ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                         

(Πολιτική Έφεση Αρ. 212/2015)

 

10 Απριλίου, 2024

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΜΕΛΙΣΣΑΣ

                                                                 Εφεσείοντας,

v.

 

CYPRUS POPULAR BANK PUBLIC CO LIMITED

(ΠΡΩΗΝ ΜARFIN POPULAR BANK PUBLIC CO LTD)

                                                                                      Εφεσίβλητης.

...............

 

A. Κασιανής, για Ανδρέα Θ. Μαθηκολώνη, για τον Εφεσείοντα.

Ζ. Ζαχαρίου, για Τσίτσιος & Συνεργάτες Δ.Ε.Π.Ε., για την Εφεσίβλητη.

 

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και

 θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Η παρούσα Έφεση στρέφεται εναντίον απόφασης η οποία εκδόθηκε υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα (εναγόμενου 2) για το συνολικό ποσό των €14.808,26 πλέον τόκο, δυνάμει εγγύησης σε συμφωνία ενοικιαγοράς ενός οχήματος. Η απόφαση εκδόθηκε εναντίον του αλληλέγγυα και ή κεχωρισμένα με τον εναγόμενο 1, ο οποίος ήταν ο μισθωτής και είχε ήδη εκδοθεί εναντίον του απόφαση ερήμην του.

Ο Εφεσείων αναγνωρίζει από μέρους του την υπογραφή της συμφωνίας εγγύησης, πλην όμως ισχυρίστηκε ότι η συμφωνία ενοικιαγοράς ήταν εικονική και ότι, σε περίπτωση που ήθελε αποδειχθεί πως το όχημα ήταν υπαρκτό, η συμφωνία ήταν άκυρη καθότι δεν τηρήθηκε ουσιώδης όρος αυτής, ήτοι η εγγραφή του οχήματος στο όνομα της Εφεσίβλητης. Ήταν επίσης η θέση του πως η συμφωνία εγγύησης ήταν άκυρη επειδή ήταν υψίστης πίστεως και η Εφεσίβλητη παρέβη το καθήκον να του αποκαλύψει ότι το όχημα δεν είχε εγγραφεί στο όνομα της.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε τη μαρτυρία των δύο μαρτύρων για την Εφεσίβλητη ενώ απέρριψε τη μαρτυρία του Εφεσείοντα ως μη αξιόπιστη. Αποτέλεσε εύρημα του Δικαστηρίου ότι η συμφωνία ενοικιαγοράς δεν ήταν εικονική καθότι το όχημα, αντικείμενο αυτής, ήταν υπαρκτό και ότι η μη εγγραφή του στο όνομα της Εφεσίβλητης δεν επηρέαζε την κυριότητα του και συνακόλουθα τη νομιμότητα της συμφωνίας. Κατέληξε επίσης ότι η συμφωνία εγγύησης δεν είναι σύμβαση υψίστης πίστεως και απέρριψε τη θέση πως ήταν άκυρη. Αφού ικανοποιήθηκε πως ο εναγόμενος 1 παρέλειψε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του δυνάμει της συμφωνίας ενοικαγοράς και η Εφεσίβλητη νόμιμα την τερμάτισε, εξέδωσε την προσβαλλόμενη απόφαση εναντίον του Εφεσείοντα.  

Οι τρεις πρώτοι από τους εννέα λόγους έφεσης αφορούν στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του δεύτερου μάρτυρα της Εφεσίβλητης και του Εφεσείοντα.

Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως έχει τονιστεί, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση S.K. Masters Developments Ltd v. Κυρατζής κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 49/2015, ημερ. 22.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:A215, η αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα. Περαιτέρω, το Εφετείο επεμβαίνει εκεί όπου τα ευρήματα γεγονότων δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη.

Η εισήγηση της Εφεσίβλητης ότι ο πρώτος λόγος έφεσης δεν μπορεί να εξεταστεί καθότι ο ισχυρισμός του Εφεσείοντα πως δεν υπήρχε όχημα κατά τον ουσιώδη χρόνο δεν περιλαμβάνεται στο δικόγραφο του και δεν προωθήθηκε στην πρωτόδικη διαδικασία, είναι αβάσιμη. Τέτοιος ισχυρισμός αναφερόταν ρητά στην τροποποιημένη υπεράσπιση και ανταπαίτηση του Εφεσείοντα και υποβλήθηκε ρητά στον ΜΕ2, υπάλληλο της Εφεσίβλητης, κατά την αντεξέταση του.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε πως, παρά την παρέλευση επτά ετών από τα επίδικα γεγονότα, ο ΜΕ2 απαντούσε στις ερωτήσεις που του είχαν τεθεί όσο καλύτερα του επέτρεπε η μνήμη του, σημειώνοντας ότι ο ίδιος ανέφερε πως δεν ήταν σε θέση να θυμηθεί απόλυτα τα γεγονότα λόγω των πολλών ετών που παρήλθαν. Η μνήμη είναι στοιχείο το οποίο λαμβάνεται υπόψη στο πλαίσιο της αξιολόγησης ενός μάρτυρα, καθότι αφενός είναι εύλογο και αναμενόμενο η μνήμη να εξασθενεί με την πάροδο του χρόνου και αφετέρου στον κάθε άνθρωπο τα γεγονότα εντυπώνονται διαφορετικά, όπως λέχθηκε, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση Badar v. Ηλία, Πολ. Έφ. Αρ. 17/2014, ημερ. 25.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:A400. Χρήσιμη αναφορά γίνεται και στην υπόθεση Αντωνίου v. A. Panagides Contracting Ltd, Πολ. Έφ. Αρ. 259/2011, ημερ. 4.10.2017, ECLI:CY:AD:2017:A333.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν παρέλειψε να σχολιάσει την αναφορά του μάρτυρα πως το όχημα, το οποίο ο ίδιος είπε πως επιθεώρησε, ήταν γκρίζο ή μολυβί, ενώ έγινε παραδεκτό γεγονός ότι ο κωδικός που αναγραφόταν σε σχετικό τιμολόγιο που κατ’ ισχυρισμό αφορούσε το εν λόγω όχημα αντιστοιχούσε σε πράσινο χρώμα. Δικαιολογείτο το πρωτόδικο Δικαστήριο να κρίνει ότι αυτό το ζήτημα είναι επουσιώδες και ότι ήταν λογικό η μνήμη του μάρτυρα να είχε εξασθενήσει με την πάροδο του χρόνου. Είναι νομολογιακά αναγνωρισμένο ότι η αξιολόγηση της μαρτυρίας διενεργείται σφαιρικά και όχι μικροσκοπικά και αποσπασματικά και ότι αντιφάσεις σε επουσιώδη ζητήματα δεν καθιστούν δίχως άλλο τη μαρτυρία αναξιόπιστη. Ενδεικτικά παραπέμπουμε στις υποθέσεις Χατζηγιάννη v. Pitsillides Τrading Co Ltd κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 341/2014, ημερ. 22.5.2023, ECLI:CY:AD:2023:A177, Αδάμου, ως Διαχειρίστριας της Περιουσίας του Αποβιώσαντος Αδάμου Κυριάκου v. Γεωργίου, Πολ. Έφ. Αρ. 68/2014, ημερ. 30.9.2021, ECLI:CY:AD:2021:A435 και ODwyer κ.ά. v. Χριστόφορος Καραγιαννάς & Υιός Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ. 435/2012, ημερ. 21.2.2020, ECLI:CY:AD:2020:A70.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά αξιολόγησε τη μαρτυρία του ΜΕ2, ιδωμένη υπό το πρίσμα του συνόλου αυτής και θεωρώντας ότι η εν λόγω αντίφαση δεν αφορούσε στην ουσία της μαρτυρίας του αλλά σε ζήτημα για το οποίο ήταν αναμενόμενο να εξασθενήσει η μνήμη του μάρτυρα με την πάροδο του χρόνου. Εξού και απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στην αναφορά και επιμονή του στο ουσιώδες ζήτημα ότι είδε και κοστολόγησε το όχημα, στο οποίο, όπως δήλωσε και το πρωτόδικο Δικαστήριο, παρέμεινε σταθερός καθόλη τη μαρτυρία του.

Ο Εφεσείων παρέπεμψε σε διάφορα σημεία της μαρτυρίας του εν λόγω μάρτυρα προσπαθώντας να καταδείξει ότι ο ίδιος ο μάρτυρας αναγνώρισε πως η επίδικη συμφωνία ήταν εικονική και δεν υπήρχε αντικείμενο αυτής. Θεωρούμε ότι αυτή η μαρτυρία δεν καταδεικνύει κάτι τέτοιο αλλά επιβεβαιώνει τη βασική θέση του μάρτυρα, ήτοι ότι η συμφωνία συνήφθη για τη χρηματοδότηση της αγοράς ενός υπαρκτού οχήματος το οποίο επιθεωρήθηκε από τον ίδιο για σκοπούς σύναψης της συμφωνίας. Ειδικότερα, ο Εφεσείων παρέπεμψε στην αναφορά του ΜΕ2 πως ο εναγόμενος 1 ζήτησε χρηματοδότηση ύψους €12.000, του ζητήθηκε αντικείμενο για τη χρηματοδότηση και αυτός πρότεινε και παρουσίασε το όχημα κατά το στάδιο της χρηματοδότησης. Αυτή η αναφορά ουδόλως καταδεικνύει πως επρόκειτο για συμφωνία δανειοδότησης και πως η Εφεσίβλητη δεν ενδιαφερόταν για το όχημα. Και τούτο, καθότι ο Εφεσείων παραγνωρίζει την υπόλοιπη μαρτυρία του ΜΕ2 πως ο ίδιος ζήτησε την παρουσίαση του αντικειμένου της χρηματοδότησης, πως ο ίδιος μαζί με συνάδελφο του επιθεώρησαν και κοστολόγησαν το όχημα και πως κατέληξαν ότι η αξία του ήταν τέτοια που εξασφάλιζε την Εφεσίβλητη για την αιτούμενη χρηματοδότηση και τη σύναψη της επίδικης συμφωνία ενοικιαγοράς. Ο Εφεσείων παρέπεμψε στην αναφορά του μάρτυρα πως δεν γνώριζε κατά πόσο το όχημα υπήρχε κατά τον χρόνο που κατέθεσε ενώπιον του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Διαφωνούμε με τον Εφεσείοντα ότι αυτή η αναφορά αντιφάσκει με την τοποθέτηση του περί ύπαρξης και επιθεώρησης του οχήματος κατά τον χρόνο της κατάρτισης της συμφωνίας ενοικιαγοράς τόσα χρόνια προηγουμένως, για το οποίο παρέμεινε σταθερός και αμετάκλητος.

Ο ΜΕ2 ουδέποτε ανέφερε ότι πάντοτε απαιτείτο η κοστολόγηση από ειδικούς, ως εισηγείται ο Εφεσείων. Εκείνο το οποίο ανέφερε ο μάρτυρας ήταν τη συνήθη πρακτική της Εφεσίβλητης για την επιθεώρηση της κατάστασης του οχήματος, π.χ. αν έχει κτυπήματα και αν είναι σε καλή κατάσταση, και ακολούθως για την κοστολόγηση αυτού αφού λάβουν και τη γνώμη ειδικών, σημειώνοντας ότι στην προκειμένη περίπτωση δεν χρειάστηκε η γνώμη ειδικού και ότι η κοστολόγηση έγινε από τον ίδιο και συνάδελφο του. Η αναφορά του πως πιθανόν η αξία του οχήματος να ήταν €18.000, και πάλι ουδόλως καταδεικνύει ότι η Εφεσίβλητη δεν ενδιαφερόταν για το όχημα και την αξία του, ως η θέση του Εφεσείοντα. Αντιθέτως, εκείνο το οποίο δήλωσε ο ΜΕ2 ήταν πως από τη στιγμή που το όχημα άξιζε τουλάχιστον €12.000, τότε η Εφεσίβλητη ήταν εξασφαλισμένη για τη χρηματοδότηση του εν λόγω ποσού χωρίς να ήταν αναγκαία η απαίτηση για επιπρόσθετη εξασφάλιση πέραν του οχήματος. Ούτε και η θέση πως η κοστολόγηση έγινε βάσει του ειδικού εγγράφου C72 στο οποίο καταγράφεται η μάρκα, το μοντέλο και η χρονολογία κατασκευής του οχήματος και όχι της φυσικής επιθεώρησης του ευσταθεί. Ο ΜΕ2 ανέφερε ότι κατά τον έλεγχο του οχήματος ζητήθηκε το εν λόγω έγγραφο και ουδέποτε ήταν η θέση του πως ο έλεγχος έγινε αποκλειστικά και μόνο στη βάση του εγγράφου.

Ο Εφεσείων εισηγείται ότι η αξιοπιστία του μάρτυρα κλονίστηκε από την παραδοχή του ότι η Εφεσίβλητη δεν διασφάλισε την εγγραφή του οχήματος στον εναγόμενο 1. Ο μάρτυρας όμως έδωσε πλήρεις και βάσιμες εξηγήσεις ως προς τούτο. Συγκεκριμένα, ανέφερε ότι ο εναγόμενος 1 ήταν πελάτης της Εφεσίβλητης και διατηρούσαν άριστη συνεργασία, επομένως θεωρούσε ότι το ρίσκο της τελευταίας ήταν μηδαμινό και ότι εν πάση περιπτώσει η Εφεσίβλητη ήταν εξασφαλισμένη με την εγγύηση του Εφεσείοντα.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ουδόλως παραγνώρισε ή παρέλειψε να εκτιμήσει ορθά την κάθε πτυχή της ως άνω μαρτυρίας του ΜΕ2. Αντιθέτως, παρέθεσε αυτή τη μαρτυρία στην απόφαση του και προέβη στην ορθή εκτίμηση του συνόλου της μαρτυρίας του, εστιάζοντας την προσοχή του στη μοναδική αντίφαση αναφορικά με το χρώμα του οχήματος και αξιολογώντας την στο σύνολο της με γνώμονα τη μνήμη και τη σταθερότητα του στο ουσιώδες σημείο της επιθεώρησης και κοστολόγησης του οχήματος. Ως εκ τούτου θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε ορθή αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΕ2.

Ο πρώτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Ο δεύτερος λόγος έφεσης αφορά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του Εφεσείοντα. Αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο ότι λανθασμένα έκρινε πως το τεκμήριο 21 αποδείκνυε την ύπαρξη του οχήματος και εσφαλμένα κατέληξε πως ο Εφεσείων αυτοαναιρέθηκε από το εν λόγω τεκμήριο. Το τεκμήριο αυτό είναι η κάρτα πληροφοριών του οχήματος η οποία τηρείται και φυλάσσεται από την κατασκευάστρια εταιρεία. Αυτή η κάρτα  παρουσιάστηκε από τον ίδιο τον Εφεσείοντα ο οποίος την εξασφάλισε  από ιδιώτη βαφέα ο οποίος με τη σειρά του είχε πρόσβαση στα δεδομένα της εταιρείας με βάση τον αριθμό σκελετού. Ο Εφεσείων εισηγείται ότι το εν λόγω τεκμήριο καταδεικνύει μεν την κατασκευή του οχήματος αλλά όχι την ύπαρξη του κατά τον ουσιώδη χρόνο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν τελούσε υπό σύγχυση επί του θέματος, όπως αποδίδεται σε αυτό από τον Εφεσείοντα. Αντιθέτως, ορθά συνεκτίμησε το τεκμήριο 21 για την κατάληξη του πως η μαρτυρία του Εφεσείοντα δεν ήταν αξιόπιστη καθότι το όχημα ήταν όντως υπαρκτό.

Η πιο πάνω διαπίστωση καθιστά ορθή και εύλογη την κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων προέβαλε αντιφατικές εκδοχές αναφορικά με τον λόγο για τη μη εγκυρότητα της εγγύησης του. Σε αυτό το πλαίσιο κρίνονται ορθές και οι επιπρόσθετες επισημάνσεις του πρωτόδικου Δικαστηρίου για αντιφατικές θέσεις του Εφεσείοντα. Συγκεκριμένα, ο Εφεσείων υποστήριξε ότι αν το επίδικο όχημα ήταν υπαρκτό, τότε η εγγύηση του ήταν άκυρη είτε επειδή δεν ήταν εγγεγραμμένο, είτε γιατί δεν ήταν εγγεγραμμένο επ’ ονόματι της Εφεσίβλητης, είτε διότι η Εφεσίβλητη δεν κατέστη ποτέ ιδιοκτήτης της, είτε διότι η Εφεσίβλητη δεν προχώρησε με κατάσχεση του, είτε γιατί δεν ενημερώθηκε από την Εφεσίβλητη ότι το όχημα δεν ενεγράφη επ’  ονόματι της. Ήταν πλήρως δικαιολογημένη και εύστοχη η περιγραφή του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι «το περιεχόμενο της μαρτυρίας του, συνηγορεί στο ότι επιδίωξη του κατά τη διάρκεια της μαρτυρίας του δεν ήταν να υποβοηθήσει το Δικαστήριο στην εξακρίβωση της αλήθειας αναφορικά με τα γεγονότα αλλά να προωθήσει διάφορους λόγους, ενίοτε και αντιφατικούς, για τους οποίους δεν υπέχει ευθύνη έναντι των Εναγόντων».

Θεωρούμε ορθή επίσης τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου και για μια ακόμα αντίφαση στη μαρτυρία του Εφεσείοντα η οποία αφορά στο θέμα της παραλαβής των επιστολών προειδοποίησης και τερματισμού της Εφεσίβλητης ως γεγονότος και όχι ως νομικού επιχειρήματος, ως η εισήγηση του Εφεσείοντα. Ενώ ο Εφεσείων δήλωσε ότι δεν τις έλαβε ποτέ, τελικώς διεφάνη ότι τις παρέλαβε μετά την επιστροφή του στην κατοικία του αφότου επέστρεψε εκεί μετά από την εγκατάλειψη αυτής για κάποιο χρονικό διάστημα και αυτές φυλάσσονταν από τη σύζυγο του, δεχόμενος ότι δεν είχε ενημερώσει την Εφεσίβλητη για την αλλαγή της διεύθυνσης του.

Επομένως, και ο δεύτερος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Ο τρίτος λόγος έφεσης αφορά γενικά στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΕ2 και του Εφεσείοντα, και επομένως καλύπτεται από τα όσα αναφέρονται ανωτέρω. Το μόνο πρόσθετο επιχείρημα είναι η λανθασμένη αξιολόγηση του τεκμηρίου 17. Πρόκειται για δήλωση ημερ. 14.9.2008 την οποία υπέγραψε ο εναγόμενος 1 ότι είναι ιδιοκτήτης του οχήματος, βάσει της οποίας η Εφεσίβλητη προχώρησε στην κατάρτιση της επίδικης συμφωνίας. Δεν συμμεριζόμαστε αυτή τη θέση του Εφεσείοντα. Όπως θα επεξηγηθεί και κατωτέρω, το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη το εν λόγω τεκμήριο και συνεκτίμησε κάθε πτυχή αυτού, σε συνάρτηση και με την υπόλοιπη μαρτυρία, για να καταλήξει ότι το όχημα ήταν υπαρκτό και παρουσιάστηκε στην Εφεσίβλητη για επιθεώρηση και κοστολόγηση, πλην όμως ουδέποτε ενεγράφη στο όνομα της Εφεσίβλητης.

Επομένως, ήταν εύλογα και ορθά τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου όσον αφορά την κατάρτιση της επίδικης συμφωνίας ενοικιαγοράς για το όχημα το οποίο περιγράφεται στο τεκμήριο 21 και ήταν υπαρκτό, την υπογραφή της εγγύησης, τη μη εγγραφή του οχήματος στο όνομα της Εφεσίβλητης, τον τερματισμό της συμφωνίας ενοικιαγοράς με σχετική επιστολή και το οφειλόμενο ποσό.

Ως εκ τούτου και ο τρίτος λόγος κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Με τον τέταρτο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως το όχημα ήταν υπαρκτό, στη βάση της αποδοχής ως αξιόπιστης της μαρτυρίας του ΜΕ2 και του τεκμηρίου 21. Αυτά τα ζητήματα έχουν ήδη απασχολήσει ανωτέρω. Στο πλαίσιο εξέτασης αυτού του λόγου, προσθέτουμε πως, κατά την ανάλυση της νομικής πτυχής, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου για την ύπαρξη του οχήματος βασίστηκε τόσο στην αξιόπιστη μαρτυρία του ΜΕ2, όσο και στο τεκμήριο 21 και επιπρόσθετα στο τεκμήριο 17, παραπέμποντας μάλιστα και σε σχετική νομολογία. Ειδικότερα, το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στις υποθέσεις Αττεσλή κ.ά. v. Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ (2013) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2222 και Thomas Liobay Developments Ltd κ.ά. v. Marfin Popular Bank Co Ltd (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1749, στις οποίες λέχθηκε ότι η ύπαρξη των εμπορευμάτων απέκλεισε την εφαρμογή νομολογίας κατά την οποία αποφασίστηκε εικονικότητα λόγω ανυπαρξίας εμπορευμάτων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο εφάρμοσε ορθά τις νομικές αρχές αναφορικά με το βάρος απόδειξης, ήτοι ότι η Εφεσίβλητη είχε το βάρος να αποδείξει την έγκυρη κατάρτιση της συμφωνίας ενοικιαγοράς και ότι αυτή αφορούσε σε υπαρκτό όχημα το οποίο παρελήφθη από την ίδια, ενώ ο Εφεσείων έφερε το βάρος απόδειξης της εικονικότητας της εν λόγω συμφωνίας. Σχετικά παρέπεμψε στις υποθέσεις Κωνσταντίνου κ.ά. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2006) 1(Β) Α.Α.Δ. 781, T.J.S. Enterprises Ltd κ.ά. v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2005) 1(A) Α.Α.Δ. 108 και Barclays Bank Plc v. J.G.L. (Constructions) Ltd κ.ά. (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1726. Σχετική είναι και η υπόθεση Ιωάννου κ.ά. v. Λαϊκή Κυπριακή Τράπεζα (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 91 στην οποία παρέπεμψε η Εφεσίβλητη.

Επομένως και ο τέταρτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Με τον πέμπτο λόγο έφεσης προσβάλλεται ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως η συμφωνία ενοικιαγοράς δεν ήταν άκυρη λόγω παρανομίας στη βάση του ότι το επίδικο όχημα ουδέποτε ενεγράφη σύμφωνα με τους νόμους και κανονισμούς.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά παρατήρησε πως ουσιώδες στοιχείο μιας συμφωνίας ενοικιαγοράς είναι το να περιέλθει το αντικείμενο αυτής στην κυριότητα του χρηματοδότη, όπως αναφέρθηκε και στην υπόθεση Barclays Bank Plc v. J.G.L. (Constructions) Ltd κ.ά. (ανωτέρω). Σημείωσε επίσης πως ήταν κοινώς αποδεκτό ότι το επίδικο όχημα ουδέποτε ενεγράφη στο όνομα της Εφεσίβλητης. Συμφωνούμε με τη διαπίστωση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η κυριότητα ενός οχήματος δεν ταυτίζεται με την εγγραφή του. Εξού και εύλογα κατέληξε ότι με βάση τα τεκμήρια 17, 18 (δήλωση στη συμφωνία ενοικιαγοράς ότι ο εναγόμενος 1 είναι ο απόλυτος ιδιοκτήτης του οχήματος) και 19 (τιμολόγιο αγοράς) διεφάνη ότι η κυριότητα του οχήματος μεταβιβάστηκε στην Εφεσίβλητη, χωρίς την ανάγκη εγγραφής αυτού στο όνομα της.

Αυτή είναι και η ερμηνεία που προκύπτει από τις υποθέσεις στις οποίες ο ίδιος ο Εφεσείων μας παρέπεμψε, αναφορικά με τη φύση της σύμβασης ενοικιαγοράς και την έννοια της ιδιοκτησίας ή κυριότητας του αντικειμένου αυτής από τον χρηματοδότη. Πρόκειται για τις υποθέσεις Σολωμού κ.ά. v. Marfin Popular Bank Public Co Ltd (2011) 1(Α) Α.Α.Δ. 36 και Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ v. Κωνσταντίνου κ.ά. (2001) 1(Β) Α.Α.Δ. 1432. Σαφώς στην υπό κρίση περίπτωση, ουδέποτε αμφισβητήθηκε η κυριότητα του οχήματος από την Εφεσίβλητη, ανεξαρτήτως της μη εγγραφής του στο όνομα της.

Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στον Κανονισμό 5(1) των περί Μηχανοκινήτων Οχημάτων και Τροχαίας Κίνησης Κανονισμών του 1984, Κ.Δ.Π. 66/84, στον οποίο γίνεται αναφορά σε «ιδιοκτήτη μη εγγεγραμμένου οχήματος» και σύμφωνα με τον οποίο η εγγραφή αποτελεί προϋπόθεση για τη δυνατότητα κυκλοφορίας του οχήματος και όχι για την κυριότητα και ιδιοκτησία αυτού, η οποία δύναται να επέλθει ανεξάρτητα της εγγραφής του.

Ορθά επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο διέκρινε την υπόθεση North Central Wagon Finance Co v. Brailsford [1962] 1 W.L.R. 1288, στη βάση του ότι εκεί η συμφωνία ενοικιαγοράς αφορούσε όχημα το οποίο ήταν μεν υπαρκτό αλλά μη εγγεγραμμένο και ο χρηματοδότης ισχυρίστηκε ότι είχε αποκτήσει κυριότητα δυνάμει ενός πωλητηρίου (bill of sale). Εκεί η ενοικιαγορά κρίθηκε άκυρη καθότι το πωλητήριο δεν είχε εγγραφεί δεόντως δυνάμει των προνοιών του Bill of Sales Act και επομένως η μη εγγραφή καθιστούσε τη μεταβίβαση άκυρη, κάτι το οποίο δεν ισχύει στην υπό κρίση περίπτωση.

Περαιτέρω, δεν κρίνουμε βάσιμη την εισήγηση του Εφεσείοντα ότι η επίδικη συμφωνία είναι παράνομη καθότι καταστρατηγεί τις διατάξεις του Κανονισμού 4 της Κ.Δ.Π. 66/84, κάτι το οποίο αγνόησε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Ο εν λόγω Κανονισμός προνοεί για την υποχρέωση εγγραφής οχήματος για σκοπούς χρήσης ή οδήγησης του, όπως αναφέρεται ρητά στον Κανονισμό 4(1), επομένως, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο επεσήμανε ότι η εγγραφή είναι αναγκαία για την κυκλοφορία του οχήματος και όχι για την κυριότητα του.

Η υπόθεση Polycast Panels Ltd v. Alpha Τράπεζα Λτδ (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1396, στην οποία παρέπεμψε ο Εφεσείων δεν κρίνεται βοηθητική. Εκείνη αφορούσε το δικαίωμα πώλησης από την τράπεζα ενός οχήματος με δημόσιο πλειστηριασμό κατόπιν δικαστικής απόφασης. Εκεί κρίθηκε ότι για τον σκοπό της πώλησης ίσχυε σιωπηρός ουσιώδης όρος εκ μέρους του πωλητή, της τράπεζας, ότι έχει δικαίωμα να πωλήσει το αγαθό και ότι κατά τη συμφωνία πώλησης έχει το δικαίωμα να πωλήσει και μεταβιβάσει το αγαθό. Στην υπό κρίση περίπτωση, το ζητούμενο ήταν εντελώς διαφορετικό, ήτοι η δυνατότητα σύναψης έγκυρης συμφωνίας ενοικιαγοράς στο πλαίσιο της οποίας το αντικείμενο αυτής, το όχημα, περιήλθε στην κατοχή και κυριότητα της τράπεζας, χωρίς αυτό να εγγραφεί στο όνομα της.

Ο ισχυρισμός του Εφεσείοντα πως η Εφεσίβλητη παρανομούσε επειδή ανέχθηκε και επέτρεψε την κυκλοφορία μη εγγεγραμμένου οχήματος δεν ηγέρθη στην πρωτόδικη διαδικασία και επομένως δεν μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της έφεσης.

Ο πέμπτος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Ο εκτός λόγος έφεσης αφορά στην κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η εγγύηση του Εφεσείοντα δεν κατέστη ακυρώσιμη λόγω μη αποκάλυψης της μη εγγραφής του επίδικου οχήματος κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά παρέπεμψε στην υπόθεση Παναγιώτου v. Τράπεζα Κύπρου Λτδ (2014) 1(Β) Α.Α.Δ. 1518, στην οποία εξετάστηκε το άρθρο 101 του περί Συμβάσεων Νόμου, Κεφ. 149, σύμφωνα με το οποίο εγγύηση που εξασφαλίστηκε από τον πιστωτή τηρώντας σιωπή ως προς ουσιαστικό περιστατικό δεν είναι έγκυρη. Σε εκείνη την υπόθεση λέχθηκε ότι μια σύμβαση εγγύησης δεν είναι σύμβαση υψίστης πίστεως και ότι ο πιστωτής δεν έχει γενικό καθήκον αποκάλυψης στον προτιθέμενο εγγυητή όλων των ουσιαστικών στοιχείων που γνωρίζει για τον πρωτοφειλέτη, όμως υπάρχει περιορισμένο καθήκον αποκάλυψης, το εύρος του οποίου εξαρτάται από τον συγκεκριμένο τύπο της εγγύησης.

Αποτέλεσε θέση του Εφεσείοντα πως η Εφεσίβλητη όφειλε να του είχε αποκαλύψει ότι το όχημα, αντικείμενο της ενοικιαγοράς, δεν ήταν εγγεγραμμένο καθότι δεν ήταν εύλογα αναμενόμενο από τον ίδιο να γνωρίζει ή υποθέσει πως αυτό δεν ήταν εγγεγραμμένο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απέρριψε αυτή την εισήγηση, δίδοντας επαρκείς εξηγήσεις ως προς τούτο, ήτοι πως οι δύο εναγόμενοι, σύμφωνα με τον Εφεσείοντα και τον ΜΕ2, είχαν εμπορική συνεργασία με την Εφεσίβλητη στο πλαίσιο της οποίας ο Εφεσείων είχε εγγυηθεί και άλλες παρόμοιες συναλλαγές του εναγόμενου 1. Επιπλέον, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι το γεγονός της μη εγγραφής του οχήματος δεν επηρέαζε την κυριότητα αυτού, που είναι και το ουσιαστικό στοιχείο της ενοικιαγοράς. Θεωρούμε εύστοχη την κατωτέρω ανάλυση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς τη φύση και την ουσία μιας σύμβασης ενοικιαγοράς και κατ’  επέκταση συμφωνίας εγγύησης αυτής:

«Η ουσία μιας σύμβασης αυτής της φύσης είναι ότι ο ιδιοκτήτης, οι Ενάγοντες στην προκειμένη περίπτωση, ενοικιάζει το αντικείμενο στον μισθωτή, ήτοι στον Εναγόμενο 1. Αυτό και έγινε. Δεν αφορά τον ιδιοκτήτη πως και αν ο μισθωτής θα χρησιμοποιήσει το αντικείμενο της ενοικιαγοράς. Δεν αφορούσε δηλαδή τους Ενάγοντες στην παρούσα περίπτωση αν ο Εναγόμενος 1 θα χρησιμοποιούσε το επίδικο όχημα για να κυκλοφορεί στους δρόμους της Δημοκρατίας, οπόταν και θα έπρεπε να είχε εγγραφεί και να αποκτήσει άδεια κυκλοφορίας».

Επομένως και ο έκτος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

 

Με τον έβδομο λόγο έφεσης αποδίδεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να εξετάσει τις δικογραφημένες υπερασπίσεις του Εφεσείοντα ως προς την ακυρότητα της επίδικης συμφωνίας εγγύησης.

Η εισήγηση πως αυτή η παράλειψη παραβιάζει το συνταγματικό δικαίωμα του Εφεσείοντα για δίκαιη δίκη δεν περιλαμβάνεται στον συγκεκριμένο λόγο έφεσης και επομένως δεν δύναται να εξεταστεί.

Ο Εφεσείων προέβαλε ουσιαστικά δύο υπερασπίσεις, η πρώτη αφορά στην παραβίαση των άρθρων 97 και 99 του Κεφ. 149 και η δεύτερη στην παραβίαση των άρθρων 5 και 12 του περί Προστασίας (Ορισμένες Κατηγορίες) Εγγυητών του 2003, Ν. 197(Ι)/2003.

Παρόλο που το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε αυτές με ρητή αναφορά στους αντίστοιχους νόμους, εντούτοις η κατάληξη του πως ο Εφεσείων, δια της υπογραφής της εγγύησης, κατέστη υπόχρεος προς την Εφεσίβλητη, τόσο σε σχέση με την εκπλήρωση των συμβατικών υποχρεώσεων του εναγόμενου 1 όσο και σε σχέση με την παροχή εξασφάλισης και κάλυψης της Εφεσίβλητης έναντι κάθε ζημιάς που υπέστη από τις πράξεις ή παραλείψεις του εναγόμενου 1, ουσιαστικά απέληγε στην απόρριψη αυτών των υπερασπίσεων. Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά άντλησε καθοδήγηση από την υπόθεση Αντωνιάδου v. Λαϊκής Κυπριακής Τράπεζας (Χρηματοδοτήσεις) Λτδ (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 530 ως προς την ανωτέρω περιγραφόμενη φύση της συμφωνίας εγγύησης την οποία ο Εφεσείων υπέγραψε. Το άρθρο 97 του Κεφ. 149 προνοεί για την απαλλαγή του εγγυητή αν ο πιστωτής τελέσει πράξη ασυμβίβαστη με τα δικαιώματα του εγγυητή, ή παραλείψει να τελέσει πράξη η οποία επιβάλλεται από τις υποχρεώσεις του προς τον εγγυητή, και συνεπεία αυτού παραβλάπτεται η τελική ικανοποίηση του εγγυητή από τον πρωτοφειλέτη. Δεν παρουσιάστηκε οποιαδήποτε μαρτυρία επί τούτου, εξού και δεν υπήρξε οποιοδήποτε σχετικό εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Η κατ’  ισχυρισμό παράλειψη προστασίας του οχήματος για σκοπούς εγγραφής ουδόλως εξυπηρετεί τη σύμβαση ενοικιαγοράς, εφόσον η εγγραφή δεν σχετίζεται με την κυριότητα, όπως επεξηγείται ανωτέρω.

Το άρθρο 99 του Κεφ. 149 προνοεί πως ο εγγυητής δικαιούται το όφελος κάθε ασφάλειας την οποία ο πιστωτής είχε έναντι του πρωτοφειλέτη κατά τη σύναψη της σύμβασης εγγύησης, είτε ο εγγυητής γνώριζε την ύπαρξης τέτοιας ασφάλειας είτε όχι, και πως αν ο πιστωτής τη χάσει, χωρίς τη συναίνεση του εγγυητή, ή αποξενωθεί από αυτή, ο εγγυητής απαλλάσσεται κατά την έκταση της αξίας της ασφάλειας. Και πάλι δεν υπήρξε τέτοια μαρτυρία η οποία να παρέχει δυνατότητα στο πρωτόδικο Δικαστήριο να εξετάσει το ζήτημα και ενδεχομένως να προβεί σε σχετικό εύρημα.

Τέλος, δεν προβλήθηκε ούτε προωθήθηκε κατά την πρωτόδικη διαδικασία και δη κατά την ακροαματική διαδικασία ισχυρισμός περί παραβίασης των άρθρων 5 και 12 του Ν.197(Ι)/2003, ούτως ώστε να καθίστατο αναγκαία η ρητή ενασχόληση με το ζήτημα.

Ως εκ τούτου, και ο έβδομος λόγος έφεσης κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Ο όγδοος λόγος έφεσης αφορά στο ότι εσφαλμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως ο τερματισμός της συμφωνίας ενοικιαγοράς ήταν νόμιμος.

Ο Εφεσείων επικαλείται την εσφαλμένη, αυθαίρετη και ελλιπή αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο της ενώπιον του μαρτυρίας, θέση η οποία είναι παντελώς γενική και αόριστη. Έχει ήδη κριθεί ότι η αξιολόγηση από το πρωτόδικο Δικαστήριο του ΜΕ2 και του Εφεσείοντα ήταν ορθή.

Εν πάση περιπτώσει το πρωτόδικο Δικαστήριο δέχθηκε την ορθότητα της κατάστασης λογαριασμού η οποία κατατέθηκε από τους μάρτυρες της Εφεσίβλητης και τον νόμιμο τερματισμό της συμφωνίας ενοικιαγοράς ο οποίος κοινοποιήθηκε και στον Εφεσείοντα, στη δηλωθείσα από τον ίδιο διεύθυνση, επομένως κατέληξε ότι αυτός είναι υπεύθυνος για το οφειλόμενο κατά τον τερματισμό ποσό.

Ως εκ τούτου και ο όγδοος λόγος έφεσης απορρίπτεται.

Ο ένατος λόγος αφορά στην κατάληξη περί έκδοσης απόφασης εναντίον του Εφεσείοντα ως εγγυητή, αλληλέγγυα και ή κεχωρισμένα με τον εναγόμενο 1 και την απόρριψη της ανταπαίτησης του.

Με βάση όλα όσα αναφέρονται ανωτέρω και την ορθότητα των διαπιστώσεων του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η εν λόγω κατάληξη και η πρωτόδικη απόφαση κρίνεται ορθή.

Ο ένατος λόγος απορρίπτεται.

Η Έφεση απορρίπτεται.

€3.000 έξοδα Έφεσης, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα.

 

                                                                             Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

                                                                             Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

                                                                             Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

/κβπ          


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο