ΕΦΕΤΕΙΟ ΚΥΠΡΟΥ - ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση αρ. 85/21)

28 Μαρτίου 2024

[ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Πρόεδρος]

[ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ, ΣΤΥΛΙΑΝΙΔΟΥ, Δ/στές]

 

Raziye Djemil Cufi και Μιχάλης Βλαδιμήρου ως διαχειριστών της περιουσίας του αποβιώσαντος Djemil Cufi Suleyman

Εφεσείοντες

ν.

Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας

Εφεσίβλητου

Αίτηση ημ. 6.4.23 υπό εφεσειόντων – αιτητών για παραπομπή Προδικαστικού Ερωτήματος στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Ε.Ε)

Εφεσείων Μιχάλης Βλαδιμήρου - εμφανίζεται προσωπικά

Για εφεσίβλητο: κα Έλλη Φλωρέντζου

               

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη.

ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ

ΠΑΝΑΓΙΩΤΟΥ, Π. Με την παρούσα έφεση, αμφισβητείται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου με την οποία απορρίφθηκε  αγωγή των εφεσειόντων, στο πλαίσιο της οποίας αξίωναν μεταξύ άλλων δήλωση του Δικαστηρίου ότι δικαιούνται να εκμεταλλευτούν και μεταβιβάσουν την περιουσία του αποβιώσαντος Τουρκοκύπριου Djemil Cufi Suleyman (ο αποβιώσας) που βρίσκεται στις ελεύθερες περιοχές, χωρίς να χρειάζεται έγκριση από τον Κηδεμόνα τουρκοκυπριακών περιουσιών. Αιτούνταν επίσης δήλωση του Δικαστηρίου ότι οι πρόνοιες του Περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (διαχείριση και άλλα θέματα) Νόμου 139/91 δεν είναι συμβατές με τις αρχές του κοινοτικού δικαίου όσον αφορά το θεμελιώδες δικαίωμα της περιουσίας, της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης των διακρίσεων, λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής.

Οι εφεσείοντες καταχώρισαν την πιο πάνω αγωγή στο πρωτόδικο Δικαστήριο, υπό την ιδιότητα τους ως διαχειριστές της περιουσίας του αποβιώσαντος, ο οποίος είναι παραδεκτό ότι ανήκε στην τουρκοκυπριακή κοινότητα και πριν την τουρκική εισβολή του 1974, διέμενε στο χωριό Γεροσκήπου της Πάφου μαζί με την οικογένεια του. Η μια εκ των διαχειριστών Raziye Djemil Cufi, είναι η θυγατέρα του αποβιώσαντος και μοναδική κληρονόμος του αφού η μητέρα της, αποποιήθηκε το κληρονομικό της μερίδιο προς όφελος της.

Είναι επίσης παραδεκτό ότι μετά την τουρκική εισβολή, ο αποβιώσας μαζί με την οικογένεια του μεταφέρθηκε εκουσίως στις μη ελεγχόμενες από την Δημοκρατία περιοχές, και διέμενε στο κατεχόμενο χωριό Άγιος Σέργιος Αμμοχώστου. Μετά τον θάνατο του αποβιώσαντος, ο Κηδεμόνας απεδέχθη την μεταβίβαση της ακίνητης περιουσίας του που βρίσκεται στις ελεύθερες περιοχές, στην θυγατέρα του Raziye Djemil Cufi. Στην συνέχεια, η θυγατέρα του αποβιώσαντος συμφώνησε να πωλήσει σε τρίτο πρόσωπο, ακίνητη ιδιοκτησία του αποβιώσαντος έκτασης 180 σκαλών που βρίσκεται στην Γεροσκήπου. Όμως ο Υπουργός Εσωτερικών ως Κηδεμόνας των τουρκοκυπριακών περιουσιών δεν ενέκρινε την πιο πάνω πώληση αφού αποφάνθηκε ότι δεν συνέτρεχαν ειδικές και κατάλληλες προϋποθέσεις για να καταταχθεί η υπό κρίση περίπτωση, σε εκείνες που δυνατόν να επέτρεπαν την αγοραπωλησία, δυνάμει του Νόμου 139/91.

Να σημειωθεί ότι παρόμοια ζητήματα τέθηκαν και στην υπόθεση Cemil Raziye (2008) 1 A.A.Δ. 987. Στην εν λόγω υπόθεση η θυγατέρα του αποβιώσαντος Raziye Djemil στο πλαίσιο της διαχείρισης της περιουσίας του (Διαχ. Αρ. 128/04), υπέβαλε αίτημα στο Επαρχιακό Δικαστήριο για έκδοση διατάγματος έγκρισης της πώλησης του πιο πάνω κτήματος του αποβιώσαντος που βρίσκεται στην Γεροσκήπου. Το Δικαστήριο απέρριψε την αίτηση κρίνοντας ότι το κτήμα αποτελούσε «τουρκοκυπριακή περιουσία» μέσα στην έννοια του Άρθρου 2 του Ν.139/91, η οποία περιήλθε στην κατοχή του Κηδεμόνα Τουρκοκυπριακών Περιουσιών. Στην έφεση που ακολούθησε, το Ανώτατο Δικαστήριο επεκύρωσε την πρωτόδικη απόφαση (βλ. Cemil Raziye ανωτέρω).

Λέχθηκε στην πιο πάνω απόφαση ότι από τις διατάξεις του Νόμου 139/91, προκύπτει ότι ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης δεν αποστερείται της περιουσίας του, η οποία εξακολουθεί να του ανήκει υπό τους προσωρινούς περιορισμούς του Νόμου 139/91, οι οποίοι θα αρθούν με τη λήξη της έκρυθμης κατάστασης που δημιουργήθηκε ως αποτέλεσμα της τουρκικής εισβολής. Μέχρι τότε, ο Κηδεμόνας στον οποίο έχει περιέλθει η κατοχή και διαχείριση κάθε τουρκοκυπριακής περιουσίας που έχει εγκαταλειφθεί, είναι το μόνο πρόσωπο που νομιμοποιείται στη διαχείρισή της και δεν μπορεί να παρακάμπτεται.

Ακολούθησε η καταχώριση της υπό κρίση πρωτόδικης διαδικασίας από τους εφεσείοντες με την οποία ζητούσαν τις πιο πάνω θεραπείες. Το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση του στην παρούσα υπόθεση, αρχικά απέρριψε προδικαστική ένσταση της Δημοκρατίας για την δημιουργία δεδικασμένου και κατάχρηση της Δικαστικής διαδικασίας. Κρίθηκε ότι η αξίωση στην παρούσα, δεν αφορούσε την ίδια βάση αγωγής και επίδικα θέματα όπως εκείνα στην Cemil Raziye (ανωτέρω). Απεναντίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι η αγωγή βασιζόταν επί συγκεκριμένου παράπονου των εφεσειόντων, πως η Δημοκρατία παρέβηκε το καθήκον να εφαρμόσει, τις ισχύουσες κατά τους εφεσείοντες ρυθμίσεις του ευρωπαϊκού - ενωσιακού δικαίου για να κατοχυρώσει τα θεμελιώδη δικαιώματα τους, στην κοινοτική έννομη τάξη.

Στην συνέχεια, το πρωτόδικο Δικαστήριο μετά από αξιολόγηση της μαρτυρίας, απέρριψε την αγωγή κρίνοντας ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να περιγράψουν στοιχειωδώς την ακίνητη ιδιοκτησία και όσα άλλα παρουσιάζονται ως συστατικά της επίδικης συμφωνίας αγοραπωλησίας. Υπό αυτή την οπτική, η μαρτυρία των εφεσειόντων ταξινομήθηκε ως απογυμνωμένη οιασδήποτε αποδεικτικής βαρύτητας και μη δυνάμενη να στηρίξει την απαίτηση τους.

Αλλά και επί της ουσίας των ισχυρισμών των εφεσειόντων, το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι αυτοί δεν ευσταθούν. Λέχθηκε ότι η παρέμβαση του Κηδεμόνα, πέραν από συνταγματική κατά τα επικρατούντα στους κρίσιμους χρόνους με βάση το δίκαιο της ανάγκης, ήταν επιπλέον νόμιμη και συμβατή με το Ευρωπαϊκό - Ενωσιακό Δίκαιο και με τα αλληλένδετα εφαρμοζόμενα ανθρώπινα δικαιώματα.

Τονίστηκε πρωτοδίκως με παραπομπή σε κυπριακή νομολογία αλλά και σε αποφάσεις του Ε.Δ.Α.Δ ότι η Κυπριακή Δημοκρατία δεν στέρησε από τον αποβιώσαντα και τους κληρονόμους του, το δικαίωμα ιδιοκτησίας αφού η ακίνητη ιδιοκτησία συνεχίζει να τους ανήκει. Το αδιεκπεραίωτο της αγοραπωλησίας, δεν οφείλεται στο ότι η θυγατέρα του αποβιώσαντα είναι Τουρκοκύπρια αλλά στο ότι η ακίνητη ιδιοκτησία, συνιστά τουρκοκυπριακή περιουσία κατά το Άρθρο 2 του Νόμου 139/91, αλλά και ένεκα του ότι ο Κηδεμόνας ενεργώντας στο πλαίσιο του Άρθρου 3 του Νόμου, συνυπολόγισε πως «ο Τουρκοκύπριος ιδιοκτήτης της περιουσίας ή οι κληρονόμοι ή οι διάδοχοί του στον τίτλο, ανάλογα με την περίπτωση, κατέχουν περιουσία που ανήκει σε Ελληνοκύπριο στις μη ελεγχόμενες από τη Δημοκρατία περιοχές».

Εναντίον της πιο πάνω πρωτόδικης απόφασης, οι εφεσείοντες καταχώρισαν την υπό κρίση έφεση. Αμφισβητούν μεταξύ άλλων την ερμηνεία του Κοινοτικού Δικαίου από το πρωτόδικο Δικαστήριο και ιδιαίτερα την Οδηγία 2000/43/ΕΚ που διασφαλίζει το δικαίωμα της ίσης μεταχείρισης και της απαγόρευσης των διακρίσεων λόγω φυλετικής ή εθνοτικής καταγωγής

Ακολούθησε η καταχώριση της παρούσας αίτησης με την οποία οι εφεσείοντες αιτούνται από τον παρόν Εφετείο, την παραπομπή προδικαστικών ερωτημάτων  στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης (Δ.Δ.Ε).

Τα προδικαστικά ερωτήματα αφορούν κατά βάση, το κατά πόσον εμπίπτει η υπό κρίση περίπτωση στο πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας 2000/43 ΕΚ σε σχέση με το άρθρο 3.1 αλλά και την έννοια της φράσης «λιγότερο ευνοϊκή μεταχείριση» στο άρθρο 2.2 (α) της Οδηγίας ενόψει και της απόφασης του Δ.Ε.Ε, C - 83/14; CHEZ Razpredelinie Bulgaria. Επιζητείται επίσης παραπομπή του ερωτήματος κατά πόσον συμβιβάζεται με το Άρθρο 2.2(α) και (β) της Οδηγίας 2000/43 ΕΚ, η σχετική με την παρούσα υπόθεση εθνική νομοθεσία και νομολογία και σε περίπτωση ασυμβίβαστου αν έχει το εθνικό δικαστήριο την υποχρέωση να μην τις εφαρμόσει και να προστρέξει στους ορισμούς που περιέχονται στις διατάξεις της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ.

Οι εφεσείοντες στηρίζουν την αίτηση τους στα γεγονότα που εμφαίνονται στον φάκελο του Δικαστηρίου αλλά και στον ισχυρισμό τους ότι τα επίδικα ζητήματα στην παρούσα, άπτονται της Ευρωπαϊκής έννομης τάξης. Υποστηρίζεται επίσης ότι η απόφαση από το Δ.Ε.Ε επί των εν λόγω ερωτημάτων είναι αναγκαία, λαμβάνοντας υπόψη το γεγονός ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο επέτρεψε την ένσταση του Γενικού Εισαγγελέα για την μη παραπομπή των ερωτημάτων στο ΔΕΕ χωρίς αιτιολογία. Ως αποτέλεσμα τα ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα και οι αμφιβολίες σύγκρουσης του δικαίου της Ένωσης με το εθνικό δίκαιο δεν επιλύονται.

Κατά τους εφεσείοντες, η ουσία της διαφοράς στην πρωτόδικη διαδικασία και αυτό που κλήθηκε το πρωτόδικο Δικαστήριο να αποφασίσει, ήταν το κατά πόσον το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Cemil (ανωτέρω), εφάρμοσε ή όχι το Δίκαιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Γίνεται παραπομπή επί του προκειμένου στην υπόθεση Gerhard Köbler  C-224/01 όπου σύμφωνα με τους εφεσείοντες, όταν Δικαστήριο κράτους – μέλους τελευταίου βαθμού (όπως το Ανώτατο Δικαστήριο στην Κύπρο) δεν εφαρμόζει το δίκαιο της Ένωσης, τότε δίδεται δικαίωμα σε διάδικο που θεωρεί ότι θίγεται να καταχωρίσει αγωγή εναντίον του κράτους – μέλους. Κρίνεται ενόψει τούτου, αναγκαία η παραπομπή των υπό κρίση ερωτημάτων στο Δ.Ε.Ε., προκειμένου το Εφετείο να είναι σε θέση να αποφασίσει τα πιο πάνω επίδικα θέματα.

Η πλευρά της Δημοκρατίας έφερε ένσταση στο αίτημα. Στους λόγους ένστασης αλλά και στην επισυναφθείσα ένορκη δήλωση, υποστηρίζεται ότι δεν είναι απαραίτητη για την προώθηση και εξέταση της έφεσης, η παραπομπή των επίδικων ερωτημάτων στο Δ.Ε.Ε. Συγκεκριμένα το Δ.Ε.Ε δεν έχει αρμοδιότητα να ερμηνεύει γενικά και αόριστα την εθνική νομοθεσία βάσει της διαδικασίας που προβλέπεται στο Άρθρο 267 της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ). Επιπρόσθετα η ερμηνεία ευρωπαϊκής νομοθεσίας, είναι έργο του εθνικού Δικαστηρίου.

Όπως προαναφέρθηκε η παρούσα αίτηση στηρίζεται στο Άρθρο 267 (πρώην 234) της Συνθήκης Λειτουργίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ),  το οποίο έχει ως εξής:

«Το Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης αποφαίνεται με προδικαστικές αποφάσεις:

(α) επί της ερμηνείας των Συνθηκών,

(β) επί του κύρους και της ερμηνείας των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης.

Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο για να αποφανθεί επ’ αυτού.

Δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ανακύπτει τέτοιο ζήτημα σε εκκρεμή υπόθεση και του οποίου οι αποφάσεις δεν υπόκεινται σε ένδικα μέσα του εσωτερικού δικαίου, οφείλει να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο ……»

Στην υπόθεση Theosavva Co Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα (2014) 1 Α.Α.Δ 200, λέχθηκαν τα πιο κάτω σε σχέση με την εμβέλεια του πιο πάνω Άρθρου 267 της ΣΛΕΕ:

« Όπως γίνεται αντιληπτό, με το άρθρο 267 της ΣΛΕΕ παρέχεται στο Εθνικό Δικαστήριο η δυνατότητα να παραπέμπει στο ΔΕΕ νομικό ερώτημα σε δύο περιπτώσεις. Η πρώτη, όταν στο αντικείμενο της διαφοράς που καλείται να αποφασίσει ανακύπτει ζήτημα ερμηνείας των Συνθηκών της Ένωσης και, η δεύτερη, όταν ανακύπτει ζήτημα που σχετίζεται με το κύρος και την ερμηνεία των πράξεων των θεσμικών ή λοιπών οργάνων ή οργανισμών της Ένωσης.»

Μετά την είσοδο της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κατέστη αναγκαία η τροποποίηση του Περί Δικαστηρίων Νόμου 14/60 ώστε να τεθεί το δικαιοδοτικό πλαίσιο για την Δικαστική Παραπομπή Νομικών Ερωτημάτων από τα Κυπριακά Δικαστήρια στο Δ.Ε.Ε. Έτσι με τον Νόμο 119(Ι)/2008 τροποποιήθηκε ο Περί Δικαστηρίων Νόμος με την προσθήκη του Άρθρου 34Α, το οποίο στην συνέχεια διαμορφώθηκε με τον τροποποιητικό Νόμο 146(I)/2022 ως ακολούθως:

(1) Με την επιφύλαξη των διατάξεων των εδαφίων (2), (3) και (4), δικαστήριο ενώπιον του οποίου ανακύπτει ζήτημα, το οποίο αφορά στο κύρος και την ερμηνεία των αποφάσεων-πλαίσιο και των αποφάσεων που εκδίδονται βάσει του Τίτλου VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή στην ερμηνεία των συμβάσεων που καταρτίζονται με βάση τον Τίτλο VI της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση, ή στο κύρος και την ερμηνεία των μέτρων εφαρμογής τους, δύναται, αν κρίνει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, να παραπέμψει το ζήτημα στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων για να αποφανθεί επ’ αυτού.

(2) ……………………………………………………………………..……..

(3) Σε περίπτωση κατά την οποία προβλεπόμενο από τις διατάξεις του εδαφίου (1) ζήτημα ανακύψει ενώπιον του Εφετείου, εφόσον τούτο κρίνει ότι η απόφαση επί του εν λόγω ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της υπό του ιδίου απόφασης, παραπέμπει το ζήτημα στο Δικαστήριο της Ευρωπαϊκής Ένωσης

(4) …………………………………………………………………………….

Όπως τονίσαμε και στην πρόσφατη απόφαση μας στην υπόθεση Μπουλούτα κ.α ν. Αυγουστίνου Παπαθωμά υπό την ιδιότητα του ως εκκαθαριστή της υπό εκκαθάριση εταιρείας Cyprus Popular Bank Public Co Ltd Πολ. Έφεση E215/2021 ημ. 13.3.2024, προκύπτει από την παράγραφο 3 του πιο πάνω άρθρου ότι το Εφετείο, εάν διαπιστώσει ότι απόφαση επί του ζητήματος είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής του απόφασης, δεν έχει διακριτική ευχέρεια ως προς το ζήτημα αν θα παραπέμψει το ερώτημα στο Δ.Ε.Ε, σε αντίθεση με την περίπτωση πρωτόδικων Δικαστηρίων όπου περιλαμβάνεται η λέξη «δύναται». Το ίδιο ισχύει και για το Ανώτατο Δικαστήριο αλλά και για το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο (βλ. κατά αναλογία τις παραγράφους 2 και 4 του Άρθρου 34Α του Νόμου 14/60).

Έπεται πως το μοναδικό ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί στην παρούσα περίπτωση, είναι το κατά πόσο γνωμάτευση του Δ.Ε.Ε επί των ερωτημάτων που καταγράφονται στην αίτηση, είναι απαραίτητη για έκδοση απόφασης στην παρούσα Έφεση. Αποκλειστικά αρμόδια να κρίνουν κατά πόσο η έκδοση προδικαστικής απόφασης είναι αναγκαία για την έκδοση της δικής τους απόφασης είναι τα Εθνικά Δικαστήρια (Duringello v. INPS Υπόθεση αρ. C 186/90 ημερ. 28.11.1991). Όσον αφορά την ερμηνεία της λέξης «αναγκαία» στην υπόθεση Bulmer v. Bollinger [1974] EWCA Civ 14 λέχθηκαν τα εξής:

«´necessary´ meant that the  outcome of the case must be dependent on the decision’».

Συνεπώς σύμφωνα με την πιο πάνω απόφαση, οι παραπομπές θα πρέπει να γίνονται μόνο όπου είναι απαραίτητο, όχι απλώς όταν είναι επιθυμητό ή βολικό (thus, referrals should only be made where necessary, not where merely desirable or convenient). Λέχθηκε επίσης ότι κατά την άσκηση της διακριτικής ευχέρειας αν θα παραπέμψει ή όχι το θέμα, το εθνικό δικαστήριο λαμβάνει υπόψη και το κατά πόσο μπορεί, με βεβαιότητα, να αποφασίσει το ίδιο το εγειρόμενο θέμα.

Στην υπόθεση Μπουλούτα (ανωτέρω), είχαμε την ευκαιρία να παραπέμψουμε στο πιο κάτω απόσπασμα της καθοριστικής επί του θέματος απόφασης Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλής των Αντιπροσώπων (αρ. 5) (2017) 3 Α.Α.Δ. 327:

«Αναγνωρίζονται εξαιρέσεις στη δυνατότητα ή υποχρέωση του εθνικού Δικαστηρίου να αποστείλει προδικαστικό ερώτημα όταν η ερμηνεία είναι τόσο προφανής που να μην χρειάζεται το εθνικό Δικαστήριο να ανατρέξει σε προηγούμενη νομολογία του Δικαστηρίου επί του θέματος, αρχή γνωστή ως acte claire όπως έχει καθιερωθεί στην υπόθεση Srl CILFIT v. Ministry of Health, Case 283/1981[1982] E.C.R. 3415. Επίσης εξαίρεση έχει καθιερωθεί στη βάση της αρχής του acte éclairé, η οποία τυγχάνει εφαρμογής όταν το ερώτημα που ανακύπτει έχει ήδη τύχει εξέτασης σε ουσιωδώς παρόμοιο ερώτημα και έχει απαντηθεί από το Δικαστήριο…».

Επιπλέον, στην υπόθεση Cypra Limited v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2013) 3 Α.Α.Δ 305, η Ολομέλεια του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξετάζοντας αίτηση για προδικαστική παραπομπή στο Δ.Ε.Ε, ανέφερε ότι το Άρθρο 267 (πρώην άρθρο 234) της Συνθήκης για την ίδρυση της Ευρωπαϊκής Κοινότητας, παρέχει στο Δ.Ε.Ε. την εξουσία να ερμηνεύει τη Συνθήκη, δεν του παρέχει όμως ειδικά την εξουσία να την εφαρμόζει στα γεγονότα μιας υπόθεσης. Το εν λόγω άρθρο δεν παραθέτει το πλαίσιο διαδικασίας έφεσης, ούτε και το Δ.Ε.Ε ενεργεί σαν εφετείο από αποφάσεις εθνικών δικαστηρίων. Η λειτουργία του, είναι αναγκαία για τη διατήρηση του Κοινοτικού χαρακτήρα του υπό κρίση Νόμου (βλ. υπόθεση 166/73, Rheinműhlen-Dusseldorf v. EVGF, [1974] ECR 33).

Στην σημαντική υπόθεση Περικλέους ν. Eliinas Finance Ltd κα (2015) 1 Α.Α.Δ.513) το Ανώτατο Δικαστήριο παραπέμπει στην απόφαση R. v. H.M. Treasury, ex parte Daily Mail and General Trust Plc. (1987) C.M.L.R. (2), p. 1, 4, όπου αποφασίστηκε ότι τα πιο κάτω, συνιστούν μεταξύ άλλων, λόγους για προδικαστική παραπομπή στο Δ.Ε.Ε:

1.    Τα σχετικά γεγονότα της υπόθεσης να μην τελούν υπό αμφισβήτηση.

2.    Το νομικό σημείο που εγείρεται να είναι καθοριστικό για την τελεσίδικη επίλυση της επίδικης διαφοράς.

3.    Να μην υπάρχει κοινοτική αυθεντία επί του νομικού σημείου ή παραπλήσια του.

4.    Το εγερθέν σημείο και αυτή η ίδια η υπόθεση να προβάλλονται και τα δύο καλόπιστα και χωρίς υστερόβουλο κίνητρο.

Στην ίδια υπόθεση Περικλέους, (ανωτέρω) γίνεται αναφορά στις συστάσεις του Δ.Ε.Ε στα εθνικά Δικαστήρια για την παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος. Το εν λόγω έγγραφο συστάσεων όπως τροποποιήθηκε (βλ. Information Note 2019/C 380/01), αναφέρεται μεταξύ άλλων και στο αντικείμενο της αίτησης για προδικαστική απόφαση ενώπιον του ΔΕΕ. Σχετική η Σύσταση 8 που έχει ως εξής:

« Η αίτηση προδικαστικής αποφάσεως πρέπει να αφορά την ερμηνεία ή το κύρος του δικαίου της Ένωσης και όχι την ερμηνεία κανόνων του εθνικού δικαίου ή ζητήματα σχετικά με τα πραγματικά περιστατικά της διαφοράς της κύριας δίκης.»

Όπως προαναφέρθηκε, στην παρούσα υπόθεση το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την αγωγή, για τον βασικό λόγο ότι οι εφεσείοντες απέτυχαν να περιγράψουν στοιχειωδώς την ακίνητη ιδιοκτησία και όσα άλλα παρουσιάζονται ως συστατικά της επίδικης συμφωνίας αγοραπωλησίας. Είναι φανερό ότι πρωτοδίκως, αποδίδεται στους εφεσείοντες αποτυχία να παρουσιάσουν μαρτυρία που να έχει οιανδήποτε αποδεικτική βαρύτητα και να μην είναι ως εκ τούτου σε θέση να στηρίξει την απαίτηση τους για έγκριση της επίδικης συμφωνίας.

Το συμπέρασμα αυτό του πρωτόδικου Δικαστηρίου, το οποίο είναι και το κυρίαρχο για την απόρριψη της απαίτησης αναφορικά με την έγκριση της πώλησης, δεν σχετίζεται βέβαια με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο ούτε με τα προδικαστικά ερωτήματα που οι εφεσείοντες επιδιώκουν να με την παρούσα αίτηση τους, να παραπεμφθούν στο Δ.Ε.Ε.

Είναι σωστό βέβαια να λεχθεί ότι πέραν της έγκρισης της πώλησης του ακινήτου, οι εφεσείοντες αιτήθηκαν και δήλωσης του Δικαστηρίου ότι οι πρόνοιες του Περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών (διαχείριση και άλλα θέματα) Νόμου 139/91 δεν είναι συμβατές με τις αρχές του Ευρωπαϊκού  Δικαίου.

Όμως από την προαναφερθείσα νομολογία, προκύπτει ότι η συμβατότητα της εθνικής νομοθεσίας με το Ευρωπαϊκό Δίκαιο δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο παραπομπής στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο. Στον βαθμό που με την παρούσα αίτηση δεν επιζητείται η ερμηνεία κοινοτικών διατάξεων, αλλά αποκλειστικά η συμβατότητα τους με το εθνικό δίκαιο, το αίτημα δεν μπορεί να επιτύχει. Όπως έχει νομολογηθεί, τα ζητήματα συμβατότητας, μπορούν να εξεταστούν από το παρόν Δικαστήριο χωρίς να είναι αναγκαία η προδικαστική παραπομπή στο Ευρωπαϊκό Δικαστήριο (βλ. επίσης την πιο πάνω σύσταση 8 του Information Note 2019/C 380/01).

Ειδικότερα η αρχή αυτή ισχύει ως προς το ερώτημα, αν το Δικαστήριο πρέπει να εφαρμόσει την Ευρωπαϊκή Οδηγία 2000/43/ΕΚ και να προστρέξει στους ορισμούς που περιέχονται σε αυτήν, σε περίπτωση κατάληξης του για  ασυμβίβαστο των προνοιών της, με τον Νόμο 139/91. Είναι σαφής  τόσον από το Ενωσιακό Δίκαιο και νομολογία όσο και από τις διατάξεις του ημεδαπού Δικαίου και Συντάγματος, η υπεροχή του Ευρωπαϊκού Δικαίου έναντι του ημεδαπού Νόμου (βλ.  Άρθρο 1Α του Συντάγματος).

Ως εκ τούτου, κρίνουμε ότι δεν χρειάζεται στην παρούσα περίπτωση, η παραπομπή προδικαστικού ερωτήματος στο Δ.Ε.Ε ως προς την συμβατότητα των προνοιών του Νόμου 139/91 με τις πρόνοιες της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ, προκειμένου να γνωματεύσει επί του συγκεκριμένου θέματος. Αυτό, αφού στην περίπτωση που το Εφετείο αποδεχθεί την θέση των εφεσειόντων ως προς το ασυμβίβαστο, τότε σαφώς και θα εφαρμόσει το Ευρωπαϊκό Δίκαιο, το οποίο υπερέχει του ημεδαπού.

Ανεξαρτήτως των πιο πάνω, μελέτη της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ στην οποία παραπέμπει ο εφεσείοντας, καταδεικνύει ότι αυτή δεν συνδέεται με τα επίδικα θέματα της παρούσας. Σχετικό είναι το ίδιο το Άρθρο 3 της Οδηγίας με τον τίτλο «Πεδίο Εφαρμογής» όπου αναφέρεται ότι η Οδηγία εφαρμόζεται στους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, στον επαγγελματικό προσανατολισμό, στην κοινωνική προστασία, συµπεριλαµβανόμενης της κοινωνικής ασφάλισης και της υγειονομικής περίθαλψης και στις κοινωνικές παροχές (βλ. επίσης το εισαγωγικό Άρθρο 12 της Οδηγίας). 

Σχετική  είναι η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση  Korkut ν. Γεωργίου (2007) 1 Α.Α.Δ 1333 που αφορούσε επίσης αίτημα για προδικαστική παραπομπή στο Δ.Ε.Ε αναφορικά με κατ’ ισχυρισμό παραβίαση του Άρθρου 2 της Οδηγίας 2000/43/ΕΚ από τις διατάξεις του Νόμου 139/91. Το Ανώτατο Δικαστήριο απορρίπτοντας το αίτημα παραπομπής, ανέφερε ότι η εν λόγω Οδηγία έχει ως πεδίο εφαρμογής, τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, στις εργασιακές συνθήκες, στην κοινωνική προστασία συμπεριλαμβανομένης της κοινωνικής ασφάλισης και στις κοινωνικές παροχές, θέματα τα οποία εκ πρώτης όψεως, δεν φαίνεται να έχουν σχέση με τον Περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμο 139/91.

Στην ίδια κατεύθυνση είναι και το Εγχειρίδιο σχετικά με το ευρωπαϊκό δίκαιο κατά των διακρίσεων από τις εκδόσεις του Δ.Ε.Ε όπου αναφέρεται στην σελίδα 23 ότι το πεδίο εφαρμογής της Οδηγίας για την Φυλετική Ισότητα 2000/43/ΕΚ αφορά στην απαγόρευση των διακρίσεων στον τομέα της απασχόλησης, της πρόσβασης στο σύστημα πρόνοιας και της κοινωνικής ασφάλισης, καθώς και σε αγαθά και υπηρεσίες.

Δεν μας διαφεύγει ότι στην απόφαση του Δ.Ε.Ε  C - 83/14 CHEZ Razpredelinie Bulgaria στην οποία μας παρέπεμψαν οι εφεσείοντες, αναφέρεται ότι το άρθρο 3 της Οδηγίας που αφορά την καθ’ ύλην εφαρμογή της, δεν πρέπει να ερμηνεύεται στενά. Εντούτοις, τα περιστατικά και της υπόθεσης αυτής, κρίθηκαν υπό το φως του εισαγωγικού Άρθρου 12 της οδηγίας που απαριθμεί τους τομείς που καλύπτονται από την Οδηγία, ένας εκ των οποίων είναι η πρόσβαση σε κοινωνικές παροχές, αγαθά και υπηρεσίες, όπως η ηλεκτρική ενέργεια. Στοιχείο  που ελλείπει παντελώς στην παρούσα υπόθεση.

Σχετική με το καθ’ ύλην πεδίο εφαρμογής της 2000/43/ΕΚ, είναι και η απόφαση του Δ.Ε.Ε C391/09 Runevič Vardy και Wardyn. Λέχθηκε ότι η εμβέλεια της Οδηγίας πρέπει να εκτείνεται πέρα από την πρόσβαση σε δραστηριότητες απασχόλησης και να καλύπτει τομείς όπως οι απαριθμούμενοι εξαντλητικά στο Άρθρο 3, ήτοι της κοινωνικής προστασίας και των κοινωνικών παροχών. Τονίστηκε εντούτοις ότι παρότι η Οδηγία λόγω της φύσης της στην προστασία της ισότητας δεν θα πρέπει να ερμηνεύεται συσταλτικά, αυτή δεν καλύπτει εθνική ρύθμιση, όπως ήταν η επίδικη στην υπόθεση αυτή, και η οποία αφορούσε  την αναγραφή με καθορισμένο τρόπο, του επωνύμου και του ονόματος συγκεκριμένης εθνοτικής τάξης, στις ληξιαρχικές πράξεις του κράτους - μέλους.

Έγινε επί του προκειμένου παραπομπή στις προπαρασκευαστικές εργασίες της Οδηγίας 2000/43, που εκδόθηκε από το Συμβούλιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στις εν λόγω προπαρασκευαστικές εργασίες και κατ’ εφαρμογή του κανόνα της ομοφωνίας του Άρθρου 13 ΕΚ, το Συμβούλιο αρνήθηκε να λάβει υπόψη τροπολογία προταθείσα από το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, προκειμένου η «άσκηση των καθηκόντων οιουδήποτε δημόσιου φορέα, συμπεριλαμβανομένων των αστυνομικών αρχών, των αρχών ελέγχου των μεταναστών, καθώς και των αρχών της ποινικής και αστικής δικαιοσύνης» να περιληφθεί στην απαρίθμηση των δραστηριοτήτων του Άρθρου 3, παράγραφος 1, της Οδηγίας αυτής και, επομένως, να καλυφθεί από το πεδίο εφαρμογής της.

Είναι σαφές από τα πιο πάνω, τόσον από το εισαγωγικό Άρθρο 12 καθώς και από το ίδιο το Άρθρο 3 της Οδηγίας αλλά και από την Κυπριακή Νομολογία (βλ. Korkut ανωτέρω) και αυτήν του Δ.Ε.Ε (βλ. CHEZ και Runevič ανωτέρω) ότι η Οδηγία 2000/43 ακόμη και στην ευρύτερη της ερμηνεία, έχει ως πεδίο εφαρμογής, τους όρους πρόσβασης στην απασχόληση, στις εργασιακές συνθήκες και στην κοινωνική προστασία, θέματα τα οποία δεν έχουν σχέση με τον Περί Τουρκοκυπριακών Περιουσιών Νόμο 139/91.

Για όλους τους πιο πάνω λόγους, κρίνουμε ότι η αιτούμενη παραπομπή δεν είναι αναγκαία για σκοπούς εκδίκασης της παρούσας έφεσης ή για τη διασφάλιση ενιαίας ερμηνείας των κοινοτικών διατάξεων.

Ενόψει όλων των πιο πάνω, η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των εφεσειόντων και υπέρ του εφεσίβλητου ως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.

 

 

Αλ. Παναγιώτου, Π.

 

 

 

Μ. Παπαδοπούλου, Δ.

 

 

 

Ι. Στυλιανίδου, Δ.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο