ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 39/2015)

 

 

13 Μαρτίου 2024

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΘΕΟΧΑΡΟΥΣ,

 

Εφεσείων,

 

ν.

 

1.   ELLINAS FINANCE PUBLIC COMPANY LIMITED (ΠΡΩΗΝ ELLINAS FINANCE LTD),

2.   ELLINAS FINANCE (CUSTODIAN) LTD,

3.   SHARELINK SECURITIES PUBLIC LTD,

 

Εφεσίβλητων.

____________________

 

 

Λ. Βραχίμης για Ελένη Βραχίμη & Σία, για τον Εφεσείοντα. 

Λ. Παπαχαραλάμπους για Κούσιος Κορφιώτης Παπαχαραλάμπους ΔΕΠΕ, για τους Εφεσίβλητους 1 και 2.

Καμιά εμφάνιση για τους Εφεσίβλητους 3.

 

____________________

 

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

____________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Η Εφεσίβλητη 1 εταιρεία είχε συμφωνήσει με τον Εφεσείοντα να του παρέχει πιστωτικές διευκολύνσεις με αποκλειστικό σκοπό την αγορά μετοχών στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου, Χ.Α.Κ..  Ο Εφεσείων αγόραζε μετοχές με πράξεις που διενεργούνταν μέσω της Εφεσίβλητης 3 εταιρείας, που ενεργούσε ως πληρεξούσιος αντιπρόσωπος του και οι μετοχές εγγράφονταν στο όνομα της Εφεσίβλητης 2 εταιρείας.  Το Μάϊο του 2004, με το χρέος του Εφεσείοντα να έχει αυξηθεί, η Εφεσίβλητη 1 ζήτησε από την Εφεσίβλητη 2, όπως και δικαιούτο, να εκποιηθούν οι μετοχές του Εφεσείοντα.  Το ποσό που εισπράχθηκε απλά μείωσε το χρέος στις €84.574,13 (£49.499,04) και η Εφεσίβλητη 1 καταχώρησε αγωγή για την είσπραξη του.

 

Ο Εφεσείων, αρνούμενος την αξίωση, συνένωσε με την ανταπαίτηση του και τις Εφεσίβλητες 2 και 3 ως εξ ανταπαιτήσεως εναγόμενες.  Πρόβαλε τη θέση ότι το Νοέμβριο του 2002 είχε ζητήσει την πώληση των μετοχών του στην τιμή διαπραγμάτευσης τους.  Εφόσον ρευστοποιούνταν, το μεγαλύτερο μέρος της οφειλής του θα εξοφλείτο και θα παρέμενε μικρό χρεωστικό υπόλοιπο £1931.  Οι μετοχές που κατείχε ο Εφεσείων ήταν της SFS Group Public Company Ltd, η SFS, που ανήκει στον ίδιο όμιλο εταιρειών με τις Εφεσίβλητες.  Ήταν η θέση του ότι οι Εφεσίβλητες παρέλειψαν να εκτελέσουν την εντολή του και στη συνέχεια τον πίεσαν να μην πωλήσει τις μετοχές του.  Ο Εφεσείων βασίστηκε στις συμβουλές και διαβεβαιώσεις τους και αποδέχτηκε να μην προχωρήσει στη ρευστοποίηση τους.  Καταλόγισε, συναφώς, στις Εφεσίβλητες ότι τον συμβούλευσαν αμελώς και χωρίς να έχουν στοιχεία που να δικαιολογούν τις συμβουλές που του έδωσαν, με απώτερο σκοπό την εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων, δηλαδή να αποφύγουν την πτώση στη χρηματιστηριακή αξία της μετοχής της SFS.  Τους καταλόγισε ακόμα ότι, στη συνέχεια, έχοντας τον έλεγχο των μετοχών του αφού ήταν εγγεγραμμένες στο όνομα της Εφεσίβλητης 2, καθυστέρησαν να τις πωλήσουν και το έπραξαν όταν πλέον η τιμή τους είχε κατρακυλήσει.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δικαίωσε την Εφεσίβλητη 1 εκδίδοντας υπέρ της απόφαση για το ποσό που αξίωνε, πλέον τόκους και έξοδα, ενώ απέρριψε την ανταπαίτηση του Εφεσείοντα, με έξοδα εναντίον του. 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με οκτώ λόγους έφεσης με κυρίαρχο ζήτημα την κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων, με το δικηγόρο του Εφεσείοντα να εισηγείται ότι η διαταγή για επανεκδίκαση είναι αναπόφευκτη.

 

Είναι αναγκαίο να παραθέσουμε τις εκδοχές σε σχέση με την ανταπαίτηση, ώστε να γίνουν καλύτερα κατανοητά τα σημεία που εγείρονται με την έφεση.

 

Ο Εφεσείων έδωσε μαρτυρία ότι έλαβε επιστολή της Εφεσίβλητης 1 ημερ.9.4.2002 στην οποία αναφερόταν ότι λόγω της πτώσης στην αξία της μετοχής της SFS δεν καλυπτόταν το περιθώριο ασφάλειας του λογαριασμού του.  Του ζητείτο να καταθέσει επιπρόσθετες εξασφαλίσεις.  Συναντήθηκε με τον Αιμίλιο Έλληνα διευθύνοντα σύμβουλο της Εφεσίβλητης 1 και της Εφεσίβλητης 2 (Μ.Ε.1)  και του ανέφερε ότι θα έδινε οδηγίες στην Εφεσίβλητη 3 να πωλήσει όλες του τις μετοχές.  Στα γραφεία της Εφεσίβλητης 3, όπου μετέβηκε αμέσως μετά, τον συνάντησε ο Νεόφυτος Νεοφύτου, εκ των εκτελεστικών της συμβούλων, ο οποίος για να τον μεταπείσει προσφέρθηκε να καταθέσει και κατάθεσε 50.000 δικές του μετοχές της SFS προς κάλυψη του λογαριασμού του.  Η πτώση της τιμής της μετοχής της SFS συνεχίστηκε και τον Ιούλιο του 2002 ο Εφεσείων έλαβε νέα επιστολή ημερ.1.7.2002 ιδίου περιεχομένου όπως αυτή της 9.4.2002.  Παρέμβηκε και πάλι ο Νεοφύτου ο οποίος κατάθεσε άλλες 100.000 δικές του μετοχές καλύπτοντας το λογαριασμό του Εφεσείοντα.  Τον Αύγουστο του 2002 ο Εφεσείων ειδοποιήθηκε τηλεφωνικά για το ίδιο ζήτημα αφού η μετοχή της SFS συνέχιζε να πέφτει.  Ο Μ.Ε.1 του πρόσφερε συμφωνία σύμφωνα με την οποία θα κατέθετε £150 μηνιαία ώστε να φαίνεται κίνηση στο λογαριασμό του μέχρι να ανακάμψει η τιμή της μετοχής και να πωλήσει τις μετοχές του για να εξοφλήσει και να πάρει το κέρδος του. 

 

Το Νοέμβριο του 2002 η τιμή της μετοχής παρουσίασε μεγάλη άνοδο και ο Νεοφύτου του ανέφερε ότι θα έπρεπε να πωλήσει ώστε να αποδεσμευτούν και οι 150.000 μετοχές του.  Ο Εφεσείων κατέθεσε ότι την 6.11.2002 μετέβηκε στα γραφεία της Εφεσίβλητης 3 και έδωσε εντολή να πωληθούν όλες οι μετοχές του.  Υπάλληλος της Εφεσίβλητης 3 συμπλήρωσε το σχετικό έντυπο.  Όταν την επομένη πληροφορήθηκε ότι οι μετοχές του δεν είχαν πωληθεί και ζήτησε εξηγήσεις, τον παρέπεμψαν στον Μ.Ε.1 τον οποίο συνάντησε αυθημερόν στο γραφείο του.  Ο Μ.Ε.1 του είπε ότι δεν έπρεπε να πωλήσει τις μετοχές του και ότι η ανάκαμψη οφειλόταν σε πραγματικούς επιχειρηματικούς λόγους και θα συνεχιζόταν.  Δεν μπορούσε, όπως του είπε, να του αποκαλύψει περισσότερα και ο Εφεσείων δεν ικανοποιήθηκε, με την συζήτηση να καταλήγει σε αδιέξοδο.  Στη συνέχεια, την ίδια ημέρα, επισκέφθηκε τον Χριστόδουλο Έλληνα, διευθύνοντα σύμβουλο της Εφεσίβλητης 3, γιο του Μ.Ε.1 (Μ.Υ.Α.2), ο οποίος του αποκάλυψε ότι η άνοδος της τιμής της μετοχής της SFS οφειλόταν σε επεκτάσεις και επενδύσεις της εταιρείας.  Ανέφερε ο Εφεσείων:

 

«Εγώ έτσι κι αλλιώς χωρίς την άδεια της Sharelink ή και της Ellinas Finance, δεν μπορούσα από μόνος μου να προβώ σε πώληση μετοχών.  Πέραν τούτου, με την πίεση από τους δύο προέδρους δύο μεγάλων εταιρειών που είχαν σχέση με την SFS πατέρα και υιό Αιμίλιο και Χριστόδουλο, τους πίστεψα και αφού είχε προηγηθεί η άλλη συμφωνία με τον Αιμίλιο ότι δεν θα τις πουλούσαν εάν έπεφτε ξανά η μετοχή, θεώρησα ότι ήταν σωστό να περιμένω, όπως με συμβούλευσαν να κάνω και ότι ήταν η μόνη μου επιλογή».

 

 

Από πλευράς των Εφεσίβλητων, ο Μ.Ε.1 κατέθεσε ότι δεν θυμόταν συνάντηση του με τον Εφεσείοντα τον Αύγουστο του 2002, αλλά ούτε και συνάντηση μαζί του το Νοέμβριο του ιδίου χρόνου.  Θυμόταν ωστόσο τη διευθέτηση για την καταβολή από τον Εφεσείοντα £150 μηνιαίως.  Ο Μ.Υ.Α.2 ανέφερε ότι δεν είχε οποιαδήποτε συνάντηση με τον Εφεσείοντα το Νοέμβριο του 2002, υποστηρίζοντας ότι η μόνη επαφή που είχε μαζί του ήταν το 2013 και επρόκειτο για μια σύντομη συνομιλία στο διάλειμμα ενός ποδοσφαιρικού αγώνα.

 

Με το λόγο έφεσης 1 αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι παρέλειψε να αξιολογήσει ουσιώδες μέρος της μαρτυρίας του οικονομικού συμβούλου και χρηματιστή που κάλεσε ο Εφεσείων (Μ.Υ.3) ενώ διαστρέβλωσε άλλο μέρος της.

 

Ο Μ.Υ.3 είχε καταθέσει ότι εάν εκτελείτο η εντολή του Εφεσείοντα για την πώληση των μετοχών του της SFS στην τιμή διαπραγμάτευσης, αυτό θα είχε ως αποτέλεσμα την κατάρρευση της μετοχής αυτής, αλλά και τη ματαίωση της δραστηριότητας τεχνικού επηρεασμού της τιμής της, που επιτυγχάνετο με διαδοχικές αγορές και πωλήσεις που διενεργούσαν την περίοδο εκείνη οι ίδιες οι Εφεσίβλητες, το λεγόμενο «cornering» της αγοράς.  Η θέση αυτή του Μ.Υ.3, εφόσον γινόταν αποδεχτή, κατέρριπτε τη βασική θέση των Εφεσίβλητων ότι πραγματοποιούνταν τότε πωλήσεις μεγάλου αριθμού μετοχών της SFS, χωρίς να επηρεάζεται η τιμή της μετοχής και αναδείκνυε ότι οι Εφεσίβλητες είχαν συμφέρον και κίνητρο να αποτρέψουν τον Εφεσείοντα από του να πωλήσει τις μετοχές του. Κατά αυτό τον τρόπο παρείχε βάση στην εκδοχή του Εφεσείοντα ότι τον απέτρεψαν από του να τις πωλήσει ακριβώς για να μην μειωθεί η αξίας της.

 

Ως προς το μέρος αυτό της μαρτυρίας του Μ.Υ.3, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι:.

 

«… το Δικαστήριο καμία βαρύτητα προσδίδει σ΄αυτό και κατ΄επέκταση δεν γίνεται αποδεκτό, εφόσον όσα περαιτέρω ανέφερε περί εσωτερικής πληροφόρησης, πώληση μετοχών at market και όσα σχετίζονται με το Τεκμήριο 27 και το Cornering της αγοράς, δεν τυγχάνουν εφαρμογής την προκειμένη περίπτωση, ενόψει της μη αποδοχής της μαρτυρίας του Εναγομένου, για τους λόγους που ήδη έχουν αναφερθεί ανωτέρω.»

 

 

 

Είναι πρόδηλο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέροντας ότι: «καμιά βαρύτητα προσδίδει σ΄αυτό και κατ΄επέκταση δεν γίνεται αποδεκτό», δεν εννοούσε ότι είχε αξιολογήσει την πτυχή αυτή της μαρτυρίας του Μ.Υ.3 και την απέρριψε ως αναξιόπιστη.  Αυτό επιβεβαιώνεται από την αιτιολογία που ακολουθεί: «εφόσον όσα περαιτέρω ανέφερε … δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην προκειμένη περίπτωση, ενόψει της μη αποδοχής της μαρτυρίας του Εναγομένου».  Απλά την έκρινε αχρείαστη για την υπόθεση και δεν αποφάνθηκε αν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα ή όχι.

 

  Εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολογούσε την πιο πάνω πτυχή της μαρτυρίας του Μ.Υ.3, και στην περίπτωση που την αποδεχόταν ως αξιόπιστη, θα την είχε υπόψη του και θα μπορούσε να του ήταν βοηθητική όταν θα αξιολογούσε την μαρτυρία του Εφεσείοντα. 

 

Το δεύτερο ζήτημα που εγείρεται με το λόγο έφεσης 1 είναι ότι, ενώ ο Μ.Υ.3 είχε υποστηρίξει ότι ο Εφεσείων δεν είχε τη δυνατότητα να δώσει ο ίδιος απευθείας εντολή στο Χ.Α.Κ. για να πωληθούν οι μετοχές του, ακριβώς αντίθετα, όπως τίθεται, με ό,τι είχαν υποστηρίξει οι Εφεσίβλητες, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι επί του προκειμένου η μαρτυρία του συμβάδιζε με τη μαρτυρία των Εφεσίβλητων.  Και εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ταύτιση θέσεων ότι ο Εφεσείων μπορούσε να δώσει ο ίδιος στο Χ.Α.Κ. εντολή για πώληση των μετοχών του, χωρίς δηλαδή τη μεσολάβηση των Εφεσίβλητων, η εκδοχή του αποδυναμωνόταν.

 

Σε ό,τι το πρωτόδικο Δικαστήριο διέκρινε ταύτιση θέσεων μεταξύ του Μ.Υ.3 και του αρχιλογιστή και διευθυντή διαδικασιών της Εφεσίβλητης 3 (Μ.Υ.Α.1) ήταν ότι και οι δύο είπαν ότι ο Εφεσείων ως «agent» είχε τη δυνατότητα, χρησιμοποιώντας τον δικό του κωδικό μέσω ενός ηλεκτρονικού υπολογιστή, να καταχωρίσει εντολή πώλησης στο σύστημα της Εφεσίβλητης 3.  Οι εντολές που λαμβάνονταν στο σύστημα της Εφεσίβλητης 3, διαβιβάζονταν στο Χ.Α.Κ. από την Εφεσίβλητη 3.  Σημείωσε επί του προκειμένου το πρωτόδικο Δικαστήριο πως οι Εφεσίβλητες δεν είχαν προωθήσει θέση ότι ο Εφεσείων μπορούσε να έχει πρόσβαση στο ίδιο το σύστημα διαπραγμάτευσης του Χ.Α.Κ..

 

Ωστόσο η δυνατότητα του Εφεσείοντα ως «agent» να εισάγει εντολές στο σύστημα της Εφεσίβλητης 3 χρησιμοποιήθηκε ως παράμετρος κρίσης της αξιοπιστίας του.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε πως ήταν εκ των υστέρων σκέψη του ότι έδωσε προφορικά την εντολή του για πώληση των μετοχών του, αφού μπορούσε να εισαγάγει ο ίδιος την εντολή αυτή στο σύστημα της Εφεσίβλητης 3.  Και αφού οι οδηγίες του για ρευστοποίηση όλων του των μετοχών της SFS που έδωσε στην Εφεσίβλητη 3 την 6.11.2002 δεν ακολουθήθηκαν, θα μπορούσε, την επομένη ημέρα όταν το είχε αντιληφθεί, να εισαγάγει ο ίδιος τη σχετική εντολή μέσω του ηλεκτρονικού του υπολογιστή. 

 

Δεν διέλαθε της προσοχής του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι, εφόσον οι εντολές μεταβιβάζονταν στο Χ.Α.Κ. από την Εφεσίβλητη 3, εγειρόταν ζήτημα παρέμβασης της ώστε να μην διαβιβαστεί συγκεκριμένη εντολή.  Αποδέχτηκε ωστόσο επί του προκειμένου τη θέση του Μ.Υ.Α.2 ότι αφότου οι εντολές κατέληγαν στο ηλεκτρονικό σύστημα της Εφεσίβλητης 3, οι υπάλληλοι της προέβαιναν σε εξαγωγή των εντολών κάθε 2-4 λεπτά σε δισκάκι το οποίο τοποθετούσαν σε άλλο ηλεκτρονικό υπολογιστή που είχαν στα γραφεία τους και που ανήκε στο Χ.Α.Κ. και με αυτό τον τρόπο οι εντολές μεταβιβάζονταν στο Χ.Α.Κ. για εκτέλεση.  Έτσι, δεν υπήρχε τρόπος παρέμβασης από οιονδήποτε.  Οι υπάλληλοι της εφεσίβλητης 3 που προέβαιναν στην πιο πάνω εργασία, είχε αναφέρει ο Μ.Υ.Α.2,  δεν ήταν χρηματιστές.

 

Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν ότι η διαδικασία που ακολουθείτο από την Εφεσίβλητη 3 για την διαβίβαση των εντολών που ελάμβανε ηλεκτρονικά στο Χ.Α.Κ. ήταν μηχανική, χωρίς τη μεσολάβηση χρηματιστή και επομένως ο Εφεσείοντας, στην περίπτωση που η εκδοχή του δεν ήταν ψέμα και πράγματι ήθελε να πωλήσει τις μετοχές του, θα μπορούσε να επιτύχει διαβίβαση της εντολής του στο Χ.Α.Κ. με απλή δική του ενέργεια.

 

Με το λόγο έφεσης 7, το εύρημα αυτό του πρωτόδικου Δικαστηρίου προσβάλλεται στη βάση ότι είναι αντίθετο με τη μαρτυρία του λειτουργού του Χ.Α.Κ. (Μ.Υ.4) που κρίθηκε αξιόπιστη και με αναντίλεκτο μέρος της μαρτυρίας του Μ.Υ.3 που δεν αξιολογήθηκε.

 

Η ουσία της μαρτυρίας του Μ.Υ.4 ήταν ότι, για την περίοδο που ενδιαφέρει, εντολές στο Χ.Α.Κ. καταχωρούσαν μόνο οι αδειούχοι χρηματιστές.  Αυτοί, χρησιμοποιώντας τερματικά στο χώρο του Χ.Α.Κ., καταχωρούσαν τις εντολές που με διάφορους τρόπους λάμβαναν, μεταξύ των οποίων και ηλεκτρονικά.  Για τις καταχωρήσεις στο τερματικό τους, δηλαδή την πληκτρολόγηση των αναγκαίων στοιχείων, χρησιμοποιούσαν και τις υπηρεσίες βοηθών γραφείου που εισήγαγαν τα στοιχεία υπό την επίβλεψη τους.  Η μαρτυρία του Μ.Υ.4 έγινε αποδεκτή στο σύνολο της από το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Από αυτή δεν προέκυπτε ότι οι εντολές, στην περίπτωση που δίδονταν ηλεκτρονικά, μεταφέρονταν στο τερματικό των χρηματιστών χωρίς κάποια διαδικασία υπό την εποπτεία χρηματιστή.  Ωστόσο, φαίνεται ότι δεν απαιτείτο πληκτρολόγηση των δεδομένων τέτοιων εντολών.  Όπως ανέφερε ο Μ.Υ.4, «Απλά κάνεις αριστερό κλικ στο παραθυράκι της κάθε εντολής και πατάς release μια-μια».  Ο χρηματιστής, ανέφερε, ως επαγγελματίας έπρεπε να ελέγχει μια-μια τις μετοχές στις εντολές προτού τις καταχωρίσει στο σύστημα με το «κλίκ».

Επί του καίριου ζητήματος, κατά πόσο ο Εφεσείων μπορούσε να επιτύχει διαβίβαση της εντολής του στο Χ.Α.Κ. χωρίς να εμποδιστεί από την Εφεσίβλητη 3, η θέση του Μ.Υ.3 που αναφέρθηκε στο ρόλο του χρηματιστή από το χώρο του Χ.Α.Κ. την εποχή εκείνη και υποστηριζόταν από τη μαρτυρία του Μ.Υ.4, ήταν αντίθετη με τη θέση που προωθήθηκε από τις Εφεσίβλητες.

 

Ο λόγος έφεσης 7 κρίνεται βάσιμος, όπως και ο λόγος έφεσης 1, στην έκταση που έχει εξηγηθεί.  Ό,τι απομένει είναι η εκτίμηση των συνεπειών. 

 

Αυτό οδηγεί στο λόγο έφεσης 2, που αφορά στην κρίση της αξιοπιστίας του Εφεσείοντα (Μ.Υ.1) και δύο μαρτύρων των Εφεσίβλητων, του Μ.Ε.1 και του Μ.Υ.Α.2.  Είναι οι φερόμενοι πρωταγωνιστές των γεγονότων της 7.11.2002.   Οι μαρτυρίες των δύο τελευταίων έγιναν αποδεκτές από το πρωτόδικο Δικαστήριο, ενώ ο Εφεσείων κρίθηκε παντελώς αναξιόπιστος και η μαρτυρία του απορρίφθηκε στο σύνολο της.

 

Ο Μ.Ε.1 ανέφερε κατά τη μαρτυρία του ότι δεν είχε θύμηση των συναντήσεων που ο Εφεσείων επικαλέστηκε ότι είχε μαζί του τον Αύγουστο και Νοέμβριο του 2002.  Αποδέχτηκε όμως ότι είχε πράγματι γίνει μια συμφωνία για να πληρώνει ο Εφεσείων £150 τον μήνα για να «βελτιώσει το χαρτοφυλάκιο του», όπως το έθεσε.  Η μαρτυρία του δεν μπορούσε να κριθεί ως αξιόπιστη, διατείνεται ο Εφεσείων, αφού είτε επρόκειτο για υπεκφυγή, είτε πράγματι δεν θυμόταν και επομένως δεν μπορούσε να βοηθήσει με τη μαρτυρία του.

 

Η αξιοπιστία του Μ.Υ.Α.2 προσβάλλεται με αναφορά σε δύο σημεία.  Ότι την περίοδο που ενδιαφέρει, στα γραφεία των χρηματιστηριακών εταιρειών δεν υπήρχαν υπολογιστές του Χ.Α.Κ. και ότι η εκτέλεση μιας εντολής έπρεπε να γίνεται μέσω χρηματιστή.  Εάν ο  Μ.Υ.Α.2 δεν είπε την αλήθεια σε αυτά τα σημεία, δεν θα μπορούσε, εισηγείται ο Εφεσείων να κριθεί αξιόπιστος και να γίνει αποδεχτή η θέση του ότι δεν τον είχε συναντήσει την 7.11.2002.

 

Το ότι ζητήματα που μπορούσαν να ληφθούν υπόψη κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα δεν αξιολογήθηκαν ή και άλλα ζητήματα δεν αντικρίστηκαν από το πρωτόδικο Δικαστήριο στην ακριβή τους διάσταση, δεν οδηγεί χωρίς άλλο στην ανατροπή της πρωτόδικης κρίσης ως προς την αξιοπιστία του μάρτυρα.  Τα ζητήματα αυτά πρέπει να εκτιμηθούν στο πλαίσιο του συνόλου των στοιχείων που επηρέασαν τη δικαστική κρίση και διαμόρφωσαν την πρωτόδικη απόφαση ως προς την αξιοπιστία του μάρτυρα.  Και αυτό έχοντας πάντα υπόψη τις διαχρονικά αναλλοίωτες αρχές που διέπουν το ζήτημα της παρέμβασης του εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων.  Ότι αυτή ανήκει κατεξοχήν στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του µάρτυρα. Και πως κατά κανόνα το εφετείο σπάνια επεµβαίνει, όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειµένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα ή δεν υποστηρίζονται από τη µαρτυρία που έγινε αποδεχτή ως αξιόπιστη.  Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάµει τα ευρήµατα τα οποία έκαµε σε σχέση µε την αξιοπιστία το εφετείο δεν επεµβαίνει (Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300, 320-1).  Το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν. Το εφετείο έχει την ευχέρεια να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα εκεί όπου διαπιστώνεται ότι η κατάληξη του πρωτόδικου δικαστηρίου, είτε δεν μπορεί να δικαιολογηθεί από τη μαρτυρία και τα γεγονότα, είτε η κρίση επί της αξιοπιστίας των μαρτύρων παρουσιάζεται προβληματική ενόψει λογικής ανακολουθίας ή πλημμελούς αξιολόγησης των δεδομένων που παρουσιάστηκαν κατά τη δίκη (Baloise Insur. Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, 1290-1).

   

    Στην απόφαση της η ευπαίδευτη Πρόεδρος καταγράφει ότι: «Πέραν του ότι σχημάτισα αρνητική εικόνα σε σχέση με την αξιοπιστία του [Εφεσείοντα], εντόπισα στην μαρτυρία του σημεία τα οποία, κατά την άποψη μου, έκδηλα δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα».      Και προχωρεί στην παράθεση τους σε έξι αριθμημένες ενότητες.  Μετά από αυτές επανέρχεται, αναφέροντας ότι: «Για όλους τους πιο πάνω λόγους, ο [Εφεσείων] κρίνεται ως παντελώς αναξιόπιστος και η μαρτυρία του απορρίπτεται στο σύνολό της».

 

    Παρατηρεί ο Εφεσείων ότι η «αρνητική εικόνα» σε σχέση με την αξιοπιστία του δεν αιτιολογείται, αλλά και αν θεωρηθεί ότι εδράζεται στα όσα αναφέρονται στις έξι ενότητες που ακολουθούν, και πάλι η αξιολόγηση πάσχει.  Επιχειρηματολόγησε αναφορικά με κάθε σημείο.

 

    Στην πρώτη ενότητα, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέγραψε ότι ο Εφεσείων αναφέρθηκε στη μαρτυρία του σε τέσσερις συναντήσεις και μια τηλεφωνική επικοινωνία που ως ισχυρίστηκε είχε με τον Μ.Ε.1, αλλά η πλευρά του παρέλειψε να αντεξετάσει τον Μ.Ε.1 σχετικά, αποστερώντας του την ευκαιρία να δώσει τη δική του εκδοχή.  Ακόμα και αν έτσι είχε συμβεί, αυτό δεν αναδείκνυε σημεία στη μαρτυρία του Εφεσείοντα τα οποία έκδηλα δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα, όπως σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Όμως αντεξέταση του Μ.Ε.1 έγινε αναφορικά με τις τρεις τελευταίες συναντήσεις, όπως υπέδειξε με παραπομπές στα πρακτικά της δίκης ο δικηγόρος του Εφεσείοντα, και ο οποίος χαρακτήρισε την πρώτη συνάντηση ως επουσιώδη, όπως και τη μεταγενέστερη των ουσιωδών χρόνων τηλεφωνική επικοινωνία.

 

    Οι πιο σημαντικές συναντήσεις, σύμφωνα με την εκδοχή του Εφεσείοντα ήταν δύο.  Αυτή του Αυγούστου του 2002 με τη διευθέτηση για την καταβολή των £150 μηνιαίως, που ο Μ.Ε.1, ενώ δεν θυμόταν την συνάντηση, επιβεβαίωσε τη διευθέτηση για την μηνιαία καταβολή του συγκεκριμένου ποσού και αυτή του Νοεμβρίου του ιδίου χρόνου, που ο Μ.Ε.1 δεν θυμόταν να είχε πραγματοποιηθεί.  Και έγιναν στο Μ.Ε.1 υποβολές στη βάση της εκδοχής του Εφεσείοντα για το τί διαμείφθηκε σε κάθε συνάντηση.  Διαπιστώνουμε λοιπόν ότι δόθηκε στο Μ.Ε.1 η ευκαιρία να προβάλει τις δικές του θέσεις, αντίθετα με ό,τι ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, και καταλήγουμε ότι το ζήτημα δεν συνιστούσε βάσιμο λόγο κρίσης της αξιοπιστίας του Εφεσείοντα αρνητικά.

 

    Το δεύτερο σημείο του πρωτόδικου Δικαστηρίου αφορούσε τη θέση του Εφεσείοντα για την εμπλοκή του Νεοφύτου.  Ο Νεοφύτου είχε καταχωρίσει αγωγή εναντίον του Εφεσείοντα σε σχέση με τις μετοχές που δέσμευσε προς όφελος του και εξασφάλισε απόφαση εναντίον του ερήμην του.  Στην έκθεση απαίτησης του, ο Νεοφύτου διατείνετο ότι τις μετοχές του ενεχυρίασε προς όφελος του Εφεσείοντα κατά παράκληση του τελευταίου.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ανεξήγητη παράλειψη του Εφεσείοντα το γεγονός ότι δεν κάλεσε ως μάρτυρα τον Νεοφύτου.  Και έδωσε ιδιαίτερη σημασία ότι η θέση του Εφεσείοντα ήταν «εντελώς διαφορετική» από τον προβαλλόμενο ισχυρισμό στην έκθεση απαίτησης του Νεοφύτου τον οποίο ο Εφεσείων άφησε αναπάντητο, αφού δεν είχε υπερασπιστεί την εναντίον του αγωγή.  Κατέληξε έτσι ότι η θέση του Εφεσείοντα ότι ο Νεοφύτου προσέφερε τις μετοχές του εξασφαλίζοντας τον λογαριασμό του Εφεσείοντα για να τον πείσει να μην τις πωλήσει, ως εκ των υστέρων σκέψη του τελευταίου.

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε ενώπιον του δεδομένα που δικαιολογούσαν γιατί ο Εφεσείων δεν είχε καλέσει ως μάρτυρα τον Νεοφύτου.  Ο Νεοφύτου ήταν αξιωματούχος της αντιδίκου εταιρείας, Εφεσίβλητης 3, είχε καταχωρίσει αγωγή εναντίον του Εφεσείοντα και είχε εξασφαλίσει απόφαση εναντίον του.  Και εφόσον με την εκεί απαίτηση του προέβαλε τη θέση ότι είχε ενεργήσει κατά παράκληση του Εφεσείοντα, ψευδώς κατά τον τελευταίο, που έδωσε τη δική του αντίθετη εκδοχή κατά τη δίκη, δεν ήταν λογικό και αναμενόμενο να τον καλέσει ως μάρτυρα.

 

    Ως προς τον επίμαχο ισχυρισμό του Νεοφύτου, η εξήγηση ότι ο Εφεσείων δεν υπερασπίστηκε την αγωγή γιατί αναγνώριζε την υποχρέωση του προς τον Νεοφύτου και δεν θα καταχωρούσε υπεράσπιση απλά για να επισημάνει ότι οι παραχωρήσεις δεν έγιναν κατά παράκληση του, παρουσιαζόταν λογική και θα έπρεπε να είχε απασχολήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

    Το τρίτο σημείο αναφέρεται στη δυνατότητα που είχε ο Εφεσείων, ως «agent» να εισαγάγει από τον δικό του υπολογιστή εντολές στο σύστημα της Εφεσίβλητης 3.  Αποφαίνεται λοιπόν το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο ισχυρισμός του Εφεσείοντα ότι την 6.11.2002 μετέβηκε στα γραφεία της Εφεσίβλητης 3 και έδωσε εντολή να πωληθούν όλες οι μετοχές του και ότι υπάλληλος της Εφεσίβλητης 3 συμπλήρωσε το σχετικό έντυπο, δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα και αποτελούσε εκ των υστέρων σκέψη του, αφού μπορούσε απλά να εισαγάγει την εντολή του μέσω του ηλεκτρονικού του υπολογιστή.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν πίστεψε τον Εφεσείοντα ότι την 6.11.2002 εκδήλωσε πρόθεση να πωλήσει τις μετοχές του.  Θεώρησε ότι επέλεξε την ημερομηνία που η τιμή της μετοχής ήταν ψηλή και επινόησε το σενάριο που προέβαλε.  Εάν ισχυριζόταν ότι είχε διαβιβάσει την εντολή του ηλεκτρονικά το ψεύδος του θα αποκαλυπτόταν εφόσον δεν θα ανιχνευόταν ηλεκτρονικά καταχωρηθείσα εντολή.  Γι’ αυτό και είπε ότι η εντολή του ήταν προφορικά.  Αντιλαμβανόμαστε τη λογική συνέπεια της σκέψης του  πρωτόδικου Δικαστηρίου, όμως επρόκειτο για υποψία ότι έτσι έγινε και το σημείο δεν μπορούσε να ήταν καταλυτικό ως προς την αξιοπιστία του Εφεσείοντα. 

 

    Το δεύτερο σκέλος του τρίτου σημείου είναι ότι θα μπορούσε, μετά που διαπίστωσε ότι οι μετοχές του δεν είχαν πωληθεί, να εισαγάγει τότε την εντολή του χρησιμοποιώντας τον ηλεκτρονικό του υπολογιστή.  Η εξήγηση ότι είχε πεισθεί από το Μ.Υ.Α.1 να μην πωλήσει τις μετοχές του απορρίφθηκε ως αναληθής και επομένως παρέμενε ανεξήγητο γιατί δεν ενήργησε έτσι.  Η εντύπωση που αποκομίζουμε είναι ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προσέγγισε αντίστροφα από ό,τι θα έπρεπε το ζήτημα.  Απέρριψε την εκδοχή του Εφεσείοντα θεωρώντας τον αναξιόπιστο και, με αυτό δεδομένο αντί το ζητούμενο, ερμήνευσε τη συμπεριφορά του.

 

    Το τέταρτο σημείο που έλαβε υπόψη του το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν ότι την 12.4.2002 ο Εφεσείων πώλησε άλλες μετοχές που είχε και αγόρασε επιπλέον μετοχές της SFS, αυξάνοντας το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού του, σημειώνοντας πως η ενέργεια του αυτή δεν συνήδε με τη θέση που είχε προβάλει ότι μετά την παραλαβή της επιστολής ημερ.9.4.2002 εκδήλωσε την πρόθεση του να πωλήσει όλες του τις μετοχές της SFS.  Καταδεικνυόταν, ανέφερε το πρωτόδικο Δικαστήριο, με τον πιο εμφανή τρόπο ότι τον Απρίλιο του 2002 ο Εφεσείων καμιά πρόθεση είχε να πωλήσει όλο του το χαρτοφυλάκιο και τα περί συνάντησης του με τον Μ.Ε.1 δεν ανταποκρίνονταν στην πραγματικότητα. 

 

    Είναι η θέση του Εφεσείοντα ότι δεν υφίστατο τέτοια μαρτυρία, αλλά η δική του εξήγηση ότι επρόκειτο για επανατοποθέτηση του χαρτοφυλακίου του από άλλες μετοχές σε μετοχές της SFS, χωρίς όμως να βάλει νέο κεφάλαιο, η δε παρατηρηθείσα αύξηση του χρεωστικού του υπολοίπου ήταν λόγω της μείωσης της αξίας του χαρτοφυλακίου του. 

 

    Ακόμα και έτσι, είχε αγοράσει επιπλέον μετοχές της SFS, ενώ η εξήγηση του για την αύξηση του χρεωστικού υπολοίπου του λογαριασμού του, δεν βρίσκουμε ότι θα μπορούσε να ικανοποιήσει το πρωτόδικο Δικαστήριο, εφόσον η αύξηση ήταν στο υπόλοιπο του λογαριασμού του και δεν επρόκειτο για θέμα κάλυψης του.  Δεν έχουμε πεισθεί ότι το σημείο αυτό λανθασμένα λήφθηκε υπόψη από το πρωτόδικο Δικαστήριο κατά την κρίση της αξιοπιστίας του Εφεσείοντα.

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι θέση του Εφεσείοντα ότι για να καταχωρηθεί εντολή πώλησης μετοχών του στο Χ.Α.Κ. θα έπρεπε να είχε προηγηθεί έγκριση της Εφεσίβλητης 1 δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα.  Και αυτό γιατί ακόμα και για την εντολή που είπε ότι έδωσε την 6.11.2002 δεν ισχυρίστηκε ότι είχε εξασφαλιστεί τέτοια έγκριση.  Αυτό ήταν το πέμπτο σημείο.

 

    Ο Εφεσείων αναφέρει ότι δεν είχε υποστηρίξει αυτό που του αποδίδει το πρωτόδικο Δικαστήριο.  Μας παρέπεμψε στο μέρος της μαρτυρίας του όπου απαντά σε ερώτηση γιατί την 7.11.2002 τον παρέπεμψαν στον Μ.Ε.1 και αναφέρει ότι είχε αντιληφθεί ότι εφόσον οι μετοχές του ήταν δεσμευμένες από την εταιρεία του Μ.Ε.1, η εταιρεία θα έπρεπε να τις είχε «διαθέσιμες».

 

    Το έκτο σημείο ήταν πως μεταξύ 5.11.2002 και 7.11.2002 η Εφεσίβλητη 3 διενήργησε σχεδόν τετραπλάσιες πωλήσεις μετοχών από τον αριθμό των μετοχών που κατείχε ο Εφεσείων και γι’ αυτό απέρριψε τη θέση του ότι τον πίεσαν να μην πωλήσει τις δικές του.  Αυτό θα είχε σημασία εφόσον το πρωτόδικο Δικαστήριο θα είχε ικανοποιηθεί ότι οι πωλήσεις εκείνες δεν είχαν πραγματοποιηθεί στο πλαίσιο του αναφερόμενου «cornering» της αγοράς για το οποίο κατάθεσε ο Μ.Υ.3, χωρίς το μέρος αυτό της μαρτυρίας του να αξιολογηθεί.

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο μπορούσε να μην αποδεχθεί και να απορρίψει τη θέση του Εφεσείοντα ότι οι Εφεσίβλητες παρέλειψαν να εκτελέσουν την εντολή του για πώληση των μετοχών του της SFS και στη συνέχεια τον συμβούλευσαν να μην τις πωλήσει γιατί αυτό θα ήταν ενάντια στα συμφέροντα τους.  Όμως, το να αναφέρει ότι η θέση του «αντιστρατεύεται κάθε λογικής αφού θα ήταν προς το συμφέρον της [Εφεσίβλητης1] να πωληθούν οι μετοχές σ’ αυτό το χρόνο ώστε να εξοφληθεί το τότε χρεωστικό υπόλοιπο του [Εφεσείοντα]», καταδεικνύει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εκτίμησε στην ορθή της διάσταση τη βάση της υπόθεσης του Εφεσείοντα, ασχέτως, επαναλαμβάνουμε, κατά πόσο θα αποδεχόταν την εκδοχή του.

 

    Οι υποδείξεις στο λόγο έφεσης 2 σε σχέση με την εκδοχή του Μ.Υ.Α.2 ως προς τον τρόπο διαβίβασης των ηλεκτρονικών εντολών από την Εφεσίβλητη 3 κατά τους ουσιώδεις χρόνους, επίσης είναι βάσιμες και δημιουργούν ρήγμα στη διεργασία κρίσης της αξιολόγησης της μαρτυρίας του.  Εφόσον εντοπίζονταν από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αυτό θα μπορούσε αφού λάμβανε και αυτές υπόψη, να κατέληγε να αποδεχθεί τη μαρτυρία του Μ.Υ.Α.2.  Όμως, δεν έγινε κάτι τέτοιο.

 

    Ο λόγος έφεσης 2 επίσης επιτυγχάνει στην πιο πάνω έκταση.

 

    Στη βάση των πιο πάνω διαπιστώσεων μας κρίνουμε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα και του Μ.Υ.Α.2 υπήρξε ακροσφαλής.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του καταστάσεις όπως τις εκτίμησε ότι υφίσταντο, που όμως δεν προέκυπταν από την ενώπιον του μαρτυρία και απέτυχε να εξετάσει άλλες, ώστε να μπορούσε να τις λάβει υπόψη του.  Καταλήγουμε ότι η διαταγή για επανεκδίκαση καθίσταται αναπόφευκτη.  Είναι επομένως αχρείαστο να εξετάσουμε τους υπόλοιπους λόγους έφεσης.

 

    Η έφεση επιτυγχάνει.

 

    Η πρωτόδικη απόφαση παραμερίζεται.  Διατάσσεται η επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή.  Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας θα είναι έξοδα στο αποτέλεσμα της νέας δίκης.

 

    €3.500 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον των Εφεσίβλητων.

 

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.        

 

                                                          Ε. Εφραίμ, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο