ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Aίτηση Αρ. 5/2024)

(i-Justice)

 

1 Μαρτίου, 2024

 

[ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 KAI 9 TΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964 ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΩΝ (1) I.G. (2) K.G. (3) A.G. KAI (4) O.G., ΕΝΑΓΟΜΕΝΩΝ ΑΡ. 1, 2, 4 ΚΑΙ 7 ΑΝΤΙΣΤΟΙΧΑ ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΉ ΑΡ. 1238/2018 Ε.Δ. ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗΣ ΑΙΤΗΣΗΣ ΔΙΑ ΚΛΗΣΕΩΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΟΥ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΚΑΙ

 

ANΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΠΟΥ ΕΞΕΔΟΘΗ ΑΠΟ ΤΟ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΣΤΙΣ 20/11/2023 ΣΤΗΝ ΑΓΩΓΗ 1238/18 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

_________________

Λεωνίδας Παρπαρίνος με Λούκα Παρπαρίνο, Στέλιο Παρπαρίνο και Θεοδοσία Δρόσου (κα) για Λούκας & Βίας Παρπαρίνος & Συνεργάτες  Δ.Ε.Π.Ε., για τους Αιτητές.

Γιώργος Χριστοδούλου με Μαριάννα Κωνσταντίνου (κα), για                   Λ. Παπαφιλίππου & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για τους Καθ΄ ων η Αίτηση.

_________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.:- Oι αιτητές καταδικάστηκαν, εν τη απουσία τους, με απόφαση ημερ. 20.11.2023, του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας (στο εξής «το κατώτερο Δικαστήριο»), σε αίτηση παρακοής διατάγματος, ημερ. 21.9.2018 (στο εξής «το διάταγμα αποκάλυψης»). Η αίτηση παρακοής, ημερ. 11.5.2020, είχε καταχωριστεί εκ μέρους των εναγόντων, στο πλαίσιο της αγωγής 1238/2018, που εκκρεμούσε και συνεχίζει να εκκρεμεί ενώπιον του πιο πάνω Δικαστηρίου, και εστρέφετο εναντίον των εδώ αιτητών, εκεί εναγόμενων 1, 2, 4 και 7. Να σημειώσω από τώρα πως στην εν λόγω αγωγή είχαν καταχωριστεί και αρκετές άλλες αιτήσεις, στο περιεχόμενο των οποίων δεν χρειάζεται να αναφερθώ.

Οι καταδικασθέντες, κάτοικοι εξωτερικού, αντέδρασαν με την καταχώριση στο Ανώτατο Δικαστήριο, μονομερούς αίτησης με την οποία αξίωναν άδεια για να καταχωρίσουν αίτηση διά κλήσεως για ακύρωση της εκδοθείσας καταδικαστικής απόφασης με Προνομιακό Ένταλμα Certiorari, επικαλούμενοι, μεταξύ άλλων, παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης. Πρόκειται για την Πολ. Αίτηση Αρ. 186/2023. Με απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου ημερ. 27.12.2023, η αιτούμενη άδεια δόθηκε.

 

Η αίτηση διά κλήσεως καταχωρίστηκε στις 8.1.2024, ως οι οδηγίες του Δικαστηρίου. Ακολούθησε στις 23.1.2024 η καταχώριση  ένστασης εκ μέρους των εναγόντων, οι οποίοι με 24 λόγους ζητούν την απόρριψη της αίτησης. Αναφέρω από τώρα πως έχω θέσει ενώπιον μου το περιεχόμενο της αίτησης και της ένστασης και το μαρτυρικό υλικό που υποστηρίζει αυτές. Το ίδιο ισχύει και για το περιεχόμενο των αγορεύσεων των ευπαίδευτων συνηγόρων, οι οποίοι στις 19.2.2024, ημερομηνία κατά την οποία η αίτηση διά κλήσεως  ήταν ορισμένη για ακρόαση, όχι μόνο υιοθέτησαν το περιεχόμενο των γραπτών αγορεύσεών τους αλλά προχώρησαν και σε προφορικές αγορεύσεις.

 

Προχωρώ να εξετάσω τη θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι οι αιτητές όφειλαν να είχαν επισυνάψει στη μονομερή αίτηση για εξασφάλιση άδειας για καταχώριση αίτησης διά κλήσεως, «το drawn up order». Κατ΄ αρχάς, να σημειώσω πως ουδέποτε υπήρξε η θέση των καθ΄ ων η αίτηση ότι οι αιτητές επεσύναψαν στη μονομερή αίτηση ανύπαρκτη δικαστική απόφαση ή ότι η απόφαση που επεσύναψαν δεν ανταποκρινόταν στο πραγματικό περιεχόμενο αυτής. Είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός πως η συγκεκριμένη απόφαση, με το συγκεκριμένο περιεχόμενο, εξεδόθη στις 20.11.2023, στο πλαίσιο της πιο πάνω αγωγής. Κατ΄ επέκταση, δεν ήταν ποτέ η θέση των καθ΄ ων η αίτηση, ότι η επισυναφθείσα στη μονομερή αίτηση δικαστική απόφαση, δεν ήταν πιστό αντίγραφο.

 

Να σημειώσω εδώ ότι ο περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικός Κανονισμός του 2018 (5/2018), στο Άρθρο 3(2), ρητά αναφέρει πως στην Ένορκη Δήλωση που συνοδεύει τη μονομερή αίτηση «… πρέπει να επισυνάπτονται ως τεκμήρια πιστά αντίγραφα των προσβαλλόμενων αποφάσεων, διαταγμάτων ή πράξεων.» Και εν προκειμένω, οι αιτητές οι οποίοι ήθελαν να προσβάλουν μόνο την απόφαση ημερ. 20.11.2023,  συμμορφώθηκαν με την πιο πάνω πρόνοια. Τελειώνοντας με αυτήν την αβάσιμη θέση, θα πρέπει να επαναλάβω πως οι Κανονισμοί του Ανώτατου Δικαστηρίου, και γενικότερα οι Κανονισμοί, θεσπίζονται για να ρυθμίζουν τις δικαστικές διαδικασίες και δεν αποτελούν αυτοσκοπό. Εν προκειμένω, υιοθέτηση της συγκεκριμένης θέσης, ότι δηλαδή δεν αρκούσε η επισύναψη της αιτιολογημένης απόφασης ημερ. 20.11.2023, αλλά έπρεπε να είχε επισυναφθεί και «το drawn up order», θα δυσχέραινε απλώς τη συγκεκριμένη διαδικασία, με απώτερο στόχο να αποκλειστούν οι αιτητές από του να ακουστούν επί της ουσίας του αιτήματός τους.

 

Ως ελέχθη, οι αιτητές κρίθηκαν ένοχοι, εν τη απουσία τους, σε αίτηση παρακοής. Δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά για τη διαδικασία παρακοής διατάγματος Δικαστηρίου, η οποία ναι μεν εντάσσεται στην αστική δικαιοδοσία, πλην όμως συνιστά διαδικασία ποινικής φύσεως και ως εκ τούτου, τα όσα ακολουθούνται σε ποινικές υποθέσεις θα πρέπει να ακολουθούνται και να εφαρμόζονται και σε αιτήσεις παρακοής (Τάσος Μιχαηλίδης ν. Οργανισμού  Συγκοινωνιών Επαρχίας Λευκωσίας (Ο.Σ.Ε.Λ.) Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ. Ε128/2017, ημερ. 29.11.2023). Αυτά καταγράφονται στην απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου, με παραπομπή μάλιστα στην Constantinides vVima Ltd (1983) 1(Α) (Civil) 348 και στη Χριστοδούλου ν. Χριστοδούλου (2003) 1(B) A.A.Δ. 1085.  

 

Με δεδομένο ότι οι αιτητές ήταν κάτοικοι εξωτερικού, οι ενάγοντες για να τους επιδώσουν την αίτηση παρακοής, εξασφάλισαν, στις 13.10.2020, διατάγματα (ένα για έκαστον αιτητή) για επίδοση εκτός δικαιοδοσίας, σε συγκεκριμένη διεύθυνση, στην Ελβετία, όπου αυτοί διέμεναν.  Στο σημείο αυτό θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση ημερ. 27.12.2023 που εξεδόθη στο πλαίσιο της Πολ. Αίτησης Αρ. 186/2023 (ανωτέρω): 

 

   «Σημειώνω πως η αίτηση παρακοής, με την καταχώρισή της, είχε οριστεί από το Πρωτοκολλητείο για ακρόαση στις 24.9.2020. Να αναφέρω πως με αυτήν οι ενάγοντες ζητούσαν αρκετές δραστικές θεραπείες, ανάμεσα σε αυτές, και διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται η σύλληψη και φυλάκιση των αιτητών. Αξίωναν ακόμη διάταγμα με το οποίο να μην επιτρέπεται στους αιτητές «να ακουστούν στα πλαίσια της παρούσας αγωγής μέχρι να συμμορφωθούν με το διάταγμα ημερ. 21.9.2018». Ως ελέχθη, η διαδικασία προχώρησε εν τη απουσία των αιτητών, και στις 20.11.2023 εξεδόθη η καταδικαστική απόφαση, για την οποία έχει καταχωριστεί η υπό εκδίκαση αίτηση.   

 

   Μετά την καταχώριση της αίτησης παρακοής, και συγκεκριμένα στις 27.8.2020, καταχωρίστηκε εκ μέρους των εναγόντων μονομερής αίτηση, στο πλαίσιο της οποίας εξασφάλισαν στις 13.10.2020 τέσσερα διατάγματα (ένα για έκαστον αιτητή) με το ακόλουθο περιεχόμενο:

 

«ΔΙΑ ΤΟΥ ΠΑΡΟΝΤΟΣ ΕΚΔΙΔΕΙ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΜΕ ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επίδοση εκτός δικαιοδοσίας πιστού αντιγράφου της Αίτησης Παρακοής ημερομηνίας 11/05/2020 η οποία καταχωρήθηκε στα πλαίσια της υπό τον ως άνω αριθμό και τίτλο αγωγής και της Ένορκης Δήλωσης του Χριστάκη (Κρις) Ιακωβίδη που την συνοδεύει, του παρόντος διατάγματος, συμπεριλαμβανομένου και πιστού αντιγράφου της αίτησης ημερ. 27.8.20 και της Ένορκης Δήλωσης του Χριστάκη (Κρις) Ιακωβίδη που τη συνοδεύει, στον Εναγόμενο (παρατίθεται το όνομα του εναγομένου) στην Ελβετία, δηλαδή εκτός δικαιοδοσίας των Κυπριακών Δικαστηρίων στην διεύθυνση …………… (παρατίθεται η συγκεκριμένη διεύθυνση στην Ελβετία), διαμέσου των αρμόδιων αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας και των αρχών της Ελβετίας και/ή μέσω οποιουδήποτε μέσου επίδοσης προβλέπεται από το Ελβετικό δίκαιο.»

 

   Στα διατάγματα ημερ. 13.10.2020 δεν φαίνεται να γίνεται οποιαδήποτε αναφορά στον χρόνο εμφάνισης των αιτητών στην αίτηση παρακοής, όταν μάλιστα η ημερ. 24.9.2020, που ήταν ορισμένη για ακρόαση η αίτηση παρακοής, είχε παρέλθει κατά τον χρόνο έκδοσης των διαταγμάτων ημερ. 13.10.2020.»

 

 

 

Επειδή οι αιτητές δεν είχαν εντοπιστεί στις συγκεκριμένες διευθύνσεις που είχαν καθοριστεί στα διατάγματα ημερ.  13.10.2020, τα οποία, ειρήσθω εν παρόδω, είχαν εκδοθεί από Πρόεδρο άλλον από αυτόν που εξεδίκασε την αίτηση παρακοής, οι ενάγοντες προσέφυγαν σε Ελβετικό Δικαστήριο και εξασφάλισαν άδεια για επίδοση της αίτησης παρακοής «μέσω δημοσίευσης στην Επίσημη Εφημερίδα». Πρόκειται για έναν εντελώς διαφορετικό τρόπο επίδοσης από αυτόν που επέτρεψε το κυπριακό Δικαστήριο,  ενώπιον του οποίου εκκρεμούσε η αίτηση παρακοής. Για το πιο πάνω θέμα, καταγράφονται τα ακόλουθα στην απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου:

 

«Στην προκείμενη περίπτωση τα τεκμήρια 2 έως 5 στην ένορκη δήλωση ημερομηνίας 23/05/2023, αποκαλύπτουν ότι οι εναγόμενοι 1, 2, 4 και 7 δεν εντοπίστηκαν στη δηλωθείσα διεύθυνση και ένεκα τούτου οι ενάγοντες αποτάθηκαν σε Ελβετικό Δικαστήριο και εξασφάλισαν άδεια επίδοσης αυτών μέσω δημοσίευσης στην επίσημη εφημερίδα. Εν ολίγοις, σε αντίθεση με τον τρόπο επίδοσης των εγγράφων που απασχόλησαν τον Δαυίδ, Π.Ε.Δ. (ως ήταν τότε) στην απόφαση 13/11/2019 (εκεί τα έγγραφα επιδόθηκαν είτε προσωπικά είτε σε συγκάτοικο, θυγατέρα ή σύζυγο), στην υπό κρίση περίπτωση τα σχετικά έγγραφα δεν παραδόθηκαν σε συγκεκριμένο πρόσωπο, αλλά δημοσιεύτηκαν στην επίσημη εφημερίδα και αυτό ένεκα του ότι οι εναγόμενοι δεν εντοπίστηκαν στην οικία τους.

 

Παρόλα ταύτα, ακόμη και έτσι είμαι της γνώμης πως αυτή η διαφοροποίηση δεν επηρεάζει το νομότυπο της επίδοσης των σχετικών εγγράφων και συγκεκριμένα δεν την καθιστά παράτυπη. Ο λόγος που αναφέρω τούτο οφείλεται στο ότι το διάταγμα που ρυθμίζει την επίδοση των εδώ επίδικων εγγράφων, δηλαδή το διάταγμα ημερομηνίας 13/10/2020, προβλέπει όπως η επίδοση διενεργηθεί στη διεύθυνση που εκεί συγκεκριμενοποιείται «διαμέσου των αρμόδιων αρχών της Κυπριακής Δημοκρατίας και των αρχών της Ελβετίας και/ή μέσω οποιουδήποτε μέσου επίδοσης προβλέπεται από το Ελβετικό δίκαιο». 

 

 

 

Δεν χρειάζεται να αποφασίσω τώρα κατά πόσο τα εκδοθέντα διατάγματα ημερ. 13.10.2020 επέτρεπαν στους ενάγοντες να αποστούν από τον  συγκεκριμένο τρόπο επίδοσης της αίτησης παρακοής, και να επιλέξουν, με άδεια Ελβετικού Δικαστηρίου, όπως η επίδοση διενεργηθεί με τρόπο άλλο από αυτόν που καθόρισε το κυπριακό Δικαστήριο.  Ούτε χρειάζεται να αποφασίσω κατά πόσο το μόνο που επιτρεπόταν να διαφοροποιηθεί δυνάμει των εκδοθέντων διαταγμάτων ημερ. 13.10.2020, ήταν το «μέσο» επίδοσης της αίτησης παρακοής για να λάβει χώρα η επίδοση με τον συγκεκριμένο τρόπο που καθόρισε το κυπριακό Δικαστήριο, ο οποίος εν ουδεμιά περιπτώσει, επαναλαμβάνω, αφορούσε σε δημοσίευση της αίτησης παρακοής σε εφημερίδα της χώρας.

 

Το ουσιώδες, κατά την ταπεινή μου άποψη, είναι άλλο και αφορά στον χρόνο κατά τον οποίο οι αιτητές θα είχαν τη δυνατότητα να εμφανιστούν ενώπιον του κυπριακού Δικαστηρίου στην αίτηση παρακοής που τους αφορούσε, και η οποία ήταν ήδη ορισμένη σε ημερομηνία που παρήλθε όταν εκδίδονταν τα διατάγματα ημερ. 13.10.2020.  Σημειώνω πως τέτοιο θέμα ουδέποτε απασχόλησε τον ευπαίδευτο Πρόεδρο που εξέδωσε τα εν λόγω διατάγματα. Κατ΄ επέκταση, στα εν λόγω διατάγματα ουδέποτε ορίστηκε όπως η επίδοση της αίτησης παρακοής στους αιτητές θα έπρεπε να ελάμβανε χώρα πριν από την ημερομηνία που αυτή θα ήταν ορισμένη ενώπιον του κυπριακού Δικαστηρίου, και μάλιστα σε τέτοιο χρόνο πριν από την εν λόγω ημερομηνία, για να έχουν έτσι τη δυνατότητα οι αιτητές, οι οποίοι διέμεναν στο εξωτερικό, να εμφανιστούν σε αυτήν, εάν επιθυμούσαν. Με άλλα λόγια, δεν θα ήταν καλή η επίδοση, εάν αυτή ελάμβανε χώρα την ημερομηνία που η αίτηση ήταν ορισμένη ενώπιον του κυπριακού Δικαστηρίου ή αμέσως πριν από την εν λόγω ημερομηνία, αφού σε τέτοια περίπτωση οι αιτητές, κάτοικοι εξωτερικού, δεν θα είχαν τη δυνατότητα να εμφανιστούν στην αίτηση και να προβάλουν τις θέσεις τους.  

 

Τα Δικαστήρια μας οφείλουν κατά την έκδοση διατάγματος επίδοσης εκτός δικαιοδοσίας, το οποίο αφορά σε αίτηση που είναι ήδη ορισμένη ενώπιόν τους, να προβλέπουν και να καθορίζουν τον χρόνο που θα πρέπει να διενεργηθεί η επίδοση.  Στην πράξη, τα Δικαστήρια μπορούν να αναβάλλουν την αίτηση σε κάπως μακρινή ημερομηνία (αφού αυτή είναι ήδη ορισμένη), δίδοντας οδηγίες όπως αυτή επιδοθεί (με τον τρόπο που θα  καθορίσουν), σε χρόνο πριν από την ημερομηνία που αυτή είναι ορισμένη, για να έχουν έτσι τη δυνατότητα οι καθ΄ ων η αίτηση να εμφανιστούν και ενστούν, εάν επιθυμούν. Ο χρόνος αυτός δεν μπορεί εκ προοιμίου να είναι ο ίδιος, αφού  η χώρα όπου θα διενεργηθεί η επίδοση, και όχι μόνο, έχει τη σημασία της. Διαφορετικά, παραβιάζεται το θεμελιώδες δικαίωμα του προσώπου να λαμβάνει γνώση για δικαστική διαδικασία που τον αφορά (The κ.ά. (Α. 1) (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 766).

 

Εν προκειμένω, το κατώτερο Δικαστήριο, αντιλαμβανόμενο ότι το θέμα της επίδοσης της αίτησης ήταν ουσιώδες, με την απόφασή του ημερ. 20.11.2023, που τώρα προσβάλλεται, σημείωσε τα ακόλουθα στη σελ. 4:

 

«Αρμόζει να σχολιασθεί εδώ καθετί σχετικό της επίδοσης της επίδικης αίτησης, εφόσον μόνο αν ήθελε διαπιστωθεί ότι έχει επιδοθεί δεόντως, δύναται η διαδικασία να προχωρήσει σε ουσιαστική διερεύνηση.»  

 

 

Πράγματι η προσέγγιση του ότι χωρίς η αίτηση παρακοής να είχε επιδοθεί δεόντως, αυτή δεν θα μπορούσε να οδηγηθεί σε «ουσιαστική διερεύνηση», είναι ορθή. Όμως, αυτή εν τέλει οδηγήθηκε σε ακρόαση από τον ευπαίδευτο Πρόεδρο που την εξεδίκασε, χωρίς προηγουμένως να είχε εξεταστεί και αποφασιστεί κατά πόσο αυτή είχε επιδοθεί δεόντως. Παραθέτω το σχετικό πρακτικό που τηρήθηκε στις 27.9.2023, όταν η αίτηση παρακοής είχε τεθεί για πρώτη φορά  ενώπιόν του:

 

«Δικαστήριο:  Η αίτηση παρακοής είναι ημερομ. 11.5.2020. Εναντίον ποίων;

 

κ. Χριστοδούλου: 1, 2, 4 και 7.

 

Δικαστήριο:  Και επιδόθηκε;

 

κ. Χριστοδούλου: Μάλιστα, αλλά η αίτηση παρακοής κύριε Πρόεδρε, θα πρέπει να τύχει χειρισμού μετά γιατί δεν εμφανίζεται κανένας άλλος. Μόνο εγώ εμφανίζομαι στην αίτηση παρακοής.

 

κ. Λ. Παρπαρίνος: … Το μόνο πράμα που λέμε είναι ότι πρέπει να τηρηθούν οι Θεσμοί όσον αφορά την συγκεκριμένη αίτηση.  Είναι το μόνο σχόλιο που κάνουμε στο σεβαστό Δικαστήριο. Από κει και πέρα, δεν έχουμε οδηγίες από τους πελάτες μας να εμφανιζόμαστε στη συγκεκριμένη αίτηση.

 

[…]

 

Δικαστήριο:  Η αίτηση παρακοής ορίζεται την 1.11.2023 επίσης για ακρόαση. ….»

 

 

Με δεδομένο ότι αυτό δεν έγινε, το κατώτερο Δικαστήριο με την ίδια απόφασή του, έστω και αργά, καλώς έπραξε και εξέτασε το θέμα της επίδοσης. Όμως, αυτή η προσέγγιση φαίνεται να περιέπλεξε τα πράγματα και να οδήγησε το κατώτερο Δικαστήριο σε λάθος δρόμο. Το τελευταίο, για να αποφασίσει κατά πόσο οι αιτητές είχαν λάβει γνώση της αίτησης, βασίστηκε και σε προηγούμενες δηλώσεις των δικηγόρων, κάτι που ήταν απαράδεκτο, αφού η αίτηση παρακοής, διαδικασία με τις δικές της αυστηρές προϋποθέσεις, ουδέποτε διατάχθηκε να γνωστοποιηθεί ή επιδοθεί σε δικηγόρους, και κατ΄ επέκταση, η καλή επίδοση δεν θα μπορούσε να είχε εξαρτηθεί από τις όποιες δηλώσεις των δικηγόρων ή σε συνδυασμό με το  περιεχόμενο του δικαστικού φακέλου. Παραθέτω το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου:

 

«… Παρ΄ όλα ταύτα ιδιαίτερης σημασίας είναι μια ακόμη επισήμανση του κ. Χριστοδούλου, η οποία έχει να κάνει με τις προϋποθέσεις 1 και 4 ανωτέρω. Συγκεκριμένα, ο συνήγορος υπέδειξε πως την 07/04/2021, ημερομηνία κατά την οποία εμφανίστηκαν στο Δικαστήριο τόσο το ενάγοντες όσο και οι εναγόμενοι, μεταξύ άλλων και οι εναγόμενοι 1, 2, 4 και 7 και σημειώνεται πως κατ΄ εκείνο τον χρόνο ενώπιον του Δικαστηρίου εκκρεμούσε η αίτηση ημερομηνίας 22/09/2020 των εναγομένων 1-4, 6, 7 και 10 που σκοπούσε στην απόρριψη και/ή παραμερισμό της αγωγής και συναφών διαταγμάτων, συζητήθηκε η αίτηση παρακοής και η στιχομυθία ενώπιον του Δικαστηρίου είχε ως ακολούθως: 

 

«κ. Χριστοδούλου: Κύριε Πρόεδρε όσον αφορά την αίτηση παρακοής ημερομηνίας 11.05.20, παρέμεινε για επίδοση και αντιλαμβάνομαι ότι συνάδελφοι έχουν αποστείλει με e-mail την πρόθεση τους να αμφισβητούν την νομιμότητα της επίδοσης.

 

κ. Παρπαρίνος: Κύριε Πρόεδρε είναι από πληροφόρηση που πήραμε από τους Ουκρανούς δικηγόρους. Δεν έχουμε ιδίαν γνώση.

 

κα Παπακλεοβούλου:  Θα ζητήσουμε όπως παραμείνει για οδηγίες η αίτηση και να δοθεί χρόνος για τυχόν ένσταση ή οποιοδήποτε διάβημα θα γίνει.

 

κ. Παρπαρίνος: Συμφωνώ.»

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος επικαλέστηκε περαιτέρω και σχετική τοποθέτηση στο ηλεκτρονικό μήνυμα ημερομηνίας 13/01/2022 από τον συνήγορο των εναγομένων 1, 2, 4 και 7, κύριο Παρπαρίνο (για τους εναγόμενους 4 και 7 εμφανίζεται προσωπικά ενώ για τους εναγόμενους 1 και 2 εμφανίζεται μαζί με το γραφείο Σπύρος Βασιλείου), όπου σε σχέση με την αίτηση παρακοής δήλωσε τα ακόλουθα:

 

«Αίτηση Παρακοής ημερομηνίας 11/05/2020 η οποία καταχωρήθηκε από τους Ενάγοντες σε σχέση με τους Εναγόμενους 1, 2, 4 και 7

 

Σε σχέση με την Αίτηση αυτή, δεν έχουμε οποιεσδήποτε οδηγίες από τους πελάτες μας να εμφανιστούμε. Περαιτέρω, είναι η ταπεινή μας άποψη ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για ορισμό αυτής για Απόδειξη».

 

Σύμφωνα με τον κύριο Χριστοδούλου, τα ανωτέρω αποκαλύπτουν πως οι εναγόμενοι 1, 2, 4 και 7 έλαβαν γνώση της αίτησης παρακοής. Είμαι της γνώμης πως η τοποθέτηση αυτή είναι καθ΄ όλα δικαιολογημένη και μάλιστα μπορεί να ειπωθεί πως είναι και το μοναδικό συμπέρασμα που προκύπτει από το σύνολο του περιεχομένου του δικαστικού φακέλου.»     

 

[Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο]

 

 

Ο κ. Χριστοδούλου αγορεύοντας ενώπιόν μου ανέφερε πως τέσσερεις Πρόεδροι του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, ενώπιον των οποίων είχε τεθεί η αίτηση παρακοής, έδιδαν στους δικηγόρους των εδώ αιτητών την ευκαιρία να τοποθετηθούν επί της αιτήσεως. Αυτοί όμως, ανεπίτρεπτα, κατά τον κ. Χριστοδούλου, έκαναν υποδείξεις στο Δικαστήριο ότι «Η υπόθεση δεν είναι για απόδειξη σήμερα. Πρέπει να εφαρμόσετε τους Κανόνες Πολιτικής Δικονομίας».

 

Κατ΄ αρχάς, με κάθε σεβασμό, δεν θεωρώ πως το γεγονός ότι η αίτηση είχε τεθεί ενώπιον τεσσάρων διαφορετικών Προέδρων του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας, οι οποίοι έδιδαν, κατά τον ευπαίδευτο συνήγορο,  την ευκαιρία στους δικηγόρους των εκεί καθ΄ ων η αίτηση να τοποθετηθούν επί της αιτήσεως, προσθέτει οτιδήποτε. Οι δικηγόροι ουδέποτε εξέφρασαν την πρόθεση να εκπροσωπήσουν τους καθ΄ ων η αίτηση στην αίτηση παρακοής. Τουναντίον, είχαν ρητά αναφέρει πως δεν είχαν οποιεσδήποτε οδηγίες από αυτούς για να εμφανιστούν στην εν λόγω αίτηση. Στη βάση των πιο πάνω, το Δικαστήριο θα έπρεπε να αποφάσιζε κατά πόσο υπήρξε επίδοση της αίτησης και κατά πόσο αυτή ήταν καλή, και όχι να αναμένει από τους δικηγόρους, οι οποίοι εκπροσωπούσαν τους καθ΄ ων η αίτηση σε άλλες αιτήσεις, να τοποθετηθούν επί της αιτήσεως παρακοής.   

 

Περαιτέρω, είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός ότι η αίτηση παρακοής αναβλήθηκε και ορίστηκε σε διάφορες ημερομηνίες.  Ως εκ τούτου, η καλή επίδοση θα έπρεπε να είχε συζητηθεί και αποφασιστεί σε σχέση με τη συγκεκριμένη ημερομηνία που αυτή ήταν ορισμένη.  Μάλιστα είναι σε σχέση με τη συγκεκριμένη ημερομηνία που το Δικαστήριο θα εξέταζε κατά πόσο οι καθ΄ ων η αίτηση εμφανίζονταν προσωπικά ή μέσω συνηγόρου.  Aυτό ουδέποτε έγινε.

 

Ο κ. Χριστοδούλου ανέφερε πως στις 15.1.2021 η αίτηση παρακοής αναβλήθηκε λόγω κορονοϊού και ορίστηκε για τις 7.4.2021. Κατά την πιο πάνω ημερομηνία τέθηκε ενώπιον Προέδρου, άλλου από αυτόν που την εξεδίκασε.  Από το πρακτικό ημερ. 7.4.2021 που έχει τεθεί ενώπιόν μου, μέρος του οποίου έχει παρατεθεί πιο πάνω, προκύπτει πως η αίτηση παρακοής ήταν ορισμένη για επίδοση στις 7.4.2021. Το Δικαστήριο όμως εκείνη την ημέρα δεν αποφάσισε κατά πόσο η επίδοση ήταν καλή, αλλά ούτε και οι δικηγόροι των εναγόντων κάλεσαν το Δικαστήριο να αποφασίσει το θέμα της επίδοσης εκείνη την ημέρα.  Το τελευταίο  άφησε ανοιχτό το θέμα και όρισε την αίτηση για τις 18.5.2021, δίδοντας οδηγίες όπως «τυχόν ένσταση ή οποιοδήποτε δικονομικό διάβημα εκ μέρους οποιουδήποτε ενδιαφερόμενου να καταχωριστεί και να οριστεί στις 18.5.2021».  

 

Στις 18.5.2021 η θέση του κ. Χριστοδούλου ενώπιον του Δικαστηρίου ήταν πως η αίτηση παρακοής είχε ήδη επιδοθεί εδώ και 4-5 μήνες. Επαναλαμβάνω πως κάτι τέτοιο δεν είχε αποφασιστεί στις 7.4.2021. Θεωρώ όμως σκόπιμο να παραθέσω αυτολεξεί τα όσα ανέφερε ο κ. Χριστοδούλου στις 18.5.2021 για το θέμα της επίδοσης:

 

«κ. Χριστοδούλου: Νομίζω ότι το θέμα της παράτασης του χρόνου σε σχέση με αυτό το ζήτημα κάπου έχει εξαντληθεί. Είναι αίτηση παρακοής. Έχει επιδοθεί εδώ και 4, 5 μήνες. Δεν μπορούν οι συνάδελφοι να ζητούν περαιτέρω χρόνο να πάρουν οδηγίες από τους πελάτες τους πως θα χειριστούν την υπόθεση. Νομίζω πρέπει να τοποθετηθούν για να ξέρουμε πως θα προχωρήσουμε.  Είναι σε παρακοή, αμφισβητούν την επίδοση, προωθούν ένα σωρό αιτήσεις, στην ένσταση εγείρουν ζήτημα ότι δεν μπορούν να ακούγονται. Οπότε αυτό το θέμα της παρακοής κάπου πρέπει να ρυθμιστεί ή θα συμμορφωθούν ή θα τοποθετηθούν. Δεν γίνεται να είναι δεν ξέρουν. Είναι σε παρακοή, δεν συμμορφώνονται, δεν ξέρουν αν τους επιδόθηκε. Κύριε Πρόεδρε ενόψει της μη τοποθέτησης των συναδέλφων, ζητώ όπως η αίτηση οριστεί για απόδειξη και αν θέλουν να κάνουν οτιδήποτε άλλο ας το κάνουν στο μεσοδιάστημα.»

  

 

Το Δικαστήριο όμως ούτε στις 18.5.2021 αποφάσισε το θέμα της επίδοσης, αλλά ούτε και του ζητήθηκε κάτι τέτοιο, αφού οι ενάγοντες θεωρούσαν ότι η αίτηση παρακοής είχε ήδη επιδοθεί. Έτσι όρισε την αίτηση παρακοής για σκοπούς εξέτασης-απόδειξης στις 23.6.2021, δίδοντας οδηγίες όπως «Τυχόν ένσταση ή οποιοδήποτε δικονομικό διάβημα να καταχωρηθεί μέχρι τις 18.6.2021». Βεβαίως οι συνήγοροι που εκπροσωπούσαν τους καθ΄ ων η αίτηση σε άλλες αιτήσεις, ουδέποτε ζήτησαν οδηγίες για να ενστούν στην αίτηση. Στις 23.6.2021 φαίνεται ότι εκδικάστηκε άλλη αίτηση που εκκρεμούσε στην αγωγή.  Όσον αφορά στην αίτηση παρακοής, καταγράφονται τα ακόλουθα:

 

«Δικαστήριο:  Έχοντας υπόψη μου την τροπή που έχει πάρει η διαδικασία, η αίτηση παρακοής ορίζεται για σκοπούς εξέτασης στις 7.7.2021, η ώρα 9:00 π.μ. ……… Είναι πάντα η δυνατότητα καταχώρισης ένστασης μέχρι τις 8:00 η ώρα της ίδιας μέρας.

 

κ. Παρπαρίνος: Ας δοκιμάσει την τύχη του ο συνάδελφος. Εμείς δεν έχουμε οδηγίες.

 

[….]

 

κ. Παρπαρίνος:  Κύριε Πρόεδρε, συγνώμη για τη διευκρίνιση, είναι για εξέταση;

 

Δικαστήριο: Λέει ότι την επέδωσε κλπ. Ουσιαστικά είναι για εξέταση.

 

κ. Παρπαρίνος: Εντάξει.

 

Δικαστήριο: Η αίτηση προγραμματίζεται για σκοπούς παρουσίασης.  Δεν έχω δει τις επιδόσεις κλπ. Τίθενται ξέρετε λόγω της φύσεως της αιτήσεως διάφορα θέματα. Ο                           κ. Χριστοδούλου φαντάζομαι θα είναι έτοιμος να προωθήσει ανάλογα την αίτησή του.»

 

[Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο]

 

 

 

Δεν διευκρινίζεται τι σημαίνει «για σκοπούς παρουσίασης», όταν μάλιστα ούτε στις 23.6.2021, αποφασίστηκε το θέμα της επίδοσης, αφού το Δικαστήριο ρητά καταγράφει πως «Δεν έχω δει τις επιδόσεις κλπ».

 

Με την ένστασή τους στην υπό εκδίκαση αίτηση, οι καθ΄ ων η αίτηση (παρ. 20 από την Ένορκη Δήλωση του κ. Χριστάκη (Κρις) Ιακωβίδη που υποστηρίζει την ένσταση), λένε πως «Στις δικασίμους που ακολούθησαν, στις ημερομηνίες κατά τις οποίες ήταν ορισμένη η αίτηση παρακοής, οι δικηγόροι των Αιτητών ήταν παρόντες χωρίς, ωστόσο, να τοποθετούνται επ΄ αυτής, ενώ το Επαρχιακό Δικαστήριο επαναόριζε την εν λόγω αίτηση στην παρουσία τους. Παραπέμπω ενδεικτικά στο πρακτικό του Επαρχιακού Δικαστηρίου ημερ. 4.5.2023 πιστό αντίγραφο του οποίου παρουσιάζω και επισυνάπτω ως Τεκμήριο 6, και το οποίο οι Αιτητές επιμελώς απέκρυψαν από το σεβαστό Δικαστήριο. Σημειώνω δε ότι οι Αιτητές καταχώρισαν σωρεία αιτήσεων στο Επαρχιακό Δικαστήριο Λευκωσίας ενώπιον των κ.κ. Δαυίδ, Παναγιώτου και Κίζη οι οποίες απορρίφθηκαν  στο σύνολο τους.              Η θέση των Αιτητών ήταν ότι οι Αιτήσεις όπου καταχωρούνταν είχαν προτεραιότητα εκδίκασης και πράγματι όλες οι αιτήσεις τους εκδικάστηκαν κατά προτεραιότητα». Στο δε πρακτικό ημερ. 4.5.2023, που τηρήθηκε από την ευπαίδευτη Πρόεδρο, καταγράφονται τα ακόλουθα:

 

«κ. Χριστοδούλου: Eντιμοτάτη, εκκρεμεί η αίτηση παρακοής, η οποία έχει επιδοθεί και έχει παραμείνει όταν ήταν ορισμένη ενώπιον του κ. Δαυίδ για διευκρινίσεις, του πώς θα προχωρήσουμε στην εκδίκαση της υπόθεσης λόγω του ότι οι καθ΄ ων η αίτηση είναι μόνιμοι κάτοικοι εξωτερικού και ο κ. Δαυίδ ήθελε να μας ακούσει στο θέμα της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου, αν μπορούσε να εκδώσει ή τι δεν θα μπορούσε να εκδώσει. Παρέμεινε γι΄ αυτό το ζήτημα  η αίτηση παρακοής και σε εκείνη την περίοδο καταχωρίστηκαν και μια σωρεία αιτήσεων ξανά. Οπόταν η αίτηση παρακοής, με απόφαση του Δικαστηρίου θεωρήθηκε ότι ήταν δευτερεύουσας σημασίας πλέον, γι΄ αυτό παρέμεινε για προγραμματισμό μέχρι την έκδοση των αποφάσεων σας.

 

Δικαστήριο:  Η αίτηση παρακοής ορίζεται για οδηγίες στις 23.5.2023 και ώρα 10:00πμ., σε σχέση με τους εναγομένους 1, 2, 4 και 7. Την ίδια ημέρα παραμένει και η αγωγή για οδηγίες.»

 

 

Αδυνατώ να αντιληφθώ πώς τα πιο πάνω σχετίζονται ή συνδέονται με την καλή επίδοση της αίτησης παρακοής. Τίποτε από τα πιο πάνω δεν μπορεί να προωθήσει  τις θέσεις των καθ΄ ων η αίτηση, οι οποίοι αδικαιολόγητα ισχυρίζονται ότι «Οι αιτητές επιμελώς απέκρυψαν από το σεβαστό Δικαστήριο», το πρακτικό ημερ. 4.5.2023. Ουδεμία σκοπιμότητα διαπιστώνω.

 

Όχι τυχαία παρέθεσα το πιο πάνω ιστορικό, για να φανεί πως για εξαιρετικά μεγάλο χρονικό διάστημα το θέμα της επίδοσης της αίτησης παρακοής, η οποία καταχωρίστηκε στις 11.5.2020, παρέμενε ζωντανό, χωρίς να αποφασίζεται.  Και βεβαίως το ουσιώδες είναι πως ουδέποτε υπήρξε εύρημα του Δικαστηρίου πως η επίδοση της αίτησης παρακοής ήταν καλή σε σχέση με συγκεκριμένη ημερομηνία που αυτή ήταν ορισμένη για επίδοση. Καταγράφεται στην απόφαση του ευπαίδευτου Προέδρου, ο οποίος τελικά εξεδίκασε την αίτηση, πως:

 

«Αφετέρου, το δεύτερο στοιχείο που σφραγίζει την ορθότητα της επίδοσης, είναι η κατακλείδα του διατάγματος ημερομηνίας 13/10/2020, δηλαδή η άδεια επίδοσης συμφώνως του Ελβετικού δικαίου. Επ΄ αυτού σχετικό είναι το εκδοθέν πιστοποιητικό, ήτοι τα τεκμήρια 2 έως 5, τα οποία αποκαλύπτουν  πως Ελβετός δικαστής «βεβαιώνει την ορθή εκτέλεση του αιτήματος», καθώς επίσης δηλώνει ότι δυνάμει του Ελβετικού Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, «οι εν λόγω πράξεις … θεωρούνται κατά την ημέρα της παρούσας δημοσίευσης ως να έχουν επιδοθεί». Είναι γι΄ αυτόν τον λόγο που λέγω ότι ακόμη και στην έκταση που η υπό κρίση επίδοση διαφοροποιείται από εκείνη που αποφασίστηκε από τον Δαυίδ, Π.Ε.Δ. (ως ήταν τότε), εντούτοις κρίνεται ορθή και νομότυπη. Ως εκ τούτου αποτελεί διαπίστωση του Δικαστηρίου πως η αίτηση παρακοής επιδόθηκε δεόντως στους εναγόμενους 1, 2, 4 και 7.»

 

Όμως, με κάθε σεβασμό, η πιο πάνω προσέγγιση ήταν εσφαλμένη και δεν απαντά στο ζητούμενο. Ο Ελβετός Δικαστής ουδέποτε βεβαίωσε ότι η επίδοση της αίτησης παρακοής, που εκκρεμούσε στην Κύπρο, ήταν καλή. Ούτε βεβαίως και θα μπορούσε να βεβαιώσει κάτι τέτοιο. Αυτό ήταν έργο του Κύπριου Δικαστή. Αυτό που ο Ελβετός Δικαστής βεβαίωσε και τίποτε άλλο, ήταν ότι την ημέρα που έλαβε χώρα η δημοσίευση των «πράξεων» στην Επίσημη Εφημερίδα της χώρας, οι εν λόγω πράξεις θεωρούνται, σύμφωνα με το δίκαιο της χώρας του, ως επιδοθείσες την ημέρα της δημοσίευσης.

 

Λίγα λόγια και για τη συμμόρφωση με τα δικαστικά διατάγματα, και τούτο γιατί ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση, στάθηκε ιδιαίτερα στη σημασία της συμμόρφωσης με αυτά. Ουδόλως διαφωνώ ότι η συμμόρφωση με τα διατάγματα που εκδίδουν τα Δικαστήριά μας, είναι υψίστης σημασίας. Όπως εύστοχα έθεσε το θέμα ο Πικής, Δ., ως ήταν τότε, στη Safarino Shoe Industry v. Sunshoes Ltd (1984) 1 C.L.R. 738:

 

«Civil contempt affects the efficacy of the judicial process and generally the administration of justice. …»

 

[…]

 

… Invariably disobedience of the order of the Court undermines the effectiveness of the judicial process, a defiance of far reaching social repercussions. Obedience to orders of the Court constitutes one of the foundations of civilized life.»

Όμως, εξίσου σημαντικό είναι και το δικαίωμα προσώπων, συνταγματικά κατοχυρωμένο, το οποίο πηγάζει από τους Κανόνες της φυσικής δικαιοσύνης, να πληροφορούνται για δικαστικά μέτρα που λαμβάνονται εναντίον τους και τα οποία είναι δυνατόν να επηρεάσουν δικαιώματά τους.

 

Με κάθε σεβασμό, δεν συμφωνώ ούτε με τη θέση του, ότι εν προκειμένω «δεν θα πρέπει να επιτραπεί στους διαδίκους να κρύβονται πίσω από τυπολατρικές νομικίστικες προσεγγίσεις». Δεν συνιστά τυπολατρική νομική προσέγγιση το γεγονός ότι στα διατάγματα ημερ. 13.10.2020 δεν καθορίστηκε ο χρόνος εντός του οποίου οι αιτητές θα είχαν τη δυνατότητα να εμφανιστούν στην αίτηση παρακοής και να ενστούν, αλλά ούτε και ο χρόνος εντός του οποίου θα έπρεπε να διενεργηθεί η επίδοση πριν από την ημερομηνία που η αίτηση θα ήταν ορισμένη.  Και όλα αυτά όταν οι καθ΄ ων η αίτηση λέγουν ότι συνειδητά επέλεξαν να μην εξαναγκάσουν την παρουσία των εδώ αιτητών στην αίτηση παρακοής, αποφεύγοντας να εκδώσουν και να επιδώσουν μαρτυρικές κλήσεις σε αυτούς. Δεν χρειάζεται όμως να επεκταθώ στη συνειδητή αυτή επιλογή τους, και στις όποιες συνέπειες αυτής. Θα ασκεστώ μόνο να παραπέμψω στο σχετικό απόσπασμα από την υπόθεση Coward (Aρ.2) (2012) 1 (Α) Α.Α.Δ. 257:

 

«Οι αυθεντίες αυτές δείχνουν ότι στα πλαίσια της διασφάλισης δίκαιης αντιμετώπισης του υποκείμενου σε ενδεχόμενες κυρώσεις διαδίκου που αντιμετωπίζει αίτηση παρακοής, απείθειας δηλαδή σε δικαστική απόφαση ή διάταγμα, και υπό το φως της νομολογίας ότι η αστική παρακοή είναι οιονεί ποινικής φύσεως, είναι απαραίτητη η παρουσία του διαδίκου. Τόσο για να ακουστεί επί της ουσίας της αιτήσεως παρακοής, την οποία βεβαίως δύναται να αμφισβητήσει, όσο και για να προβάλει τις θέσεις του, σε περίπτωση ενοχής, ως προς την ενδεχόμενη ποινή, συχνά στερητική της ελευθερίας του …».

 

[Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο] 

 

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω, καθίσταται σαφές πως το παράπονο των αιτητών ότι παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης στην αίτηση παρακοής που τους αφορούσε, είναι άκρως δικαιολογημένο. Το εύρημα του κατώτερου Δικαστηρίου ότι η επίδοση ήταν καλή, κρίνεται εσφαλμένο.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος των καθ΄ ων η αίτηση υποστήριξε ακόμη πως δεν θα πρέπει εν ουδεμιά περιπτώσει να εκδοθεί το αιτούμενο Προνομιακό Ένταλμα, αφού επιδιώκεται, ανεπίτρεπτα, η επέμβαση του Ανώτατου Δικαστηρίου στον τρόπο άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του κατώτερου Δικαστηρίου.

 

Με κάθε σεβασμό, ούτε και με αυτή τη θέση συμφωνώ. Κατ΄ αρχάς, να επαναλάβω πως το ουσιώδες είναι κατά πόσο δόθηκε η δυνατότητα στους αιτητές να ακουστούν στην αίτηση παρακοής που τους αφορούσε. Αυτό όχι μόνο δεν αφορά σε άσκηση διακριτικής ευχέρειας, αλλά το κατώτερο Δικαστήριο θεωρώντας αδικαιολόγητα ότι η επίδοση ήταν καλή, προχώρησε και εξεδίκασε την αίτηση, στην απουσία τους, επηρεάζοντας θεμελιώδη δικαιώματά τους. Παρόμοιες θέσεις είχαν προβληθεί και απορριφθεί στην υπόθεση Coward (ανωτέρω), όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα:

 

«… Εδώ έγκειται και το ουσιαστικό του ζητήματος. Η Πρόεδρος δεν ρύθμισε διαδικασία, αλλά επενέβη με τις οδηγίες που έδωσε στα δικαιώματα και υποχρεώσεις του αιτητή.  Προκαθόρισε μια πορεία καθ' υπέρβαση δικαιοδοσίας, επηρεάζοντας τα δικαιώματα του αιτητή …»

 

 

 

Τέλος, αβάσιμο είναι και το επιχείρημά του, ότι οι αιτητές θα έπρεπε να ανέμεναν την απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου στην ποινή. Δεν νοείται σε μία δικαστική διαδικασία, στην οποία ήδη παραβιάστηκαν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και στην οποία οι καταδικασθέντες βρίσκονται αντιμέτωποι ακόμη και με την επιβολή ποινής φυλάκισης, να μην μπορούν να αναχαιτίσουν με το Προνομιακό Ένταλμα Certiorari την περαιτέρω παράβαση των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και να απαιτείται από αυτούς να αναμένουν την όποια ποινή ήθελε επιβληθεί σε αυτούς.

 

Όπως εύστοχα τέθηκε στη Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 442, σε σχέση με το πότε είναι δυνατόν να εκδίδονται Προνομιακά Εντάλματα Certiorari και Prohibition, «Μόνο όπου θίγονται δικαιώματα ή υπάρχει κίνδυνος να θιγούν παρέχεται η δυνατότητα έκδοσης των δύο προνομιακών ενταλμάτων». Εν προκειμένω, συντρέχουν και τα δύο. Με την έκδοση της καταδικαστικής απόφασης είχαν ήδη θιγεί τα δικαιώματα των αιτητών, ενώ με την όποια ποινή ήθελε επιβληθεί σε αυτούς, θα επηρεάζονταν εκ νέου.

 

Υπό το φως όλων των πιο πάνω, είναι ηλίου φαεινότερον πως η παρούσα υπόθεση συνιστά περίπτωση έκδοσης Προνομιακού Εντάλματος Certiorari. Τα πιο κάτω αποσπάσματα από δύο κυπριακές αποφάσεις, μία παλαιά και μία πρόσφατη, σε υποθέσεις Προνομιακών Ενταλμάτων, τα λέγουν όλα. Παραθέτω πρώτα την παλαιά, Λέανδρος Χριστοφίδης (Αρ. 2) (1993) 1 Α.Α.Δ. 785:

 

  «… Είναι φανερό στην προκείμενη περίπτωση ότι ο αιτητής στερήθηκε του δικαιώματος ακρόασης που του αναγνωρίζουν οι αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και κατοχυρώνει το άρθρο 30.3 του συντάγματος. Κανένας από τους λόγους που περιέχει η υπό αναθεώρηση απόφαση δεν ήταν αρκετός για να δικαιολογήσει την παρέκκλιση και να εξουδετερώσει ένα τόσο θεμελιακό δικαίωμα στην απονομή της δικαιοσύνης. Αν λάβει μάλιστα κανείς υπόψη ότι η θεραπεία που παρασχέθηκε δεν ήταν προσωρινής, αλλά οριστικής μορφής. Οι αυθεντίες που σχετίζονται με τη χορήγηση του προνομιακού αυτού διατάγματος και η ευρύτερη νομική τοποθέτηση σε παρόμοια θέματα αναφέρεται επίσης στην προγενέστερη απόφαση μου. Θα ήθελα μόνο να προσθέσω το εξής σχετικό απόσπασμα από το Basu "Commentary on the Constitution of India",5η έκδοση, σελ. 666:

 

"It has been pointed out earlier that though breach of natural justice is sometimes treated as a species of defect of jurisdiction, it is recognized as an independent ground for issue of certiorari. Certiorari will lie where a judicial or quasi-judicial authority has violated the principles of natural justice even though the authority has acted within its jurisdiction."

[Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο]

 

 

Ακολουθεί η πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειας του Ανώτατου Δικαστηρίου, στην Αίτηση του Nikolai Ivanovich Kazakov για την έκδοση Εντάλματος Certiorari, Πολ. Έφ. Αρ. 72/2022, ημερ. 17.7.2023, ECLI:CY:AD:2023:A252:

 

 

«Το δικαίωμα του καθενός να λαμβάνει γνώση για οιαδήποτε δικαστική διαδικασία τον αφορά ή μπορεί να επηρεάσει τα δικαιώματα του και να παραστεί στη διαδικασία και να ακουστεί, είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του συστήματος απονομής της δικαιοσύνης στην Κύπρο. «Η λυδία λίθος της δίκαιης δίκης είναι το δικαίωμα ακρόασης», όπως χαρακτηριστικά αναφέρθηκε στη Χριστοφίδης (Αρ. 1) (1993) 1 Α.Α.Δ. 613, 617.»

 

[…]

 

Όπως εύστοχα τέθηκε στην Τάσου (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 1372, 1375, με αναφορά στο δικαίωμα να ακουστεί κάποιος, «Η παροχή δυνατότητας άσκησης αυτού του δικαιώματος, όπου αυτό υπάρχει, αποτελεί θεμέλιο χωρίς το οποίο δεν μπορεί να υποστηλωθεί νόμιμη διαδικασία».  Στην Πιττάκης κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 297, 301, αναφέρθηκε ότι η τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης συνιστά προϋπόθεση για την έγκυρη απονομή της δικαιοσύνης, ενώ στην Γρηγορίου ν. Τραπέζης Κύπρου Λτδ (1992) 1(Β) Α.Α.Δ. 1222, 1224, ότι η αποστέρηση των δικαιωμάτων που κατοχυρώνει το Άρθρο 30.3 του Συντάγματος αναιρεί τη δίκη και καθιστά το αποτέλεσμα άκυρο.»

 

[Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο]

Εν κατακλείδι, όλοι οι λόγοι ένστασης, το περιεχόμενο των οποίων έχω μελετήσει, είναι αβάσιμοι και απορρίπτονται. Η διαδικασία στη βάση της οποίας οι αιτητές κρίθηκαν ένοχοι παρακοής διατάγματος, δεν ήταν νόμιμη αφού αυτοί στερήθηκαν του δικαιώματός τους να ακουστούν. Κατ΄ επέκταση, η καταδικαστική απόφαση πάσχει.

 

Η αίτηση κρίνεται βάσιμη και επιτυγχάνει. Εκδίδεται Προνομιακό Ένταλμα Certiorari με το οποίο ακυρώνεται η καταδικαστική απόφαση του κατώτερου Δικαστηρίου ημερ. 20.11.2023, η οποία εξεδόθη εν τη απουσία των αιτητών, στην αίτηση παρακοής ημερ. 11.5.2020.

 

Επιδικάζονται προς όφελος των επιτυχόντων Αιτητών όλα τα έξοδα της διαδικασίας, όπως αυτά θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή και εγκριθούν από το Δικαστήριο.

 

 

 

                                                        Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο