ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟBΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 19/2023)

(i-justice)

 

29 Απριλίου, 2024

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ,

ΕΦΡΑΙΜ, ΔΑΥΙΔ, Δ.Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Ν. Μ. ΕΚ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΠΡΟΣΒΑΣΗΣ ΣΕ ΤΗΛΕΠΙΚΟΙΝΩΝΙΑΚΑ ΔΕΔΟΜΕΝΑ ΑΡ. 87/22 ΤΟΥ ΕΠΑΡΧΙΑΚΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 29/3/2022

__________________

Γ. Νεάρχου για Ηλίας Α. Στεφάνου Δ.Ε.Π..Ε., για τον Εφεσείοντα.

Α. Π. Αριστείδης, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για Εφεσίβλητο - Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.

__________________

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:   Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Ιωαννίδη, Δ.

_________________

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.: Η Αστυνομία (Κλάδος Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος), στις 29.3.2022 εμφανίστηκε ενώπιον του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας («το κατώτερο Δικαστήριο») και αξίωσε με γραπτή αίτηση την έκδοση διατάγματος πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα. Η αίτηση υποστηριζόταν από όρκο, για το περιεχόμενο του οποίου καταγράφονται τα ακόλουθα στην πρωτόδικη απόφαση που τώρα εφεσιβάλλεται:

 

         «Σύμφωνα με τον Όρκο, η Αστυνομία διερευνούσε υπόθεση σοβαρών ποινικών αδικημάτων, και δη την απόκτηση ή κατοχή παιδικής πορνογραφίας, την απόκτηση πρόσβασης σε παιδική πορνογραφία, τη διανομή, διάδοση ή μετάδοση παιδικής πορνογραφίας και την προσφορά ή παροχή πληροφοριών για παιδική πορνογραφία («τα αδικήματα»), κατά φερόμενη παραβίαση αντίστοιχων προνοιών τού Άρθρου 8 τού Περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου 91(Ι)/14 ο Ν.91(Ι)/14»).

 

        Πάντοτε κατά τον Όρκο, είχαν ληφθεί μέσω της Ευρωπαϊκής Αστυνομικής Υπηρεσίας («Europol»), συνολικά έξι (6) πληροφορίες ότι κάτοχος/χρήστης σε συγκεκριμένο διαδικτυακό λογαριασμό Google, υπό στοιχεία αριθμού κινητής τηλεφωνίας (ήτοι του Αριθμού Κλήσης), με δηλωμένη ημερομηνία γέννησης και Διευθύνσεις ΙΡ (με τούτα τα στοιχεία να γράφονται λεπτομερειακά στον Όρκο) «κατέχει, ή/και παράγει, ή/και διανέμει παιδικό πορνογραφικό υλικό».

 

        Κατά τις πληροφορίες, ο περί ου ο λόγος κάτοχος/χρήστης είχε ανεβάσει (upload) στο διαδίκτυο 161 εν όλω αρχεία εικόνας τα οποία «σχετίζονται με παιδική πορνογραφία (πληροφορία πρώτη: δεκαπέντε (15) αρχεία εικόνας, πληροφορία δεύτερη: δέκα (10) αρχεία εικόνας, πληροφορία τρίτη: οκτώ (8) αρχεία εικόνας, πληροφορία τέταρτη: εκατόν δεκαεννέα (119) αρχεία εικόνας, πληροφορία πέμπτη: οκτώ (8) αρχεία εικόνας και πληροφορία έκτη: ένα (1) αρχείο εικόνας)».

 

        Μαζί με τις πληροφορίες, λήφθηκαν, κατά τον Όρκο «... τα υπό αναφορά αρχεία εικόνας τα οποία επιθεωρήθηκαν και διαπιστώθηκε ότι τα εκατόν τριάντα πέντε (135) από αυτά αφορούν παιδική πορνογραφία».

 

        Επιπροσθέτως, διαπιστώθηκε ότι στα 135 αρχεία εικόνας απεικονίζονται:

«•   παιδιά να κακοποιούνται σεξουαλικά από ενήλικες ή/και να απεικονίζονται σε σεξουαλικές πόζες, συμπεριλαμβανομένων και παιδιών ηλικίας κάτω των δεκατριών (13) ετών

 

• Ρεαλιστικές εικόνες παιδιών τα οποία επιδίδονται σε σεξουαλικές πράξεις συμπεριλαμβανομένων και ρεαλιστικών εικόνων παιδιών ηλικίας κάτω των δεκατριών (13) ετών». 

  

 

       Με την πληροφορία, πάρθηκαν συνάμα οι Διευθύνσεις ΙΡ «. με ημερομηνίες και ώρες μέσω των οποίων ο υπό αναφορά κάτοχος/χρήστης ανέβασε τα εν λόγω αρχεία ως πιο κάτω .» (παρατίθενται τα στοιχεία των αρχείων).

 

Από διαδικτυακές εξετάσεις που διενεργήθηκαν «. εκ μέρους του Κλάδου Δίωξης Ηλεκτρονικού Εγκλήματος.» εξακριβώθηκε ότι «.το ΙΡ address [παρατίθενται τα στοιχεία] ανήκει στην εταιρεία παροχής διαδικτυακών υπηρεσιών CABLENET και το ΙΡ address [παρατίθενται τα στοιχεία] ανήκει στην εταιρεία παροχής διαδικτυακών υπηρεσιών CYTA».

 

Ακολούθως, γίνεται αναφορά στον  Όρκο πως τα αδικήματα        «… επιφέρουν σε περίπτωση καταδίκης ποινή φυλάκισης άνω των πέντε ετών».

 

[Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο]

 

Το κατώτερο Δικαστήριο, στη βάση του μαρτυρικού υλικού που είχε τεθεί ενώπιον του, ικανοποιήθηκε ότι συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις έκδοσης του αιτούμενου διατάγματος, το οποίο και εξέδωσε την ίδια ημέρα. Αναφέρουμε από τώρα πως ο εφεσείων ουδέποτε αμφισβήτησε πως τα  αδικήματα που η Αστυνομία διερευνούσε ήταν σοβαρά ποινικά αδικήματα εντός της έννοιας του νόμου (άρθρο 8 του Νόμου 91(Ι)/2014 και άρθρο 2(1) του Νόμου 183(Ι)/2007).

 

Ο εφεσείων αρχικά προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο ζητώντας άδεια για να του επιτραπεί να καταχωρίσει αίτηση διά κλήσεως για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari με το οποίο να ακυρώνεται το πιο πάνω εκδοθέν διάταγμα. Η άδεια δόθηκε (Αναφορικά με την Αίτηση του Ν.Μ., Πολ. Αίτ. Αρ. 98/22, ημερ. 21.7.22, ECLI:CY:AD:2022:D332), και δυνάμει αυτής καταχωρίστηκε η Πολιτική Αίτηση Αρ. 124/22, στο πλαίσιο της οποίας εξεδόθη η πρωτόδικη απόφαση που εφεσιβάλλεται.

 

Το Ανώτατο Δικαστήριο, πρωτοβάθμια δικαιοδοσία, στο πλαίσιο της πιο πάνω Πολιτικής Αίτησης, ακύρωσε, κατόπιν ακρόασης, το δεύτερο μέρος του εκδοθέντος από το κατώτερο Δικαστήριο διατάγματος ημερ. 29.3.2022, το οποίο αφορούσε σε «τηλεπικοινωνιακά δεδομένα του αριθμού κλήσης». Απέρριψε όμως την Αίτηση σε σχέση με το πρώτο μέρος του εκδοθέντος Διατάγματος, το οποίο αφορούσε σε «τηλεπικοινωνιακά δεδομένα των Διευθύνσεων IP». Όπως χαρακτηριστικά σημείωσε το πρωτόδικο Δικαστήριο:

 

«Ο Αιτητής - για τα περί των δεδομένων των Διευθύνσεων ΙP (και ειδικότερα για το Πρώτο Μέρος του Διατάγματος) -  δεν κατόρθωσε να καταδείξει υπέρβαση ή έλλειψη δικαιοδοσίας του Κατώτερου Δικαστηρίου, ή άλλα τινά, κατά την έκδοση του μέρους εκείνου του Διατάγματος το οποίο ειδικώς αφορά στην αναλυόμενη προβληματική.»

 

 

Η υπό εκδίκαση έφεση προσβάλλει ως εσφαλμένη, με πέντε λόγους, την πρωτόδικη απόφαση με την οποία απερρίφθη η Πολιτική Αίτηση σε σχέση με το πρώτο μέρος του εκδοθέντος Διατάγματος. Έχουμε θέσει ενώπιόν μας και έχουμε μελετήσει όλους τους λόγους έφεσης μαζί με την αιτιολογία τους. Θα κάνουμε ειδική αναφορά σε αυτούς, όπου ήθελε κριθεί αναγκαίο.  Το ίδιο ισχύει και για τα όσα υποστήριξαν οι ευπαίδευτοι συνήγοροι με τις εμπεριστατωμένες αγορεύσεις τους.

 

Ο εφεσείων θεωρεί πως «To Aνώτατο Δικαστήριο, ασκώντας πρωτοβάθμια δικαιοδοσία, λανθασμένα απέρριψε την Πολιτική Αίτηση Αρ. 124/2022 («η Αίτηση») - Εφεσείοντα για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari σε σχέση με το Πρώτο Μέρος του Διατάγματος πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα Αρ. 87/22 («το Διάταγμα») του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λευκωσίας («το κατώτερο Δικαστήριο»), ημερομηνίας 29/3/2022, θεωρώντας πως αυτό δεν παραβίαζε τα άρθρα 15, 17 και 19 του Συντάγματος και περαιτέρω ότι τα άρθρα 3 και 6-10 του Ν. 183(Ι)/2007 δεν είναι ασύμβατα προς το ενωσιακό δίκαιο.» 

 

Στη Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Ησαΐα κ.ά. (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1445, η Πλήρης Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου, έθεσε το κρίσιμο ερώτημα κατά πόσο «Ως προς τον χρήστη, το IP address που αποκαλύπτει τον παροχέα συνιστά προσωπικό δεδομένο;», για να δώσει αρνητική απάντηση διαφωνώντας ριζικά με την πρωτόδικη απόφαση. Σύμφωνα με την απόφαση της πλειοψηφίας (10 Δικαστές):

 

«Οι εισηγήσεις των Εφεσιβλήτων εδράζονται στην αντίληψη ότι το IP address γενικώς είναι μέρος των προσωπικών δεδομένων του χρήστη, καθ' όσον ο χρήστης μπορεί να εντοπισθεί μέσω αυτού. Αυτό όμως δεν είναι έτσι. Ο ορισμός του όρου «δεδομένα προσωπικού χαρακτήρα» στο Ν. 138(Ι)/2001, ως «κάθε πληροφορία που αναφέρεται σε υποκείμενο των δεδομένων», εκτός του ότι είναι για σκοπούς του νόμου εκείνου και μόνο, δεν διαφωτίζει επί του προκειμένου. Ο ορισμός του όρου «δεδομένα» στον ίδιο το Νόμο 183(Ι)/2007 που μας αφορά, ως «τα δεδομένα κίνησης και θέσης και τα συναφή δεδομένα που είναι αναγκαία για την αναγνώριση του συνδρομητή ή/και του χρήστη και που προσδιορίζονται στα Άρθρα 6, 7, 8, 9 10 και 11», απευθυνόμενος ακριβώς στις υποχρεώσεις του παροχέα για τη διατήρηση δεδομένων, παραπέμπει στα δεδομένα που αφορούν την αναγνώριση του χρήστη και όχι στα δεδομένα που αφορούν την αναγνώριση του ίδιου του παροχέα. Σε αυτή τη βάση, το IP address του παροχέα ουδόλως μπορεί να συνιστά προσωπικό δεδομένο του χρήστη, η αναγνώριση του οποίου γίνεται, κατόπιν του δικαστικού διατάγματος, με την επεξεργασία των δεδομένων που ο παροχέας είναι υποχρεωμένος να τηρεί ακριβώς για σκοπούς αναγνώρισής του».

 

[Η υπογράμμιση γίνεται από το παρόν Δικαστήριο]

 

Να υπενθυμίσουμε πως όταν η Αστυνομία είχε ζητήσει από το κατώτερο Δικαστήριο την έκδοση του διατάγματος πρόσβασης σε τηλεπικοινωνιακά δεδομένα, ρητά είχε αναφέρει στον όρκο που υποστήριζε το αίτημα, πως οι συγκεκριμένες διευθύνσεις IP, ανήκαν σε συγκεκριμένες εταιρείες παροχής διαδικτυακών υπηρεσιών και όχι στον εφεσείοντα.  Στην υπόθεση Ησαΐα (ανωτέρω), σημειώθηκε πως «θέμα παρανομίας ως προς την εξασφάλιση του IP address του παροχέα θα μπορούσε να ετίθετο από τον ίδιο τον επηρεαζόμενο παροχέα μάλλον παρά τον χρήστη».

 

Επειδή ο ευπαίδευτος συνήγορος του εφεσείοντα είχε επικαλεστεί ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου τη δεσμευτική απόφαση της πλειοψηφίας της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στην Αναφορικά με την Αίτηση του Χατζηιωάννου και Άλλων, Πολ. Αίτ. Αρ. 97/18 κ.ά., ημερ. 27.10.21, το πρωτόδικο Δικαστήριο σημείωσε τα ακόλουθα:   

«Δόρυ της επιχειρηματολογίας του Αιτητή υπήρξε η Χατζηιωάννου, επίκεντρο της οποίας ήταν (κατά το αιτιολογικό της), το αν οι πρόνοιες του Ν.183(Ι)/07 «αναφορικά με τη διατήρηση δεδομένων κίνησης και θέσης και συναφών δεδομένων για την αναγνώριση του συνδρομητή ή/και του χρήστη («τα δεδομένα»), αντιβαίνουν στην εφαρμοστέα ενωσιακή νομοθεσία και νομολογία, ειδικά στην οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002 και στις αρχές που τέθηκαν στις υποθέσεις C-203/15 kai 698/15 Tele 2 Sverige και Watson and Others ημερομηνίας 21 Δεκεμβρίου 2016».

 

Ό,τι είναι που ακολούθησε ως δικαστική συλλογιστική στην Χατζηιωάννου - με τρεις Δικαστές που μετείχαν στη σύνθεση να επιλέγουν (παρότι συμφώνησαν με την τελική απόφαση), την παράθεση του δικού τους ξέχωρου σκεπτικού (παρόμοιου όμως στην ουσία του με εκείνο των υπολοίπων Δικαστών της πλειοψηφίας) - αντανακλάται εν πολλοίς στο πιο κάτω απόσπασμα: …»

 

 [Στην πρωτόδικη απόφαση παρατίθεται το σχετικό απόσπασμα]

 

Και τα ακόλουθα, για την υπόθεση Ησαΐα (ανωτέρω):

 

«Με δοσμένη την εστίαση των μερών (και) στις Διευθύνσεις IP, κρίνω δόκιμη τη μνεία στην Γενικός Εισαγγελέας ν. Ησαΐα και Άλλου (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1445, 1456-1458 («η Ησαΐα»), όπου η πλειοψηφία της Πλήρους Ολομέλειας του Ανωτάτου Δικαστηρίου εξήγησε πως οι Διευθύνσεις IP - που αποτελούν δεδομένο εν τη εννοία του Άρθρου 2(1), Ν.183(Ι)/07 - δεν συγκροτούν προσωπικό δεδομένο του χρήστη αλλά ανήκουν στον παροχέα και ότι μόνο αν ο παροχέας δώσει τα στοιχεία του χρήστη για τις Διευθύνσεις ΙΡ κατά τον κρίσιμο χρόνο, τούτες καθίστανται προσωπικό δεδομένο του χρήστη αναφορικώς προς τα στοιχεία αυτά αφού οδηγούν  στην αποκάλυψη του.  Εξού και η αναγκαιότητα υποβολής αίτησης στο Δικαστήριο.»

 

 

 

Για να καταλήξει ότι:

 

«Η  Ησαΐα - καίτοι αναφέρθηκε στην Χατζηιωάννου - δεν φαίνεται να ανατράπηκε από αυτή. Τούτο, τουλάχιστον, κατά τις αρχές που περιστοιχίζουν την αποκλειστική (έναντι άλλων εθνικών πρωτόδικων ή πρωτοβάθμιων δικαιοδοσιών) δυνατότητα του Ανωτάτου Δικαστηρίου να ανατρέπει προγενέστερες αποφάσεις του (Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας ν. Σταύρου, Π.Ε. 317/20, ημ. 17.2.21, ECLI:CY:AD:2021:A77, Πρόεδρος της Δημοκρατίας ν. Βουλή των Αντιπροσώπων, Αναφορά 4/18, ημ. 19.3.19, Γουότς και Άλλων ν. Λαούρη και Άλλων (2014) 1(Α) Α.Α.Δ. 1401, ΕCLI:CY:AD:2014:A474, 1425-1433, Βύρωνας ν. Δημοκρατίας (1999) 3 A.A.Δ. 77, 85-88.

 

 

Να υπενθυμίσουμε ποιο ήταν το αντικείμενο των αιτήσεων στην υπόθεση Χατζηϊωάννου (ανωτέρω). Προς τούτο παραπέμπουμε στη δεσμευτική απόφαση της πλειοψηφίας, όπου λέχθηκαν τα ακόλουθα για το συγκεκριμένο θέμα: 

 

«Στο παρόν στάδιο, δεν χρειάζεται να αναφερθούμε στα ιδιαίτερα γεγονότα της κάθε υπόθεσης.  Αρκεί να σημειωθεί ότι στο επίκεντρο τους βρίσκεται το ερώτημα κατά πόσο συγκεκριμένες πρόνοιες του περί Διατήρησης Τηλεπικοινωνιακών Δεδομένων με σκοπό τη Διερεύνηση Σοβαρών Ποινικών Αδικημάτων Νόμου του 2007, Ν.183(Ι)/2007 («ο Νόμος»), αναφορικά με τη διατήρηση δεδομένων κίνησης και θέσης και συναφών δεδομένων για την αναγνώριση του συνδρομητή ή/και του χρήστη («τα δεδομένα»), αντιβαίνουν στην εφαρμοστέα ενωσιακή νομοθεσία και νομολογία, ειδικά στην οδηγία 2002/58/ΕΚ του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου, της 12ης Ιουλίου 2002 (στο εξής «Οδηγία») και στις αρχές που τέθηκαν στις υποθέσεις C-203/15 και C-698/15 Tele2 Sverige και Watson and Others ημερομηνίας 21 Δεκεμβρίου 2016.

[….]

Οι αιτητές στις εν λόγω αιτήσεις θεωρούν ανίσχυρα τα άρθρα 3, 6, 7, 8, 9, 10 και 13 του Νόμου, τα οποία αφορούν τη διατήρηση των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων, ως αντιβαίνοντα την παραπάνω ενωσιακή νομοθεσία και νομολογία.»

 

 

Συμφωνούμε απόλυτα με τη θέση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, πως η υπόθεση Χατζηϊωάννου (ανωτέρω) ουδόλως ανέτρεψε τα όσα αποφασίστηκαν στην υπόθεση Ησαΐα (ανωτέρω) και τα οποία αφορούν στο IP address (Διεύθυνση Διαδικτυακού Πρωτοκόλλου).  Παρόλο που και στην υπόθεση Χατζηϊωάννου (ανωτέρω) επαναλαμβάνεται πως η «προστασία των τηλεπικοινωνιακών δεδομένων δεν είναι απόλυτη», άλλα ήταν εκεί τα επίδικα θέματα, τα οποία εν ουδεμιά περιπτώσει είχαν να κάνουν με τα αποφασισθέντα στην υπόθεση Ησαΐα (ανωτέρω), τα οποία και παρέμειναν ανέπαφα. Ούτε βεβαίως στην υπόθεση Χατζηϊωάννου (ανωτέρω), η Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου κλήθηκε να αποστεί από τα αποφασισθέντα στην υπόθεση Ησαΐα (ανωτέρω).

 

Εν κατακλείδι, στην υπόθεση Ησαΐα (ανωτέρω), αποφασίστηκε από την Πλήρη Ολομέλεια του Ανώτατου Δικαστηρίου πως το IP address του παροχέα ουδόλως συνιστά προσωπικό δεδομένο του χρήστη, η αναγνώριση του οποίου γίνεται, κατόπιν δικαστικού διατάγματος, με την επεξεργασία των δεδομένων που ο παροχέας είναι υποχρεωμένος να τηρεί για σκοπούς αναγνώρισής του. Να πούμε ακόμη πως στην υπόθεση Χατζηϊωάννου (ανωτέρω), με παραπομπή στις αποφάσεις του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) La Quandrature du Net κ.ά., ημερ. 6.10.2020 και Η.Κ. ν. Prokuratuur, ημερ. 2.3.2021, επιβεβαιώνεται ότι η νομοθεσία της Ευρωπαϊκής Ένωσης «απαγορεύει εθνική νομοθεσία η οποία προβλέπει προληπτικώς, για τους σκοπούς του άρθρου 15, παράγραφο 1, της Οδηγίας 2002/58, τη γενική και χωρίς διάκριση δεδομένων κίνησης και δεδομένων θέσης με σκοπό την καταπολέμηση του εγκλήματος γενικά ή τη διαφύλαξη της γενικής ασφάλειας».  Με άλλα λόγια, περί δεδομένων κίνησης και θέσης ο λόγος και όχι περί IP address, Διεύθυνση Διαδικτυακού Πρωτοκόλλου, η οποία, ως αποφασίστηκε στην υπόθεση Ησαία (ανωτέρω), δεν είναι προσωπικό δεδομένο του χρήστη.

 

Τελειώνοντας, θα πρέπει να σημειώσουμε πως στο περίγραμμα αγόρευσης του εφεσίβλητου, το οποίο καταχωρίστηκε στις 15.12.2023, καταγράφονται στην τελευταία σελίδα τα ακόλουθα:

 

«Η προσέγγιση που έκανε το πρωτόδικο Δικαστήριο στην απόφαση της υπόθεσης Γενικός Εισαγγελέας ν. Ησαΐα και Άλλου (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1445 είναι ορθή και τίποτα δεν τέθηκε από τον Εφεσείοντα που να επιβάλλει διαφοροποίηση από αυτή. Μάλλον η μόνη, περιρισμένη, αναφορά, που γίνεται στην εν λόγω απόφαση, περί στατικής διεύθυνσης ΙΡ επιβεβαιώνει ότι ούτε αυτό αποτελεί κατ΄ αρχάς προσωπικό δεδομένο:

 

“Το 2001, η Elizabeth France, τότε Information Commissioner, αναγνώρισε ότι αν τα στατικά ή δυναμικά IP addresses, συλλέγονται απλώς για ανάλυση μαζικών δεδομένων χρήσης των ιστοσελίδων, δεν εμπίπτουν κατ' ανάγκη στα προσωπικά δεδομένα. Εάν όμως ο χειριστής των ιστοσελίδων έχει κάποιο τρόπο σύνδεσης του IP address με ένα συγκεκριμένο άτομο, τότε αυτή γίνεται προσωπικό δεδομένο.»

 

 

 

Να σημειώσουμε πως το πιο πάνω απόσπασμα δεν είναι από τη δεσμευτική απόφαση της πλειοψηφίας, αλλά από την απόφαση της μειοψηφίας που εξέδωσε ο Ναθαναήλ, Δ., με την οποία συμφώνησε ο Νικολάτος, Δ.

 

 

 

Με τους λόγους έφεσης εκλαμβάνεται ως δεδομένο πως οι διευθύνσεις IP που καταγράφονται στο  εκδοθέν διάταγμα του κατώτερου Δικαστηρίου είναι μέρος των προσωπικών δεδομένων του εφεσείοντα. Όμως, σύμφωνα με τα αποφασισθέντα στην υπόθεση Ησαΐα (ανωτέρω), τα οποία συνεχίζουν να δεσμεύουν, δεν είναι, όπως ορθά αποφάσισε το πρωτόδικο Δικαστήριο.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, η έφεση είναι καταδικασμένη σε αποτυχία και απορρίπτεται. Επιδικάζονται υπέρ του Γενικού Εισαγγελέα €2.500 έξοδα έφεσης.

 

                                                      Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

 

                                                      Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

 

 

                                                      Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

 

 

                                                      Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

                                                      Α. ΔΑΥΙΔ, Δ.

 

 

/ΣΓεωργίου

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο