ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 127/2015)

 

 

 

1 Μαρτίου, 2024

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

 

DAVID FOWLES,

 

 

 

Εφεσείων/Ενάγων,

 

ν.

 

1. ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΟΥΚΚΙΔΗ,

                                    2.  ΜΙΧΑΛΗ ΠΟΥΠΑΖΗ,

 

 

 

Εφεσίβλητων/Εναγομένων.

 

________________________________________________

 

    Στ. Σάββα για Παπαντωνίου & Παπαντωνίου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

 

Γρ. Σαββίδης, για τον Εφεσίβλητο 1.

 

Γ. Ζαχαρίου (κα) για Α.Β. Ζαχαρίου & Σία ΔΕΠΕ, για τον Εφεσίβλητο 2.

 

________________________________________________

 

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

___________________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Αντικείμενο της παρούσας Έφεσης είναι η Απόφαση του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας (εφεξής πρωτόδικο Δικαστήριο), ημερ. 30/1/2015, στην Αγωγή με αρ. 3371/2010, με την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εν λόγω Αγωγή.

 

Με την πιο πάνω Αγωγή ο Εφεσείων αξίωνε αποζημιώσεις λόγω δόλου και/ή απάτης και/ή ψευδών παραστάσεων και/ή παράβασης σύμβασης και/ή των εκ του Νόμου απορρεόντων καθηκόντων των Εφεσιβλήτων 1 και 2 σε βάρος του.

 

Προτού αναφερθούμε στους Λόγους Έφεσης κρίνεται αναγκαία, για σκοπούς ευχερέστερης αντίληψης της ουσίας της επίδικης διαφοράς και των όσων έπονται, η παράθεση των πιο κάτω μη αμφισβητούμενων γεγονότων, αλλά και των εκδοχών που προβλήθηκαν εκατέρωθεν.

 

Ο Εφεσίβλητος 1 ήταν Διευθύνων Σύμβουλος και μέτοχος με ποσοστό 50% στην Εταιρεία A.K.P.CH. Entertainment Ltd, η οποία ασκούσε επιχειρηματικές δραστηριότητες λειτουργίας και εκμετάλλευσης μπυραρίας – καφετερίας στη Λάρνακα με την ονομασία «Club DMC». Το υπόλοιπο 50% των μετοχών στην εν λόγω Εταιρεία το κατείχε ο Φίλιππος Αυξεντίου.

 

Στις 30/3/2007 δυνάμει γραπτής Συμφωνίας Πώλησης Επιχείρησης (Τεκμήριο 7) ο Εφεσείων μαζί με τον Εφεσίβλητο 2 συμφώνησαν να αγοράσουν τις μετοχές που ο Φίλιππος Αυξεντίου είχε στην πιο πάνω Εταιρεία, ήτοι 25% των μετοχών να αγορασθεί από τον Εφεσείοντα και 25% των μετοχών να αγορασθεί από τον Εφεσίβλητο 2, έναντι του τιμήματος του Λ.Κ. 45.000, το οποίο θα καταβαλλόταν δια του ποσού των Λ.Κ. 10.000 άμα τη υπογραφή της Συμφωνίας, του ποσού των Λ.Κ. 25.000 με τη μεταβίβαση των μετοχών της Εταιρείας στο όνομα του Εφεσείοντα και του Εφεσίβλητου 2 και του υπολοίπου ποσού των Λ.Κ. 10.000 εντός έξι μηνών από την υπογραφή της Συμφωνίας.

 

Μετά από τη σύναψη της πιο πάνω Συμφωνίας και τη μεταβίβαση των μετοχών επ’ ονόματι του Εφεσείοντα και του Εφεσίβλητου 2, ο Εφεσείων και ο Εφεσίβλητος 2 διορίστηκαν Διευθύνοντες Σύμβουλοι στην Εταιρεία και εργάζονταν σε αυτή ως Διευθυντές με αμοιβή.

 

Προχωρούμε στη συνέχεια στις εκδοχές των διαδίκων, όπως προέκυψαν από τα δικόγραφα.

 

Διατείνεται ο Εφεσείων ότι κατά τον ίδιο χρόνο που είχε καταρτιστεί η πιο πάνω γραπτή Συμφωνία, ο ίδιος, μαζί με τους Εφεσίβλητους 1 και 2, δυνάμει προφορικής συμφωνίας μετόχων, είχαν συμφωνήσει να διαχειρίζονται τα θέματα της Εταιρείας με εύλογη επιμέλεια και ότι η διαχείριση και ο τρόπος λειτουργίας της Εταιρείας θα ήταν υπό τον αποκλειστικό έλεγχο και ευθύνη του Εφεσείοντα και του Εφεσίβλητου 2, οι οποίοι θα αμείβονταν για τις υπηρεσίες τους.

 

Σύμφωνα πάντοτε με την εκδοχή του Εφεσείοντα, κατά τον Ιούνιο του 2009 οι Εφεσίβλητοι 1 και 2, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων και με παράνομο τρόπο είχαν συνωμοτήσει για την καταδολίευση του Εφεσείοντα και δόλια και αντισυμβατικά είχαν αποκλείσει τον Εφεσείοντα από το να συμμετέχει στη διαχείριση και τη λειτουργία της Εταιρείας.

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω ήτο και η αξίωση του Εφεσείοντα για ειδικές ζημιές που υπέστη και, ειδικότερα, το ποσό των Λ.Κ. 22.500, το οποίο είχε καταβάλει για την αγορά των μετοχών της Εταιρείας, το ποσό των                     Λ.Κ. 5.000, το οποίο είχε καταβάλει για την ανακαίνιση του υποστατικού, την απώλεια του ποσού των Λ.Κ. 1.000 μηνιαίως που λάμβανε ως μισθό από τον Ιούλιο του 2009 και την απώλεια του μεριδίου που αναλογούσε στα κέρδη της Εταιρείας από τον Ιούλιο 2009 μέχρι το Μάρτη του 2010.

 

Αποτέλεσε παραδεκτό γεγονός ότι σε συνεδρίαση του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας, ημερ. 29/6/2009, απεφασίσθη ο τερματισμός της απασχόλησης του Εφεσείοντα.

 

Η εκδοχή των Εφεσιβλήτων 1 και 2 ήταν ότι ουδέποτε υπήρξε η προφορική συμφωνία μετόχων που ο Εφεσείων επικαλείτο και ότι, ενώ είχε συμφωνηθεί όπως ο Εφεσείων και ο Εφεσίβλητος 2 θα εργάζοντο στην Εταιρεία ως Διευθυντές με αμοιβή, σε καμία περίπτωση δεν θα είχαν τον αποκλειστικό έλεγχο της επιχείρησης. Προβάλλεται, επίσης, ότι κατά την περίοδο που ο Εφεσείων εργοδοτείτο στην Εταιρεία είχε ασκήσει τα καθήκοντα του πλημμελώς, με αποτέλεσμα να προκαλέσει ζημιά και απώλεια στην Εταιρεία.

 

Περαιτέρω, αποτέλεσε θέση των Εφεσιβλήτων 1 και 2 ότι ο Εφεσείων απολύθηκε από υπάλληλος της Εταιρείας και ότι ουδέποτε είχε παυθεί από Διευθύνων Σύμβουλος της. Ως εκ τούτου, υπό αυτή την ιδιότητα, είχε πάντοτε το δικαίωμα να λαμβάνει μέρος στη διαχείριση της Εταιρείας.

Ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου κατέθεσαν τρεις μάρτυρες από πλευράς του Εφεσείοντα. Συγκεκριμένα κατέθεσε ο ίδιος, ως Μ.Ε.1, καλώντας επίσης δύο άλλους μάρτυρες, τον αδελφό του, Μ.Ε.2 και Λειτουργό του Φ.Π.Α., τη Μ.Ε.3. Κατέθεσε, επίσης, ως Μ.Ε.4 στη διαδικασία συγκεκριμένο άτομο για το οποίο ζητήθηκε από την πλευρά των Εφεσιβλήτων 1 και 2 η κλήτευση του, για σκοπούς αντεξέτασης, λόγω του ότι είχε δοθεί εξ ακοής μαρτυρία.

 

Από πλευράς Εφεσιβλήτων 1 και 2 δεν προσφέρθηκε οποιαδήποτε μαρτυρία.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας την προσαχθείσα μαρτυρία, επί των αμφισβητουμένων σημείων απέρριψε τα όσα κατέθεσε ο Εφεσείων και οι μάρτυρες του και, κατ’ επέκταση, την εκδοχή του. Προβαίνοντας, δε, στα ευρήματα του, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Ο Ενάγοντας, έχοντας εμπειρία σε επιχειρήσεις μπυραρίας – καφέ λόγω του ότι παλαιότερα διατηρούσε μια τέτοιου είδους επιχείρηση στην παραλία των Φοινικούδων, μαζί με τον Εναγόμενο 2 είχαν αποφασίσει να αγοράσουν τις μετοχές του Φίλιππου Αυξεντίου, ήτοι 50% των μετοχών, στην εταιρεία «A.K.P.CH. ENTERTAINMENT LTD» η οποία διαχειριζόταν, λειτουργούσε και εκμεταλλευόταν μια επιχείρηση καφέ – μπαρ. Το υπόλοιπο 50% των μετοχών στην συγκεκριμένη Εταιρεία ανήκε στον Εναγόμενο 1. Ως αντάλλαγμα για την αγορά των μετοχών, ήτοι του 25%, θα κατέβαλλε, ο Ενάγοντας το ποσό των Λ.Κ.22,500-. Μετά από την σύναψη γραπτής συμφωνίας Τεκμήριο 7 και την μεταβίβαση των μετοχών επ’ ονόματι του και του Εναγόμενου 2, στις 02/04/2007, ο Ενάγοντας διορίστηκε, μαζί με τον Εναγόμενο 2, διευθυντής της Εταιρείας A.K.P.CH. ENTERTAINMENT LTD, Τεκμήρια 5 και 6 και ξεκίνησαν μαζί όλοι μαζί την λειτουργία του κλαμπ με την ονομασία «DMC Club» σε υποστατικό το οποίο ενοικίαζε ο Εναγόμενος 1 από την Επιτροπεία Ορφανοτροφείου Διανέλλου. Η επιχείρηση διευθύνετο από τον Ενάγοντα και τον Εναγόμενο 2, οι οποίοι πληρώνονταν μισθό από την Εταιρεία για τις υπηρεσίες τους. Για την ανάπτυξη της συγκεκριμένης επιχείρησης η Εταιρεία είχε συνάψει δάνεια με τις προσωπικές εγγυήσεις των μετόχων της, όλων ανεξαιρέτως, Τεκμήριο 18. Τόσο ο Ενάγοντας καθώς και οι Εναγόμενοι 1 και 2 είχαν αποφασίσει να ανακαινίσουν το υποστατικό στο οποίο θα στεγαζόταν η επιχείρησή τους και για το σκοπό αυτό συνεισέφερε ο Ενάγοντας Λ.Κ.5.000- και ο Εναγόμενος 1 Λ.Κ.7.000-. Τον πρώτο χρόνο της λειτουργίας της επιχείρησης οι μέτοχοι είχαν λάβει μερίσματα από τα κέρδη. Τον επόμενο όμως χρόνο λόγω του ότι είχαν επενδυθεί τα κέρδη στην επιχείρηση δεν είχε λάβει οποιοσδήποτε από αυτούς μέρισμα. Τον Ιούνιο 2009 προφανώς οι άλλοι δύο μέτοχοι δεν ενέκριναν κάποιες ενέργειες του Ενάγοντα, ως διευθυντή της επιχείρησης, και συγκάλεσαν ως πλειοψηφία των μετόχων, συνεδρία του διοικητικού συμβουλίου. Στην συγκεκριμένη συνεδρία είχε αποφασιστεί ο τερματισμός των υπηρεσιών του Ενάγοντα στην επιχείρηση για τους λόγους που φαίνονται στην επιστολή που του είχε σταλεί, Τεκμήριο 11. Προκύπτει ότι δεν υπήρχε μεταξύ των μετόχων καλή συνεννόηση με αποτέλεσμα να οδηγηθούν σε οικονομική δυσχέρεια καθώς και αδιέξοδα σε σχέση με τις οφειλές του, γεγονότα τα οποία οδήγησαν την πλειοψηφία των μετόχων να τερματίζει τις υπηρεσίες του Ενάγοντα. Παρέμεινε όμως ο Ενάγοντας μέτοχος κατά 25% στη συγκεκριμένη Εταιρεία, η οποία τελικά τέθηκε υπό εκκαθάριση στις 05/03/2010.»

 

 

Επανερχόμαστε στους Λόγους Έφεσης. Προβάλλονται επτά Λόγοι Έφεσης.

Μέσω του 1ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι η πρωτόδικη Απόφαση είναι λανθασμένη και μη επαρκώς αιτιολογημένη, καθότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν προέβη σε ουσιαστική ανάλυση και επαρκή δικαστική κρίση επί όλων των επιδίκων θεμάτων και γενικότερα εξέτασε την όλη υπόθεση του Ενάγοντα σε λανθασμένη πραγματική και νομική βάση. Μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απεφάνθη ότι δεν απεδείχθη η δόλια συμπεριφορά των Εναγομένων έναντι του Ενάγοντα και ότι η σχετική κατάληξη ότι «ο Ενάγοντας δεν εξαπατήθηκε …» είναι νομικά εσφαλμένη και επήλθε ως αποτέλεσμα παράλειψης του πρωτόδικου Δικαστηρίου να προχωρήσει σε υπαγωγή των δικογραφημένων θέσεων της πλευράς του Ενάγοντα στα γεγονότα της υπόθεσης και την προσφερθείσα μαρτυρία. Με τον 3ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως ακροσφαλής η απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της θέσης του Ενάγοντα ότι παράλληλα και σε συνάρτηση με την επίδικη Συμφωνία μετόχων (Τεκμήριο 7), συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ένας σωστός και λειτουργικός τρόπος οργάνωσης και διαχείρισης της Εταιρείας στη βάση προφορικής συμφωνίας μετόχων (shareholder’s agreement). Με τον 4ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι υπήρξε εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας, καθώς και η διατύπωση αυθαίρετων ευρημάτων. Μέσω του 5ου Λόγου Έφεσης βάλλεται ως εσφαλμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας της Μ.Ε.3. Με τον 6ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «ο Ενάγοντας δεν απέδειξε οποιαδήποτε ζημιά. Αντίθετα αυτό που διαφάνηκε είναι ότι είχε συμμετάσχει σε μια επιχειρηματική δραστηριότητα η οποία τελικά δεν απέφερε το αναμενόμενο κέρδος». Με τον 7ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αξίωση του Εφεσείοντα για έκδοση διαταγμάτων, με τα οποία οι Εφεσίβλητοι 1 και 2 να υποχρεούνται να του αποδώσουν δεόντως ελεγμένους λογαριασμούς της Εταιρείας για την περίοδο Ιουλίου του 2007 μέχρι και το Μάρτιο του 2010, στη βάση της παράβασης του οφειλόμενου προς τον Εφεσείοντα καθήκοντος εμπιστοσύνης, καθώς και την καταβολή αντίστοιχου μερίσματος επί των κερδών της Εταιρείας για την αναφερόμενη περίοδο.

 

Κατ’ αρχάς  και με δεδομένο ότι πλείστα ζητήματα που εγείρονται στην υπό κρίση Έφεση περιστρέφονται γύρω από ζητήματα αξιοπιστίας, θα πρέπει να επισημανθεί η πάγια αρχή της νομολογίας μας ότι η αξιολόγηση της αξιοπιστίας ανήκει κατ’ εξοχήν στο πρωτόδικο Δικαστήριο, το οποίο έχει τη δυνατότητα να ακούσει και να παρακολουθήσει τους μάρτυρες ενόσω καταθέτουν.

 

Όπως ελέχθη στην υπόθεση Μιχαηλίδης ν. Οικονομίδη, Πολιτική Έφεση Αρ. 94/2013, ημερ. 30/6/2022, ECLI:CY:AD:2022:D288:

 

«Ουκ ολίγες φορές έχει λεχθεί ότι θέματα που σχετίζονται με την αξιοπιστία των μαρτύρων εμπίπτουν εντός της αρμοδιότητας των Πρωτόδικων Δικαστηρίων αφού αυτά είναι που βλέπουν και παρακολουθούν τους μάρτυρες την ώρα που αυτοί καταθέτουν (Ζερβού κ.α. ν. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία (2011) 1(Γ) ΑΑΔ, 2192). Η αξιοπιστία ενός μάρτυρα κρίνεται σε ένα πολύ ευρύ πλαίσιο, περιλαμβάνει δε και την υποκειμενική αντίληψη φιλαλήθειας των μαρτύρων εκ μέρους του εκδικάζοντος Δικαστή (Χριστοφόρου ν. Αστυνομίας (2002) 2 ΑΑΔ, 407). Ισχυρισμοί ενώπιον του Εφετείου ότι η πρωτόδικη αξιολόγηση της μαρτυρίας είναι εσφαλμένη ή αδικαιολόγητη θα πρέπει να τεκμηριώνονται με πειστικά επιχειρήματα. Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό για το Πρωτόδικο Δικαστήριο να προβεί στα συγκεκριμένα ευρήματα αξιοπιστίας, το Εφετείο δεν επεμβαίνει. Επεμβαίνει μόνο όταν αυτά εξ αντικειμένου εμφανίζονται ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα ή συγκρούονται με την κοινή λογική (Ψωμάς ν. Δημοκρατίας (1993) 2 ΑΑΔ, 312) και Μαγκλή ν. Δήμου Γερμασόγειας (1999) 2 ΑΑΔ, 244).Περαιτέρω τυχόν αντιφάσεις ή αδυναμίες που υπάρχουν στη μαρτυρία δεν αποτελούν λόγο επέμβασης του Εφετείου, εκτός αν είναι τόσο ουσιώδεις ώστε να οδηγούν στο συμπέρασμα ότι το Πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αποδέχθηκε τη μαρτυρία ως αξιόπιστη.»

 

 

Μέσω της αιτιολογίας του 1ου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων παραπονείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο απέτυχε να εντοπίσει την ουσία της ενώπιον του διαφοράς, η οποία συνίστατο στη δόλια συναυτουργία και/ή συνωμοσία των Εφεσιβλήτων για την εξαπάτηση του Εφεσείοντα, οι οποίοι περί τον Ιούνιο του 2009 τον απέκλεισαν από του να συμμετάσχει στη διαχείριση της Εταιρείας με σκοπό να ιδιοποιηθούν περιουσία και κέρδη της Εταιρείας και να την αφήσουν στη συνέχεια να εκκαθαριστεί. Ειδικότερα προβλήθηκε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσεγγίζοντας λανθασμένα την όλη υπόθεση διερεύνησε και απεφάνθη για το κατά πόσο η δόλια συμπεριφορά των Εφεσιβλήτων έλαβε χώρα κατά το 2007 κατά τη σύναψη της προφορικής συμφωνίας μετόχων, χρησιμοποιώντας μάλιστα τα συμπεράσματα του για να κρίνει ως υπερβολική και μη αξιόπιστη τη μαρτυρία του Εφεσείοντα.

 

Για τους λόγους που θα εξηγήσουμε, δεν διαπιστώνουμε να υπήρξε οποιαδήποτε παρανόηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφορικά με το χρόνο που έλαβε χώρα η κατ’ ισχυρισμό δόλια συμπεριφορά των Εφεσιβλήτων.

 

Εν πρώτοις, και σε συμφωνία με τα όσα υποστήριξαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι των Εφεσιβλήτων, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στην Απόφαση του εκτενώς σε όλο το φάσμα και τη διάρκεια της συνεργασίας του Εφεσείοντα με τους Εφεσίβλητους και όχι μόνο κατά την περίοδο του 2009, ώστε να εξηγήσει τους λόγους για τους οποίους διαπίστωνε ότι ο Εφεσείων δεν θα μπορούσε να εξαπατηθεί και δεν εξαπατήθηκε από τους Εφεσίβλητους, αλλά και για να καταδείξει τα σημεία εκείνα τα οποία οδηγούσαν στην κρίση ότι η μαρτυρία του δεν ήταν αξιόπιστη.

 

Επιπλέον θα πρέπει να διευκρινιστεί ότι η εκδοχή του Εφεσείοντα ήταν ότι ο λόγος που αυτός προέβη στην αγορά μετοχών της Εταιρείας, ήταν τα όσα συμφωνήθηκαν και οι συγκεκριμένες δεσμεύσεις του Εφεσίβλητου 1 προς τον ίδιο ότι η διαχείριση και ο τρόπος λειτουργίας της Εταιρείας θα ήταν υπό τον αποκλειστικό έλεγχο του Εφεσείοντα και Εφεσίβλητου 2 και, τούτο, στη βάση μιας προφορικής συμφωνίας μετόχων και ότι, κατά παράβαση των συμφωνηθέντων, τον απέκλεισαν από τη συμμετοχή του στη διαχείριση και λειτουργία της Εταιρείας.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, ωστόσο, στο πλαίσιο της αξιολόγησης της μαρτυρίας απέρριψε τη θέση ότι μέσω της προφορικής συμφωνίας μετόχων ο Εφεσείων εξαπατήθηκε ή πείστηκε για την αγορά των μετοχών, και τούτο γιατί δεν θεώρησε αξιόπιστη την εκδοχή του Εφεσείοντα ότι τέτοια Συμφωνία είχε ποτέ συναφθεί. Σε σχέση με το ζήτημα αυτό το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας την προσαχθείσα μαρτυρία, ανέφερε και τα εξής:

 

«Υποστήριξε ο Ενάγοντας ότι ο λόγος που ο ίδιος είχε αγοράσει τις μετοχές ήταν οι δεσμεύσεις του Εναγόμενου 1 να βοηθήσει την επιχείρηση πλην όμως στην μαρτυρία του ανέφερε ότι αυτές οι δεσμεύσεις είχαν γίνει μετά την υπογραφή της συμφωνίας, Τεκμήριο 7, ενώ παράλληλα ισχυρίστηκε ότι αυτός ήταν που προωθούσε την επιχείρηση και την οδήγησε σε κερδοφορία. Τότε γιατί χρειαζόταν τον Εναγόμενο 1  να τον βοηθήσει.  Πώς εξαπατήθηκε αν πράγματι η επιχείρηση είχε καταστεί κερδοφόρα λόγω των δικών του ενεργειών; Θεωρώ ότι δεν θα μπορούσε να εξαπατηθεί με την ευκολία που ο ίδιος έχει παρουσιάσει ότι εξαπατήθηκε. Βρίσκω δύσκολο να αποδεχθώ τον ισχυρισμό του Ενάγοντα ότι είχε γίνει προφορική συμφωνία σε σχέση με όλα τα θέματα που αφορούσαν την ομαλή λειτουργία του συνεταιρισμού. Ένας έμπειρος και πετυχημένος επιχειρηματίας, όπως ο Ενάγοντας είχε παρουσιάσει τον εαυτό του, θα διασφάλιζε όλα όσα σημαντικά θέματα κατέγραψε στην παράγραφο 10 της γραπτής του Δήλωσης Τεκμήριο 1

 

 

Ο Εφεσείων ισχυρίζεται, επίσης, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αποφασίσει για το κατά πόσο οι Εφεσίβλητοι 1 και 2  τον απέκλεισαν από το να συμμετάσχει στη διαχείριση της Εταιρείας, καθώς και αν αυτός ο αποκλεισμός έγινε νόμιμα και δικαιολογημένα.

 

Ούτε η πιο πάνω θέση ευσταθεί. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας το σύνολο της ενώπιον του μαρτυρίας και προβαίνοντας στη δέουσα αξιολόγηση, έκρινε ότι στη συνεδρία που είχε λάβει χώρα κατά τον Ιούνιο του 2009 είχε αποφασισθεί ο τερματισμός των υπηρεσιών του Εφεσείοντα για τους λόγους που καταγράφονταν στην επιστολή που του είχε σταλεί, Τεκμήριο 11 επισημαίνοντας, συγχρόνως, ότι «δεν διαπιστώθηκε όμως σφάλμα στην λήψη της απόφασης για τον τερματισμό των υπηρεσιών του Ενάγοντα. Το αν ο Ενάγοντας διαφωνούσε με την συγκεκριμένη απόφαση είναι άλλο θέμα». Δεν είχε αποκλεισθεί ο Εφεσείων από την Εταιρεία εφόσον, όπως το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε και δεν αποτέλεσε αμφισβητούμενο γεγονός, εξακολουθούσε να παραμένει μέτοχος κατά 25%.

 

Εν πάση περιπτώσει, με βάση τα γεγονότα που τέθηκαν ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου συμπεριλαμβανομένης και της μαρτυρίας του ιδίου του Εφεσείοντα, καθώς και των Τεκμηρίων που κατατέθηκαν, ήτο σαφές ότι όλοι οι διάδικοι ήταν Μέτοχοι και Διοικητικοί Σύμβουλοι της Εταιρείας, ενώ μέχρι τις 29/6/2009 η επιχείρηση της Εταιρείας διευθύνετο από τον Εφεσείοντα και τον Εφεσίβλητο 2 οι οποίοι πληρώνονταν μισθό από την Εταιρεία για τις υπηρεσίες τους, εφόσον και οι δύο τους ήσαν και υπάλληλοι της Εταιρείας και υπεύθυνοι για τη λειτουργία του «Club DMC». Από τις 29/6/2009, όπως προέκυψε και από το Τεκμήριο 11, Γενικός Διευθυντής διορίστηκε ο Εφεσίβλητος 2, ενώ οι υπηρεσίες του Εφεσείοντα ως υπαλλήλου της Εταιρείας τερματίσθηκαν.

 

Διατείνεται επίσης, ο Εφεσείων, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει τα γεγονότα που οδήγησαν στη διάλυση της Εταιρείας, τις σχέσεις των εμπλεκομένων προσώπων και ειδικά τη φιλική σχέση μεταξύ του Εφεσίβλητου 1 και του Διευθυντή της αιτούσας την εκκαθάριση Εταιρείας CAVAWAY.

 

Ούτε η πιο πάνω εισήγηση ευσταθεί. Όπως προέκυψε, προσφέρθηκε μαρτυρία από το Διευθυντή της Εταιρείας CAVAWAY στο πλαίσιο αντεξέτασης του επί εξ ακοής μαρτυρίας που αφορούσε συνομιλία του ιδίου με τον Εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αξιολογώντας την εν λόγω μαρτυρία, κατέληξε ότι αυτός είχε ανατρέψει «άρδην» τους ισχυρισμούς του Εφεσείοντα «δηλαδή, ότι ο Ενάγοντας δεν γνώριζε ή και ότι δεν ειδοποιήθηκε για το χρέος της Εταιρείας προς την εταιρεία CAVAWAY και ότι ήταν μια οργανωμένη προσπάθεια από τον Εναγόμενο 1 για να κλείσει η Εταιρεία».

 

Επιπλέον, όπως προκύπτει από την αντεξέταση του εν λόγω μάρτυρα, αυτός είχε καλέσει επανειλημμένα τον Εφεσείοντα για να βρουν μια λύση αναφορικά με το χρέος που οδήγησε στη διάλυση της Εταιρείας, πλην, όμως, ο Εφεσείων δεν ανταποκρινόταν.

 

Μέσω του 2ου Λόγου Έφεσης ο Εφεσείων ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απεφάνθη ότι δεν απεδείχθη η δόλια συμπεριφορά των Εναγομένων έναντι του Ενάγοντα, ενώ μέσω του 3ου Λόγου Έφεσης προσβάλλεται ως ακροσφαλής η απόρριψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο της θέσης του Ενάγοντα ότι παράλληλα και σε συνάρτηση με την επίδικη Συμφωνία Πώλησης Επιχείρησης (Τεκμήριο 7), συμφωνήθηκε μεταξύ των διαδίκων ένας σωστός και λειτουργικός τρόπος οργάνωσης και διαχείρισης της Εταιρείας στη βάση προφορικής συμφωνίας μετόχων (shareholder’s agreement).

 

Ένα από τα κύρια σημεία της μαρτυρίας του Εφεσείοντα αποτέλεσε η θέση ότι είχε συμφωνηθεί προφορικά ότι η διαχείριση και ο τρόπος λειτουργίας της Εταιρείας θα ήταν υπό τον αποκλειστικό έλεγχο και ευθύνη του Εφεσείοντα και του Εφεσίβλητου 2, οι οποίοι θα αμείβονταν για τις υπηρεσίες τους και ότι υπήρξαν συγκεκριμένες δεσμεύσεις από μέρους του Εφεσίβλητου 1 ότι θα βοηθούσε και ο ίδιος στην ανάπτυξη της επιχείρησης.

 

Έχουμε ήδη πιο πάνω και στο πλαίσιο εξέτασης του 1ου Λόγου Έφεσης εξετάσει το εν λόγω ζήτημα, με αναφορά και στον τρόπο που η σχετική μαρτυρία του Εφεσείοντα αξιολογήθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο. 

 

Με δεδομένο ότι η μαρτυρία του Εφεσείοντα κρίθηκε, για τους λόγους που το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε στην Απόφαση του, ως αναξιόπιστη, το ότι δεν είχε προσφερθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρία από μέρους των Εφεσιβλήτων ουδεμία σημασία μπορούσε να έχει. Ή για να το θέσουμε διαφορετικά, το γεγονός ότι η μαρτυρία του Εφεσείοντα, ο οποίος έφερε και το βάρος απόδειξης, κρίθηκε αναξιόπιστη, αυτό αναπόδραστα οδήγησε και στην απόρριψη της απαίτησης του, αφού δεν θεμελιώθηκαν με ικανή μαρτυρία οι δικογραφημένες αξιώσεις του.

 

Όπως δε διαπιστώνεται, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε επιμελώς τις αξιώσεις του Εφεσείοντα σε συνάρτηση με την προσαχθείσα μαρτυρία και για καλούς και πειστικούς λόγους, που σε έκταση καταγράφει στην Απόφαση του, δεν αποδέχτηκε τη μαρτυρία του Εφεσείοντα και την κατ’ ισχυρισμό δόλια συμπεριφορά από μέρους των Εφεσιβλήτων.

 

Παρατίθεται πιο κάτω η σχετική περικοπή από την πρωτόδικη Απόφαση:

 

«Η αξίωση του Ενάγοντα βασίζεται στον δόλο ή/και την απάτη ή/και τις ψευδείς παραστάσεις που οι Εναγόμενοι 1 και 2 εξάσκησαν σε αυτόν και ζητά όπως αποζημιωθεί. Σύμφωνα με τα δικόγραφα του Ενάγοντα υπήρχε προφορική συμφωνία μεταξύ του και των Εναγομένων 1 και 2, «shareholders agreement», στην οποία οι Εναγόμενοι 1 και 2 είχαν συμφωνήσει ότι θα διαχειρίζονται τα θέματα που αφορούν τη συγκεκριμένη Εταιρεία με εύλογη επιμέλεια, χωρίς να επηρεάζονται αρνητικά τα συμφέροντα οποιουδήποτε μετόχου, ότι δεν θα έπρατταν οτιδήποτε το οποίο θα μπορούσε να θεωρηθεί ως παράβαση της σχέσης εμπιστοσύνης είτε προς την Εταιρεία, είτε προς οποιονδήποτε εκ των συμβαλλομένων, ότι δεν θα συναγωνίζονταν την Εταιρεία, ότι δεν θα προέβαιναν σε οποιαδήποτε άμεση ή και έμμεση λήψη οφέλους έναντι της Εταιρείας, ότι δεν θα επέτρεπαν να απολέσει εμπορικές δυνατότητες ή και ευκαιρίες η Εταιρεία, ότι δεν θα υπερέβαιναν τις παρεχόμενες σε αυτούς εξουσίες, ότι δεν θα παραβίαζαν τα εκ του νόμου απορρέοντα καθήκοντά τους και ότι η διαχείριση και ο τρόπος λειτουργίας της Εταιρείας θα ήταν υπό τον αποκλειστικό έλεγχο και ευθύνη του Ενάγοντα και του Εναγομένου 2, οι οποίοι θα αμείβονταν για τις υπηρεσίες τους. Με όλες αυτές τις υποσχέσεις είχαν δόλια πείσει τον Ενάγοντα να επενδύσει στην Εταιρεία και αργότερα τις παραβίασαν, σύμφωνα πάντοτε με τους ισχυρισμούς του Ενάγοντα.

…………………………………………………………………………………

Η θέση του Ενάγοντα ότι αυτός εξαπατήθηκε κατά την υπογραφή της επίδικης συμφωνίας, Τεκμήριο 7, δεν βρίσκει έρεισμα στα πραγματικά γεγονότα της υπόθεσης όπως έχουν εξαχθεί από το Δικαστήριο. Η θέση του Ενάγοντα ότι υπέγραψε την εν λόγω συμφωνία μετά από διαβεβαιώσεις, ιδιαίτερα του Εναγόμενου 1, ότι πρόκειται περί εξαιρετικής επιχειρηματικής δραστηριότητας δεν μπορεί παρά να απορριφθεί αφού, πρώτον, ο ίδιος ο Ενάγοντας ήταν πετυχημένος επιχειρηματίας στον συγκεκριμένο χώρο και μπορούσε να ασκήσει την δική του κρίση σε σχέση με τις πιθανότητες επιτυχίας της συγκεκριμένης επιχειρηματικής δραστηριότητας, δεύτερον, η συγκεκριμένη άποψη, σύμφωνα με τον ισχυρισμό του ίδιου του Ενάγοντα, είχε εκφραστεί από τον Εναγόμενο 1 μετά που είχε υπογραφτεί η συμφωνία αγοράς των συγκεκριμένων συμφερόντων οπόταν πως θα μπορούσε να τον εξαπατήσει ή να τον πείσει από την συγκεκριμένη ψευδή παράσταση στην υπογραφή της συμφωνίας και, τρίτον, είχαν και οι ίδιοι οι Εναγόμενοι 1 και 2 συμφέρον στο να καταστεί η συγκεκριμένη επιχείρηση κερδοφόρα αφού και εκείνοι είχαν επενδύσει λεφτά και είχαν εγγυηθεί την Εταιρεία στην Τράπεζα Κύπρου οπόταν γιατί να ενεργήσουν εναντίον των συμφερόντων τους παρουσιάζοντας κάποιο γεγονός ως αληθές. Επομένως, δεν υπάρχουν οποιαδήποτε γεγονότα ενώπιον του Δικαστηρίου που να χρήζουν περαιτέρω ανάλυσης και εξήγησης στο κατά πόσο συνιστούν απάτη ή όχι σύμφωνα με το άρθρο 17 του περί Συμβάσεως Νόμου ή το άρθρο 36 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου.»

Όπως διαπιστώνεται, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε, ανέλυσε και αντίκρισε τη μαρτυρία και κατ’ επέκταση την εκδοχή του Εφεσείοντα με πολλή λεπτομέρεια, δίδοντας ικανούς λόγους για τη μη αποδοχή της.

 

Μέσω του 4ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι υπήρξε εσφαλμένη αξιολόγηση της μαρτυρίας, καθώς και η διατύπωση αυθαίρετων ευρημάτων.

 

Μεταξύ άλλων προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε μόνο στην εξωτερική εντύπωση που άφησαν οι μάρτυρες χωρίς να αξιολογήσει επαρκώς το περιεχόμενο της μαρτυρίας τους και ότι ειδικά έσφαλε κατά την αξιολόγηση του Εφεσείοντα.

 

Έχοντας μελετήσει την πρωτόδικη Απόφαση και τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως αυτή προκύπτει από τα πρακτικά, δεν υιοθετούμε την ως άνω θέση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο λειτούργησε εντός των επιτρεπτών ορίων ως προς τη βαρύτητα που προσέδωσε στην εντύπωση που άφησε ο Εφεσείων στο εδώλιο του μάρτυρα. Δεν έχουμε διαπιστώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο να έχει περιοριστεί μόνο στις εντυπώσεις και να μην έχει τεθεί στη βάσανο της αξιολόγησης το περιεχόμενο της μαρτυρίας του Εφεσείοντα. Προχώρησε και έδωσε καλούς και πειστικούς λόγους που καταγράφει στην Απόφαση του. Εντόπισε  «αντιφάσεις, παραδοχές καθώς και ανακρίβειες» τις οποίες κατέγραψε και συνεκτίμησε για να καταλήξει ότι ο Εφεσείων «δεν είπε την αλήθεια στο Δικαστήριο». Όπως προέκυψε το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στην ατομική αξιολόγηση και εκτίμηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα, αλλά την αντιπαρέβαλε και τη διερεύνησε στο σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας όπως η νομολογία επιτάσσει. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, «η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της και με βάση τη σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία».

 

Προβλήθηκε, επίσης, η θέση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε την αξιοπιστία των μαρτύρων στη βάση του κριτηρίου των πιθανοτήτων και όχι με βάση τις εκτιμήσεις του για αυτή τούτη την αξιοπιστία τους.

 

Η πιο πάνω θέση, με κάθε σεβασμό, στερείται οποιουδήποτε ερείσματος. Όπως είναι πάγια νομολογημένο, η αποτίμηση της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα δεν μετράται με το ισοζύγιο των πιθανοτήτων, αλλά συμφώνως της κρίσης του Δικαστηρίου για το αξιόπιστο της μαρτυρίας του. Και είναι με βάση αυτή, την ορθή προσέγγιση, που το πρωτόδικο Δικαστήριο αποτίμησε την προσαχθείσα μαρτυρία για να καταλήξει ως προς την αξιοπιστία της. Αν το πρωτόδικο Δικαστήριο ενεργούσε με βάση την πιο πάνω εισήγηση του Εφεσείοντα, θα είχε διαπράξει το λάθος που εντοπίστηκε στην υπόθεση Αθανασίου κ.ά. ν. Κουνούνη (1997)                         1 Α.Α.Δ. 614, να κρίνει, δηλαδή, το Δικαστήριο την αξιοπιστία των μαρτύρων, βάσει του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Ως σημειώθηκε στην υπόθεση Κουνούνη (πιο πάνω):

 

«Παρόλο που σε πολλές αγγλικές αποφάσεις γίνεται αναφορά στην απόσειση του ισοζυγίου των πιθανοτήτων σε συσχετισμό με τη μαρτυρία, σε καμμιά απόφαση δεν αμβλύνεται η διάκριση μεταξύ αξιοπιστίας των μαρτύρων και του ισοζυγίου των πιθανοτήτων. Το θέμα άλλωστε της κρίσης της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκε, πατροπαράδοτα, κατά το κοινοδίκαιο, στους ενόρκους, οι οποίοι αποφάσιζαν, ανάλογα με την κρίση τους, για το πιστευτό των μαρτύρων. Αναξιόπιστη μαρτυρία δεν αποτελεί αποδεικτικό υλικό. Δεν αποδεικνύει τίποτε. Μόνο αξιόπιστη μαρτυρία βαρύνει στην πλάστιγγα των πιθανοτήτων. Η αποτίμηση της μαρτυρίας του κάθε μάρτυρα δεν μετράται με το ισοζύγιο των πιθανοτήτων αλλά, με την κρίση του Δικαστηρίου για το αξιόπιστο της μαρτυρίας του. Απίθανη, κατά τη συνήθη ροή των πραγμάτων εκδοχή, γίνεται παραδεχτή, εφόσον ο μάρτυρας κρίνεται αξιόπιστος• και αντίθετα, εκδοχή πιθανολογούμενη ως ορθή απορρίπτεται, εφόσον ο μάρτυρας κρίνεται αναξιόπιστος.»

 

 

Όσο δε αφορά τη μαρτυρία του αδελφού του Εφεσείοντα, Μ.Ε.2, λαμβάνοντας υπόψη το περιεχόμενο της μαρτυρίας του η οποία αφορούσε σε προσπάθειες του ιδίου να εξαγοράσει τις μετοχές του Εφεσίβλητου 1 έναντι συγκεκριμένου ποσού και να τις μεταφέρει στη συνέχεια στον αδελφό του ή, εναλλακτικά, να αγοράσει ο Εφεσίβλητος 1 το μερίδιο του αδελφού του και πάλι έναντι συγκεκριμένου ποσού που καθόρισε, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου να μην την αποδεκτεί «αφού τίποτα ουσιαστικό δεν ανέφερε στο Δικαστήριο» ήταν ακριβώς απότοκο του γεγονότος ότι δεν υπήρχε οτιδήποτε το σχετικό με τα επίδικα ζητήματα.

 

Έχουμε εξετάσει τα σημεία στα οποία γίνεται αναφορά στην αιτιολογία του πιο πάνω Λόγου Έφεσης και έχουμε διεξέλθει τη μαρτυρία στο σύνολό της. Δε διαπιστώνουμε λόγο, που να δικαιολογεί επέμβασή μας για ανατροπή των διαπιστώσεων σε σχέση με την αξιολόγηση της μαρτυρίας. Τα όσα η συνήγορος επικαλέστηκε δεν αποτελούν παρά αποσπασματικές αναφορές οι οποίες, όμως, δεν αξιολογούνται κατ' απομόνωση αλλά στο πλαίσιο του συνόλου της μαρτυρίας.

 

Μέσω του 5ου Λόγου Έφεσης βάλλεται ως εσφαλμένη η αξιολόγηση της μαρτυρίας της Μ.Ε.3.

 

Ισχυρίστηκε ο Εφεσείων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη του τη μαρτυρία της Λειτουργού του ΦΠΑ, Μ.Ε.3 και το Τεκμήριο 20 που αφορούσε τις εκροές της Εταιρείας από το 2006 μέχρι το 2010 από το οποίο, κατά τον Εφεσείοντα, προέκυπτε τεράστια αύξηση του κύκλου των εργασιών της Εταιρείας κατά τα έτη 2008 και 2009 σε σύγκριση με τα έτη 2006 και 2007.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφερόμενο στη μαρτυρία της Μ.Ε.3 ανέφερε τα ακόλουθα:

 

«Αντεξετασθείσα, ισχυρίστηκε ότι η ίδια δεν μπορούσε να γνωρίζει το κέρδος της συγκεκριμένης Εταιρείας την συγκεκριμένη περίοδο. Όμως, γνώριζε ότι η Υπηρεσία Φ.Π.Α. είχε προχωρήσει ποινικά εναντίον της Εταιρείας για τη μη καταβολή των οφειλών της σε σχέση με το οφειλόμενο Φ.Π.Α.»

 

 

Στη συνέχεια, αξιολογώντας την εν λόγω μαρτυρία, επεσήμανε τα εξής:

 

 

«Ούτε και η μαρτυρία της κας Αθηνάς Κώστη, (Μ.Ε.3), βοήθησε με οποιοδήποτε τρόπο την αξίωση του Ενάγοντα αφού η μάρτυρας δεν ήταν σε θέση να γνωρίζει οτιδήποτε σε σχέση με τις εισπράξεις της Εταιρείας.» 

 

 

Είναι φανερό από τα όσα προβλήθηκαν από μέρους του Εφεσείοντα ότι υπάρχει μια σύγχυση μεταξύ της έννοιας του «κέρδους» με την έννοια του «κύκλου εργασιών». Διεφάνη, δε, από την προσαχθείσα μαρτυρία ότι η Μ.Ε.3 δεν ήτο σε θέση να γνωρίζει οτιδήποτε σε σχέση με τις εισπράξεις και τα κέρδη της Εταιρείας κατά τις επίδικες περιόδους.

 

Δεν διαπιστώνουμε οποιαδήποτε παράλειψη ή πλημμέλεια στην αξιολόγηση της μαρτυρίας της Μ.Ε.3.

 

Με τον 6ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι «ο Ενάγοντας δεν απέδειξε οποιαδήποτε ζημιά. Αντίθετα αυτό που διαφάνηκε είναι ότι είχε συμμετάσχει σε μια επιχειρηματική δραστηριότητα η οποία τελικά δεν απέφερε το αναμενόμενο κέρδος».

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού αξιολόγησε τη μαρτυρία του Εφεσείοντα και δεν την αποδέχτηκε, απορρίπτοντας, συνεπακόλουθα, την εκδοχή του όσον αφορά τους λόγους που συμμετείχε στη συγκεκριμένη επιχειρηματική επένδυση, εύλογα κατέληξε στο ότι δεν μπορούσε να αξιώνει την οποιαδήποτε ζημιά, με βάση το ακόλουθο σκεπτικό:

 

«Ο Ενάγοντας δεν εξαπατήθηκε ούτε και πείσθηκε στην συμμετοχή του στην συγκεκριμένη επιχειρηματική επένδυση. Έκανε μια επένδυση την οποία ο ίδιος πίστευε ότι θα ήταν κερδοφόρα και στο τέλος αποδείχθηκε επιζήμια με αποτέλεσμα όχι μόνο να χάσουν και οι τρείς μέτοχοι τα λεφτά που είχαν επενδύσει, αλλά να είναι επίσης υπόλογοι και οι τρεις για το δάνειο που είχαν λάβει για σκοπούς της Εταιρείας. Οπόταν από πού προκύπτει η οποιαδήποτε οικειοποίηση περιουσίας της Εταιρείας δεν μπορεί να γίνει αντιληπτό. Αν ο Ενάγοντας εννοούσε τα περιουσιακά στοιχεία, ήτοι αντικείμενα, ο ίδιος τα είχε τοποθετήσει σε αποθήκη όπου βρίσκονταν μέχρι και την ακρόαση της αγωγής. Αν ο Ενάγοντας εννοούσε οικειοποίηση χρηματικού ποσού, ο ίδιος είχε καταβάλλει λεφτά στον Φίλιππο Αυξεντίου και όχι στον Εναγόμενο 1 ενώ σε σχέση με τα μερίσματα που προέκυψαν από την επιχείρηση τα είχαν μοιραστεί οι μέτοχοι με βάση το μετοχικό τους κεφάλαιο.»

 

 

Μάλιστα το πρωτόδικο Δικαστήριο εξετάζοντας την υπόθεση και στη βάση ακόμη της ύπαρξης οποιασδήποτε εξαπάτησης ή απάτης ή ψευδούς παράστασης και πάλι διαπίστωσε, και ορθά προσθέτουμε εμείς, ότι δεν είχε αποδειχθεί η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της ισχυριζόμενης ζημιάς και της ψευδούς παράστασης.

 

Παραθέτουμε τη σχετική περικοπή:

 

«Ο Ενάγοντας δεν απέδειξε οποιαδήποτε ζημιά. Αντίθετα αυτό που διαφάνηκε είναι ότι είχε συμμετάσχει σε μια επιχειρηματική δραστηριότητα η οποία τελικά δεν απέφερε το αναμενόμενο κέρδος με αποτέλεσμα όλοι οι συμμετέχοντες να αντιμετωπίζουν αγωγές από την Τράπεζα Κύπρου, η οποία είχε δανειοδοτήσει την Εταιρεία, τους είχε δανείσει λεφτά για την συγκεκριμένη επιχειρηματική δραστηριότητα, με την παραχώρηση προσωπικών εγγυήσεων και των τριών μετόχων στην Εταιρεία. Εν πάση περιπτώσει είχε παραδεχθεί ο Ενάγοντας ότι το υποστατικό χρειαζόταν ανακαίνιση καθώς επίσης και ότι όταν υπήρχαν κέρδη, όπως το 2007, οι τρείς τους είχαν μοιραστεί τα κέρδη.»

 

 

Μέσω του 7ου Λόγου Έφεσης προσβάλλεται  ως λανθασμένη η απόρριψη της αξίωσης του Εφεσείοντα για έκδοση διαταγμάτων, με τα οποία οι Εφεσίβλητοι 1 και 2 να υποχρεούνται να αποδώσουν στον Εφεσείοντα δεόντως ελεγμένους λογαριασμούς της Εταιρείας για την περίοδο Ιουλίου του 2007 μέχρι και το Μάρτιο του 2010, στη βάση της παράβασης του οφειλόμενου προς τον Εφεσείοντα καθήκοντος εμπιστοσύνης, καθώς και την καταβολή αντίστοιχου μερίσματος επί των κερδών της Εταιρείας για την αναφερόμενη περίοδο.

 

Έχοντας καταλήξει ότι η μαρτυρία που προσέφερε η πλευρά του Εφεσείοντα κρίθηκε αναξιόπιστη για βάσιμους λόγους, το γεγονός τούτο, αναπόδραστα, οδήγησε και στην απόρριψη της απαίτησής του. Και σε αυτή την περίπτωση δεν θεμελιώθηκαν με ικανή μαρτυρία οι αξιώσεις του για έκδοση των πιο πάνω αναφερόμενων διαταγμάτων.

 

Επιπλέον και ανεξαρτήτως των πιο πάνω και με δεδομένο ότι η Εταιρεία είχε τεθεί υπό καθεστώς εκκαθάρισης από τις 5/3/2010, δεν μπορούσε, εν πάση περιπτώσει, να τεθεί ζήτημα έκδοσης τέτοιων διαταγμάτων.

 

Κατ' ακολουθίαν όλων των πιο πάνω, ουδείς εκ των Λόγων Έφεσης είναι βάσιμος.

 

Ως εκ τούτου η Έφεση αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

 

Επιδικάζονται έξοδα ύψους €3000, πλέον ΦΠΑ, αν υπάρχει, υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον του Εφεσείοντα.

 

 

 

 

                                      Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

 

 

 

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

 

                                      Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο