ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 425/2016)

 

 

8 Φεβρουαρίου, 2024

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

 

ΜΑΡΚΟΣ ΦΟΡΟΥ,

 

Εφεσείων,

ν.

 

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,

                                                                                                                 Εφεσίβλητης.

 

_____________________________________________________________________

Δ. Βάκης για Πύργου, Βάκης LLC και για Ν. Θρασυβούλου, για τον Εφεσείοντα.

Α. Παναγή για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.

_____________________________________________________________________

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 ____________________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας Έφεσης είναι η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να εκδώσει εναντίον του Εφεσείοντα συνοπτική Απόφαση για το ποσό της αξίωσης της Εφεσίβλητης έχοντας διαπιστώσει ότι δεν είχε υπεράσπιση σε αυτή.

 

Η Αγωγή αφορούσε σε διοικητικό πρόστιμο συνολικού ύψους €90.000 που είχε επιβληθεί στον Εφεσείοντα από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (εφεξής Επιτροπή), για παραβάσεις του Άρθρου 40(1) του Νόμου που Προνοεί για τις Προϋποθέσεις Διαφάνειας αναφορικά με Πληροφορίες που αφορούν Εκδότη του οποίου οι Κινητές Αξίες έχουν εισαχθεί προς Διαπραγμάτευση σε Ρυθμιζόμενη Αγορά,                   Ν. 190(Ι)/2007[1]. Ο Εφεσείων δεν κατέβαλε το πιο πάνω ποσό, οπόταν η Επιτροπή καταχώρισε την επίδικη Αγωγή στη βάση των προνοιών του Άρθρου 39(2) του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου του 2009, Ν. 73(Ι)/2009, οι οποίες διαλαμβάνουν ότι, σε περίπτωση παράλειψης καταβολής διοικητικού προστίμου που επιβάλλεται από την Επιτροπή, η Επιτροπή δύναται «να λαμβάνει δικαστικά μέτρα προς είσπραξη του, οπότε το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού διαπίστωσε ότι πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις της Δ.18, θ.1(α) των περί Πολιτικής Δικονομίας Θεσμών[2], προχώρησε και εξέτασε το ουσιαστικότερο ζήτημα, κατά πόσο ο Εφεσείων είχε αποσείσει το βάρος να καταδείξει ότι έχει υπεράσπιση ή να αποκαλύψει τέτοια γεγονότα τα οποία θα μπορούσαν να θεωρηθούν επαρκή για να του δώσουν το δικαίωμα να υπερασπιστεί.

 

Σε σχέση με το πιο πάνω ζήτημα, κατέληξε ότι η επιβολή του επίδικου προστίμου συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη, γεγονός που δεν ήτο υπό αμφισβήτηση, εφόσον ο Εφεσείων είχε καταχωρίσει προσφυγή κατά της επιβολής του εν λόγω προστίμου. Με δεδομένο ότι ο Εφεσείων είχε προβάλει διάφορους ισχυρισμούς που άπτοντο της νομιμότητας της επιβολής του επίδικου προστίμου, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει τη νομιμότητα ή εγκυρότητα της εν λόγω διοικητικής πράξης, επισημαίνοντας, συγχρόνως, ότι η εκκρεμοδικία της προσφυγής του Εφεσείοντα δεν ανέστελλε το δικαίωμα της Εφεσίβλητης να αξιώνει την είσπραξη του προστίμου.

 

Με τον 1ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι είχε ενώπιον του μαρτυρία και ότι στηρίχθηκε σε ανύπαρκτη μαρτυρία. Όπως υποστηρίχθηκε, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του αναφορές από τη γραπτή αγόρευση της Εφεσίβλητης και το τι είχε αποφασιστεί σε άλλη υπόθεση για την ίδια ομνύουσα. Μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης, ο οποίος είναι συναφής, προβάλλεται ότι εσφαλμένα κρίθηκε ότι η ομνύουσα μπορούσε να ορκιστεί θετικά.

 

Σχετικό με τα πιο πάνω είναι το ακόλουθο απόσπασμα από την Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου:

 

«Ερχόμενη τώρα στον ισχυρισμό ότι δεν έχει προσωπική γνώση των γεγονότων και δεν μπορεί να ορκιστεί θετικά σε σχέση με αυτά, σημειώνω ότι ούτε αυτή η εισήγηση ευσταθεί. Και τούτο διότι η ομνύουσα για τους αιτητές ευρίσκεται στην υπηρεσία των αιτητών ως προϊσταμένη του νομικού τμήματος των αιτητών και ως εκ της θέσεως της έχει στην κατοχή της όλα τα πρακτικά συνεδριάσεων, εσωτερικά σημειώματα, έγγραφα, επιστολές, αλληλογραφία και γενικά όλα όσα αφορούν την παρούσα αγωγή. Όπως επίσης αναφέρει, λόγω και πάλι της θέσης της στους αιτητές συμβουλεύει καθημερινά την Επιτροπή και καθοδηγεί όλα τα υπόλοιπα τμήματα της Επιτροπής για την εκτέλεση και διεκπεραίωση των εργασιών της Επιτροπής. Επιπλέον, έχει τη γενική εποπτεία για τα μέτρα που λαμβάνονται για την είσπραξη των οφειλομένων ποσών προς την Επιτροπή. Περαιτέρω γνωρίζει σε ποιο βαθμό βρίσκεται η κάθε υπόθεση καθώς επίσης γνωρίζει κατά πόσο έχει εισπραχθεί το εν λόγω ποσό. Όλα αυτά δεν αμφισβητήθηκαν καθ’ οιονδήποτε τρόπο αφού η ομνύουσα αφενός δεν αντεξετάστηκε, ενώ δεν προβλήθηκε ούτε και οποιοσδήποτε ισχυρισμός στην ένσταση που να αμφισβητεί θετικά τις πιο πάνω θέσεις της. Υπό το φως των πιο πάνω δεν μπορώ παρά να καταλήξω ότι η κα Ιωάννου γνωρίζει όλα τα γεγονότα που συνιστούν την απαίτηση των εναγόντων και μπορεί να ορκιστεί θετικά ως προς αυτά. Εξ άλλου η ίδια ομνύουσα κρίθηκε ικανή ως εκ της θέσεως της να ορκισθεί θετικά ως προς τα γεγονότα στην Marketrends Financial Services Ltd v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (2006) 1 Α.Α.Δ 223 ………………………..»

 

 

Η ως άνω αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου στην υπόθεση Marketrends Financial Services Ltd αναφορικά με το ότι εκεί η ομνύουσα κρίθηκε ικανή να ορκισθεί θετικά είναι, ομολογουμένως, ατυχής. Δεν διαπιστώνουμε, ωστόσο, ότι ήταν αυτός ο λόγος που το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η μαρτυρία της ικανοποιούσε τις απαιτήσεις της  Δ.18, θ.1(α). Η ικανότητα της ομνύουσας να ορκιστεί θετικά κρίθηκε επί τη βάσει των όσων η ομνύουσα είχε δηλώσει στις πρώτες παραγράφους της ένορκης της δήλωσης. Όσον δε αφορά τις νομολογιακές αρχές το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε προηγουμένως, με παραπομπή στις υποθέσεις Stavrinides v. Ceskoslovenska Obchondi Banka A.S. (1972) 1 C.L.R 130, 136-138 και Δημητρίου v. Τράπεζας Κύπρου Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 782, καθοδηγηθεί ορθά για τις περιπτώσεις, όπως η προκείμενη, όπου ο αιτητής είναι νομικό πρόσωπο και, εκ των πραγμάτων, στην ένορκη δήλωση θα προβεί ένα φυσικό πρόσωπο που εργοδοτείται από αυτό, το οποίο, όμως, μπορεί να ορκιστεί θετικά για τα γεγονότα της υπόθεσης και να επιβεβαιώσει τη βάση της αγωγής και το αιτούμενο ποσό και όχι τα όσα αναφέρει να είναι πληροφορίες που πήρε από άλλους ή να στηρίζεται απλώς στα όσα ο ίδιος πιστεύει (βλ., επίσης, Νεάρχου v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) (2005) 1 Α.Α.Δ. 818 και Atlaspantou Co Limited v. Angelos Nicolaides Holdings Limited (2013) 1 Α.Α.Δ. 2553). Διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας το υπό συζήτηση θέμα κινήθηκε ακριβώς εντός των πιο πάνω νομολογιακών κατευθύνσεων.

 

Ως αποτέλεσμα των ανωτέρω ο 1ος και 2ος Λόγος Έφεσης απορρίπτονται.

 

Μέσω του 3ου Λόγου Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της θέσης του Εφεσείοντα ότι η ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση της Εφεσίβλητης ήταν αντικανονική και παράτυπη λόγω του ότι δεν κατονομάζετο το πρόσωπο το οποίο είχε εξουσιοδοτήσει την ομνύουσα να προβεί σε αυτή.

 

Όπως ορθώς επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η σαφέστατη θέση της ομνύουσας στην ένορκη της δήλωση ότι ήταν δεόντως εξουσιοδοτημένη για να προβεί σε αυτή, παρέμεινε «αλώβητη» μετά την καταχώριση της Ένστασης, αφού ο Εφεσείων δεν προέβαλε οποιοδήποτε θετικό ισχυρισμό με τον οποίο να αμφισβητεί την ύπαρξη της εξουσιοδότησης της ομνύουσας. Εν ολίγοις, οι ισχυρισμοί περί παρατυπίας και αντικανονικότητας της ένορκης δήλωσης που συνόδευε την αίτηση, χωρίς την προβολή οποιουδήποτε ισχυρισμού περί ανυπαρξίας εξουσιοδότησης, δεν μπορούσαν, όπως ορθώς κρίθηκε, να αναιρέσουν καθ’ οιονδήποτε τρόπο τη διακηρυχθείσα θέση της ομνύουσας ότι είχε εξουσιοδοτηθεί δεόντως για να προβεί σε αυτή.

 

Δεδομένων των πιο πάνω, ο 3ος Λόγος Έφεσης είναι άνευ ερείσματος και, συνεπώς, απορρίπτεται.

 

Με τον 4ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η υπό κρίση Αγωγή δεν ήταν πρόωρη ή αντικανονική. Και τούτο, όπως υποστηρίχθηκε, στη βάση του ότι, με δεδομένη την εκκρεμοδικία της προσφυγής του Εφεσείοντα, το ποσό προστίμου που του είχε επιβληθεί από την Εφεσίβλητη δεν είχε καταστεί απαιτητό.

 

Εξετάζοντας το πιο πάνω ζήτημα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παραγνώρισε ότι στην υπόθεση    SIGMA RADIO T.V. v. ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ  ΚΥΠΡΟΥ (2009) 1 Α.Α.Δ. 140, την οποία επικαλέστηκε η πλευρά του Εφεσείοντα, είχε αναφερθεί ότι: «λογικό και φρόνιμο είναι να μην καταχωρείται αγωγή προς είσπραξη τέτοιου προστίμου ως αστικού χρέους πριν, είτε παρέλθει η προθεσμία για καταχώριση προσφυγής χωρίς να καταχωρηθεί προσφυγή, είτε κριθεί τελεσιδίκως προσφυγή καταχωρηθείσα κατά της νομιμότητας της αποφάσεως με την οποία επεβλήθη το πρόστιμο. Ουδείς λόγος για σπουδή υφίσταται, απεναντίας δε, όπως δείχνει και η ενώπιον μας έφεση, η αναμονή, την οποία υπαγορεύει η κοινή λογική, προλαμβάνει καθυστέρηση και περιπλοκή των καταστάσεων οι οποίες στο τέλος μπορεί και να ανατραπούν, καθώς και αχρείαστες επιβαρύνσεις εξόδων».  Εξήγησε, ωστόσο, με παραπομπή στη μεταγενέστερη υπόθεση Αντέννα Λτδ v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2010) 1 Α.Α.Δ. 1079, ότι τα πιο πάνω σχόλια δεν αποτελούσαν μέρος του λόγου της απόφασης αλλά εν παρόδω παρατηρήσεις (obiter dicta). Παρέπεμψε, επίσης, στην υπόθεση Marketrends Financial Services Ltd (ανωτέρω) όπου τονίσθηκε ότι «η ρητή αναφορά στο άρθρο 39(4) του Νόμου 64(Ι)/2001 σε δικαίωμα προσφυγής, αναφορικά με αποφάσεις της Επιτροπής, δεν μπορεί να ερμηνευθεί ότι ισοδυναμεί με αναστολή είσπραξης του προστίμου ως αστικού χρέους, όταν έχει καταχωρηθεί προσφυγή. Εάν τέτοια ήταν η πρόθεση του Νομοθέτη, τούτο θα αναμενόταν να αναφερόταν ρητά, με πρόνοια αναστολής είσπραξης του προστίμου».

 

Με βάση τα πιο πάνω, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η καταχώριση προσφυγής δεν αναστέλλει τη διοικητική πράξη επιβολής προστίμου. Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε υπόψη του τη σχετική νομολογία από την οποία προκύπτει ότι, εκτός αν μια διοικητική πράξη ανακληθεί από την αρχή που την εξέδωσε ή ακυρωθεί δικαστικά ή εκδοθεί διάταγμα αναστολής της στο πλαίσιο καταχωρηθείσας προσφυγής, παραμένει σε ισχύ και παράγει έννομα αποτελέσματα (βλ. Ζήνων Χρίστου v. ΕΤΕΚ (1998) 1 Α.Α.Δ. 1847). Συνεπώς ο 4ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Μέσω του 5ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι με την ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση επιβεβαιώνετο αιτία αγωγής. Όπως αναφέρεται στην αιτιολογία του εν λόγω Λόγου, η Εφεσίβλητη προωθούσε διαφορετική θέση σε προγενέστερη αίτηση παραμερισμού του Κλητηρίου ως προς τη βάση αγωγής. Με τον 6ο Λόγο Έφεσης, ο οποίος είναι συναφής, ο Εφεσείων διατείνεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τους λόγους ένστασης αναφορικά με το ότι η Εφεσίβλητη κωλύετο και/ή εμποδίζετο να αιτείται ως η αίτηση της ενόψει του ότι στην προγενέστερη αίτηση διαφοροποίησε την αιτία αγωγής.

 

Όπως αναφέρεται στην υπόθεση Κυριάκου v. Θεράποντα Αναστασίου, Πολιτική Έφεση (2013) 1 Α.Α.Δ. 148,  το μόνο ουσιαστικό που έχει να κάμει ο αιτητής σε αίτηση για συνοπτική απόφαση είναι να επαληθεύσει την απαίτηση με αναφορά στα γεγονότα που εκτίθενται στο Κλητήριο Ένταλμα, ότι ο καθ’ ου η αίτηση εξακολουθεί να οφείλει το ποσό και δεν έχει ουσιαστική υπεράσπιση[3]. Ό,τι, επομένως, έχει σημασία για τους σκοπούς επαλήθευσης του αγώγιμου δικαιώματος είναι η επαλήθευση των σχετικών γεγονότων. Στην υπό συζήτηση περίπτωση με την ένορκη δήλωση που υποστήριζε την αίτηση επιβεβαιώνονταν τα γεγονότα που αναφέρονταν στην Έκθεση Απαίτησης. Εναπόκειτο, δε, στο Δικαστήριο να αποφασίσει τι αιτία αγωγής αποκάλυπταν τα εν λόγω γεγονότα στην ενώπιον του αίτηση. Όπως έχει τονισθεί και στις πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου Χιλιαδάκη v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε381/2016, ημερ. 5/10/2023 και Μπουλούτα v. Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, Πολιτική Έφεση Αρ. Ε68/2017, ημερ. 3/11/2023, οι οποίες αφορούσαν πανομοιότυπο ζήτημα όπως αυτό που προβάλλεται μέσω του πιο πάνω Λόγου Έφεσης, «τι συνέθεταν κατά νόμο τα γεγονότα αυτά, επαφίετο στο πρωτόδικο Δικαστήριο να αποφασίσει για σκοπούς της αίτησης που είχε ενώπιον του». Η παράλειψη καταβολής του διοικητικού προστίμου για το οποίο παρεχόταν στην Εφεσίβλητη αγώγιμο δικαίωμα και δη αστική θεραπεία, συνέθετε, στην προκείμενη περίπτωση, την αιτία αγωγής, όπως ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι υφίστατο.

 

Κατ’ ακολουθίαν των πιο πάνω ο 5ος και 6ος Λόγος Έφεσης δεν είναι βάσιμοι και απορρίπτονται.

 

Μέσω του 7ου Λόγου Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η απόρριψη της θέσης του Εφεσείοντα ότι η καταχώριση της αγωγής από την Εφεσίβλητη και η προσπάθεια είσπραξης των διοικητικών προστίμων συνιστούν παραβίαση των Άρθρων 165-167 του Συντάγματος.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την πιο πάνω θέση αφού επεσήμανε ότι ανάλογο επιχείρημα είχε γίνει στην υπόθεση Αντέννα Λτδ v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2010) 1 Α.Α.Δ. 1079 και απερρίφθη.

 

Η πιο πάνω προσέγγιση είναι απολύτως ορθή. Στην εν λόγω υπόθεση είχε εγερθεί από τους Ενάγοντες ζήτημα αντισυνταγματικότητας στη βάση των Άρθρων 165 - 167 του Συντάγματος, του Νόμου 7(Ι)/1998 και, ειδικότερα, του Άρθρου 41Β(3) του εν λόγω Νόμου το οποίο διαλάμβανε ότι, σε περίπτωση επιβολής προστίμου από την Αρχή Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου δυνάμει του Νόμου 7(Ι)/1998 και παράλειψης καταβολής του, η Αρχή μπορούσε να λαμβάνει δικαστικά μέτρα και να εισπράττει το οφειλόμενο ποσό ως αστικό χρέος οφειλόμενο προς τη Δημοκρατία. Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας τον εν λόγω ισχυρισμό, επεσήμανε τα εξής:

 

«Θέμα συνταγματικότητας του Νόμου 7(Ι)/98 και συμβατότητας της εξουσίας της Αρχής, δυνάμει του Άρθρου 41(β)(3) του Νόμου να λαμβάνει δικαστικά μέτρα και να εισπράττει οφειλόμενα προς αυτήν ποσά ως αστικό χρέος, με τα Άρθρα 165, 166 και 167 του Συντάγματος και του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών, θα μπορούσε να τεθεί μόνο στα πλαίσια αμφισβήτησης της εκτέλεσης διοικητικής πράξης της αρχής να εισπράξει το διοικητικό πρόστιμο ως αστικό χρέος, σύμφωνα με το Νόμο (βλ. απόφαση πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας στην Sigma Radio T.V. Ltd. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134 και απόφαση πλειοψηφίας στην Εκδοτικός Οίκος Δίας Λτδ. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2008) 3 Α.Α.Δ. 445). Πρόκειται για πράξη δημοσίου δικαίου, η οποία προσβάλλεται μόνο ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, εφόσον, όπως υποδείξαμε, είναι το μόνο που έχει αποκλειστική δικαιοδοσία δυνάμει του Άρθρου 146.1 του Συντάγματος.»

 

 

 

Συνεπώς ο 7ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον 8ο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε πλήρη ανάλυση και αξιολόγηση όλων των θέσεων του, γεγονός που καθιστά τρωτή και λανθασμένη την Απόφασή του. Στο πλαίσιο της αιτιολογίας του Λόγου αυτού αναφέρεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν πραγματεύθηκε καθόλου τη θέση του Εφεσείοντα ότι η Εφεσίβλητη κωλύετο να προωθεί την αγωγή και ότι εγείρετο ζήτημα είτε η Δημοκρατία ή ο Γενικός Εισαγγελέας να έπρεπε να εγείρουν την αγωγή, είτε αυτή να καταχωριστεί μέσω του Προέδρου ή του Αντιπροέδρου του Συμβουλίου της Εφεσίβλητης, είτε το ποσό να διεκδικηθεί ως οφειλόμενο στη Δημοκρατία και όχι στην Εφεσίβλητη.

 

Κατά πρώτο, όπως ορθά επισημαίνεται από την Εφεσίβλητη, οι πιο πάνω ισχυρισμοί του Εφεσείοντα δεν αποτέλεσαν συγκεκριμένο λόγο ένστασης, με αποτέλεσμα να μην αναμενόταν οποιαδήποτε ενασχόληση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με τέτοιο ζήτημα. Ως εκ τούτου, ο εν λόγω ισχυρισμός δεν μπορούσε να εξεταστεί και δεν εξετάστηκε πρωτόδικα και, κατ’ επέκταση, δεν μπορεί να εξεταστεί ούτε κατ’ έφεση (βλ. Σοφοκλέους ν. Ταβελούδη κ.ά. (2002) 1 Α.Α.Δ. 92). Εν πάση περιπτώσει, με παραπομπή σε σχετικές πρόνοιες της νομοθεσίας που δίδουν εξουσία στην Εφεσίβλητη, σε περίπτωση παράλειψης πληρωμής ενός διοικητικού προστίμου, να λαμβάνει δικαστικά μέτρα για την είσπραξη του ως αστικό χρέος, στην υπό κρίση περίπτωση το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι η Εφεσίβλητη νομιμοποιείτο στην έγερση της αγωγής εναντίον του Εφεσείοντα και ότι δεν εμποδίζετο, καθ’ οιονδήποτε τρόπο, να αξιώνει το διοικητικό πρόστιμο από τον Εφεσείοντα[4].

 

Επομένως ο 8ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται ως αβάσιμος.

 

Με τον 9ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι δεν έχει εξουσία να αποφασίσει επί των ζητημάτων που άπτονται της νομιμότητας επιβολής του επίδικου προστίμου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ορθά καθοδηγούμενο από τη σχετική επί του θέματος νομολογία, επεσήμανε ότι η εγκυρότητα διοικητικής πράξης ή απόφασης μπορεί να προσβληθεί μόνο με προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο. Με δεδομένο  δε ότι η επίδικη επιβολή προστίμου συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη, το Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εξετάσει ισχυρισμούς που αφορούσαν στην εγκυρότητα και νομιμότητα της επίδικης διοικητικής πράξης.

 

Στην υπόθεση SIGMA RADIO T.V. PUBLIC LTD v. ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ (2007) 1 Α.Α.Δ. 909, το Ανώτατο Δικαστήριο επικυρώνοντας την πρωτόδικη απόφαση για την έκδοση συνοπτικής απόφασης σε αγωγή της Εφεσίβλητης για είσπραξη διοικητικού προστίμου που είχε επιβληθεί στην Εφεσείουσα και το οποίο δεν είχε καταβληθεί, τόνισε τα εξής:

 

«Σύμφωνα με νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου όταν πρόκειται για χρηματικές απαιτήσεις τέτοιας φύσης που αποτελούν εκτελεστή διοικητική πράξη, το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν έχει δικαιοδοσία να εξετάσει τη νομιμότητα τους αφού αποκλειστική δικαιοδοσία έχει το Ανώτατο Δικαστήριο (βλ. μεταξύ άλλων Pouros & Others v. Attorney General (1980) 1 C.L.R. 411, Director of Customs and Excise v. Grecian Hotel (1985) 1 C.L.R. 476, Χρίστου ν. Ε.Τ.Ε.Κ. (1998) 1 Α.Α.Δ. 1847  και Κυριάκου κ.ά. ν. Διευθυντή Τμήματος Τελωνείων (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 589).  Τα νομικά θέματα που εγείρονταν με την ένσταση (αλλά και με την έκθεση υπεράσπισης που είχε ήδη καταχωρηθεί) όπως για παράδειγμα η αντισυνταγματικότητα του Νόμου, η πάσχουσα σύνθεση του συλλογικού οργάνου και γενικά όλοι οι λόγοι για τους οποίους γινόταν ισχυρισμός ότι η επιβολή του προστίμου είναι παράνομη, ήταν κάτι που το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει, επειδή αφορούσε εκτελεστή διοικητική πράξη που αναγόταν στη σφαίρα της αναθεωρητικής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. (Βλ. Sigma Radio T.V. Ltd. κ.ά. v. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2004) 3 Α.Α.Δ. 134, απόφαση της Πλήρους Ολομέλειας, όπου εξετάστηκαν τα θέματα που εγείρονται από τους εφεσείοντες για το παράνομο της απόφασης επιβολής του διοικητικού προστίμου, και στην παρούσα). ………. ……………………………………………………………………

Η πιο πάνω κατάληξη μας υποστηρίζεται και από την υπόθεση Sigma Radio T.V. Ltd ν. Aρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (Αρ.1) (2006)                   1 Α.Α.Δ. 155, που αφορούσε έφεση εναντίον απόφασης του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας με την οποία διέγραψε την έκθεση υπεράσπισης για το λόγο ότι δεν αποκάλυπτε λογική υπεράσπιση και εξέδωσε απόφαση υπέρ της εφεσίβλητης αρχής. Το Εφετείο έκρινε ότι εφόσον τα όσα εγείρονταν με την υπεράσπιση ενέπιπταν στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σύμφωνα με το άρθρο 146 του Συντάγματος το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε εξουσία να τα εξετάσει, με αποτέλεσμα να μην υπήρχε ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου λογική υπεράσπιση. 

Σχετική με το θέμα που εξετάζουμε και αντίθετη με τη θέση των εφεσειόντων, είναι και η υπόθεση Sigma Radio T.V. Ltd. ν. Αρχής Ραδιοτηλεόρασης Κύπρου (2005) 1(Α) Α.Α.Δ 408, όπου, πάνω σε πανομοιότυπα γεγονότα, το εφετείο έκρινε ότι ορθά το πρωτόδικο δικαστήριο εξέδωσε συνοπτική απόφαση.

Στρεφόμενοι στη δική μας υπόθεση, η ορθότητα και νομιμότητα της επιβολής του διοικητικού προστίμου των £15.000 είναι θέμα διοικητικού δικαίου και μπορεί να αμφισβητηθεί μόνο ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου στα πλαίσια προσφυγής με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος. Αν η προσφυγή επιτύχει τότε θα υπάρχει η θεραπεία της αποζημίωσης των αιτητών, είτε με ικανοποίηση τους από την εφεσίβλητη με την επιστροφή των χρημάτων (προστίμου) ή με απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου με βάση το άρθρο 146.6 του Συντάγματος, αν η εφεσίβλητη αρνηθεί να ικανοποιήσει την απαίτησή τους.  Όπως είχαν τα ενώπιον του πρωτόδικου δικαστηρίου γεγονότα, όχι μόνο δεν έδειχναν ότι υπήρχε εκ πρώτης όψης υπεράσπιση, αλλά ούτε και ήσαν τέτοια που να ενδείκνυτο η παραχώρηση άδειας υπεράσπισης της υπόθεσης.»

 

Η πιο πάνω θέση ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο είναι αναρμόδιο να εξετάσει θέματα που άπτονται της νομιμότητας της επιβολής διοικητικού προστίμου, επαναλήφθηκε και στη μεταγενέστερη υπόθεση SIGMA RADIO T.V. PUBLIC LTD v. ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ (2009) 1 Α.Α.Δ. 140, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε τα εξής:

 

     «Ότι μόνο αρμόδιο να αποφασίσει επί της νομιμότητας διοικητικής πράξης είναι το Ανώτατο Δικαστήριο, δυνάμει του Άρθρου 146, είναι αναμφισβήτητο. Στην εξέταση της νομιμότητας της απόφασης της Εφεσίβλητης εξ άλλου αποσκοπούσε και η προσφυγή της Εφεσείουσας. Ως εκ τούτου, η υπεράσπιση της Εφεσείουσας, στην έκταση που αφορούσε τη νομιμότητα της απόφασης της Εφεσίβλητης, δεν μπορούσε να ληφθεί υπόψη για σκοπούς της αίτησης, όχι διότι δεν ήταν "καλή" υπεράσπιση αλλά διότι το Επαρχιακό Δικαστήριο δεν ήταν αρμόδιο να την κρίνει καν. Στο βαθμό λοιπόν που η έφεση αφορά τη νομιμότητα της απόφασης της Εφεσίβλητης δεν έχει έρεισμα.»

 

 

Κατ’ ακολουθίαν των πιο πάνω ο 9ος Λόγος Έφεσης είναι αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Με το 10ο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν αποδέχτηκε τη θέση του ότι η τυχόν έγκριση της αίτησης της Εφεσίβλητης θα συνιστούσε παραβίαση του Άρθρου 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών και ότι θα συνιστούσε παραβίαση των διατάξεων του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος.

 

Ούτε και η πιο πάνω θέση έχει οποιοδήποτε έρεισμα.

 

Στην υπόθεση SIGMA RADIO T.V. PUBLIC LTD v. ΑΡΧΗΣ ΡΑΔΙΟΤΗΛΕΟΡΑΣΗΣ ΚΥΠΡΟΥ (2005) 1 Α.Α.Δ. 408, 415, εξετάστηκε κατά πόσο η διαδικασία έκδοσης συνοπτικής απόφασης παραβιάζει το Άρθρο 30 του Συντάγματος. Αναφέρθηκε ότι:

 

«(α) Η διαδικασία για την έκδοση συνοπτικής απόφασης, η οποία προβλέπεται από τη Δ.18 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, διασφαλίζει το δικαίωμα της δίκαιης δίκης και παρέχει επαρκή εχέγγυα στους διαδίκους για παρουσίαση της υπόθεσης τους μέσα σε καθορισμένα πλαίσια. Συναφώς παρατηρούμε ότι, σύμφωνα με τη νομολογία, μόνο σε υποθέσεις όπου ο εναγόμενος αποτυγχάνει να δείξει ότι έχει συζητήσιμη υπεράσπιση, εκδίδεται συνοπτική απόφαση εναντίον του.»

 

Ως εκ των ανωτέρω, ο 10ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον 11ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι ο Εφεσείων δεν είχε καλή υπεράσπιση.

 

Όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς αποφάσισε ότι ως Επαρχιακό Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να κρίνει τη νομιμότητα και εγκυρότητα εκτελεστής διοικητικής πράξης, όπως ήταν η περίπτωση που είχε ενώπιόν του. Προς τούτο παρέπεμψε στην υπόθεση Takis P. Markides Ltd ν. Γενικού Εισαγγελέα (1997) 1 Α.Α.Δ. 1424, όπου επιβεβαιώθηκε το ανεπίτρεπτο της αναθεώρησης εκτελεστών διοικητικών πράξεων από πολιτικό Δικαστήριο. Λέχθηκε, επίσης, ότι το Άρθρο 146.1 του Συντάγματος αποκλείει την εξέταση άμεσα, έμμεσα ή παρεμπιπτόντως, από οποιοδήποτε άλλο Δικαστήριο, πλην από το Ανώτατο Δικαστήριο (ενώπιον του οποίου, τότε άγονταν οι υποθέσεις του είδους), της νομιμότητας και εγκυρότητας εκτελεστής διοικητικής πράξης και κάθε προπαρασκευαστικής πράξης ή ενέργειας συναφούς προς την έκδοσή της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκανε, επίσης, αναφορά και στις υποθέσεις Philippa Estates Ltd κ.ά. ν. Συμβουλίου Αποχετεύσεων Λεμεσού - Αμαθούντας (2001) 1 Α.Α.Δ. 1026, καθώς και στην υπόθεση Συμβουλίου Εγγραφής Αρχιτεκτόνων και Πολιτικών Μηχανικών ν. Κωνσταντίνου κ.ά. (1994) 3 Α.Α.Δ. 453, όπου υπογραμμίστηκε ότι δεν χωρεί συγχρωτισμός, δηλαδή συνύπαρξη, της αναθεωρητικής και πολιτικής δικαιοδοσίας σε οποιοδήποτε σημείο.

 

Με δεδομένο ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση η επιβολή του διοικητικού προστίμου συνιστούσε εκτελεστή διοικητική πράξη, η νομιμότητα της οποίας δεν μπορούσε να αμφισβητηθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου και, με βάση το Νόμο, η Εφεσίβλητη είχε το δικαίωμα να καταχωρίσει αγωγή για την είσπραξη του, ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο Εφεσείων δεν είχε υπεράσπιση στην αγωγή.

 

Ως εκ των πιο πάνω ο 11ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Μέσω του 12ου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τη θέση του ότι οι Νόμοι και οι πρόνοιες στις οποίες η Εφεσίβλητη βασίστηκε για την έκδοση της διοικητικής πράξης, είναι αντισυνταγματικοί.

 

Όπως πολύ ορθά επισημάνθηκε από την πλευρά της Εφεσίβλητης, θέμα αντισυνταγματικότητας των Νόμων επί των οποίων βασίστηκε η Εφεσίβλητη για την έκδοση της επίδικης διοικητικής πράξης θα μπορούσε να εγερθεί και εξεταστεί μόνο στο πλαίσιο αμφισβήτησης της εν λόγω πράξης στην προσφυγή που ο Εφεσείων καταχώρισε, εφόσον τέτοια ζητήματα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν είχε δικαιοδοσία να εξετάσει.

 

Ως εκ τούτου ο 12ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Με το 13ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε το λόγο ένστασης περί κακοπιστίας και κατάχρησης, εφόσον, όπως υποστηρίχθηκε στην αιτιολογία του εν λόγω Λόγου, με την καταχώριση και προώθηση της αίτησης για συνοπτική απόφαση, η Εφεσίβλητη αποσκοπούσε στην εκθεμελίωση και/ή εξουδετέρωση της έφεσης που ο Εφεσείων είχε καταχωρίσει κατά της προγενέστερης ενδιάμεσης απόφασης, ημερ. 10/5/2016 και αφορούσε το θεμελιακό ζήτημα της δικαιοδοσίας του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας.

 

Εξετάζοντας το πρωτόδικο Δικαστήριο το λόγο ένστασης που αφορούσε στην κακοπιστία και κατάχρηση, με παραπομπή στα όσα είχαν αναφερθεί σε άλλη πρωτόδικη απόφαση στο πλαίσιο της οποίας είχαν εγερθεί τα ίδια ζητήματα, αφού υιοθέτησε την επισήμανση που εκεί έγινε, ότι δηλαδή «ο εναγόμενος είναι ελεύθερος να προχωρήσει την έφεση του ανεξαρτήτως του αποτελέσματος στην παρούσα διαδικασία, ενώ περαιτέρω δεν κατέδειξε μέσα από την επιχειρηματολογία του πως θα επηρεασθεί η πιο πάνω έφεση από την έκδοση συνοπτικής απόφασης», απέρριψε τον πιο πάνω λόγο ένστασης. Συμφωνούμε με την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ο Εφεσείων κανένα λόγο δεν προέβαλε για το πώς θα επηρεάζετο η έφεση του από την έκδοση συνοπτικής απόφασης. Επομένως και ο 13ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Κατά ακολουθίαν όλων των πιο πάνω, ουδείς εκ των Λόγων Έφεσης είναι βάσιμος.

 

Ως εκ τούτου η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα για το ποσό των €3.000, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

 

 

 

                                          Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

                                           Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

                                            Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.



[1] 40.-(1) Απαγορεύεται όπως οποιοδήποτε πρόσωπο, το οποίο προβαίνει σε ανακοίνωση ή δημοσιοποίηση ή κοινοποίηση ή υποβολή στοιχείων ή πληροφοριών, τις οποίες είναι υπόχρεος να ανακοινώνει, δημοσιοποιεί, κοινοποιεί ή υποβάλλει δυνάμει του παρόντος Νόμου ή των δυνάμει αυτού εκδιδόμενων Οδηγιών, να παρέχει και/ή να επιβεβαιώνει ψευδή ή παραπλανητικά στοιχεία ή πληροφορίες και/ή να αποκρύπτει στοιχεία και πληροφορίες.

[2] 1. (a) Where the defendant appears to a writ of summons specially indorsed under Order 2, Rule 6, the plaintiff may on affidavit made by himself, or by any other person who can swear positively to the facts, verifying the cause of action, and the amount claimed (if any), and stating that in his belief there is no defence to the action, apply for judgment for the amount so indorsed, together with interest (if any), or for the recovery of the land (with or without rent), or for the delivering up of a specific chattel, as the case may be, and costs. And judgment for the plaintiff may be given thereupon, unless the defendant shall satisfy the Court that he has a good defence to the action on the merits, or disclose such facts as may be deemed sufficient to entitle him to defend.

[3] Δέστε Annual Practice, 1959, σελ. 258-260 και Annual Practice, 1970, σελ. 124,                        παρ. 14-2-5.

[4] Βλ. Άρθρο 39(2) του περί Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου Νόμου του 2009,                     Ν. 73(Ι)/2009:

(2) Σε περίπτωση παράλειψης καταβολής διοικητικού προστίμου ή χρηματικής πληρωμής που καθορίζεται στα πλαίσια συμβιβασμού, η Επιτροπή δύναται-

 

(α) να λαμβάνει δικαστικά μέτρα προς είσπραξή του, οπότε το οφειλόμενο ποσό εισπράττεται ως αστικό χρέος·

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο