις οφείλω να προχωρήσω να εξετάσω και τους υπόλοιπους λόγους στους οποίους βασίζεται η παρούσα Αίτηση και κατά πόσο αυτοί δικαιολογούν εν πάση περιπτώσει τη χορήγηση άδειας.

Για σκοπούς έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος, το άρθρο 4(4) του Ν.183(Ι)/2007, προνοεί πως ο Δικαστής δύναται να εκδώσει το αιτούμενο διάταγμα με τροποποιήσεις ή όρους, εφόσον ικανοποιηθεί ότι με βάση τα γεγονότα τα οποία υποβλήθηκαν:

«(α) Υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα, ότι πρόσωπο διαπράττει, διέπραξε ή αναμένεται να διαπράξει σοβαρό ποινικό αδίκημα·

(β) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα, ότι συγκεκριμένα δεδομένα συνδέονται ή είναι συναφή με σοβαρό ποινικό αδίκημα.»

Σοβαρό ποινικό αδίκημα ερμηνεύεται στο άρθρο 2 του Νόμου ως αδίκημα που καθορίζεται ως κακούργημα σύμφωνα με τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα ή οποιουδήποτε άλλου νόμου ή επιφέρει, σε περίπτωση καταδίκης, μέγιστη ποινή φυλάκισης πέντε ετών και άνω. Επομένως όλα τα υπό διερεύνηση αδικήματα αποτελούν σοβαρά ποινικά αδικήματα εν τη εννοία του Νόμου.

Με βάση το πρακτικό του Δικαστηρίου διαφαίνεται κατ’  αρχάς ότι το Δικαστήριο ζήτησε κάποιες διευκρινίσεις σε σχέση με την αίτηση, όπως άλλωστε προβλέπεται από το άρθρο 4(3) του Ν.183(Ι)/2007. Μετά που δόθηκαν αυτές οι διευκρινίσεις από τον ενόρκως δηλούντα αστυνομικό, το Δικαστήριο ανέφερε τα εξής:

«Λαμβάνοντας υπόψη τα όσα αναφέρονται στην αίτηση, στην ένορκο δήλωση που τη συνοδεύει και τα όσα αναφέρθηκαν προ ολίγου από τον …., συμπεριλαμβανομένων και των όσων αφορούν την χρονική περίοδο για την οποία ζητούνται τα στοιχεία αλλά και των όσων αναφέρθηκαν αναφορικά με το ότι τα εν λόγω στοιχεία είναι πρόσφατα και εύλογα πιστεύεται ότι διατηρούνται από τους παρόχους υπηρεσιών τηλεπικοινωνιών για νόμιμους σκοπούς και …, έχω ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εύλογη υποψία ότι τα πρόσωπα που αναφέρονται στην ένορκη δήλωση διέπραξαν τα υπό διερεύνηση πέντε σοβαρά ποινικά αδικήματα που αναφέρονται στην αίτηση, τα οποία εμπίπτουν στις πρόνοιες του αρ. 17(2Γ) και ότι τα συγκεκριμένα δεδομένα στα οποία αφορά η αίτηση συνδέονται με τα συγκεκριμένα υπό διερεύνηση ποινικά αδικήματα και συνεπώς κρίνω ότι δικαιολογείται η έκδοση του αιτούμενου διατάγματος.»

 

Σύμφωνα με τα όσα ανέφερε το Δικαστήριο, προκύπτει πως το ίδιο διεξήλθε της αίτησης και της ένορκης δήλωσης που το συνόδευε και έκρινε ότι ικανοποιούνταν οι προϋποθέσεις του άρθρου 4(4) του Ν.183(Ι)/2007  για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος. Επομένως, η εισήγηση πως το Δικαστήριο «δεν φαίνεται να προέβη το ίδιο σε εκτίμηση του υλικού που τέθηκε ενώπιον του, προκειμένου να εξάγει τα δικά του συμπεράσματα για το αν δημιουργείτο η απαιτούμενη από το Νόμο «εύλογος υποψία»» δεν βρίσκει έρεισμα στο περιεχόμενο του ίδιου του διατάγματος.

Τα γεγονότα, όπως αυτά εκτίθεντο στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση, πράγματι αποκάλυπταν εύλογη υποψία περί της σύνδεσης τόσο του Αιτητή όσο και του περιεχομένου της επικοινωνίας με τα υπό διερεύνηση αδικήματα. Στην ένορκη δήλωση γίνεται περιγραφή των συνθηκών εντοπισμού του θύματος, τα ευρήματα για τα αίτια θανάτου του από τις εξετάσεις ιατροδικαστών και των ερευνών που διεξάγοντο στο πλαίσιο διερεύνησης των προαναφερόμενων αδικημάτων του φόνου εκ προμελέτης, χρήσης πυροβόλων όπλων, εμπρησμού και άλλων. Στην ένορκη δήλωση, με βάση τα στοιχεία τα οποία κατείχε μέχρι τότε η Αστυνομία, αναφέρονται επίσης οι κινήσεις των δραστών από την προηγούμενη μέρα του φόνου μέχρι και λίγες μέρες αργότερα, στις οποίες φαίνεται να εμπλέκεται και ο Αιτητής. Γίνεται επίσης αναφορά σε επιπρόσθετα στοιχεία τα οποία καταδεικνύουν ότι πρόκειται για ένα οργανωμένο και καλά σχεδιασμένο σχέδιο δράσης και εξηγείται γιατί εύλογα πιστεύεται πως οι δράστες χρησιμοποιούσαν κινητά τηλέφωνα για την οργάνωση και εκτέλεση των υπό διερεύνηση αδικημάτων.

Το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης, όπως αυτό εκτιμήθηκε από το Δικαστήριο, ήταν ικανό να καταδείξει την εύλογη υποψία και πιθανότητα προς ικανοποίηση των προνοιών του Νόμου για την έκδοση του διατάγματος.

Στο εκδοθέν διάταγμα υπάρχει περιγραφή των αιτούμενων δεδομένων, ήτοι τηλεφωνικοί αριθμοί, στοιχεία των συνδρομητών και κατόχων συγκεκριμένων τηλεφωνικών αριθμών, αριθμοί συσκευών τηλεφώνων στις οποίες χρησιμοποιήθηκαν οι ανωτέρω αριθμοί και ακολούθως κατάσταση κλήσεων και μηνυμάτων και άλλα στοιχεία. Τα δύο τελευταία αιτούμενα στοιχεία αναφέρονται σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο ή σε συγκεκριμένες ημερομηνίες και ώρες, οι οποίες κυμαίνονται μεταξύ 1.9.2023 μέχρι και τις 4.11.2023. Επιπλέον, στο ίδιο το διάταγμα αναφέρεται ότι η έκδοση του γίνεται για την εξασφάλιση των προαναφερόμενων δεδομένων «και τα οποία έχουν σχέση με τη διερεύνηση των πιο κάτω σοβαρών αδικημάτων» τα οποία κατονομάζονται, ήτοι συνωμοσία για φόνο, φόνος εκ προμελέτης, κατοχή, μεταφορά και χρήση πυροβόλων όπλων και εκρηκτικών υλών και εμπρησμός οχήματος.

Επομένως, προκύπτει πως το διάταγμα περιορίζει την εξασφάλιση των δεδομένων στον βαθμό που αυτά συνδέονται με τα υπό διερεύνηση αδικήματα και αφορούν καθορισμένη χρονική περίοδο, κατά την οποία φέρεται να οργανώθηκε και υλοποιήθηκε η διάπραξη των υπό διερεύνηση αδικημάτων.

Ως εκ τούτου ο λόγος στον οποίο στηρίζεται η Αίτηση πως δόθηκε γενική πρόσβαση σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο «χωρίς να τίθεται οποιαδήποτε συγκεκριμένη χρονική περίοδος και ούτε ποια δεδομένα είναι αναγκαία για το υπό διερεύνηση αδίκημα», κρίνεται αβάσιμος.

Η πιο πάνω διαπίστωση καθιστά αβάσιμους και τους λόγους που αφορούν στο ότι το προσβαλλόμενο διάταγμα αφορά «όλα αυθαίρετα και γενικώς πρόσωπα τα οποία ουδεμία σχέση και/ή ανάμειξη είχαν με το υπό εξέταση αδίκημα».

Ο λόγος στον οποίο στηρίζεται η Αίτηση και αφορά στον περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμου του 1996, Ν.92(Ι)/1996, δεν κρίνεται βάσιμος, εφόσον τόσο η αίτηση όσο και το διάταγμα δεν στηρίχθηκαν σε αυτόν. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Α.Α. και Χ.Τ., Πολ. Έφεση Αρ. 272/2001, ημερ. 13.10.2022, οι Νόμοι 92(Ι)/2996 και 183(Ι)/2007 είναι διακριτοί και ρυθμίζουν διαφορετικά ζητήματα. Σχετικό είναι το ακόλουθο απόσπασμα:

«Οι πρόνοιες του συγκεκριμένου νόμου δεν μπορεί να αποτελέσουν τη νομική βάση αίτησης επί της οποίας να εκδοθεί δικαστικό ένταλμα το οποίο να εξουσιοδοτεί την πρόσβαση σε «καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας», όπως αναφέρεται στο άρθρο 21(1) του Νόμου 92(I)/1996. Ο κάθε ένας, από τους δύο προαναφερθέντες Νόμους, ρυθμίζει διαφορετικά θέματα. Υποστήριξη, προς τούτο, παρέχεται στο άρθρο 22, του Ν.183(1)/2007. Σύμφωνα με αυτό, «Τίποτα στον παρόντα Νόμο δεν επηρεάζει ούτε μπορεί να θεωρηθεί ότι επηρεάζει την εφαρμογή των διατάξεων του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων) Νόμου». Η πρόνοια, ανωτέρω, εκφράζει τη θέληση του Νομοθέτη, όπως οι δύο Νόμοι εφαρμόζονται ξεχωριστά, ο ένας από τον άλλο.»

 

Τόσο η αίτηση όσο και το διάταγμα βασίζοντο και στον περί Ρυθμίσεως Ηλεκτρονικών Επικοινωνιών και Ταχυδρομικών Υπηρεσιών Νόμους του 2004 έως 2022, Ν.112(Ι)/2004, και ειδικότερα στα άρθρα 100(1) και 101. Τα εν λόγω άρθρα εμπίπτουν εντός του Μέρους 14 του Νόμου, το οποίο τιτλοφορείται «Ασφάλεια και Ακεραιότητα Δικτύων και Υπηρεσιών & Ασφάλεια, Απόρρητο και Προστασία Δεδομένων». Αυτά ουσιαστικά ρυθμίζουν τη διαδικασία κατά και μετά την επεξεργασία δεδομένων κίνησης χρέωσης και θέσης από συγκεκριμένα άτομα, συμπεριλαμβανομένων και των παρόχων των υπηρεσιών τηλεφωνίας. Επομένως, αυτά δεν παρέχουν εξουσία για την έκδοση του αιτούμενου διατάγματος, όμως έχουν απόλυτη σχέση με το αιτούμενο και εκδοθέν διάταγμα και αποσκοπούν στη διαφύλαξη και προστασία τόσο των δεδομένων όσο και των συνδρομητών. Η Κ.Δ.Π.607/2007, η οποία θεσπίστηκε δυνάμει, μεταξύ άλλων, του άρθρου 100 του Ν.112(Ι)/2004 αναφέρει ρητώς πως αφορά στην υποχρέωση φύλαξης και επεξεργασίας των δεδομένων κίνησης των συνδρομητών και ή χρηστών και θέτει υποχρεώσεις και χρόνο φύλαξης δεδομένων κίνησης. Στην Αιτιολογική Έκθεση αναφέρεται ότι ο σκοπός του Κανονισμού ήταν η ευθυγράμμιση με τις σχετικές Ευρωπαϊκές Οδηγίες ως προς τον καθορισμό της υποχρέωσης αποθήκευσης και επεξεργασίας δεδομένων για περίοδο έξι μηνών για σκοπούς του άρθρου 100(1). Ως εκ τούτου η συμπερίληψη και αναφορά στον εν λόγω Νόμο και στην Κ.Δ.Π. δεν αποκαλύπτει οτιδήποτε το συζητήσιμο το οποίο επηρεάζει τη νομιμότητα του εκδοθέντος διατάγματος.

Με βάση όσα αναφέρονται ανωτέρω ικανοποιούμαι ότι ο Αιτητής έχει καταδείξει συζητήσιμη υπόθεση μόνο αναφορικά με τον λόγο που αφορά στον Ν.183(Ι)/2007, ως εξηγείται ανωτέρω.

Ως εκ τούτου παρέχεται άδεια στον Αιτητή να καταχωρίσει δια κλήσεως αίτηση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari αναφορικά μόνο με τον λόγο Δ. Η αίτηση να καταχωριστεί σε πέντε μέρες και να επιδοθεί στον Γενικό Εισαγγελέα τουλάχιστον τρεις μέρες πριν τη δικάσιμο. Εφόσον καταχωριστεί, η Πρωτοκολλητής να την ορίσει στις 4.3.24 στις 08:30 για οδηγίες.

Η Αίτηση ως προς τους υπόλοιπους λόγους απορρίπτεται.

Τα έξοδα της Αίτησης θα είναι έξοδα στην πορεία της δια κλήσεως αίτησης.

 

 

                                                            Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο