ΕΦΕΤΕΙΟ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση αρ. E50/21)

15 Φεβρουαρίου, 2024

 

 [ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

INVESTAR SPC LTD

Εφεσείουσα/Ενάγουσα

v.

 

INVESTAR INVESTMENTS LTD

Εφεσίβλητης/Εναγόμενης

-----------------------------

 

Σταύρος Παύλου και Κατερίνα Φιλιππίδου (κα), για Πατρίκιος Παύλου & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

Χαρίλαος Βελάρης και Χρίστια Μιχαήλ (κα), για Βελάρης & Βελάρης ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη.

 

-----------------------------

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τη Στυλιανίδου, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

          ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ. Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται απόφαση  Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε η αίτηση των Εφεσειόντων για έκδοση ενδιάμεσων διαταγμάτων στο πλαίσιο αγωγής που καταχώρισαν εναντίον των Εφεσιβλήτων με την οποία αξίωναν πληρωμή ποσού ως οφειλόμενου δυνάμει χρεωστικών ομολόγων και/ή ως αποζημιώσεις για παράβαση σύμβασης.

 

          Με την ως άνω μονομερή αίτηση των Εφεσειόντων ζητούνταν απαγορευτικά διατάγματα για την παγοποίηση των περιουσιακών στοιχείων των Εφεσιβλήτων και διατάγματα αποκάλυψης προς υποβοήθηση των διαταγμάτων παγοποίησης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέδωσε κανένα διάταγμα μονομερώς και αντ’ αυτού έδωσε οδηγίες για την επίδοση της ως άνω μονομερούς αίτησης στους Εφεσίβλητους, οι οποίοι καταχώρισαν ένσταση.

 

          Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά που άκουσε και τις δύο πλευρές, αποφάσισε ότι πληρούνταν όλες οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32 του Περί Δικαστηρίου Νόμου του 1960  για έκδοση των αιτούμενων διαταγμάτων και έκρινε επιπλέον ότι ήταν δίκαιο και εύλογο όπως αυτά εκδοθούν. Παρά ταύτα, έκρινε ότι η περίπτωση ήταν κατάλληλη για απόρριψη της αίτησης λόγω «απόκρυψης» από τους Εφεσείοντες ουσιωδών, κατά την άποψή του, γεγονότων. Έκρινε ότι οι Εφεσείοντες παρέβησαν την υποχρέωση που είχαν για πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη, παραλείποντας να αναφερθούν στο περιεχόμενο της κατά τον ισχυρισμό τους συμφωνίας  ομολογιακού δανείου μεταξύ των διαδίκων ή/και να την καταθέσουν ως Τεκμήριο. Θεώρησε επίσης ότι επρόκειτο για ουσιώδη μαρτυρία, «αφού πιθανό να υπάρχουν σε αυτή όροι και παραπομπή σε διαιτησία, ως ισχυρίζεται η Καθ’ ης και/ή για το ισχύον δίκαιο.» Έκρινε την πιο πάνω διαπίστωσή του καταλυτική για την έκβαση της αίτησης. Θεώρησε ότι η «παράλειψη» των Εφεσειόντων να αποκαλύψουν τα πιο πάνω, τους αποστερούσε εξαρχής το δικαίωμα να αποταθούν στο Δικαστήριο με μονομερή αίτηση, ζητώντας θεραπείες του δικαίου της επιείκειας. Σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, το γεγονός ότι δεν εξασφαλίστηκαν μονομερώς τα διατάγματα, δεν μπορούσε να θεραπεύσει την παράλειψη των Εφεσειόντων, πολύ δε περισσότερο στην κρινόμενη υπόθεση όπου οι Εφεσείοντες τήρησαν μέχρι τέλους την ίδια στάση, στερώντας από το Δικαστήριο σημαντική πληροφόρηση ως προς ουσιώδεις πτυχές της υπόθεσης που άπτονταν της δικαιοδοσίας του να εκδικάσει την ουσία της αγωγής, αφού ούτε στην συμπληρωματική ένορκη δήλωση που καταχώρισαν υπήρχε ρητή αναφορά ως προς τα ως άνω ζητήματα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι παρά τις αναφορές των Εφεσειόντων για την ύπαρξη συμφωνίας ομολογιακού δανείου, απέφυγαν να αποκαλύψουν τους όρους της και αρκέστηκαν να αμφισβητήσουν τη γνησιότητα του εγγράφου που κατέθεσε ως τεκμήριο η Εφεσίβλητη, υποστηρίζοντας παράλληλα πως δεν ήταν αυτή η συμφωνία, στη βάση της οποίας χορηγήθηκε το επίδικο δάνειο. Θεώρησε ότι από τη στάση της Εφεσίβλητης προέκυψαν ερωτήματα τα οποία παρέμειναν αναπάντητα ακόμη και μετά που η αίτηση πήρε την μορφή δια κλήσεως. Παρέθεσε δε στην απόφασή του, τα ερωτήματα που θεώρησε ότι παρέμειναν αναπάντητα, ήτοι το κατά πόσον η συμφωνία δανείου ήταν γραπτή ή προφορική, αν ήταν άλλη από αυτή που διατείνετο η Εφεσίβλητη και την οποία κατέθεσε ως τεκμήριο, και αν υπήρχε στη συμφωνία όρος για παραπομπή σε διαιτησία και για το δίκαιο που διέπει τη συμφωνία.

 

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε λανθασμένα  και/ή ανεπαρκώς την ενώπιον του μαρτυρία και κατέληξε αυθαίρετα και αναιτιολόγητα στο εύρημα ότι υπήρχε κάποια γραπτή συμφωνία ομολογιακού δανείου την οποία οι Εφεσείοντες παρέλειψαν να αποκαλύψουν.

 

Μελετώντας με προσοχή τον φάκελο της υπόθεσης παρατηρούμε ότι διέλαθε της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι Εφεσείοντες με την συμπληρωματική ένορκη δήλωση τους, απάντησαν στο ερώτημα κατά πόσον υπήρχε ρήτρα διαιτησίας στην επικαλούμενη από αυτούς συμφωνία μεταξύ των διαδίκων.

 

Θεωρούμε χρήσιμο στο στάδιο αυτό να αναφερθούμε στους εκατέρωθεν ισχυρισμούς των διαδίκων αναφορικά με το ζήτημα της ρήτρας διαιτησίας. Οι Καθ’ ων η αίτηση - Εφεσίβλητοι,  αμφισβήτησαν τη δικαιοδοσία του Δικαστηρίου λόγω της ύπαρξης κατ’ ισχυρισμό ρήτρας διαιτησίας που περιέχεται σε έγγραφο που κατέθεσαν ως τεκμήριο με την ένσταση τους. Οι Εφεσείοντες με συμπληρωματική ένορκη δήλωση που καταχώρισαν, υποστήριξαν ότι δεν τους είχε δοθεί το εν λόγω έγγραφο εξ ου και τόνισαν ότι δεν το είχαν υπογράψει και ότι δεν γνώριζαν σε οποιοδήποτε ουσιαστικό χρόνο την ύπαρξη της ρήτρας διαιτησίας που αυτό περιλάμβανε.  Ανέφεραν ρητώς ότι δεν είχαν συμφωνήσει με την εν λόγω ρήτρα διαιτησίας. Ήταν δε η θέση τους ότι βάσει των νομικών αρχών που διέπουν το ζήτημα της κατάρτισης συμφωνίας διαιτησίας, και ειδικότερα ότι τέτοια πρέπει να είναι γραπτή, δεν τους δέσμευε η εν λόγω ρήτρα διαιτησίας. Το πλέον ουσιώδες όμως στοιχείο, που διέλαθε της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου είναι ότι συγκεκριμένα, η ομνύουσα στην συμπληρωματική ένορκη δήλωση ξεκαθάρισε ότι το μοναδικό έγγραφο που δόθηκε στους Εφεσείοντες ήταν το έγγραφο το οποίο είχε κατατεθεί εξ αρχής ως τεκμήριο με την ένορκη δήλωση που συνόδευε τη μονομερή αίτηση, το οποίο και δεν συμπεριλάμβανε ρήτρα διαιτησίας. Από όλα τα ως άνω προκύπτει κατά την άποψη μας, ότι η θέση των Εφεσειόντων ήταν πως δεν υπήρχε γραπτή  συμφωνία διαιτησίας η οποία να δέσμευε τους διαδίκους. Επομένως, οι Εφεσείοντες είχαν τοποθετηθεί στο επίμαχο ερώτημα που το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι είχαν αφήσει αναπάντητο ήτοι, στο κατά πόσον στη συμφωνία μεταξύ των μερών υπήρχε όρος για παραπομπή σε διαιτησία.

 

Εν όψει των πιο πάνω ο πρώτος λόγος έφεσης επιτυγχάνει.      

 

Με τον δεύτερο και τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να απορρίψει την αίτηση εφαρμόζοντας τις αρχές αναφορικά με το καθήκον για πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη σε περιπτώσεις, όπως η παρούσα υπόθεση, όπου ενδιάμεσα διατάγματα που ζητούνται μονομερώς δεν εκδίδονται μονομερώς αλλά η μονομερής αίτηση μετατρέπεται σε αίτηση δια κλήσεως.

 

Προτού αναφερθούμε στις σχετικές νομολογιακές αρχές, επισημαίνουμε ότι στην παρούσα υπόθεση με την ένσταση των Εφεσιβλήτων τέθηκε ότι οι Εφεσείοντες επιχειρούσαν να παραπλανήσουν το Δικαστήριο με αναληθείς και/ή αβάσιμους ισχυρισμούς και/ή με συγκάλυψη των πραγματικών γεγονότων της υπόθεσης και ότι δεν αποτάθηκαν στο Δικαστήριο με καθαρά χέρια.

 

Παρατηρούμε  ότι οι πιο πάνω λόγοι ένστασης διαφέρουν ουσιωδώς με τα επιχειρήματα που προωθήθηκαν με τις αγορεύσεις των Εφεσιβλήτων τόσο στην πρωτόδικη διαδικασία όσο και ενώπιον μας. Με τις αγορεύσεις τους, οι Εφεσίβλητοι δεν προωθήσαν τον λόγο ένστασης ότι οι Εφεσείοντες δεν προσήλθαν με καθαρά χέρια. Προώθησαν τη θέση ότι το καθήκον του διαδίκου που αποτείνεται μονομερώς στο Δικαστήριο να αποκαλύψει όλα τα ουσιώδη γεγονότα καλύπτει και την περίπτωση, όπως η παρούσα, όπου ο Αιτητής απευθύνεται στο Δικαστήριο μονομερώς, δεν εξασφαλίζει μονομερές διάταγμα, δίδονται οδηγίες για επίδοση και η αίτηση οδηγείται σε ακρόαση κατόπιν της καταχώρισης της ένστασης από τους Καθ’ ων η αίτηση. Εισηγήθηκαν ότι ο διάδικος που αποτείνεται μονομερώς οφείλει να αποκαλύψει όλα τα ουσιώδη γεγονότα και αν δεν το πράξει σημαίνει ότι δεν προσέρχεται με καθαρά χέρια. Όπως θα επεξηγήσουμε πιο κάτω, τα δύο ζητήματα αν και προσομοιάζουν, ωστόσο διαφέρουν.

 

          Παρατηρούμε επίσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο περιέπλεξε τα δύο πιο πάνω ζητήματα:

 

          Αναφέρθηκε αρχικά σε προσπάθεια παραπλάνησης του Δικαστηρίου ενώ μετέπειτα, χωρίς να διαπιστώσει αν έγινε τέτοια προσπάθεια, συμπέρανε ότι υπήρξε παράβαση του καθήκοντος για πλήρη αποκάλυψη. Τα σχετικά αποσπάσματα από την απόφασή του έχουν ως εξής: 

 

 Κρίνεται, εσφαλμένη η θέση πως η τυχόν προσπάθεια παραπλάνησης του Δικαστηρίου «θεραπεύεται», όταν η Αίτηση επιδοθεί στην άλλη πλευρά, χωρίς να έχουν εκδοθεί μονομερώς τα διατάγματα. Εκείνο που έχει σημασία είναι το κατά πόσο ο Αιτητής απέκρυψε ουσιώδη γεγονότα που θα μπορούσαν να επιδράσουν στην απόφαση του Δικαστηρίου, ανεξάρτητα εάν, τελικώς, δεν εκδόθηκαν μονομερώς τα διατάγματα

 

Και μετέπειτα:

 

 

«Εύλογα συνάγεται από τα πιο πάνω ότι η Αιτήτρια παραλείποντας να αναφερθεί στο περιεχόμενο της κατ’ ισχυρισμό συμφωνίας ομολογιακού δανείου… παρέβη την υποχρέωση που είχε για πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη».

 

Προκύπτει από τη νομολογία που θα παραθέσουμε πιο κάτω ότι στις περιπτώσεις που διατάσσεται η επίδοση της αίτησης, ενώ δεν ισχύουν οι αρχές για πλήρη αποκάλυψη με τον τρόπο που εφαρμόζονται στις μονομερείς αιτήσεις,  εντούτοις εξακολουθεί να ισχύει η γενική υποχρέωση του αιτητή που εφαρμόζεται σε όλες τις αιτήσεις που εδράζονται στο δίκαιο της επιείκειας, ήτοι να προσέλθει στο Δικαστήριο με «καθαρά χέρια». Υποχρέωση που εμπεριέχει το στοιχείο της πρόθεσης παραπλάνησης, κάτι που δεν ισχύει στις περιπτώσεις μη αποκάλυψης σε μονομερείς αιτήσεις που δεν επιδόθηκαν στην άλλη πλευρά, όπου εξετάζεται αντικειμενικά το κατά πόσον η μη αποκάλυψη ήταν ουσιώδης, χωρίς να εξετάζεται η πρόθεση του αιτητή.   

 

 

          Το ζήτημα της εφαρμογής του καθήκοντος πλήρους αποκάλυψης σε περιπτώσεις ως η παρούσα, εξετάστηκε στην Eθνική Tράπεζα της Eλλάδος (Kύπρου) Λτδ v. Nέστωρας Kυριακίδης (2011) 1 ΑΑΔ 816 όπου το Δικαστήριο διέταξε όπως μονομερής αίτηση επιδοθεί στην άλλη πλευρά, ο καθ’ ου η αίτηση καταχώρισε γραπτή ένσταση και εκδόθηκε απαγορευτικό διάταγμα κατόπιν ακρόασης. Με την έφεση τέθηκε ισχυρισμός ότι δεν αποκαλύφθηκε συγκεκριμένο γεγονός. Λέχθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο τα εξής:

 

«Κατ’ αρχάς, το Δικαστήριο δεν εξέταζε αίτηση με τη μονομερή διαδικασία, ώστε να εφαρμόζονται σε όλη τους την έκταση οι σχετικές αρχές για πλήρη αποκάλυψη (βλ. Demstar Limited v. Zim Israel Navigation Co Ltd κ.ά. (1996) 1(Α) Α.Α.Δ. 597 και Ahmad Zein κ.ά. v. Παράσχου Κ. Καμπανελλά Λτδ (2000) 1(Α) Α.Α.Δ. 606). Ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν και οι δύο διάδικοι, οι οποίοι είχαν δικαίωμα να αμφισβητήσουν κάθε στοιχείο που τέθηκε ενώπιόν του.».

 

      Στη συνέχεια το Ανώτατο Δικαστήριο προέβη σε εκτίμηση του ζητήματος που δεν αποκαλύφθηκε και κατέληξε ότι «Δεν προκύπτει ότι το πρωτόδικο δικαστήριο παραπλανήθηκε καθ’ οιονδήποτε τρόπο από τα στοιχεία που είχε ενώπιον του ή ότι έλαβε στοιχεία τα οποία δεν υποστηρίζονταν εκ πρώτης όψεως από μαρτυρία ή ότι άσκησε τη διακριτική του ευχέρεια κατά την έκδοση του επίδικου διατάγματος, κατά τρόπο εσφαλμένο

 

          Διαπιστώνουμε ότι στην Eθνική Tράπεζα της Eλλάδος (ανωτέρω), το Ανώτατο Δικαστήριο επεσήμανε μία διάκριση μεταξύ της εξέτασης του καθήκοντος αποκάλυψης σε περιπτώσεις όπου εξετάζεται ένα διάταγμα το οποίο εκδόθηκε μονομερώς, οπόταν και ισχύουν οι αρχές που τέθηκαν στις Zein  και Demstar, και της εξέτασης του όπου η αίτηση κατέστη δια κλήσεως και οι καθ’ ου είχαν την ευκαιρία να θέσουν όλα τα ζητήματα ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

          Υπενθυμίζεται πως στις Zein και Demstar  αποφασίστηκε ότι  σε υποθέσεις όπου εξετάζεται το κατά πόσον θα παραμεριστεί διάταγμα που εκδόθηκε μονομερώς, το κριτήριο είναι κατά πόσο η μη αποκάλυψη συγκεκριμένων γεγονότων συνιστά, εξ αντικειμένου, ουσιώδους σημασίας στοιχείο για την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας του δικαστηρίου. Η πρόθεση εξαπάτησης δεν αποτελεί προϋπόθεση για την ακύρωση διατάγματος λόγω παράλειψης αποκάλυψης ουσιωδών γεγονότων. Όπως, όμως, θα αναλύσουμε πιο κάτω, όπου γίνεται επίδοση της μονομερούς αίτησης  το στοιχείο της μη αποκάλυψης εξετάζεται με διαφορετικά κριτήρια.

         

Διαφοροποίηση στο εύρος του καθήκοντος αποκάλυψης στην περίπτωση όπου μονομερής αίτηση επιδόθηκε στην άλλη πλευρά, έγινε και στην Μιχαήλ Γαβριέλλα Βαλεντίνα (Αρ. 3) (2012) 1 Α.Α.Δ 1943,  απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου με μονομελή σύνθεση σε  αίτηση για έκδοση προνομιακού εντάλματος certiorari, όπου λέχθηκε ότι η υποχρέωση του αιτητή για αποκάλυψη όπως εφαρμόζεται στη βάσει των αρχών στην Cyprus Trading Corporation Ltd v. Zim Israel Navigation Co. Ltd κ.ά. (1999) 1 Α.Α.Δ. 1168 δεν εφαρμόζεται μετά την επίδοση μονομερούς αίτησης στην άλλη πλευρά.

         

          Στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο κρίνοντας εσφαλμένη τη θέση πως τυχόν προσπάθεια παραπλάνησης του Δικαστηρίου «θεραπεύεται» όταν η αίτηση επιδοθεί στην άλλη πλευρά, αναφέρθηκε στην ROSTOVTSEV ν. SHCHUKIN, Πολιτική ΄Εφεση Αρ. Ε415/2016, 5/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:A282 σχολιάζοντας ότι σε αυτή  παρόμοιο ζήτημα απασχόλησε το Εφετείο και ότι και εκεί δεν είχαν εκδοθεί μονομερώς τα διατάγματα. Πράγματι στην ROSTOVTSEV επιδιώχθηκε ο έλεγχος της ορθότητας ενδιάμεσης απόφασης Επαρχιακού Δικαστηρίου με την οποία εκδόθηκε αριθμός παρεμπιπτόντων διαταγμάτων που αιτήθηκαν με μονομερή αίτηση η οποία όμως, μετά από οδηγίες, εκδικάστηκε inter partes. Σημειώνουμε όμως, ότι στην ROSTOVTSEV το Ανώτατο Δικαστήριο  τοποθετήθηκε όσον αφορά το αξίωμα του δικαίου της επιείκειας σύμφωνα με το οποίο «όποιος επικαλείται την επιείκεια πρέπει να προσέρχεται με καθαρά χέρια» («He who comes to equity must come with clean hands»).

 

Θεωρούμε χρήσιμο να διασαφηνίσουμε ότι όλα τα απαγορευτικά διατάγματα αποτελούν θεραπείες του δικαίου της επιείκειας, είτε αυτά εκδίδονται στο διηνεκές είτε ως παρεμπίπτοντα και είτε εκδίδονται μονομερώς είτε σε διαδικασία inter partes . Οπότε σε όλες τις ως άνω διαδικασίες εξετάζονται από το Δικαστήριο τα αξιώματα του δικαίου της επιείκειας (βλ.  Γιαβρή Στέλλα και Άλλη ν. Σταύρου Πάσιου (2004) 1 ΑΑΔ 125).

 

 

          Όπως αναφέρεται στο Σύγγραμμα Διατάγματα των Ερωτοκρίτου και Αρτέμη, σελ. 60 και 61, το αξίωμα ότι «όποιος επικαλείται την επιείκεια πρέπει να προσέρχεται με καθαρά χέρια»  εφαρμόζεται όπου ο διάδικος επιζητεί θεραπεία του δικαίου της επιείκειας. Η προσοχή εστιάζεται στο παρελθόν, δηλαδή στη μέχρι σήμερον συμπεριφορά του διαδίκου που επιζητεί τη θεραπεία έναντι του άλλου διαδίκου. Αν το δικαστήριο κρίνει ότι η μέχρι σήμερα συμπεριφορά του διαδίκου δεν ήταν η ενδεδειγμένη, το πιθανότερο είναι ότι θα ασκήσει τη διακριτική του ευχέρεια και θα αρνηθεί τη χορήγηση της αιτούμενης θεραπείας. Η απόκρυψη στοιχείων και η ψευδής ένορκη κατάθεση ενώπιον του δικαστηρίου έχουν θεωρηθεί παράγοντες που συνηγορούν υπέρ της μη χορήγησης απαγορευτικού διατάγματος.

         

Προκύπτει και από το πιο πάνω απόσπασμα ότι το αξίωμα για τα καθαρά χέρια (που περιλαμβάνει την υποχρέωση του αιτητή να μην παραπλανά το Δικαστήριο) εφαρμόζεται και στον διάδικο σε αιτήσεις που είναι εξαρχής δια κλήσεως.  Είναι αυτή την υποχρέωση που εξέτασε το Ανώτατο Δικαστήριο στην ROSTOVTSEV  ανωτέρω και όχι τον κανόνα περί πλήρους αποκάλυψης που εφαρμόζεται σε διατάγματα που εκδόθηκαν μονομερώς.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα θεώρησε ότι το αξίωμα για καθαρά χέρια, το οποίο αναφέρθηκε στην ROSTOVTSEV, είναι ταυτόσημο με τον κανόνα της πλήρους αποκάλυψης. Επομένως το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα εφάρμοσε την ROSTOVTSEV στην παρούσα υπόθεση εφόσον δεν προέβη σε κρίση ότι οι Εφεσείοντες δεν προσήλθαν με καθαρά χέρια, αλλά διαπίστωσε μη αποκάλυψη. 

 

          Ο ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσιβλήτων υποστήριξε ότι το εν λόγω αυστηρό καθήκον αποκάλυψης εφαρμόζεται στον αιτητή που επιδιώκει μονομερώς την έκδοση διατάγματος ανεξάρτητα από το αν στο τέλος θα καταφέρει να το εξασφαλίσει μονομερώς ή δια κλήσεως, αναφέροντας ότι είναι η πράξη και η πρόθεση που πρέπει να τιμωρείται. Είμαστε της άποψης ότι αυτή η θέση δεν ευσταθεί.

 

Δεν μας διαφεύγει ότι όπως επισημαίνεται στην αγγλική νομολογία, ο κανόνας περί πλήρους αποκάλυψης εξυπηρετεί και ένα άλλο σκοπό: Επιδρά και ως μέτρο αποτροπής του διάδικου που αιτείται διάταγμα μονομερώς από το να μην προβεί σε πλήρη και ειλικρινή αποκάλυψη (βλ. Brinks-Mat Ltd v Elcombe and others [1988] 3 All ER 188).

 

Σημειώνουμε την ανάγκη διασφάλισης της σοβαρότητας του καθήκοντος των αιτούντων μονομερώς την εξασφάλιση διαταγμάτων για πλήρη αποκάλυψη, όμως είμαστε της άποψης ότι η εφαρμογή της αρχής σαρωτικά, ελλείψει υπαιτιότητας για την μη αποκάλυψη, δεν μπορεί να επενεργήσει ως αυτοτελής λόγος τιμωρίας για απόρριψη αίτησης η οποία εκδικάστηκε κατόπιν ακρόασης και των δύο πλευρών. Σε αυτήν την περίπτωση αυτοτελής λόγος απόρριψης της αίτησης αποτελεί μόνο η παράβαση του αξιώματος της επιείκειας όπως αιτητής προσέλθει με καθαρά χέρια.

 

Τέλος, επισημαίνουμε ότι στην Αγγλία το ζήτημα έχει ρυθμιστεί όπως αναφέρεται στο σύγγραμμα Commercial Injunctions, Steven Gee, εκδόσεις Sweet & Maxwell sixth edition, σελ. 275, με αναφορά σε αγγλική νομολογία:

 

«An applicant in inter partes relief on an application made with notice as required under the CPR, does not have a duty to make full and frank disclosure of material facts, but is under an obligation not to mislead the court, including knowingly».

 

          Συνεπώς,  ο δεύτερος και τρίτος λόγος έφεσης επιτυγχάνουν.

 

Κατόπιν της επιτυχίας των πιο πάνω λόγων έφεσης, καθίσταται άνευ αντικειμένου η εξέταση του τέταρτου λόγου έφεσης.

 

          Εν όψει της επιτυχίας των ως άνω λόγων έφεσης, η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται μαζί με τη σχετική διαταγή ως προς τα έξοδα.

         

Μας απασχόλησε το κατά πόσον η παρούσα είναι περίπτωση όπου ενδείκνυται να εκδώσουμε τα αιτούμενα στην πρωτόδικη διαδικασία διατάγματα (βλ. Ακίνητα Ν & Α Αγρότης Λτδ ν Παναγιώτη Δημητρίου Λτδ (1997) 1 ΑΑΔ 863).

         

Δεδομένης της πιο πάνω κατάληξης μας ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση κρίνοντας ότι υπήρξε παράβαση του κανόνα πλήρους αποκάλυψης και εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι πληρούνται όλες οι προϋποθέσεις του Άρθρου 32, και ότι ήταν εύλογο και δίκαιο να εκδοθούν τα αιτούμενα διατάγματα, κρίνουμε ότι η παρούσα υπόθεση είναι κατάλληλη ώστε να εκδώσουμε τα αιτούμενα στην πρωτόδικη διαδικασία διατάγματα.

 

Ως αποτέλεσμα εκδίδονται τα πιο κάτω διατάγματα:

 

1.   Προσωρινό Απαγορευτικό Διάταγμα με το οποίο να δεσμεύονται τα χρήματα και/ή όλα τα κινητά και/ή ακίνητα περιουσιακά στοιχεία των Καθ’ ων η Αίτηση μέχρι το ποσό των USD 6.400.00,00 και/ή του ισόποσου του σε Ευρώ (€) και/ή το οποίο να απαγορεύει στους Καθ’ ων η Αίτηση και/ή τους αντιπροσώπους, και/ή υπηρέτες, και/ή επαγγελματικούς συμβούλους ή άλλα εξουσιοδοτημένα άτομα που ενεργούν στο όνομα ή για λογαριασμό τους ή στη βάση των οδηγιών τους από το:

 

(i)           Να μεταφέρουν και/ή αποξενώσουν και/ή επιβαρύνουν και/ή δωρίσουν και/ή με οποιοδήποτε τρόπο διαθέσουν οποιαδήποτε χρήματα και/ή περιουσιακά στοιχεία των Καθ’ ων η Αίτηση στην Κύπρο ή το εξωτερικό στο βαθμό που αυτή η διάθεση οδηγεί σε μείωση της περιουσίας τους κάτω από το ποσό των USD 6.400.00,00 και/ή του ισόποσου του σε Ευρώ, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη οποιοδήποτε άλλο ποσό που τυχόν έχει ήδη διαταχθεί και/ή θα διαταχθεί μελλοντικά με δικαστικό διάταγμα να μην αποξενώσουν  ή άλλως πως διαθέσουν οι Καθ’ ων η Αίτηση για οποιαδήποτε άλλη απαίτηση και

 

(ii)   Με οποιοδήποτε τρόπο να διαθέσουν, διαχειριστούν, επιβαρύνουν, αποξενώσουν ή μειώσουν την αξία που έχουν τα περιουσιακά στοιχεία των Καθ’ ων η Αίτηση, στην Κύπρο ή το εξωτερικό κάτω από το πιο πάνω ποσό, μέχρι τελικής αποπεράτωσης της Αγωγής με τον πιο πάνω αριθμό και τίτλο ή μέχρι περαιτέρω και/ή νεότερης διαταγής του Δικαστηρίου.

 

Νοείται ότι η πιο πάνω απαγόρευση θα εφαρμόζεται και θα αφορά σε όλα τα περιουσιακά στοιχεία των Καθ’ ων η Αίτηση, ανεξαρτήτως αν αυτά είναι στο όνομα τους ή όχι, ανεξαρτήτως αν αυτά τους ανήκουν εξ ολοκλήρου ή από κοινού με άλλα πρόσωπα, και ανεξάρτητα αν τους ανήκουν επ’ ωφελεία μόνο. Για τους σκοπούς του παρόντος διατάγματος, τα περιουσιακά στοιχεία των Καθ’ ων η Αίτηση περιλαμβάνουν περιουσιακά στοιχεία τα οποία έχουν τη δυνατότητα και/ή εξουσία, άμεσα ή έμμεσα, να διαθέσουν ή να διαχειριστούν ωσάν να ήταν δικά τους. Οι Καθ’ ων η Αίτηση θεωρούνται ότι έχουν τέτοια δυνατότητα ή εξουσία αν οποιοδήποτε τρίτο πρόσωπο κατέχει ή ελέγχει τα περιουσιακά στοιχεία σύμφωνα και/ή εκ μέρους και/ή για λογαριασμό τους σύμφωνα με τις άμεσες ή έμμεσες οδηγίες τους.

 

Νοείται περαιτέρω ότι:

 

(α)     εάν η συνολική αξία ελευθέρων επιβαρύνσεων ή άλλων  εξασφαλίσεων (η «Ελεύθερη Αξία») των περιουσιακών στοιχείων των Καθ’ ων η Αίτηση υπερβαίνει USD 6.400.000,00 ή το ισόποσό του σε ΕΥΡΩ, οι Καθ’ ων η Αίτηση μπορούν να μεταφέρουν και/ή διαθέσουν και/ή επιβαρύνουν οποιαδήποτε από αυτά τα περιουσιακά τους στοιχεία, νοουμένου ότι η συνολική Ελεύθερη Αξία των περιουσιακών τους στοιχείων παραμένει ίση ή μεγαλύτερη των USD 6.400.000,00 εκατομμυρίων,

 

(β)     το παρόν Διάταγμα δεν απαγορεύει στους Καθ’ ων η Αίτηση από το να ξοδεύουν οποιοδήποτε λογικό ποσό χρημάτων, όχι πέραν του συνολικού ποσού των €10.000 τον μήνα, ή όπως άλλως πως ήθελε καθορίσει με μελλοντικό διάταγμα το δικαστήριο, για την κάλυψη καθημερινών εξόδων και/ή των απολαβών τους ή την αμοιβή των επαγγελματικών τους συμβούλων και/ή για την νομική τους εκπροσώπηση.

 

2.   Διάταγμα Αποκάλυψης προς υποβοήθηση της εφαρμογής του διατάγματος δέσμευσης περιουσίας με το οποίο να διατάσσονται οι Καθ’ ων η Αίτηση και/ή οι αντιπρόσωποι διευθυντές και/ή εξουσιοδοτημένοι αξιωματούχοι και/ή υπηρέτες και/ή υπάλληλοί τους, όπως εντός 20 ημερών από σήμερα, αποκαλύψουν ενόρκως και παραδώσουν στους Αιτητές και στο Δικαστήριο με την κατάρτιση σχετικής Ένορκης Δήλωσης στην οποία να επισυνάπτονται αντίγραφα όλων των σχετικών εγγράφων και/ή πληροφοριών και/ή ηλεκτρονικών δεδομένων και/ή οδηγιών και/ή αλληλογραφίας παραδίδοντας την εν λόγω Ένορκη Δήλωση στον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας και αντίγραφο αυτής στους δικηγόρους των Αιτητών εντός της ανωτέρω καθορισθείσας προθεσμίας:

 

                      i.        Πλήρη και λεπτομερή κατάλογο των περιουσιακών στοιχείων και/ή οποιωνδήποτε χρηματικών ποσών και/ή κινητής και/ή ακίνητης περιουσίας συμπεριλαμβανομένου και οποιουδήποτε μετοχικού κεφαλαίου και/ή οπουδήποτε λογαριασμού κατέχουν οι Καθ’ ων η Αίτηση εντός και εκτός Κύπρου, είτε άμεσα είτε έμμεσα μέσω οποιουδήποτε νομικού ή φυσικού προσώπου και/ή εταιρείας και/ή καταπιστεύματος και/ή άλλως, εξαιρουμένων οποιωνδήποτε περιουσιακών στοιχείων που έχουν αξία κάτω από €1000 το κάθε ένα,

 

                     ii.             Οποιεσδήποτε πληροφορίες για τραπεζικούς λογαριασμούς που ανήκουν άμεσα ή έμμεσα μέσω οποιουδήποτε νομικού ή φυσικού προσώπου και/ή εταιρείας και/ή καταπιστεύματος σε καθένα από τους Καθ’ ων η Αίτηση εντός και εκτός Κύπρου,

 

                    iii.             Οποιεσδήποτε πληροφορίες και/ή έγγραφα που είναι στην κατοχή και/ή εξουσία και/ή έλεγχο των Καθ’ ων η Αίτηση τα οποία αφορούν ή σχετίζονται με το ιδιοκτησιακό καθεστώς οποιουδήποτε καταπιστεύματος έχει συσταθεί και/ή αφορά και/ή στο οποίο έχουν άμεσο και/ή έμμεσο συμφέρον οι Καθ’ ων η Αίτηση και/ή στο οποίο είναι οποιοσδήποτε από αυτούς πραγματικός και/ή τελικός δικαιούχος (Ultimate beneficial owner),

 

                   iv.             Οποιεσδήποτε μεταφορές χρηματικών ποσών και/ή άλλων περιουσιακών στοιχείων αξίας πάνω από €1.000 η κάθε μια, οι οποίες έλαβαν χώρα τους τελευταίους έξι μήνες και να παραδώσουν στοιχεία με τα οποία να αποκαλύπτουν τους παραλήπτες αλλά και το αντάλλαγμα το οποίο δόθηκε από αυτούς και ακολούθως να αποκαλύψουν σε ποιο τραπεζικό λογαριασμό ή άλλως πως έχουν κατατεθεί τα εν λόγω χρηματικά ποσά είτε αυτός είναι στην Κύπρο είτε σε άλλη χώρα.   

 

Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ των Εφεσειόντων και εναντίον των Εφεσιβλήτων, όπως θα υπολογιστούν από τον αρμόδιο Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το αρμόδιο Δικαστήριο.

 

Επιδικάζονται έξοδα της έφεσης ύψους €10.400, πλέον Φ.Π.Α. εάν υπάρχει υπέρ των Εφεσειόντων.

 

 

 

                                                                   Αλ. Παναγιώτου, Δ.

 

 

                                                                   Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

                                                                   Ι. Στυλιανίδου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο