ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 111/2017)

 

 

 13 Μαρτίου, 2024

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

 

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ ΠΑΝΤΕΛΗ

 

Εφεσείων/Ενάγων,

 

ν.

 

 

1.   IACOVOU BROTHERS (CONSTRUCTION) LIMITED

 

 

                                                                   Εφεσίβλητης/Εναγόμενης,

 

               2. ZEMCO CONSTRUCTION LTD

 

 

                                                                   Εφεσίβλητης/Τριτοδιάδικης.

 

_____________________________________________________________________

 

Γ. Λουκαΐδης για Δρ. Α.Π. Ποιητής & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα/Ενάγοντα.

 

Ε. Ανδρέου (κα) για Ανδρέου, Χατζηχριστοφής ΔΕΠΕ, για την                    Εφεσίβλητη 1/Εναγομένη.

 

Λ. Σιακαλλή (κα) για Τάσσος Παπαδόπουλος & Σία ΔΕΠΕ, για την Εφεσίβλητη 2/Τριτοδιάδικη.

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

____________________________________________________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Η πρωτόδικη διαδικασία αφορούσε εργατικό ατύχημα που συνέβη στις 3/6/2009 σε εργοτάξιο στο Βασιλικό.

 

Ο Εφεσείων εργαζόταν ως βοηθός τοπογράφος στην Εφεσίβλητη 1/ Εναγόμενη. Ενώ βρισκόταν σε σημαντικό ύψος από το έδαφος, εκτελώντας εργασία που του ανατέθηκε, συγκεκριμένα τοποθετώντας υψόμετρα και καρφώνοντας καρφιά πάνω σε ξύλινες μορίνες, σε κάποια στιγμή, μορίνα στην οποία κάρφωνε καρφιά έσπασε, με αποτέλεσμα ο Εφεσείων να μην έχει πλέον στήριγμα, να χάσει την ισορροπία του, να πέσει και να υποστεί σωματικές βλάβες.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε κατ’ αρχάς πως, παρά το ότι είχε εκπονηθεί σύστημα ασφάλειας και υγείας στο εργοτάξιο και υπήρχαν κατά τη στιγμή του ατυχήματος τα εποπτεύοντα άτομα και τα αναγκαία μέσα                      που θα καθιστούσαν ασφαλή τη διεξαγωγή των εργασιών, η Eφεσίβλητη 1/ Εναγόμενη, η οποία είχε την ευθύνη εφαρμογής του εν λόγω συστήματος ασφαλείας, παρέλειψε να το εφαρμόσει. Ταυτόχρονα, το πρωτόδικο Δικαστήριο καταλόγισε στον Εφεσείοντα συντρέχουσα αμέλεια στη βάση του ότι είχε και αυτός παραβεί το σύστημα εργασίας, ενώ ήταν εύλογα προβλεπτό ότι η πράξη του εμπεριείχε κινδύνους πτώσης.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η                   ευθύνη ήτο δίκαιο να επιμεριστεί σε ποσοστό 70% για την                         Εφεσίβλητη 1/Εναγόμενη και σε ποσοστό 30% για τον Εφεσείοντα.

 

Ως προς τους τραυματισμούς, δεν υπήρξε αμφισβήτηση ότι ο Εφεσείων συνεπεία του ατυχήματος, είχε υποστεί:

 

·        Κάταγμα του έσω σκληρού της δεξιάς ποδοκνημικής.

·        Μερική ρήξη σκαφομεινοηδούς συνδέσμου.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο επιδίκασε ως γενικές αποζημιώσεις το ποσό των €45.000 επί πλήρους ευθύνης και ποσό €18.790,50 για τις ειδικές ζημιές.

 

Δεν απεδέχθη ότι υπήρχε μείωση της εισοδηματικής ικανότητας του Εφεσείοντα.

 

Όσον αφορά την απώλεια εισοδήματος, επιδικάστηκε στον Εφεσείοντα το ποσό των €11.612, υπολογίζοντας περίοδο έξι μηνών και αφαιρώντας συγκεκριμένα ποσά για φόρο εισοδήματος και εισφορές στις Κοινωνικές Ασφαλίσεις.

 

Η πρωτόδικη Απόφαση προσβάλλεται με επτά συνολικά Λόγους Έφεσης. Στο Εφετήριο αρχικά υπήρχαν οκτώ Λόγοι Έφεσης, όμως, στο πλαίσιο του περιγράμματος του Εφεσείοντα, ο 6ος Λόγος Έφεσης απεσύρθη.

 

Μέσω του 1ου Λόγου Έφεσης προσβάλλεται ο επιμερισμός της ευθύνης για το ατύχημα. Είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι ο Εφεσείων έφερε συντρέχουσα ευθύνη σε ποσοστό 30% και ότι εξέτασε το θέμα της ευθύνης του λανθασμένα και/ή αντίθετα με τις δικογραφημένες θέσεις, τη νομολογία και τη μαρτυρία ενώπιόν του. Μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ως λανθασμένη η αφαίρεση του ποσού των €2.500 από τις αποζημιώσεις που τελικά επιδικάστηκαν για φυσιοθεραπεία υπέρ του Εφεσείοντα και το οποίο ποσό πληρώθηκε από την ασφάλεια των Εναγομένων, ενώ με τον 3ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η μη επιδίκαση του ποσού των €200 που ο Εφεσείων κατέβαλε για φυσιοθεραπεία και για το οποίο εξεδόθη απόδειξη. Με τον 4ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ως λανθασμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων γιατρών και η μη αποδοχή της μαρτυρίας του γιατρού Μ.Ε.2. Μέσω του 5ου Λόγου Έφεσης προσβάλλεται η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρξε μείωση της εισοδηματικής ικανότητας του Εφεσείοντα και η μη επιδίκαση αποζημιώσεων πάνω σε αυτή τη βάση. Με τον 7ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η επιδίκαση ως ειδικών αποζημιώσεων απώλειας εισοδημάτων μόνο για έξι μήνες και όχι η πραγματική απώλεια του Εφεσείοντα που ήταν για την περίοδο από 3/6/2009 μέχρι 8/2/2011, δηλαδή περίοδο 19 μηνών. Μέσω του 8ου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν του επιδίκασε αποζημιώσεις για απώλεια απολαβών για την περίοδο από 8/2/2011 μέχρι και την έκδοση της Απόφασης στις 20/1/2017.

 

Παράλληλα με την Έφεση καταχωρήθηκε και Αντέφεση με την οποία η Εφεσίβλητη 1/Εναγόμενη προσβάλλει την Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να επιρρίψει σε αυτήν ευθύνη (1ος Λόγος Αντέφεσης) και να καταμερίσει σε αυτήν ποσοστό 70% της ευθύνης (2ος Λόγος Αντέφεσης). Ειδικότερα με τον 1ο και 2ο Λόγο Αντέφεσης προβάλλεται ότι η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η Εφεσίβλητη 1 έφερε ευθύνη για το ατύχημα, δεν συνάδει με την προσαχθείσα μαρτυρία και τα ευρήματα του Δικαστηρίου. Προσβάλλεται, επίσης, μέσω της κατ’ ισχυρισμό λανθασμένης αξιολόγησης της δοθείσας μαρτυρίας το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αποδεχθεί τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 καθώς και το εύρημα ότι υπήρξε ολιγωρία από μέρους του Μ.Υ.2 και παράλειψη της Εφεσίβλητης 1 να εφαρμόσει το σύστημα εργασίας. Μέσω του                        3ου Λόγου Αντέφεσης, η Εφεσίβλητη 1 παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα στην τελική του Απόφαση δεν προέβη στη μείωση των επιδικασθέντων ποσών στη βάση της συντρέχουσας αμέλειας του Εφεσείοντα.

 

Προέκυψε ως αδιαμφισβήτητη μαρτυρία η οποία οδήγησε στην εξαγωγή των ανάλογων συμπερασμάτων ότι στο συγκεκριμένο εργοτάξιο στο Βασιλικό όπου επεσυνέβη το επίδικο ατύχημα στο οποίο εργαζόταν ο Εφεσείων, υπάλληλος της Εφεσίβλητης 1, Εργολάβος του Έργου ήταν η Κοινοπραξία Εταιρειών, της Εφεσίβλητης 1 και της Εφεσίβλητης 2. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία,  διατύπωσε τα ευρήματα του σε σχέση με την ευθύνη. Εν πρώτοις, δέχτηκε ότι στο Εργοτάξιο υπήρχε σχέδιο ασφαλείας και ότι την ευθύνη ελέγχου για την ύπαρξη και εφαρμογή των μέτρων ασφαλείας στο χώρο του εργοταξίου την είχαν, εκ μέρους της Εφεσίβλητης 1, η Μηχανικός Λ. Γιασεμή και ο Επιστάτης Μ. Μιχαήλ, Μ.Υ.2. Στην προκείμενη περίπτωση κατέληξε ότι δεν υπήρχαν συλλογικά μέτρα προστασίας για την πρόληψη πτώσεως προσώπων από ύψος, όπως τοποθέτηση σκαλωσιών. Με βάση τη μαρτυρία του Μ.Υ.2, επεσήμανε ότι το πρόγραμμα εργασίας της ημέρας εκπονείτο από το προηγούμενο βράδυ και το πρωινό κάθε εργάσιμης ημέρας δίδονταν οι οδηγίες στους εργαζόμενους. Η Μηχανικός Λ. Γιασεμή και ο Επιστάτης Μ. Μιχαήλ, Μ.Υ.2, γνώριζαν για την εργασία που το συνεργείο των τοπογράφων θα εκτελούσε την ημέρα του ατυχήματος, δηλ. την τοποθέτηση υψομέτρων πάνω σε καλούπι, η οποία ήταν και η πρώτη δουλειά που θα έκαναν εκείνη την ημέρα. Επικαλούμενο τη μαρτυρία του Μ.Υ.2, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι ο ενδεδειγμένος τρόπος τοποθέτησης των υψομέτρων στο σημείο όπου είχε προκληθεί το ατύχημα ήταν η εφαρμογή σκαλωσιάς και η τοποθέτηση ασφαλούς δαπέδου εργασίας, κάτι που είχε γίνει με όλες τις προηγούμενες βάσεις. Στην υπό κρίση περίπτωση ο Μ.Υ.2 δεν φρόντισε να τοποθετηθεί σκαλωσιά στη βάση όπου θα τοποθετούνταν τα υψόμετρα την επίδικη μέρα.  Συμφώνως της μαρτυρίας του Δ. Δημητρίου (Μ.Υ.Τ.1), ο οποίος ήταν τοπογράφος και υπάλληλος της Εφεσίβλητης 2, το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχτηκε ότι οι τοπογράφοι έπαιρναν καθημερινά οδηγίες για την εργασία που θα έκαναν από τον Επιστάτη του εργοταξίου Μ. Μιχαήλ, Μ.Υ.2,  εφόσον ήταν αυτός που ανέθετε καθήκοντα και παρείχε στο Δημητρίου τα μέσα να εργαστεί με την παραχώρηση του ιδίου του Εφεσείοντα, όπως απαιτούσε και η ιεραρχία στο εργοτάξιο και όπως συνέβη και στην προκείμενη περίπτωση. Όντας ο Μιχαήλ, Μ.Υ.2, Εργοδηγός και Επιστάτης, καθοδηγούσε καθημερινά τους εργαζόμενους μέσα στο εργοτάξιο και ανέθετε τις συγκεκριμένες εργασίες που ο κάθε εργαζόμενος ή ομάδα αυτών όφειλε να εκτελέσει, όπως και στην προκείμενη περίπτωση, όπου το συνεργείο των τοπογράφων ήταν υπό την ευθύνη, καθοδήγηση και επίβλεψη του. Απορρίπτοντας μέρος της μαρτυρίας του Μ.Υ.2, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ουδεμία σημασία είχε το γεγονός ότι ο Μ.Υ.2 βρισκόταν σε απόσταση 150 μέτρα μακριά από το σημείο που συνέβη το ατύχημα. Αποτέλεσε περαιτέρω εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, παρά την εκπόνηση στο εργοτάξιο συστήματος ασφάλειας και υγείας και την ύπαρξη σε αυτό των διαθέσιμων και αναγκαίων μέσων, καθώς και των εποπτευόντων προσώπων που θα καθιστούσαν τη διεξαγωγή των εργασιών ασφαλή, εντούτοις η Εφεσίβλητη 1, η οποία είχε την ευθύνη εφαρμογής του εν λόγω συστήματος, παρέλειψε να το εφαρμόσει.

 

Με τα πιο πάνω ως δεδομένα και, αφού αναφέρθηκε στη νομική διάσταση του θέματος της ευθύνης εργοδότη έναντι εργοδοτουμένου, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ως εξής:

 

«Δεν αμφισβητήθηκε από καμιά πλευρά ότι τυπικά είχε εκπονηθεί σύστημα ασφάλειας και υγείας στο εργοτάξιο και υπήρχαν τα εποπτεύοντα άτομα σε αυτό κατά τη στιγμή που επεσυνέβη το ατύχημα. Ακόμα ότι υπήρχαν διαθέσιμα όλα τα αναγκαία μέσα που θα καθιστούσαν τη διεξαγωγή με ασφάλεια των εργασιών. Όμως, οι εναγόμενοι δεν μπορεί να είναι άμοιροι ευθυνών εφόσον αυτοί είχαν την ευθύνη της εφαρμογής του συστήματος ασφαλείας κάτι που στην προκείμενη περίπτωση παρέλειψαν να εφαρμόσουν.»

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε, επίσης, στη διαπίστωση ότι και ο Εφεσείων είχε, συγχρόνως, συντρέχουσα ευθύνη, καθότι ως έμπειρος βοηθός τοπογράφος, εφόσον εργαζόταν για χρόνια στον ίδιο τομέα με            5-6 χρόνια προϋπηρεσία, εκτελώντας μάλιστα ακριβώς την ίδια εργασία στο ίδιο εργοτάξιο το αμέσως προηγούμενο χρονικό διάστημα, δεν μπορούσε να μην έχει, και αυτός, το δικό του μερίδιο ευθύνης. Θα μπορούσε, ως τόνισε το πρωτόδικο Δικαστήριο, να είχε αξιώσει το στήσιμο σκαλωσιάς.

 

Κατέληξε δε ότι η οποιαδήποτε ευθύνη της Εφεσίβλητης 1 θα έπρεπε να περιοριστεί καθότι υπέδειξε και διατηρούσε σύστημα ασφάλειας και υγείας στην εργασία και ο Εφεσείων παρέβη και αυτός το σύστημα εργασίας, ενώ ήταν εύλογα προβλεπτό ότι η πράξη του εμπεριείχε κινδύνους πτώσης.

 

Ως προς τον επιμερισμό της ευθύνης, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού έλαβε υπόψη τις εκατέρωθεν ενέργειες και παραλείψεις, κατέληξε όπως ήδη προαναφέρθηκε, σε επιμερισμό 70% στην Εφεσίβλητη 1 και 30% στον Εφεσείοντα.

 

Τα συστατικά στοιχεία του αστικού αδικήματος της αμέλειας και το εύρος του καθήκοντος επιμέλειας που υπέχει ο εργοδότης προς τους εργοδοτουμένους αποτέλεσαν αντικείμενο εκτενούς ανάλυσης στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Andreas Vrondis & Son (Constructions) Ltd v. Σοφοκλή Παπαλεοντίου, Πολιτική Έφεση Αρ. 189/2011, ημερ. 15/5/2017, ECLI:CY:AD:2017:A177, «Σύμφωνα με τη νομολογία που ερμηνεύει στην ουσία το κοινοδίκαιο, το οποίο εμπεριέχεται στο άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου Κεφ. 148, η υποχρέωση του εργοδότη συναρτάται από τη φύση της εργασίας και τα ιδιαίτερα περιστατικά της υπόθεσης. Η φροντίδα που ο εργοδότης οφείλει προς τον εργοδοτούμενο του κινείται στο πλαίσιο της λογικής και αποτελεί πραγματικό ζήτημα ώστε πέραν των τεθέντων γενικών νομολογιακών αρχών, ότι ο εργοδότης υπέχει βασική υποχρέωση να μην εκθέτει σε περιττούς ή μη αναγκαίους κινδύνους τους υπαλλήλους του, (Χριστοφή ν. Θεοδούλου (2007) 1 Α.Α.Δ. 512), η κάθε υπόθεση πρέπει να εξετάζεται και να αποφασίζεται με βάση τα συγκεκριμένα γεγονότα, (Γιαννάκης Λάμπης ως διαχειριστής της περιουσίας του αποβιώσαντος Ανδρέα Λάμπη ν. Shiptrans Shipping and Trading Agency Ltd (2004) 1 Α.Α.Δ. 370 και L.P. Transbeton Ltd v. Κώστα Σταύρου κ.ά. (2009) 1 Α.Α.Δ. 304)».

 

 Στην υπόθεση L.P. Transbeton Ltd v. Κώστα Σταύρου v. Fysanco Development Ltd, (2009) 1 Α.Α.Δ. 304, οι παράμετροι του καθήκοντος του εργοδότη διατυπώθηκαν ως ακολούθως:

 

«Η υποχρέωση επιμέλειας ενός εργοδότη προς τους εργοδοτουμένους του πηγάζει από το Άρθρο 51 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148,  το οποίο βασίζεται στις αρχές του κοινού δικαίου. Ο εργοδότης έχει βασική υποχρέωση να μην εκθέτει τους εργοδοτούμενους του σε περιττούς ή μη αναγκαίους κινδύνους, να εργοδοτεί ικανό προσωπικό, να παρέχει ασφαλή εξοπλισμό, ασφαλές σύστημα εργασίας και ασφαλή χώρο εργασίας (Δέστε: Χριστοφή κ.ά. v. Θεοδούλου κ.ά. (2007) 1 Α.Α.Δ. 512). Η φύση του καθήκοντος επιμέλειας του εργοδότη προς τους εργοδοτούμενους του αναλύεται και στο σύγγραμμα Clerk & Lindsell on Torts, 14η έκδοση, παράγραφοι 965-971, σελ. 578-592.

 

Το καθήκον του εργοδότη να παρέχει ασφαλές σύστημα εργασίας στους εργοδοτούμενους του εξυπακούει ότι η οργάνωση της εργασίας, η διαδικασία που ακολουθείται κατά την εκτέλεση της εργασίας, τα μέτρα ασφάλειας που λαμβάνονται, ο αριθμός των υπαλλήλων που εργοδοτούνται αλλά και η επίβλεψη που γίνεται, είναι τέτοια που παρέχουν εύλογη προστασία στους εργοδοτούμενους. Η υποχρέωση του εργοδότη επιβάλλει τη λήψη εύλογων μέτρων παροχής συστήματος εργασίας, το οποίο να είναι εύλογα ασφαλές, λαμβανομένων υπόψιν των κινδύνων που είναι κατ' ανάγκην εγγενείς στο όλο εγχείρημα (Δέστε: General Cleaning Contractors Ltd v. Christmas [1953] A.C. 180).

 

Όταν υπάρχει καθήκον  παροχής ασφαλούς συστήματος εργασίας, εκ μέρους του εργοδότη, αυτός δεν επιτελεί το καθήκον του απλά και μόνον παρέχοντας ασφαλές σύστημα εργασίας, αλλά επιπρόσθετα πρέπει να λάβει και εύλογα μέτρα για να διασφαλίσει ότι το σύστημα επιτηρείται και εφαρμόζεται. Αυτό εξυπακούει την παροχή οδηγιών προς τους εργοδοτούμενους και επίσης κάποιας μορφής εποπτεία και επίβλεψη του συστήματος εργασίας.»

 

 

Στην υπόθεση ΑΗΚ ν. Χριστοφόρου (2015) 1 Α.Α.Δ. 193, αναφέρθηκε ότι «είναι καθήκον του εργοδότη να επινοήσει και να υποδείξει ένα κατάλληλο και ασφαλές σύστημα εργασίας». Στην έννοια του όρου «σύστημα εργασίας» περιλαμβάνεται, μεταξύ άλλων, η παροχή οδηγιών, η οργάνωση της εργασίας, η λήψη προφυλάξεων για την ασφάλεια των εργατών και άλλα.

 

Το τι συνιστά ασφαλές σύστημα εργασίας εξηγήθηκε στην υπόθεση Αλεξάνδρου v. Θεόδωρος Κυριάκου & Υιοί Λτδ (1997) 1 Α.Α.Δ. 506 στην οποία, με παραπομπή στο Σύγγραμμα Charlesworth & Percy on Negligence, 8η Έκδοση, παράγραφοι 10-59 και 10-60, αναφέρθηκαν τα εξής (σε μετάφραση στα ελληνικά): 

 

  «"Έννοια του συστήματος εργασίας. Ένα σύστημα εργασίας είναι ο όρος που χρησιμοποιείται για την περιγραφή: (i) της οργάνωσης της εργασίας, (ii) του τρόπου με τον οποίο σκοπείται η εκτέλεση της εργασίας, (iii) της σειράς παροχής οδηγιών (ειδικώς σε άπειρους εργάτες), (iv) της σειράς των γεγονότων, (ν) της λήψης προφυλάξεων για την ασφάλεια των εργατών και σε ποιά στάδια, (vi) του αριθμού των προσώπων που χρειάζονται για την εκτέλεση της εργασίας, (vii) του ρόλου που θα αναλάβει ο καθένας από τους εργοδοτουμένους, (viii) και της στιγμής κατά την οποία θα εκτελέσουν τους αντίστοιχους ρόλους τους.

 

Καθήκο υπόδειξης ασφαλούς συστήματος εργασίας. Αποτελεί ζήτημα πραγματικό το κατά πόσο είναι απαραίτητο να προδιαγραφεί σύστημα εργασίας κάτω από οποιεσδήποτε δοσμένες περιστάσεις. Όταν εξετάζεται ένα τέτοιο ζήτημα πρέπει να λαμβάνεται υπόψη η φύση της εργασίας, δηλαδή το κατά πόσο αυτή χρειάζεται προσεκτική οργάνωση και επίβλεψη, προς το συμφέρον της ασφάλειας εκείνων που την εκτελούν, ή μπορεί να αφεθεί πειστικά από ένα συνετό εργοδότη στην φροντίδα των επί τόπου υπαλλήλων να την εκτελέσουν με τρόπο λογικά ασφαλή. Ακολουθεί ότι ένας εργοδότης υπέχει καθήκον να υποδείξει σύστημα εργασίας έστω και εάν πρόκειται για ένα και μόνο εγχείρημα, εάν κάτι τέτοιο είναι αναγκαίο προς το συμφέρον της ασφάλειας."

 

Λαμβάνουμε υπόψη τη φύση της συγκεκριμένης εργασίας και ιδιαίτερα το γεγονός ότι για την εκτέλεση της ένας έπρεπε είτε να ανεβεί επί της οροφής του βυτίου ή να γυρίσει το βυτίο ούτως ώστε η τρύπα να έρθει στο πλευρό και ο ίδιος ιστάμενος επί του εδάφους ή πατώντας σε ένα σκαμνί ή καρέκλα να εκτελεί την εργασία της οξυγονοκόλλησης. Θεωρούμε ότι η φύση της εργασίας ήταν τέτοια που χρειαζόταν προσεκτική οργάνωση και επίβλεψη, προς το συμφέρον της ασφάλειας όλων εκείνων που την εκτελούσαν. Δεν μπορούσε να αφεθεί στη φροντίδα του εφεσείοντα έστω και αν ο τελευταίος ήταν ένας έμπειρος εργάτης. Ακολουθεί πως η σχετική κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αναγκαιότητα εξασφάλισης ή/και υπόδειξης συστήματος εργασίας ήταν ορθή.»

 

 

Ως προς την απόδοση συντρέχουσας ευθύνης, η θέση που προκύπτει από τη σχετική νομολογία επαναλήφθηκε στην υπόθεση Andreas Vrondis & Son (Constructions) Ltd v. Σοφοκλή Παπαλεοντίου (ανωτέρω), ως ακολούθως:

 

«Η συντρέχουσα αμέλεια που έχει ως αποτέλεσμα τον επιμερισμό της ευθύνης αποτελεί ζήτημα πραγματικό και αποφασίζεται στη βάση της αξιολόγησης της μαρτυρίας και των δεδομένων της κάθε υπόθεσης. Η εναπόθεση συντρέχουσας αμέλειας αποτιμάται στο σύνολο των γεγονότων, ως θέμα νομικής και λογικής συνέπειας. Έχει σημασία η γενεσιουργός αιτία ενός ατυχήματος, η αιτιώδης συνάφεια της επιδεικνυόμενης αμέλειας και του συμβάντος και ο βαθμός φροντίδας και προσοχής που θα πρέπει να επιδειχθεί και από το άλλο εμπλεκόμενο μέρος. (Παναγή ν. Παναγιώτου (2008) 1 Α.Α.Δ. 1267 και Σαμαρά ν. Πιπονίδου (2013) 1 Α.Α.Δ. 629). Το Εφετείο δύναται να επέμβει στον καταμερισμό ευθύνης όπου διαφαίνεται ότι ο καταμερισμός ήταν εμφανώς λανθασμένος. Η συντρέχουσα αμέλεια δεν εδράζεται σε καθήκον επιμέλειας που φέρει ο ενάγων έναντι των εναγομένων, αλλά στο καθήκον περί αυτοπροστασίας, με βάρος απόδειξης που φέρει ο εναγόμενος, (Charlesworth & Perry on Negligence 7η έκδ. σελ. 146-147, παρ. 3-11 και Γεωργική Εταιρεία Πλατώνια Λτδ v. Sharif (2012) 1 Α.Α.Δ. 28).»

 

 

Η κατανομή της ευθύνης γίνεται κάτω από ευρεία σκοπιά, με γνώμονα τη λογική και την κοινή εμπειρία (βλ. Charalambous v. Kassapis (1988) 1 C.L.R. 25). Εφόσον η καθοδήγηση ως προς το δίκαιον είναι ορθή, ο καταμερισμός της αποτελεί κατ’ εξοχήν έργο του πρωτόδικου Δικαστηρίου (βλ. Χριστοδούλου ν. Γρηγορίου (1989) 1(E) A.A.Δ. 178). Μόνο όπου ο καταμερισμός αντιστρατεύεται τα ευρήματα του Δικαστηρίου ή είναι έκδηλα λανθασμένος παρέχεται πεδίο για επέμβαση από το Εφετείο (Ιορδάνου κ.ά. ν. Κυριάκου κ.ά. (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1364, 1373, Metalco (Heaters) Ltd ν. Νεοφύτου κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 211, 229).

 

Αποτέλεσε θέση της Εφεσίβλητης 1 ότι η εκτέλεση των τοπογραφικών εργασιών του έργου είχε ανατεθεί στην Εφεσίβλητη 2 και στο πλαίσιο τούτου ανατέθηκε στον Εφεσείοντα το καθήκον του βοηθού τοπογράφου του Δ. Δημητρίου, υπαλλήλου της Εφεσίβλητης 2.

 

Σε συμφωνία με τα όσα υποστήριξε η πλευρά του Εφεσείοντα, επισημαίνουμε ότι όλα τα εμπλεκόμενα πρόσωπα, πλην του τοπογράφου Δ. Δημητρίου, o οποίος ήταν ο αμέσως προϊστάμενος του Εφεσείοντα, ο Διευθυντής του εργοταξίου, Μ.Υ.4, η υπεύθυνη ασφαλείας Λ. Γιασεμή και ο επιστάτης, Μ.Υ.2, ήταν υπάλληλοι της Εφεσίβλητης 1. Ήταν, επίσης, παραδεκτό ότι το συγκεκριμένο εργοτάξιο στο οποίο εργαζόταν ο Εφεσείων, ήταν κοινοπραξία Εφεσίβλητης 1 και Εφεσίβλητης 2, όπου υπήρχαν υπάλληλοι και των δύο Εταιρειών, με την όλη, όμως, διεύθυνση, επίβλεψη και έλεγχο να βρίσκονται στους ώμους της Εφεσίβλητης 1. Αποτέλεσε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το συνεργείο των τοπογράφων ήταν υπό την ευθύνη, καθοδήγηση και επίβλεψη της Εφεσίβλητης 1 και ότι οδηγίες για την εργασία που θα έκαμναν δίδονταν καθημερινά από τον επιστάτη-εργοδηγό του εργοταξίου, Μ.Υ.2. Άρα, η αναφορά της Εφεσίβλητης 1 περί ανάθεσης της εκτέλεσης των τοπογραφικών εργασιών στην Εφεσίβλητη 2 είναι ανακριβής.

 

Στο πλαίσιο προώθησης της θέσης της περί μη ύπαρξης οποιασδήποτε ευθύνης στην Εφεσίβλητη 1, αυτή υποστήριξε ότι αυτό προέκυψε από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Συγκεκριμένα, με δεδομένο ότι είχε εκπονηθεί από την Εφεσίβλητη 1 σύστημα ασφάλειας και υγείας στο εργοτάξιο, της ύπαρξης στο εργοτάξιο εποπτευόντων ατόμων κατά τη στιγμή του ατυχήματος, καθώς και όλων των αναγκαίων μέσων που θα καθιστούσαν τη διεξαγωγή με ασφάλεια των εργασιών, ήταν η θέση της Εφεσίβλητης 1 ότι δεν θα έπρεπε να αποδοθεί οποιαδήποτε ευθύνη στην ίδια.  Υποστηρίχθηκε, ακόμη, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε το ουσιώδες γεγονός ότι γενεσιουργός αιτία του ατυχήματος ήταν το «σκαρφάλωμα» του Εφεσείοντα στο καλούπι για εκτέλεση της εργασίας του, κατά παράβαση του συστήματος εργασίας της Εφεσίβλητης 1 και παραλείποντας να χρησιμοποιήσει τα συλλογικά μέτρα που παρείχαν για την εκτέλεση της συγκεκριμένης εργασίας του Εφεσείοντα.

 

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω προσέγγιση.

 

Όπως προέκυψε από τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με δεδομένη την απουσία από το χώρο όπου εργαζόταν ο Εφεσείων τόσο του επιστάτη, Μ.Υ.2, όσο και της υπεύθυνης ασφαλείας, Λ. Γιασεμή, ουδεμία επίβλεψη υπήρχε από μέρους της Εφεσίβλητης 1. Επιπλέον, παρέμεινε αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι στην οικοδομή που εργαζόταν ο Εφεσείων δεν υπήρχαν σκαλωσιές. Και τούτο παρά το γεγονός ότι, με βάση τη μαρτυρία που προσκομίστηκε από πλευράς της Εφεσίβλητης 1, μέσω του Μ.Υ.2, υπήρχε παραδοχή ότι θα έπρεπε να είχε τοποθετηθεί σκαλωσιά. Κάτι τέτοιο είναι σαφές ότι δεν έγινε. Ενώ λοιπόν η Εφεσίβλητη 1, μέσω του επιστάτη της Μ.Υ.2 και της Μηχανικού του Έργου, είχαν δώσει οδηγίες στον τοπογράφο Δ. Δημητρίου να τοποθετήσει υψόμετρα πάνω σε καλούπι με βάση πρόγραμμα εργασίας το οποίο διαμορφώνετο από την προηγουμένη, δεν είχαν φροντίσει να τοποθετηθεί, περιμετρικά της οικοδομής, σκαλωσιά.

 

Σε ό,τι αφορά το κατ’ ισχυρισμό «σκαρφάλωμα» του Εφεσείοντα, είναι ορθή η επισήμανση της πλευράς του ότι η εν λόγω περιγραφή δεν ανταποκρίνεται στα αδιαμφισβήτητα γεγονότα σε σχέση με το πώς επεσυνέβη το επίδικο ατύχημα, εφόσον ο Εφεσείων δεν έπεσε από την οικοδομή και τραυματίσθηκε στην προσπάθεια του να ανεβεί πάνω σε αυτή. Ο Εφεσείων έπεσε από ύψος και τραυματίσθηκε ενώ εργαζόταν πάνω στην οικοδομή γιατί μέρος του καλουπιού επί του οποίου στηριζόταν έσπασε με αποτέλεσμα να μην έχει πλέον οποιοδήποτε στήριγμα. Καμία, επομένως, σημασία είχε ο τρόπος που ο Εφεσείων ανέβηκε πάνω στην οικοδομή.

 

Όπως προκύπτει, ο Εφεσείων εκτελώντας τις οδηγίες που η Εφεσίβλητη 1  είχε δώσει στον αμέσως προϊστάμενο του τοπογράφο, Μ.Υ.Τ.1, ανέβηκε μαζί με τον άλλο βοηθό του Δημητρίου πάνω στην οικοδομή για να τοποθετήσει υψόμετρα ενώ δεν είχαν στηθεί, περιμετρικά της οικοδομής, σκαλωσιές. Ενώ, δηλαδή, η Εφεσίβλητη 1 δεν είχε φροντίσει να τοποθετηθεί σκαλωσιά, ο Εφεσείων διετάχθη να τοποθετήσει υψόμετρα πάνω στο καλούπι.

 

Προβλήθηκε, επίσης, από πλευράς Εφεσίβλητης 1 ότι η πτώση του Εφεσείοντα ήταν αποτέλεσμα αυθόρμητης και απρόβλεπτης πράξης του ιδίου να παραβιάσει το σύστημα εργασίας και τις ρητές οδηγίες του εργοδότη του. Επικαλέστηκε προς τούτο την υπόθεση Κυμίσης v. Χρυσοστόμου κ.ά., Πολιτική Έφεση Αρ. 361/2011, ημερ. 24/3/2017, ECLI:CY:AD:2017:A110, ως περίπτωση με παρόμοια γεγονότα.

 

Δεν θεωρούμε ότι η πιο πάνω υπόθεση υποστηρίζει την πιο πάνω επιχειρηματολογία. Τα γεγονότα της εν λόγω υπόθεσης διακρίνονται από αυτά της υπό κρίση υπόθεσης.

 

Στην υπόθεση εκείνη ο Εφεσείων, έμπειρος καλουψιής, είχε λάβει ρητές οδηγίες να στήσει σκαλωσιές, που υπήρχαν στο χώρο εργασίας, προκειμένου να αρχίσει να ξεκαλουπώνει. Αντί αυτού, επέλεξε, παραβιάζοντας τις οδηγίες του εργοδότη του, να χρησιμοποιήσει μεταλλικό βαρέλι, θέτοντας σε κίνδυνο την ασφάλεια του. Στην υπό συζήτηση περίπτωση, επαναλαμβάνουμε, ο Εφεσείων διετάχθη να ανεβεί στην οικοδομή, καθ’ ην στιγμή η Εφεσίβλητη 1 δεν είχε μεριμνήσει για την τοποθέτηση σκαλωσιών.

 

Η πλευρά της Εφεσίβλητης 1 θεωρεί λανθασμένο το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρξε ολιγωρία από μέρους του Μ.Υ.2 στο να φροντίσει να τοποθετηθεί σκαλωσιά στη βάση όπου θα τοποθετούσαν υψόμετρα την ημέρα που επεσυνέβη το ατύχημα. Προσβάλλει δε το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην αποδεχθεί τη μαρτυρία του Μ.Υ.2.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας τη μαρτυρία του Μ.Υ.2, για δύο λόγους δεν απεδέχθη τον ισχυρισμό του τελευταίου πως, αν υπήρχε ενημέρωση από το Δημητρίου για την ετοιμότητα έναρξης της εργασίας του, θα διευθετούσε άμεσα την τοποθέτηση σκαλωσιών από το αρμόδιο συνεργείο. Ο πρώτος λόγος ήταν το γεγονός ότι ο ίδιος ο Μ.Υ.2 είχε αναφέρει ότι το πρόγραμμα εργασιών στο εργοτάξιο έβγαινε από το προηγούμενο βράδυ και το πρωΐ ανατίθεντο οι εργασίες που θα εκτελούνταν. Ως εκ τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε παράδοξο που ο ίδιος ο Μ.Υ.2 δεν γνώριζε ότι οι τοπογράφοι θα έβαζαν, κατά την επίδικη μέρα, τα υψόμετρα σε ξυλότυπο σε ύψος, εργασία που επιβαλλόταν, κατά τον ίδιο, όπως διεξαχθεί πάνω σε σκαλωσιά και σε ασφαλές δάπεδο εργασίας. Ο δεύτερος λόγος ήταν η αποδοχή της μαρτυρίας του Δημητρίου με βάση την οποία προέκυψε ότι οδηγίες καθημερινά για την εργασία που θα έκαναν δίδονταν από τον επιστάτη-εργοδηγό του εργοταξίου που ήταν ο Μ.Υ.2, όπως απαιτούσε και η ιεραρχία και όπως έγινε και στην προκείμενη περίπτωση.

 

Η αξιολόγηση της μαρτυρίας επαφίεται κατά κανόνα στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο είναι σε καλύτερη θέση να κρίνει και να αξιολογήσει τους μάρτυρες αποκομίζοντας την ανάλογη εντύπωση παρακολουθώντας τη δίκη και τις αντιπαραβαλλόμενες θέσεις, ως μέρος της ανθρώπινης εμπειρίας. Το Εφετείο δεν επεμβαίνει, εκτός εάν η αξιολόγηση παρουσιάζεται ως προβληματική, λογικά ανακόλουθη ή πλημμελής. Δεν βρισκόμαστε ενώπιον τέτοιας κατάστασης πραγμάτων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε, ανέλυσε και αντίκρισε τη μαρτυρία του Μ.Υ.2 με πολλή λεπτομέρεια, δίδοντας ικανούς λόγους για τη μη αποδοχή της. Δεν διαπιστώνουμε, επομένως, οτιδήποτε το μεμπτό στην πιο πάνω αξιολόγηση. 

 

Ο Εφεσείων υποστήριξε ότι ο καταμερισμός της ευθύνης στον ίδιο από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν αποτέλεσμα όχι μόνο κακής εφαρμογής των νομολογιακών αρχών, αλλά και σφαλμάτων σε σχέση με τη μαρτυρία που είχε ενώπιον του. Ειδικότερα θεωρεί σφάλμα την αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ενδεχόμενη χρήση σκάλας θα μείωνε τον κίνδυνο και ότι ο Εφεσείων δεν αναζήτησε σκάλα.

 

Είναι ορθή η επισήμανση της πλευράς του Εφεσείοντα ότι, αντίθετα με την ίδια τη μαρτυρία του, στο πλαίσιο της οποίας επανειλημμένα είχε αναφέρει ότι δεν θα μπορούσε να κάνει την εργασία που του ανέθεσαν με τη χρήση σκάλας, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η χρήση σκάλας «θα μείωνε τον κίνδυνο που έθεσε τον εαυτό του». Ορθή, επίσης, ήταν και η επισήμανση ότι ουδόλως διεφάνη η μη χρήση σκάλας να έχει οποιαδήποτε αιτιώδη συνάφεια με την πρόκληση του ατυχήματος αφού ο Εφεσείων δεν έπεσε και τραυματίσθηκε στην προσπάθεια του να ανεβεί στην οικοδομή, αλλά έπεσε ενώ βρισκόταν ήδη πάνω και εργαζόταν. Ως εκ τούτου, το πώς ανέβηκε πάνω στην οικοδομή ουδεμία σημασία είχε.

 

Επιπλέον εξέταση των λεπτομερειών αμελείας της Υπεράσπισης αποκαλύπτει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέδωσε στον Εφεσείοντα ευθύνη για παράλειψη ή ενέργεια που δεν είχε δικογραφηθεί. Είναι ξεκάθαρο ότι ουδεμία αναφορά γίνεται στις λεπτομέρειες αμελείας σε μη χρησιμοποίηση σκάλας (βλ. Τιτώνη v.  Χαρ. Πηλακούτας Λτδ (2001)             1 Α.Α.Δ. 479).

 

Ο Εφεσείων υποστήριξε, ακόμη, ότι λανθασμένα και αντίθετα με τη νομολογία το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ο Εφεσείων θα έπρεπε να αρνηθεί να εκτελέσει την εργασία που του ανετέθη ή να απαιτήσει ο ίδιος το στήσιμο σκαλωσιάς. Όπως συγκεκριμένα τέθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, «και οι ίδιοι οι εργαζόμενοι …. δεν θα πρέπει να αναλαμβάνουν εργασία η οποία ενέχει κινδύνους ή πρωτοβουλία εκτέλεσης τέτοιας εργασίας, παραγνωρίζοντας τους κινδύνους για την ασφάλεια και την υγεία τους» και ότι ο Εφεσείων «θα μπορούσε να είχε αξιώσει το στήσιμο σκαλωσιάς».

 

Στη General Cleaning Contractors Ltd v. Christmas [1952]                  2 All E.R. 1110, τονίστηκε η αρχή του Κοινοδικαίου πως οι εργοδότες δεν εξαιρούνται του καθήκοντος για ένα λογικά ασφαλές σύστημα εργασίας, ακόμη και αν οι εργάτες τους είναι έμπειροι, καταλήγοντας ως εξής: "workmen are not in the position of employersTheir duties are not performed in the calm atmosphere of a board room with the advice of experts.  They have to make their decisions on narrow window sills and other places of danger, and in circumstances in which the dangers are obscured by repetition".

 

Σε ό,τι αφορά την επιλογή που το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι ο Εφεσείων είχε, να απαιτήσει, δηλαδή, το στήσιμο της σκαλωσιάς προτού ανεβεί στην οικοδομή, είναι ορθή η θέση του Εφεσείοντα ότι, με δεδομένο ότι η Εφεσίβλητη 1 δεν είχε φροντίσει να στηθεί σκαλωσιά, κατ’ ουσία μια τέτοια ενέργεια θα ισοδυναμούσε με άρνηση της εκτέλεσης της εργασίας του. Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Kennedy Hotels Ltd v. Μερκούρη, Πολιτική Έφεση Αρ. 59/2013, ημερ. 10/7/2019, ECLI:CY:AD:2019:A298:

 

«……..το περιορισμένο της επιλογής ενός εργαζομένου να συμμορφωθεί στις εντολές του εργοδότη του είναι εν πολλοίς δεδομένο, αναφερόμενο, εν πάση περιπτώσει, στον τρόπο και τα μέσα εκτέλεσης της εργασίας. Όπως ελέχθη από τον Πική, Δ., όπως ήταν τότε, στην United Brickworks Ltd v. Ευαγγέλου (1992) 1 ΑΑΔ 123, «Στην απόδοση συντρέχουσας αμέλειας στον εργαζόμενο, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι έχει περιορισμένη επιλογή ως προς τον τρόπο και τα μέσα με τα οποία εκτελεί την εργασία η οποία του ανατίθεται.» Στην Fysko άλλωστε, τέθηκε με γενικότερους όρους ότι δυνατότητα επιλογής δεν θεωρείται ότι υπάρχει στις περιπτώσεις εργοδοτουμένων που απλώς ανταποκρίνονται στην υποχρέωσή τους για εκτέλεση της εργασίας τους, χωρίς ο,τιδήποτε άλλο.»

 

                  (Ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

 

Στην υπόθεση Fysko Constructing Co. Ltd. ν. Γεωργίου (1991)                          1 Α.Α.Δ. 1064, σημειώθηκε πως ακόμη και γνώση αναφορικά με το δυνητικά επικίνδυνο του τρόπου εκτέλεσης της εργασίας δεν είναι στοιχείο που, από μόνο του, μπορεί να στοιχειοθετήσει συντρέχουσα ευθύνη όταν η ζημιά είχε επέλθει επειδή ο εφεσίβλητος απλώς είχε εκτελέσει την εργασία του, όπως όφειλε να κάμει, αν ήθελε να τη διατηρήσει (Γ. Σοφοκλέους Οικοδομικές Κατασκευές Λτδ ν. Ν. Πουγιούκα, Πολιτική Έφεση Αρ. 16/2014 ημερ. 17/2/2021 και E. Sakkas & Sons Developers Ltd v. Hag Gazim, Πολιτική Έφεση Αρ. 173/2014, ημερ. 15/9/2021).

 

Ο Εφεσείων όφειλε να εκτελέσει την εργασία του, για την οποία ουσιαστικά δεν ασκείτο έλεγχος και πραγματική επίβλεψη. Δεν θα μπορούσε, λοιπόν, ο Εφεσείων, ακόμη και ως έμπειρος εργάτης, να θεωρηθεί υπεύθυνος γιατί έπρεπε να εκτελέσει την ανατεθείσα σ’ αυτόν εργασία. (Κυριάκου ν. Caramondani Bros. Ltd (2001) 1 A.A.Δ. 219, Larner v. British Steel Plc (1993) ICR 551).

 

Στην υπόθεση United Brickworks Ltd v. Ευαγγέλου (1992) 1 Α.Α.Δ. 123 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Στην απόδοση συντρέχουσας αμέλειας στον εργαζόμενο, δεν πρέπει να παραγνωρίζεται ότι έχει περιορισμένη επιλογή ως προς τον τρόπο και τα μέσα με τα οποία εκτελεί την εργασία η οποία του ανατίθεται. Η επιλογή, εξάλλου, την οποία εισηγήθηκε ο δικηγόρος των εφεσειόντων ότι ο εργαζόμενος πάντα έχει να αποχωρήσει από την εργασία του, δεν είναι ενδεχόμενο το οποίο εύκολα αντιμετωπίζει ο εργαζόμενος του οποίου η υλική, η οικογενειακή και κοινωνική ευημερία εξαρτώνται κατά κύριο λόγο από τα οικονομικά μέσα που του παρέχει η εργασία του.»

               

                     (Ο τονισμός είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

Δεν πρέπει, συγχρόνως, να λησμονείται ότι η ευθύνη για τη διασφάλιση ασφαλών συνθηκών εργασίας βαρύνει αποκλειστικά τον εργοδότη και δεν μπορεί να μετατεθεί αυτή η ευθύνη στους ώμους του εργοδοτουμένου. Η παράλειψη τοποθέτησης σκαλωσιάς συνιστούσε παράλειψη οφειλόμενης μέριμνας της Εφεσίβλητης 1. Δεν θα μπορούσε, επομένως, τέτοια παράλειψη να μεταφερθεί στους ώμους του Εφεσείοντα.

 

Κατ’ ακολουθίαν όλων των πιο πάνω ο Λόγος Έφεσης 1 επιτυγχάνει και η πρωτόδικη κατάληξη περί συντρέχουσας αμέλειας του Εφεσείοντα παραμερίζεται. Αναπόδραστη κατάληξη τούτου, είναι η ταυτόχρονη απόρριψη της Αντέφεσης στο σύνολό της.

 

Ως εκ τούτου, στην έκταση που αφορά την ευθύνη, η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόδοση της ευθύνης εξ’ ολοκλήρου στην Εφεσίβλητη 1.

 

Μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αφαίρεσε το ποσό των €2.500 που πληρώθηκε από ασφάλεια της Εφεσίβλητης 1/Εναγόμενης, ενώ σύμφωνα με το Νόμο αυτό δεν λαμβάνεται υπόψη και δεν είναι αφαιρετέο. Ο 3ος Λόγος Έφεσης είναι συναφής και αφορά, όπως και ο 2ος Λόγος Έφεσης, τα έξοδα φυσιοθεραπείας. Μέσω αυτού προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν επιδίκασε το ποσό των €200 που ο Εφεσείων πλήρωσε και για το οποίο εξεδόθη σχετική απόδειξη ως Τεκμήριο 2.

 

Ο Εφεσείων, στο πλαίσιο προώθησης του 2ου Λόγου Έφεσης, ανέφερε ότι το σκεπτικό του Δικαστηρίου να μην επιδικάσει το ποσό των €2.500 επειδή το ποσό αυτό είχε πληρωθεί από την ασφάλεια του Εφεσείοντα, είναι λανθασμένο και σε πλήρη αντίθεση με τις πρόνοιες του Άρθρου 65(α) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148, το οποίο προβλέπει τα ακόλουθα:

 

«65. Κατά τον υπολογισμό της αποζημίωσης που πρέπει να πληρωθεί, εξαιτίας αστικού αδικήματος, δεν λαμβάνεται καθόλου υπόψη οποιοδήποτε ποσό –

 

(α) το οποίο πληρώθηκε ή το οποίο πρέπει να πληρωθεί βάσει σύμβασης ασφάλειας ή ασφάλισης σε σχέση με το αστικό αυτό αδίκημα.»

 

Η πλευρά της Εφεσίβλητης 1 αντικρούοντας τις θέσεις του Εφεσείοντα για το υπό εξέταση ζήτημα υποστήριξε ότι η πληρωμή του ποσού των €2.500 δεν έγινε στο πλαίσιο σύμβασης ασφάλισης που ο Εφεσείων είχε συνάψει, αλλά στο πλαίσιο σύμβασης ασφάλειας που έγινε από την Εφεσίβλητη 1 και που αποτελεί υποχρεωτική από το Νόμο σύμβαση ασφάλειας ευθύνης εργοδότη.

 

Εξέταση προσαχθείσας μαρτυρίας αποκαλύπτει ότι όντως δεν υπήρξε οποιαδήποτε μαρτυρία ότι η πληρωμή του πιο πάνω ποσού είχε γίνει στο πλαίσιο σύμβασης ασφάλισης που ο Εφεσείων είχε συνάψει. Αν υπήρχε τέτοια μαρτυρία, ασφαλώς και θα εφαρμόζονταν οι πρόνοιες του Άρθρου 65(α) του Κεφ. 148. Ως εκ τούτου, ο 2ος Λόγος Έφεσης αποτυγχάνει.

 

Όσον αφορά τον 3ο Λόγο Έφεσης, όπως ορθά επισημαίνεται από την πλευρά του Εφεσείοντα, με βάση τη μαρτυρία του φυσιοθεραπευτή                 Κ. Καλλή, Μ.Ε.1, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχθηκε, για τις πρώτες δέκα φυσιοθεραπείες που είχε διενεργήσει στον Εφεσείοντα και οι οποίες ανέρχοντο στο ποσό των €200, η καταβολή του ποσού αυτού έγινε από τον ίδιο τον Εφεσείοντα, προς τον οποίο εκδόθηκε και σχετική απόδειξη είσπραξης, το Τεκμήριο 2. Ενόψει τούτου, το ποσό των €200 κακώς δεν το επιδίκασε το πρωτόδικο Δικαστήριο και, ως εκ τούτου, ο                        3ος Λόγος Έφεσης είναι βάσιμος και επιτυγχάνει.

 

Μέσω του 4ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε λανθασμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων γιατρών και ότι λανθασμένα δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία του γιατρού που κάλεσε η πλευρά του Εφεσείοντα, Μ.Ε.2. ενώ μέσω του 5ουΛόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι δεν υπήρξε μείωση της εισοδηματικής ικανότητας του Εφεσείοντα. Με τον                  7ο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα του επιδίκασε απώλεια εισοδημάτων μόνο για έξι μήνες και όχι για την περίοδο από 3/6/2009 μέχρι 8/2/2011 που, κατά τον Εφεσείοντα, αποτελούσε την πραγματική του απώλεια.

 

Οι πιο πάνω Λόγοι Έφεσης θα εξετασθούν μαζί.

 

Αρχίζοντας από το ζήτημα της αξιοπιστίας παραπέμπουμε στην πάγια αρχή ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας ανήκει κατ' εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έχει τη δυνατότητα να ακούσει και να παρακολουθήσει τους μάρτυρες ενόσω καταθέτουν.

 

Όπως ελέχθη στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Οικονομίδη, Πολιτική Έφεση Αρ. 94/2013, ημερ. 30/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:D288:

 

 «Ουκ ολίγες φορές έχει λεχθεί ότι θέματα που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων εμπίπτουν εντός της αρμοδιότητας των Πρωτόδικων Δικαστηρίων αφού αυτά είναι που βλέπουν και παρακολουθούν τους μάρτυρες την ώρα που αυτοί καταθέτουν (Ζερβού κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία (2011) 1(Γ) ΑΑΔ, 2192). Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα κρίνεται σε ένα πολύ ευρύ πλαίσιο, περιλαμβάνει δε και την υποκειμενική αντίληψη φιλαλήθειας των μαρτύρων εκ μέρους του εκδικάζοντος Δικαστή (Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ, 407). Ισχυρισμοί ενώπιον του Εφετείου ότι η πρωτόδικη αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη θα πρέπει να τεκμηριώνονται με πειστικά επιχειρήματα. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό για το Πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα συγκεκριμένα ευρήματα αξιοπιστίας, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Επεμβαίνει μόνο όταν αυτά εξ αντικειμένου εμφανίζονται ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα ή συγκρούονται με την κοινή λογική (Ψωμάς ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ, 312) και Μαγκλή ν. Δήμου Γερμασόγειας (1999) 2 ΑΑΔ, 244).Περαιτέρω τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που υπάρχουν στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου, εκτός αν είναι τόσο ουσιώδεις ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία ως αξιόπιστη.»

 

 

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσκομίσθηκε, από πλευράς Εφεσείοντα, η μαρτυρία του χειρουργού ορθοπεδικού- μικροχειρουργού γιατρού Δρ Ι. Καλούδη, Μ.Ε.2, από πλευράς Εφεσίβλητης 1, η μαρτυρία του ειδικού χειρουργού ορθοπεδικού Δρ. Μ. Πηλαβάκη, Μ.Υ.2 και, από πλευράς Εφεσίβλητης 2, η μαρτυρία του χειρουργού ορθοπεδικού Δρ. Η. Γεωργίου, Μ.Υ.Τ.1.

 

Είναι σταθερή η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου ότι η μαρτυρία εμπειρογνώμονα αξιολογείται όπως και κάθε άλλη μαρτυρία. Οι κανόνες αξιολόγησης είναι οι ίδιοι τόσο για τις μαρτυρίες εμπειρογνωμόνων όσο και για τις συνήθεις μαρτυρίες. Ως έχει επισημανθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους ν. Κονναρή (2011) 1 Α.Α.Δ. 2298, αποτελεί βασική και πάγια νομολογιακή αρχή ότι για σκοπούς αξιολόγησης της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων ισχύουν οι ίδιοι κανόνες που ισχύουν στην περίπτωση κάθε άλλου μάρτυρα, πλην του ότι, κατά παρέκκλιση του γενικού κανόνα, εμπειρογνώμονες δύνανται να εκφέρουν γνώμη στον τομέα ειδίκευσής τους. Το καθήκον του εμπειρογνώμονα είναι να εφοδιάσει το Δικαστήριο με όλες τις απαραίτητες, για σκοπούς ελέγχου της ορθότητας των συμπερασμάτων του, επιστημονικές πληροφορίες, έτσι ώστε το Δικαστήριο να είναι σε θέση, εφαρμόζοντας αυτές τις πληροφορίες στα γεγονότα της ενώπιον του υπόθεσης που έχουν αποδειχθεί, να σχηματίσει τη δική του κρίση (βλ. Πιττάλης κ.ά. v. Ianira Enterprises Ltd. κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 814,  Cybarco Ltd. ν. Kovascik (2001) 1 Α.Α.Δ. 2013 και Κοινοτικό Συμβούλιο Ομόδους v. Κονναρή (πιο πάνω). Για το πότε ένα Εφετείο είναι δυνατόν να παρέμβει στον τρόπο που ένα πρωτόδικο Δικαστήριο προτίμησε τη μαρτυρία ενός πραγματογνώμονα από τη μαρτυρία άλλου, σχετική είναι η υπόθεση Αθηνής ν. Δημοκρατίας (1990) 1 Α.Α.Δ. 41.

 

Στο πλαίσιο της αιτιολογίας που υποστηρίζει τον 4ο Λόγο Έφεσης αναφέρεται ως σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, αποδεχόμενο τη μαρτυρία του Δρος Η. Γεωργίου, Μ.Υ.Τ.1, λανθασμένα και αντινομικά έλαβε υπόψη του μαρτυρία που προήλθε από τον Τριτοδιάδικο την οποία μάλιστα προτίμησε έναντι εκείνης του γιατρού του Εφεσείοντα Δρ Ι. Καλούδη, Μ.Ε.2.

 

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω εισήγηση.

 

Είναι δεδομένο ότι η διαδικασία Τριτοδιαδίκου είναι ξεχωριστή και ανεξάρτητη από την κυρίως αγωγή της οποίας ο σκοπός και των σχετικών διατάξεων της Δ.10 των περί Πολιτικής Δικονομίας Διαδικαστικών Κανονισμών είναι η αποφυγή πολλαπλότητας αγωγών και ο περιορισμός εξόδων και δικαστικού χρόνου που αναλώνεται για απόφαση επί των ιδίων ουσιαστικά γεγονότων. Ως εκ τούτου η μαρτυρία που τίθεται στο πλαίσιο της διαδικασίας Τριτοδιαδίκου δεν λαμβάνεται υπόψη κατά το στάδιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας που προσκομίσθηκε προς απόδειξη της απαίτησης του Ενάγοντα εναντίον του Εναγομένου (βλ. Ανδρέας Νικήτα ν. Medcon Construction Limited κ.ά. (1997) 1 Α.Α.Δ. 643, S. Pavlou & Sons Constructions Ltd κ.ά. ν. Θεοδώρου, Πολιτική Έφεση Αρ.  119/10, ημερ. 6/7/2015).

 

Ήταν, εν προκειμένω, δικαίωμα της Εφεσίβλητης 2/Τριτοδιαδίκου να αμφισβητήσει τα ποσά που ο Εφεσείων διεκδικούσε ως αποζημιώσεις εφόσον, σε περίπτωση που θα κρίνετο ότι είχε οποιοδήποτε μερίδιο ευθύνης για το επίδικο ατύχημα, θα καλείτο να συνεισφέρει στην Εφεσίβλητη 1/Εναγόμενη.

 

Όπως ορθώς επισημαίνεται από την κα Σιακαλλή, από τη στιγμή που έγινε αποδεκτή από το πρωτόδικο Δικαστήριο η δυνατότητα αντεξέτασης των μαρτύρων του Εφεσείοντα από την Εφεσίβλητη 2/Τριτοδιάδικο, τότε η μαρτυρία που προσέφερε η Εφεσίβλητη 2/Τριτοδιάδικος προς αμφισβήτηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα αναφορικά με τις αποζημιώσεις για τις οποίες η Εφεσίβλητη 2/Τριτοδιάδικος καλείται να συνεισφέρει, δεν θα μπορούσε παρά να ληφθεί υπόψη από το Δικαστήριο.

 

Τα πιο πάνω ουδόλως αναιρούν τη θέση ότι οποιαδήποτε μαρτυρία δόθηκε από πλευράς της Εφεσίβλητης 2/Τριτοδιαδίκου δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί προκειμένου ο Εφεσείων/Ενάγων να αποδείξει την αξίωση του εναντίον της Εφεσίβλητης 1/Εναγόμενης. Στην υπό συζήτηση περίπτωση, η προσφερόμενη από την πλευρά της Τριτοδιαδίκου μαρτυρία σχετιζόταν και περιοριζόταν στο θέμα της ευθύνης του Τριτοδιαδίκου έναντι της Εφεσίβλητης 1 για αποζημίωση ή συνεισφορά με βάση τη μεταξύ τους συμφωνία.

 

Στο πλαίσιο της αιτιολογίας που υποστηρίζει τον 4ο Λόγο Έφεσης αναφέρεται, επίσης, ως σφάλμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι πήρε ως δεδομένο οτιδήποτε περιέχετο στην απόφαση του Ιατρικού Συμβουλίου, χωρίς να υπάρχει σε αυτή οποιαδήποτε επεξήγηση ή ιατρικά και επιστημονικά κριτήρια και χωρίς η εν λόγω απόφαση να συνιστά μαρτυρία εμπειρογνώμονα.

 

Τα πιο πάνω αφορούν στο Τεκμήριο 28, το οποίο κατατέθηκε από το μάρτυρα της Εφεσίβλητης 1, Μ.Υ.3, υπάλληλο στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων και στο οποίο Τεκμήριο περιλαμβάνετο η απόφαση του Ιατρικού Συμβουλίου, η οποία λήφθηκε στο πλαίσιο αίτησης που ο Εφεσείων είχε υποβάλει στο Τμήμα Κοινωνικών Ασφαλίσεων για παροχή, λόγω αναπηρίας, καθώς και η απάντηση του Τμήματος συμφώνως της οποίας ο Εφεσείων πληροφορείτο ότι:

 

«Ο βαθμός αναπηρίας σας εξαιτίας της σωματικής βλάβης που πάθατε στις 03/06/2009 υπολογίστηκε από το Ιατρικό Συμβούλιο το οποίο σας εξέτασε στις 07/06/2010 σε ποσοστό 10%.

 

Σύμφωνα με τη Νομοθεσία Κοινωνικών Ασφαλίσεων, η παροχή για βαθμό αναπηρίας 10% είναι εφάπαξ ποσό €3.543,00 το οποίο θα σας πληρωθεί με επιταγή το συντομότερο.»

 

 

Προτού εξετασθεί το πιο πάνω ζήτημα και για να γίνει αντιληπτό το τι κλήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο να αποφασίσει στο πλαίσιο υπολογισμού των αποζημιώσεων, κρίνεται σκόπιμο να παρατεθούν εκείνα τα θέματα από την ιατρική μαρτυρία για τα οποία υπήρχε διιστάμενη μαρτυρία.

 

Προτού το κάνουμε υπενθυμίζουμε τη νομολογιακή αρχή ότι επί διιστάμενης ιατρικής μαρτυρίας, η κρίση του Δικαστηρίου πρέπει να λαμβάνει υπόψη τα επιστημονικά δεδομένα που παρουσιάζονται ενώπιον του, σχηματίζοντας ιδίαν άποψη επί του θέματος, αιτιολογώντας επαρκώς την κατάληξη του, ως προς την προτίμηση του με αναφορά σ’ αυτά τα δεδομένα (βλ. Daria v. Βλάβη (2012) 1Β Α.Α.Δ 1111). Όπως έχει λεχθεί και στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Αλέξανδρου Κωστάκη, ανήλικου, μέσω των γονέων και φυσικών κηδεμόνων του, Χρήστου και Μαρίας Κωστάκη (2008) 1 Α.Α.Δ. 432, στις σελ. 451-452:

 

 «Η μαρτυρία όμως που δίνεται από ένα εμπειρογνώμονα πρέπει να εξετάζεται πρωτόδικα με ιδιαίτερη προσοχή. Οφείλει ένα πρωτόδικο Δικαστήριο να προχωρεί σε ανάλυση και αντιπαραβολή της συγκρουόμενης επιστημονικής μαρτυρίας και να καταγράφει με επιμέλεια και με πειστικό τρόπο τη δική του ανεξάρτητη κρίση, η οποία όμως πρέπει να αναδύεται και να παραπέμπει στα επιστημονικά δεδομένα και παρατηρήσεις όπως εξηγήθηκαν από τους ειδικούς

 

 

Μέσω της ιατρικής μαρτυρίας που προσήχθη δεν είχε αμφισβητηθεί ότι ο Εφεσείων, συνεπεία του επίδικου ατυχήματος, είχε υποστεί:

 

·        Κάταγμα του έσω σφυρού της δεξιάς ποδοκνημικής και

·        Μερική ρήξη σκαφομεινοηδούς συνδέσμου δεξιού καρπού.

 

Ό,τι αμφισβητήθηκε από πλευράς Εφεσίβλητης 1 και Εφεσίβλητης 2 ήταν:

 

▬ η αναγκαιότητα της χειρουργικής επέμβασης στην οποία είχε υποβληθεί ο Εφεσείων στο άνω δεξί άκρο από το Μ.Ε.2 για αρθροπλαστική καρπού,

▬ το εύρημα του Μ.Ε.2 ότι ο Εφεσείων θα παρουσίαζε στο μέλλον αρθρίτιδα στο δεξιό καρπό και

▬ το εύρημα του Μ.Ε.2 για μόνιμα κατάλοιπα και αναπηρία του Εφεσείοντα σε ποσοστό 20%-30%.

 

Σε ό,τι αφορά την αναγκαιότητα της χειρουργικής επέμβασης που διενεργήθη από το Μ.Ε.2 στο άνω δεξί άκρο του Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε το σύνολο της προσαχθείσας ιατρικής μαρτυρίας, κατέληξε ότι, υπό τις περιστάσεις, ήταν ενδεδειγμένη, εφόσον η συντηρητική θεραπεία που παρεσχέθη στον Εφεσείοντα απεδείχθη αναποτελεσματική. Στο πλαίσιο αυτό έλαβε υπόψη του και συνεκτίμησε και τις θέσεις του Δρος Η. Γεωργίου, Μ.Υ.Τ.1, ο οποίος δεν είχε αποκλείσει ως ενδεδειγμένη θεραπεία αυτή της επέμβασης για την ιατρική αντιμετώπιση τέτοιας φύσεως τραυματισμού.

 

Αναφορικά με τη θέση του Μ.Ε.2 για το ότι ο Εφεσείων θα παρουσίαζε στο μέλλον αρθρίτιδα στο δεξιό καρπό, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν την αποδέχτηκε προκρίνοντας επί τούτου την αντίθετη θέση του Δρος Η. Γεωργίου και Δρος Μ. Πηλαβάκη, Μ.Υ.2 αποδεχόμενο, συγχρόνως, την επεξήγηση που δόθηκε από το Δρ. Γεωργίου ότι απαραίτητη προϋπόθεση εμφάνισης μετατραυματικής οστεοαρθρίτιδας είναι η παρουσία ενδοαρθρικού κατάγματος, κάτι που δεν συνέβαινε εν προκειμένω εφόσον ο καρπός δεν είχε υποστεί οποιοδήποτε κάταγμα και ο τραυματισμός αφορούσε στο σύνδεσμο ο οποίος ανήκει στα μαλακά μόρια.

 

Περαιτέρω το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδεχόμενο τη μαρτυρία των                      Δρ. Γεωργίου και Δρ. Πηλαβάκη, απέρριψε το εύρημα του Μ.Ε.2 για μόνιμα κατάλοιπα και αναπηρία του Εφεσείοντα σε ποσοστό 20% - 30%.

 

Πέραν των πιο πάνω, η απόρριψη του πιο πάνω ευρήματος του Μ.Ε.2 βασίστηκε και στο γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι, ενώ στην Έκθεση του ημερ. 4/3/2011 είχε περιγράψει τόσο την «υποκειμενική κατάσταση» όσο και την «αντικειμενική εκτίμηση» του Εφεσείοντα, τέτοια που να του προκαλεί αναπηρία στο επίπεδο του 20% – 30%, εντούτοις, το Φεβρουάριο του 2011 τον θεώρησε ικανό να εκτελεί πλέον τα καθήκοντα του ως βοηθός τοπογράφος.

 

Αξιολογώντας επί τούτου την προσαχθείσα μαρτυρία θεώρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο παράδοξο το γεγονός ότι, ενώ μέχρι και την 8/2/2011 ο               Μ.Ε.2 είχε παραχωρήσει άδεια ασθενείας στον Εφεσείοντα, το Φεβρουάριο του 2011 τον θεώρησε ικανό να εκτελέσει τα καθήκοντα του ως βοηθός τοπογράφος.

 

Όπως προέκυψε, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε μέρος της μαρτυρίας του Μ.Ε.2 η οποία αφορούσε στο χρόνο αποθεραπείας και διάρκεια ανικανότητας για εργασία, καθώς και την ύπαρξη μόνιμων καταλοίπων και αναπηρίας, δίδοντας, προς τούτο, ικανοποιητικούς λόγους.

 

Πέραν των όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω, δεν αποδέχτηκε τα ευρήματα του τα οποία ήταν βασισμένα σε υποκειμενικά παράπονα πόνου του Εφεσείοντα και την ισχυριζόμενη αδυναμία του χεριού του. Σε σχέση με το τελευταίο, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να επισημάνει και την παραδοχή του Μ.Ε.2, κατά την αντεξέταση, ότι η μέτρηση δύναμης του χεριού στην οποία υπεβλήθη ο Εφεσείων από το φυσιοθεραπευτή Μ.Ε. 1, δεν αποτελούσε αντικειμενική εξέταση.

 

Όπως έχουμε πιο πάνω σημειώσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε τη θέση του Μ.Ε.2 για την ύπαρξη μόνιμων καταλοίπων και αναπηρίας του Εφεσείοντα στο δεξιό καρπό και, κατ’ επέκταση, στο δεξιό άνω άκρο σε ποσοστό 20% - 30%, αποδεχόμενο την αντίθετη επί του ζητήματος αυτού μαρτυρία που προσφέρθηκε τόσο από το Δρ. Πηλαβάκη, όσο και από το Δρ. Γεωργίου.

 

Ειδικότερα, όπως προέκυψε από τη μαρτυρία του Δρος Πηλαβάκη, καθόσον αφορά την ποδοκνημική, η λειτουργία της κρίθηκε ότι είχε αποκατασταθεί και ότι δεν παρουσίαζε οποιαδήποτε μετατραυματικά κατάλοιπα, ενώ, σε σχέση με το δεξιό άνω άκρο και δεξιά πηχεοκαρπική, η λειτουργικότητα της κρίθηκε ως φυσιολογική, χωρίς την ύπαρξη οιωνδήποτε μετατραυματικών αλλοιώσεων.

 

Από δε τη μαρτυρία του Δρος Γεωργίου, προέκυψε ότι δεν υφίστατο κάποιο ποσοστό αναπηρίας σε σχέση με το δεξιό καρπό και, κατ’ επέκταση, το δεξιό άνω άκρο και ότι η περίπτωση του Εφεσείοντα, με βάση την κλινική και αντικειμενική εξέταση, δεν δικαιολογούσε την πρόκληση «επαγγελματικής επιβάρυνσης» που ο Μ.Ε.2 είχε ισχυριστεί ως συνέπεια των κακώσεων που ο Εφεσείων είχε υποστεί στο ατύχημα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να επισημάνει, όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, και το γεγονός ότι μεγάλο μέρος των ευρημάτων του Μ.Ε.2, πέραν της αρχικής διάγνωσης για τα τραύματα που ο Εφεσείων υπέστη και της θεραπείας που του παρείχε, βασίστηκε σε παράπονα του ιδίου του Εφεσείοντα. Τέτοια ήταν η περίπτωση αναφορικά με την ισχυριζόμενη μειωμένη δύναμη της δεξιάς πηχεοκαρπικής.

 

Επιπλέον, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του ότι, ενώ ο Μ.Ε.2 είχε εκδώσει άδεια ασθενείας στον Εφεσείοντα μέχρι τις 8/2/2011 και ο Εφεσείων είχε καταθέσει ότι ήταν πλήρως ανίκανος προς εργασία από την ημέρα του ατυχήματος, στις 3/6/2009 μέχρι και τις 8/2/2011, ουδεμία μαρτυρία που να δικαιολογεί ιατρικά την απόφαση του θεράποντος γιατρού να παρατείνει, όπως αναφέρθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο, την «ανικανότητα» εργασίας του μέχρι τις 8/2/2011, αλλά και στη συνέχεια να τερματίσει τον ίδιο μήνα, ήτοι Φεβρουάριο του 2011, την άδεια ασθενείας του θεωρώντας τον, πλέον, ικανό να εκτελέσει τα καθήκοντα του ως βοηθός τοπογράφος, είχε προσκομιστεί. Διερωτήθηκε μάλιστα το πρωτόδικο Δικαστήριο τι είχε μεσολαβήσει το Φεβρουάριο του 2011 ώστε ο Εφεσείων να κριθεί από το θεράποντα γιατρό του ικανός να επιστρέψει στην εργασία του. Όπως χαρακτηριστικά το έθεσε:

 

«Το Φεβρουάριο 2011 ο ενάγοντας σταμάτησε να πονεί; Υπήρξε τέτοια ενδυνάμωση του χεριού που του επέτρεπε να επιστρέψει στην εργασία του; Ουδεμία μαρτυρία για να δικαιολογηθεί ιατρικά η απόφαση του Δρος Ι. Καλούδη να παρατείνει την «ανικανότητα» εργασίας του ενάγοντα μέχρι την 8.02.2011 όσο και την απόφαση του να τερματίσει την άδεια ασθενείας. Συνεπώς το Δικαστήριο δεν μπορεί βασιζόμενο στην ιατρική μαρτυρία του Δρος Ι. Καλούδη να εξάγει ασφαλές συμπέρασμα ότι η περίοδος ανικανότητος του ενάγοντος εκτείνεται μέχρι την 8.02.2011.»

 

 

Είναι προφανές από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε, στη βάση καλών λόγων που παρέθεσε στην Απόφασή του, ότι δεν είχε αποδειχθεί μείωση της εισοδηματικής ικανότητας του Εφεσείοντα.

 

Ο Δρ. Πηλαβάκης στην Έκθεση του εκτίμησε ως αναμενόμενο χρόνο ανάρρωσης και επιστροφής του Εφεσείοντα στην εργασία του τη χρονική περίοδο των τεσσάρων μηνών, ενώ ο Δρ. Γεωργίου έκρινε ότι με τη λήψη της φυσιοθεραπείας του Εφεσείοντα το Μάρτιο του 2010 η θεραπεία του είχε ολοκληρωθεί, το κάταγμα είχε επουλωθεί και δεν υφίστατο οποιοσδήποτε λόγος ή αναγκαιότητα συνέχισης της άδειας. Από τα πιο πάνω προκύπτει, αβίαστα, ότι η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου αναφορικά με την εύλογη, υπό τις περιστάσεις, διάρκεια άδειας ασθενείας του Εφεσείοντα, βασίστηκε στη μαρτυρία του Δρος Πηλαβάκη και                      Δρος Γεωργίου, απορρίπτοντας, συγχρόνως, επί του ζητήματος αυτού τη μαρτυρία του Δρος Καλούδη, η οποία κρίθηκε ότι δεν υποστηρίζετο «ιατρικά» από συγκεκριμένη μαρτυρία.

 

Ως εκ τούτου, στη βάση της κρινόμενης ως αξιόπιστης ιατρικής μαρτυρίας το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι από την 1/3/2010 ο Εφεσείων είχε αποθεραπευθεί και ήταν ικανός να επιστρέψει στην εργασία του ως βοηθός τοπογράφος και ότι δεν υπέφερε από μόνιμα κατάλοιπα, ήταν καθόλα εύλογο.

 

Η σύγκριση της μαρτυρίας του Μ.Ε.2, πέραν της υπόλοιπης ιατρικής μαρτυρίας, και με την Έκθεση του Ιατρικού Συμβουλίου δεν ήτο ορθή. Η εν λόγω Έκθεση περιείχε απλώς κατάληξη σε σχέση με το βαθμό αναπηρίας του Εφεσείοντα και το χρονικό σημείο που κρίθηκε ικανός προς εργασία, χωρίς οποιαδήποτε αιτιολογία ή παράθεση οποιωνδήποτε δεδομένων και στοιχείων. Το γεγονός ότι προέρχετο από συγκεκριμένο σώμα, το Ιατρικό Συμβούλιο, δεν ήταν αρκετό να προσδώσει στην εν λόγω έκθεση οποιαδήποτε αξία εφόσον δεν είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία αναφορικά με τα δεδομένα που λήφθηκαν υπόψη ή τις εξετάσεις που διενεργήθηκαν για να προβεί το πιο πάνω σώμα στην πιο πάνω κατάληξη του.

 

Η σύγκριση της μαρτυρίας του Μ.Ε.2 με την Έκθεση του Ιατρικού Συμβουλίου, αν και λανθασμένη, δεν φάνηκε, ωστόσο, να επηρέασε το ευρύτερο πλέγμα αξιολόγησης της ιατρικής μαρτυρίας που πράγματι έγινε, ως αναδύεται από το σύνολο της Απόφασης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού καθοδηγήθηκε ορθά ως προς τη νομολογία που διέπει την αξιολόγηση της μαρτυρίας εμπειρογνωμόνων, προσέγγισε την ιατρική μαρτυρία και γενικά όλη την προσαχθείσα μαρτυρία εντός του ορθού πλαισίου και προέβη σε εμπεριστατωμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας των εμπειρογνωμόνων γιατρών. Όπως προέκυψε, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στην ατομική αξιολόγηση και εκτίμηση της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα ξεχωριστά, αλλά την αντιπαρέβαλε και τη διερεύνησε στο σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας όπως η νομολογία επιτάσσει. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 1 Α.Α.Δ. 506, «η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της και με βάση τη σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία». Εν ολίγοις, οι καταλήξεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου και τα ευρήματα του σε ό,τι αφορά τη φύση και σοβαρότητα του τραυματισμού του Εφεσείοντα, την αναγκαία περίοδο αποθεραπείας του και την κατάσταση του μετά την αποθεραπεία του σε συνάρτηση με την ικανότητα του για εργασία βασίστηκαν, στο βαθμό που διέφερε από εκείνη του γιατρού Καλούδη, στη μαρτυρία των γιατρών Πηλαβάκη και Γεωργίου.

 

Στην αιτιολογία του 7ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι, ανεξαρτήτως του αν καλώς ή κακώς ή πέραν του αναγκαίου είχε παραχωρήσει αναρρωτική άδεια στον Εφεσείοντα ο Δρ. Καλούδης, με δεδομένο ότι ο Εφεσείων δεν εργάστηκε για τη χρονική περίοδο μέχρι τις 8/2/2011 και το ότι δεν ήταν εύλογο να παρακούσει τις οδηγίες/συστάσεις του θεράποντος γιατρού του, η απώλεια εισοδήματος για τη συγκεκριμένη περίοδο θα έπρεπε να του επιδικασθεί.

 

Δεν συμφωνούμε με την πιο πάνω θέση.

 

Ο ισχυρισμός του Εφεσείοντα ότι δεν εργάστηκε μέχρι τις 8/2/2011 διότι ήταν ανίκανος για εργασία συνεπεία του τραυματισμού του, κατερρίφθη από την ιατρική μαρτυρία του Δρος Πηλαβάκη και του Δρος Γεωργίου την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο, για τους λόγους που παρέθεσε και κρίθηκαν ικανοποιητικοί, αποδέχτηκε.

 

Ως εκ τούτου, η απαίτηση του Εφεσείοντα για απώλεια εισοδημάτων από 1/3/2010 μέχρι 8/2/2011 παρέμεινε ατεκμηρίωτη.

 

Κατ’ ακολουθίαν όλων των πιο πάνω οι Λόγοι Έφεσης 4, 5 και 7 απορρίπτονται.

 

Μέσω του 8ου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν του επιδίκασε αποζημιώσεις για απώλεια απολαβών για την περίοδο από 8/2/2011 μέχρι και την έκδοση της Απόφασης στις 20/1/2017.

 

Όπως ήδη αναφέρθηκε ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση της ιατρικής μαρτυρίας που έκρινε αξιόπιστη και αποδέχτηκε, επιδίκασε στον Εφεσείοντα αποζημιώσεις υπό μορφή απώλειας εισοδημάτων μόνο μέχρι την 1/3/2010.

 

Το βάρος απόδειξης αναφορικά με την τυχόν ανικανότητα του Εφεσείοντα για εργασία από 8/2/2011 και μετέπειτα οπωσδήποτε βρισκόταν στους ώμους του ιδίου. Όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο κατ’ επίκληση της απόφασης στην υπόθεση Κολάνη v. Ταμπούρα (2010)                    1 Α.Α.Δ. 1108, αναφορικά με την επιδίκαση αποζημιώσεων για απώλεια μέχρι τη δίκη, με δεδομένο ότι αυτές συνιστούν ζημιά η οποία έχει ήδη αποκρυσταλλωθεί, αποτελούν στοιχείο ειδικών αποζημιώσεων και, επομένως, θα πρέπει τα διεκδικούμενα ποσά να αποδεικνύονται με την απαιτούμενη ακρίβεια, βεβαιότητα και αυστηρότητα.

 

Όπως ήδη αναφέρθηκε και ανωτέρω, ο Εφεσείων ισχυρίστηκε ότι, συνεπεία των σωματικών του βλαβών, υπέφερε από κατάλοιπα τα οποία επηρέασαν την εισοδηματική του ικανότητα. Στο πλαίσιο δε στήριξης των πιο πάνω ισχυρισμών του προσκόμισε και τη μαρτυρία του γιατρού Μ.Ε.2. Όπως έχει ήδη διαφανεί, το πρωτόδικο Δικαστήριο, στη βάση καλών λόγων, απέρριψε το μέρος της μαρτυρίας του Μ.Ε.2 που αφορούσε στο χρόνο αποθεραπείας και τη διάρκεια ανικανότητας για εργασία, καθώς και τον ισχυρισμό για μόνιμα κατάλοιπα και αναπηρία, καταλήγοντας σε εύρημα ότι από την 1/3/2010 ο Εφεσείων είχε αποθεραπευθεί και ήταν ικανός να επιστρέψει στην εργασία του ως βοηθός τοπογράφος.

 

Όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς επεσήμανε, ο Εφεσείων, καταθέτοντας από το εδώλιο του μάρτυρα, παραδέχτηκε ότι η αδυναμία εξεύρεσης δουλειάς οφειλόταν στην οικονομική κρίση. Είχε, επίσης, παραδεχτεί ότι μετά το ατύχημα εργάστηκε ως διανομέας στην Pizza Hut χρησιμοποιώντας μοτοποδήλατο κατά τις παραδόσεις και ότι η απασχόληση του εκεί είχε τερματισθεί λόγω έλλειψης δουλειάς και όχι για οποιοδήποτε λόγο που αφορούσε στα ισχυριζόμενα κατάλοιπα του λόγω του τραυματισμού του. Ορθή, επίσης, ήταν και η επισήμανση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως προκύπτει από την ενώπιον του μαρτυρία, ότι το γεγονός ότι ο Εφεσείων λάμβανε ποσό μικρότερο από το μισθό που λάμβανε από την Εφεσίβλητη 1 σε μια άλλη εργασία που είχε στο μεταξύ βρει, δεν είχε συνδεθεί με τον τραυματισμό του και τα ισχυριζόμενα κατάλοιπα που, εν πάση περιπτώσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχτηκε ότι υφίσταντο.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε την προσαχθείσα μαρτυρία, κατέληξε σε σχέση με το υπό συζήτηση θέμα ως ακολούθως:

 

«Συνεπώς ελλείψει μαρτυρίας που να συνδέει την απώλεια της εργασίας του με το επίδικο ατύχημα καθώς επίσης την έλλειψη μαρτυρίας για τους λόγους της ισχυριζόμενης αδυναμίας ή δυσκολίας εξεύρεσης εργασίας με τους τραυματισμούς του ο ενάγων δεν μπορεί να αξιώνει απώλεια εισοδήματος μετά την εύλογη περίοδο ανικανότητας της εργασίας του λόγω του τραυματισμού του η οποία δεν δικαιολογείται να συνεχίζει μετά την 1.3.2010. Ούτε και με βάση τα δεδομένα που έχει ενώπιον του το Δικαστήριο δικαιολογείται ή παρέχεται η δυνατότητα υπολογισμού απώλειας μελλοντικών απολαβών στην βάση του πολλαπλασιαστή. Ούτε και κατ' αποκοπή ποσό δικαιούται ο ενάγων αφού έχει καταστεί ικανός για να ασκήσει το επάγγελμα του βοηθού τοπογράφου από τον Μάρτιο του 2010 και δεν έχει αναφερθεί οποιοσδήποτε άλλος λόγος για την δυσκολία εξεύρεσης εργασίας εκτός από την έλλειψη θέσεων εργασίας. Ο ίδιος ο θεράπων ιατρός του ενάγοντος Δρ Ι. Καλούδης περιορίζει την ανικανότητα του σε βαριές χειρωνακτικές εργασίες ή εργασίες που παράγονται έντονοι κραδασμοί.  Ο ενάγοντας δεν εξέφρασε επιθυμία ή πρόθεση ή έκαμε προσπάθεια να εξεύρει τέτοιου είδους εργασία για να ληφθεί υπόψη το ενδεχόμενο αδυναμίας λόγω του τραυματισμού του να προσληφθεί σε χειρωνακτική εργασία ή εργασία που παράγονται έντονοι κραδασμοί.»

 

 

Στο πλαίσιο της αιτιολογίας του 8ου Λόγου Έφεσης προβλήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα και αντίθετα με τη νομολογία δεν επιδίκασε οποιαδήποτε αποζημίωση για απώλεια απολαβών μέχρι και την έκδοση της Απόφασης με το σκεπτικό ότι δεν καλύπτετο δικογραφικά.

 

Έρεισμα για τα πιο πάνω φαίνεται να αποτέλεσε το πιο κάτω απόσπασμα από την πρωτόδικη Απόφαση:

 

«Ο ενάγων δικογραφεί απώλεια μισθών μέχρι την καταχώρηση της Έκθεσης Απαίτησης και ως εκ τούτου η οποιαδήποτε απαίτηση μετά την καταχώρηση της Έκθεσης Απαίτησης δεν είναι δικογραφημένη. Κατ' επέκταση ο ενάγοντας εμποδίζεται να αξιώνει οποιαδήποτε ζημιά που δεν περιέχεται στα δικόγραφα.»

 

 

Η πιο πάνω αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου δεν συνάδει με τη νομολογία. Όπως έχει αποφασισθεί, είναι δυνατόν να διεκδικηθεί ζημιά που δεν δικογραφείται για απώλεια εισοδημάτων σε περιπτώσεις όπου από την ημερομηνία καταχώρισης της αγωγής μέχρι και την εκδίκαση της υπόθεσης αποκρυσταλλώνεται ζημιά ή απώλεια επιδεκτική αριθμητικού υπολογισμού, υπό τον τυπικό όρο της σχετικής εναρμόνισης της Έκθεσης Απαίτησης.

 

Σχετικό με το υπό συζήτηση θέμα είναι και το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Fysko Constructing Co Ltd v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014:

 

«Στις περιπτώσεις που από την ημερομηνία καταχώρισης της έκθεσης απαιτήσεως μέχρι την ημέρα της δίκης αποκρυσταλλώνεται ζημιά ή απώλεια επιδεκτική αριθμητικού υπολογισμού, αναμένεται πως θα γίνεται κατάλληλη τροποποίηση της έκθεσης απαιτήσεως ώστε, κατά την ακρόαση, οι γραπτές προτάσεις να αντικατοπτρίζουν τα επίδικα θέματα στο σύνολό τους και η απαίτηση να είναι ολοκληρωμένη. Δεν είναι καθόλου ασυνήθιστο, όμως, να οδηγείται η υπόθεση σε ακρόαση χωρίς τη μεσολάβηση τέτοιας τροποποίησης. Το ίδιο συνηθισμένο είναι να αφήνεται να εισαχθεί, χωρίς ένσταση, μαρτυρία σε σχέση με τέτοια ζημιά που αναφέρεται σε χρόνο που δεν καλύπτεται από την έκθεση απαιτήσεως.

 

Κάτω από τέτοιες συνθήκες, προκειμένου να απονέμεται ουσιαστική δικαιοσύνη, η νομολογία έχει αναγνωρίσει την ύπαρξη ευχέρειας για επιδίκαση ειδικών αποζημιώσεων και σε σχέση με την ακάλυπτη από την έκθεση απαιτήσεως περίοδο, νοουμένου βέβαια ότι η μαρτυρία είναι αξιόπιστη και υπό τον όρο ότι η έκθεση απαιτήσεως θα τροποποιηθεί ανάλογα ώστε να μη υπάρχει χάσμα μεταξύ της και της απόφασης. (Βλέπε Halil Kemal v. Georghiou M. Kasti, 1962 CLR 317, Pourikkou v. Ferzi (1963) 2 CLR 24, Patsalides v. Yiapani (1969) 1 CLR 84, Stylianou v. Manolis (1982) 1 CLR 287, Georghiou v. Kyriacou (1986) 1 CLR 644

 

Το πιο πάνω σφάλμα, ωστόσο, του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν είχε στις περιστάσεις της υπόθεσης οποιαδήποτε επίπτωση. Τούτο, εφόσον το εύρημα του, κατόπιν αξιολόγησης της προσαχθείσας μαρτυρίας, ήταν ότι ο Εφεσείων είχε αποτύχει να αποδείξει ότι η αδυναμία εξεύρεσης εργασίας ή η απώλεια εισοδημάτων από την 1/3/2010, που το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ήταν ικανός να επιστρέψει στην εργασία του, και εντεύθεν, ήτο απότοκο των σωματικών βλαβών που υπέστη συνεπεία του επίδικου ατυχήματος.

 

Ως εκ των ανωτέρω ο 8ος Λόγος Έφεσης απορρίπτεται.

 

Κατ’ ακολουθίαν όλων όσων αναφέρθηκαν ανωτέρω, η Έφεση επιτυγχάνει μερικώς, ενώ η Αντέφεση αποτυγχάνει και, συνεπώς, απορρίπτεται.

 

Η πρωτόδικη κατάληξη περί συντρέχουσας ευθύνης του Εφεσείοντα παραμερίζεται. Στην έκταση που αφορά την ευθύνη, η Απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόδοση της ευθύνης εξ ολοκλήρου στην Εφεσίβλητη 1.

 

Η Εφεσίβλητη 1 να καταβάλει ποσό ύψους €2.000 ως έξοδα της Έφεσης.

                                            

 

 

 

 

 

 

 

  Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

 

 

 

                                               Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

 

 

                                               Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο