ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 114/2015)

 

 

30 Απριλίου 2024

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

1.   Prestos Confectionery Ltd,

2.   Φροσούλλας Θεμιστοκλέους Πρέστου,

3.   Ανδρούλλας Χατζηαλεξάνδρου Σωκράτους Πρέστου,

4.   Χρυστάλλας Θεμιστοκλέους Πρέστου,

5.   Ελένης Θεμιστοκλέους Γεωργίου,

6.   Δια του Επίσημου Παραλήπτη ως διαχειριστή της περιουσίας της πτωχεύσασας Θέμιδος (Θεμούλλας) Θεμιστοκλέους Πρέστου,

 

Εφεσείοντες,

 

ν.

 

Alpha Bank Cyprus Ltd,

Εφεσίβλητη.

 

(και όπως τροποποιήθηκε με διάταγμα του Δικαστηρίου ημερ.11.3.2024)

1.   Prestos Confectionery Ltd,

2.   Χρυστάλλα Θεμιστοκλέους Πρέστου ως διαχειρίστρια της περιουσίας της αποβιωσάσας Φροσούλλας Θεμιστοκλέους Πρέστου,

3.   Ανδρούλλας Χατζηαλεξάνδρου Σωκράτους Πρέστου,

4.   Χρυστάλλας Θεμιστοκλέους Πρέστου,

5.   Ελένης Θεμιστοκλέους Γεωργίου,

6.   Δια του Επίσημου Παραλήπτη ως διαχειριστή της περιουσίας της πτωχεύσασας Θέμιδος (Θεμούλλας) Θεμιστοκλέους Πρέστου,

 

Εφεσείοντες,

 

ν.

 

Alpha Bank Cyprus Ltd,

Εφεσίβλητη.

_________________

 

Μ. Σάββα, για τους Εφεσείοντες.

Χρ. Μαυρικίου (κα) για Χρυσαφίνης & Πολυβίου Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

_________________

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Με δέκα λόγους έφεσης, οι Εφεσείοντες προσβάλλουν την πρωτόδικη απόφαση με την οποία επιδικάστηκαν υπέρ της Εφεσίβλητης Τράπεζας και εναντίον τους, αλληλέγγυα και κεχωρισμένα, ποσά €64.752,97 και €215.320,07, χρεωστικά υπόλοιπα τρεχούμενου λογαριασμού και δανείου αντίστοιχα, πλέον τόκοι και έξοδα.  Η Εφεσείουσα 1 Εταιρεία ήταν η πρωτοφειλέτρια στις σχετικές συμφωνίες με την Τράπεζα, ενώ η αποβιώσασα, οι Εφεσείουσες 3-5 και ο Εφεσείων 6 είχαν κριθεί υπόλογοι να πληρώσουν στη βάση συμφωνίας εγγύησης ημερ.11.12.1998, που είχαν υπογράψει η αποβιώσασα, οι Εφεσείουσες 3-5 και η πτωχεύσασα την οποία εκπροσωπεί ο Εφεσείων 6, Επίσημος Παραλήπτης.

 

Η Εφεσείουσα 1 ήταν οικογενειακή εταιρεία που λειτουργούσε βιοτεχνία ζαχαροπλαστικής, που προηγουμένως διεύθυνε ο αποβιώσας σύζυγος της αποβιωσάσης και πατέρας των Εφεσειουσών 3-5 και της πτωχεύσασας.  Όπου στη συνέχεια, για ευκολία, θα αναφερόμαστε στις Εφεσείουσες 2-6 θα εννοούμε την αποβιώσασα, τις Εφεσείουσες 3-5 και την πτωχεύσασα.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχθηκε τη θέση των Εφεσειουσών 2-6 ότι η εγγύηση τους αφορούσε και περιοριζόταν στον τρεχούμενο λογαριασμό με όριο παρατραβήγματος £10.000 και το δάνειο των £90.000, που είχαν παραχωρηθεί από την Τράπεζα στην Εταιρεία την ίδια ημέρα που υπογράφτηκε και η εγγύηση, θεωρώντας ότι αυτή κάλυπτε και τη μεταγενέστερη συμφωνία, ημερ.3.1.2001, για την αύξηση του ορίου παρατραβήγματος του τρεχούμενου λογαριασμού σε £30.000, αλλά και την επίσης μεταγενέστερη συμφωνία δανείου, ημερ. 29.5.2003, για £100.000.  Η κατάληξη αυτή προσβάλλεται ως εσφαλμένη με τους λόγους έφεσης 1 και 2, ενώ με τους συναφείς λόγους έφεσης 3 και 4 προσβάλλεται ως εσφαλμένη η ερμηνεία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε στη συμφωνία εγγύησης ως «συνεχή εγγύηση».

 

Ο λόγος έφεσης 5, αφορά στην κρίση της αξιοπιστίας των Εφεσειουσών 3, 4 και 6, που έδωσαν μαρτυρία κατά τη δίκη (Μ.Υ.3, 1 και 2 αντίστοιχα), ενώ ο λόγος έφεσης 6 στην κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων της Τράπεζας και ειδικά των υπαλλήλων της (Μ.Ε. 1 και 2). 

 

Με το λόγο έφεσης 7, καταλογίζεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι αποδέχθηκε μαρτυρία που δεν καλυπτόταν από τα δικόγραφα.

Με το λόγο έφεσης 8, εγείρεται ζήτημα ότι η συμφωνία εγγύησης, ήταν παράνομη γιατί καταστρατηγούσε την αρχή της εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, γιατί με αυτό τον τρόπο, οι Εφεσείουσες 2-6 κατέστησαν υπεύθυνες να πληρώσουν οφειλές της Εφεσείουσας 1, Εταιρείας περιορισμένης ευθύνης, στην οποία ήταν μέτοχοι.

 

Ο λόγος έφεσης 9 αφορά στο ύψος των επιδικασθέντων ποσών, με αναφορά στον υπολογισμό των τόκων, ο δε λόγος έφεσης 10 στον καθορισμό του τόκου υπερημερίας.

 

Πρώτοι θα μας απασχολήσουν οι λόγοι έφεσης 6 και 5 που αφορούν στην πρωτόδικη κρίση ως προς την αξιοπιστία των μαρτύρων.  

 

Με το περίγραμμα αγόρευσης των Εφεσειουσών, ο λόγος έφεσης 6 περιορίστηκε στους Μ.Ε. 1 και  2.  Ο Μ.Ε.1, ο οποίος εργάζεται στην υπηρεσία παρακολούθησης προβληματικών λογαριασμών της Τράπεζας, δεν ήταν παρών κατά την υπογραφή της εγγύησης, ενώ η Μ.Ε.2 που ήταν μάρτυρας των υπογραφών των εγγυητριών, δεν είχε περαιτέρω ανάμειξη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε ότι οι αναφορές τους για τα ουσιώδη γεγονότα δεν είχαν κλονιστεί, διαπιστώνοντας ωστόσο, και για τους δύο, απροθυμία να δώσουν πληροφορίες για το δάνειο ημερ.11.12.1998. 

 

Οι Εφεσείουσες δεν έχουν υποδείξει ποιο στοιχείο μαρτυρίας, του ενός ή του άλλου μάρτυρα, είναι που αμφισβητούν και εισηγούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν θα έπρεπε να είχε λάβει υπόψη.  Περιορίζονται σε αναφορές γνώμης ή εκτίμησης των μαρτύρων που είχαν προκύψει από ερωτήσεις που αχρείαστα τους είχαν τεθεί, κυρίως κατά την αντεξέταση τους, και που δεν είχαν αποδεικτική αξία.  Εφόσον οι Εφεσείουσες 2-6 δεν αμφισβητούσαν την υπογραφή της συμφωνίας εγγύησης, η μαρτυρία της Μ.Ε.2 μπορούσε ακόμα και να αποφευχθεί, ενώ δεδομένου ότι ο Μ.Ε.1 δεν είχε ανάμιξη στις περιστάσεις που περιβάλλαν τη σύσταση της συμφωνίας εγγύησης, η μαρτυρία του θα έπρεπε να είχε περιοριστεί, κατά κύριο λόγο, στην παρουσίαση των σχετικών με την υπόθεση εγγράφων που διατηρούνταν στο τμήμα του.  Ο λόγος έφεσης 6 κρίνεται επομένως αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Δεν μπορούμε ωστόσο να αφήσουμε απαρατήρητο ότι η μαρτυρία του Μ.Ε.1 επιτράπηκε να διαρκέσει εννέα δικασίμους, με τα σχετικά πρακτικά να ξεπερνούν τις 300 σελίδες, ενώ άλλες 160 σελίδες πρακτικών αφορούν στη μαρτυρία της Μ.Ε.2.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο όφειλε να είχε επέμβει διορθωτικά, όταν η δίκη εξελισσόταν και προς εξοικονόμηση του δικαστικού χρόνου.

 

Προχωρούμε στο λόγο έφεσης 5.  Η θέση που προώθησαν με τη μαρτυρία τους οι Εφεσείουσες 3, 4 και 6, ήταν ότι η συμφωνία εγγύησης ήταν τυποποιημένο έντυπο και ότι υπογράφηκε από τις εγγυήτριες κατ’ ακολουθία διαβεβαιώσεων της Τράπεζας η οποία και συμφώνησε μαζί τους ότι η εγγύηση θα αφορούσε τον τρεχούμενο με το όριο που εγκρίθηκε και το δάνειο που δόθηκε την ημέρα εκείνη και καμιά άλλη υποχρέωση της Εταιρείας.  Η θέση τους αυτή, επιχειρηματολογούν, δεν αμφισβητήθηκε και δεν αντεξετάστηκαν σχετικά.  Εντούτοις, το πρωτόδικο Δικαστήριο περιορίστηκε να αναφέρει ότι δεν είχε προς τούτο πεισθεί, κατά την εισήγηση τους, αυθαίρετα.

 

Οι αρχές που διέπουν το ζήτημα της παρέμβασης του εφετείου στην κρίση του πρωτόδικου δικαστηρίου σε σχέση με την αξιοπιστία των μαρτύρων παραμένουν διαχρονικά αναλλοίωτες.  Η κρίση της αξιοπιστίας των μαρτύρων ανήκει κατ΄ εξοχή στο πρωτόδικο δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Κατά κανόνα το εφετείο σπάνια επεμβαίνει, όταν τα ευρήματα καταφαίνονται εξ αντικειµένου ανυπόστατα ή όταν είναι παράλογα ή αυθαίρετα.  Εάν ήταν εύλογα επιτρεπτό στο πρωτόδικο δικαστήριο να κάµει τα ευρήµατα τα οποία έκαµε σε σχέση µε την αξιοπιστία, το εφετείο δεν επεµβαίνει (Σολωμού ν. Vineyard View Tourist Enterprises Ltd (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 300, 320-1).  Και αυτό γιατί «το πρωτόδικο δικαστήριο βρίσκεται σε πλεονεκτική θέση έναντι του εφετείου να κρίνει την αξιοπιστία των μαρτύρων, που με τη ζώσα μαρτυρία τους προσφέρουν στο δικαστήριο την αμεσότητα και την παραστατικότητα των εκατέρωθεν θέσεων τους και επομένως και τα ευρήματα που εξάγονται πρωτοδίκως, εμπεριέχουν κρίση που αφορά την εντύπωση που απεκόμισε το δικαστήριο μέσα από την ανθρώπινη εμπειρία της παρακολούθησης της δίκης και των αντιπαραβαλλόμενων θέσεων που εκεί εκφράστηκαν». (Baloise Insur. Co Ltd v. Κατωμονιάτη κ.ά. (2008) 1(Β) Α.Α.Δ. 1275, 1290-1).

 

Η Τράπεζα δεν παρουσίασε μαρτυρία του λειτουργού που την εκπροσώπησε κατά την υπογραφή της εγγύησης και είναι σε αυτή τη βάση που οι Εφεσείουσες υποστηρίζουν ότι η μαρτυρία τους δεν αμφισβητήθηκε.  Στην Wynne v. Mavronicola (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1138, 1145-6, αναφέρθηκε ότι:

 

«Συνήθως θέμα αξιοπιστίας εγείρεται όταν υπάρχουν δύο διϊστάμενες εκδοχές και το δικαστήριο θα πρέπει να επιλέξει μια από τις δύο (βλ. R.C.K. Sports Ltd. v. Personal Advertising Ltd. (1996) 1 Α.Α.Δ. 1074στη σελ.1084). Όταν υπάρχει μια μόνο εκδοχή ως προς τα γεγονότα, τότε συνήθως αυτό που απομένει να εξεταστεί, εκτός και αν υπάρχουν εγγενείς δυσκολίες σε σχέση με το μάρτυρα και την αξιοπιστία του, είναι αν τα γεγονότα όπως βρίσκονται ενώπιον του Δικαστηρίου είναι αρκετά για να αποδείξουν την υπόθεση στο αναγκαίο επίπεδο».

 

 

Η Wynne αφορούσε περίπτωση απόδειξης, στην απουσία του εναγόμενου.  Το πιο πάνω απόσπασμα από την Wynne υιοθετήθηκε στην Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ ν. Οικονόμου (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2287, 2294, όπου ο εναγόμενος είχε λάβει μέρος στη δίκη, χωρίς ωστόσο να παρουσιάσει την όποια μαρτυρία. 

 

Το γεγονός ότι ο εναγόμενος δεν εμφανίζεται ώστε να υπερασπιστεί την εναντίον του αξίωση ή έχοντας εμφανιστεί δεν προσκομίζει μαρτυρία για να αντικρούσει βασικό ισχυρισμό του αντίδικου του, όπως και αν αυτό θα μπορούσε να ερμηνευτεί, απολήγει στο ότι το δικαστήριο έχει ενώπιον του μια μόνο εκδοχή.  Αυτό όμως δεν καθιστά την εκδοχή αυτή εκ προοιμίου και χωρίς άλλο αποδεκτή (πιστευτή).  Μπορεί να απορριφθεί εφόσον ο μάρτυρας που την πρόσφερε δεν κριθεί αξιόπιστος.  Δεν υπάρχει στις προαναφερόμενες περιπτώσεις διαφοροποιημένο μέτρο κρίσης, αλλά, όπως και σε κάθε άλλη περίπτωση, το σχετικό εύρημα πρέπει να αιτιολογείται.

 

Πίσω στα γεγονότα της υπό εκδίκαση έφεσης, σημειώνουμε ότι η θέση πως οι Εφεσείουσες 3, 4 και 6 δεν αντεξετάστηκαν και δεν αμφισβητήθηκε μέσω της αντεξέτασης τους η βασική τους θέση, δεν είναι ορθή.  Σε όλες υποβλήθηκε κατά την αντεξέταση τους ότι ευθύνονταν για το υπόλοιπο του τρεχούμενου και το δάνειο του 2003, ως εγγυήτριες στη βάση της συμφωνίας εγγύησης ημερ.11.12.1998 που είχαν υπογράψει, και σε καμιά περίπτωση δεν θα μπορούσε να υποστηριχτεί ότι η πλευρά της Τράπεζας είχε αποδεχτεί τις θέσεις τους ως προς τις περιστάσεις σύναψης της συμφωνίας εγγύησης.

 

Για την Εφεσείουσα 4, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ως  κύριο σημείο ότι αυτή δεν το έπεισε ότι η ίδια και οι υπόλοιπες Εφεσείουσες δεν ήταν ενήμερες για μέρος των συναλλαγών της Εταιρείας με την Τράπεζα.  Επίσης δεν το έπεισε ότι είχε συμφωνηθεί με την Τράπεζα πως ο σκοπός των εξασφαλίσεων της επίδικης εγγύησης και της υποθήκης που καταχωρίστηκε ήταν περιορισμένος στον τρεχούμενο λογαριασμό και στο δάνειο που είχαν χορηγηθεί την ίδια ημέρα.  Παρατήρησε ακόμα ότι η Εφεσείουσα 4 δεν είχε δώσει σαφείς και ολοκληρωμένες εξηγήσεις αναφορικά με το ζήτημα της προτιθέμενης υποθήκευσης κτήματος τους το 2003 σε σχέση με το δεύτερο δάνειο.  Για την Εφεσείουσα 6 είπε ότι τα  όσα αναφέρθηκαν για την Εφεσείουσα 4 αφορούσαν και αυτή και ότι ίσχυαν, κατ’ αναλογία, και για την Εφεσείουσα 3.  Ενδεικτικά σημείωσε ότι οι αναφορές της Εφεσείουσας 3 ότι δεν ενημέρωνε σφαιρικά τις Εφεσείουσες 4, 5 και 6, δεν συνάδουν με τη γενικότερη συμπεριφορά τους όσον αφορά την Εταιρεία, ότι δηλαδή επρόκειτο για οικογενειακή επιχείρηση που λειτουργεί σε υποστατικό ιδιοκτησίας των Εφεσειουσών 2-6, στην οποία αυτές είχαν μετοχές και πέραν της υπογραφής εγγύησης υποθήκευσαν και  ακίνητο τους προς εξασφάλιση των τραπεζικών διευκολύνσεων προς στην Εταιρεία.

 

Η κρίση σε σχέση με την αξιοπιστία των Εφεσειουσών 3 και 6 ήταν όντως συνοπτική.  Ωστόσο, υπόψη λαμβάνεται ότι και οι τρείς Εφεσείουσες οι οποίες έδωσαν μαρτυρία στη δίκη, περιέγραψαν τα ουσιώδη γεγονότα με παρόμοιο τρόπο.  Όπως σημειώνεται στην πρωτόδικη απόφαση, η γραπτή δήλωση της Εφεσείουσας 6 ήταν πανομοιότυπη με της Εφεσείουσας 4, ενώ η Εφεσείουσα 3 επανέλαβε τα όσα είχαν καταθέσει οι δύο πρώτες.  Ουσιαστικά υπήρχε μία εκδοχή που υποστηρίχτηκε από τις τρείς αδελφές με τον ίδιο τρόπο.  Όπως αναφέρθηκε στην Κρητικού ν. Π. Γ. Παυλίδης Enterprises Ltd (2002) 1(B) A.A.Δ. 969, 974, «Η διαμόρφωση και η έκταση της αιτιολογίας διαφέρει ανάλογα με το περιεχόμενο και τη φύση της μαρτυρίας που παρουσιάζεται».

 

Πολύ εύστοχη ήταν η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι οι Εφεσείουσες 2 και 3 ήταν διευθύντριες της Εταιρείας και επομένως η παροχή σε αυτές διαβεβαιώσεων ότι δεν θα ήταν οι εγγυήτριες υπόλογες για μελλοντικές υποχρεώσεις της Εταιρείας ήταν άτοπη, αφού η Εταιρεία δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει άλλες υποχρεώσεις προς την Τράπεζα στο μέλλον, παρά μόνο με τις δικές τους ενέργειες.  Και αυτό είχε γίνει.  Η αύξηση του ορίου του τρεχούμενου υπογράφτηκε από την Εφεσείουσα 3 για την Εταιρεία, ενώ τη συμφωνία δανείου του 2003 υπόγραψε για την Εταιρεία η Εφεσείουσα 2.  Και ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι επλήττετο η αξιοπιστία της προβαλλόμενης θέσης στην ολότητα της, αφού η θέση που προωθήθηκε δεν αφορούσε σε διαβεβαίωση προς τις Εφεσείουσες 2 και 3 και ξεχωριστή διαβεβαίωση για τις Εφεσείουσες 4-6.

 

Καταλήγουμε ότι η πρωτόδικη κρίση ως προς την αξιοπιστία των Εφεσειουσών 3, 4 και 6 δεν ήταν αυθαίρετη.  Αντίθετα, λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις της υπόθεσης και το ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου μαρτυρικό υλικό, ήταν επαρκώς αιτιολογημένη, ώστε να μην υπάρχει περιθώριο για δική μας παρέμβαση.    Επομένως, ο λόγος έφεσης 5 απορρίπτεται.

 

Τους λόγους έφεσης 1-4 θα εξετάσουμε μαζί.

 

 Αιχμή του δόρατος της επιχειρηματολογίας των Εφεσειουσών, τόσο ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσο και ενώπιον μας, ήταν η απόφαση στην Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ ν. T.G. & Sons Importing Ltd κ.ά. (2004) 1(Α) A.A.Δ. 180, 189, όπου αναφέρθηκε ότι:

 

«Το κατά πόσο σε μια συγκεκριμένη υπόθεση μια εγγύηση είναι συνεχής ή όχι είναι ζήτημα που σχετίζεται με την πρόθεση των μερών όπως εκφράζεται  μέσα από το λεκτικό που χρησιμοποίησαν, όπως αυτό γίνεται δίκαια αντιληπτό με την έννοια που έχει χρησιμοποιηθεί και η πρόθεση αυτή διακριβώνεται με τον καλύτερο τρόπο με το να εξετάζεται η σχετική κατάσταση των μερών κατά το χρόνο συγγραφής του εγγράφου (βλ. Pollock and Mulla Indian Contract and Specific Relief Acts, 9η εκ., 1972, σελ.619).  Έχει περαιτέρω νομολογηθεί ότι το θέμα δεν μπορεί να αποφασισθεί με βάση μόνο την απλή ερμηνεία του εγγράφου χωρίς να εξεταστούν οι συνθήκες που το περιβάλλουν για να ανευρεθεί ποιο ήταν το αντικείμενο το οποίο τα μέρη είχαν κατά νουν όταν δόθηκε η εγγύηση (Hefffield v. Meadows [1869] L.R. 4 C.P. 595, 599)».

 

 

    Στην T.G. οι εφεσίβλητοι 2-4 είχαν το 1992 εγγυηθεί τον τρεχούμενο λογαριασμό που η τράπεζα άνοιξε για την εφεσίβλητη 1 εταιρεία.  Το 1996, η τράπεζα χορήγησε δάνειο στην εταιρεία και το ζήτημα που είχε εγερθεί ήταν κατά πόσο η εγγύηση των εφεσίβλητων 2-4 εξασφάλιζε το δάνειο.  Κρίθηκε ότι η ύπαρξη του τρεχούμενου λογαριασμού κατά το χρόνο της δημιουργίας της επίδικης συμφωνίας εγγύησης αποτελούσε μια από τις δεσπόζουσες συνθήκες που περιέβαλλαν τη δημιουργία της συμφωνίας εγγύησης, που μπορούσε να ληφθεί υπόψη στην ερμηνεία της.  Επιβεβαιώθηκε η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι πρόθεση των μερών ήταν η παροχή εγγύησης σε σχέση με τον τρεχούμενο λογαριασμό, η δε μεταγενέστερη παροχή δανείου αποτελούσε μια ξεχωριστή συμφωνία που δεν καλυπτόταν από τη συμφωνία εγγύησης. 

 

Στη δική μας περίπτωση, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι η συμφωνία εγγύησης ημερ.11.12.1998 αποτελούσε συνεχή εγγύηση και κάλυπτε και μελλοντικές υποχρεώσεις της Εφεσείουσας 1, περιλαμβανομένων των υποχρεώσεων της στη βάση της συμφωνίας αύξησης του παρατραβήγματος στον τρεχούμενο λογαριασμό και του δανείου του 2003.  Βασίστηκε στο περιεχόμενο της συμφωνίας εγγύησης, παραθέτοντας ουσιώδεις όρους αυτής και έλαβε περαιτέρω υπόψη τις συνθήκες που περιέβαλλαν τη συνομολόγηση της συμφωνίας εγγύησης.  Παρέπεμψε και στη συμφωνία παραχώρησης τραπεζικών διευκολύνσεων, πάλι ημερ.11.12.1998, μεταξύ της Τράπεζας και της Εφεσείουσας 1.  Επρόκειτο για τη γενικότερη συμφωνία στη βάση της οποίας ακολούθησαν οι επιμέρους συμφωνίες ημερ.11.12.1998, για τον τρεχούμενο λογαριασμό και το δάνειο και η συμφωνία εγγύησης.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε και στη Γεωργίου ν. Τράπεζας Κύπρου (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 862, 867-8, στην οποία μνημονεύεται η T.G., και όπου αναφέρθηκε ότι:

«Η λεκτική διατύπωση των όρων της συμφωνίας εγγυήσεως ημερ. 2.2.1998, όπως ορθά, κατά την άποψή μας, ερμηνεύεται από το πρωτόδικο Δικαστήριο, δεν αφήνει καμιά αμφιβολία ως προς την πρόθεση των μερών. Να εξασφαλιστούν οι εφεσίβλητοι για τις υπάρχουσες και μελλοντικές διευκολύνσεις που παραχώρησαν ή θα παραχωρήσουν στο μέλλον στον Γ. Γεωργίου. Ταυτοχρόνως η εφεσείουσα, όπως καταγράφεται με σαφήνεια στο συγκεκριμένο έγγραφο, αποδέχτηκε να παράσχει εγγύηση, και στη συνέχεια επεξέτεινε την εγγύηση αυτή, με υποθήκη προς όφελος των εφεσιβλήτων, για να καλύψει τις τραπεζικές διευκολύνσεις προς τον Γ. Γεωργίου.

Οι περιβάλλουσες συνθήκες υπογραφής της συμφωνίας εγγυήσεως και κατ' επέκταση και της υποθήκης όπως περιγράφονται από το πρωτόδικο Δικαστήριο, βασιζόμενο στην αποδεχτή μαρτυρία που πρόσφεραν οι εφεσίβλητοι, οδηγεί στο συμπέρασμα ότι όντως η πρόθεση της εφεσείουσας ήταν να παράσχει συνεχή εγγύηση και υποθήκη για υφιστάμενες και μελλοντικές διευκολύνσεις που παραχώρησαν ή θα παραχωρούσαν οι εφεσίβλητοι προς όφελος του Γ. Γεωργίου».

 

    Οι Εφεσείουσες υποστηρίζουν ότι η περίπτωση τους, έχει όλα τα στοιχεία που οδήγησαν το Εφετείο να επικυρώσει την πρωτόδικη ερμηνεία της συμφωνίας εγγύησης στην T.G. και ακόμα περισσότερα, ενώ εισηγούνται ότι τα στοιχεία αυτά απουσίαζαν από την Γεωργίου, η οποία, συνεπώς, διακρίνεται από την περίπτωση τους.

 

    Στην Γεωργίου, «Η λεκτική διατύπωση των όρων της συμφωνίας εγγύησης» φαίνεται να συνέπλεε με τη μαρτυρία που είχε κάμει αποδεχτή το πρωτόδικο δικαστήριο και προερχόταν από την πλευρά της τράπεζας. 

 

     Τα δεδομένα που είχε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην επίδικη περίπτωση, υπό το φως της απόρριψης της μαρτυρίας των Εφεσειουσών 3, 4 και 6, τα οποία και παραμένουν τα ίδια μετά και την απόρριψη του σχετικού λόγου έφεσης 5, ήταν τα αντικειμενικά δεδομένα της υπόθεσης.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο χαρακτήρισε το προαναφερόμενο απόσπασμα από την T.G. ως άκρως καθοδηγητικό και προέβη στη δική του αξιολόγηση των περιστάσεων και ερμηνεία του εγγράφου εγγύησης.    

 

    Κρίνουμε απαραίτητο να μεταφέρουμε τους σχετικούς όρους της συμφωνίας εγγύησης και να αναγνωρίσουμε ότι στη T.G. τα εγγυητήρια έγγραφα ήταν ουσιαστικά της ιδίας μορφής όπως και στην παρούσα, με αναφορές σε συνεχή εγγύηση και μελλοντικές υποχρεώσεις του πρωτοφειλέτη.[1]  Η επίδικη συμφωνία εγγύησης προέβλεπε ότι:

 

«1. Επειδή η Τράπεζα σας ... συμφώνησε να παρέχει και/ή συνεχίσει να παρέχει προς την εταιρεία: ... δάνεια σε Τρεχούμενο ή οποιοδήποτε άλλο λογαριασμό και/ή δυνάμει γραμματίων ή ομολόγων ή δανείων τακτής προθεσμίας και/ή παρέχει προς τον Πρωτοφειλέτη τραπεζικές διευκολύνσεις υπό τύπον ανοίγματος ενεγγύων πιστώσεων (documentary letters of credit) είτε αυτές είναι εν όλω ή εν μέρει όψεως και/ή εν όλω ή εν μέρει έναντι αποδοχής και/ή εκδίδει εγγυητικές επιστολές οποιασδήποτε φύσεως (letter of guarantee) και/ή προεξοφλά συναλλαγματικές και/ή γραμμάτια εσωτερικού και/ή παρέχει προς τον Πρωτοφειλέτη οποιεσδήποτε Τραπεζικές διευκολύνσεις για τέτοια περίοδο και κάτω από τους όρους που θα ήθελε αποφασίσει η Τράπεζα σύμφωνα με την απόλυτη κρίση της ....

2. Εγώ, ............ εγγυούμαι όλες τις υποχρεώσεις αυτές είναι παρούσες ή μελλοντικές, είτε κατέστησαν ή που πιθανό να καταστούν απαιτητές, είτε αυτές είναι προσωπικές ή κοινές με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα και είτε είναι άμεσοι ή έμμεσοι, αναλαμβάνω δε να σας πληρώσω μόλις μου το ζητήσετε οποιοδήποτε ποσό χρημάτων ...

 

3. Συμφωνώ ότι η παρούσα εγγύηση μου είναι μια συνεχής εγγύηση προς την τράπεζα και δεν θα τερματίζεται παρά μόνο αφού περάσουν επτά μέρες από την ημέρα που θα λάβει η Τράπεζα στο κατάστημα Κεντρικό Πάφου γραπτή ειδοποίηση με ασφαλισμένη επιστολή μου για την πρόθεση μου να τερματίσω την παρούσα εγγύηση και, σε περίπτωση θανάτου μου η ευθύνη μου βάσει της παρούσας εγγύησης θα εξακολουθεί να ισχύει μέχρι την ημέρα που θα έχουν περάσει επτά μέρες από την ημερομηνία τερματισμού της από τους διαχειριστές της περιουσίας ή οι εκτελεστές της διαθήκης μου. ΕΝΝΟΕΙΤΑΙ ΟΤΙ θα ευθύνομαι για όλες τις υποχρεώσεις του Πρωτοφειλέτη που θα έχουν δημιουργηθεί μέχρι την ημέρα που θα δοθεί η ειδοποίηση τερματισμού, ανεξάρτητα αν οι υποχρεώσεις αυτές κατέστησαν απαιτητές ή όχι, όπως και για όλες τις υποχρεώσεις που θα δημιουργήσει ο Πρωτοφειλέτης μέσα στην περίοδο των επτά ημερών μετά την ειδοποίηση τερματισμού της εγγύησης μου.

 

4. Η παρούσα εγγύηση θα ισχύει για το τελικό υπόλοιπο που δυνατό να καταστεί πληρωτέο προς την Τράπεζα από τον Πρωτοφειλέτη και μέχρις ότου πληρωθεί το εν λόγω υπόλοιπο, η Τράπεζα θα δικαιούται να κρατήσει, να πραγματοποιήσει ή να διαθέτει με οποιοδήποτε άλλο τρόπο και κατά την απόλυτη κρίση της οποιεσδήποτε εξασφαλίσεις έχει σήμερα ή που δυνατό να έχει στο μέλλον ...

 

5. Συμφωνώ ότι η Τράπεζα θα έχει εξουσία κατά την απόλυτη κρίση της, χωρίς άλλη συγκατάθεση από μένα και χωρίς να επηρεάζεται με οποιοδήποτε τρόπο η ευθύνη μου βάσει της παρούσας εγγύησης:

....................................................................................................

 

(ζ) Να παραδίδει στον Πρωτοφειλέτη ή οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο τα έγγραφα ή τα εμπορεύματα ή οποιαδήποτε από αυτά που σχετίζονται με τις ρηθείσες Τραπεζικές διευκολύνσεις κάτω από τέτοιους όρους που θα ήθελε αποφασίσει η Τράπεζα κατά την κρίση της συμπεριλαμβανομένης και οποιασδήποτε Εγγυητικής Επιστολής προς Ναυτιλιακά Πρακτορεία που πιθανόν να εκδοθεί από την Τράπεζα και/ή έναντι αποδείξεως Παρακαταθέσεως (Trust Receipt).

…………………………………………………………………………

 

8. Συμφωνώ ότι σε σχέση με την ευθύνη μου βάσει της παρούσας εγγύησης η Τράπεζα θα έχει για εξασφάλιση ή εγγύηση οποιωνδήποτε χρημάτων και υποχρεώσεων που οφείλονται σήμερα ή δυνατό να οφείλονται στο μέλλον από τον Πρωτοφειλέτη στην Τράπεζα ή σ' οποιοδήποτε κατάστημα της, είτε προσωπικά είτε από κοινού με οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο και με οποιαδήποτε άλλη ονομασία ή επωνυμία και είτε οι υποχρεώσεις αυτές έχουν καταστεί ή δυνατό να καταστούν απαιτητές ...

………………………………………………………………………...

 

11. Σε περίπτωση τερματισμού της παρούσας εγγύησης ..., και η ευθύνη η δική μου ή της περιουσίας μου για το ποσό που οφείλεται ή δυνατό αργότερα να οφείλεται από τον Πρωτοφειλέτη προς την Τράπεζα βάσει οποιασδήποτε υποχρεώσεως ή υποχρεώσεων του, κατά την ημέραν που λαμβάνει ισχύν ο τερματισμός της εγγυήσεως ...

………………………………………………………………………...

13. Η παρούσα εγγύηση θα είναι μια επιπρόσθετη εγγύηση και εξασφάλιση και δε θα επηρεάζει ή θα επηρεάζεται από υφιστάμενες ή μελλοντικές εγγυήσεις ή εξασφαλίσεις που έχει ή θα έχει η Τράπεζα από τον Πρωτοφειλέτη ή από μένα ή απ' οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο ή πρόσωπα».

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διαπίστωσε ότι η Τράπεζα είχε συμφωνήσει να παρέχει διάφορες πιστωτικές διευκολύνσεις προς την Εταιρεία και αυτό ήταν το αντάλλαγμα για την εγγύηση των Εφεσειουσών. Στη συμφωνία παραχώρησης τραπεζικών διευκολύνσεων αναφερόταν ότι:

 

«Επειδή η εταιρεία Prestos Confectionery Ltd από Βιομηχανική Περιοχή Μεσόγης, Μεσόγη Πάφος εν τοις εφεξής καλούμενος ο «πελάτης» έχει ζητήσει παρά της Alpha Bank Limited, εν τοις εφεξής καλουμένης «η Τράπεζα» να παρέχη ή συνεχίση παρέχουσα δάνεια εις τρεχούμενο ή οιονδήποτε άλλο λογαριασμόν και/ή άλλως πως δίδη πίστωσιν ή παρέχη τραπεζικάς διευκολύνσεις ή άλλου είδους πιστωτικάς διευκολύνσεις δια τοιαύτη περίοδον οίαν Τραπεζα ήθελεν αποφασίσει κατά την κρίσιν της και

 

Επειδή η Τράπεζα συνεφώνησεν προς την αίτησιν του πελάτου

 

Συμφωνείται σήμερον την 11ην, του μηνός Δεκεμβρίου του έτους 1998 μεταξύ των συμβαλλομένων όπως η λειτουργία του λογαριασμού ή λογαριασμών του πελάτου και/ή η χορήγησις οιωνδήποτε δανείων και/ή πιστώσεων και/ή Τραπεζικών διευκολύνσεων ή πιστωτικών διευκολύνσεων γενομένων ή γενησομένων προς τον πελάτη υπό της Τραπέζης θα υπόκεινται εις τους κατωτέρω εκτιθεμένους όρους:

 

1.Το ποσόν και ο τύπος των δανείων και/ή πιστώσεων οιασδήποτε μορφής και/ή οιωνδήποτε άλλων τραπεζικών ή πιστωτικών διευκολύνσεων γενησομένων υπό της Τραπέζης προς τον πελάτην θα υπόκεινται εις την απόλυτον κρίσιν της Τραπέζης.»

 

 

Διερχόμενοι το περιεχόμενο της παρ.1 της συμφωνίας εγγύησης, βρίσκουμε ότι η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν εύλογη και δεν παρέχεται περιθώριο παρέμβασης μας στο επιμέρους εύρημα του (βλ. Archbold Investments Ltd κ.ά. ν. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα Λτδ (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 1084, 1094-5).

 

Σε αυτό το σημείο διακρίνεται η περίπτωση από την T.G., όπου η χορήγηση του τρεχούμενου λογαριασμού ήταν το αντάλλαγμα, διαπίστωση που εκεί, όπως αναφέρεται στην εφετειακή απόφαση (σελ.191):

«Το εκκαλούμενο συμπέρασμα είχε σαν βάθρο του τη διαπίστωση του Πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το αντάλλαγμα για τη δημιουργία της επίδικης εγγύησης ήταν η παροχή τρεχούμενου λογαριασμού, η οποία - διαπίστωση - βασίσθηκε επί της μαρτυρίας».

 

  (η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου).

 

Σε αυτή τη βάση είναι που αναφέρθηκε ότι:

 

«Η ύπαρξη του τρεχούμενου λογαριασμού κατά το χρόνο της δημιουργίας της επίδικης συμφωνίας εγγύησης αποτελεί μια από τις δεσπόζουσες συνθήκες που περιβάλλουν τη δημιουργία της. Μπορεί, επομένως, να ληφθεί υπόψη στην ερμηνεία της συμφωνίας εγγύησης. Έχουμε, επομένως, την άποψη πως πρόθεση των μερών ήταν η παροχή εγγύησης σε σχέση με τον τρεχούμενο λογαριασμό η δε παροχή δανείου αποτελούσε μια ξεχωριστή συμφωνία που δεν καλύπτετο από τη συμφωνία εγγύησης.  Έπεται πως το εκκαλούμενο συμπέρασμα του Πρωτόδικου Δικαστηρίου - ότι η ευθύνη του εναγομένου ως εγγύητη δεν μπορεί να επεκτείνεται έτσι ώστε να καλύπτει τις υποχρεώσεις της εφεσίβλητης 1 δυνάμει της συμφωνίας δανείου (τεκ.1) - είναι ορθό».

 

 

Η κάθε περίπτωση εξετάζεται στη βάση των δικών της περιστάσεων και δεν θα πρέπει να παραγνωρίζεται η πραγματικότητα ότι, κατά κανόνα αν όχι και πάντοτε, οι εγγυήσεις προς πιστωτικά ιδρύματα, συνεχείς ή όχι, δίδονται ταυτόχρονα με τη χορήγηση κάποιας πιστωτικής διευκόλυνσης προς τον πρωτοφειλέτη ή όταν υφιστάμενη διευκόλυνση θα διευρυνθεί.  Συνεπώς, η δημιουργία ή η διεύρυνση της πιστωτικής διευκόλυνσης δεν συνιστά πάντοτε και χωρίς άλλο δεσπόζουσα συνθήκη που περιβάλλει τη δημιουργία της εγγύησης.  Εξαρτάται από τις περιστάσεις της κάθε υπόθεσης, περιλαμβανομένης της σχέσης και των συμφερόντων του εγγυητή στις υποθέσεις του πρωτοφειλέτη.  Εδώ, μπορούμε να υπομνήσουμε ότι η αγγλική νομολογία, παρά το ότι υποστηρίζει ότι η γνώση από τον εγγυητή της επιχειρηματικής σχέσης μεταξύ του πιστωτή και του πρωτοφειλέτη, δεν είναι στοιχείο καταλυτικό ως προς τη φύση, όρους και σκοπούμενο εύρος της συμφωνίας εγγύησης, μπορεί να ληφθεί υπόψη ως μέρος των συνθηκών κάτω από τις οποίες υπογράφηκε η συμφωνία εγγύησης (National Merchant Buying Society Ltd v. Bellamy [2013] EWCA Civ 452; [2013] 2 All E.R. (Comm) 674).

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε επισημάνει ότι η Τράπεζα είχε αποδεχτεί την πρόταση της Εταιρείας την 19.10.1998 και επομένως δεν ήταν περίπτωση όπου όλα τα σχετικά έγγραφα ήταν τυποποιημένα και υπογράφηκαν την 11.12.1998 και που ως τυποποιημένα δεν εξέφραζαν τις πραγματικές προθέσεις των μερών, όπως υποστήριξαν οι Εφεσείουσες.

 

    Οι Εφεσείουσες επικαλέστηκαν ακόμα την εξόφληση του τρεχούμενου λογαριασμού ως περίσταση που θα έπρεπε να οδηγήσει στο ότι η εγγύηση τους δεν ήταν πλέον σε ισχύ.

 

    Στην T.G. είχε σημειωθεί περαιτέρω ότι η απόφαση είχε ως βάθρο τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο τρεχούμενος λογαριασμός είχε εξοφληθεί και αναφέρθηκε ότι, ακόμα και αν η εγγύηση ήταν συνεχής, αυτή είχε παύσει να ισχύει με την αποπληρωμή του τρεχούμενου λογαριασμού, για τον οποίο είχε δοθεί.  Σχετική αναφορά έγινε στην Ιρλανδική υπόθεση Governor of the Bank of Ireland v. McCabe [1995] 4 J.I. B.L. 9-71 στην οποία είχε κριθεί ότι η εγγύηση, σε σχέση με δάνειο, η οποία ανέφερε ότι ήταν δεσμευτική ως συνεχής ασφάλεια («continuing security») ήταν ειδική εγγύηση, η οποία έπαυσε να ισχύει όταν το δάνειο αποπληρώθηκε στην τράπεζα.

 

    Αυτή η προσέγγιση ήταν εκτός του λόγου της απόφασης στην T.G.  (obiter).  Στην McCabe η εγγύηση, παρά την ονομασία της, κρίθηκε ότι ήταν ειδική εγγύηση, γι’ αυτό και η εξόφληση επέφερε την παύση της ισχύος της (βλ. Chitty on Contracts, 27η Έκδ., σελ.1332, παρ.42-037).  Αυτό δεν συμβαίνει όταν η εγγύηση είναι συνεχής, όπου και απαιτείται σχετική ειδοποίηση.

Το να παύσει η εγγύηση να ισχύει μπορεί να θεωρηθεί ότι συμβαίνει όταν το αρχικό δάνειο εξοφλείται και στη συνέχεια χορηγείται νέο δάνειο.  Δεν είναι όμως αυτό το οποίο είχε συμβεί στην παρούσα περίπτωση, αλλά ούτε και στη T.G..  Στην παρούσα, το δάνειο του 1998 είχε εξοφληθεί με τα χρήματα του δανείου του 2003.  Από τις £100.000 του νέου δανείου £63.690,69 χρησιμοποιήθηκαν αυθημερόν για την εξόφληση του χρεωστικού υπολοίπου του αρχικού δανείου.  Στη T.G., η εγγύηση είχε δοθεί κατά το χρόνο του ανοίγματος τρεχούμενου λογαριασμού και το δάνειο που εκκρεμούσε είχε δοθεί τέσσερα χρόνια μετά.  Αφορούσε ποσό £8.200 από το οποίο £8.104,11 χρησιμοποιήθηκε για την εξόφληση του τρεχούμενου λογαριασμού.  Τόσο στην παρούσα, όσο και στη T.G., κατά τη χορήγηση του νέου δανείου, του οποίου η υποχρέωση αποπληρωμής ήταν το αντικείμενο της αγωγής, υφίστατο η προγενέστερη υποχρέωση.  Επομένως, κατά το χρόνο της χορήγησης του νέου δανείου, η εγγύηση δεν είχε παύσει να ισχύει.

 

    Η επιχειρηματολογία των Εφεσειουσών έχει και μια περαιτέρω διάσταση.  Ότι η αναφορά στα έγγραφα σε συνεχή εγγύηση και μελλοντικές υποχρεώσεις της Εταιρείας αφορούσε στην εξασφάλιση των χρεωστικών υπολοίπων των λογαριασμών του τρεχούμενου και του δανείου ημερ.11.12.1998, που θα συνέχιζαν την λειτουργία τους στο μέλλον. 

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αποδέχτηκε ότι μια συνεχής εγγύηση έχει πάντοτε αυτό το νόημα.  Παρέπεμψε στις πρόνοιες του άρθρου 88 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ.149 ότι: «Η συνεχής εγγύηση, δύναται να ανακληθεί οποτεδήποτε από τον εγγυητή, αναφορικά με μελλοντικές συναλλαγές, με ειδοποίηση προς τον πιστωτή».  Και αυτό ακριβώς γιατί η συνεχής εγγύηση είναι αυτή η οποία εκτείνεται σε σειρά συναλλαγών, όπως αναφέρεται στο άρθρο 87 του Κεφ.149.

 

    Ούτε και εμείς μπορούμε να αποδεχτούμε την επιχειρηματολογία των Εφεσειουσών, που ουσιαστικά εισηγείται ότι οι αναφορές σε συνεχή εγγύηση και μελλοντικές υποχρεώσεις του πρωτοφειλέτη ήταν περιττές.  Και αυτό γιατί ασφαλώς και εξασφάλιζαν το χρεωστικό υπόλοιπο του τρεχούμενου και του δανείου ημερ.11.12.1998, ακόμα και χωρίς αναφορά σε «συνεχή εγγύηση» και «μελλοντικές υποχρεώσεις του πρωτοφειλέτη», οπόταν οι αναφορές δεν θα είχαν κάτι να προσθέσουν στη συμφωνία εγγύησης.

 

    Όταν η πιστωτική διευκόλυνση που παραχωρείται κατά το χρόνο υπογραφής της συμφωνίας εγγύησης αφορά σε δάνειο, η πρόνοια στη συμφωνία εγγύησης για τερματισμό της από τον εγγυητή παραπέμπει σε συνεχή εγγύηση.  Ο εγγυητής δεν έχει υποχρέωση για κάλυψη οφειλών του πρωτοφειλέτη που θα προκύπτουν από δάνεια που έγιναν μετά την ειδοποίηση ότι τερματίζει την εγγύηση του, αλλά παραμένει υπόλογος για ό,τι είχε μέχρι τότε εγγυηθεί.  Στην περίπτωση μη συνεχούς εγγύησης, η πρόνοια για τερματισμό δεν μπορεί να έχει ουσιαστική εφαρμογή, ούτε επομένως αξία.  Ο εγγυητής συγκεκριμένου μόνο δανείου (δηλαδή όχι συνεχής εγγύηση) παραμένει υπόλογος για την εξόφληση του ακόμα και αν αποστείλει επιστολή τερματισμού της εγγύησης του, ενώ, ακόμα και αν δεν αποστείλει τέτοια επιστολή, δεν θα είναι υπόλογος σε σχέση με οιονδήποτε άλλο δανεισμό προς τον πρωτοφειλέτη. 

 

    Τα ίδια μπορούν να ειπωθούν και για την περίπτωση που η πιστωτική διευκόλυνση που παραχωρείται κατά το χρόνο υπογραφής της συμφωνίας εγγύησης αφορά σε τρεχούμενο λογαριασμό.  Τερματίζοντας την εγγύηση του, ο εγγυητής δεν είναι υπόλογος για την έκτοτε αύξηση του ορίου του.

 

     Η συμφωνία εγγύησης στην T.G. προνοούσε επίσης ότι η εγγύηση: «δε θα τερματίζεται παρά μόνο αφού παρέλθουν επτά μέρες από τη μέρα που θα ληφθεί από σας γραπτή ειδοποίησή μου με διπλοσυστημένη επιστολή για τον τερματισμό της.» και περαιτέρω ότι: «Νοείται ότι θα ευθύνομαι πλήρως για όλες τις υποχρεώσεις του Πρωτοφειλέτη που αναλήφθηκαν μέχρι την ημέρα τερματισμού της εγγυήσεως μου με την πάροδο των επτά ημερών από τη λήψη από σας της σχετικής ειδοποιήσεως».

 

    Η συμφωνία εγγύησης στην T.G. προνοούσε κατ’ ουσία τα ίδια με την επίδικη συμφωνίας εγγύησης.  Στη T.G., δεν αποδόθηκε η προαναφερθείσα σημασία και βαρύτητα στον όρο για τερματισμό της συμφωνίας εγγύησης γιατί, στη βάση της μαρτυρίας που είχε γίνει αποδεχτή, όπως αναφέρθηκε, κρίθηκε ότι η εγγύηση δεν ήταν συνεχής.

 

    Άκρως κατατοπιστικά για την ερμηνεία μιας σύμβασης εγγύησης, κατά πόσο δηλαδή είναι συνεχής ή όχι, είναι τα όσα αναφέρονται στο σύγγραμμα Law of Guarantees, των Geraldine Andrews και Richard Millett, 7η έκδ., 2015, Sweet & Maxwell, σελ.142-5, παρ.4-017 και σελ.276-80, παρ.6-004 και 6-005 (αναφορά σε παλαιότερη έκδοση του συγγράμματος γίνεται στην T.G. σελ.190)

    Οι Εφεσείουσες υποστήριξαν ακόμη ότι δεν πρέπει να κριθούν υπεύθυνες για την αποπληρωμή του χρεωστικού υπολοίπου του τρεχούμενου λογαριασμού στη βάση ότι υπήρξε διαφοροποίηση των όρων της σχετικής συμφωνίας.  Επικαλέστηκαν το άρθρο 91 του Κεφ.149, το οποίο προβλέπει ότι: «Κάθε μεταβολή των όρων της μεταξύ πρωτοφειλέτη και πιστωτή σύμβασης, η οποία γίνεται χωρίς τη συναίνεση του εγγυητή, απαλλάσσει τον εγγυητή από κάθε ευθύνη για συναλλαγές μεταγενέστερες της μεταβολής». Επικαλέστηκαν ακόμη την Burnes v. Trade Credits Ltd [1981] 1 W.L.R. 805, που αναφέρεται στην T.G. (σελ.192).  Ωστόσο, τα αναφερθέντα στη Burnes δεν τυγχάνουν εφαρμογής.  Εκεί η εγγύηση κάλυπτε επιπρόσθετο δανεισμό (further advance) που διακρίθηκε από την παράταση προθεσμίας για αποπληρωμή του αρχικού ποσού, που συνιστούσε μεταβολή των όρων του αρχικού δανείου.

 

    Το επιχείρημα των Εφεσειουσών δεν είναι βάσιμο.  Η συμφωνία εγγύησης προέβλεπε (παρ.5) ότι:

 

«Συμφωνώ ότι η Τράπεζα θα έχει εξουσία κατά την απόλυτη κρίση της, χωρίς άλλη συγκατάθεση από μένα και χωρίς να επηρεάζεται με οποιοδήποτε τρόπο η ευθύνη μου βάσει της παρούσας εγγύησης:

 

(α) Να τερματίζει και/ή ελαττώνει και/ή αυξάνει και/ή τροποποιεί τις χρηματοδοτήσεις και/ή τραπεζικές διευκολύνσεις που παρέχει προς τον Πρωτοφειλέτη.

 

 (β) Να δίδει προς τον Πρωτοφειλέτη παρατάσεις χρόνου για την εκτέλεση από αυτόν οποιαδήποτε υποχρέωσής του και/ή να απέχει από του να λαμβάνει οποιαδήποτε διαβήματα εναντίον του Πρωτοφειλέτη για είσπραξη των χρεών του.

....................................................................................................

 

(στ) Να τροποποιεί σύμφωνα με την απόλυτη κρίση της και χωρίς τη δική μου συγκατάθεση τους όρους σύμφωνα με τους οποίους χορηγήθηκαν ή χορηγούνται προς τον Πρωτοφειλέτη οι Τραπεζικές διευκολύνσεις ή οποιεσδήποτε από αυτές όπως επίσης και τους όρους όλων των εγγράφων που εκδόθηκαν και/ή υπογράφηκαν από την Τράπεζα σε σχέση με τις ρηθείσες Τραπεζικές διευκολύνσεις συμπεριλαμβανομένων των όρων οποιωνδήποτε άλλων εγγράφων οποιασδήποτε φύσης».

 

 

   Οι Εφεσείουσες αναφέρθηκαν και στην παραχώρηση από τις ίδιες προς την Τράπεζα, την 25.5.2003 που χορηγήθηκε το νέο δάνειο, πληρεξουσίων εγγράφων, ώστε να μπορέσει η Τράπεζα να υποθηκεύσει συγκεκριμένο ακίνητο τους προς εξασφάλιση της αποπληρωμής του νέου δανείου.  Εισηγούνται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν μπορούσε να καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η ύπαρξη των πληρεξουσίων «οδηγεί μεν στο συμπέρασμα ότι υπήρξε κάποια σχετική συζήτηση αλλά δεν οδηγεί σε συμπέρασμα  ότι υπήρξε συμφωνία για ακύρωση των υφιστάμενων εξασφαλίσεων».  Εισηγούνται ότι τα γεγονότα αυτά ήταν σημαντικά δεδομένα ώστε η σύμβαση εγγύησης να ερμηνευτεί ως μη συνεχής.

    Άλλο αν έγινε συμφωνία ακύρωσης της επίδικης εγγύησης το 2003, που προϋποθέτει ότι η επίδικη εγγύηση ήταν σε ισχύ στη βάση ότι ήταν συνεχής, και άλλο αν τα γεγονότα του 2003 αναδείκνυαν ότι η εγγύηση δεν ήταν συνεχής.  Σε σχέση με το τελευταίο, στην Γορτ Προσέσινγκ Σεντρ Λτδ ν. Δημοκρατίας (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 442, 445, αναφέρθηκε ότι δεν είναι επιτρεπτό να αναζητηθεί η πρόθεση των συμβαλλομένων με γνώμονα δηλώσεις ή ενέργειες τους μεταγενέστερες του χρόνου σύναψης της συμφωνίας.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά δεν θεώρησε την περίσταση ως καθοριστική, ούτε καν ενδεικτική του τι είχε στην πραγματικότητα συμφωνηθεί κατά το χρόνο σύναψης της συμφωνίας εγγύησης.

  

    Καταλήγουμε ότι η ερμηνεία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έδωσε στη συμφωνία εγγύησης ως «συνεχή εγγύηση» δεν ήταν εσφαλμένη, αλλά στα γεγονότα της υπόθεσης, το λεκτικό της συμφωνίας και τις περιβάλλουσες περιστάσεις, δικαιολογημένη.  Επομένως, ορθά αποφάνθηκε ότι αυτή (αφού δεν είχε τερματιστεί) κάλυπτε και τη μεταγενέστερη συμφωνία, ημερ.3.1.2001, για την αύξηση του ορίου παρατραβήγματος του τρεχούμενου λογαριασμού, αλλά και την επίσης μεταγενέστερη συμφωνία δανείου, ημερ.29.5.2003.   Οι λόγοι έφεσης 1-4 απορρίπτονται.

   Ο λόγος έφεσης 7 υποστηρίζει ότι σε σχέση με τον τρεχούμενο λογαριασμό η δικογραφημένη θέση της Εφεσίβλητης ήταν ότι η διευκόλυνση παραχωρήθηκε το 2001 και ανοίχθηκε ο τρεχούμενος λογαριασμός και επομένως δεν θα έπρεπε να επιτραπεί μαρτυρία ότι επρόκειτο για υφιστάμενο τρεχούμενο λογαριασμό το όριο του οποίου αυξήθηκε με τη συμφωνία του 2001.

 

    Η δικογράφιση του σχετικού ισχυρισμού είχε απασχολήσει και το πρωτόδικο Δικαστήριο που είχε σημειώσει ότι στην Έκθεση Απαίτησης αναφερόταν και ο αρχικός αριθμός του λογαριασμού που είχε δοθεί το 1998.  Είχε ακόμα παραπέμψει το πρωτόδικο Δικαστήριο στην Υπεράσπιση των Εφεσειουσών, όπου δικογραφείτο ότι επρόκειτο για λογαριασμό που είχε ανοιχτεί το 1998.

 

    Υπό τις περιστάσεις το άνοιγμα του τρεχούμενου λογαριασμού και η λειτουργία του ήταν επίδικο ζήτημα και ορθά επιτράπηκε, χωρίς ένσταση, μαρτυρία για το άνοιγμα και τη λειτουργία του από το 1998.  Επομένως, ο λόγος έφεσης 7 επίσης απορρίπτεται.

   

    Ο λόγος έφεσης 8 είναι εντελώς αβάσιμος.  Οι Εφεσείουσες 2-6 δεν κρίθηκαν υπόλογες να πληρώσουν γιατί είχαν μετοχές στην Εφεσείουσα 1 Εταιρεία, αλλά γιατί, όπως κρίθηκε, είχαν εγγυηθεί τις υποχρεώσεις της.  Κάθε πρόσωπο που θα είχε υπογράψει τη συμφωνία εγγύησης θα ήταν υπόλογο, ενώ κανένας μέτοχος που δεν είχε εγγυηθεί την Εταιρεία θα υποχρεούτο να πληρώσει.  

 

    Η περαιτέρω θέση ότι ακριβώς γιατί οι εγγυήτριες ήταν και μέτοχοι της Εταιρείας, η εγγύηση τους θα έπρεπε να ακυρωθεί είναι ανυπόστατη.  Τίποτε δεν εμποδίζει το μέτοχο εταιρείας περιορισμένης ευθύνης να εγγυηθεί την όποια υποχρέωση της εταιρείας.  Επομένως, και ο λόγος έφεσης 8 απορρίπτεται.

 

Ο λόγος έφεσης 9 αφορά στον υπολογισμό των τόκων σε αμφότερους τους λογαριασμούς.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε στους όρους των συμφωνιών για το επιτόκιο και τη δυνατότητα μεταβολής του και στις ανακοινώσεις της Τράπεζας στον τύπο αναφορικά με το βασικό χρεωστικό επιτόκιο, που συνιστούσε βασική παράμετρο του συνολικού επιτοκίου.  Με αυτό το υπόβαθρο αποδέχτηκε ότι το υπόλοιπο μέχρι τον τερματισμό των συμφωνιών την 28.8.2005 ήταν το εμφανιζόμενο στις αντίστοιχες καταστάσεις των λογαριασμών που παρουσιάστηκαν.   

 

    Για την αμέσως προηγούμενη περίοδο του τερματισμού, από 1.7.2005 μέχρι 28.8.2005, επιδικάστηκε τόκος προς 5,25% για τον τρεχούμενο λογαριασμό και 7,25% για το δάνειο αντίστοιχα.  Σε σχέση με την περίοδο αυτή το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε αποδεχτεί τη σχετική εισήγηση των Εφεσειουσών.  Η διαφοροποίηση σε σχέση με την απαίτηση, που περιορίζεται στη συγκεκριμένη περίοδο, αντανακλάται στο διατακτικό μέρος της πρωτόδικης απόφασης, οπόταν δεν δικαιολογείται το παράπονο των Εφεσειουσών ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να διατάξει την Εφεσίβλητη να παρουσιάσει υπολογισμούς των ημερησίων υπολοίπων, που, ειρήσθω εν παρόδω, θα ήταν ιδιαίτερα χρονοβόρο και αχρείαστο εγχείρημα.  Ούτε και μπορεί να γίνεται επίκληση των παρατηρήσεων του λογιστή-ελεγκτή (Μ.Υ.6) που κάλεσαν οι Εφεσείουσες, αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο αποφάνθηκε ότι δεν μπορούσε να βασιστεί στην εργασία του.  Ο λόγος έφεσης 9 απορρίπτεται.

 

    Ο λόγος έφεσης 10 αφορά στον τόκο υπερημερίας που επιδικάστηκε από 28.8.2005, δηλαδή από τον τερματισμό των συμφωνιών.  Η Τράπεζα απαιτούσε επιτόκιο 14,25% που περιελάμβανε επιτόκιο υπερημερίας 5%.  Ο σχετικός όρος στη συμφωνία για αύξηση του ορίου του τρεχούμενου λογαριασμού προέβλεπε επιτόκιο υπερημερίας 2% και στη συμφωνία του δανείου 3%, με δυνατότητα, σε αμφότερες τις περιπτώσεις, μεταβολής του με γνωστοποίηση μέσω του ημερήσιου τύπου.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι: «ο προβλεπόμενος τόκος υπερημερίας στο συμβόλαιο 2% και 3% αντίστοιχα, δυνατό να μην αποτελεί ποινική ρήτρα.  Όμως η συνολική αύξηση σε 5% έστω και αν τυπικά επιτρέπεται με βάση τις ανακοινώσεις της Κεντρικής Τράπεζας και τα σχετικά συμβόλαια αποτελούν αποζημίωση υπερβολική για την οποία μάλιστα δεν έχει στοιχειοθετηθεί επαρκώς η σχετική ζημιά.  Υπό τις περιστάσεις ο τόκος μετά τον τερματισμό κρίνεται δίκαιο όπως μειωθεί σε 10%». 

 

    Είναι η θέση των Εφεσειουσών ότι εσφαλμένα επιδικάστηκε τόκος υπερημερίας, αφού, μεταξύ άλλων, οι σχετικές πρόνοιες στις συμφωνίες συνιστούσαν ποινική ρήτρα και ουδεμία μαρτυρία είχε δοθεί για ζημιές της Εφεσίβλητης.  Επικαλούνται τις πρόνοιες του άρθρου 74(1) του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

 

    Στην Έλληνας κ.ά. ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ.87/2013, ημερ.3.12.2019, ECLI:CY:AD:2019:A503, με αναφορά στη Δ.19, Θ.13 των Θεσμών Πολιτικής Δικονομίας, που επιβάλλει στον εναγόμενο να εγείρει με τη δικογραφία του όλα τα θέματα ώστε να μην καταληφθεί ο αντίδικος εξ απροόπτου, αναφέρθηκε ότι ζήτημα που αφορά  εισήγηση περί ποινικής ρήτρας πρέπει να εγείρεται ρητά στην υπεράσπιση (Λίλλης ν. Ξενή (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 217, 221).  Ισχυρισμοί ότι ο δανειστής παράνομα ή αντισυμβατικά τροποποίησε το επιτόκιο δεν αρκεί για να καλύψει το ζήτημα και ρητά έπρεπε να μνημονευθεί ο Νόμος ώστε να είχε υπόβαθρο και η εισήγηση περί ποινικής ρήτρας. 

 

Οι Εφεσείουσες δικογράφησαν στην Υπεράσπιση τους ότι η Εφεσίβλητη δεν μπορούσε νόμιμα ή έγκυρα να αυξήσει το επιτόκιο με την επιστολή τερματισμού, ότι δεν είχε τέτοιο συμβατικό δικαίωμα, ότι δεν τήρησε τις προϋποθέσεις του περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου Νόμου.  Ότι δεν μπορούσε να το αυξήσει ούτε στη βάση του περί Καταναλωτικής Πίστης Νόμου ή των περί Κεντρικής Τραπέζης της Κύπρου Νόμων ή με βάση τις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου της Κεντρικής Τράπεζας ή της Νομισματικής Επιτροπής ή τα τραπεζιτικά θέσμια ή τους νομισματικούς και πιστωτικούς κανόνες.  Ισχυρίστηκαν ακόμη ότι υπήρξε ανατοκισμός και παράνομη χρέωση τόκων, ότι τα επιτόκια που χρεώθηκαν δεν επιτρέπονταν από τη νομοθεσία και ήταν παράνομα και υπερβολικά.  Ωστόσο, δεν ισχυρίστηκαν ότι οι όροι στις σχετικές συμβάσεις συνιστούσαν ποινική ρήτρα και ήταν επομένως ανεφάρμοστοι.  Προφανώς είναι γι’ αυτό που το πρωτόδικο Δικαστήριο περιορίστηκε στο σχολιασμό που σημειώσαμε πιο πάνω.

 

Κατά πάγια και διαχρονική νομολογία, ζήτημα που δεν ηγέρθη πρωτόδικα δεν μπορεί να εξεταστεί με την έφεση (Γεν. Εισαγγελέας κ.ά ν. & Pentaliotis & Papapetrou Est. Ltd. Κ.ά. (1998) 1(Δ) Α.Α.Δ. 1931, 1949, F.H.K. Hotels Holdings Ltd v. A.S. Air Control Ltd (1999) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2159, 2165, Οικονόμου Αρχ. & Μηχ. κ.ά. v. Δημητρίου (2000) 1(Β) Α.Α.Δ. 853, 858, Αδαμίδη v. Κακουρίδη κ.ά. (2001) 1(Α) Α.Α.Δ.640, 650, Φακοντή v. Βρυώνη (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1714, 1720 και Παπαργυρού ν. Μιχαηλίδη (Αρ.1) (2016) 1(Α) Α.Α.Δ. 144, 155).  Εφόσον το ζήτημα δεν είχε εγερθεί πρωτόδικα με τη δέουσα δικογράφιση του, δεν μπορεί να μας απασχολήσει κατ’ έφεση.  

   

    Στην Ιωαννίδης κ.ά. ν. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1491, 1499, αποφασίστηκε ότι, εφόσον ο τόκος υπερημερίας προβλεπόταν στις σχετικές συμφωνίες, η τράπεζα είχε εξουσία να επιβάλει μια τέτοια χρέωση.  Δεν είχε συζητηθεί το άρθρο 74 του Κεφ.149, όπως ούτε και στη Λαϊκή Κυπρ. Τράπεζα Λτδ ν. Λ. Χαριλάου Λτδ κ.ά. (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 479, 490, στην οποία αναφέρεται το Δικαστήριο στην Ιωαννίδης.  Η νομιμότητα του όρου είχε αμφισβητηθεί με αναφορά στο άρθρο 73 του Κεφ.149 και τον περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων Νόμο του 1999, Ν.160(Ι)/1999.  Ο περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2014, Ν.141(Ι)/2014 και ο περί Ελευθεροποίησης του Επιτοκίου και Συναφών Θεμάτων (Τροποποιητικός) Νόμος του 2015, Ν.66(Ι)/2015 είναι μεταγενέστεροι.  Ούτε και στην επίδικη περίπτωση εφαρμόζονται οι τροποποιητικοί νόμοι εφόσον οι πιστωτικές συμβάσεις δεν ήταν σε ισχύ κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Ν.141(Ι)/2014, αλλά και η προσβαλλόμενη απόφαση εκδόθηκε πριν τη θέσπιση του Ν.66(Ι)/2015.

 

    Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβηκε σε μείωση του επιτοκίου υπερημερίας που απαιτούσε η Τράπεζα « … έστω και αν τυπικά επιτρέπεται με βάση τις ανακοινώσεις της Κεντρικής Τράπεζας και τα σχετικά συμβόλαια … » αποδίδοντας μικρότερο από το ζητούμενο, ενεργώντας προς όφελος των Εφεσείουσων που δεν δικαιολογούνται να παραπονούνται.

 

Επομένως, ο λόγος έφεσης 10 επίσης απορρίπτεται.     

  

    Η έφεση απορρίπτεται.

 

    €3.500 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον των Εφεσειουσών.

 

 

 

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ.

 

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ.

 

                                                         

                                                         Ε. Εφραίμ, Δ.



[1] Στην T.G. παρατίθεται στην εφετειακή απόφαση εκτενές απόσπασμα από την συμφωνία εγγύησης, ενώ στην Γεωργίου όχι.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο