ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 119/2015)

 

 

 

 1 Μαρτίου, 2024

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΑ,

 

 

 

Εφεσείων/Εναγόμενος,

 

ν.

 

 

ΕΦΟΡΕΙΑΣ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΗΡΙΩΝ ΛΑΡΝΑΚΑΣ,

 

 

 

Εφεσίβλητων/Εναγόντων.

 

 

_____________________________________________________________________

 

 

   Στ. Βασιλακκάς για Ε. Φλουρέντζου & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

 

Μ. Αβραάμ (κα) για Χάρης Κυριακίδης ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους.

 

 

___________________________________________________________________

 

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

_____________________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας Έφεσης είναι η Απόφαση του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών (εφεξής ΔΕΔ) στο πλαίσιο της Αίτησης 374/2013, δυνάμει της οποίας εκδόθηκε διάταγμα αναστολής της παραπέρα διαδικασίας της αίτησης εργατικής διαφοράς, στη βάση του ότι η καταχώριση της εν λόγω αίτησης ήταν εκπρόθεσμη, με αποτέλεσμα οι θεραπείες που αξιώνονταν να είχαν παραγραφεί.

 

Προτού αναφερθούμε στους Λόγους Έφεσης κρίνεται αναγκαία, για σκοπούς ευχερέστερης αντίληψης της ουσίας της επίδικης διαφοράς και των όσων έπονται, η παράθεση των πιο κάτω παραδεχτών γεγονότων που αποτέλεσαν και τη βάση εξέτασης της προδικαστικής ένστασης των Εφεσιβλήτων ότι η αίτηση εργατικής διαφοράς ήταν εκπρόθεσμη.

 

Ο Εφεσείων προσλήφθηκε από τους Εφεσίβλητους στις 2/10/2003. Εναντίον του έγιναν κατά τις 8/2/2011 και 11/2/2011 καταγγελίες από δύο άτομα, για τις οποίες διορίστηκε, σε κάθε περίπτωση, μονομελής Επιτροπή προς το σκοπό διερεύνησής τους. Με την ολοκλήρωση των διαδικασιών αυτών, ακολούθησε συνεδρίαση της Ολομέλειας των Εφεσιβλήτων, στις 13/5/2011, προκειμένου να ληφθεί τελική απόφαση σε σχέση με τις εν λόγω καταγγελίες, αποτέλεσμα της οποίας ήταν ο τερματισμός της απασχόλησης του Εφεσείοντα στις 16/5/2011.

 

Προηγουμένως, στις 19/5/2010, σε σχέση με άλλο περιστατικό, οι Εφεσίβλητοι είχαν κοινοποιήσει προς τον Εφεσείοντα μέσω επιστολής, πειθαρχική ποινή μη παραχώρησης ετήσιας προσαύξησης για τρία χρόνια. Εναντίον της εν λόγω απόφασης ο Αιτητής είχε καταχωρίσει εναντίον των Εφεσιβλήτων στο Ανώτατο Δικαστήριο στις 2/8/2010 την Προσφυγή με αρ. 1058/2010. Στο πλαίσιο της εν λόγω Προσφυγής οι Εφεσίβλητοι είχαν καταχωρίσει γραπτή αγόρευση μέσω της οποίας είχαν εγείρει θέμα δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Τελικώς, το Ανώτατο Δικαστήριο εκδίδοντας την Απόφαση του στην εν λόγω Προσφυγή, στις 3/12/2012, την απέρριψε.

 

Αποτέλεσε αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η απόρριψη της εν λόγω Προσφυγής βασίστηκε στη θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση ενέπιπτε στη σφαίρα του ιδιωτικού και όχι του δημόσιου δικαίου, με αποτέλεσμα να μην υπόκειται στον αναθεωρητικό έλεγχο του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Και τούτο στη βάση του ότι οι σχέσεις των σχολικών εφορειών με τους εργοδοτούμενους τους συνιστούν σχέσεις ιδιωτικού δικαίου μη υποκείμενες στον αναθεωρητικό έλεγχο που προβλέπεται από το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

 

Εναντίον της απόφασης τερματισμού της απασχόλησης του, ημερ. 16/5/2011, ο Εφεσείων καταχώρισε στις 28/7/2011 στο Ανώτατο Δικαστήριο την Προσφυγή με αρ. 988/2011, την οποία απέσυρε στις 8/3/2013 μετά από την έκδοση της απόφασης στην Προσφυγή 1058/2010.

 

Με δεδομένο ότι ο Εφεσείων είχε καταχωρίσει την υπό κρίση αίτηση εργατικής διαφοράς στις 30/4/2013, ήτοι ένα έτος και 11 μήνες περίπου μετά την απόλυσή του στις 16/5/2011, οι Εφεσίβλητοι ήγειραν προδικαστική ένσταση με την οποία ισχυρίστηκαν, μεταξύ άλλων, ότι η εν λόγω αίτηση ήταν εκπρόθεσμη και οι αιτούμενες θεραπείες είχαν παραγραφεί.

 

Επανερχόμαστε στους Λόγους Έφεσης. Προβάλλονται πέντε Λόγοι Έφεσης.

Μέσω αυτών προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αποφάσισε ότι ο χρόνος γένεσης του δικαιώματος του Εφεσείοντα να προσφύγει στο ΔΕΔ ήταν η 16/5/2011 (1ος Λόγος Έφεσης), ότι εσφαλμένα το ΔΕΔ συμπέρανε ότι ο Εφεσείων ανέμενε το αποτέλεσμα άλλων νομικών διαδικασιών προτού προσφύγει στο ΔΕΔ (2ος Λόγος Έφεσης), ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι ο Εφεσείων δεν τελούσε υπό πλάνη για τα δικαιώματά του (3ος Λόγος Έφεσης) και αδικαιολόγητα δεν έλαβε υπόψη του ότι οι Εφεσίβλητοι τελούσαν και αυτοί υπό νομική πλάνη μέχρι και την 31/8/2012                        (4ος Λόγος Έφεσης) και ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι τα γεγονότα της υπόθεσης δεν αποκάλυπταν ζητήματα δόλου ή και απάτης (5ος Λόγος Έφεσης).

 

Ενόψει του ότι κάποιοι από αυτούς τους Λόγους είναι συναφείς με άλλους, η αναφορά που ακολουθεί θα γίνει έχοντας υπόψη αυτό το στοιχείο.

 

Ο 1ος και 4ος Λόγος Έφεσης θα εξετασθούν μαζί.

 

Με τον 1ο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι ο χρόνος γένεσης του δικαιώματος του να προσφύγει στο ΔΕΔ ήταν στις 16/5/2011, εκλαμβάνοντας ότι η γένεση του δικαιώματος είναι ταυτόσημη και ταυτόχρονη με την ημερομηνία απόλυσής του. Μέσω του 4ου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων υποστηρίζει ότι  το πρωτόδικο Δικαστήριο αδικαιολόγητα δεν έλαβε υπόψη του ότι οι Εφεσίβλητοι τελούσαν και αυτοί υπό νομική πλάνη ως προς την αρμοδιότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου μέχρι και την 31/8/2012, οπόταν και ήγειραν για πρώτη φορά ζήτημα αναρμοδιότητας του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή με αρ. 988/2010.

 

Η παραγραφή αξιώσεων ενώπιον του ΔΕΔ έχει ως νομικό υπόβαθρο το Άρθρο 12(10Α) του περί Ετησίων Αδειών μετ’ Απολαβών Νόμου του 1967, Ν. 8/1967, ως έχει τροποποιηθεί με το Ν. 169(Ι)/2002, το οποίο προνοεί τα ακόλουθα:

 

«(10Α) Αίτηση στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών υποβάλλεται εντός δώδεκα μηνών από την ημερομηνία κατά την οποία ανέκυψε το προς υποβολήν αιτήσεως δικαίωμα ή εντός εννέα μηνών από την απάντηση του Ταμείου για πλεονάζον προσωπικό:

 

Νοείται ότι στις περιπτώσεις όπου το προς υποβολήν αιτήσεως στο Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών δικαίωμα ανέκυψε μετά την 21η Μαίου 1999, η δυνάμει του εδαφίου (11) του παρόντος άρθρου καθοριζόμενη προθεσμία για την καταχώρηση αίτησης, αρχίζει από την ημερομηνία δημοσίευσης του παρόντος Νόμου στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.»

 

 

Η αναγκαιότητα τήρησης των προθεσμιών τονίστηκε στην υπόθεση Ανδρέου ν. Υπηρεσιών Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Τμήμα Πλεονάζοντος Προσωπικού, Πολιτική Έφεση Αρ. 191/2013, ημερ. 29/3/2021, ECLI:CY:AD:2021:A105, όπου το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι με τον τροποποιητικό Νόμο 169(Ι)/2002 ο Νομοθέτης έθεσε αποσβεστική προθεσμία ως προς το δικαίωμα υποβολής αίτησης ενώπιον του ΔΕΔ και ότι από τις 9/8/2002 που δημοσιεύτηκε ο Νόμος, οποιαδήποτε αίτηση στο εν λόγω Δικαστήριο υποβάλλεται μέσα σε 12 μήνες από την ημερομηνία που ανέκυψε το προς υποβολή αίτησης δικαίωμα ή μέσα σε 9 μήνες από την απάντηση του Ταμείου για πλεονάζον προσωπικό. Επικυρώθηκε, επίσης, η θέση ότι οι διατάξεις του Νόμου δεν παρέχουν στο ΔΕΔ οποιαδήποτε διακριτική ευχέρεια να παρατείνει το χρόνο πέραν των 12 ή 9 μηνών, αντίστοιχα, από την ημερομηνία που ανέκυψε το προς υποβολή αίτησης δικαίωμα του, με αποτέλεσμα με την πάροδο του χρόνου των 12 ή 9 μηνών, αντίστοιχα, το δικαίωμα του εργοδοτούμενου να υποβάλει αίτηση να παραγράφεται και το ΔΕΔ να στερείται δικαιοδοσίας να επιληφθεί μιας τέτοιας αίτησης.

 

Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Ανδρέου (ανωτέρω), «η αποσβεστική προθεσμία που τίθεται στο άρθρο 12(10Α)  του Περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου 8/67 αποσκοπεί όχι μόνον στο να επιβάλει στον επηρεαζόμενο και προτιθέμενο αιτητή όπως ενεργήσει εντός του χρόνου που καθορίζεται εκεί (έτσι ώστε να εξακριβωθεί αν ευσταθεί το αίτημα του), αλλά και να διασφαλίσει συν τω χρόνω το δημόσιο συμφέρον για τήρηση των νομοθετικώς τιθέμενων προθεσμιών…».

 

Ήταν η θέση του Εφεσείοντα ότι το δικαίωμα του να προσφύγει στο ΔΕΔ αποκρυσταλλώθηκε όταν αυτός έλαβε γνώση όλων των ουσιωδών γεγονότων και περιστατικών της υπόθεσης του και ότι το σημείο έναρξης του δικαιώματος του να προσφύγει στο ΔΕΔ δεν ήταν το χρονικό σημείο της απόλυσης του, όπως εσφαλμένα, κατά τον ίδιο, το πρωτόδικο Δικαστήριο προσδιόρισε. Εισηγήθηκε, περαιτέρω, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο «όφειλε να λάβει υπόψη του το γεγονός ότι το πρώτο ψήγμα περί αναρμοδιότητας εμφανίστηκε την 31/08/2012 και τότε να καταλήξει ότι το ορθό χρονικό σημείο για την αποκρυστάλλωση των δικαιωμάτων του εφεσείοντα και η γνώση του περί αυτών ήταν με την εν λόγω έγερση».

 

Οι πιο πάνω εισηγήσεις δεν μας βρίσκουν σύμφωνους.

 

Το χρονικό σημείο έναρξης της προθεσμίας για υποβολή αίτησης στο ΔΕΔ άρχεται με τη γένεση του αγώγιμου δικαιώματος το οποίο αποτελεί το αντικείμενο της αίτησης ενώπιον του Δικαστηρίου. Το γεγονός ότι οι Εφεσίβλητοι ήγειραν για πρώτη φορά θέμα δικαιοδοσίας στις 31/8/2012 δεν είναι αντιληπτό ποια σημασία ενέχει στην υπό κρίση περίπτωση και πώς επηρεάζει την ημερομηνία έναρξης της δωδεκάμηνης προθεσμίας που ο Νόμος τάσσει. Είναι σαφές ότι οποιαδήποτε νομική πλάνη ως προς το ποιο Δικαστήριο ήταν το αρμόδιο, είναι άσχετη και δεν θα μπορούσε να οδηγήσει σε αναστολή της προθεσμίας καταχώρισης της αίτησης στο ΔΕΔ.

 

Όπως ορθά εισηγήθηκε η ευπαίδευτος συνήγορος των Εφεσιβλήτων, με δεδομένο ότι στην προκείμενη περίπτωση η απασχόληση του Εφεσείοντα τερματίστηκε στις 16/5/2011, ημερομηνία δημιουργίας ή, καλύτερα, γένεσης του αγώγιμου δικαιώματος του να καταχωρίσει αίτηση εργατικής διαφοράς στο ΔΕΔ για την απόλυση του από τους Εφεσίβλητους και για τα δικαιώματα του που δυνατόν να προκύπτουν από το γεγονός της απόλυσης του, είναι η 16/5/2011. Με άλλα λόγια το δικαίωμα του Εφεσείοντα να αξιώσει θεραπείες σε σχέση με τον τερματισμό της απασχόλησης του συναρτάτο με την ημερομηνία τερματισμού των υπηρεσιών του.  Ως εκ τούτου, η εν λόγω ημερομηνία αποτελούσε το χρονικό σημείο της έναρξης της δωδεκάμηνης προθεσμίας που το Άρθρο 12(10Α) του Νόμου τάσσει.

 

Μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένο το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων ανέμενε το αποτέλεσμα άλλων νομικών διαδικασιών, ήτοι της Προσφυγής με αρ. 988/2011, προτού προσφύγει στο ΔΕΔ, αποδίδοντας, όπως υποστηρίχθηκε, με τον τρόπο αυτό εμμέσως κακόπιστη συμπεριφορά στον Εφεσείοντα, ενώ μέσω του 3ου Λόγου Έφεσης ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα ότι ο Εφεσείων δεν τελούσε υπό πλάνη για τα δικαιώματα του, ως αυτά απέρρεαν από την απόλυση του, αφού έσπευσε να τα διεκδικήσει στο Ανώτατο Δικαστήριο.

 

Εν πρώτοις, το πρωτόδικο Δικαστήριο πουθενά στην Απόφαση του δεν προσδίδει κακόπιστη συμπεριφορά στον Εφεσείοντα, ως αυτός ισχυρίστηκε και ούτε καταλήγει σε εύρημα ότι ο Εφεσείων ανέμενε το αποτέλεσμα των Προσφυγών που εκκρεμούσαν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου για να προσφύγει στο ΔΕΔ. Το συμπέρασμα στο οποίο καταλήγει το πρωτόδικο Δικαστήριο είναι το ακόλουθο:

 

«Ο Αιτητής γνώριζε ότι απολύθηκε και όπως προκύπτει από τα παραδεκτά γεγονότα περί τους 2½ μήνες μετά τον τερματισμό των υπηρεσιών του ήτοι της 28/7/2011 καταχώρησε προσφυγή στο Ανώτατο Δικαστήριο. Δηλαδή, ο Αιτητής δεν τελούσε σε πλάνη σε σχέση με τυχόν δικαιώματά του που προκύπτουν από τον τερματισμό της απασχόλησής του αφού έσπευσε να τα διεκδικήσει στο Ανώτατο Δικαστήριο και δεν προβάλλεται από τον Αιτητή η θέση ότι ο λόγος για τη μη έγκαιρη προώθηση της απαίτησής του ήταν η απάτη.»

 

 

Όσον δε αφορά την κατ’ ισχυρισμό πλάνη υπό την οποία ο Εφεσείων τελούσε ως προς τα δικαιώματα του δεν είναι άνευ σημασίας το γεγονός, και ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο το επεσήμανε, ότι η Απόφαση στην Προσφυγή 4/2011 είχε εκδοθεί στις 10/11/2011, ήτοι πολύ πιο νωρίς από τις 30/8/2012 που ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι ξεκαθάρισαν τα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης και, εν πάση περιπτώσει, πριν τη λήξη της προθεσμίας για καταχώριση αίτησης ενώπιον του ΔΕΔ. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, εξετάζοντας επιμελώς τα ενώπιον του γεγονότα, ορθά υπέδειξε  ότι, «Ο ισχυρισμός του ευπαίδευτου δικηγόρου του Αιτητή ότι σχεδόν οι πάντες τελούσαν σε πλάνη σε σχέση με το νομικό καθεστώς των Καθ’ ων η Αίτηση και ότι ξεκαθάρισε για πρώτη φορά στις 3/12/2012 που εκδόθηκε η απόφαση στην προσφυγή με αρ. 1058/10 δεν μπορεί να ευσταθεί αφού, μεταξύ άλλων, περισσότερο από ένα χρόνο πριν, στις 10/11/2011 στην υπόθεση Δημητρίου κ.α. ν. Εφορεία Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Λεμεσού, (ανωτέρω) ο Δικαστής Νικολάτος (όπως ήταν τότε) ανέφερε:

«Στην προκείμενη περίπτωση είναι πρόδηλο ότι οι αιτητές δεν μπορούν να θεωρηθούν ως μέλη της Δημόσιας Υπηρεσίας. Οι δύο αιτητές προσελήφθηκαν από τους Καθ' ων η αίτηση και παρόλο που εργοδοτήθηκαν για αρκετά χρόνια από αυτούς, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αυτοί ανήκουν στη Δημόσια Υπηρεσία, για τους εξής λόγους:  Τόσο οι αιτητές όσο και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο, εργοδοτούνται από τους Καθ' ων η αίτηση δυνάμει εξουσίας και προνομίου το οποίο δίδεται στους Καθ' ων η αίτηση από το Νόμο. Ο εργοδότης των αιτητών και του ενδιαφερόμενου προσώπου είναι η Εφορεία Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Λεμεσού η οποία ενεργεί με αυτονομία όσον αφορά στην πρόσληψη και απόλυση του προσωπικού της. Περαιτέρω η εργασιακή σχέση και το εργασιακό καθεστώς των αιτητών και του ενδιαφερόμενου προσώπου διέπονται από συλλογική σύμβαση που έχει υπογραφεί μεταξύ των καθ' ων η αίτηση και των συντεχνιών, στις οποίες είναι μέλη οι αιτητές και το ενδιαφερόμενο πρόσωπο.

Η σχέση των εργοδοτουμένων-αιτητών με τον εργοδότη, καθ' ης η αίτηση Εφορεία Ελληνικών Εκπαιδευτηρίων Λεμεσού, κατά την εκτίμηση μου, έχει τα χαρακτηριστικά της ιδιωτικής εργοδότησης, δηλαδή της σχέσης εργοδότη­ εργοδοτούμενου που διέπεται από το ιδιωτικό δίκαιο.

Κατά συνέπεια κρίνω ότι η σχέση αιτητών και καθ' ων η αίτηση είναι σχέση που διέπεται από το ιδιωτικό και όχι το δημόσιο δίκαιο και επομένως δεν μπορεί να ελεγχθεί από το Ανώτατο Δικαστήριο δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος.

Για τους λόγους που προσπάθησα να εξηγήσω,  η προσφυγή  απορρίπτεται…»

 

Με τον 5ο Λόγο Έφεσης ο Εφεσείων διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποφάσισε ότι τα γεγονότα της υπόθεσης δεν ενείχαν ζητήματα δόλου ή απάτης που θα έδιναν το δικαίωμα παράτασης του χρόνου προσφυγής στο Δικαστήριο.

 

Είναι σημαντικό στο σημείο αυτό να επισημάνουμε ότι η μόνη πιθανή εξαίρεση σε σχέση με την περίοδο της παραγραφής είναι εκεί όπου ένας αιτητής επικαλείται δόλο ή απάτη, προκρίνοντας τον ισχυρισμό ότι ήταν λόγω του δόλου ή της απάτης του άλλου μέρους που δεν ήγειρε τη δικαστική διαδικασία εντός της περιόδου παραγραφής. Σε μια τέτοια περίπτωση, το Δικαστήριο μπορεί να θέσει σε ισχύ το δόγμα της Επιείκειας το οποίο αναστέλλει το χρόνο της παραγραφής έτσι ώστε να μην προκληθεί αδικία στον αιτητή. Στην Αγγλική υπόθεση Grimes v. Sutton London Borough Council [1973] I.C.R. 240, 244-245 το Δικαστήριο ανέφερε τα πιο κάτω:

 

The doctrine that the running of time was postponed by fraud was originated by courts of equity before the Act of 1939 came into operation: see such decisions as Gibbs v. Guild (1882) 9 Q.B.D. 59 and Lynn v. Bamber [1930] 2 K.B. 72. In a suitable case it may well be that the courts will be prepared to develop this equitable doctrine and to apply it to postpone the operation of a time limit in a statute where otherwise a plaintiff might suffer a real injustice by reason of the unconscionable behaviour of the defendant.

 

Το ζήτημα, ωστόσο, στην προκείμενη περίπτωση είναι θεωρητικό εφόσον, παρά τα όσα υποστηρίχθηκαν στην αγόρευση του Εφεσείοντα περί «δόλιας συμπεριφοράς εκ μέρους των καταγγελλόντων με στόχο να επιτύχουν την απόλυση του Εφεσείοντος, δηλαδή να παράγουν ένα παράνομο αποτέλεσμα», τα γεγονότα που συνέθεταν την απαίτηση του δεν καταδείκνυαν οποιαδήποτε απατηλή ή δόλια συμπεριφορά από πλευράς των Εφεσιβλήτων που να εμπόδισε τον Εφεσείοντα να διεκδικήσει εγκαίρως τα δικαιώματά του.

 

Με βάση τα πιο πάνω δεν εντοπίζεται οποιοδήποτε σφάλμα στη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου στο υπό συζήτηση θέμα. Το τελευταίο ορθά υπέδειξε ότι «Στην προκειμένη περίπτωση δεν τίθεται θέμα απάτης, ούτε προκύπτει μέσα από τα γεγονότα, ώστε να ενδέχεται να τεθεί σε ισχύ το δόγμα της επιείκειας για αναστολή του χρόνου της παραγραφής».

 

Κατ’ ακολουθίαν όλων των πιο πάνω, ουδείς εκ των Λόγων Έφεσης είναι βάσιμος.

 

Ως εκ τούτου, η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα ύψους €3.000, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει, υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον του Εφεσείοντα.

 

 

 

 

                                   Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

                                                Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο