ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

(Πολιτική Έφεση Αρ. 230/2015)

  

5 Απριλίου 2024

                                                     

[ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π., ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ/στές]

 

ΝΕΜΕΣΙΣ ΜΕΤΑΦΟΡΕΣ ΛΤΔ,

Εφεσείουσα/Ενάγουσα,

                                             ΚΑΙ

 

1.   ΠΕΤΡΟΣ ΠΕΤΡΟΥ,

2.   ΚΥΡΙΑΚΟΣ ΚΟΥΚΚΟΥΛΗΣ,

3.   INTERLIFE INSURANCE CO LTD,

Εφεσίβλητοι/Εναγόμενοι.

____________________

 

Α. Χατζησέργης για Α. Χατζησέργης ΔΕΠΕ, για την Εφεσείουσα.

Α. Χατζηγεωργίου για κα Β. Σ. Κλεόπα, για τον Εφεσίβλητο 1.

Ρ. Βραχίμης για Ρ. Βραχίμης & Συνεργάτες ΔΕΠΕ, για τον  Εφεσίβλητο

 2.

____________________

 

Η ομόφωνη απόφαση του Δικαστηρίου

 θα δοθεί από τη Σταματίου, Π.

­­­____________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.: Με την παρούσα έφεση προσβάλλεται η απόφαση του πρωτόδικου Δικαστηρίου, με την οποία απέρριψε την αγωγή της εφεσείουσας εταιρείας για ζημιές που υπέστη φορτηγό όχημά της, ενώ βρισκόταν σταθμευμένο στη Λεωφόρο Κυριάκου Μάτση, στον Άγιο Δομέτιο, αφού προσέκρουσε σ' αυτό όχημα, ιδιοκτησίας του εφεσίβλητου 2. Στο τελευταίο όχημα επέβαιναν τρία άτομα, ήτοι οι εφεσίβλητοι 1 και 2 και ο ΜΕ1. Ήταν παραδεκτό ότι το εν λόγω όχημα οδηγείτο κατά τον επίδικο χρόνο αμελώς και ότι προσέκρουσε στο σταθμευμένο όχημα, ιδιοκτησίας της εφεσείουσας, προκαλώντας του ζημιές, το ύψος των οποίων επίσης έγινε αποδεκτό. Το ζήτημα που παρέμενε προς εξέταση ήταν κατά πόσο οδηγός του οχήματος ήταν ο εφεσίβλητος 1 και κατά πόσο ο ιδιοκτήτης του οχήματος, εφεσίβλητος 2, ήταν εκ προστήσεως υπεύθυνος για τις ζημιές. Το πρωτόδικο Δικαστήριο, μετά από αξιολόγηση της μαρτυρίας, κατέληξε ότι δεν μπορούσε να προβεί σε εύρημα αναφορικά με το πρόσωπο που οδηγούσε το εν λόγω όχημα και απέρριψε την αγωγή με έξοδα. Έκρινε δε ότι, ενόψει της κατάληξης του αυτής, δεν απαιτείτο να εξετάσει κατά πόσο ο εφεσίβλητος 2, ιδιοκτήτης του οχήματος, θα είχε εκ προστήσεως ευθύνη για το ατύχημα.

 

Σύμφωνα με τη δικογραφημένη θέση της εφεσείουσας, το εν λόγω όχημα οδηγείτο από τον εφεσίβλητο 1 και η αγωγή στρεφόταν και εναντίον του εφεσίβλητου 2, ιδιοκτήτη του οχήματος, ως εκ προστήσεως υπεύθυνου για τις πράξεις και παραλείψεις του εφεσίβλητου 1 και τη συνακόλουθη ζημιά που προκλήθηκε στο φορτηγό της όχημα. Την ίδια δικογραφημένη θέση ως προς τον οδηγό του οχήματος είχε και ο εφεσίβλητος 2, ο οποίος όμως αρνείτο ότι ήταν εκ προστήσεως υπεύθυνος για το ατύχημα. Η θέση που προωθήθηκε στη δικογραφία του εφεσίβλητου 1 ήταν ότι το εν λόγω όχημα οδηγείτο από τον εφεσίβλητο 2.

 

Ως προς το ζήτημα του οδηγού του οχήματος δόθηκε μαρτυρία από το ΜΕ1, επιβαίνοντα στο εν λόγω όχημα, από τον Αστυνομικό εξεταστή της υπόθεσης και από τον εφεσίβλητο 1. Από πλευράς του εφεσίβλητου 2 δεν δόθηκε μαρτυρία.

 

Ο ΜΕ1 στη μαρτυρία του ισχυρίστηκε ότι επέβαινε στο πίσω μέρος του εν λόγω οχήματος και ότι το όχημα οδηγείτο από τον εφεσίβλητο 1. Στο ίδιο συμπέρασμα κατέληξε και ο εξεταστής της υπόθεσης, στη βάση των καταθέσεων που έλαβε, χωρίς να έχει ιδίαν γνώση, η οποία δεν έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, καθότι αυτή στηριζόταν σε συμπέρασμα του ιδίου από τις εξετάσεις που έκαμε, χωρίς να εξηγήσει με ποιο τρόπο οι εξετάσεις του τον οδήγησαν σε αυτό το συμπέρασμα.

 

Η θέση που προώθησε ο εφεσίβλητος 1 ήταν ότι οδηγός του οχήματος ήταν ο εφεσίβλητος 2, κάτι που ανέφερε και στην αρχική του κατάθεση στην Αστυνομία. Λόγω πιέσεων που δεχόταν από τον εφεσίβλητο 2 και το περιβάλλον του, επειδή ο εφεσίβλητος 2 δεν είχε ασφαλιστική κάλυψη, ενώ ο ίδιος είχε, ενέδωσε στις πιέσεις, άλλαξε την κατάθεση του και ισχυρίστηκε ότι ήταν ο ίδιος που οδηγούσε το εν λόγω όχημα. Στη συνέχεια, κατηγορήθηκε και παραδέχθηκε ενοχή, μεταξύ άλλων, για αμελή οδήγηση και για ψευδή κατάθεση στην Αστυνομία. Το πρόστιμο που του επιβλήθηκε καταβλήθηκε από τον εφεσίβλητο 2.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε αναξιόπιστους τους ΜΕ1 και εφεσίβλητο 1.

 

Σημειώνεται ότι σε κάποιο στάδιο της διαδικασίας είχε προστεθεί, κατόπιν δικής της αιτήσεως, ως εναγόμενη 3, η ασφαλιστική εταιρεία που παρείχε στον εφεσίβλητο 1 ασφαλιστική κάλυψη σε σχέση με άλλο όχημα δικής του ιδιοκτησίας. Η έφεση, όμως, τελικά αποσύρθηκε εναντίον της ασφαλιστικής εταιρείας και δεν θα μας απασχολήσει περαιτέρω.

 

Με επτά λόγους έφεσης αμφισβητείται η ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης. Συγκεκριμένα, αμφισβητείται η κρίση του πρωτόδικου Δικαστηρίου περί αναξιοπιστίας του ΜΕ1 και η αξιολόγηση της μαρτυρίας του Aστυνομικού εξεταστή, στη βάση των οποίων, κατά την εισήγηση της εφεσείουσας, το Δικαστήριο θα έπρεπε να καταλήξει ότι το όχημα οδηγείτο από τον εφεσίβλητο 1. Περαιτέρω, προβλήθηκε πως το Δικαστήριο θα έπρεπε να εξετάσει και το ζήτημα κατά πόσο ο εφεσίβλητος 2 ήταν εκ προστήσεως υπεύθυνος για τις ζημιές στο όχημα της εφεσείουσας.

 

Η αξιολόγηση του ΜΕ1 ευρίσκεται στον πυρήνα των επιχειρημάτων της εφεσείουσας. Παραθέτουμε αυτούσιο το απόσπασμα από την πρωτόδικη απόφαση, όπου γίνεται η αξιολόγηση του εν λόγω μάρτυρα:

 

«Ο ΜΕ1 δεν μου έκανε καλή εντύπωση και δεν με έπεισε για την αλήθεια της εκδοχής του. Φαινόταν αβέβαιος για όσα κατέθεσε και η μαρτυρία του ήταν αόριστη και νεφελώδης ως προς όλα τα γεγονότα που προηγήθηκαν και ακολούθησαν το δυστύχημα πλην της ταυτότητας του οδηγού. Δεν θυμόταν ουσιαστικά γεγονότα που αφορούσαν το δυστύχημα όπως το που καθόταν στο αυτοκίνητο την ώρα του δυστυχήματος και δεν ήταν σε θέση να περιγράφει οποιεσδήποτε λεπτομέρειες σε σχέση με τον τρόπο πρόκλησης του ή κάτι άλλο που σχετίζεται με αυτό, π.χ. τη διερεύνηση των συνθηκών του. Αξίζει εδώ να σημειωθεί ότι δημιουργεί σοβαρά ερωτηματικά η θέση του ότι κατάθεση έδωσε στην αστυνομία ένα μήνα μετά το δυστύχημα- γιατί δεν μπορούσε να περπατήσει ή να μιλήσει παρά το ότι δεν «κρατήθηκε» στο νοσοκομείο. Δεν έχω αντιληφθεί τι ήταν αυτό που εμπόδιζε τον ΜΕ1 να μιλήσει. Πέπλο δε μυστηρίου φαίνεται να καλύπτει τόσο το τι περιείχε η κατάθεση που έδωσε, αφού δεν θυμόταν ή τι είπε στο ΜΕ2 την πρώτη φορά που του μίλησε σε σχέση με το πώς έγινε το δυστύχημα. Έχω δε υπόψη ότι ο ΜΕ2 ανέφερε πως σίγουρα υποβάλλεται ερώτηση στους εμπλεκομένους μετά το δυστύχημα για το ποιος ήταν ο οδηγός.»

 

Η νομολογία ως προς τη δυνατότητα επέμβασης του Εφετείου στην αξιολόγηση των μαρτύρων από το πρωτόδικο Δικαστήριο, είναι ευθυγραμμισμένη.

 

Στη Λαζούρας ν. Σεργίου (1999) 1 ΑΑΔ 500 αναφέρθηκαν τα ακόλουθα σχετικά:

«…το Εφετείο επεμβαίνει στις διαπιστώσεις του πρωτόδικου δικαστηρίου είτε αυτές αφορούν γεγονότα είτε αναφέρονται στην αξιοπιστία μαρτύρων όταν ικανοποιηθεί ότι η αιτιολογία είναι ανεπαρκής ή ότι τα ευρήματα δεν δικαιολογούνται από τη μαρτυρία θεωρούμενη στο σύνολό της.  Τέτοια επέμβαση δικαιολογείται μόνο στις περιπτώσεις όπου η δικαιοσύνη το απαιτεί εκ του λόγου ότι τα ευρήματα δεν είναι εύλογα επιτρεπτά.  Το ίδιο ισχύει ανάλογα και για την αξιοπιστία μαρτύρων.  Βλ. Σπύρου ν. Χατζηχαραλάμπους (1989) 1 Α.Α.Δ. (Ε) 298 και Teklima Ltd ν. Salamis Tours Ltd (1995) 1 Α.Α.Δ. 371».

 

Ήταν παραδεκτό γεγονός ότι ο ΜΕ1 ήταν επιβάτης στο ενεχόμενο όχημα και ήταν αδιαμφισβήτητο ότι αυτός δεν ήταν ο οδηγός του.

 

Ο εφεσίβλητος 1 κρίθηκε αναξιόπιστος από το Δικαστήριο και η αξιολόγηση της μαρτυρίας του δεν αμφισβητείται με την έφεση. Συνεπώς, δε θα μας απασχολήσει περαιτέρω.

 

Το γεγονός ότι το Δικαστήριο έκρινε τον εφεσίβλητο 1 αναξιόπιστο δεν συνεπάγεται ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να αποδεχθεί την περί του αντιθέτου μαρτυρία του ΜΕ1 και του αστυνομικού εξεταστή, ούτε τη δικογραφημένη θέση του εφεσίβλητου 2, ως η εισήγηση του εφεσείοντα, ο οποίος επέλεξε να μην δώσει οποιαδήποτε μαρτυρία. Και τούτο, παρά το ότι δεν υπάρχει αμφιβολία ότι είτε ο εφεσίβλητος 1 είτε ο ΜΕ1 έλεγε την αλήθεια, αφού το όχημα οδηγείτο είτε από τον εφεσίβλητο 1 είτε από τον εφεσίβλητο 2.

 

Η μαρτυρία του Αστυνομικού εξεταστή της υπόθεσης ως προς τον οδηγό του οχήματος, η οποία δεν έγινε αποδεκτή από το Δικαστήριο, συνίστατο σε συμπέρασμα στο οποίο αυτός κατέληξε στη βάση των στοιχείων που συνέλεξε ως εξεταστής, χωρίς περαιτέρω εξηγήσεις. Συνεπώς, ορθά δεν έγινε αποδεκτό ως μαρτυρία που μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για να εξάξει το Δικαστήριο ανάλογο εύρημα.

 

Όπως προκύπτει από την αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΕ1, πιο πάνω, το Δικαστήριο απέρριψε τη μαρτυρία του, στη βάση αοριστίας και ασάφειας για γεγονότα που προηγήθηκαν και αυτά που ακολούθησαν του επίδικου ατυχήματος. Εφόσον το επίδικο ζήτημα που παρέμεινε για εξέταση ήταν κατά πόσο ο εφεσίβλητος 1 οδηγούσε το εν λόγω όχημα και κατά πόσο ο εφεσίβλητος 2 ήταν εκ προστήσεως υπεύθυνος, με τα υπόλοιπα γεγονότα να είναι ουσιαστικά αποδεκτά, η αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΕ1 επί του σημαντικού αυτού ζητήματος θα έπρεπε να ήταν δεόντως αιτιολογημένη. Ειδικότερα, έχοντας υπόψη ότι δεν αμφισβητήθηκε ότι αυτός επέβαινε του εν λόγω οχήματος και τόσο η ευθύνη για το ατύχημα όσο και το ύψος των ζημιών ήταν αποδεκτά. Καμία, όμως, αιτιολογία δεν δόθηκε για την απόρριψη της μαρτυρίας του επί του συγκεκριμένου σημείου. Το κενό αυτό στην αξιολόγηση της μαρτυρίας του ΜΕ1 δεν μπορεί να συμπληρωθεί στο πλαίσιο της παρούσας έφεσης. Ούτε, βεβαίως, μπορεί να εξεταστεί κατά πόσο ο εφεσίβλητος 2 ήταν εκ προστήσεως υπεύθυνος για το ατύχημα, εφόσον δεν έχει διασαφηνιστεί ποιος ήταν ο οδηγός του οχήματος για να καθίσταται η επίλυση του εν λόγω ζητήματος αναγκαία και να μην αποτελεί απλώς μία θεωρητική διεργασία.

 

Υπό το φως των πιο πάνω, η έφεση επιτυγχάνει και η πρωτόδικη απόφαση ακυρώνεται. Τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας μεταξύ της ενάγουσας και των εναγομένων 1 και 2 θα είναι έξοδα στο αποτέλεσμα της επανεκδίκασης. Διατάσσεται επανεκδίκαση της υπόθεσης από άλλο Δικαστή του Επαρχιακού Δικαστηρίου. Επιδικάζονται €2.000 έξοδα της έφεσης, πλέον ΦΠΑ, υπέρ της εφεσείουσας.

ΣΤΑΜΑΤΙΟΥ, Π.

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

 

ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.

/ΧΤΘ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο