ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Έφεση Αρ.252/2015)

 

 

  25 Απριλίου 2024

 

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

 

ΚΩΣΤΑΚΗ ΚΩΣΤΑ,

ΓΙΑΓΚΟΥ ΑΝΤΖΟΥΛΗ,

ΚΥΡΙΑΚΟΥ ΜΟΥΣΤΑΚΗ,

 

Εφεσείοντων,

ν.

 

1. ΚΩΣΤΑ ΚΑΛΟΓΗΡΟΥ (ΕΛΑΙΟΧΡΩΜΑΤΙΣΤΕΣ) ΛΤΔ,

2. ΤΑΜΕΙΟΥ ΠΛΕΟΝΑΖΟΝΤΟΣ ΠΡΟΣΩΠΙΚΟΥ,

 

Εφεσίβλητων.

____________________

 

Μ. Σάββα,  για τους Εφεσείοντες. 

Ζ. Χαραλάμπους (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α’, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, για τους Εφεσίβλητους 2.

____________________

 

Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και θα δοθεί από τον Μαλαχτό, Δ.

____________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.:  Οι Εφεσείοντες καταχώρισαν την παρούσα έφεση κατά της απόφασης του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών, το πρωτόδικο Δικαστήριο, με την οποία κρίθηκε ότι η απόλυση τους από την εργοδότρια τους, πρώην Εφεσίβλητη 1 εταιρεία,[1] ήταν παράνομη και ότι αυτοί δικαιούνταν σε σχετικές αποζημιώσεις τις οποίες υπολόγισε και τους απέδωσε.  Ασυνήθης εξέλιξη, δεδομένου ότι δεν παραπονούνται για το ύψος των επιδικασθεισών αποζημιώσεων.  Θεωρούν την απόφαση εσφαλμένη στη βάση ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο θα έπρεπε να εξεύρει ότι οι απολύσεις τους ήταν λόγω πλεονασμού και να εκδώσει σχετική απόφαση εναντίον του Εφεσίβλητου 2, Ταμείου Πλεονάζοντος Προσωπικού.

 

Ότι η απόλυση τους ήταν παράνομη, ήταν ισχυρισμός των ιδίων.  Και μάλιστα η βασική τους θέση, αφού η απώλεια της εργασία τους λόγω πλεονασμού προωθείτο διαζευκτικά.  Στους πανομοιότυπους Γενικούς Λόγους στις Αιτήσεις που ο κάθε ένας είχε καταχωρίσει δικογραφούσε ότι:

 

«7. Ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι ο τερματισμός της απασχόλησης του είναι παράνομος και αδικαιολόγητος και ότι οι Καθ΄ων η Αίτηση 1 οφείλουν να του καταβάλουν αποζημιώσεις για παράνομη και αδικαιολόγητη απόλυση.  Διαζευκτικά προς τις αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση, αποζημιώσεις αντί Πλεονασμού παρά των Καθ΄ων η Αίτηση 2, αν ο τερματισμός της απασχόλησης του αποδειχθεί ότι οφείλεται σε λόγο Πλεονασμού.

 

8. Δια τούτο ο Αιτητής εγείρει την παρούσα αίτηση και αξιοί:-

 

(Α) Αποζημιώσεις για παράνομη απόλυση, παρά των Καθ’ ων η Αίτηση 1.

 

(Β) Διαζευκτικά προς το Α αποζημιώσεις αντί Πλεονασμού παρά των Καθ’ ων η Αίτηση 2».

 

 

Μετά την καταχώριση των Αιτήσεων το 2011, το 2013 η εργοδότρια εταιρεία έπαυσε να λειτουργεί.  Οι δικηγόροι της αποσύρθηκαν από την εκπροσώπηση της στην πρωτόδικη διαδικασία και η ακρόαση διεξήχθη στην απουσία της.  Κατά τη δίκη που ακολούθησε, οι Εφεσείοντες υποστήριξαν τη θέση ότι είχαν απολυθεί λόγω πλεονασμού, χωρίς όμως να τροποποιήσουν τη δικογραφία τους ή να αποσύρουν τις Αιτήσεις τους εναντίον της εργοδότριας τους ή και την απαίτηση τους για παράνομη απόλυση.

 

Η πρωτόδικη απόφαση προσβάλλεται με πέντε λόγους έφεσης.

Με το λόγο έφεσης 5 αποδίδεται στο πρωτόδικο Δικαστήριο σφάλμα σε σχέση με το βάρος απόδειξης.  Και αυτό γιατί σε ένα σημείο της απόφασης αναφέρεται ότι η εργοδότρια εταιρεία είχε αποτύχει να αποδείξει πραγματικές συνθήκες πλεονασμού των Εφεσείοντων.  Κατά τη συζήτηση της έφεσης, ο δικηγόρος των Εφεσείοντων, με κάθε ειλικρίνεια, ανέφερε ότι ενδέχεται να πρόκειται για τυπογραφικό λάθος. 

 

Διαπιστώνουμε ότι σε άλλα σημεία της πρωτόδικης απόφασης εξηγείται η κατάσταση που είχε δημιουργηθεί με τη μη εκπροσώπηση της εργοδότριας εταιρείας στη διαδικασία.  Ότι οι Εφεσείοντες, εφόσον ήθελαν να αποζημιωθούν στη βάση πλεονασμού, είχαν το βάρος να αποδείξουν ότι οι απολύσεις τους οφείλονταν σε λόγους πλεονασμού, ανατρέποντας το μαχητό τεκμήριο του άρθρου 6(1)[2] των περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμων του 1967 έως (Αρ.2) του 2003.[3]  Επομένως, ο λόγος έφεσης 5 κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

 

Οι λόγοι έφεσης 1-4 μπορούν να εξεταστούν μαζί.  Προβάλλεται ότι η ερμηνεία του όρου «όγκου της εργασίας» στο άρθρο 18(γ)(vii) των Νόμων από το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν εσφαλμένη και ότι εσφαλμένα αυτό αποφάσισε ότι δεν μπορούσαν να είχαν ληφθεί υπόψη στοιχεία σε σχέση με τα έτη που ακολούθησαν τις απολύσεις των Εφεσείοντων.  Η κατάληξη του ότι οι απολύσεις δεν είχαν γίνει κάτω από πραγματικές συνθήκες πλεονασμού προσβάλλεται ως εσφαλμένη και αναιτιολόγητη ή ανεπαρκώς αιτιολογημένη.

 

Δεν διαπιστώνουμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο παρερμήνευσε τον όρο «όγκου της εργασίας» στο άρθρο 18(γ)(vii)[4] των Νόμων.  Αντίθετα, παρατηρούμε ότι καθοδηγήθηκε ορθά από τη νομολογία στην οποία έκαμε αναφορά (Α. Ιάσωνος Λτδ ν. Χρίστου κ.ά. (1994) 1 Α.Α.Δ. 703, 706 και Χατζηχριστοφή ν. Γεωργίου κ.ά. (2002) 1(Β) Α.Α.Δ. 873, 881-2) η δε εφαρμογή στα περιστατικά των υποθέσεων επιβεβαιώνει του λόγου το αληθές.

 

Η εργοδότρια εταιρεία ασχολείτο με εργασίες ελαιοχρωματισμού και οι Εφεσείοντες ήταν ελαιοχρωματιστές. Η εργοδότηση τους τερματίστηκε από την εργοδότρια εταιρεία με επιστολές της ημερ.5.9.2010, λόγω μείωσης του κύκλου εργασιών της, όπως η ίδια επικαλείτο.  Οι Εφεσείοντες έπαυσαν να εργάζονται κοντά της οκτώ εβδομάδες μετά, όση και η προειδοποίηση που τους είχε δοθεί με τις ρηθείσες επιστολές.  Αυτός ήταν και ο ουσιώδης χρόνος.

 

Από τα ενώπιον του στοιχεία το πρωτόδικο Δικαστήριο είχε διαπιστώσει ότι οι πωλήσεις της εργοδότριας εταιρείας το 2009 ήταν αυξημένες κατά 36% περίπου από τις αντίστοιχες πωλήσεις του 2008 και ότι, παρόλο που οι πωλήσεις το 2010 ήταν μειωμένες κατά 21% περίπου από αυτές του 2009, ήταν αυξημένες κατά 7% περίπου από τις αντίστοιχες του 2008.  Το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε ακόμα υπόψη τις Δηλώσεις της εργοδότριας εταιρείας σχετικά με το Φόρο Προστιθέμενης Αξίας, Φ.Π.Α., κατά τη σχετική περίοδο.  Για την περίοδο 1.5.2010 – 31.7.2010 πλήρωσε περισσότερο Φ.Π.Α. από κάθε προηγούμενη περίοδο από το 2008, ενώ για την περίοδο 1.8.2010 – 31.10.2010 αν και το ποσό ήταν μικρότερο, ήταν πιο μεγάλο από άλλες περιόδους το 2008 και το 2009 που εργάζονταν και οι τρείς Εφεσείοντες.

 

Έλαβε ακόμη υπόψη του το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι την 1.6.2010 και την 1.7.2010, δηλαδή πρόσφατα πριν τον τερματισμό της εργοδότησης των Εφεσείοντων, η εργοδότρια εταιρεία είχε προσλάβει δύο νέους υπαλλήλους στην ίδια ειδικότητα με τους Εφεσείοντες.  Το σχόλιο του πρωτόδικου Δικαστηρίου που μεταφέρουμε αυτούσιο είναι ρεαλιστικό και εύλογο:

 

«Το γεγονός ότι η Εργοδότρια Εταιρεία προσέλαβε δύο νέους υπαλλήλους εκείνη την περίοδο τείνει να καταδείξει ότι δεν υπήρχε πρόβλεψη ή/και ένδειξη για περιορισμό στον όγκο της εργασίας ή της επιχείρησης.  Περαιτέρω, τείνει να καταδείξει ότι η Εργοδότρια εταιρεία είχε ανάγκη από υπηρεσίες περαιτέρω ελαιοχρωματιστών αν και το ότι η Εργοδότρια Εταιρεία προσέλαβε προσωπικό από μόνο του δεν αναιρεί τυχόν υπάρχον πλεονασμό.  Βέβαια κατά μια άποψη ένας εργοδότης που απολύει προσωπικό λόγω μείωσης του όγκου εργασίας δεν δικαιολογείται να προβαίνει ταυτόχρονα σε νέες προσλήψεις, ιδιαίτερα δε εάν αφορούν στα ίδια τμήματα».

 

 

    Στην Α/φοί Γαλαταριώτη Λτδ ν. Γρηγορά κ.ά. (2001) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1985, 1990, είχε συναφώς αναφερθεί ότι:

 

« … η απόλυση της εφεσίβλητης δεν οφειλόταν ούτε σε κατάργηση ή αλλαγή των καθηκόντων που εκτελούσε εφόσον τα ίδια καθήκοντα, συνέχισε να εκτελεί ο υπάλληλος που προσλήφθηκε πριν από την απόλυση της. Τα ίδια γεγονότα, καταδείχνουν επίσης ότι η απόλυση της εφεσίβλητης δεν οφειλόταν ούτε είχε οποιαδήποτε σχέση με τη μείωση του κύκλου εργασιών του καταστήματος, αιτία που δεν συνάδει με την πρόσληψη νέου υπαλλήλου».

 

 

 

    Επιχειρηματολογούν οι Εφεσείοντες ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του ότι η εργοδότηση των δύο νέων εργοδοτούμενων επίσης τερματίστηκε.  Του ενός την 31.10.2010 και του άλλου την 31.12.2012.  Ακριβώς η περίπτωση έστω του τελευταίου από μόνη της ενισχύει την πρωτόδικη κρίση.

 

Ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο αποδέχτηκε τη μαρτυρία των Εφεσείοντων ως αξιόπιστη, σε σχέση δηλαδή με την αλήθεια των γεγονότων που ανέφεραν, δεν σημαίνει ότι θα έπρεπε να αποδεχτεί και τη θέση τους ότι η απόλυση τους οφειλόταν σε λόγους πλεονασμού.  Όπως ορθά σημείωσε με αναφορά στην United Hotels (Lordos) Ltd κ.ά. ν. Σταύρου κ.ά. (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 515, 527, το κατά πόσον υφίστανται πραγματικές συνθήκες πλεονασμού κρίνεται με αντικειμενικά κριτήρια και δεν εναπόκειται στην κρίση του εργοδότη ή του εργοδοτούμενου.

 

Σημείωσε σχετικά το πρωτόδικο Δικαστήριο ότι, ενώ οι Εφεσείοντες ισχυρίστηκαν ότι «ο εργοδότης» τους τους ανέφερε ότι δεν είχε αρκετές δουλειές, κάτι που διαπίστωσαν και οι ίδιοι, συμφώνησαν ότι δεν ήταν σε θέση να γνωρίζουν περαιτέρω λεπτομέρειες σε σχέση με τυχόν συμβόλαια και συμμετοχές σε διαγωνισμούς.  Σημείωσε και την αναφορά του Εφεσείοντα 2 ότι «ο εργοδότης» του έψαχνε ευκαιρία να τον απολύσει.

 

Σε σχέση με τα γεγονότα που ακολούθησαν την απόλυση των Εφεσείοντων, ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι θα έπρεπε να βασιστεί στα στοιχεία που είχε ενώπιον της η εργοδότρια εταιρεία κατά το χρόνο λήψης της απόφασης για τις απολύσεις.  Το στοιχείο που οι Εφεσείοντες ήθελαν να λάβει υπόψη το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν η παύση της λειτουργίας της εργοδότριας εταιρείας το 2013 και παρέπεμψαν στη Χρυσάνθου κ.ά. ν. Petros Pitsillis (Glass Market) Ltd κ.ά. (2001) 1(Α) Α.Α.Δ. 383, 388-9, και την εκεί αναφορά ότι:

 

«Στην προκειμένη περίπτωση υπήρχε μαρτυρία, που ήταν και μέρος των ευρημάτων του δικαστηρίου, ότι το εργοστάσιο της εταιρείας ήταν κλειστό τόσο την ημέρα που εδόθησαν οι επιστολές τερματισμού όσο και ένα μήνα πριν από την ακρόαση. Χωρίς βέβαια να λέγουμε ότι αυτό θα ήταν αρκετό να αποδείξει τον ισχυριζόμενο πλεονασμό, θεωρούμε ότι, σε συνάρτηση και με την αναφορά που εγίνετο στις επιστολές ως προς το λόγο του τερματισμού, η μαρτυρία αυτή ήταν μαρτυρία που θα έπρεπε να σταθμισθεί από το δικαστήριο και όχι να αποκλεισθεί a priori ως μη σχετική.  Η καθολική αναστολή των εργασιών του εργοδότη που απεκάλυπτε το κλείσιμο του εργοστασίου συνιστούσε στοιχείο μαρτυρίας που ήταν σχετικό προς το επίδικο θέμα».

 

 

 

    Εξαρτάται από τα περιστατικά της κάθε υπόθεσης κατά πόσο το μελλοντικό γεγονός συνιστά στοιχείο που μπορεί να βοηθήσει στην κρίση του ζητήματος στον ουσιώδη χρόνο.  Δεν έχουμε ικανοποιηθεί ότι στην παρούσα περίπτωση το στοιχείο της παύσης της λειτουργίας της εργοδότριας εταιρείας το 2013 ήταν ενδεικτικό του τι είχε υπόψη της η εταιρεία το 2010, ιδιαίτερα εφόσον ληφθεί υπόψη ότι την 10.1.2011 αυτή κάλεσε τους Εφεσείοντες να επανέλθουν στις εργασίες τους.

 

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι για να διαπιστωθεί η πραγματική μείωση του όγκου εργασίας μιας επιχείρησης θα πρέπει να ληφθεί υπόψη ο συνήθης κύκλος των εργασιών της επιχείρησης στη διάρκεια των τελευταίων χρόνων πριν την απόλυση και ότι θα έπρεπε να υπήρχε ουσιαστική μείωση σε βαθμό που λογικά να κρίνεται δικαιολογημένη η απόλυση λόγω πλεονασμού.

 

Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι δεν είχε αποδειχθεί ότι οι απολύσεις των Εφεσείοντων οφείλονταν σε λόγους πλεονασμού ήταν εύλογο στη βάση της μαρτυρίας που είχε τεθεί ενώπιον του και δεν παρέχεται κανένα περιθώριο επέμβασης στο εύρημα του αυτό.

 

Οι λόγοι έφεσης 1-4 επίσης απορρίπτονται.

 

    Η έφεση απορρίπτεται. 

 

    €3.000 έξοδα της έφεσης, πλέον Φ.Π.Α. αν υπάρχει, επιδικάζονται υπέρ του Εφεσίβλητου 2 και εναντίον των Εφεσείοντων.

 

 

 

 

                                                          Χ. Μαλαχτός, Δ

 

 

 

                                                          Ι. Ιωαννίδης, Δ. 

      

 

 

                                                          Ε. Εφραίμ, Δ.



[1] Η έφεση εναντίον της αποσύρθηκε κατά την ημέρα της ακρόασης.

[2]  Καθ' οιανδήποτε ενώπιον του Δικαστηρίου Εργατικών Διαφορών διαδικασίαν ο υπό του εργοδότου τερματισμός απασχολήσεως του εργοδοτουμένου τεκμαίρεται, μέχρις αποδείξεως του εναντίου, ως μη γενόμενος διά τινα των εν τω άρθρω 5 εκτιθεμένων λόγων.

[3]   Σήμερα οι περί Τερματισμού Απασχολήσεως Νόμοι του 1967 έως 2022.

[4]  Διά τους σκοπούς του παρόντος Νόμου, εργοδοτούμενος είναι πλεονάζων όταν η απασχόλησις του ετερματίσθη- … (γ) ένεκα οιουδήποτε των ακολούθων άλλων λόγων σχετιζομένων προς την λειτουργίαν της επιχειρήσεως: … (vii) περιορισμού του όγκου της εργασίας ή της επιχειρήσεως.

 

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο