ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Έφεση Αρ. 140/2015)

 

 

 

 3 Απριλίου, 2024

 

 

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΔΑΥΙΔ, Δ/στές]

 

 

 

ΚΛΕΟΝΙΚΗ ΜΑΚΡΙΔΟΥ ΣΙΑΝΙΟΥ,

 

 

Εφεσείουσα/Αιτήτρια,

 

ν.

 

LANITIS FARM LTD ΄Η ΚΑΤΑ ΤΗΝ ΕΛΛΗΝΙΚΗ

ΑΓΡΟΚΤΗΜΑ ΛΑΝΙΤΗΣ ΛΤΔ,

 

 

 

Εφεσίβλητων/Καθ’ων η Αίτηση.

 

 

_____________________________________________________________

 

    Φ. Τ. Αποστολίδης, για την Εφεσείουσα.

 

Ρ. Ιάσονος (κα) για Chrysses Demetriades & Co LLC, για τους Εφεσίβλητους.

 

____________________________________________________________

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.:  Η Απόφαση είναι ομόφωνη, θα απαγγελθεί από τη Δικαστή Δημητριάδου-Ανδρέου.

____________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Η Εφεσείουσα εργοδοτείτο από τους Εφεσίβλητους ως βοηθός λογιστηρίου από τον Οκτώβριο του 1975 μέχρι τις 9/7/2010. Οι συνθήκες κάτω από τις οποίες λύθηκε η εργασιακή της σχέση, αποτέλεσε το κυρίαρχο ζήτημα που απασχόλησε το Δικαστήριο Εργατικών Διαφορών στο οποίο η Εφεσείουσα προσέφυγε διεκδικώντας αποζημιώσεις για παράνομο και αδικαιολόγητο τερματισμό της απασχόλησής της.

 

Σύμφωνα με τους γενικούς λόγους της Αίτησης Εργατικής Διαφοράς και τη μαρτυρία που προσκόμισε στο πρωτόδικο Δικαστήριο, οι Εφεσίβλητοι, με επιστολή που της απέστειλαν στις 12/7/2010, (Τεκμήριο 7) της γνωστοποίησαν ότι θεωρούν ότι εγκατέλειψε αυτόβουλα την εργασία της και ότι, λόγω εγκατάλειψης της εργασίας της χωρίς άδεια, απολύεται. Η ίδια ισχυρίζεται πως ουδέποτε υπέβαλε την παραίτηση της από την εργασία της και ότι στις 9/7/2010, είχε αποχωρήσει από την εργασία της λόγω προβλημάτων υγείας.

 

Από την άλλη, οι Εφεσίβλητοι, απορρίπτοντας τις εναντίον τους αξιώσεις, αντέτειναν ότι ουδέποτε απέλυσαν την Εφεσείουσα, αλλά ότι η Εφεσείουσα οικειοθελώς παραιτήθηκε από την εργασία της στις 9/7/2010.

 

Προς απόδειξη της υπόθεσης της Εφεσείουσας κατέθεσε ενόρκως η ίδια, ενώ από πλευράς των Εφεσιβλήτων έδωσαν μαρτυρία ο αποθηκάριος της Εταιρείας Π. Έλληνας, ο Αρχιλογιστής της Εταιρείας, Δ. Χρυσάνθου και η πρώην εργοδοτούμενη της Εταιρείας Ε. Σταύρου κατόπιν αιτήματος του συνηγόρου της Εφεσείουσας για κλήση της τελευταίας ενώπιον του Δικαστηρίου για σκοπούς αντεξέτασης επί του περιεχομένου δηλώσεων της που περιέχοντο σε έγγραφο που κατατέθηκε ενώπιον του Δικαστηρίου (Τεκμήριο 18).

 

Αξιολογώντας τη μαρτυρία που προσήχθη εκατέρωθεν, το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε ως αληθινή και αξιόπιστη τη μαρτυρία των μαρτύρων που κλήθηκαν εκ μέρους των Εφεσιβλήτων, ενώ έκρινε ότι η μαρτυρία της Εφεσείουσας περιείχε στοιχεία τα οποία δημιουργούσαν «σοβαρές αδυναμίες στην εκδοχή της αλλά και στο να αφήσει θετική εικόνα στο Δικαστήριο».

 

Ως αποτέλεσμα της αξιολόγησης, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε την εκδοχή της Εφεσείουσας και αποδέχτηκε την εκδοχή των Εφεσιβλήτων, καταλήγοντας ότι η Εφεσείουσα «επέδειξε τέτοια συμπεριφορά που θα έκανε την Εργοδότρια Εταιρεία να πιστέψει ότι απεχώρησε οικειοθελώς από την εργασία της και ο μέσος λογικός εργοδότης στις 9/7/2010 θα αντιλαμβανόταν ότι σκοπός», της Εφεσείουσας, «ήταν να εγκαταλείψει την εργασία της και να τερματίσει τις υπηρεσίες της».

 

Με την υπό κρίση Έφεση στο Εφετήριο προβάλλονταν δύο Λόγοι Έφεσης. Κατά τη συζήτηση της παρούσας υπόθεσης ο 2ος Λόγος Έφεσης απεσύρθη και παρέμεινε ένας μόνο Λόγος Έφεσης. Σύμφωνα με αυτόν προβάλλεται ότι οι Εφεσίβλητοι απέτυχαν να ανατρέψουν το βάρος απόδειξης της υπόθεσης ότι η Εφεσείουσα απουσίαζε από την εργασία της για λόγους υγείας.

 

Δεδομένης της αναφοράς, στο μοναδικό Λόγο Έφεσης, σε «ανατροπή» του βάρους απόδειξης, κρίνουμε σκόπιμο εξαρχής να διευκρινίσουμε το εν λόγω ζήτημα.

 

Σύμφωνα με τις βασικές αρχές του δικαίου της αποδείξεως, το βάρος απόδειξης φέρει αυτός ο οποίος ζητά τη θεραπεία από το Δικαστήριο, είτε ως ενάγων σε πολιτική αγωγή, είτε ως αιτητής σε συγκεκριμένη διαδικασία, εκτός των περιπτώσεων όπου με ρητή πρόνοια του νόμου καθορίζεται ποιος φέρει το βάρος απόδειξης (βλ. Επί τοις Αφορώσι την Αίτηση των Λούης Τούριστ Ειτσενσυ Λτδ (1990) 1 Α.Α.Δ. 315).

 

Στο πλαίσιο του περί Τερματισμού Απασχόλησης Νόμου 1967, Ν. 24/67, ως έχει τροποποιηθεί και συγκεκριμένα το Άρθρο 6(1) του Νόμου, ο τερματισμός της απασχόλησης του εργοδοτουμένου τεκμαίρεται ότι έγινε αδικαιολόγητα, εκτός αν ο εργοδότης αποδείξει ότι αυτός έγινε για έναν από τους λόγους που περιοριστικά αναφέρονται στο Άρθρο 5 του Νόμου. Το Άρθρο 5 απαριθμεί τους λόγους βάσει των οποίων ο εργοδότης δύναται να τερματίσει την απασχόληση εργοδοτούμενου του νόμιμα.

 

Στις περιπτώσεις όπου ο εργοδοτούμενος αποχωρεί από την απασχόληση  όχι με την ελεύθερη βούληση του αλλά λόγω διαγωγής του εργοδότη, ήτοι λόγω της ύπαρξης εξαναγκασμού σε παραίτηση, που εξισώνεται με παράνομο τερματισμό απασχόλησης εκ μέρους του εργοδότη, είναι ο εργοδοτούμενος ο οποίος, με βάση τα διαλαμβανόμενα στα εδάφια (1) και (2) του Άρθρου 7 του Νόμου, έχει το βάρος να αποδείξει ότι τερμάτισε νόμιμα την απασχόλησή του.

 

Στις περιπτώσεις όπου εγείρεται το ερώτημα κατά πόσο υπήρξε τερματισμός της απασχόλησης ή κατά πόσο ο εργοδοτούμενος δεν απολύθηκε καθόλου, το βάρος απόδειξης φέρει ο εργοδοτούμενος ο οποίος θα πρέπει να αποδείξει ότι η απασχόληση του τερματίστηκε μονομερώς από τον εργοδότη. Αν ο εργοδοτούμενος αποδείξει ότι υπήρξε τερματισμός της απασχόλησης του και το θέμα είναι κατά πόσο έχει στοιχειοθετηθεί λόγος τερματισμού σύμφωνα με το Νόμο ο οποίος δεν παρέχει δικαίωμα σε αποζημιώσεις, τότε το βάρος απόδειξης το επιφορτίζεται ο εργοδότης (βλ. Γιώργος Αριστείδου v. R.K. Super Beton Ltd (1999) 1 Α.Α.Δ. 114, όπου λέχθηκε ότι «το μεν βάρος της απόδειξης της απόλυσης φέρει ο αιτών, το δε το λόγου, φέρει ο εργοδότης του»). Εν ολίγοις, παρά το ότι είναι ο εργοδότης που θα πρέπει να αποδείξει το νόμιμο της απόλυσης, εκεί όπου έχει στοιχειοθετηθεί ο τερματισμός της απασχόλησης του εργοδοτουμένου, σε περιπτώσεις όπου αμφισβητείται από τον εργοδότη ο τερματισμός απασχόλησης, είναι ο εργοδοτούμενος που θα πρέπει να αποδείξει ότι αυτός ότι έχει λάβει χώρα.

 

Όπως επισημάνθηκε στην υπόθεση Επί τοις Αφορώσι την Αίτηση των Λούης Τούριστ Ειτσενσυ Λτδ (ανωτέρω), «πριν εγερθεί το τεκμήριο κάτω από το άρθρο 6(1) πρέπει ο εργοδοτούμενος να αποδείξει τον τερματισμό της εργοδότησής του, και σε περίπτωση που έχει εφαρμογή το άρθρο 7(1), τον τερματισμό κάτω από το άρθρο αυτό».

 

Δεδομένου ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση η Εργοδότρια Εταιρεία ισχυρίστηκε ότι η Εφεσείουσα είχε αποχωρήσει οικειοθελώς από την εργασία της και, άρα, αμφισβήτησε ότι υπήρξε, από μέρους της, τερματισμός της απασχόλησης της εργοδοτούμενης της, τότε ορθά κρίθηκε από το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι η Εφεσείουσα είχε το βάρος να αποδείξει ότι η Εργοδότρια Εταιρεία είχε τερματίσει μονομερώς την απασχόλησή της.

 

Η Εφεσείουσα διατείνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο στήριξε την Απόφαση του αποκλειστικά στην αξιοπιστία των μαρτύρων που παρουσίασαν οι Εφεσίβλητοι, αγνοώντας παντελώς τα Τεκμήρια 3, 4, 5 και 6 και, κυρίως, το Τεκμήριο 4, ημερ. 9/7/2010, με το οποίο ο θεράπων ιατρός της παραχώρησε αναρρωτική άδεια από 9/7/2010 - 16/7/2010 επί τη βάσει του ότι αυτή έπασχε από «παρορμητική ταχυκαρδία λόγω συγχύσεως αγχώδους κατάστασης». Επισημαίνεται στο σημείο αυτό ότι το Τεκμήριο 3 ήταν τα αποτελέσματα κλινικών εξετάσεων αίματος που η Εφεσείουσα διενήργησε στις 9/7/2010, το Τεκμήριο 5, αποτελέσματα καρδιογραφήματος που διενήργησε κατά την πιο πάνω μέρα, ενώ το Τεκμήριο 6, αποτελέσματα τεστ κοπώσεως ημερ. 12/7/2010.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού κατέγραψε τα μη αμφισβητούμενα της υπόθεσης γεγονότα, προχώρησε, εν συνεχεία, στην αξιολόγηση της προσαχθείσας μαρτυρίας αναφορικά με τις συνθήκες που περιστοίχιζαν τα εν λόγω γεγονότα, στο πλαίσιο διακρίβωσης του τρόπου τερματισμού της εργασιακής σχέσης μεταξύ των διαδίκων.

 

Ανάμεσα στα μη αμφισβητούμενα γεγονότα ήταν και τα ακόλουθα:

 

§  Η Εργοδότρια Εταιρεία τον Ιούνιο του 2010 είχει ανακοινώσει στους εργοδοτούμενους της τις μισθολογικές αυξήσεις που θα τους έδινε. Η Εφεσείουσα ενοχλήθηκε με το ποσό της μισθολογικής αύξησης που της είχε δοθεί θεωρώντας το μη ικανοποιητικό γι' αυτή και την εργασία που εκτελούσε.

§  Στις 8/7/2010 η Εφεσείουσα ζήτησε και της δόθηκε άδεια από τον Αρχιλογιστή της Εφεσίβλητης κ. Χρυσάνθου όπως στις 9/7/2010 το πρωΐ απουσιάσει από την εργασία της (πιο συγκεκριμένα να προσέλθει στην εργασία πιο αργά από την ώρα που όφειλε να είναι στην εργασία της) για να υποβληθεί σε αναλύσεις αίματος.

§  Στις 9/7/2010 η Αιτήτρια, αφού είχε πάει σε μικροβιολογικό εργαστήριο για αναλύσεις αίματος, μετέβηκε στην εργασία της γύρω στις                        9:00 π.μ. Ενημέρωσε τον κ. Χρυσάνθου για το ότι προσήλθε στην εργασία της.

§  Σε συζήτηση  που είχε με τον κ. Χρυσάνθου η Αιτήτρια του ανέφερε ότι για να ολοκληρωθεί το λογιστικό κλείσιμο του μήνα έπρεπε να ολοκληρωθεί το λογιστικό κλείσιμο της αποθήκης το οποίο δεν έγινε για το λόγο ότι ο αποθηκάριος, κ. Έλληνας, δεν της έδινε τον έλεγχο που έπρεπε να κάνει στις εγγραφές της αποθήκης (δηλαδή τον έλεγχο στην εκτυπωμένη κατάσταση εγγραφών της αποθήκης). Ο κ. Χρυσάνθου της ζήτησε να του παραδώσει τα έγγραφα της αποθήκης που της είχε παραδώσει ο κ. Έλληνας ώστε να  διεκπεραιώσει αυτός τον έλεγχο της αποθήκης. Ο κ. Χρυσάνθου της ζήτησε δύο φορές να του εξηγήσει τη διαδικασία ελέγχου της αποθήκης. Η Αιτήτρια τη δεύτερη φορά του απάντησε ότι θα του την εξηγούσε.

§  Η Αιτήτρια τηλεφώνησε στο σύζυγο της και ακολούθως πήγε στο γραφείο του κ. Χρυσάνθου, του παρέδωσε το κλειδί του χρηματοκιβωτίου και έφυγε από την εργασία της, χωρίς να του αναφέρει ότι είναι άρρωστη ή ότι έφευγε με σκοπό να μεταβεί σε γιατρό λόγω του ότι δεν ένιωθε καλά, παίρνοντας μαζί της και ένα φάιλ/σημειωματάριο που περιείχε εκτός από προσωπικές σημειώσεις της και σημειώσεις σχετικά με την εργασία που εκτελούσε στην Εργοδότρια Εταιρεία.

§  Στις 9/7/2010 η Αιτήτρια φεύγοντας από την εργασία της δεν είχε παραδώσει το κλειδί του γραφείου της και τη μηχανή ασφαλείας με την οποία εκτελούσε ηλεκτρονικές τραπεζικές συναλλαγές για την Εργοδότρια Εταιρεία.

§  Η Εφεσείουσα κατά το χρονικό διάστημα 9/7/2010 - 12/7/2010 δεν είχε επικοινωνήσει με τον κ. Χρυσάνθου να του αναφέρει οτιδήποτε και μέχρι τις 12/7/2010 το μεσημέρι δεν του είχε αποστείλει το ιατρικό πιστοποιητικό (Τεκμήριο 4) στο οποίο σημειωνόταν ότι δεν μπορούσε να εργαστεί από τις 9/7/2010 μέχρι τις 16/7/2010.

 

Εξέταση της υπό κρίση Απόφασης αναδεικνύει, χωρίς ιδιαίτερη δυσκολία, όπως εξηγούμε στη συνέχεια, ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο, έχοντας ενώπιον του τις εκατέρωθεν εκδοχές καθώς και τα μη αμφισβητούμενα γεγονότα, πραγματεύθηκε διεξοδικώς τη μαρτυρία, συμπεριλαμβανομένων και των Τεκμηρίων που κατατέθηκαν ενώπιον του, καταγράφοντας ευκρινώς τους λόγους για τους οποίους η εκδοχή της Εφεσείουσας δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή.

 

Προς τούτο παραθέτουμε, ενδεικτικώς, κάποια παραδείγματα.

 

Αξιολογώντας το Δικαστήριο τη θέση της Εφεσείουσας ότι με τον τρόπο που έφυγε από την εργασία της στις 9/7/2010 λόγω ασθενείας, ακολούθησε τη διαδικασία που εφαρμόζετο για χρόνια στην εταιρεία, επεσήμανε ότι «εκτός του ότι δεν μας φαίνεται λογική και φυσική, δεν μπορεί, κατά τη γνώμη μας, να δικαιολογηθεί υπό το φως του γεγονότος ότι στις 8/7/2010 η Αιτήτρια ζήτησε άδεια από τον προϊστάμενο της για να απουσιάζει στις 9/7/2010 για λίγες ώρες από την εργασία της για αιματολογικές εξετάσεις. Περαιτέρω μας φαίνεται παράδοξο και μη φυσιολογικό η Αιτήτρια τη στιγμή που ο προϊστάμενος της την ανέμενε να πάει στο γραφείο του να του εξηγήσει τη διαδικασία ελέγχου των εγγραφών της αποθήκης ώστε να διεκπεραιώσει την εργασία ελέγχου της αποθήκης για να κλείσει λογιστικά ο μήνας, εργασία την οποία ανέλαβε ο προϊστάμενος της να διεκπεραιώσει στη θέση της για να μην υπάρξει άλλη καθυστέρηση, αφού λίγα λεπτά πριν η Αιτήτρια όταν της το ζήτησε με επιτακτικό και θυμωμένο τρόπο του είπε ότι θα πήγαινε να του εξηγήσει, να πάει στο γραφείο του προϊσταμένου της να του παραδώσει το κλειδί του χρηματοκιβωτίου και να αποχωρήσει από την εργασία της λέγοντας του μόνο ότι φεύγει χωρίς να του αναφέρει οτιδήποτε άλλο. Η εκδοχή της Αιτήτριας, κατά τη γνώμη μας, στερείται λογικού  υποβάθρου για τον λόγο ότι δεν είναι σύμφωνη με την αναμενόμενη φυσιολογική εξέλιξη των πραγμάτων της ζωής. Σε μια τέτοια περίπτωση το φυσικό ήταν να αναφέρει ο εργοδοτούμενος στον προϊστάμενο του τον λόγο για τον οποίο φεύγει από την εργασία του».

 

Σε ό,τι δε αφορά τον ισχυρισμό της Εφεσείουσας ότι βρισκόταν σε τέτοια κατάσταση που δεν μπορούσε να πει τίποτα στον προϊστάμενο της, το πρωτόδικο Δικαστήριο, αφού επεσήμανε ότι με βάση τα αναντίλεκτα γεγονότα: «(α) λίγα λεπτά πριν τηλεφώνησε στον σύζυγο της για να του αναφέρει ότι δεν είναι καλά και συζήτησε μαζί του κατά πόσον θα έφευγε από την εργασία της με τόση δουλειά που είχε να διεκπεραιώσει (β) πήγε στο γραφείο του κ. Χρυσάνθου και παρέδωσε το κλειδί του χρηματοκιβωτίου και (γ) στη συνέχεια οδήγησε για 15 λεπτά το αυτοκίνητο της για να μεταβεί από τον χώρο εργασίας της στο σπίτι της», κατέληξε ότι ο εν λόγω ισχυρισμός στερείτο πειστικότητας.

 

Επιπλέον το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να επισημάνει ότι η Εφεσείουσα «δεν μπόρεσε κατά την αντεξέταση της να δώσει μια λεπτομερή και πειστική εξήγηση για ποιο λόγο στις 9/7/2010 φεύγοντας από την εργασία της, στην κατάσταση που ισχυρίστηκε ότι ήταν, πήρε μαζί της και το προσωπικό σημειωματάριο/φάιλ της». 

 

Σε ό,τι δε αφορά την παράλειψη της Εφεσείουσας να επικοινωνήσει με την Εργοδότρια της Εταιρεία και να της αναφέρει το λόγο που είχε φύγει από την εργασία της και το ότι θα απουσίαζε από την εργασία της για μια εβδομάδα, το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε και τα εξής:

 

«Παρατηρούμε ότι ενώ (α) με βάση το Τεκμήριο 5 και την προφορική μαρτυρία της Αιτήτριας συνάγεται ότι η Αιτήτρια στις 9/7/2010 μέχρι τις 12:00 π.μ. είχε αναχωρήσει από το ιατρείο του γιατρού της και  η πίεση της δεν ήταν πλέον ψηλή και (β) η Αιτήτρια δεν ανέφερε κατά τη μαρτυρία της ότι μετά την επίσκεψη στον γιατρό της δεν ήταν σε κατάσταση που δεν μπορούσε να πράξει οτιδήποτε, δεν επικοινώνησε με τον εργοδότη της να του αναφέρει τον λόγο που έφυγε από την εργασία της ή ότι θα απουσιάσει από την εργασία της για μια εβδομάδα. Ερωτώμενη η Αιτήτρια γιατί δεν ενημέρωσε τον προϊστάμενο της την Παρασκευή 9/7/2010 το απόγευμα για την άδεια ασθενείας που της δόθηκε από τον γιατρό απάντησε ότι (α) θα του έστελλε την άδεια ασθενείας χωρίς όμως να διευκρινίσει πότε θα το έπραττε[1] και (β) όταν της τηλεφώνησε η                κα Ειρήνη Σταύρου το απόγευμα της 9/7/2010 της ανέφερε ότι είχε ψηλή πίεση και ότι θα πήγαινε τη Δευτέρα για τεστ κοπώσεως χωρίς όμως να μας αναφέρει ότι της είπε για πόσο καιρό θα απουσίαζε από την εργασία της. Τα πιο πάνω κενά στις απαντήσεις της Αιτήτριας μας δημιουργούν αμφιβολίες σε σχέση με την αξιοπιστία της.  Η Αιτήτρια ισχυρίστηκε ότι δεν επικοινώνησε με τον κ. Χρυσάνθου επειδή οι ιατρικές εξετάσεις της συνεχίζονταν αφού θα πήγαινε στις 12/7/2010 για τεστ κοπώσεως[2]. Τα πιο πάνω δεν συνάδουν με τους ισχυρισμούς της Αιτήτριας ότι στις 9/7/2010 το πρωί προβληματιζόταν κατά πόσον λόγω του φόρτου εργασίας που είχε θα έφευγε από την εργασία της για να επισκεφθεί τον γιατρό της και ότι αυτή είχε πιο «μεγάλη έννοια» τη δουλειά από ότι ο           κ. Χρυσάνθου».  

 

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο διερευνώντας, περαιτέρω, την εκδοχή της Εφεσείουσας αναφέρθηκε και στο μεταγενέστερο στάδιο, όταν πλέον αυτή είχε λάβει την επιστολή των Εφεσιβλήτων, Τεκμήριο 7, με την οποία της γνωστοποιούσαν ότι θεωρούσαν ότι είχε εγκαταλείψει αυτόβουλα την εργασία της και ότι απολύετο λόγω εγκατάλειψης της εργασίας της χωρίς άδεια.  Αξιολογώντας την εκδοχή της, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε και τα εξής:

 

«Η Αιτήτρια σε ερώτηση για ποιο λόγο όταν πήρε το Τεκμήριο 7 στις 12/7/2010 δεν επικοινώνησε με τον κ. Χρυσάνθου να του αναφέρει ότι απουσιάζει από την εργασία της λόγω ασθένειας και ότι είχε μιλήσει με την κα Σταύρου την οποία την ενημέρωσε γι΄ αυτό το θέμα την Παρασκευή 9/7/2010 απάντησε ότι θεώρησε την απόλυση της ως προμελετημένη και γι' αυτό δεν πήρε τηλέφωνο τον κ. Χρυσάνθου[3]. Εκτός του ότι η Αιτήτρια δεν μπορούσε να στηρίξει με σαφή μαρτυρία τον λόγο που θεώρησε ότι η Εργοδότρια Εταιρεία ενήργησε προμελετημένα με σκοπό να την απολύσει, η εν λόγω θέση της δεν μπορεί να συγκεραστεί με τους ισχυρισμούς της ότι (α) με τον κ. Χρυσάνθου είχε φιλικές και οικογενειακές σχέσεις, (β) στις 9/7/2010 δεν είχε καβγαδίσει με τον κ. Χρυσάνθου και (γ) ότι ο προηγούμενος διευθυντής του αγροκτήματος της είπε ότι την θεωρούσε σημαντικό στέλεχος της επιχείρησης της Εργοδότριας Εταιρείας.»

 

Όπως προκύπτει, το πρωτόδικο Δικαστήριο μέσω μιας λεπτομερούς αξιολογικής διεργασίας των γεγονότων που είχαν να κάνουν με την αποχώρηση της Εφεσείουσας από την εργασία της στις 9/7/2010, καθώς και την όλη συμπεριφορά που αυτή επέδειξε τόσο κατά τις 9/7/2010 όσο και μετέπειτα, αιτιολόγησε πλήρως και λεπτομερώς τους λόγους για τους οποίους η εκδοχή της Εφεσείουσας, ότι είχε αποχωρήσει για λόγους υγείας, δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Στο πλαίσιο αυτό ανέλυσε τόσο τη μαρτυρία της Εφεσείουσας όσο και εκείνη που δόθηκε από πλευράς των Εφεσιβλήτων, σε συνάρτηση και με τα Τεκμήρια που κατατέθηκαν ενώπιον του. Είναι, επομένως, εμφανές ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κάθε άλλο παρά αγνόησε τα Τεκμήρια 3, 4, 5 και 6 και, κυρίως, το Τεκμήριο 4.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω, το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε ότι η Εφεσείουσα στις 9/7/2010 είχε με σαφήνεια εκφράσει τη βούληση της να τερματίσει τις υπηρεσίες της στους Εφεσίβλητους. Όπως συναφώς τέθηκε:

 

«Οι λέξεις και οι φράσεις που χρησιμοποιήθηκαν στις 9/7/2010 από την Αιτήτρια σε συνδυασμό (α) με τη συμπεριφορά που εκδήλωσε κατά την αποχώρηση της από το χώρο εργασίας της, (β) με τις περιστάσεις που την οδήγησαν να εκδηλώσει τέτοια συμπεριφορά και (γ) με το γεγονός ότι μέχρι και το μεσημέρι της 12/7/2010 δεν ειδοποίησε την Εργοδότρια Εταιρεία για την άδεια απουσίας από την εργασία της λόγω ασθένειας που της έδωσε ο γιατρός της, κατά την κρίση μας, οδηγούν στο συμπέρασμα ότι ένας μέσος λογικός εργοδότης θα αντιλαμβανόταν ότι σκοπός της Αιτήτριας στις 9/7/2010 όταν αποχώρησε από τον χώρο εργασίας της ήταν να εγκαταλείψει την εργασία της και να τερματίσει τις υπηρεσίες της.»

 

 

Έχοντας μελετήσει την πρωτόδικη Απόφαση και τη μαρτυρία που είχε τεθεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου, όπως αυτή προκύπτει από τα πρακτικά,  διαπιστώνεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν περιορίστηκε στην ατομική αξιολόγηση και εκτίμηση της μαρτυρίας της Εφεσείουσας, αλλά την αντιπαρέβαλε και τη διερεύνησε στο σύνολο της προσαχθείσας μαρτυρίας - συμπεριλαμβανομένων και των κατατεθέντων Τεκμηρίων - και με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων, όπως η νομολογία επιτάσσει. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Ομήρου v. Δημοκρατίας (2001) 2 Α.Α.Δ. 506, «η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα πρέπει να γίνεται με βάση το περιεχόμενό της, την ποιότητα και πειστικότητά της και με βάση τη σύγκρισή της με την υπόλοιπη μαρτυρία» συμπεριλαμβανομένης, βεβαίως, και της αναντίλεκτης μαρτυρίας. Στην υπόθεση Στυλιανίδης ν. Χ” Πιέρα (1992)                      1 Α.Α.Δ. 1056, τονίσθηκε ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας ενός μάρτυρα «δεν περιορίζεται μόνο στην ατομική κρίση της αξιοπιστίας του καθενός μάρτυρα ξεχωριστά. Είναι επιθυμητό η μαρτυρία να συσχετίζεται, να αντιπαραβάλλεται και να διερευνάται με την αντικειμενική υπόσταση των εκατέρωθεν θέσεων, προσέγγιση η οποία επαυξάνει το κύρος των ευρημάτων του Δικαστηρίου και ενισχύει την πίστη του κοινού στη δικαστική αποστολή».

 

Εν ολίγοις, η πρωτόδικη κρίση υπήρξε μεστή αιτιολόγησης και πλήρως ευθυγραμμισμένη με τις ως άνω εφαρμοζόμενες αρχές.

 

Καταλήγουμε ότι δεν έχει τεκμηριωθεί λόγος που να δικαιολογεί επέμβαση μας προς ανατροπή της πρωτόδικης Απόφασης.

 

Ως εκ τούτου, ο Λόγος Έφεσης δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

 

Η Έφεση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

Επιδικάζονται υπέρ των Εφεσιβλήτων και εναντίον της Εφεσείουσας έξοδα ύψους €3000, πλέον ΦΠΑ, (αν υπάρχει).

 

 

 

                                               

                                                Κ. ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.

 

 

                                                Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

                                     

 

Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.



[1] Ε. Την Παρασκευή που είχατε αποχωρήσει, στις 9/7 το απόγευμα, πήρατε άδεια από την Ειρήνη όπως είπετε;

Α. Όχι.

Ε. Αυτό γράφει η κατάθεση σας. «Τηλεφώνησα και το είπα στην Ειρήνη», στη δεύτερη σελίδα «το απόγευμα της ημέρας που έφυγα από την εργασία μου λόγω... (διαβάζει) με την συνάδελφο μου Ειρήνη Σταύρου... και είχα ψηλή πίεση». Γιατί πήρατε άδεια από την Ειρήνη;

Α. Δεν πήρα άδεια από την Ειρήνη, απλώς την ενημέρωσα.

Ε. Γιατί δεν πήρατε άδεια από τον αρχιλογιστή;

Α. Θα του έστελλα την άδεια ασθένειας μου. Εφ όσων είχα πάει στο ιατρείο.

Ε. Καλά, αφού είχατε την ευχέρεια να τηλεφωνήσετε στην Ειρήνη, όπως λέτε, τι σας εμπόδισε να τηλεφωνήσετε στον αρχιλογιστή;

Α. Η Ειρήνη με πήρε τηλέφωνο, δεν την πήρα εγώ.

 

[2] Ε. Και εσείς είχατε φύγει από το πρωί της Παρασκευής και είχατε σκοπό να λείπετε για μια ολόκληρη εβδομάδα, αλλά δεν θεωρήσετε σωστό να επικοινωνήσετε με τον λογιστή;

Α. Δεν επικοινώνησα γιατί οι εξετάσεις μου συνεχίζονταν, θα πήγαινα και τη Δευτέρα για τεστ κοπώσεως.

 

[3] Ε. Μα είχατε στα χέρια σας άδεια από τον γιατρό, γιατί δεν τους την στείλετε;

 Α. Μα αφού η κοπέλα που με πήρε τηλέφωνο, η συνάδελφος, της το είπα. Μου είπε «εν να έρθεις τη Δευτέρα δουλειά;» τζιαί λέω της είμαι άρρωστη επήα στο γιατρό τζιαί θα πάω να κάμω τεστ κοπώσεως τη Δευτέρα, δεν μπορώ να έρθω στη δουλειά, έχω άδεια ασθένειας.

Ε. Κυρία μου, το τεκμήριο 4 έχει ημερομηνία 9/7, η άδεια ασθένειας.

Α. Μάλιστα.

Ε. Άρα στις 12, όταν πήρατε εκείνο το γράμμα δεν θα ήταν λογική η αντίδραση σου να πάρεις ένα τηλέφωνο και να πείς «μα είμαι άρρωστη, να σας στείλω την άδεια»;

Α. Εγώ θεώρησα ότι ήταν προμελετημένη απόλυση, γι' αυτό δεν επήρα τηλέφωνο.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο