ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

         

(Πολιτική Έφεση Αρ. 174/2015)

 

10 Απριλίου, 2024

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

ΣΩΤΗΡΗΣ ΔΙΑΚΟΥΡΤΗ

Εφεσείοντας,

 

v.

 

B2KAPITAL CYPRUS LTD

                                                          Εφεσίβλητης.

 

......................

 

Εφεσείων παρών, εμφανίζεται προσωπικά.

Κ. Πατσαλίδου (κα), για Μαρκίδης, Μαρκίδης & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., Βελάρης & Βελάρης Δ.Ε.Π.Ε. και Αντώνης Πασχαλίδης & Σία Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και

 θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης με την οποία επιδικάστηκε υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα το ποσό των €95.890,76 πλέον τόκο και έξοδα, ως οφειλόμενο υπόλοιπο δυνάμει συμφωνίας για συμμετοχή σε επενδυτικό σχέδιο, ήτοι για άνοιγμα επενδυτικού λογαριασμού με πιστωτικό όριο για την αγοραπωλησία μετοχών στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου (ΧΑΚ).

Στις 26.3.2001 ο Εφεσείων συνήψε την ως άνω συμφωνία δυνάμει της οποίας η Εφεσίβλητη άνοιξε λογαριασμό στο όνομα του με παραχώρηση ορίου εκ ΛΚ50.000 για τον σκοπό αγοραπωλησίας μετοχών στο ΧΑΚ. Ταυτόχρονα ο Εφεσείων υπέγραψε πληρεξούσιο με το οποίο διόρισε ως πληρεξούσιο αντιπρόσωπο του για την αγοραπωλησία των μετοχών την Ελληνική Τράπεζα (Επενδύσεις) Λτδ (ΕΤΕ), θυγατρική της Εφεσίβλητης. Δυνάμει γραπτής συμφωνίας μεταξύ του Εφεσείοντα και της ΕΤΕ, η τελευταία θα λάμβανε ετήσιο δικαίωμα διαχείρισης, το οποίο χρεωνόταν στον ως άνω λογαριασμό του Εφεσείοντα. Ο Εφεσείων υπέγραψε επίσης έγγραφο ενεχυρίασης μετοχών, με το οποίο όλες οι μετοχές που θα αγοράζονταν από αυτόν θα ενεχυριάζονταν υπέρ της Εφεσίβλητης ως εξασφάλιση, με δικαίωμα της τελευταίας να τις πωλήσει έναντι της οφειλής του Εφεσείοντα προς αυτή. Εκτός από τις μετοχές, ο Εφεσείων κατέβαλε και το ποσό των ΛΚ2.000 ως περαιτέρω εξασφάλιση. Η ΕΤΕ προέβαινε στην αγοραπωλησία των μετοχών οι οποίες ενεχυριάζονταν προς όφελος της Εφεσίβλητης. Το 2001 ζητήθηκε από τον Εφεσείοντα να καταθέσει το ποσό των ΛΚ3.000 για να καλύψει το προβλεπόμενο στη συμφωνία ποσοστό ασφάλειας, κάτι το οποίο δεν έπραξε. Τελικώς, με επιστολή της ημερ. 5.2.2003 η Εφεσίβλητη τερμάτισε τον επίδικο λογαριασμό και ζήτησε εξόφληση του οφειλόμενου υπολοίπου. Τον Ιανουάριο του 2008 η Εφεσίβλητη πώλησε τις προς όφελος της ενεχυριασμένες μετοχές του Εφεσείοντα και το προϊόν της πώλησης πιστώθηκε στον λογαριασμό του, αφήνοντας υπόλοιπο για το οποίο εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

Η θέση του Εφεσείοντα, όπως αναφερόταν στην υπεράσπιση και προωθήθηκε κατά τη μαρτυρία του, ήταν ότι η εν λόγω συμφωνία συνήφθη συνεπεία απόκρυψης ουσιωδών εμπιστευτικών πληροφοριών και παραπλανητικών και αναληθών παραστάσεων εκ μέρους της Εφεσίβλητης η οποία συμμετείχε σε χειραγώγηση τιμών των μετοχών και βρισκόταν σε σχέση ισχύος έναντι του Εφεσείοντα. Ήταν επίσης η θέση του ότι υπήρχε σχέση εμπιστεύματος μεταξύ του και της Εφεσίβλητης για την ορθή διαχείριση της περιουσίας του, την οποία η τελευταία παρέλειψε να τηρήσει. Τέλος, προέβαλε τη θέση ότι ενώ ο ίδιος έδωσε οδηγίες στην Εφεσίβλητη για πώληση των μετοχών του από το 2001, η τελευταία κακόπιστα και παράνομα δεν το έπραξε μέχρι και το 2008, οπότε και παρέμεινε το κατ’ ισχυρισμό οφειλόμενο υπόλοιπο. Ήγειρε και ανταπαίτηση με την οποία αξίωνε απόφαση για ακύρωση της επίδικης συμφωνίας και αποζημιώσεις.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε όλους τους μάρτυρες για την Εφεσίβλητη, καθώς επίσης όλους τους μάρτυρες για τον Εφεσείοντα αξιόπιστους, πλην του ίδιου του Εφεσείοντα. Ειδικότερα, έκρινε ότι ο Εφεσείων δεν άφησε θετική εντύπωση και απέρριψε όλες τις πιο πάνω θέσεις του. Κατέληξε ότι η συμφωνία συνήφθη κατόπιν αίτησης που υπέβαλε ο Εφεσείων στην Εφεσίβλητη, ήταν προϊόν της ελεύθερης του βούλησης και την οποία ο Εφεσείων αποδέχθηκε ανεπιφύλακτα κατόπιν μελέτης των όρων αυτής. Κατέληξε επίσης ότι η συμφωνία ήταν έγκυρη και δεσμευτική και όχι αποτέλεσμα οποιασδήποτε ψευδούς παράστασης από μέρους της Εφεσίβλητης προς τον Εφεσείοντα. Δέχθηκε επίσης ότι ο τερματισμός της συμφωνίας ήταν νόμιμος και ότι η αναδομημένη κατάσταση, η οποία κατατέθηκε από τους μάρτυρες της Εφεσίβλητης, περιείχε το ορθό οφειλόμενο ποσό, εξού και εξέδωσε την ως άνω απόφαση.

Η ανταπαίτηση του Εφεσείοντα απερρίφθη, όμως αυτό το σκέλος της απόφασης δεν αποτελεί αντικείμενο της παρούσας Έφεσης.

Με τους επτά λόγους έφεσης αποδίδεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε τη μαρτυρία και τις προβαλλόμενες θέσεις του Εφεσείοντα, καταλήγοντας έτσι σε λανθασμένα ευρήματα και νομικά συμπεράσματα.

Κρίνουμε ορθό να εξετάσουμε πρώτα τους λόγους έφεσης 5 και 7 μαζί καθότι συνδέονται μεταξύ τους και αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας.

Έχει επανειλημμένα τονισθεί πως το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στον τρόπο αξιολόγησης από το πρωτόδικο Δικαστήριο της αξιοπιστίας των μαρτύρων. Το ακόλουθο απόσπασμα από την απόφαση Εργοληπτική Εταιρεία Αμφιάραος Λτδ v. Mikeilov, Πολ. Έφ. Αρ. 173/12, ημερ. 28.9.2018, ECLI:CY:AD:2018:A421, είναι διαφωτιστικό:

«Αποτελεί πάγια θέση της νομολογίας ότι ο τρόπος που αξιολογούνται οι μάρτυρες, αποτελεί ένα από τα πρωταρχικά καθήκοντα του πρωτόδικου δικαστηρίου, το οποίο είναι σε πλεονεκτική θέση να παρακολουθεί τους μάρτυρες στη ζωντανή ατμόσφαιρα της -δικαστικής αίθουσας με όλα τα συνακόλουθα ευεργετήματα (βλ. Μάρκαρη ν. Παρασκευά (2012) 1 (Β) ΑΑΔ 1493, Τσιαττές ν. Κ. Solomonides (Cartridges Industries) Ltd (2009) 1B ΑΑΔ 974 και Γρηγόρης Ιωαννίδης ν. Γεώργιου Χαραλαμπίδη, Πολ. Εφ. 336/2012, ημ. 10/7/2018, ECLI:CY:AD:2018:A352).Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στον τρόπο που το δικαστήριο αξιολογεί την αξιοπιστία των μαρτύρων (βλ. Πίτσιλλος ν. Ευγενίου (1989) 1E ΑΑΔ 691 και Γεώργιος & Σπύρος Τσαππή Λτδ ν. Πολυβίου (2009) 1ΑΑΔ 339). Αυτό γίνεται όταν το Δικαστήριο διαπιστώσει ότι τα συμπεράσματα του πρωτόδικου δικαστηρίου για την αξιοπιστία των μαρτύρων, αντικειμενικά κρίνοντας, δεν είναι ευλόγως επιτρεπτά, αντιστρατεύονται την κοινή λογική, δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία, είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή όταν διαπιστώνονται αντιφάσεις ουσιαστικής μορφής. (βλ. Γιάλλουρος ν. Ψύλλου (2009) 1 ΑΑΔ 1552 και Δήμος Παπαδόπουλος ν. Σωτήρη Παναγιώτου Κο Λίμιτεδ, Πολ. Έφ. 399/11, ημ. 15/11/17), ECLI:CY:AD:2017:A402.»

Οι ίδιες αρχές υιοθετήθηκαν στην πιο πρόσφατη απόφαση S. K. Master Developments Ltd v. Κυρατζή κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 49/15, ημερ. 22.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:A215.

Ο Εφεσείων εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αξιολόγησε κάποιους από τους μάρτυρες της Εφεσίβλητης αγνοώντας πτυχές της μαρτυρίας εκάστου οι οποίες, κατά τη θέση του, έπλητταν την αξιοπιστία τους.

Ο ΜΕ2, υπάλληλος στην Υπηρεσία Ανάκτησης Χρεών της Εφεσίβλητης, κατέθεσε αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού και εξήγησε ότι αυτές που είχαν κατατεθεί από την πρώτη μάρτυρα κατόπιν δικών του οδηγιών περιείχαν κάποια λάθη, εξού και ο ίδιος προέβη στην ετοιμασία νέων αναδομημένων καταστάσεων. Τα λάθη ήταν βασικά δύο ημερομηνίες μεταβολής του επιτοκίου και μάλιστα μόνο με διαφορά μιας ημέρας η καθεμιά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε πως δέχθηκε τη μαρτυρία του ως αξιόπιστη καθότι αφενός τα λεγόμενα του επιβεβαιώνονταν από τα έγγραφα που κατέθεσε και αφετέρου το περιεχόμενο των καταστάσεων δεν αμφισβητήθηκε κατά την αντεξέταση του. Πράγματι, πρόκειται για λάθη τα οποία εύκολα μπορούσαν να εντοπιστούν και διορθωθούν, αν και είναι ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το περιεχόμενο των καταστάσεων δεν αποτέλεσε αντικείμενο αμφισβήτησης από την πλευρά του Εφεσείοντα. Είναι γνωστή η νομική αρχή ότι παράλειψη αντεξέτασης σε ουσιώδες ζήτημα θεωρείται ως αποδοχή της εκδοχής που θέτει ο μάρτυρας. Σχετικά παραπέμπουμε στις υποθέσεις Μοσχάτου v. Μοσχάτου (1999) 1(Β) Α.Α.Δ. 785 και Σκάρος v. Χριστοδούλου κ.ά. (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 291.

Εδώ κρίνεται κατάλληλο να παρεμβάλουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά δέχθηκε ως αξιόπιστη τη ΜΕ1, υπάλληλο στο λογιστήριο της Εφεσίβλητης, η οποία ετοίμασε τις αναδομημένες καταστάσεις λογαριασμού στη βάση των οδηγιών και δεδομένων που της έδωσε ο ΜΕ2. Η ΜΕ1 δεν υπέστη οποιαδήποτε αντεξέταση. Επομένως, δεν παρουσιάζεται οποιοδήποτε σφάλμα στην αποδοχή της μαρτυρίας και των δύο αυτών μαρτύρων.

Αναφορικά με τον ΜΕ3, προϊστάμενο της Υπηρεσίας Ανάκτησης Χρεών της Εφεσίβλητης, και πάλι το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του ως αξιόπιστη. Αυτός ήταν το πρόσωπο που υπέγραψε την αίτηση του Εφεσείοντα με σύσταση για να ανοιχθεί ο λογαριασμός, εφόσον τον γνώριζε ως αδελφό συναδέλφου του. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε ότι αυτή η θέση του επιβεβαιώνεται από το ίδιο το έγγραφο της αίτησης, στο οποίο ο ΜΕ3 αναγνώρισε τη σύσταση και την υπογραφή του. Επίσης αξιολόγησε τόσο τη θέση του μάρτυρα ότι ο ίδιος δεν προέβη σε οποιαδήποτε παρότρυνση προς τον Εφεσείοντα για το άνοιγμα του λογαριασμού όσο και τη θέση του Εφεσείοντα πως η αναφορά του μάρτυρα προς τον ίδιο, πριν το άνοιγμα του επενδυτικού λογαριασμού, ότι οι τιμές των μετοχών ήταν ελκυστικές, αποτέλεσε παρότρυνση ή συμβουλή. Ήταν εύλογη η τοποθέτηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ακόμα και με την αναφορά ότι οι τιμές ήταν ελκυστικές, δεν ήταν λογικό για τον Εφεσείοντα να αναμένει ότι ως επενδυτής στο ΧΑΚ θα είχε μόνο κέρδη, πως ουδείς τον διαβεβαίωσε για κάτι τέτοιο και πως εν πάση περιπτώσει αυτό δεν μπορούσε να εκληφθεί ως συμβουλή σε συγκεκριμένο θέμα. Πρόκειται για μια γενική αναφορά της τότε κατάστασης των μετοχών, χωρίς οποιαδήποτε άλλη υπόσχεση ή έστω ένδειξη ως προς την πορεία των μετοχών και κυρίως την προσδοκία για μόνο ανοδική πορεία. Επομένως δεν συμφωνούμε με την εισήγηση του Εφεσείοντα ότι αυτή η θέση του ΜΕ3 ήταν συμβουλή η οποία «είναι στο μυαλό του μέσου ανθρώπου οπωσδήποτε μια συμβουλή και όχι μια ξερή δήλωση άνευ σημασίας». Κρίνουμε ότι ήταν ορθό το εν λόγω συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου.

Ορθή επίσης κρίνεται και η αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο του ΜΕ4, προϊστάμενου στο τμήμα συναλλαγών της ΕΤΕ και από το 2004 διευθυντή της. Αποτελεί εισήγηση του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει την αδυναμία του ΜΕ4 να θυμηθεί το περιεχόμενο του πορίσματος και αντίστοιχα την αποστολή επιστολών από την Εφεσίβλητη προς το προσωπικό για το άνοιγμα τέτοιου επενδυτικού λογαριασμού, τον αριθμό χορήγησης τέτοιων δανείων και τις εκδόσεις της ΕΤΕ κατά τον ουσιώδη χρόνο. Η εν λόγω εισήγηση δεν είναι ακριβής. Για το πόρισμα, ο μάρτυρας δήλωσε ότι είχε διαβάσει μέρος αυτού αλλά κάλεσε τον δικηγόρο του Εφεσείοντα να του το δώσει για να μπορεί να απαντήσει σε όποιες ερωτήσεις του ετίθεντο. Άλλωστε, δεν αμφισβητείτο η ύπαρξη και το περιεχόμενο του πορίσματος το οποίο κατέθεσε ανώτερος λειτουργός της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς ο οποίος κλήθηκε ως μάρτυρας από τον Εφεσείοντα. Επίσης, όταν υπεδείχθη στον ΜΕ4 εσωτερικό σημείωμα προς το προσωπικό της Εφεσίβλητης για το άνοιγμα επενδυτικού λογαριασμού, αυτός το αναγνώρισε και δήλωσε ότι λογικά πρέπει να το έλαβε, όμως δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί κάτι τέτοιο επισημαίνοντας ότι εν πάση περιπτώσει ο ίδιος δεν ενδιαφερόταν να προβεί σε τέτοια ενέργεια. Κρίνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά κατέληξε ότι ο εν λόγω μάρτυρας ήταν θετικός, έδινε ευθείς απαντήσεις χωρίς περιστροφές και η μαρτυρία του δεν ερχόταν σε αντίφαση με οποιοδήποτε τεκμήριο.

Ο Εφεσείων εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα έκρινε ως αξιόπιστη και τη μαρτυρία του ΜΕ6, υπαλλήλου και υπεύθυνου διατήρησης και φύλαξης αρχείου στην ΕΤΕ. Αυτός κατέθεσε δισκάκι με τις εντολές του Εφεσείοντα προς την ΕΤΕ και ειδικότερα τον ΜΕ7 για την αγοραπωλησία μετοχών. Η θέση του Εφεσείοντα ότι ζητήθηκε από τον ΜΕ6 να καταθέσει όλες τις εντολές δεν βρίσκει έρεισμα στα πρακτικά. Ζητήθηκε μεν η κατάθεση, ακολούθησε μια στιχομυθία μεταξύ των δικηγόρων των δύο πλευρών, όμως το ζήτημα έμεινε ως εκεί χωρίς η υπεράσπιση να δώσει συνέχεια και να επιμείνει στο αίτημα της, συνεχίζοντας και ολοκληρώνοντας την αντεξέταση χωρίς να εγείρει ξανά το ζήτημα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία του ΜΕ6 και τις αναφορές του για τη δυσκολία που είχε να εξεύρει και μεταφέρει όλες τις εντολές από το σύστημα στο δισκάκι. Η εισήγηση της υπεράσπισης ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως αυτή αμφισβήτησε τον μεγάλο αριθμό εντολών και πάλι δεν βρίσκει έρεισμα στην ίδια την απόφαση.  Επί τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο εύστοχα ανέφερε τα εξής:

«Η προσπάθεια της Υπεράσπισης, για να αποδειχθεί ότι παρουσίασε στο Δικαστήριο μέρος των εντολών που ο Εναγόμενος έδωσε για την αγορά ή πώληση μετοχών του στο ΧΑΚ, απέτυχε για το λόγο ότι δεν αμφισβητήθηκε αλλά ούτε και δόθηκε μαρτυρία από τον Μ.Υ.6 ότι δεν υπήρχε μεγάλος αριθμός εντολών στο καταγραφικό της ΕΤΕ».

 

Παρόλο που η υπεράσπιση κάλεσε τον ΜΥ6 ως ειδικό για να περιγράψει το σύστημα και τη δυνατότητα μεταφοράς των εντολών, εντούτοις το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε μεν τη μαρτυρία του αλλά ορθά κατέληξε ότι αυτή δεν αντέκρουε τη μαρτυρία του ΜΕ6. Πράγματι, παρόλο που ο ΜΥ6 ανέφερε ότι υπήρχε η δυνατότητα εντοπισμού των εντολών σε συντομότερο χρονικό διάστημα, εντούτοις, σε σχετικές ερωτήσεις που του υποβλήθηκαν κατά την αντεξέταση του δήλωσε άγνοια ακόμα και για τον τρόπο που ήταν δυνατό να εντοπιστούν οι εντολές μιας συγκεκριμένης μέρας, χωρίς όμως γενικά να δώσει απαντήσεις οι οποίες αναιρούσαν ή κατέρριπταν τη μαρτυρία του ΜΕ6.

 Αποτελεί εισήγηση του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εκτιμήσει το γεγονός ότι ο ΜΕ7, υπάλληλος στην ΕΤΕ ο οποίος εκτελούσε τις εντολές για αγοραπωλησία των μετοχών στο ΧΑΚ, ήταν βοηθός χρηματιστής και δεν δικαιούτο να δίνει συμβουλές και πληροφορίες σχετικά με εταιρείες στο ΧΑΚ. Το γεγονός ότι ο ΜΕ7 ήταν βοηθός χρηματιστής δεν επηρεάζει την αξιοπιστία του καθότι ορθά κρίθηκε ότι δεν έδινε συμβουλές, κάτι το οποίο πράγματι δικαιούντο να πράττουν μόνο οι αδειούχοι χρηματιστές, αλλά απλώς εκτελούσε τις εντολές του Εφεσείοντα. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εύστοχα επεσήμανε ότι η αντεξέταση των μαρτύρων της ΕΤΕ δεν αφορούσε αυτή καθ’  εαυτή την επίδικη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων στην οποία στηρίζεται η αξίωση της Εφεσίβλητης και επομένως δεν είχε τη σημασία που αποδίδεται σε αυτή από την υπεράσπιση. Επί τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά διαχώρισε τη συμφωνία μεταξύ των διαδίκων αναφορικά με το άνοιγμα του επενδυτικού λογαριασμού και τη συμφωνία μεταξύ του Εφεσείοντα και της ΕΤΕ για τη διαχείριση του εν λόγω λογαριασμού. Αυτό το ζήτημα θα εξεταστεί εκτενέστερα στο πλαίσιο του τέταρτου λόγου έφεσης αμέσως κατωτέρω.

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι λανθασμένα απάλλαξε την Εφεσίβλητη από τυχόν ευθύνη της ΕΤΕ καθότι αγνόησε το γεγονός πως η ΕΤΕ ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της Εφεσίβλητης. Ο Εφεσείων παραπέμπει σε διάφορα δεδομένα τα οποία, κατά την άποψη του, αποδεικνύουν τη σχέση αντιπροσώπου-αντιπροσωπευόμενου μεταξύ της ΕΤΕ και της Εφεσίβλητης.

Στο δικόγραφο του ο Εφεσείων δεν προβάλλει ρητώς ισχυρισμό για την ύπαρξη τέτοιας σχέσης μεταξύ της Εφεσίβλητης και της ΕΤΕ. Αυτό που δικογραφείται είναι ισχυρισμοί ότι η ΕΤΕ είναι θυγατρική της Εφεσίβλητης, ότι η ΕΤΕ βρισκόταν υπό τον πλήρη έλεγχο της Εφεσίβλητης και ότι η αίτηση του Εφεσείοντα για συμμετοχή στο επενδυτικό σχέδιο προνοούσε ότι η Εφεσίβλητη σε συνεργασία με την ΕΤΕ παρείχαν το σχέδιο επενδυτικού λογαριασμού.

Ο Εφεσείων εισηγείται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αξιολογήσει τα εν λόγω δεδομένα. Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι η Εφεσίβλητη και η ΕΤΕ αποτελούν ξεχωριστά νομικά πρόσωπα, ανεξαρτήτως του ότι η ΕΤΕ είναι θυγατρική της Εφεσίβλητης, δηλαδή η τελευταία κατέχει τις μετοχές της πρώτης. Όπως έχει αναφερθεί στην υπόθεση Johnson v. Gore Wood & Co (2000) 1 ALL E.R. 481, σύμφωνα με το εταιρικό δίκαιο, μια εταιρεία αποτελεί ξεχωριστή νομική οντότητα, διακριτή από τους μετόχους, στους οποίους ανήκουν οι μετοχές. Είναι επίσης αναγνωρισμένη η ξεχωριστή νομική προσωπικότητα ακόμα και θυγατρικής εν σχέσει προς μητρική εταιρεία  (βλ. Penningtons Company Law, 5η έκδοση, σελ. 52).

Έχει ήδη αναφερθεί ανωτέρω η διάκριση μεταξύ της συμφωνίας για το άνοιγμα του επενδυτικού λογαριασμού και της συμφωνίας για τη διαχείριση αυτού, οι οποίες είχαν συναφθεί από διαφορετικά μέρη. Τα ζητήματα τα οποία αναφέρει ο Εφεσείων δεν διαφοροποιούν την κατάσταση. Αξίζει όμως να σημειώσουμε πως το γεγονός ότι η συμφωνία για το άνοιγμα του επενδυτικού λογαριασμού υπεγράφη από τον ΜΕ3 ο οποίος ήταν και αξιωματούχος της ΕΤΕ δεν ενέχει σημασία εφόσον αυτός υπέγραψε εκ μέρους και για λογαριασμό της Εφεσίβλητης, ως συμβαλλόμενου μέρους. Η υπογραφή του ΜΕ4, ο οποίος επίσης ήταν αξιωματούχος της ΕΤΕ, τοποθετήθηκε στην εν λόγω συμφωνία υπό την ιδιότητα του ως μάρτυρας. Η αναφορά σε συνεργασία μεταξύ των δύο στην αίτηση την οποία υπέβαλε ο Εφεσείων αναφέρεται στη διεύρυνση του φάσματος των προϊόντων της Εφεσίβλητης μέσω του επενδυτικού λογαριασμού, ενώ γεγονός παραμένει ότι υπεγράφησαν δύο ξεχωριστές συμφωνίες, η μια με την Εφεσίβλητη και η άλλη με την ΕΤΕ, όπως αναφέρεται ανωτέρω.

Επομένως, θεωρούμε ορθή την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τη διάκριση μεταξύ των δύο, όσον αφορά τις υποχρεώσεις και τα καθήκοντα τους έναντι του Εφεσείοντα δυνάμει της αντίστοιχης συμφωνίας, χωρίς η ΕΤΕ να θεωρείται ότι ενεργούσε ως αντιπρόσωπος της Εφεσίβλητης. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εύστοχα επεσήμανε ότι η Εφεσίβλητη δεν είχε οποιαδήποτε ανάμειξη στην αγοραπωλησία των μετοχών, που αφορούσε τη ξεχωριστή συμφωνία μεταξύ του Εφεσείοντα και της ΕΤΕ. Επί τούτου, χρήσιμη αναφορά γίνεται στις υποθέσεις Βυρίδου v. Alpha Bank Cyprus Ltd, Πολ. Εφέσεις 217/2013 και 218/2013, ημερ. 26.10.2021, Κυριακίδης v. Τράπεζα Πειραιώς (Κύπρου) Λτδ, Πολ. Έφεση Αρ. 185/2012, ημερ. 19.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:A179, Παπαχριστοδούλου v. Hellenic Bank Public Company Ltd (2016) 1Β Α.Α.Δ 1502, Κουλλαπής v. Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2015) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2376 και Ζερβός v. Hellenic Bank Public Company Ltd (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2357. Αυτές οι υποθέσεις αφορούσαν παρόμοιας φύσης συμφωνίες και εκεί επισημάνθηκε ότι στη βάση των εν λόγω συμφωνιών, ο ρόλος της τράπεζας ήταν μόνο η παροχή διευκολύνσεων ενώ τη διεκπεραίωση των συναλλαγών είχε αναλάβει η χρηματιστηριακή εταιρεία δυνάμει άλλης ξεχωριστής συμφωνίας. Κρίνουμε χρήσιμο να παραθέσουμε το ακόλουθο απόσπασμα από την υπόθεση Ζερβός (ανωτέρω):

«Πέραν όμως τούτου, θεωρούμε σκόπιμο να επισημάνουμε ότι η εφεσίβλητη ήταν απλά οι δανειστές του εφεσείοντα και όχι οι εντολοδόχοι της διαβίβασης εντολών για την αγοραπωλησία αξιών, εργασία που εκτελείτο από την ΕΤΕ, χρηματιστές του εφεσείοντα, τους οποίους ο τελευταίος μάλιστα είχε εξουσιοδοτήσει δυνάμει της επίδικης συμφωνίας να διαχειρίζονται το λογαριασμό του και τους οποίους επέλεξε να μην καταστήσει διάδικους στην αγωγή.»

Ως εκ τούτου οι λόγοι έφεσης 4, 5 και 7 κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.

Όπως αναφέρεται ανωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε ως αναξιόπιστη μόνο τη μαρτυρία του Εφεσείοντα. Με τον δεύτερο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε τη θέση του Εφεσείοντα πως το επίδικο δάνειο ήταν αποτέλεσμα αθέμιτης παρότρυνσης.

Στο πλαίσιο της αξιολόγησης του Εφεσείοντα, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέθεσε με σαφήνεια τους λόγους για τους οποίους ο Εφεσείων δεν άφησε θετική εντύπωση, επισημαίνοντας αναφορές του οι οποίες δεν υποστήριζαν τις θέσεις του για παρότρυνση και συμβουλές της Εφεσίβλητης προς τον ίδιο για το άνοιγμα του επίδικου λογαριασμού, αναφορές του οι οποίες δεν επιβεβαιώνονταν από τα έγγραφα στα οποία ο ίδιος παρέπεμψε, και ακόμα γενικές και αόριστες τοποθετήσεις του.

Η εισήγηση του Εφεσείοντα ότι η αθέμιτη παρότρυνση αφορούσε στα λεγόμενα του ΜΕ3 για το ότι οι τιμές των μετοχών ήταν ελκυστικές έχει ήδη κριθεί αβάσιμη στο πλαίσιο εξέτασης των λόγων έφεσης 5 και 7.

Αποτέλεσε περαιτέρω εισήγηση του Εφεσείοντα ότι η αθέμιτη παρότρυνση αφορούσε και σε διάφορα δημοσιεύματα και δηλώσεις αξιωματούχων της Εφεσίβλητης, τα οποία το πρωτόδικο Δικαστήριο είτε αγνόησε, είτε δεν απέδωσε σε αυτά τη δέουσα σημασία.

Κατά την παράθεση της ενώπιον του μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε σε αυτό το σκέλος της μαρτυρίας του Εφεσείοντα. Παρόλο που δεν γίνεται ρητή αναφορά σε αυτό και κατά την αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα, εντούτοις αυτή αποτέλεσε αντικείμενο εξέτασης από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Εξού και οι όποιες δηλώσεις προέρχονταν από την ΕΤΕ ορθά κρίθηκαν ότι δεν αποτελούσαν παρότρυνση από την Εφεσίβλητη. Σημειώνουμε ότι κάποια εξ αυτών αφορούσαν εσωτερικά σημειώματα της Εφεσίβλητης προς τους υπάλληλους της για τη συμμετοχή τους στο εν λόγω σχέδιο, κάποιες των δηλώσεων από αξιωματούχους της Εφεσίβλητης έγιναν μετά την υποβολή της αίτησης για συμμετοχή στο επενδυτικό σχέδιο, και κάποιες αφορούν δηλώσεις τρίτων προσώπων, όπως π.χ. το Υπουργείο Οικονομικών και τη Βουλή των Αντιπροσώπων, οι οποίες δεν αφορούν καν στην Εφεσίβλητη ή αναφέρονται σε κάποιες γενικές διαπιστώσεις, οι οποίες ορθά δεν απασχόλησαν ειδικά το πρωτόδικο Δικαστήριο εφόσον δεν ήταν ικανές να θεωρηθούν ως παρότρυνση προς τον Εφεσείοντα για τη σύναψη της επίδικης συμφωνίας. Επιπλέον, κατά την εξέταση της νομικής πτυχής της υπόθεσης, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η όποια «ψευδής παράσταση» συνίσταται στο κατά πόσο η Εφεσίβλητη είχε γνήσια πεποίθηση ότι οι δηλώσεις της επί της συμφωνίας για το άνοιγμα του επενδυτικού λογαριασμού ήταν αληθείς, κάτι το οποίο έκρινε ότι δεν είχε αποδειχθεί.  

Ο Εφεσείων απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στο γεγονός ότι η Εφεσίβλητη είχε προβεί σε χειραγώγηση τιμών μετοχών, σύμφωνα με το πόρισμα της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς. Αποτέλεσε θέση του ότι η χειραγώγηση αναφέρεται και σε δηλώσεις αξιωματούχων της Εφεσίβλητης. Αυτό το ζήτημα αποτελεί το αντικείμενο του τρίτου λόγου έφεσης.  

Θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε με επιμέλεια αυτό το ζήτημα. Κατ’  αρχάς το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν αμφισβήτησε την έκδοση και το περιεχόμενο του εν λόγω πορίσματος. Εκείνο το οποίο επεσήμανε ήταν αφενός ότι αυτό αφορά στην ΕΤΕ η οποία διακρίνεται από την Εφεσίβλητη και αφετέρου την απουσία μαρτυρίας για την τήρηση των υπόλοιπων προϋποθέσεων της σχετικής νομοθεσίας, και ειδικότερα του άρθρου 39 του περί της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου (Σύσταση και Αρμοδιότητες) Νόμου του 2001, Ν.64(Ι)/2001, σύμφωνα με το οποίο το πόρισμα έπρεπε να κοινοποιηθεί στην Εφεσίβλητη για να τοποθετηθεί η τελευταία επί τούτου πριν τη λήψη οποιασδήποτε απόφασης από την Επιτροπή. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθώς άντλησε καθοδήγηση από την υπόθεση Καλότυχος v. Hellenic Bank Public Company Ltd (2013) 1(Α) Α.Α.Δ. 296, στην οποία λέχθηκε ότι η μη τήρηση των προνοιών του άρθρου 39 δεν προσδίδει οποιαδήποτε αξία στο πόρισμα από μόνο του και οπωσδήποτε δεν μπορούσε να αποδοθεί οποιαδήποτε βαρύτητα στο περιεχόμενο του.

Επιπλέον, εύστοχα παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι ο Εφεσείων δεν αγόρασε μετοχές της Ελληνικής Τράπεζας, της Τράπεζας Κύπρου ή της Aquasol, τις οποίες αφορούσε το πόρισμα και η χειραγώγηση. Ορθή επίσης ήταν και η διαπίστωση του ότι το πόρισμα αφορούσε τη χρονική περίοδο από 1.9.2000 μέχρι 23.9.2000, χωρίς να υπήρχε μαρτυρία πόσο διήρκησε, επομένως δεν υπήρχε μαρτυρία κατά πόσο η χειραγώγηση υφίστατο κατά την ημερομηνία υπογραφής της επίδικης συμφωνίας με την Εφεσίβλητη.

Τέλος, το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι το εν λόγω πόρισμα δεν περιείχε τα στοιχεία εκείνα που ήταν ικανά να επηρεάσουν την εγκυρότητα της επίδικης συμφωνίας, ότι δεν αποδίδεται οτιδήποτε στην Εφεσίβλητη σχετικό με τους όρους εντολής βάσει των οποίων ετοιμάστηκε το πόρισμα και ότι οι έρευνες του πορίσματος έγιναν για την περίοδο 1999-2000. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε και με τη μαρτυρία του ΜΥ3, προέδρου της Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Παρακολούθησης Σχεδίων Ανάπτυξης και Ελέγχου Δημοσίων Δαπανών ο οποίος αναφέρθηκε σε έρευνα που έγινε και η οποία διαβιβάστηκε στον Γενικό Εισαγγελέα για τη διεξαγωγή έρευνας για διάπραξη τυχόν αδικημάτων, χωρίς όμως οι ποινικές έρευνες να είχαν καταλήξει σε αποτέλεσμα. Ήταν ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι αποτέλεσε βασική θέση όλων πως ήταν κοινό μυστικό ότι υπήρξαν φαινόμενα χειραγώγησης στο ΧΑΚ, θέση η οποία φυσικά δεν ήταν ικανή να αποδώσει στην Εφεσίβλητη τα όσα της καταλόγιζε ο Εφεσείων ως παρότρυνση για την σύναψη της επίδικης συμφωνίας.

Η εισήγηση του Εφεσείοντα ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αναζητούσε ποινική ευθύνη για να καταλογίσει παρότρυνση στην Εφεσίβλητη δεν είναι βάσιμη. Το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε ότι τόσο το πόρισμα όσο και η έρευνα δεν κατέληξαν σε οποιαδήποτε ποινική καταδίκη, όχι στη βάση του ότι απουσία καταδίκης αναιρούσε την όποια δυνατότητα απόδοσης ευθύνης στην Εφεσίβλητη, αλλά στη βάση του ότι τελικώς τόσο το πόρισμα όσο και η έρευνα δεν προχώρησαν σε τυχόν ποινικές διώξεις και εν πάση περιπτώσει δεν ήταν ικανά να θεωρηθούν με οποιονδήποτε τρόπο ως παρότρυνση προς τον Εφεσείοντα για να συνάψει την επίδικη συμφωνία.

Επανερχόμενοι στον δεύτερο λόγο έφεσης, κρίνουμε αβάσιμη την εισήγηση του Εφεσείοντα ότι το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ο Εφεσείων προέβη στη σύναψη της συμφωνίας επειδή δεν είχε μετρητά, είναι λανθασμένο. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ήταν πως ο Εφεσείων δεν παρακινήθηκε από οποιονδήποτε υπάλληλο της Εφεσίβλητης, αλλά ενδιαφέρθηκε από μόνος του να διαπραγματευθεί μετοχές στο ΧΑΚ και το Δικαστήριο προέβη σε μια εκτίμηση αναφέροντας τους προφανείς πιθανούς λόγους που ο Εφεσείων έπραξε τούτο, χωρίς βεβαίως αυτοί να ενέχουν οποιαδήποτε σημασία ή να επηρεάζουν τα ευρήματα ή τη νομική ανάλυση στην οποία προέβη το Δικαστήριο.

Επομένως, οι λόγοι έφεσης 2 και 3 απορρίπτονται.

Ο έκτος λόγος έφεσης αφορά σε «λανθασμένες και άσχετες διαπιστώσεις» του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Σε αυτόν περιλαμβάνονται ζητήματα τα οποία αποτέλεσαν επίσης αντικείμενο των λόγων έφεσης οι οποίοι έχουν ήδη εξεταστεί και κριθεί αβάσιμοι.

Στον ίδιο λόγο γίνεται εκτενής αναφορά στο ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα απέρριψε τη μαρτυρία του Εφεσείοντα πως δεν έλαβε τις καταστάσεις λογαριασμού και τις επιστολές που κατ’  ισχυρισμό αποστέλλονταν από την Εφεσίβλητη καθότι αποστέλλονταν σε λανθασμένη διεύθυνση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εξέτασε τον σχετικό ισχυρισμό του Εφεσείοντα στο πλαίσιο της αξιολόγησης του. Ήταν ορθή η διαπίστωση του πως ο ισχυρισμός του Εφεσείοντα ότι είχε δώσει διαφορετική διεύθυνση διαμονής και διαφορετική διεύθυνση αλληλογραφίας αναιρείται από το περιεχόμενο της επίδικης συμφωνίας, στην οποία καταγράφεται μόνο μια διεύθυνση και είναι αυτή στην οποία στάληκαν όλα τα προαναφερόμενα έγγραφα. Σημειώνουμε ότι η συμφωνία περιείχε όρους, σύμφωνα με τους οποίους, οι καταστάσεις λογαριασμού και όλη η αλληλογραφία θα αποστέλλεται στη δηλωθείσα διεύθυνση του Εφεσείοντα και, όπως εύστοχα παρατήρησε το πρωτόδικο Δικαστήριο, ο ίδιος ο Εφεσείων δέχθηκε ότι δεν έδωσε άλλη διεύθυνση. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά στηρίχθηκε στη συμφωνία καθότι αυτή καθόριζε τις υποχρεώσεις της κάθε πλευράς και όχι στην αίτηση, στην οποία πράγματι αναγράφεται και διεύθυνση αλληλογραφίας, καθότι αυτή δεν αποτελεί τη δεσμευτική συμφωνία μεταξύ των μερών και, όπως σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο, η αίτηση δεν κατέστη μέρος της συμφωνίας. Εύλογη ήταν και η παρατήρηση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι από τη στιγμή που ο Εφεσείων είχε διαβάσει και αποδεχθεί τους όρους της συμφωνίας πριν την υπογράψει, δεν δικαιούτο να εγείρει αυτό το ζήτημα μεταγενέστερα.

Μάλιστα, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε και στο έγγραφο ενεχυρίασης μετοχών το οποίο υπέγραψε ο Εφεσείων προς όφελος της Εφεσίβλητης, στο οποίο και πάλι υπήρχε όρος για την αποστολή οποιασδήποτε ειδοποίησης από την Εφεσίβλητη στην εκεί δηλωθείσα ίδια διεύθυνση.

Στον ίδιο λόγο αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι λανθασμένα απεδέχθη τις καταστάσεις λογαριασμού και το ύψος του επίδικου χρέους. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εφάρμοσε λανθασμένα τις πρόνοιες του άρθρου 22 του περί Αποδείξεως Νόμου, Κεφ. 9, για να κρίνει αποδεκτές τις εν λόγω καταστάσεις που κατέθεσαν οι ΜΕ1 και ΜΕ2. Ήταν ορθή η διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το περιεχόμενο των καταστάσεων δεν αμφισβητήθηκε αυτό καθ’  εαυτό κατά την αντεξέταση του ΜΕ2 ο οποίος υπέστη αντεξέταση, ούτε και ο Εφεσείων παρουσίασε μαρτυρία αντίθετη με το περιεχόμενο της. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην υπόθεση Εθνική Τράπεζα της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ v. Οικονόμου (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2287, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο επικύρωσε την παρόμοια προσέγγιση αποδοχής των καταστάσεων λογαριασμού από το εκεί πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως αναφέρθηκε στην υπόθεση Καραγιάννη v. Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ, Πολ. Έφεση Αρ. 70/14, ημερ. 17.11.2021, ECLI:CY:AD:2021:A528, η παρουσίαση αναδομημένης κατάστασης λογαριασμού αποτελεί μια συνήθη πρακτική των Τραπεζών, ώστε να αφαιρούνται κάποιες χρεώσεις ή επιβολή επιτοκίων, προς ικανοποίηση του πελάτη και ενθάρρυνση για εξεύρεση συμβιβαστικής λύσης. Αυτή η θέση καταρρίπτει και την εισήγηση του Εφεσείοντα ότι η ετοιμασία αναδομημένων καταστάσεων είναι ένδειξη της ανεντιμότητας της Εφεσίβλητης η οποία, με πολύ προγενέστερη επιστολή της προς τον Εφεσείοντα ημερ. 12.8.2003, ζητούσε μεγαλύτερο ποσό. Σχετική επί του θέματος είναι και η υπόθεση Ιωαννίδης κ.ά. v. Εθνικής Τράπεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1491.

Τέλος, αποτελεί εισήγηση του Εφεσείοντα πως το πρωτόδικο Δικαστήριο λανθασμένα κατέληξε ότι αυτός δεν τερμάτισε τη συμφωνία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο πράγματι ανέφερε πως συνήθως σε περίπτωση εξαπάτησης ή ψευδών παραστάσεων, είτε η σύμβαση καταγγέλλεται και απαιτούνται αποζημιώσεις είτε ζητείται η εκτέλεση της και απαιτούνται αποζημιώσεις, σημειώνοντας απλώς ότι στην υπό κρίση υπόθεση ο Εφεσείων στην ανταπαίτηση του ζήτησε την εκτέλεση της συμφωνίας χωρίς ο ίδιος να είχε προβεί στον τερματισμό της. Επομένως, το πρωτόδικο Δικαστήριο σχολίασε τη συμπεριφορά του Εφεσείοντα και δεν συνέδεσε ή έκρινε τη νομιμότητα ή μη της συμφωνίας σε αυτή τη βάση.

Επομένως και ο έκτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης ο Εφεσείων προβάλλει ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα κατέληξε πως οι εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας δεν είναι νόμος για σκοπούς του άρθρου 23 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149.

Το ζήτημα εξετάστηκε ενδελεχώς σε όλη του την έκταση από το πρωτόδικο Δικαστήριο με παραπομπή σε νομολογία. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά καθοδηγήθηκε από τις υποθέσεις Τρύφωνος κ.ά. v. Μινέρβα Ασφαλιστική Εταιρεία Λτδ (2006) 1(Α) Α.Α.Δ. 200 και Διαχειριστικό Συμβούλιο Εμπορικής Σχολής Μιτσή Λεμύθου v. Πετράκη (1998) 1(Β) Α.Α.Δ. 941 ως προς την ερμηνεία της αρχής της δημόσιας πολιτικής, εφόσον υπήρχε ισχυρισμός από τον Εφεσείοντα ότι η επίδικη συμφωνία αντιστρατευόταν τη δημόσια πολιτική καθότι η Εφεσίβλητη δεν εφάρμοσε τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας. Όπως προκύπτει από τις εν λόγω υποθέσεις, ήταν ορθή η προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν καλείτο «να αναγνωρίσει ή να προεκτείνει κάτι το οποίο έθεσε ως μέρος της δημόσιας πολιτικής ο νομοθέτης, αλλά ένα κρατικό όργανο (Κεντρική Τράπεζα Κύπρου), οι εγκύκλιοι του οποίου δεν μπορούν να έχουν την άμεση ισχύ που έχει ένα νομοθέτημα».

Επιπλέον αφού το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε εξέταση του ζητήματος υπό το πρίσμα του συνταγματικού δικαιώματος της ελευθερίας του συμβάλλεσθαι, όπως κατοχυρώνεται στο Άρθρο 26 του Συντάγματος, ορθά κατέληξε ότι η υπόθεση Καλλικάς v. Ελληνικής Τράπεζα Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1238, επισφραγίζει το συμπέρασμα του. Σε εκείνη την υπόθεση υιοθετήθηκε η απόφαση στην υπόθεση Συρίμη v. Παγκυπριακή Χρηματοδοτήσεις Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2010) 1(Β) Α.Α.Δ. 1131, στην οποία αποφασίστηκε ότι σε σχέση με τις εγκυκλίους της Κεντρικής Τράπεζας, συμφωνία για άνοιγμα επενδυτικού λογαριασμού δεν μπορεί να θεωρηθεί παράνομη. Η Συρίμης και η Καλλικάς (ανωτέρω) υιοθετήθηκαν στην υπόθεση Κουλλαπής v. Εθνικής Τράπηεζας της Ελλάδος (Κύπρου) Λτδ (2015) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2376, στην οποία το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την εισήγηση για απόκλιση από τις εν λόγω αποφάσεις και επανέλαβε ότι οι εγκύκλιοι της Κεντρικής Τράπεζας δεν διαμορφώνουν δημόσια πολιτική που να απαγορεύει την παραχώρηση πιστώσεων για αγορά μετοχών.

Στο ίδιο πλαίσιο κρίνεται αβάσιμη και η εισήγηση ότι παραβίαση οδηγίας της Κεντρικής Τράπεζας από την Εφεσίβλητη ως προς την υπέρβαση της πιστωτικής της επέκτασης καθιστά τη συμφωνία παράνομη.

Ως εκ τούτου και ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Η Έφεση απορρίπτεται.

€4.000 έξοδα της Έφεσης, πλέον ΦΠΑ εάν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.

 

 

                                                            Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

                                                            Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

                                                            Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

 

/κβπ                                         


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο