ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

         

(Πολιτική Έφεση Αρ. 306/2014)

 

 

13 Μαρτίου, 2024

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

1.         GEOPET ALUMINIUM LTD

2.         ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΠΕΤΡΟΥ

3.         ΕΛΕΝΗΣ ΠΕΤΡΟΥ

4.         ΑΝΔΡΕΑ ΠΕΤΡΟΥ

                                                      Εφεσειόντων,

 

ΚΑΙ

 

 

ΕΘΝΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΤΗΣ ΕΛΛΑΔΟΣ (ΚΥΠΡΟΥ) ΛΤΔ

 

                                                                              Εφεσίβλητης.

………..

 

Γ. Πέτρου, Διευθυντής Εφεσείουσας 1, παρών.

Εφεσείων 2, παρών.

Εφεσείων 4, παρών.

Αλ. Παναγή, για Άντης Τριανταφυλλίδης & Υιοί Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

 

................

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και

 θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται κατά απόφασης δυνάμει της οποίας επιδικάστηκε υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον των Εφεσειόντων το συνολικό ποσό των €821.843,24 πλέον τόκο και εκδόθηκαν διατάγματα εναντίον της Εφεσείουσας 1 για πώληση ενυπόθηκου ακινήτου και για εκποίηση πάγιας επιβάρυνσης με την πώληση μηχανήματος της. Η Έφεση στρέφεται και εναντίον της απόφασης με την οποία η ανταπαίτηση απερρίφθη.

Η αγωγή αφορούσε αξίωση των κατ’  ισχυρισμό οφειλόμενων υπολοίπων πλέον τόκους, δυνάμει μιας συμφωνίας παροχής πίστωσης και δύο συμφωνιών δανείου οι οποίες συνήφθησαν μεταξύ της Εφεσίβλητης Τράπεζας και της Εφεσείουσας 1, υπό την εγγύηση των υπόλοιπων Εφεσειόντων και με την παροχή επιπλέον εξασφαλίσεων, ήτοι υποθηκών και επιβάρυνσης μηχανημάτων, από την Εφεσείουσα 1. Η υπογραφή των επίδικων συμφωνιών και η παροχή των εγγυήσεων και εξασφαλίσεων ήταν παραδεκτή από τους Εφεσείοντες. Στην υπεράσπιση τους οι Εφεσείοντες ισχυρίστηκαν πως πέραν των εν λόγω συμφωνιών έγιναν «παράλληλες προφορικές συμφωνίες» μεταξύ των μερών δυνάμει των οποίων αφενός η πληρωμή των οφειλόμενων ποσών θα γινόταν από την είσπραξη από την Εφεσείουσα 1 του ποσού που είχε να λαμβάνει ως υπεργολάβος για την ανέγερση κτηρίου της ΑΗΚ και αφετέρου η Εφεσίβλητη θα επέτρεπε την αύξηση του ορίου στην Εφεσείουσα 1 και δεν θα διέκοπτε τη συνεργασία τους χωρίς εύλογη προειδοποίηση. Η Εφεσίβλητη απέστειλε στους Εφεσείοντες προειδοποιητική επιστολή και επιστολή τερματισμού πριν την πληρωμή της Εφεσείουσας 1 από την ΑΗΚ, εξού και οι Εφεσείοντες ισχυρίστηκαν πως η προειδοποίηση που δόθηκε δεν ήταν εύλογη και πως ο τερματισμός ήταν παράνομος και κατά παράβαση των συμφωνηθέντων. Αμφισβητούσαν επίσης το ύψος του τόκου και των άλλων χρεώσεων. Ανταπαιτούσαν δε διάταγμα ακύρωσης των συμφωνιών και το ποσό των ΛΚ100.000 ως αποζημιώσεις για παράβαση συμφωνίας και αντίστοιχο ποσό για δυσφήμιση.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αξιόπιστους τους μάρτυρες της Εφεσίβλητης και απέρριψε τη μαρτυρία που προσήχθη από τους Εφεσείοντες περί ύπαρξης προφορικής παράλληλης συμφωνίας. Κατέληξε πως οι γραπτές συμφωνίες περιλάμβαναν εξαντλητικά τα συμφωνηθέντα μεταξύ των μερών και ότι η προειδοποιητική επιστολή και η επιστολή τερματισμού στάληκαν καθόλα νόμιμα. Ικανοποιήθηκε επίσης για τον τρόπο πίστωσης και χρέωσης των επιταγών, του τόκου και άλλων χρεώσεων ως προμηθειών. Τέλος, δέχθηκε τη μαρτυρία της Εφεσίβλητης για την ορθότητα του περιεχομένου των καταστάσεων λογαριασμού και συνακόλουθα των αναδομημένων καταστάσεων, βάσει των οποίων επιδίκασε το ανωτέρω ποσό πλέον τόκο υπέρ της Εφεσίβλητης. Έκρινε επίσης ότι οι δοθείσες εξασφαλίσεις εξακολουθούσαν να ισχύουν και εξέδωσε τα ανωτέρω διατάγματα. Κατ’  ακολουθία, απέρριψε την ανταπαίτηση στη βάση του ότι δεν αποδείχθηκαν οι προβαλλόμενοι ισχυρισμοί της Εφεσείουσας.

Οι οκτώ λόγοι έφεσης αφορούν στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έσφαλε αναφορικά με την αξιολόγηση της μαρτυρίας και τα ευρήματα του ως προς το ότι ο τερματισμός από την Εφεσίβλητη των επίδικων συμφωνιών ήταν νόμιμος, ως προς την ορθότητα του τρόπου πίστωσης και χρέωσης επιταγών στους επίδικους λογαριασμούς, ως προς τη νομιμότητα χρέωσης του τόκου προς 11,5% και άλλων προμηθειών, ως προς την ευθύνη των εγγυητών και τέλος ως προς την απόρριψη της ανταπαίτησης. 

Πριν την ενασχόληση με τους λόγους έφεσης, χρήζει εξέτασης το ζήτημα το οποίο ηγέρθη στην αγόρευση των Εφεσειόντων πως η έφεση θα πρέπει να επιτύχει, δίχως άλλο, καθότι όπως πρόσφατα πληροφορήθηκαν ο υιός του πρωτόδικου Δικαστή, δικηγόρος στο επάγγελμα, τότε και μέχρι σήμερα εργάζεται στο δικηγορικό γραφείο το οποίο εκπροσωπεί την Εφεσίβλητη και μεταγενέστερα εργοδοτήθηκαν στο ίδιο δικηγορικό γραφείο και άλλοι δύο υιοί του πρωτόδικου Δικαστή. Αυτό, κατά την εισήγηση των Εφεσειόντων, παραβιάζει το συνταγματικό δικαίωμα τους για δίκαιη δίκη και οδηγεί σε παραμερισμό της απόφασης και επανεκδίκαση της υπόθεσης.

Στην αγόρευση του ο δικηγόρος της Εφεσίβλητης ισχυρίστηκε ότι αυτό το ζήτημα δεν αποτελεί λόγο έφεσης και επομένως δεν δύναται να εξεταστεί και εν πάση περιπτώσει παρέθεσε τα σχετικά γεγονότα, παρουσιάζοντας μια διαφορετική όψη αυτών.

Είναι γνωστή η νομολογιακή αρχή ότι το Εφετείο εξετάζει θέματα τα οποία προσβάλλονται ευθέως από συγκεκριμένο λόγο έφεσης. Αυτή η αρχή υιοθετήθηκε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Μαϊττάς v. Γεωργίου κ.ά. (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 1, στην οποία το Εφετείο τόνισε ότι δεν εξετάζει θέματα τα οποία εισάγονται με το περίγραμμα αγόρευσης.

Εν πάση περιπτώσει, η εξέταση του ζητήματος θα ήταν αδύνατη ελλείψει μαρτυρίας ή κοινού υπόβαθρου γεγονότων. Έχει επανειλημμένα τονισθεί ότι τα όσα αναφέρονται στα περιγράμματα αγορεύσεων δεν αποτελούν μαρτυρία. Σχετικά παραπέμπουμε στις υποθέσεις N.A. Theofanouus (Matic) Laundries Ltd v. Δημοκρατίας (2000) 3 Α.Α.Δ. 793, Κοινότης Λυσού κ.ά. v. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 537 και Μισιρλής v. Δημοκρατίας (Αρ. 1) (1995) 3 Α.Α.Δ. 379.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης προσβάλλεται η ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η ανάκληση των επίδικων χορηγήσεων και ο τερματισμός της λειτουργίας των επίδικων λογαριασμών δεν έγιναν κατά παράβαση των συμφωνιών και παράνομα.

Το ζήτημα απασχόλησε το πρωτόδικο Δικαστήριο σε ξεχωριστό κεφάλαιο στην απόφαση του με τίτλο «ΤΟ ΖΗΤΗΜΑ ΤΗΣ ΠΑΡΑΛΛΗΛΗΣ ΣΥΜΦΩΝΙΑΣ». Και τούτο, καθότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έπρεπε να καταλήξει σε εύρημα ως προς το ποια ήταν η συμφωνία την οποία τελικώς συνήψαν τα μέρη για να μπορέσει να προχωρήσει να εξετάσει το νόμιμο ή μη του τερματισμού της. Σε αυτό το κεφάλαιο, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε με ακρίβεια και σαφήνεια την προσκομισθείσα μαρτυρία και από τις δύο πλευρές και εξέθεσε με λεπτομέρεια τους λόγους για τους οποίους δεν δέχθηκε επί του προκειμένου τη μαρτυρία του Εφεσείοντος 2, διευθυντή της Εφεσείουσας 1.

Κατ’ αρχάς το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι μπορούσε να λάβει υπόψη εξωγενή μαρτυρία ως προς τη συμφωνία μεταξύ των μερών, πέραν των επίδικων γραπτών συμφωνιών. Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε στην αξιολόγηση της ενώπιον του μαρτυρίας.

Έχει επανειλημμένα τονισθεί πως το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στον τρόπο αξιολόγησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Εργοληπτική Εταιρεία Αμφιάραος Λτδ v. Mikeilov, Πολ. Έφ. Αρ. 173/12, ημερ. 28.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:A421, είναι διαφωτιστικό:

«Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι ο τρόπος που αξιολογούνται οι μάρτυρες, αποτελεί ένα από τα πρωταρχικά καθήκοντα του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο είναι σε πλεονεκτική θέση να παρακολουθεί τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της δικαστικής αίθουσας με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα (βλ. Μάρκαρη ν. Παρασκευά (2012) 1 (Β) ΑΑΔ 1493, Τσιαττές ν. Κ. Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1B ΑΑΔ 974 και Γρηγόρης Ιωαννίδης ν. Γεώργιου Χαραλαμπίδη, Πολ. Εφ. 336/2012, ημ. 10/7/2018, ECLI:CY:AD:2018:A352). Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στον τρόπο που το δικαστήριο αξιολογεί την αξιοπιστία των μαρτύρων (βλ. Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1E ΑΑΔ 691 και Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1A ΑΑΔ 339). Αυτό γίνεται όταν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής. (βλ. Γιάλλουρος ν. Ψύλλου (2009) 1 ΑΑΔ 1552 και Δήμος Παπαδόπουλος ν. Σωτήρη Παναγιώτου Κο Λίμιτεδ, Πολ. Έφ. 399/11, ημ. 15/11/17), ECLI:CY:AD:2017:A402.»

Οι ίδιες αρχές υιοθετήθηκαν στην πιο πρόσφατη υπόθεση S. K. Master Developments Ltd v. Κυρατζή κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 49/15, ημερ. 22.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:A215.

Ο προβληθείς από τους Εφεσείοντες ισχυρισμός πως αναντίλεκτη παρέμεινε η μαρτυρία του Εφεσείοντος 2 αναφορικά με το τι διημήφθη στις συναντήσεις μεταξύ των μερών με αποτέλεσμα την κατ’ ισχυρισμό κατάληξη στην προφορική συμφωνία, είχε τεθεί και ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Ορθώς το πρωτόδικο Δικαστήριο τον απέρριψε καθότι αυτός δεν έβρισκε έρεισμα στην ενώπιον του τεθείσα μαρτυρία. Προς τούτο το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στη μαρτυρία του ΜΕ3 ο οποίος κατά τον ουσιώδη χρόνο εργαζόταν στην Εφεσίβλητη. Αυτός μάλιστα συμμετείχε στις εν λόγω συναντήσεις και διέψευσε τον Εφεσείοντα 2, προβάλλοντας τις δικές του θέσεις ως προς το τι ελέχθη στις συναντήσεις, αρνούμενος ότι έγινε τέτοια προφορική συμφωνία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο πρόσθεσε πως και ο Εφεσείων 2 υπέστη εκτενή αντεξέταση επί τούτου, «θέτοντας του σαφώς τη θέση ότι ουδέποτε του αναφέρθηκαν από τον … [ΜΕ3] τα όσα ισχυρίστηκε».

Το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολιάζοντας τη μαρτυρία του Εφεσείοντα 2, επεσήμανε πως αυτός περιορίστηκε σε κάποιες γενικές αναφορές, ήτοι πως η Εφεσείουσα 1 πιθανότατα να χρειαζόταν τη στήριξη της Εφεσίβλητης και πρόσθετες διευκολύνσεις ή ανοχή και ο ΜΕ3 του απάντησε πως δεν υπήρχε πρόβλημα και πως θα την υποστήριζαν. Αυτές οι αναφορές κρίθηκαν πως δεν ήταν ικανές να τεκμηριώσουν «παράλληλη συμφωνία». Ακολούθως το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε την πιο εξειδικευμένη αναφορά του Εφεσείοντα 2, ότι ο ΜΕ3 τον διαβεβαίωσε πως δεν θα έκλειναν τον λογαριασμό ξαφνικά και ότι είναι αυτές οι διαβεβαιώσεις που του δημιούργησαν αίσθημα εμπιστοσύνης για να υπογράψει τις συμφωνίες, χωρίς να τις διαβάσει. Ταυτόχρονα το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη και την υπόλοιπη μαρτυρία του Εφεσείοντα 2 ο οποίος δεν έδωσε ικανοποιητικές, πειστικές και λογικές εξηγήσεις γιατί δεν ζήτησε να συμπεριληφθούν και αυτά τα κατ’  ισχυρισμό προφορικά συμφωνηθέντα στις συμφωνίες και γιατί η Εφεσείουσα 1 ουδέποτε διαμαρτυρήθηκε ή προέβαλε τέτοια θέση στην Εφεσίβλητη, ακόμα και μετά την παραλαβή της επιστολής τερματισμού, παρά μόνο για πρώτη φορά προέβαλε αυτή στην υπεράσπιση της.

Επιπλέον, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε και σε άλλη μαρτυρία προερχόμενη από τους Εφεσείοντες, προς ενίσχυση της πεποίθησης του πως δεν υπήρξε τέτοια προφορική συμφωνία μεταξύ των μερών. Ειδικότερα, αναφέρθηκε στη μαρτυρία του Εφεσείοντα 4, υιού των Εφεσειόντων 2 και 3, διευθυντών της Εφεσείουσας 1, ο οποίος δεν επικαλέστηκε τέτοια συμφωνία. Αυτός αναφέρθηκε στην πληρωμή από την ΑΗΚ ως πράξη η οποία θα παρείχε τη δυνατότητα στην Εφεσείουσα 1 να πληρώσει την οφειλή της μετά την παραλαβή της προειδοποιητικής επιστολής. Επιπλέον, το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε και την ίδια την στάση της Εφεσίβλητης η οποία, μέσα από τις καταστάσεις λογαριασμού οι οποίες είναι κοινώς αποδεκτό ότι αποστέλλονταν στην Εφεσείουσα 1, και την προειδοποίηση που δόθηκε σε αυτή, φαίνεται να επέδειξε ανοχή και στις υπερβάσεις και στις καθυστερήσεις πριν προχωρήσει στον τερματισμό.

Η μαρτυρία στην οποία παρέπεμψαν οι Εφεσείοντες δεν υποστηρίζει τη θέση τους περί ύπαρξης παράλληλης συμφωνίας. Η αναγνώριση από τον ΜΕ3 πως λάμβανε τακτικά ενημέρωση για τα έργα της Εφεσείουσας 1 που ήταν σε εξέλιξη και πως η προειδοποιητική επιστολή στάληκε επειδή οι λογαριασμοί δεν λειτουργούσαν κανονικά, ενώ οι οικονομικές καταστάσεις της Εφεσείουσας 1 έδειχναν ότι δεν ήταν σε καλή οικονομική κατάσταση, δεν καταδεικνύει την κατάρτιση οποιασδήποτε παράλληλης συμφωνίας. Η μαρτυρία του ΜΥ3, εγκεκριμένου λογιστή, η οποία δεν έγινε δεκτή και με την οποία θα ασχοληθούμε κατωτέρω, ότι η Εφεσείουσα 1 ανέκαμπτε από τις ζημιές που παρουσίασε κατά τα έτη 2002 και 2003 και ότι με βάση τους εξελεγμένους λογαριασμούς τα έτη 2004 και 2005 είχε κέρδη, δεν καταδεικνύει την τότε δυνατότητα των Εφεσειόντων για διευθέτηση των υποχρεώσεων τους έναντι της Εφεσίβλητης. Άλλωστε οι ίδιοι οι Εφεσείοντες 2 και 4 δέχθηκαν ότι κατ’  εκείνο το χρονικό διάστημα η Εφεσείουσα 1 δεν ήταν σε θέση να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις της Εφεσίβλητης.

Αποδίδεται επίσης στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι λανθασμένα αξιολόγησε το γεγονός πως τελικώς η Εφεσείουσα 1 συμμορφώθηκε με τους όρους της προειδοποιητικής επιστολής. Γι’ αυτό το θέμα απαιτείται η εξέταση της ορθότητας των καταστάσεων λογαριασμού, η οποία αφορά στον έκτο λόγο έφεσης. Και τούτο, καθότι το περιεχόμενο των καταστάσεων λογαριασμού είναι αυτό που θα καταδείκνυε στο πρωτόδικο Δικαστήριο την εικόνα των λογαριασμών και το κατά πόσο πράγματι η Εφεσείουσα 1 τήρησε οποτεδήποτε τους όρους των μεταξύ των μερών συμφωνιών.

Με τον έκτο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα αξιολόγησε και δεν δέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΥ3 επί των καταστάσεων λογαριασμού και λανθασμένα δέχθηκε τις καταστάσεις οι οποίες κατατέθηκαν από την Εφεσίβλητη.

Οι αρχές που διέπουν τη μαρτυρία εμπειρογνώμονα έχουν επανειλημμένα αναφερθεί στη νομολογία. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Νικολάου v. Σταύρου (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 746, ο πραγματογνώμονας, κατ’ εξαίρεση προς τον γενικό κανόνα που δεν επιτρέπει την έκφραση γνώμης από μάρτυρα, μπορεί να εκφράσει γνώμη αναφορικά με ζητήματα που εμπίπτουν στη σφαίρα της ειδικότητας του. Σε τέτοια περίπτωση, ο πραγματογνώμονας εφοδιάζει το Δικαστήριο με τα αναγκαία επιστημονικά κριτήρια για τον έλεγχο της ακρίβειας των συμπερασμάτων του, έτσι ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να διαμορφώσει τη δική του ανεξάρτητη κρίση με την εφαρμογή αυτών των κριτηρίων επί των γεγονότων όπως αποδεικνύονται από τη  μαρτυρία.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αμφισβήτησε τα προσόντα του ΜΥ3, αλλά κατέληξε πως αυτός δεν εξέφρασε επιστημονικά τεκμηριωμένη άποψη αναφορικά με τον τρόπο που ετοίμασε τις καταστάσεις λογαριασμού τις οποίες και κατέθεσε. Ειδικότερα, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε πως «η όποια παρέμβαση του ΜΥ3 στους λογαριασμούς, είχε φανερά την έννοια της εκτέλεσης σεναρίων που του δόθηκαν από τους εναγόμενους και όχι της μαρτυρίας που να εξηγεί πειστικά με επιστημονικά κριτήρια το κατά πόσον κάποιες χρεώσεις έγιναν αυθαίρετα». Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε πως οι εν λόγω καταστάσεις ετοιμάστηκαν με υπόβαθρο τις θέσεις των Εφεσειόντων, τις οποίες όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε, όπως π.χ. «συνέχιση χρέωσης του ιδίου επιτοκίου ή «ημερομηνία αξίας» την ίδια ημέρα ή την επόμενη της κατάθεσης, χωρίς ο ίδιος να επιχειρεί να εξηγήσει ως εμπειρογνώμονας, τις θέσεις αυτές».

Το πρωτόδικο Δικαστήριο εύστοχα επισήμανε πως οι Εφεσείοντες κατέθεσαν τις δικές τους αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμών κατά την αντεξέταση του ΜΕ1, λειτουργού της Εφεσίβλητης, οι οποίες ετοιμάστηκαν από πρόσωπο το οποίο όμως δεν κλήθηκε ως μάρτυρας.  Επιπλέον, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε πως ενώ οι Εφεσείοντες υπέβαλαν στον ΜΕ1 ότι αυτές ήταν ορθές, άλλες καταστάσεις τις οποίες ετοίμασε και κατέθεσε ο ΜΥ3, πάλι εκ μέρους των Εφεσειόντων, παρουσίαζαν διαφορές με τις προαναφερόμενες καταστάσεις, τις οποίες, όμως, σημειώνουμε ότι ο ΜΥ3 δέχθηκε επίσης ως ορθές.

Καθοριστικό κριτήριο για τη μη αποδοχή της μαρτυρίας του ΜΥ3 ορθά αποτέλεσε το γεγονός ότι ο εν λόγω μάρτυρας όχι μόνο δεν άσκησε τον ρόλο του εμπειρογνώμονα με το να θέσει επιστημονικά δεδομένα και κριτήρια, αλλά υπερέβη τον ρόλο του, διατυπώνοντας γνώμη ως προς τα γεγονότα της υπόθεσης, ήτοι ότι η στάση της Εφεσίβλητης να κλείσει τους λογαριασμούς της Εφεσείουσας 1 ήταν παράδοξη και αδικαιολόγητη. Αυτό σαφώς δεν εμπίπτει στον ρόλο ενός εμπειρογνώμονα. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Ξιούρουππας κ.ά. v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (2016) 1(Α) Α.Α.Δ. 2604, το καθήκον ενός εμπειρογνώμονα περιορίζεται στο να εφοδιάσει το Δικαστήριο με όλες τις απαραίτητες επιστημονικές πληροφορίες ώστε το Δικαστήριο να μπορεί να εξαγάγει τα δικά του συμπεράσματα στα υπό κρίση δεδομένα.

Χαρακτηριστική ήταν η αναφορά του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως στις καταστάσεις τις οποίες ο μάρτυρας ετοίμασε και στις οποίες αφαίρεσε όλες τις χρεώσεις, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που περιγράφονται ως προμήθεια, δεν αφαίρεσε τις χρεώσεις που κατά τη θέση των Εφεσειόντων αποτελούσαν προμήθεια που υπερέβαινε το συμφωνηθέν 1%, ούτε καν προέβαλε πως οι χρεώσεις προμήθειας στις καταστάσεις λογαριασμών της Εφεσίβλητης ξεπερνούσαν το 1%. 

Επομένως, θεωρούμε ότι ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΥ3 αναφορικά με τις καταστάσεις λογαριασμού.

Σαφώς η μη αποδοχή της μαρτυρίας των Εφεσειόντων δεν καθιστούσε δίχως άλλο αποδεκτή τη μαρτυρία της Εφεσίβλητης αναφορικά με τις καταστάσεις λογαριασμών. Εξού και το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε πως ανεξαρτήτως της μη αποδοχής της μαρτυρίας των Εφεσειόντων, το βάρος απόδειξης της ορθότητας των καταστάσεων λογαριασμών βάρυνε την Εφεσίβλητη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά επεσήμανε ότι η ορθότητα των καταστάσεων που κατέθεσε η Εφεσίβλητη από πλευράς αριθμητικής ακρίβειας δεν είχε αμφισβητηθεί, ούτε και αντικρουσθεί με «οποιαδήποτε πειστική ανάλυση». Εκείνο το οποίο ουσιαστικά αμφισβήτησαν οι Εφεσείοντες ήταν τον τρόπο χρέωσης των επιταγών και του τόκου και το γεγονός της χρέωσης κάποιων άλλων προμηθειών. Άλλωστε οι Εφεσείοντες, στα πλαίσια της ακρόασης της πρωτόδικης διαδικασίας, αναγνώρισαν ότι οφείλουν στην Εφεσίβλητη αλλά αμφισβήτησαν το ύψος της οφειλής.

Οι αναδομημένες καταστάσεις οι οποίες κατατέθηκαν από την πλευρά της Εφεσίβλητης, αποτελούν αποδεκτή μαρτυρία, τόσο ως προς τον τρόπο ετοιμασίας τους, νοουμένου ότι ικανοποιούν τις πρόνοιες του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, όσο και ως προς την ορθότητα του περιεχομένου τους, εφόσον προσαχθεί επί τούτου αξιόπιστη μαρτυρία εμπειρογνώμονα. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στις υποθέσεις Επίσημος Παραλήπτης ως Εκκαθαριστής της εταιρείας Apak Agro Industries Ltd κ.ά. v. Marfin Popular Bank Public Co Ltd κ.ά. (2016) 1(Β) Α.Α.Δ. 1070, Ιωαννίδης κ.ά. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1491 και Καλλικάς v. Ελληνική Τράπεζα (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238

Έτσι καθίσταται αναγκαία η εξέταση των λόγων έφεσης που αφορούν στις εν λόγω χρεώσεις για να καταδειχθεί η ορθότητα των λογαριασμών κατά την αποστολή της προειδοποιητικής επιστολής και συνακόλουθα της επιστολής τερματισμού και να κριθεί η ορθότητα της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το νόμιμο του τερματισμού.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με κάθε πτυχή αυτού του ζητήματος σε ξεχωριστά κεφάλαια, καταλήγοντας ότι όλες οι χρεώσεις ήταν ορθές, πλην των εξόδων μελέτης.

Οι χρεώσεις και πιστώσεις των επιταγών αποτελούν το αντικείμενο του δεύτερου λόγου έφεσης. Οι Εφεσείοντες θεωρούν εσφαλμένη τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι τέτοιο ζήτημα δεν ήταν δικογραφημένο και επομένως δεν μπορούσε να τύχει εξέτασης.

Είναι νομολογιακά καθιερωμένο ότι τα επίδικα θέματα προσδιορίζονται από τα δικόγραφα και ότι το Δικαστήριο δεν δύναται να επεκτείνεται στην επίλυση θεμάτων που δεν περιλαμβάνονται στα δικόγραφα (βλ. Μελάς v. Κυριάκου (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 826 και Παπαγεωργίου v. Κλάππα (1991) 1 A.A.Δ. 24). Η αναφορά στην υπεράσπιση των Εφεσειόντων πως «το ύψος της απαίτησης είναι απαράδεκτα ψηλό» και περί «τεχνητών χρεώσεων με ημερομηνίες αξίας» ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν παραπέμπει στο ζήτημα της χρέωσης και πίστωσης της ημερομηνίας αξίας των επιταγών που παρουσιάζονταν από τους Εφεσείοντες. Το Δικαστήριο πρόσθεσε πως δεν προσδιοριζόταν εάν αυτές οι χρεώσεις ήταν αντισυμβατικές ή παράνομες, ούτε και δικογραφείτο οποιαδήποτε άλλη αιτία που να δικαιολογεί την αφαίρεση τους.

Εν πάση περιπτώσει, έστω και λακωνικά, το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε και κατέληξε στα ευρήματα του με βάση το σύνολο της μαρτυρίας της Εφεσίβλητης γι’  αυτό το ζήτημα, την οποία και αποδέχθηκε ως αξιόπιστη. Πρόκειται για τους ΜΕ2 και ΜΕ3 οι οποίοι κατά τον ουσιώδη χρόνο εργάζονταν στην Εφεσίβλητη και για τον ΜΕ6 εκ μέρους της Κεντρικής Τράπεζας. Αυτοί κατέθεσαν μια συνεπή εκδοχή ως προς τον τρόπο καταχώρισης μιας επιταγής που παρουσιάζεται στην Τράπεζα και τη διαδικασία που ακολουθείτο μέχρι και την κατάθεση της στο σύστημα της Κεντρικής Τράπεζας. Τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου βρίσκουν έρεισμα στην εν λόγω μαρτυρία.

Επομένως, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε ότι οι επιταγές εκκαθαρίζονταν με βάση το «χειρονακτικό σύστημα» εκκαθάρισης επιταγών και ότι η Εφεσίβλητη ακολουθούσε την καθιερωμένη γενική πρακτική. Σχετική είναι η υπόθεση Ξιούρουππας (ανωτέρω). Ορθά επίσης κατέληξε ότι η συμφωνία των μερών δεν προέβλεπε για τοκοφόρο ημερομηνία, επομένως δεν τίθετο ζήτημα εξέτασης τυχόν παράβασης όρου της συμφωνίας ή άλλης αιτίας που να καθιστούσε τις σχετικές πράξεις ακυρώσιμες.

Ως εκ τούτου, ο δεύτερος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Με τον τέταρτο και τον πέμπτο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τις διάφορες χρεώσεις στον λογαριασμό της Εφεσείουσας 1.

Είναι ορθή η επισήμανση του δικηγόρου της Εφεσίβλητης ότι τόσο μέσα από τη μαρτυρία όσο και μέσα από τους λόγους έφεσης, διαφαίνεται ότι το ζήτημα περιορίζεται στη συμφωνία πίστωσης μόνο και όχι στις συμφωνίες δανείου.

Οι Εφεσείοντες ισχυρίζονται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από την Αγγλική νομολογία. Είναι γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε σε Αγγλική νομολογία σύμφωνα με την οποία διάφορες άλλες χρεώσεις από την Τράπεζα για δικαιώματα, όπως π.χ. για υπέρβαση ορίου, δεν θεωρούνται τιμωρητικές αλλά έχουν την ευρύτερη έννοια της ανταπόδοσης στη σφαίρα της όλης συναλλακτικής σχέσης, και υπό αυτή την έννοια θεωρούνται θεμιτές, νοουμένου βεβαίως ότι αποτελούν αντικείμενο της συμφωνίας. Στην προκειμένη περίπτωση, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε πως οι Εφεσείοντες δεν αμφισβητήσαν τη δυνατότητα χρέωσης, αλλά ισχυρίστηκαν ότι οι χρεώσεις έπρεπε να γίνονταν αφότου οι Εφεσείοντες λάμβαναν σχετική ειδοποίηση. Εξού και τελικώς το πρωτόδικο Δικαστήριο στηρίχθηκε στο περιεχόμενο της συμφωνίας για να ερμηνεύσει τον επίμαχο όρο αυτής ο οποίος προνοούσε πως «Σε περίπτωση τυχόν επιβάρυνσης με άλλα έξοδα/δικαιώματα θα υπάρξει σχετική ενημέρωση σας από την Τράπεζα». 

Ορθή ήταν η ερμηνεία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε στον όρο, ήτοι ότι η ενημέρωση δεν αποτελούσε προϋπόθεση για την εγκυρότητα της χρέωσης, αλλά την ανάληψη μιας υποχρέωσης ταυτόχρονα με τη χρέωση. Εν πάση περιπτώσει, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι αυτή η υποχρέωση τηρήθηκε με την ανελλιπή ενημέρωση μέσω των καταστάσεων λογαριασμού οι οποίες είναι αποδεκτό από τους Εφεσείοντες ότι αποστέλλονταν σε αυτούς.

Ο τέταρτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Αναφορικά με τον πέμπτο λόγο έφεσης για τη χρέωση προμηθειών, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς καθοδηγήθηκε από τον σχετικό όρο της συμφωνίας ο οποίος προνοούσε για «προμήθειες 1% το χρόνο υπολογιζόμενη επί του Μέσου Όρου των Δανείων και/ή Τραπεζικών διευκολύνσεων κατά τη σχετική περίοδο». Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε δεόντως τις θέσεις των Εφεσειόντων οι οποίες αντικρούστηκαν επαρκώς από τη μαρτυρία της ΜΕ4, υπαλλήλου της Εφεσίβλητης. Η εν λόγω μάρτυρας παρουσίασε αναλυτικά τις χρεώσεις για τις προμήθειες εγγυητικών επιστολών, οι οποίες δεν αμφισβητήθηκαν ότι εκδόθηκαν, και η οποία επέμενε ότι οι χρεώσεις δεν υπερέβαιναν το 1% ετησίως. Αυτή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου αντικρούει και την εισήγηση των Εφεσειόντων ότι οι χρεώσεις περιγράφονταν σε τιμοκατάλογο εμπιστευτικής φύσης και επομένως οι Εφεσείοντες δεν θα μπορούσαν να συμφωνήσουν σε αυτόν. Οι σχετικοί πίνακες κατατέθηκαν κατά την αντεξέταση της αφού η μάρτυρας είχε αναφερθεί σε αυτούς και της ζητήθηκε να τους καταθέσει, χωρίς ποτέ να τεθεί ζήτημα εμπιστευτικότητας και μη αποκάλυψης τους, παρά μόνο ετέθη ζήτημα μη γνώσης περί τούτων από την Εφεσείουσα 1, κάτι το οποίο τελικώς δεν έγινε δεκτό από το πρωτόδικο Δικαστήριο.

Με αυτή τη διαπίστωση το πρωτόδικο Δικαστήριο ουδόλως αντέστρεψε το βάρος απόδειξης, αναφέροντας στη συνέχεια ότι δεν προσφέρθηκε μαρτυρία από τους Εφεσείοντες πως οι χρεώσεις υπερέβαιναν το 1% ετησίως και ότι η μαρτυρία του ΜΥ3 δεν έγινε δεκτή, ως αναφέρεται ανωτέρω.

Και ο πέμπτος λόγος κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.    

Έχει λεχθεί ότι ήταν αποδεκτή η ύπαρξη οφειλής, πλην όμως αμφισβητείτο το ύψος αυτής. Με βάση το περιεχόμενο των καταστάσεων λογαριασμού οι οποίες κατατέθηκαν από την Εφεσίβλητη και ορθά έγιναν δεκτές ως προς την ορθότητα του περιεχομένου τους, προκύπτει ότι οι Εφεσείοντες δεν συμμορφώθηκαν με τους όρους των συμφωνιών και ειδικότερα τη μείωση του ορίου στις ΛΚ100.000. Αντιθέτως, η μαρτυρία καταδείκνυε πως κατά τον χρόνο αποστολής της προειδοποιητικής επιστολής το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού ξεπερνούσε τις ΛΚ200.000, που ήταν το ποσό της διευκόλυνσης που παραχωρήθηκε στην Εφεσείουσα 1, και αυτό συνεχίστηκε μέχρι και την επιστολή τερματισμού. Η εισήγηση των Εφεσειόντων ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη τις συναντήσεις και τι διημήφθη μεταξύ των μερών από την αποστολή της προειδοποιητικής επιστολής μέχρι την αποστολή της επιστολής τερματισμού, δεν κρίνεται βάσιμη. Από τη στιγμή που το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε τη σύναψη οποιασδήποτε προφορικής συμφωνίας, οι συναντήσεις που μεσολάβησαν μεταξύ των δύο αυτών επιστολών δεν διαφοροποίησαν την όλη εικόνα της κατάστασης των λογαριασμών της Εφεσείουσας 1. Ο μοναδικός λόγος για τον οποίο φάνηκε το χρεωστικό υπόλοιπο να είναι χαμηλότερο των ΛΚ150.000 ήταν αποτέλεσμα του συμψηφισμού που έγινε από εκχωρημένες καταθέσεις των Εφεσειόντων μετά την ανάκληση των επίδικων χορηγήσεων, όπως διαφαινόταν από τις καταστάσεις λογαριασμού.

Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε την κάθε πτυχή της μαρτυρίας ως προς αυτό το θέμα, συμπεριλαμβανομένων και των επιστολών, καταλήγοντας ορθά πως δεν μπορούσε να δεχθεί την κατάρτιση οποιασδήποτε προφορικής συμφωνίας πέραν των γραπτών συμφωνιών και πως η Εφεσίβλητη φαίνεται να τήρησε τα όσα ανέφερε προφορικά στους Εφεσείοντες, ενώ οι Εφεσείοντες παρέλειψαν να συμμορφωθούν με τους όρους των συμφωνιών, τόσο μέχρι και κατά την αποστολή της προειδοποιητικής επιστολής όσο και μέχρι την αποστολή της επιστολής τερματισμού.

Ως εκ τούτου, και ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Με τον τρίτο λόγο έφεσης προβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα επιδίκασε τόκο προς 11,5% ετησίως από τον τερματισμό των συμφωνιών μέχρι εξοφλήσεως.

Η εισήγηση των Εφεσειόντων ότι η αύξηση του επιτοκίου συνιστά ποινική ρήτρα ορθά αποφασίστηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι δεν μπορούσε να εξεταστεί επειδή δεν ήταν δικογραφημένη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην υπόθεση Ηρακλέους v. Χήρα (1996) 1(Β) Α.Α.Δ. 1374, στην οποία λέχθηκε ότι δεν μπορεί να εξετάσει θέση η οποία είναι «έξω από τα πλαίσια της υπεράσπισης». Χρήσιμη αναφορά γίνεται και στην υπόθεση Έλληνας κ.ά. v. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Πολ. Έφεση Αρ. 87/2013, ημερ. 3.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A503, στην οποία αποφασίστηκε ότι ζήτημα που αφορά εισήγηση περί ποινικής ρήτρας πρέπει να εγείρεται ρητά στην υπεράσπιση, με παραπομπή στην υπόθεση Λίλλης v. Ξενής (2009) 1 A.A.Δ. 217.

Η όποια αναφορά των Εφεσειόντων στον τόκο υπερημερίας δεν ενέχει σημασία για τη χρέωση του επιτοκίου μετά τον τερματισμό, όπως ορθά σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, καθότι ο τόκος υπερημερίας δεν χρεώνετο από τον τερματισμό και μετέπειτα, ως καταδεικνύεται στις καταστάσεις λογαριασμού.

Ούτε και η εισήγηση πως λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο άντλησε καθοδήγηση από παλαιά και μη ισχύουσα νομολογία για το θέμα του τόκου, κρίνεται βάσιμη. Όλες οι επίδικες συμφωνίες περιείχαν όρο με τον οποίο παρείχετο η δυνατότητα στους Εφεσείοντες να τροποποιήσουν το επιτόκιο κατόπιν γραπτής ειδοποίησης. Αυτή η πρόνοια έδιδε το δικαίωμα στην Εφεσίβλητη να αυξήσει το επιτόκιο ανάλογα με την υφιστάμενη εκάστοτε νομοθετική πρόνοια, όπως λέχθηκε στην υπόθεση Ξιούρουππας (ανωτέρω). Ο τερματισμός επήλθε με την επιστολή ημερ. 12.10.2005, χρόνο κατά τον οποίο ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι δεν ίσχυαν οι περιορισμοί «που έθετε κάποτε ο περί Τόκου Νόμος». Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Κόμπου v. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2016) 1(Β) Α.Α.Δ. 1097:

«Το πρωτόδικο Δικαστήριο αντιμετωπίζει το θέμα στις σελ. 16 και 17 της απόφασης του ως εξής:

 

«Όταν έγινε η συμφωνία το ανώτατο επιτόκιο με το Ν.2/1997 ήταν 9%. Τα επιτόκια ελευθεροποιήθηκαν από 1.1.2001 με το Ν.160(Ι)/1999. Δεν υπάρχει πλέον απαγόρευση σχετικά με το μέγιστο ποσοστό επιτοκίου. Προκύπτει ευχέρεια των πιστωτικών ιδρυμάτων για αλλαγή στο επιτόκιο νοουμένου ότι θα ενημερώνουν τους οφειλέτες είτε με ανακοίνωση στον ημερήσιο τύπο είτε με γραπτή ειδοποίηση. Οι ενάγοντες είχαν το δικαίωμα σύμφωνα με τις πρόνοιες της συμφωνίας να τροποποιήσουν το επιτόκιο μέχρι το επιτρεπόμενο νόμιμο επιτόκιο. Στην προκειμένη περίπτωση η κα Τ. Θεμιστοκλέους ανέφερε ότι με ανακοινώσεις οι ενάγοντες κοινοποίησαν την αύξηση του επιτοκίου (βλ. τεκμ. 8 μέχρι 18). Περαιτέρω με τον τερματισμό της συμφωνίας (τεκμ. 19) οι ενάγοντες μεταξύ άλλων κοινοποιούσαν ότι ο λογαριασμός θα επιβαρύνεται με επιτόκιο 11,5%. (σχετικές είναι οι αποφάσεις Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ v. Λάμπρου Χαριλάου Λτδ κ.ά., Πολ. Έφεση αρ. 163/2006 ημερ. 5.5.2009 και Κόμπου v. Universal Bank Ltd, Πολ. Έφεση αρ. 340/2006 ημερ.27.2.2009). Συνεπώς και πάλιν η σχετική εισήγηση του συνηγόρου του εναγόμενου δεν με βρίσκει σύμφωνο και απορρίπτεται.»

 

Υιοθετούμε την πιο πάνω προσέγγιση η οποία είναι απόλυτα συμβατή με τη νομολογία και απορρίπτουμε το σχετικό λόγο έφεσης.»

 

 

Επομένως, η παραπομπή και επίκληση από το πρωτόδικο Δικαστήριο των αποφάσεων Κόμπου και Χαριλάου (ανωτέρω) ήταν καθόλα ορθή. Ορθή επίσης ήταν και η διαπίστωση του πως η χρέωση του τόκου προς 11,5% δεν αναφερόταν σε τόκο υπερημερίας αλλά αποτελούσε το άθροισμα του τότε βασικού επιτοκίου και του τότε πρόσθετου επιτοκίου.

Ως εκ τούτου, και ο τρίτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος.

Ο έβδομος λόγος έφεσης αφορά στο ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε πως οι εγγυητές είχαν απαλλαγεί από τις εγγυήσεις τους.

Οι λόγοι προς υποστήριξη αυτής της θέσης είναι ο τερματισμός κατά παράβαση της συμφωνίας, η χρέωση με μη συμφωνηθέντα ποσά και τόκους και η πρόκληση αδυναμίας πληρωμής της οφειλής με τη στάση της Εφεσίβλητης. Από τη στιγμή που αυτοί οι λόγοι δεν βρίσκουν έρεισμα στα ευρήματα ή νομικά συμπεράσματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, τότε αυτός ο λόγος έφεσης καθίσταται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Η ίδια διαπίστωση ισχύει και για τον όγδοο λόγο έφεσης που αφορά στην ανταπαίτηση. Οι ίδιοι οι Εφεσείοντες αναγνωρίζουν ότι το πρώτο σκέλος της ανταπαίτησης βασίζετο στον κατ’ ισχυρισμό παράνομο τερματισμό των συμφωνιών, κάτι το οποίο δεν αποτελεί εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Το δεύτερο σκέλος, ήτοι η απαίτηση για αποζημίωση για δυσφήμιση, βασίζετο στη λανθασμένη χρέωση των επιταγών, κάτι το οποίο και πάλι δεν έγινε δεκτό από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επομένως, και αυτός ο λόγος απορρίπτεται.

Η Έφεση απορρίπτεται.

Τα έξοδα της Έφεσης επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον των Εφεσειόντων, όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο, πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει.

                                                            Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

                                                            Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

                                                            Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο