ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                         

(Πολιτική Έφεση Αρ. E419/2016)

 

 

27 Φεβρουαρίου, 2024

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ ΛΟΪΖΟΥ

                                                        Εφεσείουσα,

ν.

 

ΤΡΑΠΕΖΑ ΚΥΠΡΟΥ ΔΗΜΟΣΙΑ ΕΤΑΙΡΕΙΑ ΛΤΔ

 

                                                                                       Εφεσίβλητης.

……………………

 

Δ. Νικολετόπουλος για Ευστάθιος Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

  

Γ. Γεωργιάδου (κα), για Στέλιος Αμερικάνος Δ.Ε.Π.Ε., για τους Εφεσίβλητους.

 

 

        ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και

 θα δοθεί από τον Δαυίδ, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

       ΔΑΥΙΔ, Δ.:  Η Εφεσείουσα, εναγόμενη 6 στην Αγωγή Αρ.1396/2016, Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, επιδιώκει την ανατροπή της απόφασης του ως άνω Δικαστηρίου, ημερομηνίας 05.12.2016, με την οποία απορρίφθηκε αίτηση της για παραμερισμό και/ή ακύρωση απόφασης που εκδόθηκε σε βάρος της στην ως άνω αγωγή, ημερομηνίας 20.04.2016.

        Μέσω του μοναδικού λόγου έφεσης που προκρίνει, υποστηρίζει ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε και/ή δεν προσέγγισε ορθά τις νομικές αρχές που διέπουν τα ζητήματα παραμερισμού απόφασης υπό το φως των πραγματικών περιστατικών της υπόθεσης. Ειδικότερα, ότι εσφαλμένα και/ή κατά νομική και πραγματική πλάνη εξήγαγε το συμπέρασμα της μη απόδειξης εκ πρώτης όψεως υπόθεσης εκ μέρους της Εφεσείουσας, ενώ αυτή υπήρχε, με αποτέλεσμα να μην παραμερίσει την εκδοθείσα απόφαση, ημερομηνίας 20.04.2016.

        Το ιστορικό της υπόθεσης, σε συντομία, αποκαλύπτει ότι η Εφεσίβλητη Τράπεζα, μέσω της Αγωγής Αρ.1396/16, διεκδικούσε από τους εναγόμενους διάφορα ποσά δυνάμει τραπεζικών και/ή πιστωτικών διευκολύνσεων που τους παραχώρησε, ως επίσης διάταγμα εκποίησης ενυπόθηκου ακινήτου των εναγόμενων 1 και 6, που οι τελευταίοι υποθήκευσαν προς όφελος της, προς εξασφάλιση των ως άνω τραπεζικών και/ή πιστωτικών διευκολύνσεων. Στις 22.03.2016, το Κλητήριο Ένταλμα της ως άνω αγωγής επιδόθηκε στην Εφεσείουσα, ενώ στις 20.04.2016, εκδόθηκε σε βάρος της, ερήμην, απόφαση. Η Εφεσείουσα ενημερώθηκε για την έκδοση της ως άνω σε βάρος της απόφασης, στις 23.5.2016 και στις  06.06.2016, προχώρησε στην καταχώριση αίτησης για παραμερισμό και/ή ακύρωση της απόφασης.

        Σε σχέση με το ζήτημα που προκρίνεται στον μοναδικό λόγο έφεσης, αποτελεί θέση της Εφεσείουσας ότι είχε πολύ καλή υπεράσπιση αφού η Σύμβαση Υποθήκης που υπέγραψε με την Εφεσίβλητη και την εναγόμενη 1 στην Αγωγή Αρ.1396/2016, υπεγράφη συνεπεία απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και δόλιων πράξεων των εναγόμενων 1 και 3 στην ως άνω αγωγή σε βάρος της, οι οποίες καθιστούσαν τη Σύμβαση Υποθήκευσης ακυρώσιμη. Ο λόγος υπογραφής της ως άνω Σύμβασης Υποθήκευσης, προέβαλε, με την οποία η Εφεσείουσα ουσιαστικά εγγυήθηκε δάνειο για τις υποχρεώσεις της εναγόμενης 1, ήταν η υπογραφή μεταξύ της Εφεσείουσας και της εναγόμενης 1, «Συμφωνίας Αντιπαροχής», με την οποία η τελευταία, ανέλαβε την  υποχρέωση όπως με αντάλλαγμα την μεταβίβαση του μεριδίου της Εφεσείουσας στο ενυπόθηκο ακίνητο, να προβεί στην έγκαιρη αποπεράτωση σχετικής οικοδομής και στη μεταβίβαση, επ’ ονόματι της, συγκεκριμένου διαμερίσματος. Ωστόσο, σε μεταγενέστερο στάδιο, η Εφεσείουσα υπέγραψε μαζί με την ως άνω εναγόμενη 1, «Συμφωνία Ανταλλαγής», με την οποία συμφωνήθηκε μεταξύ τους όπως η Εφεσείουσα ανταλλάξει το διαμέρισμα το οποίο θα έπρεπε να της είχε παραδοθεί, με οικία, η οποία θα ανεγειρόταν σε συγκεκριμένο τεμάχιο της εναγόμενης 1 στο Δήμο Ιδαλίου, με επιπρόσθετη καταβολή εκ μέρους της Εφεσείουσας ποσού €111.000,00 πλέον €30.000,00 ως ΦΠΑ, ποσό το οποίο και κατέβαλε. Ενόψει του γεγονότος ότι η εναγόμενη 1 δεν έπραξε οτιδήποτε για έκδοση τίτλου ιδιοκτησίας και εγγραφής της κατοικίας επ’ ονόματι της Εφεσείουσας, όπως και της μεταγενέστερης πληροφόρησης της Εφεσείουσας για το γεγονός ότι η εναγόμενη 1 ουδέποτε υπήρξε εγγεγραμμένος ιδιοκτήτης του ως άνω τεμαχίου στον Δήμο Ιδαλίου και ότι η εν λόγω ακίνητη περιουσία ήταν βεβαρημένη με υποθήκες και δικαστικές αποφάσεις, καθιστώντας αδύνατο να εξασφαλιστεί τίτλος ιδιοκτησίας, απέστειλε επιστολές προς τους υπόλοιπους εναγόμενους στην Αγωγή Αρ.1396/2016 όπως και στην Εφεσίβλητη Τράπεζα, προβάλλοντας τη θέση ότι αποτελούσε το αναίτιο μέρος της Σύμβασης Υποθήκης και ότι η Εφεσίβλητη Τράπεζα θα έπρεπε να απευθυνθεί στους υπεύθυνους για την απάτη σε βάρος της. Πέραν δε της καταγγελίας της υπόθεσης στην Αστυνομία και της υποβολής σχετικού παραπόνου εναντίον των εναγόμενων 1 και 3 στην Αγωγή Αρ.1396/2016 για διάπραξη των αδικημάτων της απάτης και απόσπασης χρημάτων με ψευδείς παραστάσεις, στις 29.12.2015 απέστειλε εκ νέου επιστολή στην Εφεσίβλητη Τράπεζα, με την οποία κατάγγελλε τη «Συμφωνία Αντιπαροχής», προκρίνοντας τη θέση ότι η επίδικη υποθήκη ήταν προϊόν ψευδών παραστάσεων της ως άνω εναγόμενης 1.

        Το Πρωτόδικο Δικαστήριο, κατέληξε ότι η Εφεσείουσα  απέτυχε να καταδείξει συζητήσιμη υπεράσπιση. Σημείωσε, επί τούτου,  ότι η απαίτηση της Τράπεζας εναντίον της Εφεσείουσας, εδράζεται στη Σύμβαση Υποθήκης που δεν είχε άμεση σχέση με τις συναλλαγές της Εφεσείουσας (εναγόμενης 6)  και της εναγόμενης 1 στην Αγωγή Αρ.1396/2016, οι οποίες αφορούσαν αντιπαροχή ή ανταλλαγή ακινήτων. Η Σύμβαση Υποθήκης επί της οποίας στηρίζεται η απαίτηση της Τράπεζας, επισήμανε, καταρτίστηκε πολύ πιο πριν από τη Σύμβαση Ανταλλαγής Ακινήτων, για την οποία η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι υπήρξε θύμα απάτης και ψευδών παραστάσεων από την εναγόμενη 1 στην αγωγή.  Ως εκ τούτου, οι κατ’ ισχυρισμό ψευδείς παραστάσεις της εναγόμενης 1, δεν μπορούν να επηρεάσουν τη νομιμότητα της ήδη προϋπάρχουσας Σύμβασης Υποθήκης. Η τελευταία, σημείωσε, καμία σχέση δεν έχει με την απάτη που η Εφεσείουσα ισχυρίζεται ότι διαπράχθηκε σε μεταγενέστερο στάδιο εναντίον της από την εναγόμενη 1, ενώ οι ισχυρισμοί για δόλο και απάτη, που αφορούν αποκλειστικά την εναγόμενη 1 και όχι την Τράπεζα, δεν μπορούν να προβληθούν ως υπεράσπιση. Με δεδομένη την αποτυχία κατάδειξης συζητήσιμης υπεράσπισης, κατέληξε το Δικαστήριο, η εξέταση του ζητήματος κατά πόσο η Εφεσείουσα δικαιολόγησε επαρκώς τη μη εμφάνιση της στο Δικαστήριο, κατέστη άνευ αντικειμένου και, ως εκ τούτου, δεν απασχόλησε το Δικαστήριο.   

        Έχουμε διεξέλθει και προσεκτικά μελετήσει την προσβαλλόμενη απόφαση. Ομοίως, έχουμε εξετάσει με πολλή προσοχή τις θέσεις, αναφορές και εισηγήσεις των συνηγόρων, τη νομολογία και αυθεντίες στις οποίες παρέπεμψαν όπως και άλλη, σχετική  με το ζήτημα που απασχολεί στην παρούσα.

        Είναι καλά γνωστές οι αρχές οι οποίες διέπουν το ζήτημα παραμερισμού εκδοθείσας απόφασης λόγω μη εμφάνισης στη διαδικασία, στη βάση της Δ.17 θ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών, ως ίσχυαν κατά τον ουσιώδη χρόνο.

        Οι παράμετροι που το Δικαστήριο οφείλει να λάβει υπόψη του στο πλαίσιο της άσκησης της διακριτικής του εξουσίας κατά την κρίση αιτήσεων του είδους, έχουν εξηγηθεί σε σωρεία αποφάσεων. Ο Αιτητής θα πρέπει να παρουσιάσει ότι έχει εκ πρώτης όψεως υπεράσπιση και αφετέρου, να δοθεί επαρκής δικαιολογία για τη μη εμφάνιση του στη διαδικασία (βλ. μεταξύ άλλων Evans v. Bartlam (1937) 2 All E.R. 646, Φυλαχτού ν. Μιχαήλ (1982) 1 Α.Α.Δ. 204, Mine and Quarry Services Ltd v. A. Γεωργίου (Μαύρου) (1993) 1 Α.Α.Δ. 26, Βίκα Πίκο Ντίσκο Λτδ ν. Χάπυ Στρητς Ντίσκο Λτδ (1997) 1 (Α) Α.Α.Δ. 28, Μilouka Motor Trading Ltd v. Χρύσανθου Κούρτη, 1997 1(Β) Α.Α.Δ. 941 και Λευκίδου ν. Κανναουρίδη, (1999) 1(Α) Α.Α.Δ. 528).

        Κατ’ επανάληψη έχει διακηρυχθεί από τη νομολογία, ότι σε αιτήσεις του είδους, το Δικαστήριο, κατά την ενασχόληση του με τον παράγοντα της παρουσίασης εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης, δεν επιτρέπεται να προβεί σε αξιολόγηση και κατάληξη σε συγκεκριμένα και τελικά συμπεράσματα επί των ισχυρισμών και θέσεων που προβάλλονται ως υπεράσπιση. Πρωταρχικό του καθήκον είναι να διακρίνει κατά πόσο αποκαλύπτονται επαρκή θετικά στοιχεία, (merits) ώστε να δικαιολογείται το επανάνοιγμα της υπόθεσης. Ταυτόχρονα, είναι καλά εδραιωμένο πως η αποκάλυψη μιας συζητήσιμης υπεράσπισης, προϋποθέτει την προσκόμιση ή παρουσίαση κάποιων αποδεικτικών στοιχείων και γεγονότων, τα οποία εξυπακούεται ότι εμπεριέχουν κάποιο βαθμό πειστικότητας και τεκμηρίωσης, κατά τρόπο που η διακριτική ευχέρεια του Δικαστηρίου να μην ασκείται επί ματαίω. Το περιορισμένο αυτό βάρος, βρίσκεται στους ώμους των Αιτητών. (Τεγγεράκης v. Δήμου Λευκωσίας (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 289). Στις περιπτώσεις που η προβαλλόμενη υπεράσπιση εξ αντικειμένου δεν έχει τα πιο πάνω χαρακτηριστικά, ελλείποντας έτσι η όποια θεμελίωση της, αναπόδραστα η αίτηση δεν μπορεί να έχει επιτυχή κατάληξη (Πατούρης ν. Hellenic Bank (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2118).

        Με δεδομένη την ως άνω νομολογική προσέγγιση του ζητήματος δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε σφάλμα στην κατάληξη του Πρωτόδικου Δικαστηρίου επί του συζητούμενου. Το τελευταίο, ως ορθά υπέδειξε ασχολούμενο επιμελώς με τα γεγονότα, «Ακόμα και αν κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί ότι η αρχική σύμβαση αντιπαροχής σχετίζεται έστω και έμμεσα με την επίδικη σύμβαση υποθήκης, η δεύτερη σύμβαση ανταλλαγής ακινήτων στην οποία η αιτήτρια επικαλείται απάτη και ψευδείς παραστάσεις από την εναγομένη 1, καμία σχέση δεν έχει με την επίδικη σύμβαση υποθήκης που η αιτήτρια υπέγραψε με την ενάγουσα.» 

        Παρεμβάλλεται πως η επίδικη Σύμβαση Υποθήκευσης στην Αγωγή Αρ.1396/2016, για την οποία δεν αποδίδεται οποιοσδήποτε δόλος στην Εφεσίβλητη Τράπεζα, προϋπήρξε της «Συμφωνίας Ανταλλαγής»  μεταξύ της εφεσείουσας και της εναγόμενης 1, ο καταρτισμός της οποίας, ως διατείνεται η Εφεσείουσα, ήταν το αποτέλεσμα απάτης και ψευδών παραστάσεων εκ μέρους της εναγόμενης 1 στην Αγωγή Αρ.1396/2016 ως άνω αγωγή. 

        Η Εφεσείουσα δεν κατάφερε να υπερβεί το ομολογουμένως χαμηλό ύψος του πήχη για την κατάδειξη, πειστικά, εκ πρώτης όψεως υπεράσπισης. Συνακόλουθα καθ’ όλα δικαιολογημένη και συμπλέουσα με τη σχετική νομολογία υπήρξε η κρίση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου για το ζήτημα.

          Η έφεση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον της Εφεσείουσας και προς όφελος της Εφεσίβλητης, ύψους €2.200 πλέον ΦΠΑ.

 

 

                                                          Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

                                                          Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

                                                          Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 

 

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο