ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Πολιτική Έφεση Αρ. 115/2015

 

11 Μαρτίου, 2024

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ,  Δ/στές]

 

Μ. MONIATIS & SONS LIMITED,

Εφεσείουσα/Εναγόμενη,

                                             ν.

EVELYN BATES,

Εφεσίβλητης/Ενάγουσας

     __________________

Μ. Γαβριηλίδης για Γαβριηλίδης & Τιμοθέου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσείουσα.

Τ. Κουκούνης με Φ. Προκοπίου (κα) για Ανδρέας Κουκούνης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

  __________________

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

    ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:  Τον Ιούλιο του 2008, η εφεσίβλητη, ηλικίας 49 ετών,  είχε αφιχθεί στην Κύπρο για διακοπές. Διέμενε σε αδειούχο από τον ΚΟΤ ξενοδοχείο, ιδιοκτησίας και διαχείρισης της εφεσείουσας Κυπριακής Εταιρείας. 

 

Το 2010 η εφεσίβλητη καταχώρισε στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λεμεσού αγωγή εναντίον της εφεσείουσας αξιώνοντας αποζημιώσεις για κατ΄ ισχυρισμόν ατύχημα που αυτή είχε εντός της μπανιέρας του δωματίου 206 του ξενοδοχείου στο οποίο τότε διέμενε. Αξίωσε ακόμη έξοδα δικηγόρων της, τόσο στην Κύπρο όσο και στην Αγγλία, πλέον Φ.Π.Α. Οι δικογραφημένες της θέσεις στην Έκθεση Απαίτησης που καταχωρίστηκε το 2011 ήταν (παρατίθενται αυτολεξεί οι παράγραφοι 3 και 4 από την Έκθεση Απαίτησης):  

 

«3.   Κατά ή περί την 25/7/2008 το πρωί η ενάγουσα, ενώ νόμιμα διέμενε στο Δωμάτιο 206 του ρηθέντος ξενοδοχείου «Μονιάτης» των εναγομένων ευρισκόμενη στην Κύπρο για διακοπές, γλίστρησε μέσα στη μπανιέρα του μπάνιου του δωματίου του ρηθέντος ξενοδοχείου όπου διέμενε ενώ έκανε μπάνιο και κτύπησε το πρόσωπο της πάνω στη μπανιέρα με αποτέλεσμα η ενάγουσα να τραυματιστεί και να υποστεί σωματικές βλάβες και άλλες συνεπακόλουθες απώλειες.

 

4.     Το ως άνω ρηθέν ατύχημα επισυνέβη λόγω της αμέλειας ή/και της παράβασης των εκ του νόμου και κανονισμών απορρεόντων καθηκόντων των εναγομένων ή/και των αντιπροσώπων τους ή/και των υπαλλήλων τους ή/και των υπηρετών τους ή/και λόγω της αμέλειας των εναγομένων ως κατόχων του ρηθέντος ξενοδοχείου.»

Ακολουθούν, στην ίδια παράγραφο, «Λεπτομέρειες αμέλειας ή/και παράβασης των εκ του Νόμου και Κανονισμών θέσμιων καθηκόντων των εναγομένων ή/και των αντιπροσώπων τους ή/και των υπαλλήλων τους ή/και των υπηρετών τους ή/και της αμέλειας ή/και παράτασης των εκ του Νόμου και Κανονισμών θέσμιων καθηκόντων των εναγομένων ως κατόχων του Ξενοδοχείου «Μονιάτης» ή/και των αντιπροσώπων τους ή/και των υπαλλήλων τους ή/και των υπηρετών τους».  Στο δικόγραφο παρατίθενται επίσης Λεπτομέρειες Σωματικών Βλαβών και Λεπτομέρειες Ειδικών Ζημιών της εφεσίβλητης. 

 

  Να σημειώσουμε πως η αξίωση για αποζημιώσεις λόγω παραβίασης των εκ του νόμου απορρεόντων καθηκόντων, δεν θα πρέπει να συγχέεται ή να επικαλύπτεται από την αξίωση για αποζημιώσεις λόγω αμέλειας, όπως έγινε στην προκείμενη περίπτωση από τους συντάκτες της Έκθεσης Απαίτησης (Μ.Σ. Ιακωβίδης & Σία Λτδ κ.ά. ν. Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (2015) 1(Β) Α.Α.Δ.1593). Όπως υποδεικνύεται στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Λ.Ι.Κ. κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 142/2019, ημερ. 21.9.2022, ECLI:CY:AD:2022:A353, θα πρέπει να παρατίθενται συγκεκριμένες λεπτομέρειες παραβίασης θέσμιου καθήκοντος, με παραπομπή στην αντίστοιχη νομοθετική ή κανονιστική πρόνοια που κατ΄ ισχυρισμόν έχει παραβιαστεί. Αυτό ελλείπει από την Έκθεση Απαίτησης. Όμως, η πιο πάνω μη ορθή δικογράφηση, δεν δημιούργησε οποιοδήποτε πρόβλημα ή αδικία και ως εκ τούτου δεν χρειάζεται να προσθέσουμε οτιδήποτε άλλο, όταν μάλιστα αυτό που τώρα προσβάλλεται είναι η απόφαση του  πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εφεσείουσα υπήρξε αμελής και όχι ότι παραβίασε τα εκ του νόμου απορρέοντα καθήκοντά της.

 

Η εφεσείουσα με το δικόγραφό της είχε αρνηθεί τις δικογραφημένες θέσεις της εφεσίβλητης, πλην της θέσης ότι ήταν ιδιοκτήτρια και διαχειρίστρια του πιο πάνω αδειούχου ξενοδοχείου.  Η δικογραφημένη της θέση ήταν πως το ξενοδοχείο της πληρούσε «όλες τις αναγκαίες δικλείδες ασφαλείας οι οποίες προνοούνται από τον νόμο για την αδειοδότηση της εν λόγω τουριστικής μονάδας η οποία επιθεωρήθηκε από αρμόδιο λειτουργό του ΚΟΤ πριν την παροχή της άδειας λειτουργίας της μονάδας».

 

Είχε επίσης αρνηθεί όλες τις λεπτομέρειες που της καταλογίζονταν στην παρ. 4 της Έκθεσης Απαίτησης, προσθέτοντας πως είχε λάβει όλα τα αναγκαία μέτρα για αποτροπή ατυχημάτων στα δωμάτια του ξενοδοχείου, συμπεριλαμβανομένου και αυτού στο οποίο τότε διέμενε η εφεσίβλητη. Τέλος, ήταν η δικογραφημένη της θέση πως «Είναι δε λογικό η αναγκαιότητα της χρήσης του μπάνιου από οποιονδήποτε να γίνεται με τρόπο συνετό και επιμελή στην παρούσα περίπτωση εκ των πραγμάτων διαφαίνεται ότι η ενάγουσα επιχείρησε τη χρήση της μπανιέρας κατά τρόπο αμελή και/ή επιπόλαιο και/ή ασύγγνωστο κάτι που την καθιστά αποκλειστικά υπεύθυνη για τον τραυματισμό της».  Υπό το φως των πιο πάνω, ζητούσε όπως η αγωγή απορριφθεί ως καταχωρισθείσα για αλλότριους σκοπούς.

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία, μαρτυρία εκτός από την εφεσίβλητη, έδωσε ο κ. Philip Banks, δικηγόρος - συνέταιρος σε Δικηγορική Εταιρεία στην Αγγλία.  Σε αυτή την εταιρεία είχε αποταθεί η εφεσίβλητη, στην οποία και κατέβαλε δικηγορική αμοιβή για υπηρεσίες που αφορούσαν, ανάμεσα σε άλλα, και σε αλληλογραφία με τους Κύπριους δικηγόρους της σε σχέση με την καταχώριση αγωγής στην Κύπρο. Τέλος, εκ μέρους της εφεσίβλητης μαρτυρία έδωσε και ο οδοντίατρος Dr Edgar Gordon, o oποίος εξέτασε ιατρικώς την εφεσίβλητη στις 19.11.2009, δηλαδή 16 μήνες μετά το επίδικο ατύχημα. Ο εν λόγω πραγματογνώμων δεν μπορούσε βεβαίως να γνωρίζει κατά πόσο η βλάβη που διαπίστωσε στα δόντια της εφεσίβλητης οφειλόταν στο ατύχημα που είχε στο ξενοδοχείο της εφεσείουσας. Τα όσα κατέγραψε σε Ιατρική Έκθεση που συνέταξε σε σχέση με το ατύχημα, ήταν στη βάση των όσων του είχε αναφέρει η εφεσίβλητη.   

 

Εκ μέρους της εφεσείουσας κατέθεσε ο κ. Μιχάλης Μονιάτης, ο οποίος ως ανέφερε είναι «ιδιοκτήτης της εναγόμενης εταιρείας». Σύμφωνα με τη μαρτυρία του, το ξενοδοχείο λειτουργούσε δυνάμει άδειας από τον Κ.Ο.Τ., ο οποίος αφού  προηγουμένως επιθεώρησε όλα τα δωμάτια και τους κοινόχρηστους χώρους του ξενοδοχείου, τα βρήκε κατάλληλα εξού και τους χορήγησε τη σχετική άδεια. Η συγκεκριμένη μπανιέρα δεν παρουσίαζε πρόβλημα. Ουδέποτε στο παρελθόν είχε δεχθεί παράπονο από  πελάτη του ξενοδοχείου για πρόβλημα στη συγκεκριμένη μπανιέρα ή σε οποιανδήποτε άλλη μπανιέρα των δωματίων του ξενοδοχείου.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο με την τελική του απόφαση έκρινε αξιόπιστη την εφεσίβλητη και τους μάρτυρες που αυτή κάλεσε και αναξιόπιστο τον μάρτυρα της εφεσείουσας. Ακολούθως, υπέβαλε το ερώτημα κατά πόσο  το επίδικο ατύχημα οφειλόταν σε αμέλεια της εφεσείουσας. Για τους λόγους που παραθέτει, έδωσε καταφατική απάντηση. Συγκεκριμένα, ήταν εύρημά του, πως η εφεσείουσα ουδέν έπραξε «για να διασφαλίσει την ασφαλή χρήση της μπανιέρας από την ενάγουσα μα ούτε και την προειδοποίησε για την ολισθηρότητα της μπανιέρας και ότι θα έπρεπε να ήταν προσεκτική κατά τη χρήση της». Βρήκε ακόμη πως η εφεσείουσα θα μπορούσε «για παράδειγμα να τοποθετήσει κάποια πινακίδα οπουδήποτε στο δωμάτιο της ενάγουσας περιλαμβανομένου και του χώρου του μπάνιου που να την πληροφορεί ότι η επιφάνεια της μπανιέρας είναι ολισθηρή και να είναι προσεκτική κατά τη χρήση της. Σε κάποια περίπτωση μπορούσε και όφειλε να τοποθετήσει μέσα στην μπανιέρα το αντιολισθητικό χαλί, για το οποίο πολύς λόγος έχει γίνει κατά τη δίκη».

 

 Εν κατακλείδι, η απόφασή του ήταν πως η εφεσείουσα ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη. Κατ΄ επέκταση, εξέδωσε απόφαση προς όφελος της εφεσίβλητης και εναντίον της εφεσείουσας, ως εξής: «Κατ΄ ακολουθία όλων των παραπάνω διαπιστώσεων και συμπερασμάτων μου εκδίδεται απόφαση υπέρ της ενάγουσας και εναντίον των εναγόμενων, για το ποσό των €12.000,00, υπό μορφή γενικών αποζημιώσεων και για το ισόποσο σε ευρώ, του ποσού των £22.689,43 (λιρών Αγγλίας), υπό μορφή ειδικών αποζημιώσεων. Και τα δύο ποσά θα φέρουν νόμιμο τόκο από την ημερομηνία καταχώρησης της αγωγής.» Να σημειώσουμε πως στο ποσό των ειδικών αποζημιώσεων περιλαμβάνεται και ένα ποσό που αφορά στα έξοδα των δικηγόρων της εφεσίβλητης στην Αγγλία, το οποίο το Δικαστήριο έκρινε αποδεδειγμένο και  δικαιολογημένο.

 

Η εφεσείουσα δεν έμεινε ικανοποιημένη από την πρωτόδικη απόφαση εξού και η καταχώριση της υπό εκδίκαση έφεσης. Τέσσερις είναι οι λόγοι έφεσης. Με τον πρώτο λόγο αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης, ότι απεδείχθη αμέλεια εκ μέρους της εφεσείουσας.  Συναφής με τον πρώτο λόγο έφεσης είναι ο δεύτερος λόγος, σύμφωνα με τον οποίο καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένη εκτίμηση των επίδικων θεμάτων. Όπως καταγράφεται στην αιτιολογία του συγκεκριμένου λόγου έφεσης «Δεν ήταν ευθύνη των εναγομένων να προσκομίσουν μαρτυρία προς το αντίθετο των ισχυρισμών της ενάγουσας αφού η πλευρά της ενάγουσας υπέχει το βάρος απόδειξης των ισχυρισμών που προβάλλονται κατά την ακροαματική διαδικασία, κάτι το οποίο εν πάση περιπτώσει οι εφεσείοντες-εναγόμενοι απορρίπτουν και δεν συμμερίζονται».  Με τον τρίτο λόγο έφεσης προσβάλλονται τα ευρήματα αξιοπιστίας στα οποία προέβη το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ με τον τέταρτο και τελευταίο λόγο έφεσης η εφεσείουσα θεωρεί πως εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο επεδίκασε στην εφεσίβλητη «Νομικά έξοδα και/ή συμβουλές από τους δικηγόρους της στο Ηνωμένο Βασίλειο».   

 

Κατά την ακροαματική διαδικασία, η εφεσίβλητη κατέθεσε ως μάρτυρας. Ως ήτο αναμενόμενο, ερωτήθηκε κατά την κυρίως εξέτασή της να αναφέρει τι συνέβη σε σχέση με την παρούσα υπόθεση. Παραθέτουμε τις σχετικές ερωτήσεις και απαντήσεις από την κυρίως εξέτασή της:

 

«Ε.    Κυρία Bates σχετικά με την παρούσα υπόθεση τι γνωρίζετε;

 Α.     Τι συνέβηκε εννοείτε;

 Ε.     Ακριβώς.

 Α.     Μάλιστα. Θυμάμαι ότι στις 25 του Ιουλίου του 2008 το πρωί, μπήκα στο μπάνιο για να κάνω ντους. Και καθώς γύρισα πίσω για να πάρω το σαμπουάν μου, τα πόδια μου πήγαν εντελώς από κάτω μου και έπεσα και χτύπησα στο τέρμα του μπάνιου. …»

 

 

Στη συνέχεια ερωτήθηκε από τον ευπαίδευτο δικηγόρο της «Με ποια ταχύτητα μπήκατε μέσα στην μπανιέρα;» για να απαντήσει πως «Πάντα είμαι ούτως ή άλλως πολύ αργή και προσεκτική».

 

Ακολούθησαν οι εξής ερωτήσεις και απαντήσεις:

 

«Ε.   Το ίδιο ισχύει και για τις 25.7.2008 όταν μπήκατε στην μπανιέρα;

Α.    Ναι. Σωστά.

Ε.    Και το ίδιο ισχύει όταν γυρίσατε για να πάρετε το σαμπουάν;

Α.    Μάλιστα. Γύρισα για να πάρω το σαμπουάν και τα πόδια μου πήγαν κατευθείαν από κάτω μου και ο τρόπος που έπεσα έπρεπε να υψώσω το πηγούνι μου, γιατί αλλιώς θα χτυπούσα το κεφάλι μου. Αυτό προκάλεσε τη ζημιά στα δόντια μου.» 

 

 

Καθίσταται σαφές από τα πιο πάνω, πως ουδέποτε η εφεσίβλητη, κατά την κυρίως εξέτασή της, είχε αναφέρει ότι είχε ανοίξει τη βρύση της μπανιέρας και ότι το νερό έτρεχε, καθ΄ ον χρόνο
«γύρισε» για να πάρει το σαμπουάν. Γι΄ αυτό το θέμα ερωτήθηκε από την Υπεράσπιση, αντεξεταζόμενη. Παραθέτουμε τις σχετικές ερωτήσεις και απαντήσεις:

 

«Ε.   Το νερό ήταν ανοιχτό;

Α.    Εννοείτε αυτό που βάζουμε από κάτω για το νερό;

Ε.    Όχι. Αν το ντους ήταν ανοιχτό, αν το νερό έτρεχε.

Α.    Ναι. Το νερό έτρεχε από το ντους.

Ε.    Ωραία. Τώρα μας αναφέρατε--

Α.    Ήμουν μέσα στο ντους κυριολεκτικά μισό λεπτό.

Ε.    Ωραία. Εξηγήστε μου όταν λέτε έφυγαν τα πόδια σας από κάτω. Τι εννοείτε; Πώς έγινε αυτό;

Α.    Γλίστρησα προς τα κάτω και έπεσα με τους ώμους μου και γι΄ αυτό τον λόγο έχω τους μώλωπες στα χέρια.»

 

 

Αμέσως μετά, και ενόσω η αντεξέταση της εφεσίβλητης βρισκόταν σε κρίσιμο σημείο, και αφορούσε στην ουσία της Υπεράσπισης, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρενέβη, και έλαβε χώρα η ακόλουθη στιχομυθία:

 

«Δικαστήριο (προς κ. Γαβριηλίδη): Μα αμφισβητείτε την πτώση της; Αμφισβητείτε το επίδικο αδίκημα κύριε Γαβριηλίδη;

 

κ. Γαβριηλίδης:  Ναι. Τώρα μας λέει μια άλλη ιστορία.

 

Δικαστήριο:  Όχι τώρα. Δικογραφημένα αρνείστε τον ισχυρισμό; Διότι αντιλαμβάνεστε ότι αν δεν αρνείστε είναι και χωρίς νόημα.

 

κ. Τ. Κουκούνης:  Δεν λέει οτιδήποτε κύριε Πρόεδρε.

 

Δικαστήριο: Εντάξει αρνούνται. Όμως αυτή είναι η θέση σας δηλαδή ότι θα το προχωρήσετε μέχρι τέλους;

 

κ. Γαβριηλίδης: Όχι. Η θέση μας είναι διαφορετική. Εμείς προσπαθούμε να καταλάβουμε. Εντιμότατε βάσει της νομολογίας---

 

Δικαστήριο: Για να γλιτώνουμε χρόνο καλύτερα είναι να εστιάζουμε στην ουσία της υπεράσπισής σας.»

 

Να υπενθυμίσουμε πως η εφεσείουσα στο δικόγραφό της όχι μόνο είχε αρνηθεί τις δικογραφημένες θέσεις της εφεσίβλητης, αλλά είχε δικογραφημένη θέση πως η εφεσίβλητη είχε καταχωρίσει την αγωγή για αλλότριους σκοπούς «σε μια προσπάθειά της να αποσπάσει χρήματα από την εφεσείουσα για ικανοποίηση προσωπικών της αναγκών και μόνο».  Η πιο πάνω παρέμβαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία υπεδείκνυε στο δικηγόρο της εφεσείουσας τον τρόπο με τον οποίο αυτός  θα αντεξέταζε την εφεσίβλητη και τις ερωτήσεις που θα της υπέβαλλε, ήταν αντεπίτρεπτη (Πατατάρης ν. Αστυνομίας (1993) 2 Α.Α.Δ. 58). Είναι αναφαίρετο δικαίωμα κάθε διαδίκου να εμφανίζεται σε δικαστική διαδικασία που τον αφορά, και να προωθεί, μέσω της αντεξέτασης των μαρτύρων της αντίδικης πλευράς, τις δικογραφημένες του θέσεις (The Junior School (Αρ. 2) (2013) 1(Β) Α.Α.Δ. 1421).

 

Ως ελέχθη, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστη την εφεσίβλητη και αναξιόπιστο τον μάρτυρα που κάλεσε η εφεσείουσα. Θα παρακάμψουμε τον λόγο έφεσης με τον οποίο προσβάλλονται τα ευρήματα αξιοπιστίας και θα επικεντρωθούμε στο κατά πόσο η εφεσίβλητη, στη βάση της μαρτυρίας που το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη, είχε αποδείξει αμέλεια εκ μέρους της εφεσείουσας.

 

Η ανάλυση που έκανε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε σχέση με το αστικό αδίκημα της αμέλειας και ειδικότερα σε σχέση με την ευθύνη του κατόχου ακίνητης ιδιοκτησίας (άρθρο 51(2)(β) του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148) είναι ορθή.  Εύστοχη ήταν και η παραπομπή του στο πιο κάτω απόσπασμα από την υπόθεση Μιχαήλ ν. Ττουνιά κ.ά. (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 19:

 

«Όσον αφορά την ευθύνη του κατόχου, είναι θεμελιωμένο ότι ένας κάτοχος υποστατικού έχει, προς όλους τους νόμιμα ευρισκόμενους στο υποστατικό του, το κοινό καθήκον φροντίδας το οποίο εξυπακούει ότι ο κάτοχος θα πρέπει να επιδεικνύει τέτοια φροντίδα όση υπό τις περιστάσεις της υπόθεσης είναι εύλογη, ώστε να διασφαλίζει ότι το οποιοδήποτε νόμιμα ευρισκόμενο στα υποστατικά πρόσωπο θα είναι εύλογα ασφαλές κατά τη χρήση των υποστατικών, για τους σκοπούς για τους οποίους ευρίσκεται νόμιμα στο χώρο.»

 

 

Ορθή ήταν και η κατάληξή του, η οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν προσβάλλεται, ότι εν προκειμένω δεν ίσχυε η αρχή ή ο κανών «res ipsa loquitur», παρόλο που η δικογραφημένη θέση της εφεσίβλητης, και μάλιστα στις λεπτομέρειες αμέλειας και/ή παραβίασης των εκ του Νόμου και Κανονισμών απορρεόντων καθηκόντων, ήταν πως είχε εφαρμογή. Να επαναλάβουμε απλώς, πως ο εν λόγω κανών δικαίου της απόδειξης δεν εφαρμόζεται εκεί όπου ο διάδικος προσάγει μαρτυρία για να αποδείξει την αμέλεια του αντιδίκου του, όπως εν προκειμένω. Συνεπώς, εναπόκειτο στην ίδια την εφεσίβλητη να αποδείξει την υπόθεσή της, αφού αυτή ήταν που είχε το βάρος απόδειξης.

 

Αυτή ισχυρίστηκε, αντεξεταζόμενη, πως «… υπήρχε όμως κάτι στην επιφάνεια εκείνης της μπανιέρας και κανείς δεν θα είχε ευκαιρία δεν θα είχε ελπίδα να μην γλιστρήσει». Ουδέποτε όμως διευκρίνισε ποιο ήταν αυτό το κάτι, όταν μάλιστα αυτή είχε εισέλθει στην μπανιέρα χωρίς να γλιστρήσει, άνοιξε τη βρύση της μπανιέρας χωρίς να γλιστρήσει, και γλίστρησε όταν προσπάθησε, με συγκεκριμένη κίνηση προς τα πίσω, να πάρει το σαμπουάν της, καθ΄ ον χρόνο το νερό έτρεχε εντός της μπανιέρας.  Δικαιολογημένα η Υπεράσπιση της υπέβαλε πως όταν εισήλθε στην μπανιέρα και «άνοιξε το νερό», όφειλε να είχε επιδείξει την αναγκαία προσοχή με τις κινήσεις της. Γι΄ αυτή την υποβολή το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την τελική απόφασή του, έψεξε την Υπεράσπιση σημειώνοντας τα ακόλουθα:  

 

 «Περαιτέρω, της υποβλήθηκε γενικά και αόριστα ότι όταν μπήκε μέσα στο μπάνιο και άνοιξε το νερό όφειλε να επιδείξει την αναγκαία προσοχή μέσα στις κινήσεις, όταν προσπάθησε να πιάσει το σαμπουάν, ώστε να μην κτυπήσει. Ούτε τι έπρεπε να κάνει και δεν έκανε μα ούτε τι όφειλε να μην κάνει το οποίο έκανε που αποτελεί το πραγματικό της επίδειξης εκ μέρους της, της αναγκαίας προσοχής, όπως την αντιλαμβάνονται οι εναγόμενοι τής επεξηγήθηκε, για να της δοθεί η ευκαιρία να τοποθετηθεί και στο Δικαστήριο να ελέγξει την ορθότητα της υποβολής, η οποία, όπως έχει τεθεί παρέμεινε έωλη και χωρίς νόημα. Αντ' αυτού, η απάντηση της ενάγουσας στην εν λόγω υποβολή παρέμεινε αναντίλεκτη. Ακολουθεί αυτούσια: “Ήμουν όσο προσεκτική θα μπορούσα να είμαι. Υπήρχε κάτι στην επιφάνεια εκείνης της μπανιέρας και κανείς δε θα είχε ευκαιρία, δε θα είχε ελπίδα να μη γλιστρήσει”.

 

Δε νομίζω πως χρειάζεται να επεκταθώ προκειμένου να τεκμηριώσω τη θέση μου ότι οι εναγόμενοι φέρουν ακεραία την ευθύνη για την πρόκληση του επίδικου ατυχήματος».

 

 

Με κάθε σεβασμό, διαφωνούμε. Ασφαλώς, όταν κάποιος εισέρχεται εντός μπανιέρας για να λουστεί, θα πρέπει να είναι προσεκτικός με τις κινήσεις του, όπως ορθά υπέβαλε στην εφεσίβλητη o συνήγορος της εφεσείουσας, πόσω δε μάλλον όταν το νερό τρέχει εντός της μπανιέρας και ο λουόμενος κάνει κινήσεις, όπως εν προκειμένω. Προειδοποιητική πινακίδα για τα πιο πάνω αυτονόητα για έναν ενήλικα, δεν χρειαζόταν από τον κάτοχο. 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ενώ σημειώνει πως είναι στη αντεξέτασή της η εφεσίβλητη που ανέφερε ότι «το νερό ήταν ανοιχτό και έτρεχε και βρισκόταν μέσα στην μπανιέρα μόλις μισό λεπτό», εντούτοις δεν σχολιάζει την παράλειψή της να αποκαλύψει αυτά τα γεγονότα στην κυρίως εξέτασή της, όταν μάλιστα ερωτήθηκε από τον ευπαίδευτο συνήγορό της να αναφέρει τι ακριβώς είχε συμβεί. Η εφεσίβλητη όφειλε ευθύς εξ αρχής να είχε αναφερθεί στις ακριβείς περιστάσεις κάτω από τις οποίες γλίστρησε και να είχε εξηγήσει γιατί δεν γλίστρησε μόλις εισήλθε στην μπανιέρα, όταν μάλιστα η θέση της ήταν πως «κανείς δεν θα είχε ελπίδα να μην γλιστρήσει». Τουναντίον, αυτό που η εφεσίβλητη άφησε να νοηθεί στην κυρίως εξέτασή της, ήταν πως γλίστρησε μόλις εισήλθε στη μπανιέρα «για να κάνει ντους»,  χωρίς να είχε προλάβει να ανοίξει το νερό της μπανιέρας.  Όμως, ως ελέχθη, θα παρακάμψουμε τον λόγο έφεσης που αφορά στα ευρήματα αξιοπιστίας και θα επικεντρωθούμε στο κατά πόσο η εφεσίβλητη, στη βάση της μαρτυρίας που το πρωτόδικο Δικαστήριο απεδέχθη, είχε αποδείξει αμέλεια.   

 

Προκύπτει από το περιεχόμενο της προσβαλλόμενης πρωτόδικης απόφασης, πως ήταν εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η συγκεκριμένη μπανιέρα παρουσίαζε ολισθηρότητα και ως εκ τούτου η εφεσείουσα θα έπρεπε να είχε προειδοποιήσει την εφεσίβλητη «για την ολισθηρότητα της μπανιέρας και ότι θα έπρεπε να ήταν προσεκτική κατά τη χρήση της». Συνάγεται από το περιεχόμενο της απόφασής του, πως αυτή η ολισθηρότητα υπήρχε πριν η εφεσίβλητη εισέλθει εντός της μπανιέρας, αφού δεν υπάρχει εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η μπανιέρα κατέστη ολισθηρή συνεπεία του νερού που έτρεχε. Ούτε βεβαίως η ίδια η εφεσίβλητη με τη μαρτυρία της είχε εξαρτήσει την ευθύνη της εφεσείουσας από το εν λόγω γεγονός. Ως ελέχθη, αυτό που ανέφερε ήταν πως «υπήρχε όμως κάτι στην επιφάνεια εκείνης της μπανιέρας και κανείς δεν θα είχε ευκαιρία, δεν θα είχε ελπίδα να μην γλιστρήσει».

 

Ως εκ τούτου, θα πρέπει να δούμε κατά πόσο αποδείχθηκε ότι η μπανιέρα παρουσίαζε ολισθηρότητα πριν η εφεσίβλητη εισέλθει εντός αυτής. Κατ΄ αρχάς, ουδεμία μαρτυρία προσκομίστηκε ότι η συγκεκριμένη μπανιέρα ήταν εκ της κατασκευής της ολισθηρή, επικίνδυνη και κατ΄ επέκταση ακατάλληλη για να χρησιμοποιείται ως μπανιέρα ή ότι κατέστη για οιονδήποτε λόγο ολισθηρή και επικίνδυνη μετά την εγκατάστασή της στο συγκεκριμένο δωμάτιο του ξενοδοχείου. Ούτε βεβαίως υπήρξε μαρτυρία πως εντός αυτής υπήρχε τη δεδομένη χρονική στιγμή ουσία ή αντικείμενο ή οτιδήποτε άλλο που την καθιστούσε ολισθηρή, επικίνδυνη και ακατάλληλη, και ότι η εφεσείουσα γνώριζε ή όφειλε να γνωρίζει για την ύπαρξη αυτής της ουσίας ή του αντικειμένου, και κατ΄ επέκταση όφειλε να είχε λάβει όλα εκείνα τα μέτρα που ήταν λογικά αναγκαία για να προστατεύσει από αυτόν τον κίνδυνο τα πρόσωπα που εισέρχονταν εντός αυτής για να λουστούν. Άλλωστε τέτοιες θέσεις ουδέποτε υποβλήθηκαν στον μάρτυρα της εφεσείουσας.

 

Και βεβαίως, ουδέποτε η εφεσίβλητη ισχυρίστηκε ότι είχε πατήσει σε τέτοια ουσία ή αντικείμενο που υπήρχε εντός της μπανιέρας, με αποτέλεσμα να γλιστρήσει και να τραυματιστεί. Αυτό το «κάτι» στην μπανιέρα, που κατά την εφεσίβλητη ήταν η αιτία που προκάλεσε το ατύχημα και που «κανείς δεν θα είχε ελπίδα να μην γλιστρήσει», ουδέποτε συγκεκριμενοποιήθηκε. Ούτε βεβαίως η εφεσίβλητη μίλησε για κάποιο υγρό ή για κάποια ουσία ή για κάποιο αντικείμενο που υπήρχε μεν εντός της μπανιέρας, αλλά δεν μπορούσε να το περιγράψει με ακρίβεια. Και ασφαλώς, ως ελέχθη, δεν ήταν ποτέ η θέση της πως αυτό το «κάτι» ήταν το νερό που έτρεχε από τη βρύση της μπανιέρας.

 

Να επαναλάβουμε πως η εφεσίβλητη δεν γλίστρησε μόλις εισήλθε στην μπανιέρα, κάτι που θα ήταν λογικά αναμενόμενο, στη βάση της δικής της μαρτυρίας, αλλά μετά την πάροδο μισού λεπτού και όταν έκανε την κίνηση προς τα πίσω για να πάρει το σαμπουάν της, με το νερό της μπανιέρας να τρέχει.

 

Εντελώς διαφορετικά ήταν τα γεγονότα στην υπόθεση Λέσχη Ιπποδρομιών Λευκωσίας ν. Νικήτα (2000) 1 Α.Α.Δ. 1712, όπου εκεί ο ενάγων ισχυρίστηκε και απέδειξε ότι πάτησε σε μπανανόφλουδα που υπήρχε στο δάπεδο των υποστατικών των εναγομένων, με αποτέλεσμα να γλιστρήσει, να χάσει την ισορροπία του, να πέσει στο πάτωμα και να τραυματισθεί. 

 

Στην A.Η.Κ ν. Rawnsello Trad. Co. Ltd (2003) 1(Γ) 1570, λέχθηκε ότι «Το καθήκον επιμέλειας όπως και το αστικό αδίκημα της αμέλειας δεν εξηγούνται αφηρημένα αλλά σε συνάρτηση προς το συγκεκριμένο πρόσωπο που την επικαλείται και με αναφορά στην πράξη ή παράλειψη που κατ΄ ισχυρισμό προκάλεσε τη ζημιά».      

 

Στη Γιουσελής ν. Γιωργάλλα, Πολ. Έφ. 501/2012, ημερ. 14.5.2019, ECLI:CY:AD:2019:A183, επαναλαμβάνεται ότι:  «… η διαπίστωση αμέλειας δεν είναι νομικό θέμα, αλλά κατ΄ εξοχή θέμα που εξαρτάται από το σύνολο των περιστάσεων».

 

To ίδιο και στη M. Haji κ.ά ν. Adonis Baths Mavrokolimbos Waterfalls Limited κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 192/2014, ημερ. 10.5.2022, ECLI:CY:AD:2022:D181, όπου λέχθηκε ότι, «Με δεδομένες τις νομικές αρχές σημασία έχουν κάθε φορά οι περιστάσεις».    

 

Η υπόθεση Christiansen v. Blue Med. Hotels Ltd (1998) 1(Γ) A.Α.Δ. 1542, στην οποία παρέπεμψε το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν βοηθά.  Εκεί, όπως ορθά ανέφερε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, η εντεκάχρονη ενάγουσα δεν αντελήφθη γυάλινη πόρτα του εστιατορίου, με αποτέλεσμα να επιπέσει επ΄ αυτής, το γυαλί να θρυμματισθεί και η ίδια να τραυματισθεί. Με άλλα λόγια, οι περιστάσεις του ατυχήματος είχαν διευκρινισθεί/συγκεκριμενοποιηθεί και αποδειχθεί. Κρίθηκε πως υπήρξε αμέλεια εκ μέρους του κατόχου, αφού το γυαλί δεν ήταν κατασκευασμένο από ανθεκτικό υλικό και η αυτοκόλλητη ταινία που είχε τοποθετηθεί για την επισήμανση του γυαλιού, ήταν τοποθετημένη σε ψηλότερο σημείο από το ύψος της ανήλικης. Το Εφετείο ανατρέποντας την πρωτόδικη απόφαση, σημείωσε τα ακόλουθα: «Οι κατασκευαστές όπως και οι ιδιοκτήτες υποστατικών στα οποία χρησιμοποιείται το γυαλί, οφείλουν να μεριμνήσουν για την ασφάλεια του κοινού που τα χρησιμοποιούν.  Το γυαλί είναι διαφανές υλικό, διαχωρίζει μεν τους χώρους φυσικά, αλλά όχι οπτικά. Εκτός και αν το γυαλί είναι αδιαφανές. Όταν χρησιμοποιείται το γυαλί στον εσωτερικό διαχωρισμό μιας οικοδομής ή στις εξωτερικές προσόψεις, πρέπει να λαμβάνονται υπόψη διάφοροι παράγοντες που αφορούν στην ασφάλεια αυτών που χρησιμοποιούν την οικοδομή, όπως η επισήμανση του γυαλιού αλλά και η ανθεκτικότητά του.»  Εν προκειμένω, ως ελέχθη, αυτό το «κάτι» στην μπανιέρα, που κατά την εφεσίβλητη προκάλεσε το ατύχημα, ουδέποτε συγκεκριμενοποιήθηκε.    

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ουσιαστικά θεώρησε πως επειδή η εφεσίβλητη έπεσε στη μπανιέρα, όταν επεδίωξε να πάρει το σαμπουάν της με το νερό της μπανιέρας να τρέχει, και μάλιστα κάνοντας κίνηση προς τα πίσω, η επιφάνεια της μπανιέρας ήταν, πριν αυτή εισέλθει εντός αυτής, ολισθηρή και επικίνδυνη. Κάτι τέτοιο όμως δεν αποδείχθηκε.  Και δεν είναι δυνατόν να ομιλούμε για παραβίαση υποχρέωσης της εφεσείουσας να προστατεύσει την εφεσίβλητη από κίνδυνο εντός της μπανιέρας, ο οποίος οφείλεται σε «κάτι», το οποίο, ως ελέχθη, ουδέποτε συγκεκριμενοποιήθηκε.

 

 Στη βάση του πιο πάνω αδικαιολόγητου ευρήματος, το πρωτόδικο Δικαστήριο βρήκε στη συνέχεια πως είχε ευθύνη η εφεσείουσα, επειδή κατά το πρωτόδικο Δικαστήριο, αυτή όφειλε να είχε ενημερώσει την εφεσίβλητη με προειδοποιητική πινακίδα ότι η μπανιέρα ήταν ολισθηρή και να είχε τοποθετήσει εντός αυτής αντιολισθητικό χαλί. Με δεδομένο όμως ότι δεν απεδείχθη ότι η μπανιέρα ήταν ολισθηρή, δεν ετίθετο θέμα τέτοιων υποχρεώσεων εκ μέρους της εφεσείουσας.  

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με τον τρόπο που προσέγγισε το θέμα, μετέθεσε ανεπίτρεπτα το βάρος απόδειξης στους ώμους της εφεσείουσας. Ουσιαστικά η εφεσείουσα κλήθηκε να αποδείξει ότι δεν είχε ευθύνη για το γεγονός ότι η εφεσίβλητη, ως αυτή ισχυρίστηκε στην κυρίως εξέτασή της, «… καθώς γύρισα πίσω για να πάρω το σαμπουάν μου, τα πόδια μου πήγαν εντελώς από κάτω μου και έπεσα και κτύπησα στο τέρμα του μπάνιου». Δικαιολογημένα η εφεσείουσα, με τον δεύτερο λόγο έφεσης αναφέρει πως αυτή που είχε το βάρος απόδειξης ότι τραυματίστηκε εντός της μπανιέρας συνεπεία αμέλειας της εφεσείουσας, ήταν η εφεσίβλητη.

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω, δεν διαπιστώνεται παράβαση καθήκοντος επιμέλειας. Κατ΄ επέκταση, εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως η εφεσείουσα είχε ευθύνη. Ο πρώτος και ο δεύτερος λόγος έφεσης είναι βάσιμοι. Δεν χρειάζεται να εξεταστούν οι άλλοι λόγοι έφεσης.

 

Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται στο σύνολό της. Η αγωγή απορρίπτεται. Η εφεσίβλητη καταδικάζεται στα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λεμεσού και εγκριθούν από το οικείο Δικαστήριο. Επιδικάζονται προς όφελος της επιτυχούσας εφεσείουσας  και εναντίον της εφεσίβλητης €3.000 έξοδα έφεσης, πλέον Φ.Π.Α., εάν υπάρχει.

 

 

 

                                                      Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

                                                          Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

                                                          Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο