ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                                   (Πολιτική Αίτηση Αρ. 6/2024)

 

16 Φεβρουαρίου, 2024

 

[Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ME TO ΑΡΘΡΟ 155.4 TOY ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ KAI ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 TOY ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. Μ.Π. Α.Τ. [ ], 2. Χ. Δ. Α.Τ. [ ], 3. Ζ.Κ. Α.Τ.[ ] ΚΑΙ 4. Μ.Τ. Α.Τ. [ ] ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΤΥΠΟΥ CERTIORARI

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 1Α, 15, 17 ΚΑΙ 35 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ, ΤΟ ΑΡΘΡΟ 8 ΤΗΣ ΕΣΔΑ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 7, 8, 11 ΚΑΙ 52 ΤΟΥ ΧΑΡΤΗ ΤΩΝ ΘΕΜΕΛΙΩΔΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ ΤΩΝ ΑΝΘΡΩΠΙΝΩΝ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΩΝ, ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3, 4, 6, 7, 8, 9, 10, 11 ΚΑΙ 13 ΤΟΥ Ν.183(Ι)/2007, ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΟΥ ΑΠΟΡΡΗΤΟΥ ΤΗΣ ΙΔΙΩΤΙΚΗΣ ΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΣ ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1996 (92(1)/1996) ΚΑΙ 2015 ΑΡΘΡΑ 1, 2, 3, 4, 21 ΚΑΙ 21(3)(α), ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ Ν.112(Ι)/2004 ΑΡΘΡΑ 100(1) ΚΑΙ 100 ΚΑΙ ΤΗΣ Κ.Δ.Π.607/2007

ΚΑΙ

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΜΕ ΑΡ. 61/2023 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΜΕΣΟΥ, ΗΜΕΡ. 15/11/2023 ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΠΙΤΡΑΠΗΚΕ Η ΠΡΟΣΒΑΣΗ ΚΑΙ/Η ΕΠΙΘΕΩΡΗΣΗ ΚΑΙ/Η ΛΗΨΗ ΣΤΑ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΤΩΝ ΑΙΤΗΤΩΝ

...................

 

Χρ. Πουτζιουρής για Χρίστος Πουτζιουρής & Συνεργάτες ΔΕΠΕ μαζί με Κ. Σιαηλή για Σιαηλής & Σιαηλή ΔΕΠΕ, Α. Γιαλελή, για Kampouri, Gialeli & Co. και Ν. Καντάρα, για Π. Αγγελίδης & Σία ΔΕΠΕ, για τους Αιτητές.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Με την παρούσα Αίτηση οι Αιτητές ζητούν άδεια για την καταχώριση δια κλήσεως αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari αναφορικά με το ένταλμα πρόσβασης σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας ημερ. 15.11.2023 το οποίο εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού.

Οι λόγοι επί των οποίων βασίζεται η Αίτηση συνοψίζονται ως ακολούθως:

(i)    Το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει το προσβαλλόμενο ένταλμα καθότι η ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση δεν αποκαλύπτει εύλογη υποψία σύνδεσης των Αιτητών με τα υπό διερεύνηση αδικήματα και ή με συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία.

 

(ii)   Το προσβαλλόμενο ένταλμα πάσχει από έκδηλη πλάνη νόμου καθότι δεν καταγράφεται σε αυτό οποιαδήποτε εύλογη υποψία σύνδεσης των Αιτητών με τα υπό διερεύνηση αδικήματα και ή με συγκεκριμένη ιδιωτική επικοινωνία.

 

 

(iii)   Το προσβαλλόμενο ένταλμα εκδόθηκε καθ’ υπέρβαση δικαιοδοσίας και ή της αρχής της αναλογικότητας καθότι με αυτό δόθηκε γενική πρόσβαση σε καταγεγραμμένο περιεχόμενο, χωρίς να τεθεί οποιαδήποτε συγκεκριμένη χρονική περίοδος και χωρίς να συγκεκριμενοποιηθεί ποια δεδομένα είναι αναγκαία για τα υπό διερεύνηση αδικήματα.

 

(iv)   Το Επαρχιακό Δικαστήριο εξέδωσε το προσβαλλόμενο ένταλμα καθ’  υπέρβαση του Ν.92(Ι)/1996 καθότι αυτό αφορά και σε τρίτα πρόσωπα τα οποία δεν έδωσαν τη συγκατάθεση τους για την αποκάλυψη των δικών τους συνομιλιών, παραβιάζοντας έτσι το συνταγματικό τους δικαίωμα στην ιδιωτική ζωή.

 

(v)    Το Επαρχιακό Δικαστήριο λανθασμένα βασίστηκε στην αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα ημερ. 14.11.2023 καθότι αυτή ήταν προχρονολογημένη και δεν υποστηριζόταν από την ένορκη δήλωση η οποία καταχωρίστηκε στις 15.11.2023.

 

        Σημειώνεται ότι υπήρχε και λόγος ότι το Επαρχιακό Δικαστήριο στερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει το προσβαλλόμενο ένταλμα καθότι η αίτηση στηρίχθηκε ρητά και ή εξυπακουόμενα στα άρθρα 6-11 του Ν.183(Ι)/2007, ο οποίος συγκρούεται με το εφαρμοστέο Ευρωπαϊκό δίκαιο και τα Άρθρα 15, 17 και 35 του Συντάγματος αναφορικά με την έννοια του όρου «δεδομένα», όπως αποφασίστηκε στην απόφαση της Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου ημερ. 27.10.2021. Αυτός δεν προωθήθηκε, όπως αναφέρθηκε κατά την αγόρευση των Αιτητών.

Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari έχουν επανειλημμένα αναφερθεί στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Χρήσιμη αναφορά γίνεται στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Πέτρου Ευδόκα (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 3018, στην οποία επαναλήφθηκε ότι σε τέτοιας φύσης αιτήσεις, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου. Για να χορηγηθεί άδεια, ο αιτητής θα πρέπει να τεκμηριώσει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Τα προνομιακά εντάλματα χορηγούνται κατ’  εξαίρεση όταν διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, είτε πλάνη περί τον Νόμο, είτε παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης.

        Στην Έκθεση και στην ένορκη δήλωση του Αιτητή 1 οι οποίες συνοδεύουν την Αίτηση, αναφέρεται το ιστορικό των γεγονότων από τη σύλληψη των Αιτητών μέχρι και την παραπομπή τους ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λεμεσού για υπόθεση συνωμοσίας, φόνου εκ προμελέτης, κατοχής όπλων και εκρηκτικών υλών, καθώς και εμπρησμού και κλοπής οχήματος. Ακολούθως επαναλαμβάνονται οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η Αίτηση.

        Η αίτηση για την έκδοση του προσβαλλόμενου εντάλματος, η ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει και το σχετικό πρακτικό – ένταλμα του Δικαστηρίου επισυνάπτονται ως Τεκμήριο 4 στην ένορκη δήλωση του Αιτητή 1.

        Κατ’  αρχάς θα πρέπει να λεχθεί πως η αίτηση φέρει χειρόγραφη ημερομηνία τις «14-11-23» δίπλα από την υπογραφή του Γενικού Εισαγγελέα και ακολουθεί η καταγραφή της ημερομηνίας «15/11/2023» μετά τις λέξεις «καταχωρήθηκε την» και «ορίστηκε την» και η υπογραφή Πρωτοκολλητή. Η ένορκη δήλωση φέρει επίσης ημερομηνία τις «15/11/23 και ώρα 11:04» και ακολουθεί η υπογραφή του Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού. Επομένως, από τα ίδια τα σχετικά έγγραφα διαφαίνεται ότι η αίτηση καταχωρίστηκε την ίδια μέρα με την ένορκη δήλωση και επομένως ο λόγος ότι η αίτηση καταχωρίστηκε πριν την υπογραφή της ένορκης δήλωσης δεν ευσταθεί και κρίνεται αβάσιμος.

        Όπως αναφέρεται στην αίτηση, αυτή βασίζετο αποκλειστικά στα άρθρα 21, 22 και 23(1) του περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμου του 1996, Ν.92(Ι)/1996, όπως και το εκδοθέν προσβαλλόμενο δικαστικό ένταλμα.  

        Επομένως, ο λόγος που αφορά στον Ν.112(Ι)/2004 δεν κρίνεται βάσιμος, εφόσον αυτός ο Νόμος δεν περιλαμβάνεται στη νομική βάση της αίτησης και του προσβαλλόμενου εντάλματος. 

        Το προσβαλλόμενο ένταλμα παραπέμπει ρητώς στο αδίκημα του φόνου εκ προμελέτης με αναφορά στο Άρθρο 17.2Β(α) του Συντάγματος, για το οποίο δικαιολογείται η επέμβαση στο δικαίωμα του απόρρητου της αλληλογραφίας και άλλης επικοινωνίας που κατοχυρώνει το Άρθρο 17.1 του Συντάγματος

        Στο ένταλμα αναφέρεται επίσης ότι αφού το Δικαστήριο ανέγνωσε την αίτηση και την ένορκη δήλωση που τη συνοδεύει, ικανοποιήθηκε ότι «με βάση τα γεγονότα που υποβλήθηκαν» συνέτρεχαν οι τρεις προϋποθέσεις που θέτει ρητώς το άρθρο 23(1)(α)-(γ) του Ν.92(Ι)/1996, τις οποίες και παραθέτει. Το εν λόγω άρθρο προνοεί ως εξής:

«23.(1) Ο ∆ικαστής δύναται να εκδώσει το αναφερόµενο στα άρθρα 21 και 22 δικαστικό ένταλµα, όπως αυτό ζητήθηκε µε την αίτηση ή µε τέτοιες τροποποιήσεις ή µε τέτοιους όρους που ο ίδιος κρίνει αναγκαίους, εάν ικανοποιηθεί ότι, µε βάση τα γεγονότα τα οποία υποβλήθηκαν από τον αιτητή-

(α) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι πρόσωπο διέπραξε, διαπράττει ή αναµένεται να διαπράξει αδίκηµα ή υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα να κινδυνεύει η ασφάλεια της ∆ηµοκρατίας·

(β) υπάρχει εύλογη υποψία ή πιθανότητα ότι συγκεκριµένη ιδιωτική επικοινωνία συνδέεται ή είναι συναφής µε το αδίκηµα ή µε τον κίνδυνο για την ασφάλεια της ∆ηµοκρατίας·

(γ) η έκδοση του δικαστικού εντάλµατος είναι προς το συµφέρον της δικαιοσύνης.»

 

Ακολούθως το Δικαστήριο προχώρησε στην έκδοση του εντάλματος.

 

        Επομένως, προκύπτει πως το Δικαστήριο ανέγνωσε, βασίστηκε, επικαλέστηκε και παρέπεμψε στα γεγονότα όπως αυτά καταγράφονται στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση για να δηλώσει πως ικανοποιήθηκε για την έκδοση του αιτούμενου εντάλματος. Η εισήγηση των Αιτητών πως το Δικαστήριο δεν φαίνεται να προέβη σε εκτίμηση του υλικού που τέθηκε ενώπιον του για να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα για το κατά πόσο δημιουργείται η απαιτούμενη από τον Νόμο υποψία ή πιθανότητα δεν βρίσκει έρεισμα στο ίδιο το περιεχόμενο του εντάλματος.

        Τα γεγονότα, όπως αυτά εκτίθεντο στην ένορκη δήλωση που συνόδευε την αίτηση, πράγματι αποκάλυπταν εύλογη υποψία ή πιθανότητα εμπλοκής των Αιτητών με το υπό διερεύνηση αδίκημα και διασύνδεσης της ιδιωτικής επικοινωνίας τους με το υπό διερεύνηση αδίκημα, καθώς επίσης ότι η έκδοση του αιτούμενου εντάλματος  ήταν προς το συμφέρον της δικαιοσύνης εφόσον αφορούσε στο σοβαρό αδίκημα του φόνου εκ προμελέτης. Στην ένορκη δήλωση αναφέρονται οι συνθήκες εντοπισμού του θύματος, τα ευρήματα για τα αίτια θανάτου από τις εξετάσεις ιατροδικαστών και οι έρευνες που διεξάγοντο στα πλαίσιο διερεύνησης του αδικήματος του φόνου εκ προμελέτης. Με βάση τα εκεί κατονομαζόμενα στοιχεία και μαρτυρίες, δίδεται μια αρκετά λεπτομερής περιγραφή του όλου πλαισίου των γεγονότων μέχρι και τη διαφυγή των δραστών από τον χώρο του εγκλήματος και με ποιον τρόπο ταυτίστηκαν οι Αιτητές ως ύποπτοι για το εν λόγω αδίκημα. Μέσα από την περιγραφή των γεγονότων, δίδεται μια ανάλυση του τρόπου οργάνωσης, συντονισμού και εκτέλεσης του σχεδίου με την εμπλοκή των εκεί κατονομαζόμενων προσώπων, συμπεριλαμβανομένων των Αιτητών, και εξηγείται γιατί εύλογα πιστεύεται ότι το καταγεγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας στις εν λόγω συσκευές τηλεφώνου και κάρτες συνδέεται με το υπό διερεύνηση αδίκημα.

        Πράγματι το περιεχόμενο της ένορκης δήλωσης καταδεικνύει αυτή την εύλογη υποψία και πιθανότητα, η οποία απαιτείται για τους σκοπούς έκδοσης του αιτούμενου εντάλματος δυνάμει του Ν.92(Ι)/1996, χωρίς να ήταν αναγκαία είτε η ρητή αναφορά στο κάθε μέρος της μαρτυρίας το οποίο εύλογα συνδέει τους Αιτητές με το υπό διερεύνηση αδίκημα του φόνου εκ προμελέτης είτε η αναφορά σε εκείνη τη μαρτυρία η οποία εύλογα συνδέει τον καθένα των Αιτητών ξεχωριστά. Από τη στιγμή που η μαρτυρία δημιουργεί εύλογη υποψία ως προς τον ρόλο, την εμπλοκή και την οργάνωση και υλοποίηση ενός συντονισμένου σχεδίου δράσης των Αιτητών, αυτό είναι αρκετό για να δικαιολογήσει την έκδοση του αιτούμενου εντάλματος αναφορικά με τον καθένα των Αιτητών σε σχέση με το υπό διερεύνηση αδίκημα.

        Η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Γ.Χ., Πολ. Αίτηση Αρ. 67/23, ημερ. 8.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:D311, στην οποία οι Αιτητές παρέπεμψαν προς υποστήριξη της παρούσας αίτησης, διαφοροποιείται ως προς τα γεγονότα της από την υπό κρίση περίπτωση. Και τούτο καθότι σε εκείνη την υπόθεση το ένταλμα περιοριζόταν στην έκδοση του για έγκριση της πρόσβασης, επιθεώρησης και λήψης του περιεχομένου ως η αίτηση, και το Δικαστήριο εκεί παρατήρησε πως «Δεν καταδεικνύεται από το περιεχόμενο του ανωτέρω τεκμηρίου ο προβληματισμός του Δικαστηρίου ή αναφορά σε γεγονότα τα οποία να δημιουργούν εύλογη υποψία και τις προϋποθέσεις έκδοσης του εντάλματος». Σημειώνω, για τον σκοπό παρουσίασης ολοκληρωμένης εικόνας, πως στην απόφαση στη δια κλήσεως αίτηση στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Γ.Χ., Πολ. Αίτηση Αρ. 74/2023, ημερ. 18.7.2023, αναφέρθηκε ότι το Δικαστήριο είχε προβεί σε αναφορά στα ενώπιον του τεθέντα γεγονότα και στην ένορκη δήλωση και πως ικανοποιήθηκε για τις δύο πρώτες προϋποθέσεις του άρθρου 23(1)(α) και (β), κάτι το οποίο ήταν σε γνώση και απεκρύβη στο πλαίσιο της μονομερούς αίτησης από τον αιτητή και για τούτο απερρίφθη η αίτηση.

        Χρήσιμη αναφορά γίνεται στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Α.Ρ., Πολ. Αίτηση Αρ. 51/22, ημερ 2.5.2022, στην οποία και πάλι εκεί το πρακτικό του Δικαστηρίου που εξέδωσε το ένταλμα περιορίζεται μόνο στην έκδοση του, χωρίς αναφορά στα γεγονότα και την ενώπιον του Δικαστηρίου μαρτυρία, εξού και κρίθηκε ότι αποκαλύπτετο συζητήσιμη υπόθεση και ήταν δικαιολογημένη η χορήγηση άδειας. Στο πλαίσιο της δια κλήσεως αίτησης, στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Α.Ρ., Πολ. Αίτηση Αρ. 60/22, ημερ. 14.7.2022, το Δικαστήριο εξέδωσε προνομιακό ένταλμα ακύρωσης του εντάλματος σε αυτή τη βάση, χωρίς να είχε καταχωριστεί ένσταση από τον Γενικό Εισαγγελέα.

        Στην υπό κρίση περίπτωση, πριν την έκδοση του εντάλματος το Δικαστήριο προέβη σε αναφορά στα γεγονότα και στην ένορκη δήλωση της αίτησης και ότι ικανοποιήθηκε για τις προϋποθέσεις του εν λόγω άρθρου, επομένως οι συναφείς λόγοι στους οποίους στηρίζεται η Αίτηση κρίνονται αβάσιμοι.

        Αβάσιμοι κρίνονται και οι λόγοι που αφορούν στην παράλειψη συγκεκριμενοποίησης του περιεχομένου της επικοινωνίας και χρονικού προσδιορισμού στο ένταλμα. Και τούτο καθότι στο ίδιο το ένταλμα καθορίζεται ρητώς ότι με αυτό επιτρέπεται η πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη σε περιεχόμενο οποιασδήποτε επικοινωνίας ως περιγράφεται στην αίτηση και βρίσκεται καταγεγραμμένη στα εκεί περιγραφόμενα τεκμήρια «το οποίο συνδέεται ή είναι συναφές με το αδίκημα που αναφέρεται στη σελίδα 1 υπό (1) και (2) της Αίτησης» και επιτρέπεται η πρόσβαση σε δεδομένα, «ως αυτά ορίζονται στο άρθρο 21(3)(α) του Ν.92(Ι)/98, τα οποία συνδέονται με το εν λόγω αδίκημα».

        Επομένως, το ίδιο το ένταλμα περιορίζει την όποια πρόσβαση σε περιεχόμενο το οποίο συνδέεται με το υπό διερεύνηση αδίκημα και το οποίο σαφώς αφορά σε συγκεκριμένο περιεχόμενο και συγκεκριμένη χρονική περίοδο. Ως εκ τούτου, ούτε και η εισήγηση πως με το προσβαλλόμενο ένταλμα ζητείται η αποκάλυψη τηλεφώνων τρίτων προσώπων χωρίς τη συγκατάθεση τους για την αποκάλυψη των ιδιωτικών συνομιλιών και ή κλήσεων τους βρίσκει έρεισμα στο ίδιο το διάταγμα.

        Η πιο πάνω διαπίστωση καθιστά αβάσιμους και τους λόγους που αφορούν στο ότι το προσβαλλόμενο ένταλμα αφορά «όλα αυθαίρετα και γενικώς πρόσωπα τα οποία ουδεμία σχέση και/ή ανάμειξη είχαν με το υπό εξέταση αδίκημα».  

        Με βάση όσα αναφέρονται ανωτέρω, η Αίτηση δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.

 

                                                                             Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο