ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

i-justice

Αρ. Αίτησης 175/2023

 

13 Μαρτίου 2024

 

[Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤON ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ 1. Λ. Ν., 2. Χ. Τ. ΚΑΙ 3. Χ. Τ. & Λ. Ν. – ΣΥΝΕΤΑΙΡΙΣΜΟΣ, ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 04/10/2023 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΩΝ ΠΡΟΝΟΙΩΝ ΤΩΝ ΑΡΘΡΩΝ 27, 28 ΚΑΙ 29 ΤΟΥ ΚΕΦ.155

 

 

 

 

 

Δ. Λοχίας για Ευάγγελος Χρ. Πουργουρίδης Δ.Ε.Π.Ε., για τους Αιτητές.

Α. Μ. Τιμοθέου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για την Καθ’ ης η Αίτηση.

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Οι Αιτητές 1 και 2 είναι δικηγόροι και ο Αιτητής 3 είναι ο συνεταιρισμός κάτω από τον οποίο προσφέρουν τις υπηρεσίες τους.  Ζητούν την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari για ακύρωση του εντάλματος έρευνας του δικηγορικού τους γραφείου, ημερ. 4.10.2023, που εκδόθηκε από Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, το κατώτερο Δικαστήριο.

 

Το ένταλμα έρευνας εκδόθηκε αφού το κατώτερο Δικαστήριο ικανοποιήθηκε ότι υπήρχε εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε αυτό φυλάγονταν ή αποκρύπτονταν έγγραφα, κινητά τηλέφωνα και ηλεκτρονικές συσκευές, οι οποίες δυνατό να αποτελούσαν τεκμήρια για στοιχειοθέτηση ποινικών αδικημάτων κατά την απονομή της δικαιοσύνης, ήτοι συνωμοσίας για ανατροπή της πορείας της δικαιοσύνης και επηρεασμό μαρτύρων και παρεμπόδισης δικαστών, κλπ. και παρέμβασης σε δικαστική διαδικασία (άρθρα 121(γ) και 122(β) του Ποινικού Κώδικα, Κεφ.154).

Η μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του κατώτερου Δικαστηρίου συνοψίζεται στην απόφαση με την οποία δόθηκε η άδεια[1] και ήταν η ακόλουθη:  Την 19.9.2023 είχαν συλληφθεί σε σχέση με αδικήματα ναρκωτικών κάποιος Μ.Ρ. και κάποια A.G.C..  Από στοιχεία που εξετάστηκαν δημιουργήθηκαν εύλογες υπόνοιες ότι ο Μ.Ρ. συνεργαζόταν με κάποιο Π.Π., κατάδικο.  Σε έρευνα στο κελί του Π.Π. ανευρέθηκαν δύο κινητά τηλέφωνα, για τα οποία εκδόθηκε διάταγμα πρόσβασης σε καταγραμμένο περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας δυνάμει των περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμων του 1996 έως 2020.  Διαπιστώθηκε επικοινωνία, στη μορφή μηνυμάτων, μεταξύ του Π.Π. και κάποιου άλλου κατάδικου, του Λ.Χ. και φωτογραφία του όρκου που είχε παρουσιαστεί από την Αστυνομία στη διαδικασία της προσωποκράτησης του Μ.Ρ. και της A.G.C., που είχε διεξαχθεί την 20.9.2023.  Ανακρινόμενος ο Π.Π., φέρεται να αποκάλυψε ότι ο Λ.Χ. είχε επικοινωνία με τον Αιτητή 1 και ο τελευταίος τον ενημέρωσε για την πορεία της υπόθεσης και του απέστειλε «τους όρκους» της προσωποκράτησης του Μ.Ρ. και της A.G.C., δηλαδή τη γραπτή δήλωση του μάρτυρα για την Αστυνομία που παρουσιάστηκε στη διαδικασία της προσωποκράτησης.  Ο Π.Π. ανέφερε ακόμα ότι ο λόγος που δεν είχε ανευρεθεί το κινητό τηλέφωνο του Λ.Χ. κατά την έρευνα που είχε γίνει και στο δικό του κελί, ήταν γιατί ο Λ.Χ. το είχε κρύψει κατόπιν ενημέρωσης του από τον Αιτητή 1 ότι κατά την ανάκριση της A.G.C., στην οποία ο Αιτητής 1 ήταν παρόν ως ο δικηγόρος της, της είχαν υποβληθεί ερωτήσεις που σχετίζονταν με τον Λ.Χ..  Ο Αιτητής 1 έχει αναλάβει ως δικηγόρος του Λ.Χ., πλην όμως, όσα του καταλογίζονται είχαν προηγηθεί του διορισμού του.

 

 Οι Αιτητές υποστηρίζουν ότι η έρευνα που εξουσιοδοτήθηκε ήταν «γενικευμένη και ανεξέλεγκτη», χωρίς να τίθενται οποιεσδήποτε ασφαλιστικές δικλείδες για την προστασία του δικηγορικού απορρήτου, δεδομένου ότι το ένταλμα αφορούσε δικηγορικό γραφείο.  Η σημείωση του κατώτερου Δικαστηρίου στο ένταλμα ότι: «Τονίζεται η ανάγκη συμμόρφωσης με τη διαφύλαξη του δικηγορικού απορρήτου και το παρόν εκδίδεται αποκλειστικά για σκοπούς εντοπισμού των αντικειμένων που αναφέρονται στον όρκο και στο παρόν ένταλμα», δεν περιόρισε, αναφέρουν, την εξουσία της Αστυνομίας και κανένα ουσιαστικό αποτέλεσμα δεν επέφερε.

 

   

Αναφερόταν στο σχετικό όρκο ότι το ένταλμα ζητείτο: «Προς αποφυγή επηρεασμού μαρτυρίας, καταστροφής τεκμηρίων όπως έγγραφα, ηλεκτρονικές συσκευές και κινητά τηλέφωνα και διευκόλυνση των Αστυνομικών ανακρίσεων, αφού διασφαλιστεί ότι η έρευνα θα αποσκοπεί μόνο σε εντοπισμό τεκμηρίων που αφορούν μόνο την παρούσα υπόθεση και στον εντοπισμό της αναφερόμενης συνομιλίας και εγγράφων», ωστόσο, οι Αιτητές εγείρουν ζήτημα απουσίας επαρκούς προσδιορισμού των αντικειμένων αυτών στο ένταλμα και ζήτημα απουσίας ασφαλιστικών δικλείδων για την προστασία του δικηγορικού απορρήτου καθώς και ζήτημα αναλογικότητας και αναγκαιότητας του εντάλματος έρευνας που εκδόθηκε.

 

Οι Αιτητές αναφέρουν ότι αυτό που αναζητούσε η Αστυνομία ήταν την ανεύρεση περιεχομένου επικοινωνιών του Αιτητή 1.  Σε αυτή τη βάση, επιχειρηματολογούν ότι, εφόσον το περιεχόμενο τέτοιων επικοινωνιών θα μπορούσε να αποσπαστεί μόνο κατόπιν αίτησης δυνάμει των περί Προστασίας του Απορρήτου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμων του 1996 έως 2020, οι οποίοι ωστόσο δεν το επιτρέπουν με αναφορά στα αδικήματα που η υπόθεση προωθήθηκε,[2] καθίσταται πρόδηλο ότι το κατώτερο Δικαστήριο είχε ουσιαστικά πλανηθεί ως προς το νόμο, και εξέδωσε το ένταλμα, εκλαμβάνοντας ότι το περιεχόμενο των επικοινωνιών θα μπορούσε να αποσπαστεί.  

 

    Είναι η περαιτέρω θέση των Αιτητών ότι δεν προέκυπτε καμιά σύνδεση του γραφείου τους με τα υπό διερεύνηση αδικήματα και με τα αντικείμενα που αναζητούνταν.  Στον όρκο δεν αναφέρονταν οιαδήποτε γεγονότα προς αυτή την κατεύθυνση και οι Αιτητές επιχειρηματολογούν ότι εσφαλμένα το κατώτερο Δικαστήριο θεώρησε ότι η εύλογη υπόνοια, την οποία προφανώς είχε διαμορφώσει για την εμπλοκή του Αιτητή 1, στοιχειοθετούσε τις προϋποθέσεις και την αναγκαιότητα για την έκδοση εντάλματος έρευνας του γραφείου τους.  Ακόμα και με δεδομένη την εμπλοκή του Αιτητή 1, αναφέρουν, δεν καταδεικνυόταν χωρίς άλλο ότι τα αντικείμενα που αναζητούνταν βρίσκονται ή φυλάσσονται στο γραφείο του, ώστε να δικαιολογείται η έκδοση εντάλματος έρευνας για να ερευνηθεί ο χώρος αυτός.   

       Σημασία έχει τί η μαρτυρία που περιεχόταν στον όρκο αντικειμενικά δικαιολογούσε να αναζητείται στο χώρο, δηλαδή να δημιουργούσε «εύλογη αιτία να πιστεύεται», όπως αναφέρεται στο άρθρο 27 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ.155,[3] ότι αυτό που αναζητείτο βρισκόταν στο χώρο.   Από τη μαρτυρία προκύπτει ότι αναζητούνταν δύο συγκεκριμένα αντικείμενα και τίποτε άλλο.  Πρώτο, το κινητό τηλέφωνο του Αιτητή 1 για το οποίο υπήρχε εύλογη υπόνοια ότι χρησιμοποιήθηκε για να σταλεί η φωτογραφία του όρκου της προσωποκράτησης και ότι με αυτό πραγματοποιήθηκε η επικοινωνία του Αιτητή 1 με τον κατάδικο Λ.Χ. και, δεύτερο, το αντίγραφο του όρκου το οποίο ο Αιτητής 1 φέρεται να φωτογράφησε και να απέστειλε (την φωτογραφία) μέσω του κινητού του τηλεφώνου στον Λ.Χ..  Αυτό γίνεται αποδεχτό και από τον Γενικό Εισαγγελέα και σημειώνεται όχι γιατί μπορεί να περιοριστεί στο στάδιο αυτό η εμβέλεια του εντάλματος, όπως καθορίστηκε από το περιεχόμενο του, αλλά προς επιβεβαίωση της ορθότητας της διαπίστωσης.

 

    Ό,τι τα υπό διερεύνηση αδικήματα δεν ήταν τέτοια ώστε να επιτρεπόταν η απόσπαση του περιεχομένου επικοινωνιών από το τηλέφωνο του Αιτητή 1, γεγονός που αποδέχεται ο Γενικός Εισαγγελέας, δεν καθιστούσε το ένταλμα για την ανεύρεση και κατακράτηση του τηλεφώνου αδικαιολόγητο, εφόσον στοιχείο στην υπόθεση μπορούσε να αποτελέσει, πέραν του περιεχομένου της σχετικής επικοινωνίας, το γεγονός και μόνο ότι ο Αιτητής είχε το συγκεκριμένο τηλέφωνο ή ότι επικοινωνία έλαβε χώρα μέσα σε συγκεκριμένη χρονική περίοδο (βλ. Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ, Πολ. Αιτ. Αρ.186/21, ημερ. 1.11.2021, ECLI:CY:AD:2021:D491). 

 

    Αυτό που επικαλείται η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα στο περίγραμμα αγόρευσης της, ότι αυτό που αναζητείτο δεν ήταν το περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας παρά μόνο η φωτογραφία του όρκου όπως στάλθηκε από το τηλέφωνο του Αιτητή στον Λ.Χ., παραγνωρίζει ότι η φωτογραφία συνιστά εν προκειμένω περιεχόμενο της ιδιωτικής επικοινωνίας.

 

    Η διασύνδεση αντικειμένου που αναζητείται με συγκεκριμένο χώρο μπορεί να προκύπτει από άμεση μαρτυρία περί της παρουσίας του αντικειμένου στο χώρο αυτό.  Όμως, η «εύλογη αιτία να πιστεύεται» ότι το αντικείμενο που αναζητείται βρίσκεται σε συγκεκριμένο χώρο, μπορεί να προκύπτει και από τις περιστάσεις της υπόθεσης σε συνδυασμό και με τη φύση του αντικειμένου που αναζητείται.

 

    Εφόσον αναζητείτο το κινητό τηλέφωνο του Αιτητή 1 και αντίγραφο του όρκου, το επόμενο ζήτημα είναι κατά πόσο οι περιστάσεις δημιουργούσαν εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι τα αντικείμενα αυτά ή οποιοδήποτε από αυτά μπορούσε να ανευρεθεί σε κάποιο χώρο, έτσι ώστε να δικαιολογείται η έρευνα αυτού του χώρου με σκοπό την ανεύρεση και κατάσχεση του.  Το αναμενόμενο είναι ότι ο καθένας μεταφέρει μαζί του το κινητό του τηλέφωνο.  Το κατέχει στον επαγγελματικό του χώρο κατά τις ώρες της εργασίας του και στην κατοικία του όταν βρίσκεται εκεί.  Ιδιαίτερα ένας δικηγόρος αναμένεται ότι έχει μαζί του το κινητό του τηλέφωνο όταν βρίσκεται στο δικηγορικό του γραφείο.  Κατά λογική συνέπεια, εφόσον ερευνηθεί το δικηγορικό του γραφείο σε ώρα που ο δικηγόρος βρίσκεται εκεί, αναμένεται ότι θα ανευρεθεί και το κινητό του τηλέφωνο.  Σημειώνεται ωστόσο ότι η παρουσία του Αιτητή 1 στο χώρο δεν είχε τεθεί ως προϋπόθεση ή όρος για την εκτέλεση του εντάλματος.

    Το αντίγραφο του όρκου, είναι έγγραφο το οποίο κατείχε ο Αιτητής 1 ως δικηγόρος της A.G.C. και σχετίζεται και με τον Λ.Χ., την υπόθεση του οποίου έχει επίσης αναλάβει ο Αιτητής.  Δικαιολογείτο, επομένως, να υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι το έγγραφο αυτό θα βρισκόταν στο φάκελο των πιο πάνω υποθέσεων στο δικηγορικό γραφείο του Αιτητή 1.

 

    Όμως, το υπό έλεγχο ένταλμα δεν εκδόθηκε με αναφορά στο κινητό τηλέφωνο του Αιτητή 1 και το αντίγραφο του όρκου μόνο.  Η σημείωση του κατώτερου Δικαστηρίου στο ένταλμα ότι: « Τονίζεται η ανάγκη συμμόρφωσης με τη διαφύλαξη του δικηγορικού απορρήτου … » δεν ήταν περιοριστική των εξουσιών της Αστυνομίας, αλλά συνιστούσε επισήμανση της ανάγκης, όπως ακριβώς και ετέθη το ζήτημα.  Και ασφαλώς και το ένταλμα εκδόθηκε « … αποκλειστικά για σκοπούς εντοπισμού των αντικειμένων που αναφέρονται στον όρκο και στο παρόν ένταλμα», μόνο που αυτά δεν προσδιορίστηκαν και δεν περιορίστηκε το ένταλμα στα δύο αντικείμενα που δικαιολογημένα αναζητούνταν, αλλά εκδόθηκε σε σχέση με «έγγραφα, κινητά τηλέφωνα και ηλεκτρονικές συσκευές τα οποία δυνατό να αποτελέσουν τεκμήρια για στοιχειοθέτηση των αδικημάτων», δηλαδή γενικά για έγγραφα, ενώ δικαιολογείτο να αναζητείται ο συγκεκριμένος όρκος που μπορούσε να περιγραφεί, γενικά για κινητά τηλέφωνα, ενώ δικαιολογείτο να αναζητείται συγκεκριμένο που επίσης μπορούσε να προσδιοριστεί και για ηλεκτρονικές συσκευές, ενώ δεν δικαιολογείτο να αναζητείται οιαδήποτε ηλεκτρονική συσκευή.  Η Χρυσάνθου κ.ά. (Αρ.2) (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1175, 1187-8, στην οποία αναφέρθηκε η εκπρόσωπος του Γενικού Εισαγγελέα διακρίνεται, εφόσον εδώ τα αντικείμενα που αναζητούνταν ήταν συγκεκριμένα και μπορούσαν να προσδιοριστούν με ακρίβεια, αλλά και η φύση του χώρου που θα ερευνούσε η Αστυνομία επέβαλλε να αποφευχθεί μια γενικευμένη έρευνα, για λόγους που αναπτύσσονται στη συνέχεια.   

 

 

    Στο περίγραμμα αγόρευσης της εκπροσώπου του Γενικού Εισαγγελέα αναφέρεται ότι: «Συγκεκριμένα επί του εντάλματος αναφέρεται αυτολεξεί: “Προς αποφυγή επηρεασμού μαρτυρίας, καταστροφής τεκμηρίων όπως έγγραφα, ηλεκτρονικές συσκευές και κινητά τηλέφωνα και διευκόλυνση των αστυνομικών ανακρίσεων, αφού διασφαλιστεί ότι η έρευνα θα αποσκοπεί μόνο σε εντοπισμό τεκμηρίων που αφορούν μόνο την παρούσα υπόθεση και στον εντοπισμό της αναφερόμενης συνομιλίας και εγγράφων...”».  Αυτό είναι λάθος.  Το πιο πάνω απόσπασμα αναφερόταν στο όρκο (σελ.6-7).  Ό,τι αναφερόταν στο ένταλμα έχει σημειωθεί.

 

    Στην Αντώνης Ανδρέου & Σία Δ.Ε.Π.Ε. κ.ά. ν. Κυπριακής Δημοκρατίας (2015) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2560, 2587, αναφέρθηκε ότι:

 

«Σαφώς και οι δικηγόροι δεν εξαιρούνται, ούτε και έχουν ασυλία από οποιαδήποτε διερεύνηση ποινικής φύσεως, αλλά θα πρέπει να υπάρχει σαφής, τεκμηριωμένη και ουσιαστική σύνδεση ενός καταλογιζομένου ή υπό διερεύνηση ποινικού αδικήματος με ενέργειες, πράξεις ή παραλείψεις δικηγόρου. Το δικηγορικό απόρρητο που είναι δεδομένο μέσα από πλειάδα αποφάσεων και σ' αυτό συμφωνεί και η Δημοκρατία, δεν πρέπει να τυγχάνει εύκολης παραβίασης διότι μετά καταστρατηγείται ο θεσμικός ρόλος του δικηγόρου και ιδιαιτέρως της προστασίας που πρέπει να τυγχάνουν οι εμπιστευτικές ή άλλες πληροφορίες που παρέχονται στον δικηγόρο από τον πελάτη αυτού. Είναι γι' αυτό το λόγο που στις υποθέσεις που παρέπεμψε ο κ. Πολυβίου, θεωρείται απαραίτητη η ένθεση στο οποιοδήποτε ένταλμα έρευνας τέτοιων ασφαλιστικών δικλείδων ώστε να αποφεύγεται η άνευ λόγου διείσδυση στο δικηγορικό απόρρητο ή να περιορίζεται αυτή η διείσδυση στο ελάχιστο δυνατό».

 

 

    Οι αποφάσεις στις οποίες είχε παραπεμφθεί το Δικαστήριο ήταν αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, Ε.Δ.Α.Δ. που, όπως αναφέρεται στη Ανδρέου, σελ. 2588:

 

«δίδουν το στίγμα ότι η επέμβαση σε ένα επαγγελματικό γραφείο όπως, ή, κατ' εξοχήν ενός δικηγόρου που έχει την προστασία του δικηγορικού απορρήτου κατά το χειρισμό υποθέσεων πελατών του, θα πρέπει να γίνεται με εξαιρετική προσοχή και σε συνάρτηση με την παροχή ασφαλιστικών δικλείδων ούτως ώστε να μην υπάρχει μια γενικευμένη και ανεξέλεγκτη έρευνα που να επηρεάζει τον πυρήνα του δικαιώματος και της προστασίας που τυγχάνει το δικηγορικό απόρρητο».

 

 

    Στη Niemetz v. Germany, (Application no.13710/88, 16.12.2002, η ευρύτητα με την οποία είχε διατυπωθεί το ένταλμα έρευνας του δικηγορικού γραφείου του προσφεύγοντα, κρίθηκε ότι παραβίαζε το Άρθρο 8 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, Ε.Σ.Δ.Α. για την προστασία των δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα.  Τονίστηκε ότι ήταν ειδικής σημασίας το γεγονός ότι το ένταλμα ήταν διατυπωμένο με ευρύτητα, όπου, όπως στη Γερμανία η εξουσιοδότηση έρευνας σε δικηγορικό γραφείο δεν συνοδευόταν από ειδικές ασφαλιστικές δικλείδες, όπως η παρουσία ενός ανεξάρτητου παρατηρητή.    

 

    Αλλά ακόμα και σε περιπτώσεις όπου η έρευνα σε δικηγορικό γραφείο θα γινόταν στην παρουσία ανεξάρτητου παρατηρητή, ήταν απαραίτητο να τίθενται περιορισμοί, διαφορετικά και ο ανεξάρτητος παρατηρητής δεν θα μπορούσε να επέμβει στον τρόπο εκτέλεσης του εντάλματος (βλ. Andre and Other v. France, Application no.18603/03, 24.7.2008, παρ.40-46, όπου η έρευνα είχε γίνει στην παρουσία του Προέδρου της Ένωσης Δικηγόρων και Roemen & Schmit v. Luxembourg, 25.2.2003, παρ.69-72, όπου η έρευνα είχε γίνει στην παρουσία Ερευνώντα Δικαστή, Αντιπροσώπου του Δημοσίου Κατήγορου και του Προέδρου του Δικηγορικού Συλλόγου).

 

    Αναφέρθηκε ακόμα στην Ανδρέου, σελ. 2589, ότι:

 

«Δεν υπάρχει στις πρόνοιες των Άρθρων 27 και 28 του Κεφ. 155, οτιδήποτε που να επιβάλλει στον Δικαστή να θέτει συγκεκριμένους όρους. Όμως το Δικαστήριο θα πρέπει να προσαρμόζει το ένταλμα και τους όρους αυτού, κατά τρόπο που να συνάδει με τη σύγχρονη νομολογία επί του θέματος, η οποία, όπως αναφέρεται πιο πάνω, θέτει ασφαλιστικές δικλείδες σε μια προσπάθεια εξισορρόπησης μεταξύ της ανάγκης να διερευνηθεί ποινικό ή ποινικά αδικήματα και της ανάγκης της προστασίας που πρέπει να παρέχεται σε επαγγελματίες και ιδιαίτερα τους δικηγόρους που έχουν απόλυτο καθήκον εχεμύθειας προς τους πελάτες τους που τους εμπιστεύονται υποθέσεις. Το Δικαστήριο εκδίδοντας το επίδικο ένταλμα δεν έθεσε οποιοδήποτε ιδιαίτερο όρο και είναι πολύ δύσκολο να διαχωριστεί, υπό τις περιστάσεις, η αναζήτηση ενός και μόνο εγγράφου μέσα στη γενικότητα που το ένταλμα επέτρεπε.

 

Επομένως το πρόβλημα που δημιουργήθηκε στους αιτητές ως δικηγορικό γραφείο είναι μεγαλύτερο από αυτό που λογικά θα επιτρεπόταν εάν το ένταλμα κατά τα άλλα είχε νομίμως εκδοθεί. Με άλλα λόγια, ο τρόπος διατύπωσης του εντάλματος, όπως αυτό ζητήθηκε από την Αστυνομία ήταν δυσανάλογος του επιδιωκόμενου σκοπού». 

 

 

    Το πιο πάνω απόσπασμα τυγχάνει απόλυτης εφαρμογής στα περιστατικά της παρούσας υπόθεσης.  Το αντίγραφο του όρκου που η Αστυνομία αναζητούσε στο δικηγορικό γραφείο, όχι μόνο μπορούσε να περιγραφεί, αλλά ήταν έγγραφο που η Αστυνομία κατείχε και ό,τι αναζητείτο ήταν το αντίγραφο που φερόταν να είχε χρησιμοποιήσει ο Αιτητής 1.  Το ένταλμα θα μπορούσε «να προσαρμοστεί» με το να επισυναφθεί σε αυτό ένα αντίγραφο του όρκου και να εξουσιοδοτείται η Αστυνομία να αναζητήσει και να κατάσχει το αντίγραφο για το οποίο υπήρχε εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι φυλασσόταν στο δικηγορικό γραφείο.  Έτσι, οι Αστυνομικοί που θα διεξήγαγαν την έρευνα δεν θα είχαν εξουσία ούτε καν να στρέψουν το βλέμμα τους σε οιονδήποτε έγγραφο δεν είχε την μορφή (layout) του επισυναπτόμενου στο ένταλμα.  Δεν θα μπορούσαν να διέλθουν οποιοδήποτε έγγραφο για να εξετάσουν κατά πόσο επρόκειτο για το αντίγραφο που αναζητείτο. Μπορούσε ακόμα να περιοριστούν οι ενέργειες σε σχέση με το κινητό τηλέφωνο του Αιτητή 1, χρονικά και θεματικά, ώστε να περιοριστεί το εύρος των πληροφοριών απορρήτου χαρακτήρα που θα κινδύνευαν να αποκαλυφθούν.  Όμως, η έρευνα δεν περιορίστηκε καν στο κινητό τηλέφωνο του Αιτητή 1 και δεν αναφέρθηκε οτιδήποτε ειδικά για την προστασία του Αιτητή 2 ή άλλων δικηγόρων, υπαλλήλων του συνεταιρισμού, που στεγάζονταν στο υπόψη δικηγορικό γραφείο (βλ. Kirdök and Others v. Turkey, Application no. 14704/12, Kirdok a.o. v. Turkey, 3.12.2019).  Δεν είναι έργο του Δικαστηρίου να υποδείξει τί θα έπρεπε να αναφερθεί στο ένταλμα.  Σκοπός ήταν να υποδειχθεί ότι υφίσταντο πρακτικές λύσεις για τη χαλιναγώγηση της εξουσίας που δόθηκε.  

 

    Στην Δημητριάδης & Σία ΔΕΠΕ κ.ά., Πολ. Αίτ.212/2021, ημερ.10.3.2022, ECLI:CY:AD:2022:D93, αναφέρθηκε ότι:

 

«ο θεσμικός ρόλος του δικηγόρου μπορεί να διασφαλιστεί με την ένθεση ασφαλιστικών δικλείδων στο ένταλμα, όπως έγινε εν προκειμένω,  όπου τέθηκαν ρητοί περιορισμοί ώστε να διαφυλαχθεί η προσωπική και επαγγελματική αλληλογραφία/ επικοινωνίες και ειδικότερα το επαγγελματικό και δικηγορικό/νομικό απόρρητο που αφορά και σχετίζεται με τη δικηγορική εταιρεία και δικηγόρους που κατέχουν το γραφείο σε σχέση με το οποίο το ένταλμα αυτό έχει εκδοθεί.».

 

   

    Η έρευνα που εξουσιοδοτήθηκε με το υπό έλεγχο ένταλμα ήταν γενικευμένη και μπορούσαν να εξεταστούν και άλλα έγγραφα που βρίσκονταν στο δικηγορικό γραφείο και κινητά τηλέφωνα πέραν του κινητού τηλεφώνου του Αιτητή 1, περιλαμβανομένων κινητών τηλεφώνων άλλων δικηγόρων όπως του Αιτητή 2, αλλά και ηλεκτρονικές συσκευές του δικηγορικού γραφείου.  Ήταν, κατ’ αυτό τον τρόπο, ανεξέλεγκτη και μπορούσε να επεκταθεί σε υλικό που προστατεύεται στη βάση του δικηγορικού απορρήτου.  Είχε, επομένως, η εξουσιοδότηση επεκταθεί πέραν της απολύτως απαραίτητης, δεν ήταν, στην έκταση που χορηγήθηκε, αναγκαία και επομένως δεν ήταν ούτε αναλογική του σκοπού που φιλοδοξούσε να εξυπηρετήσει. 

 

    Επομένως, η Αίτηση εγκρίνεται και εκδίδεται προνομιακό ένταλμα Certiorari με το οποίο το ένταλμα έρευνας του δικηγορικού γραφείου των Αιτητών, ημερ. 4.10.2023, που εκδόθηκε από το Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας, ακυρώνεται.

 

    Τα έξοδα της Αίτησης, όπως και τα έξοδα της Αίτησης 157/2023 για την άδεια, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον το Φ.Π.Α. εάν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ των Αιτητών και εναντίον της Καθ΄ ης η Αίτηση.

 

 

Χ. Μαλαχτός, Δ.



[1] Νεοφύτου κ.ά., Πολ. Αίτ.157/2023, ημερ.1.12.2023.

[2]  121(4) Καμιά αίτηση από ή εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας δεν μπορεί να υποβληθεί και καμιά εξουσιοδότηση ή έγκριση δεν μπορεί να δοθεί από Δικαστή για πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος άρθρου, παρά μόνο στις περιπτώσεις που αυτό είναι αναγκαίο-(α) Προς το συμφέρον της ασφάλειας της Δημοκρατίας· ή (β) για την αποτροπή, διερεύνηση ή δίωξη σε σχέση με αδικήματα, τα οποία περιλαμβάνονται στην υποπαράγραφο Β της παραγράφου 2 του Άρθρου 17 του Συντάγματος.

 

[3]    Όταν δικαστής ικανοποιείται με ένορκη έγγραφη δήλωση ότι υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι σε οποιοδήποτε τόπο υπάρχει-

 

(α) οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχτηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχτηκε ή

(β) οτιδήποτε για το οποίο υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος ή

(γ) …,

 

ο δικαστής δύναται σε οποιοδήποτε χρόνο να εκδώσει ένταλμα (το οποίο αναφέρεται στο νόμο αυτό ως “ένταλμα έρευνας”), που εξουσιοδοτεί το πρόσωπο που κατονομάζεται σε αυτό-

 

(ι) να ερευνήσει τον τόπο αυτό προς ανεύρεση οποιουδήποτε τέτοιου πράγματος και να κατάσχει και μεταφέρει αυτό ενώπιον του Δικαστηρίου από το οποίο εκδόθηκε το ένταλμα έρευνας ή ενώπιον άλλου Δικαστηρίου για να τύχει αυτό μεταχείρισης σύμφωνα με το νόμο και

(ιι) … .

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο