ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 19/2015)

 

 

 1 Μαρτίου, 2024

 

 

[ΓΙΑΣΕΜΗΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑΣ ΝΟΜΟ ΚΕΦ. 4, ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΩΝ ΕΤΑΙΡΕΙΩΝ ΝΟΜΟ 22/85

 

 

ΕΠΙ ΤΟΙΣ ΑΦΟΡΩΣΙ ΤΗΝ ΔΙΑΙΤΗΣΙΑ ΜΕΤΑΞΥ:

 

 

 

1.   ΕΛΕΝΗΣ ΑΡΓΥΡΟΥ,

2.   ΑΝΔΡΕΑ ΑΡΓΥΡΟΥ,

 

 

Εφεσειόντων/Αιτητών,

 

και

 

ΣΥΝΕΡΓΑΤΙΚΟΥ ΤΑΜΙΕΥΤΗΡΙΟΥ ΙΔΙΩΤΙΚΩΝ

ΕΡΓΑΤΟΫΠΑΛΛΗΛΩΝ ΚΥΠΡΟΥ,

 

 

Εφεσίβλητων/Καθ’ων η Αίτηση.

_____________________________________________________________________

 

Α. Δημητρίου, για κ. Α.Θ. Μαθηκολώνη, για τους Εφεσείοντες.

 

Δ. Καλλής, για τους Εφεσίβλητους.

ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.:  Η Εφεσείουσα 1 είχε συνάψει συμφωνία στεγαστικού δανείου ημερ. 20/3/2009 με τους Εφεσίβλητους για ποσό €117.000, το οποίο θα αποπληρώνετο μέσω 120 συνολικά δόσεων. Την πιστή τήρηση των όρων αποπληρωμής εγγυήθηκε ο Εφεσείων αρ. 2.

 

Στις 19/10/2009 επιδόθηκε στους Εφεσείοντες ειδοποίηση, με την οποία εκαλούντο να παραστούν σε επικείμενη διαδικασία διαιτησίας στις 19/11/2009 στο γραφείο του Συνεργατικού Ταμιευτηρίου Ιδιωτικών Εργατοϋπαλλήλων Κύπρου (ΣΥΤΙΕΚ) Λτδ σε σχέση με ληξιπρόθεσμο δάνειο το οποίο οφείλετο σε αυτή και το οποίο παρέμενε απλήρωτο.

 

Οι Εφεσείοντες ουδέποτε εμφανίστηκαν στη διαδικασία που έγινε, αποτέλεσμα της οποίας ήταν η έκδοση, κατά την ως άνω ημερομηνία,  Διαιτητικής Απόφασης εναντίον των Εφεσειόντων.

 

Ακολούθησε με βάση το Άρθρο 52(4) του περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμου, Ν. 22/85 η καταχώριση αίτησης υπό τη μορφή έφεσης εκ μέρους των Εφεσειόντων στο Επαρχιακό Δικαστήριο Πάφου για την έκδοση Διατάγματος Παραμερισμού και/ή ακύρωσης της Διαιτητικής Απόφασης, η οποία είχε εκδοθεί στις 19/11/2009. Προβλήθηκαν διάφοροι λόγοι στήριξης της εν λόγω έφεσης, μεταξύ των οποίων ότι η διαδικασία της διαιτησίας ήταν πρόωρη καθότι η συμφωνία δανείου δεν είχε τερματισθεί και ότι η διαδικασία για το διορισμό του Διαιτητή δεν ήταν έγκυρη.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού εξέτασε την εν λόγω Αίτηση, την απέρριψε. Ήταν η κρίση του ότι, με βάση και τη νομολογία, οι λόγοι που επικαλούνταν οι Εφεσείοντες για παραμερισμό της διαιτητικής απόφασης δεν μπορούσαν να εξεταστούν εντός του πλαισίου της ενώπιον του διαδικασίας, καθότι θα έπρεπε πρώτα να είχαν τεθεί προς εξέταση ενώπιον του Διαιτητή. Παρά δε την πιο πάνω κατάληξη του και για σκοπούς «πληρέστερης αιτιολόγησης» της απόφασης του, το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε και κάποια ζητήματα που προβάλλονταν προς υποστήριξη της έφεσης. Αναφορικά με το θέμα του διορισμού του Διαιτητή, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού επεσήμανε ότι ο Κανονισμός 79 των περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμών είναι σαφής ως προς το γεγονός ότι αυτός γίνεται από τον Έφορο, σημείωσε, συγχρόνως, τη συμπερίληψη στη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων, όρου που προνοούσε για τη διαδικασία της διαιτησίας όπως διαλαμβάνεται στο σχετικό νόμο, ήτοι τον περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο.

 

Η πρωτόδικη Απόφαση προσβάλλεται ως εσφαλμένη μέσω 13, συνολικά, Λόγων Έφεσης.

 

Με τον 1ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν υπήρχε συγκεκριμένος λόγος έφεσης ως προς τη διαδικασία διορισμού του Διαιτητή. Μέσω του 2ου και 3ου Λόγου Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο τερματισμός της επίδικης Συμφωνίας δεν αποτελούσε προϋπόθεση για παραπομπή οποιασδήποτε διαφοράς σε διαιτησία, καθώς και ότι η πιο πάνω παράλειψη του Διαιτητή δεν αποτελούσε νομικό σφάλμα. Με τον 4ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφαρμόζοντας λανθασμένα την ισχύουσα νομολογία αποφάσισε ότι η μη παρουσία των Εφεσειόντων στη διαδικασία διαιτησίας είχε ως συνέπεια να μην μπορούν να εγείρουν οποιοδήποτε παράπονο ενώπιον του Δικαστηρίου. Με τον 5ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι ισχυρισμοί των Εφεσειόντων αναφορικά με την εγκυρότητα διορισμού του Διαιτητή θα έπρεπε να είχαν προβληθεί στη διαιτησία. Μέσω του 6ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι ο τρόπος διεξαγωγής της διαδικασίας διαιτησίας και η συμπεριφορά του Διαιτητή δεν επηρέασαν τα δικαιώματα των Εφεσειόντων σε δίκαιη δίκη και τους κανόνες φυσικής δικαιοσύνης. Με τον 7ο και 8ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρχε νόμιμη παραπομπή σε διαιτησία, καθώς και ότι νόμιμη παραπομπή σε διαιτησία δεν προϋποθέτει την έγκριση και των δύο μερών όσον αφορά το πρόσωπο του Διαιτητή. Με τον 9ο Λόγο Έφεσης βάλλεται ως λανθασμένη η μη εξέταση των ισχυρισμών των Εφεσειόντων αναφορικά με τη σύνδεση του Διαιτητή με τους Εφεσίβλητους, ενώ με το 10ο Λόγο Έφεσης τον ισχυρισμό τους αναφορικά με την απουσία Έκθεσης Απαίτησης και οποιουδήποτε δικογραφημένου ισχυρισμού. Με τον 11ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ως λανθασμένη η κρίση του Δικαστηρίου ότι η πιο πάνω συμπεριφορά του Διαιτητή δεν αποτελούσε κακό χειρισμό της υπόθεσης. Με το 12ο Λόγο Έφεσης προβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν κατέληξε ότι η επίδοση της Διαιτητικής Απόφασης στους Εφεσείοντες 3½ χρόνια μετά την έκδοση της αποτελούσε κώλυμα για την εκτέλεσή της, ενώ με το 13ο Λόγο Έφεσης βάλλεται ως εσφαλμένη η απόρριψη της Αίτησης των Εφεσειόντων.

 

Ενόψει του ότι κάποιοι από τους ως άνω Λόγους είναι συναφείς με άλλους, η αναφορά που ακολουθεί θα γίνει έχοντας υπόψη αυτό το στοιχείο.

 

Ο 1ος, 7ος και 8ος Λόγος Έφεσης θα εξετασθούν μαζί.

 

Σε ό,τι αφορά τον 1ο Λόγο Έφεσης, δεδομένης της προβολής από τους Εφεσείοντες του ισχυρισμού ότι η διαιτησία είχε διεξαχθεί παράτυπα και ότι ήταν άκυρη και/ή παράτυπη και την εξειδίκευση του, στη συνέχεια, στην ένορκη δήλωση που υποστήριζε την Αίτηση τους, το ζήτημα της εγκυρότητας της διαδικασίας διορισμού του Διαιτητή είχε όντως εγερθεί με αποτέλεσμα η περί αντιθέτου προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου να ελέγχεται ως εσφαλμένη. Συνεπώς ο 1ος Λόγος Έφεσης επιτυγχάνει.

 

Ο 7ος και 8ος Λόγος Έφεσης αφορούν στην ουσία του πράγματος. Αποτέλεσε θέση των Εφεσειόντων ότι ουδέποτε έλαβαν οποιαδήποτε ειδοποίηση για τον προτιθέμενο διορισμό του Διαιτητή, παρά μόνο την επιστολή που τους καλούσε να εμφανιστούν στην επίδικη διαδικασία και ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάσισε ότι νόμιμη παραπομπή σε διαιτησία δεν προϋποθέτει την έγκριση των δύο μερών όσον αφορά το πρόσωπο του Διαιτητή.

 

Η Συμφωνία Δανείου (Τεκμήριο Α στην Αίτηση) στον όρο 25 αναφέρει ότι:

 

 

«Για τους σκοπούς εκτέλεσης του παρόντος εγγράφου, και των σχετιζομένων με αυτό, και τα δύο μέρη διακηρύσσουν ότι αποδέχονται τη διαδικασία της Διαιτησίας όπως προνοείται στον Περί Συνεργατικών Εταιρειών Νόμο, χωρίς τούτο να αποκλείει το Δικαίωμα της Συνεργατικής να επιλέξει αντί διαιτησίας την παραπομπή του χρεώστη στα πολιτικά δικαστήρια και να λάβει οποιαδήποτε δικαστικά μέτρα εναντίον του χρεώστη σε οποιοδήποτε δικαστήριο της Κύπρου ή άλλης χώρας.»

 

 

Είναι σαφές ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση η Συμφωνία που υπεγράφη μεταξύ του Συνεργατικού Πιστωτικού Ιδρύματος και της Εφεσείουσας            αρ. 1 προνοούσε για διαιτησία. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Skaliotou v. Ch. Pelekanos (1976) 1 C.L.R. 251, πρόσωπα που συμβάλλονται μπορούν να ενσωματώσουν στη συμφωνία που υπογράφουν και όρο ότι τυχόν διαφορές παραπέμπονται σε διαιτησία, όπως είναι και η υπό κρίση περίπτωση.

 

Κατά τον επίδικο χρόνο, στο Άρθρο 52(1)(β) του Ν. 22/85 διαλαμβάνετο ότι κάθε φορά που εγείρετο οποιαδήποτε διαφορά η οποία αφορούσε τις εργασίες Συνεργατικού Πιστωτικού Ιδρύματος και, μεταξύ άλλων, καταθέτη ή χρεώστη του, η διαφορά παραπέμπετο στον Έφορο και ο τελευταίος μπορούσε, μεταξύ άλλων, να παραπέμψει τη διαφορά προς επίλυση σε διαιτησία. Όσον δε αφορά τον τρόπο διορισμού, αυτός δεν εξειδικεύετο στο Άρθρο 52. Σχετικός, όμως, ήταν ο Κανονισμός 79 των περί Συνεργατικών Εταιρειών Θεσμών ο οποίος προνοούσε τα εξής:

 

«Εάν ο Έφορος παραπέμψη οιανδήποτε διαφοράν εις διαιτησίαν θα ορίζη το όνομα, μέρος διαμονής και επάγγελμα του διαιτητού η διαιτητών και την προθεσμίαν εντός της οποίας η διαιτητική απόφασις, θα υποβάλλεται υπό του διαιτητού ή των διαιτητών προς τον Έφορον.

 

Νοείται ότι ο Έφορος δύναται να παρατείνει το χρονικόν διάστημα εντός του οποίου θα εκδίδεται η τοιαύτη διαιτητική απόφασις.»

 

 

 

Στη βάση των όσων πιο πάνω έχουν αναφερθεί και των σχετικών προνοιών του Άρθρου 52 ως ίσχυαν κατά τον επίδικο χρόνο (2009), είναι σαφές ότι ο διορισμός διαιτητή σε διαδικασία που διέπεται από τις πρόνοιες του              Ν. 22/85, δεν προϋποθέτει τη συγκατάθεση των μερών σε σχέση με το Διαιτητή που διορίζεται, εφόσον τούτος διορίζεται από τρίτο και ανεξάρτητο από τη διαιτησία πρόσωπο και, δη, θεσμικό όργανο, δηλαδή τον Έφορο Συνεργατικών Εταιρειών. Όλα όσα πιο πάνω αναφέρονται, φανερώνουν ότι σε περίπτωση, όπως η επίδικη, που ο Διαιτητής διορίζεται από τον Έφορο Συνεργατικών Εταιρειών, τα μέρη της διαιτησίας, εν προκειμένω το Συνεργατικό Πιστωτικό Ίδρυμα και οι Αιτητές/Εφεσείοντες, δεν έχουν λόγο σε αυτό το διορισμό. Ως εκ τούτου, νομικά αστήρικτες κρίνονται οι αιτιάσεις των Εφεσειόντων ότι δεν τους δόθηκε η ευκαιρία να εγκρίνουν το  πρόσωπο που θα ενεργούσε ως Διαιτητής και ότι ο διορισμός τούτου πάσχει.

Κατ’ ακολουθίαν όλων των πιο πάνω, οι Λόγοι Έφεσης 7 και 8 απορρίπτονται.

 

Μέσω του 9ου Λόγου Έφεσης οι Εφεσείοντες παραπονούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα και αδικαιολόγητα αγνόησε τους ισχυρισμούς τους ότι ο Διαιτητής δεν πληρούσε τα εχέγγυα της αμεροληψίας και ανεξαρτησίας λόγω της σύνδεσης του με τους Εφεσίβλητους. Συγκεκριμένα είχε προβληθεί ότι ο Διαιτητής υπήρξε στο παρελθόν υπάλληλος και εργοδοτούμενος στην υπηρεσία του Συνεργατισμού.

 

Το γεγονός ότι οι Εφεσείοντες δεν εμφανίστηκαν στη διαδικασία οπωσδήποτε αποστερούσε από το Δικαστήριο της δυνατότητας να επανεξετάσει την ουσία της διαφοράς. Ωστόσο, το ως άνω ανάχωμα, δεν ίσχυε, σε σχέση με το τεθέν ζήτημα περί έλλειψης αμεροληψίας.

 

Ως προς την ουσία του ως άνω ζητήματος, αρκεί να λεχθεί ότι, πέραν της γενικής θέσης ότι ο Διαιτητής ήταν υπάλληλος στην υπηρεσία του Συνεργατισμού, ουδεμία μαρτυρία παρουσιάστηκε που να εγείρει οποιαδήποτε υποψία ως προς την αμεροληψία του διορισθέντος Διαιτητή. Όπως έχει λεχθεί στην υπόθεση Κρασάρη κ.ά. v. Συνεργατικής Εταιρείας Διαχείρισης Περιουσιακών Στοιχείων Λτδ, Πολιτική Έφεση Aρ. 312/2014, ημερ. 4/5/2023, στην οποία είχε τεθεί ζήτημα μεροληψίας Διαιτητή λόγω του γεγονότος ότι για δύο χρόνια πριν την έναρξη της διαιτησίας ο ίδιος εργαζόταν στην Υπηρεσία Εποπτείας και Ανάπτυξης Συνεργατικών Εταιρειών, «το αντικειμενικό κριτήριο της αμεροληψίας ενός Δικαστή» και, κατ’ επέκταση, προσθέτουμε εμείς, Διαιτητή, «παραβιάζεται όταν έχει είτε προσωπικό συμφέρον στην υπόθεση, είτε οικονομικό συμφέρον». 

 

Στην πιο πάνω υπόθεση έγινε, επίσης, αναφορά στην απόφαση του ΕΔΑΔ Sigurdsson v. Iceland, 40 E.H.R.P. 15, ημερ. 20/4/2000, όπου αποφασίστηκαν τα εξής:

«Το Δικαστήριο θεωρεί ότι το επίδικο ζήτημα στην παρούσα υπόθεση είναι κυρίως η απαίτηση για «αμεροληψία».  Η ύπαρξη αμεροληψίας για τους σκοπούς του αρ. 6(1) της Σύμβασης πρέπει να αποφασίζεται σύμφωνα με το υποκειμενικό κριτήριο, ήτοι στη βάση της προσωπικής πεποίθησης ενός συγκεκριμένου Δικαστή σε μια δοσμένη υπόθεση καθώς επίσης σύμφωνα με το αντικειμενικό κριτήριο ήτοι με το να εξακριβώνεται κατά πόσο ο Δικαστής πρόσφερε εγγυήσεις αρκετές για να αποκλείσουν οποιαδήποτε γνήσια αμφιβολία επί του προκειμένου

 

Στην υπό συζήτηση περίπτωση διαπιστώνουμε ότι ουδεμία μαρτυρία έχει παρουσιασθεί είτε σε σχέση με το υποκειμενικό κριτήριο, είτε με το αντικειμενικό, με αποτέλεσμα το τεθέν ζήτημα περί έλλειψης αμεροληψίας να στερείται οποιασδήποτε πραγματικής βάσης και υποβάθρου.

 

Με το 2ο Λόγο Έφεσης οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε ότι ο τερματισμός της επίδικης  Συμφωνίας δεν αποτελούσε προϋπόθεση για παραπομπή οποιασδήποτε διαφοράς σε διαιτησία, ενώ με τον 3ο Λόγο Έφεσης προσβάλλεται ως λανθασμένη η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, υπό αυτά τα δεδομένα, δεν αποτελούσε σφάλμα το ότι ο Διαιτητής προχώρησε με τη διαδικασία ακρόασης της επίδικης διαιτησίας και με την έκδοση απόφασης.

 

Αποτέλεσε θέση των Εφεσειόντων, την οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε, ότι, σύμφωνα με τον όρο 14 της επίδικης Σύμβασης Δανείου, απαιτείτο τόσο ειδοποίηση προς τον πρωτοφειλέτη για αποπληρωμή, όσο και τερματισμός της Συμφωνίας για να μπορέσει το κατ’ ισχυρισμό χρέος να καταστεί απαιτητό και να δημιουργηθεί δικαίωμα λήψης δικαστικών μέτρων.

 

Ο όρος 14 διαλαμβάνει, συναφώς, τα ακόλουθα:

 

«14. Η Συνεργατική έχει το δικαίωμα τερματισμού της παρούσας συμφωνίας, και να απαιτήσει εξόφληση του δανείου ή οποιουδήποτε υπολοίπου του, οποτεδήποτε συμβεί οποιοδήποτε από τα πιο κάτω γεγονότα:

 

(ι) όταν ο χρεώστης παραβεί οποιοδήποτε όρο της παρούσας συμφωνίας,

(ιι) όταν ο χρεώστης παραλείψει να καταβάλει οποιαδήποτε ποσά προς τη Συνεργατική βάσει της παρούσας ή άλλης σύμβασης,

(ιιι) όταν οποιαδήποτε παράσταση, δήλωση ή εγγύηση, γραπτή ή προφορική που έχει γίνει από το χρεώστη προς τη Συνεργατική για τους σκοπούς της παρούσας συμφωνίας είναι ή καθίσταται αναληθής ή έχει γίνει παράτυπα, ή είναι άκυρη ή ακυρώσιμη,

 (ιν) αν ο χρεώστης ή ο ενυπόθηκος οφειλέτης ή οποιοσδήποτε εγγυητής, έχει πτωχεύσει ή εκκρεμεί αίτηση εναντίον του για την κήρυξη του σε πτώχευση ή δικαστική διαδικασία η οποία δύναται να επηρεάσει την ικανότητά του αποπληρωμής των χρεών του σε οποιοδήποτε πιστωτή του,

(ν) αν ο χρεώστης, ή ο ενυπόθηκος οφειλέτης ή οποιοσδήποτε εγγυητής αποβιώσει,

(νι) αν έχει εκδοθεί ένταλμα εκποίησης της κινητής του περιουσίας ή ένταλμα ή Δικαστική Απόφαση για την πώληση ακίνητης ιδιοκτησίας του χρεώστη ή του ενυπόθηκου οφειλέτη ή οποιουδήποτε εγγυητή,

(νιι) αν επισυμβεί οποιοδήποτε γεγονός το οποίο δυνατό να επηρεάσει τυχόν εξασφαλίσεις ή εγγυήσεις που δόθηκαν ή έχει συμφωνηθεί να δοθούν προς όφελος της Συνεργατικής για το αναφερόμενο δάνειο,

(vιιι) αν προκύψει οποιοσδήποτε άλλος σοβαρός λόγος.

 

Μόλις το πιο πάνω δάνειο ή οποιοδήποτε μέρος του ζητηθεί από τη Συνεργατική σύμφωνα με την παρούσα πρόνοια, η Συνεργατική θα έχει το δικαίωμα, παρέχοντας τις νόμιμες ειδοποιήσεις, όπου απαιτείται από τον περί Καταναλωτικής Πίστης Νόμο, να απαιτήσει άμεση πληρωμή του δανείου και κάθε οφειλόμενο ποσό από το χρεώστη δυνάμει του παρόντος δανείου θα καθίσταται απαιτητό και πληρωτέο και θα εξοφλείται και ο χρεώστης υποχρεούται να πληρώσει προς τη Συνεργατική κάθε οφειλόμενο ποσό συμπεριλαμβανομένου του κεφαλαίου, Βασικού Επιτοκίου, Περιθωρίου, Τόκου Υπερημερίας, προμήθειας, δικαιωμάτων, δαπανών και άλλων εξόδων. Παράλειψη του χρεώστη να προβεί σε άμεση εξόφληση, δίδει το δικαίωμα στη Συνεργατική να απαιτήσει δικαστικώς ή άλλως πως την πληρωμή του χρέους πλέον τόκους, πλέον δικαστικά και άλλα έξοδα οποιασδήποτε φύσης μέχρι πλήρους και τελείας εξόφλησης με τα οποία θα δικαιούται να χρεώσει το λογαριασμό του δανείου.»

 

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, με αναφορά τόσο στον όρο 25 όσο και στον όρο 14 της επίδικης Σύμβασης, ανέφερε ότι ο όρος 14 και τα όσα σχετικά αναφέρονται εντός αυτού σε σχέση με την προβλεπόμενη δυνατότητα τερματισμού της Συμφωνίας από την Εφεσίβλητη, εφαρμόζεται σε περίπτωση λήψης δικαστικών μέτρων, ενώ, για σκοπούς ενεργοποίησης της διαιτησίας, δεν τίθεται καν θέμα αναγκαιότητας τερματισμού της Συμφωνίας.

 

Η πιο πάνω ερμηνευτική προσέγγιση από το πρωτόδικο Δικαστήριο να διακρίνει την περίπτωση λήψης δικαστικών μέτρων από εκείνη της ενεργοποίησης της διαιτησίας σε ό,τι αφορά την αναγκαιότητα τερματισμού της Συμφωνίας, δεν μας βρίσκει σύμφωνους.

 

Το ζήτημα είναι απλό. Η υπό συζήτηση περίπτωση αφορούσε σε συμφωνηθέν υπόλοιπο με υποχρέωση μόνο από πλευράς της Εφεσείουσας αρ. 1 να το αποπληρώσει σε τακτές δόσεις. Δεν ήταν, δηλαδή, περίπτωση όπου υπήρχαν εκατέρωθεν υποχρεώσεις ή τρεχούμενος λογαριασμός, το υπόλοιπο του οποίου έπρεπε να προσδιοριστεί αφού προηγουμένως τερματιζόταν η συνέχιση της λειτουργίας του. Επιπλέον ο όρος 12[1] της επίδικης Σύμβασης ότι με την παράλειψη πληρωμής ολόκληρης ή μέρους οποιασδήποτε δόσης ή τόκου, το δάνειο ή οποιοδήποτε υπόλοιπο του καθίστατο αμέσως πληρωτέο και απαιτητό, παρέχοντας τοιουτοτρόπως  στους Εφεσίβλητους το δικαίωμα όπως το απαιτήσει και εισπράξει αμέσως ολόκληρο το δάνειο, επισφράγιζε το χωρίς άλλη προειδοποίηση ή προηγούμενο τερματισμό δικαίωμα έγερσης αγωγής ή, στην προκείμενη περίπτωση, ενεργοποίησης της διαδικασίας διαιτησίας (βλ. Μακεδόνας ν. Ευάγγελου Λαζάρου (2005) 1 Α.Α.Δ. 1322, Ioannou v. Hassan (V3)    1 C.L.R. 30, Lombard Natwest Ltd ν. Λαζαρίδη (1999) 1 Α.Α.Δ. 1465, κ.ά. και Εταιρεία J. K. Vavlites (Hotels & Leisure) Ltd v. Διαχειριστικής Επιτροπής του Ταμείου Πρόνοιας του Τακτικού Ωρομίσθιου Κυβερνητικού Προσωπικού, Πολιτική Έφεση Αρ. 31/2013, ημερ. 30/1/2019). Ως εκ τούτου, ο τερματισμός της επίδικης Συμφωνίας δεν αποτελούσε προϋπόθεση για παραπομπή της διαφοράς σε διαιτησία.

 

Συνεπώς, ο Λόγος Έφεσης 2 δεν είναι βάσιμος και απορρίπτεται στη βάση, ωστόσο, του δικού μας ανωτέρω σκεπτικού.

 

Μέσω του 4ου και 5ου Λόγου Έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εφαρμόζοντας εσφαλμένα την ισχύουσα νομολογία, κατέληξε ότι το γεγονός ότι οι Εφεσείοντες δεν είχαν εμφανιστεί στη διαδικασία τους εμπόδιζε να εγείρουν οποιοδήποτε παράπονο ενώπιον του Δικαστηρίου και ότι οι ισχυρισμοί τους αναφορικά με την εγκυρότητα του διορισμού του Διαιτητή και τη διεξαγωγή της διαδικασίας θα έπρεπε να  είχαν προβληθεί στη διαιτησία. Με τον 6ο Λόγο Έφεσης οι Εφεσείοντες διατείνονται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι δεν υπήρξε παραβίαση θεμελιωδών δικαιωμάτων των Εφεσειόντων ή των οποιωνδήποτε αρχών δικαιοσύνης, στη βάση του ότι, ενώ είχαν την ευκαιρία να εμφανιστούν ενώπιον του Διαιτητή και να ασκήσουν τα οποιαδήποτε δικαιώματα τους, δεν το έπραξαν.

 

Στην υπόθεση Κούλλουρου ν. Σ.Π.Ε. Αθηαίνου (2005) 1 Α.Α.Δ. 987, είχε εκδοθεί διαιτητική απόφαση προς όφελος της εφεσίβλητης Συνεργατικής Πιστωτικής Εταιρείας στην απουσία της εφεσείουσας. Ακολούθησε αίτηση της εφεσείουσας υπό μορφή έφεσης στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Η διαπίστωση ότι η εφεσείουσα δεν παρευρέθηκε στη διαιτητική διαδικασία και δεν υπέβαλε οποιαδήποτε θέση επί της απαίτησης της εφεσίβλητης, παρόλο ότι είχε ειδοποιηθεί, απέβη μοιραία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η αδικαιολόγητη παράλειψη εμφάνισης ενώπιον του διαιτητή ήταν καταλυτική. Κατ’ έφεσιν κρίθηκε πως η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ότι η εφεσείουσα δεν μπορούσε να θέσει ενώπιόν του θέσεις τις οποίες δεν είχε προωθήσει ενώπιον του Διαιτητή, ήταν ουσιαστικά ορθή. Λέχθηκε, περαιτέρω, πως ούτε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ούτε το Εφετείο θα μπορούσαν να κρίνουν                        εξ υπαρχής θέματα, εκτός εάν από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Διαιτητή δεν εδικαιολογείτο η απόφασή του. Αξίζει να σημειωθεί ότι στην Κούλλουρου (ανωτέρω) τα στοιχεία που είχαν τεθεί ενώπιον του Διαιτητή ήταν στη διάθεση του Δικαστηρίου το οποίο μπορούσε να ελέγξει κατά πόσο δικαιολογείτο η απόφασή του.

 

Ό,τι, επομένως, προκύπτει από την υπόθεση Κούλλουρου (ανωτέρω) είναι ότι το Δικαστήριο δεν δύνατο να επανεξετάσει την ουσία της διαφοράς, ειδικά έχοντας υπόψη ότι οι Εφεσείοντες είχαν την ευκαιρία να το πράξουν στη διαιτησία και δεν το έπραξαν.

 

Το γεγονός, ωστόσο, ότι οι Εφεσείοντες δεν είχαν εμφανιστεί στη διαδικασία δεν επέτρεπε στο Διαιτητή να παρεκκλίνει από την ορθή διαδικασία ούτε, ασφαλώς, τους εμπόδιζε από το να εγείρουν τέτοια ζητήματα συμπεριλαμβανομένου και του ζητήματος που αφορούσε στην εγκυρότητα του διορισμού του Διαιτητή. Το σκεπτικό της Κούλλουρου δεν επεκτείνεται, ούτε καλύπτει τέτοιου είδους ζητήματα.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, δεν ήταν ορθή η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι λόγοι που επικαλούνταν οι Εφεσείοντες για παραμερισμό της διαιτητικής απόφασης δεν μπορούσαν να εξεταστούν, επί τη βάσει του ότι θα έπρεπε πρώτα να είχαν τεθεί προς εξέταση ενώπιον του Διαιτητή.

 

Ως εκ τούτου, οι Λόγοι Έφεσης 4 και 5 επιτυγχάνουν.

 

Ο 10ος , 11ος  και 12ος Λόγος Έφεσης περιέχουν ισχυρισμούς οι οποίοι, όπως ορθώς επισημαίνουν οι Εφεσίβλητοι, ουδέποτε προβλήθηκαν στο πλαίσιο της πρωτόδικης διαδικασίας με αποτέλεσμα να μην μπορούν να εξετασθούν στην παρούσα Έφεση. Ούτε ο 13ος Λόγος Έφεσης χρειάζεται να απασχολήσει εφόσον, όπως προκύπτει, δεν προσθέτει οτιδήποτε.  Ό,τι προβάλλεται μέσω αυτού είναι ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την Αίτηση των Εφεσειόντων παραπέμποντας στην αιτιολογία του στα όσα αναφέρθηκαν πιο πάνω.

 

Οι πιο πάνω Λόγοι Έφεσης απορρίπτονται.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω και, παρά την επιτυχία των Λόγων Έφεσης 1, 4 και 5, είναι η κατάληξη μας ότι ορθά απερρίφθη η Αίτηση των Εφεσειόντων όχι, όμως, με βάση το σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου αλλά με βάση τα δικό μας σκεπτικό.

 

Επιδικάζονται €2.500 έξοδα της Έφεσης υπέρ των Εφεσίβλητων και εναντίον των Εφεσειόντων, πλέον Φ.Π.Α., αν υπάρχει.

 

 

                                      Γ.Ν. ΓΙΑΣΕΜΗΣ, Δ.

                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

                                      Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.



[1] «Σε περίπτωση καθυστέρησης καταβολής οποιασδήποτε δόσης ή μέρους της, ή σε περίπτωση που το δάνειο η οποιοδήποτε υπόλοιπο του κατέστη πληρωτέο και απαιτητό, το καθυστερούμενο και ή οφειλόμενο ποσό θα φέρει επί πλέον χρέωση τόκου υπερημερίας από την ημέρα της καθυστέρησης και ή από την ημέρα που κατέστη απαιτητό και οφειλόμενο, μέχρι την εξόφλησή του. Ως τόκος υπερημερίας συμφωνείται το εκάστοτε Συνολικό Επιτόκιο προσαυξημένο κατά ….. εκατοστιαίες μονάδες. Ο χρεώστης, εκτός από τους τόκους υπερημερίας, οφείλει τόκους επ’ αυτών από την πρώτη μέρα καθυστέρησης, οι οποίοι προστίθενται στο ποσό του δανείου ανά εξάμηνο.

 

Περαιτέρω, παράλειψη ή άρνηση του χρεώστη να καταβάλει ολόκληρη ή μέρος οποιασδήποτε από τις πιο πάνω δόσεις, μαζί με οποιουσδήποτε τόκους ή προμήθειες ή δικαιώματα που οφείλονται δυνάμει της παρούσας συμφωνίας, κατά τις καθορισμένες ημερομηνίες ή μόλις η Συνεργατική με βάση την παρούσα συμφωνία απαιτήσει οποιαδήποτε πληρωμή, καθιστούν το πιο πάνω δάνειο ή οποιοδήποτε υπόλοιπό του αμέσως πληρωτέο και απαιτητό και παρέχει στη Συνεργατική, χωρίς επηρεασμό οποιασδήποτε άλλης θεραπείας ή δικαιώματος της, το δικαίωμα όπως απαιτήσει και εισπράξει αμέσως ολόκληρο το πιο πάνω δάνειο, προμήθειες, δικαιώματα και οποιαδήποτε άλλα έξοδα».


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο