ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΔΕΥΤΕΡΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

                                                         

(Πολιτική Έφεση Αρ. 314/2015)

 

30 Απριλίου, 2024

 

[ΜΑΛΑΧΤΟΣ, ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στές]

 

ΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

                                                                             Εφεσείοντας/Εναγόμενος

ν.

 

ΑΝΔΡΟΝΙΚΗΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ

Εφεσίβλητης/Ενάγουσας

ν.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

Εφεσίβλητου/Τριτοδιάδικου

 

Ως τροποποιήθηκε δυνάμει διαταγής του Δικαστηρίου ημερομηνίας 29.03.2023.

 

ΔΗΜΟΣ ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ

                                                                              Εφεσείοντας/Εναγόμενος

ν.

ΘΕΚΛΑΣ ΚΑΡΔΑΝΑ, ΥΠΟ ΤΗΝ ΙΔΙΟΤΗΤΑ ΤΗΣ ΩΣ ΔΙΑΧΕΙΡΙΣΤΡΙΑ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΗΣ ΑΠΟΒΙΩΣΑΣΗΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΗΣ ΜΑΤΘΑΙΟΥ ΑΛΛΩΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΗΣ ΑΝΔΡΕΑ ΤΕΩΣ ΑΠΟ ΤΗ ΛΕΜΕΣΟ

                                                                   Εφεσίβλητης/Ενάγουσας

ν.

 

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ ΤΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ

                                                                             Εφεσίβλητου/Τριτοδιάδικου

 

...............

 

Στ. Καρακατσάνη (κα), για Αργεντούλα Ιωάννου ΔΕΠΕ, για τον Εφεσείοντα.

Α. Αναξαγόρου (κα) μαζί Κ.Ι. Κίτσιου (κα), για Γεώργιο Τσίκκο, για την Εφεσίβλητη.

Ελ. Κυριάκου (κα), Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τον Εφεσίβλητο (Τριτοδιάδικο).

 

 

ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.: Η απόφαση του Δικαστηρίου είναι ομόφωνη και

 θα δοθεί από την Εφραίμ, Δ.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.:  Η παρούσα Έφεση στρέφεται κατά απόφασης η οποία εκδόθηκε υπέρ της Εφεσίβλητης, αποβιώσασας (τότε ενάγουσας) μέσω της διαχειρίστριας της περιουσίας της και εναντίον του Εφεσείοντα (εναγόμενου) για το ποσό των €15.018 πλέον τόκο και έξοδα στη βάση της αποκλειστικής του ευθύνης για τον τραυματισμό της Εφεσίβλητης κατά την πτώση της επί πεζοδρομίου. Η Έφεση στρέφεται και κατά της απόφασης με την οποία απερρίφθη η απαίτηση του Εφεσείοντα, τοπικού Δήμου, εναντίον του Εφεσίβλητου, Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας  (τριτοδιάδικου 3 στην αγωγή) στη βάση του ότι ο τελευταίος δεν έφερε ευθύνη για το επίδικο ατύχημα.

Το επίδικο ατύχημα επεσυνέβη στις 29.3.2007 και περί τις 17:00, όταν η αποβιώσασα, 77 ετών τότε, περπατούσε επί του οδοστρώματος σε αδιέξοδο, μη εγγεγραμμένο και γνωστό με την ονομασία οδός Ηγουμενίτσας στη Λινόπετρα, εντός των δημοτικών ορίων του Δήμου Αγίου Αθανασίου. Σε κάποια στιγμή η αποβιώσασα αντιλήφθηκε όχημα να κινείται απέναντι της σε σχέση με την πορεία της, στο αδιέξοδο στην πλευρά του δρόμου όπου κινείτο η ίδια. Για να το αποφύγει, ανέβηκε βιαστικά πάνω στο πεζοδρόμιο το οποίο βρισκόταν αριστερά σε σχέση με την πορεία της και πάτησε σε μια «λακούβα-βαθούλωμα» επί του πεζοδρομίου με αποτέλεσμα να χάσει τα βήματα της, να πέσει με τον αριστερό της ώμο στο πεζοδρόμιο και να τραυματιστεί.

Στο πλαίσιο της Έφεσης, η Εφεσίβλητη ασχολήθηκε με όλους τους λόγους ενώ ο Εφεσίβλητος δεν αμφισβήτησε τους λόγους 1-7 παρά μόνο τους λόγους 8-17 που ήταν αυτοί που τον αφορούσαν.

Με τους λόγους έφεσης 8-16 ο Εφεσείων αμφισβητεί την ορθότητα της πρωτόδικης απόφασης ως προς το καθεστώς ιδιοκτησίας του πεζοδρομίου, ως προς το ποιος φέρει την ευθύνη για τη συντήρηση και κατάσταση του και ως προς τον λανθασμένο χειρισμό  και την απόρριψη της διαδικασίας τριτοδιαδίκου. Επομένως, θα εξεταστούν μαζί.

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε εύρημα πως ο επίδικος δρόμος και το πεζοδρόμιο βρίσκονταν σε έδαφος κυβερνητικού οικισμού το οποίο ανήκε στην Κυπριακή Δημοκρατία. Τα υποστατικά του οικισμού δεν είχαν μεταβιβασθεί στους ένοικους τους και τόσο ο επίδικος δρόμος όσο και το πεζοδρόμιο, όπως και οι υπόλοιποι δρόμοι και πεζοδρόμια του οικισμού, δεν ήταν εγγεγραμμένοι. Αναφορικά με τη συντήρηση κυβερνητικών οικισμών, περιλαμβανομένων των δρόμων και πεζοδρομίων, αποτέλεσε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι υπήρχε μια συμφωνία και ή πρακτική μεταξύ των Δήμων και του Τμήματος Πολεοδομίας και Οικήσεως, με βάση την οποία οι Δήμοι ανέλαβαν τον εντοπισμό προβλημάτων και ελαττωμάτων, τη διενέργεια μελέτης και τον σχεδιασμό, την εκτίμηση της δαπάνης και την υποβολή προσφορών στο Τμήμα Πολεοδομίας. Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, οι Δήμοι ανέλαβαν να ενημερώνουν το Τμήμα Πολεοδομίας με κατάλογο των εργασιών που έπρεπε να γίνουν για, μεταξύ άλλων, την επιδιόρθωση και συντήρηση των πεζοδρομίων, συνοδευόμενο από αίτημα για την έγκριση του αιτούμενου ποσού, τον συντονισμό προκήρυξης προσφορών και την εκτέλεση και επίβλεψη των εργασιών. Σε αυτό το πλαίσιο οι Δήμοι προέβαιναν σε επιθεωρήσεις των δρόμων και των πεζοδρομίων από καιρού εις καιρό για τον εντοπισμό φθορών και εκεί όπου θεωρούσαν απαραίτητη τη συντήρηση και επιδιόρθωση τους, υπέβαλλαν σχετικό αίτημα στο Τμήμα Πολεοδομίας. Το Τμήμα κατέβαλλε τη δαπάνη για την επιδιόρθωση, καταβάλλοντας αρχικά το 30% αυτής ως προκαταβολή και το υπόλοιπο με την ολοκλήρωση των εργασιών και κατόπιν επιτόπιας καταμέτρησης των ποσοτήτων των επιδιορθωμένων επιφανειών από το προσωπικό των Δήμων και του Τμήματος Πολεοδομίας. Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη επίσης σε εύρημα πως το Τμήμα Πολεοδομίας προέβαινε στην έγκριση της χρηματοδότησης ανάλογα με την ιεράρχηση των προτεραιοτήτων και οι Δήμοι δεν προέβαιναν σε εργασίες εντός κυβερνητικών οικισμών χωρίς την έγκριση του Τμήματος Πολεοδομίας. Στην προκειμένη περίπτωση, το επίδικο πεζοδρόμιο επιθεωρήθηκε από τον Εφεσείοντα 5-6 μήνες πριν το ατύχημα, όταν παρουσίαζε ρωγμές στις πλάκες του αλλά δεν υπήρχε βαθούλωμα, ούτε διασκορπισμένα κομμάτια από πλάκες και η επιφάνεια του δεν ήταν ανώμαλη. Κατά τον χρόνο του ατυχήματος, η επιφάνεια του πεζοδρομίου ήταν ανώμαλη, οι πλάκες του υπέστησαν καθίζηση και σε κάποιες υπήρχαν ρωγμές, σε άλλες είχαν φύγει κομμάτια που ήταν διασκορπισμένα και άλλες ήταν σπασμένες με αποτέλεσμα κομμάτια να είναι ανασηκωμένα και να δημιουργούν λακκούβες και βαθουλώματα. Μετά το επίδικο ατύχημα το πεζοδρόμιο επιδιορθώθηκε από τον Εφεσείοντα με χρήματα που είχαν εγκριθεί για επιδιόρθωση άλλων πεζοδρομίων εντός του οικισμού, καθότι εναπόκειται στην ευχέρεια του Εφεσείοντα να προβαίνει σε επιδιόρθωση πεζοδρομίων με κονδύλια τα οποία προορίζονται για άλλα έργα, νοουμένου ότι τα πεζοδρόμια κρίνονται επικίνδυνα.

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως το άρθρο 11 του περί Ρυθμίσεως Οδών και Οικοδομών Νόμου, Κεφ. 96, δεν εφαρμοζόταν στην προκειμένη περίπτωση καθότι δεν υπήρχε μαρτυρία πως το πεζοδρόμιο κατασκευάστηκε δυνάμει της προβλεπόμενης στο άρθρο 3 άδειας και πως χορηγήθηκε πιστοποιητικό έγκρισης για αυτό. Κατέληξε ότι εφαρμοζόταν το άρθρο 84(ε) του περί Δήμων Νόμου, Ν.111/85, σύμφωνα με το οποίο ο Εφεσείων είχε την ευθύνη για τη συντήρηση του επίδικου πεζοδρομίου.

        Το άρθρο 11 του Κεφ. 96, προνοεί τα ακόλουθα:

«11. Κάθε οδός που κατασκευάστηκε δυνάµει άδειας που χορηγήθηκε δυνάµει των διατάξεων του άρθρου 3 θεωρείται, αµέσως µετά που το πιστοποιητικό έγκρισης χορηγηθεί, ως δηµόσια οδός και –

(α) αν βρίσκεται εντός των ορίων δηµοτικής περιοχής περιέρχεται υπό τον έλεγχο του σχετικού Δήµου και στο εξής η δαπάνη επισκευής και συντήρησης της οδού αυτής βαρύνει το Δήµο·

(β) σε κάθε άλλη περίπτωση, εκτός αν προνοείται διαφορετικά από οποιοδήποτε νόµο που είναι εκάστοτε σε ισχύ, περιέρχεται υπό τον έλεγχο της Κυβέρνησης και η δαπάνη επισκευής και συντήρησης της οδού αυτής βαρύνει την Κυβέρνηση.»

 

Με βάση τη διαπίστωση του ως προς την ανάγκη ύπαρξης μαρτυρίας, το πρωτόδικο Δικαστήριο παραγνώρισε ότι τόσο η άδεια όσο και το πιστοποιητικό έγκρισης που αναφέρονται στο εν λόγω άρθρο δεν απαιτούνται για κατασκευές πεζοδρομίων από το κράτος ή από Δήμο. Το άρθρο 3 με το οποίο απαιτείται η έκδοση άδειας για την κατασκευή, μεταξύ άλλων, πεζοδρομίου αφορά οποιαδήποτε άλλα πρόσωπα, πλην του κράτους και του Δήμου, εφόσον η αρμόδια αρχή για την έκδοση τέτοιας άδειας καθορίζεται στο ίδιο το άρθρο ως ο Δήμος για οποιαδήποτε περιοχή Δήμου, ο Έπαρχος για οποιαδήποτε άλλη περιοχή ή το Κοινοτικό Συμβούλιο εάν διοριστεί ως τέτοια από το Υπουργικό Συμβούλιο. Η έκδοση πιστοποιητικού έγκρισης διέπεται από το άρθρο 10, σύμφωνα με το οποίο το πιστοποιητικό και πάλι εκδίδεται από την αρμόδια αρχή η οποία καθορίζεται από το ερμηνευτικό άρθρο 2 ως αυτή που αναφέρεται στο άρθρο 3

        Από τη στιγμή που αποτέλεσε εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου το αδιαμφισβήτητο γεγονός πως το επίδικο πεζοδρόμιο βρισκόταν εντός των δημοτικών ορίων του Εφεσείοντα, τότε η ευθύνη και δαπάνη επισκευής και συντήρησης βάρυνε αυτόν. Άλλωστε, αυτή η ερμηνεία συνάδει και με τις πρόνοιες του άρθρου 84(ε) του Ν.111/85, σύμφωνα με το οποίο ο Δήμος είναι υπεύθυνος για να προνοεί και ελέγχει την κατασκευή και για να προνοεί για τη συντήρηση των πεζοδρομίων εντός των δημοτικών του ορίων. Το εν λόγω άρθρο εναποθέτει αυτή την ευθύνη «εν τω μέτρω των οικονομικών δυνατοτήτων του δήμου», όπως ορθά επεσήμανε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Κρίνουμε σκόπιμο να παραθέσουμε αυτούσιο το λεκτικό του εν λόγω άρθρου:

«84. Τηρουµένων των διατάξεων του παρόντος Νόµου και οιουδήποτε ετέρου εκάστοτε εν ισχύι νόµου, το συµβούλιου θα εκτελή, εν τω µέτρω των οικονοµικών δυνατοτήτων του δήµου, εντός των δηµοτικών ορίων πάντα ή οιαδήποτε των ακολούθων καθηκόντων, ήτοι—

………………………………………………………………………………….

(ε) θα προνοή διά την κατασκευήν, συντήρησιν, καθαριότητα, φωτισµόν και ελευθέραν χρήσιν των οδών και γεφυρών θα ελέγχη την κατασκευήν, µετατροπήν, κλείσιµον ή αλλαγήν κατευθύνσεως οιωνδήποτε οδών και γεφυρών και θα παρεµποδίζη την καθ’ οιονδήποτε τρόπον παρακώλυσιν της ελευθέρας χρήσεως οιασδήποτε οδού και γεφύρας˙»

         

        Επομένως, κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται ο λόγος έφεσης 10 που αφορά στο εσφαλμένο της κατάληξης του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι εφαρμόζεται το εν λόγω άρθρο.  

        Η ερμηνεία των προαναφερόμενων άρθρων βρίσκει έρεισμα και στα όσα λέχθηκαν στην απόφαση Πιριπίτσης κ.ά. v. Δήμου Λευκωσίας (1997) 1(Α) Α.Α.Δ. 385. Η υπόθεση αφορούσε αγωγή για παράνομη κατοχή και χρήση περιπτέρου το οποίο βρισκόταν επί πεζοδρομίου εντός των δημοτικών ορίων του Δήμου Λευκωσίας. Αποφασίστηκε μεν ότι οι δημόσιοι οδοί, οι οποίες περιλαμβάνουν τα πεζοδρόμια, ανήκουν στη Δημοκρατία με αποκλειστικό προορισμό τη χρήση τους από το δημόσιο, αλλά ότι ο Δήμος έχει την εξουσία για τον έλεγχο και την επιτήρηση των οδών και πεζοδρομίων εντός των δημοτικών του ορίων για τη διασφάλιση των δικαιωμάτων του δημοσίου για την ελεύθερη και απρόσκοπτη χρήση τους.  

        Ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο αναφέρθηκε και στην απόφαση Γενικός Εισαγγελέας v. Ζιπιτή κ.ά. (2003) 1(Β) Α.Α.Δ. 749, στην οποία το Εφετείο ανέφερε πως για τους δρόμους εντός των δημοτικών ορίων προβλέπεται νομοθετικά η υποχρέωση των τοπικών δήμων να τους διατηρούν σε καλή κατάσταση.

        Ενόψει του ότι τίθεται δια νόμου στον Δήμο και η ευθύνη για τη δαπάνη για τη συντήρηση των πεζοδρομίων, η πολυετής συμφωνία και πρακτική με την οποία ο Δήμος επιθεωρεί και αποφασίζει για την ανάγκη επιδιόρθωσης πεζοδρομίων και το Κράτος, μέσω του Τμήματος Πολεοδομίας, αναλαμβάνει τη χρηματοδότηση των εργασιών δεν αναιρεί την ευθύνη του Δήμου, όπως ορθά κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Το ίδιο ισχύει και για την αναφορά πως σε περίπτωση που περιέλθει στην αντίληψη του Τμήματος Πολεοδομίας κάποιο πρόβλημα σε δρόμο ή πεζοδρόμιο, τότε ενημερώνει σχετικά τον αρμόδιο Δήμο για να ακολουθηθεί η συνήθης διαδικασία και μόνο σε επείγουσες περιπτώσεις και εκεί όπου ο Δήμος δεν ενεργεί εντός 24 ωρών, το Τμήμα αποτείνεται στις υπηρεσίες Δημοσίων Έργων για επιδιόρθωση. Άλλωστε αυτό συνάδει και με το ότι ιδιοκτήτης των πεζοδρομίων παραμένει η Κυβέρνηση παρόλο που την ευθύνη ελέγχου και επισκευής έχει ο Δήμος.  

        Η εισήγηση του Εφεσείοντα πως το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να λάβει υπόψη την παραδοχή ευθύνης από τον Εφεσίβλητο δεν ευσταθεί. Αυτή η παραδοχή, κατά τον Εφεσείοντα, προκύπτει από την αναφορά σε έγγραφο το οποίο εκτυπώθηκε από τη δικηγόρο μάρτυρα του Εφεσείοντα από το διαδίκτυο με τίτλο «Τμήμα Πολεοδομίας και Οικήσεως – Τομέας Οίκησης και Στεγαστικής Πολιτικής» ότι «το Τμήμα είναι υπεύθυνο για τη διαχείριση και συντήρηση των Κυβερνητικών Οικισμών αλλά και για την τοπιοτέχνηση χώρων πρασίνου και πάρκων, την κατασκευή χώρων στάθμευσης και την επιδιόρθωση δρόμων και πεζοδρομίων σε αυτούς». Στο πλαίσιο της αξιολόγησης του μάρτυρα, πολιτικού μηχανικού και λειτουργού του Εφεσίβλητου, το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το εν λόγω ζήτημα, καταλήγοντας ότι η εν λόγω φράση θα πρέπει να ιδωθεί μέσα από την εξήγηση που ο μάρτυρας έδωσε κατά την προφορική του μαρτυρία, ότι δηλαδή η διαχείριση και συντήρηση εμπίπτει εντός της αρμοδιότητας του Εφεσίβλητου στον βαθμό και την έκταση που ο τελευταίος έχει ανάμειξη στο ζήτημα.

        Επομένως ο λόγος έφεσης 11 απορρίπτεται.

        Ούτε και ο λόγος έφεσης πως το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε σε αντιφατικά και συγκεχυμένα συμπεράσματα αναφορικά με το θέμα βρίσκει έρεισμα στις διαπιστώσεις του Δικαστηρίου. Ο λόγος έφεσης 8 επίσης απορρίπτεται.

        Με βάση όσα αναφέρονται ανωτέρω, ο λόγος έφεσης 9 κρίνεται βάσιμος. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το άρθρο 11 του Κεφ. 96 δεν τυγχάνει εφαρμογής παραμερίζεται και αντικαθίσταται με εύρημα ότι, με βάση το εν λόγω άρθρο, ο Εφεσείων φέρει την ευθύνη για την επιθεώρηση και συντήρηση του επίδικου πεζοδρομίου. Βεβαίως αυτό δεν ενέχει σημασία καθότι το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε στο ίδιο εύρημα, βασιζόμενο στο άρθρο 84(ε) του Ν.111/85.

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε ότι το καθήκον του Εφεσείοντα με βάση το εν λόγω άρθρο, περιλαμβάνει, μεταξύ άλλων, τη συχνή και τακτική επιθεώρηση των δρόμων και των πεζοδρομίων για τον εντοπισμό τυχόν φθορών και ελαττωμάτων καθώς επίσης τη συντήρηση ή αποκατάσταση τους. Σύμφωνα με τα ευρήματα του, η τελευταία επιθεώρηση του επίδικου πεζοδρομίου που έγινε από τον Εφεσείοντα ήταν 5-6 μήνες πριν το επίδικο ατύχημα και βρισκόταν στην κατάσταση που περιγράφεται ανωτέρω. Το βαθούλωμα και η ανωμαλία του πλακόστρωτου προέκυψαν 2-3 μήνες πριν το ατύχημα, δηλαδή 2-3 μήνες μετά την τελευταία επιθεώρηση.

        Με δεδομένο το εύρημα του πως η κατάσταση του πεζοδρομίου ως διαμορφώθηκε και παρέμεινε μέχρι και το ατύχημα έχρηζε άμεσης επιδιόρθωσης, όπως αναγνώρισαν οι μάρτυρες του Εφεσείοντα, είναι ορθό το συμπέρασμα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι ο Εφεσείων όφειλε να είχε προβεί σε πιο συχνές επιθεωρήσεις του επίδικου πεζοδρομίου, ειδικότερα ενόψει της κατάστασης του κατά την τελευταία επιθεώρηση του και ενόψει του γεγονότος ότι κατά τον ουσιώδη χρόνο πλησίον του πεζοδρομίου εκτελούνταν έργα συντήρησης και κυκλοφορούσαν εκεί οχήματα των εργοταξίων τα οποία προκαλούν ζημιές και σε χώρους εκτός των εργοταξίων και ήταν εν γνώσει του Εφεσείοντα, όπως αναγνώρισε μάρτυρας του. Η κατάσταση του πεζοδρομίου κατά την τελευταία επιθεώρηση από τον Εφεσείοντα εύλογα δημιουργούσε την πιθανότητα της περαιτέρω φθοράς του και συνακόλουθα την επιθεώρηση σε πιο τακτά χρονικά διαστήματα, κάτι το οποίο ο Εφεσείων παρέλειψε να πράξει. Πέραν της αμέλειας που επέδειξε ο Εφεσείων με τη μη έγκαιρη διαπίστωση της κατάστασης του πεζοδρομίου και την επιδιόρθωση αυτού, παρέλειψε επίσης να θέσει έστω κάποια σήμανση προειδοποιώντας για τον κίνδυνο, εφόσον υπήρχε χώρος για να συνεχίσει την πορεία του κάποιος πεζός επί του πεζοδρομίου.

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με το ποιος φέρει το βάρος απόδειξης ενόψει της πρόνοιας του άρθρου 84 που θέτει στον Εφεσείοντα την ευθύνη για τη συντήρηση των πεζοδρομίων στο μέτρο των οικονομικών του δυνατοτήτων. Θεωρούμε αχρείαστη αυτή την ενασχόληση καθότι αυτό το ζήτημα δεν δικογραφήθηκε και εν πάση περιπτώσει δεν τέθηκε ζήτημα μη ύπαρξης οικονομικής δυνατότητας του Εφεσείοντα να προβεί στην αναγκαία επιδιόρθωση, αφενός γιατί ουδέποτε αποτάθηκε στον Εφεσίβλητο για το ζήτημα και αφετέρου γιατί ο ίδιος είχε τη δυνατότητα να προβεί στην επιδιόρθωση πριν την έγκριση του συγκεκριμένου κονδυλιού από τον Εφεσίβλητο, όπως έγινε στην πράξη αμέσως μετά το ατύχημα.  

        Με δεδομένo ότι την ευθύνη για την επιθεώρηση και συντήρηση του επίδικου πεζοδρομίου φέρει ο Εφεσείων, δεν τίθεται ζήτημα απόδοσης ευθύνης στον Εφεσίβλητο όσον αφορά τον Δήμο, όπως ορθά έκρινε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Επομένως, οι λόγοι έφεσης 12-14 και 16 απορρίπτονται ενώ καθίσταται αχρείαστη η ενασχόληση με τον λόγο έφεσης 15 ο οποίος αφορά στον λανθασμένο χειρισμό από το πρωτόδικο Δικαστήριο της διαδικασίας τριτοδιαδίκου.  

Οι υπερασπίσεις volenti non fit injuria και novus actus interveniens οι οποίες αποτελούν το αντικείμενο των λόγων έφεσης 2 και 4 αντίστοιχα, δεν δικογραφούνται, εξού και δεν απασχόλησαν το πρωτόδικο Δικαστήριο και επομένως δεν δύνανται να εξεταστούν στο πλαίσιο της υπό κρίση Έφεσης. Η ανάγκη δικογράφησης τέτοιων υπερασπίσεων έχει τονιστεί, μεταξύ άλλων, στις υποθέσεις Γιώργος Σοφοκλέους Οικοδομικές Κατασκευές Λτδ Πουγιούκκα, Πολ. Έφ. Αρ. 16/2014, ημερ. 17.2.2021, Αθανασίου v. Γενικού Εισαγγελέα, Πολ. Έφ. Αρ. 345/2011, ημερ. 18.7.2018, ECLI:CY:AD:2018:A367 και Family Restaurants Andreou Co Ltd v. Δημητρίου κ.ά. (2011) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1687. Οι λόγοι έφεσης 2 και 4 απορρίπτονται.

Ούτε και η υπεράσπιση ex turpi causa non oritum action δικογραφήθηκε από τον Εφεσείοντα ο οποίος δεν προέβαλε οποιονδήποτε ισχυρισμό στην υπεράσπιση του περί παράνομης συμπεριφοράς εκ μέρους της Εφεσίβλητης. Ως εκ τούτου ορθά το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με αυτό το ζήτημα. Σχετική είναι η υπόθεση Κωνσταντίνου v. Άπλα (2015) 1(Α) Α.Α.Δ. 802.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο απάλλαξε και από οποιαδήποτε ευθύνη την Εφεσίβλητη. Με τους λόγους έφεσης 1 και 5, αποτελεί θέση του Εφεσίβλητου ότι αυτή φέρει είτε αποκλειστική είτε συντρέχουσα ευθύνη για το επίδικο ατύχημα.

Η συντρέχουσα αμέλεια εκτιμάται στο σύνολο των γεγονότων, ως θέμα νομικής και λογικής συνέπειας και αφορά στη γενεσιουργό αιτία του ατυχήματος και στην αιτιώδη συνάφεια της αμέλειας και του συμβάντος. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση A. Vrondis & Sons (Constructions) Ltd v. Σ. Παπαλεοντίου, Πολ. Εφ. Αρ. 189/11, ημερ. 15.5.2017, ECLI:CY:AD:2017:A177, η οποία υιοθετήθηκε στην πρόσφατη υπόθεση Χαϊλής v. Σταύρου, Πολ. Έφ. Αρ. 380/2014, ημερ. 4.5.2023, ECLI:CY:AD:2023:A187, «η συντρέχουσα αμέλεια δεν εδράζεται σε καθήκον επιμέλειας που φέρει ο ενάγων έναντι των εναγομένων, αλλά στο καθήκον περί αυτοπροστασίας, με βάρος απόδειξης που φέρει ο εναγόμενος». Επί τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο καθοδηγήθηκε ορθά, με παραπομπή στο άρθρο 57 του περί Αστικών Αδικημάτων Νόμου, Κεφ. 148 και σε σχετική νομολογία για τον καταμερισμό ευθύνης και τη συντρέχουσα αμέλεια.

Εδώ παρεμβάλλουμε το σκέλος του λόγου έφεσης 7(α), με το οποίο αποδίδεται ότι λανθασμένα το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν εξέτασε τους αντιφατικούς ισχυρισμούς της Εφεσίβλητης ως προς τους λόγους που οδήγησαν στην πτώση της στο πεζοδρόμιο. Αυτό το σκέλος δεν εξειδικεύεται με οποιονδήποτε τρόπο είτε στους λόγους έφεσης είτε στο περίγραμμα αγόρευσης του Εφεσείοντα, δηλαδή δεν γίνεται αναφορά στο ποιοι είναι οι κατ’  ισχυρισμό αντιφατικοί ισχυρισμοί. Επομένως, δεν μπορεί να εξεταστεί.

        Το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε πως δεν είχε σημασία το γεγονός ότι η εφεσίβλητη καθημερινά περπατούσε στον δρόμο. Καθοριστικό για το πρωτόδικο Δικαστήριο ήταν το κατά πόσο ήταν προβλεπτός ο κίνδυνος ο οποίος εμφανίστηκε με την είσοδο του οχήματος εντός του αδιεξόδου και ειδικότερα κινούμενο στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας σε σχέση με την πορεία του, παράνομα και αντικανονικά. Το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως η Εφεσίβλητη δεν μπορούσε να προβλέψει τέτοιο κίνδυνο με αποτέλεσμα να μην υπήρχε καθήκον στην Εφεσίβλητη να λάβει προστατευτικά μέτρα έναντι ενός τέτοιου κινδύνου. Σχετική είναι η υπόθεση S. Pavlou & Sons Constructions Ltd κ.ά. v. Θεοδώρου (2015) 1(Β) Α.Α.Δ. 1502.

        Σύμφωνα με την αξιόπιστη μαρτυρία και τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, ο δρόμος ήταν αδιέξοδο, πλην όμως η είσοδος σε οχήματα ήταν επιτρεπτή. Κατά τον ουσιώδη χρόνο εκεί πλησίον εκτελούνταν εργασίες συντήρησης και περνούσαν οχήματα εργοταξίων. Η Εφεσίβλητη περπατούσε επί καθημερινής βάσης στον εν λόγω δρόμο, χρησιμοποιώντας πάντοτε το οδόστρωμα, όμως το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν δέχθηκε τη θέση της πως δεν γνώριζε για την κατάσταση του επίδικου πεζοδρομίου η οποία, όπως τη χαρακτήρισε το Δικαστήριο «ήταν εμφανέστατη, όπως καταδεικνύουν και οι σχετικές φωτογραφίες». Επί τούτου το πρωτόδικο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τη θέση της Εφεσίβλητης πως κατά τον ουσιώδη χρόνο γνώριζε από κατοίκους της περιοχής ότι ήταν σπασμένο για μεγάλο χρονικό διάστημα.

        Θεωρούμε ορθή την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι η καθημερινή προγενέστερη χρήση του οδοστρώματος (αντί του πεζοδρομίου) από την Εφεσίβλητη δεν έχει σημασία. Σημασία έχει η συμπεριφορά της Εφεσίβλητης κατά τη μέρα του επίδικου ατυχήματος.

        Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το όχημα κινείτο παράνομα και αντικανονικά στην αντίθετη λωρίδα κυκλοφορίας στο αδιέξοδο, προκύπτει ως εύλογο συμπέρασμα από την περιγραφή των γεγονότων που έδωσε η Εφεσίβλητη και κρίθηκε αξιόπιστη. Η θέση της Εφεσίβλητης ότι η ίδια περπατούσε επί του οδοστρώματος και όταν αντιλήφθηκε όχημα να έρχεται από απέναντι της στον ίδιο δρόμο, ανέβηκε στο πεζοδρόμιο που βρισκόταν στα αριστερά της σε σχέση με την πορεία της, οδηγεί σε αυτό το συμπέρασμα.

        Ορθά επίσης το πρωτόδικο Δικαστήριο κατέληξε πως δεν ήταν εύλογα αναμενόμενο ότι ένα όχημα θα κινείται παράνομα και αντικανονικά στον δρόμο, πλην όμως αυτό δεν απαλλάσσει τον πεζό από του να λάβει τις απαραίτητες δυνατές προφυλάξεις ούτως ώστε να προστατεύσει εαυτόν όταν αντιληφθεί ότι το όχημα κινείται αντικανονικά και επικίνδυνα. Η Εφεσίβλητη αντιλήφθηκε έγκαιρα αυτόν τον κίνδυνο, εξού και μερίμνησε να ανεβεί στο πεζοδρόμιο. Το πρωτόδικο Δικαστήριο απομόνωσε και εστιάστηκε μόνο σε αυτό το στοιχείο, καταλήγοντας ότι επειδή δεν μπορούσε να προβλέψει τον κίνδυνο και επομένως δεν είχε υποχρέωση να λάβει προφυλάξεις γι’ αυτό, το γεγονός ότι «αναγκάσθηκε να ανεβεί βιαστικά επί του πεζοδρομίου με αποτέλεσμα συναντώντας το βαθούλωμα να πέσει κάτω δεν την καθιστά υπόλογη για αμέλεια». Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να συνεκτιμήσει τη γνώση της Εφεσίβλητης αναφορικά με την κατάσταση του πεζοδρομίου και τη συμπεριφορά της αφότου ανέβηκε στο πεζοδρόμιο. Με βάση τη δική της μαρτυρία η οποία κρίθηκε αξιόπιστη από το πρωτόδικο Δικαστήριο, αποτέλεσε εύρημα του πως αφότου ανέβηκε στο πεζοδρόμιο, η Εφεσίβλητη «περπάτησε πολύ λίγο» πριν πέσει στο βαθούλωμα. Αυτό καταδεικνύει ότι υπήρχε κάποια απόσταση μέχρι το βαθούλωμα, εξού και η ίδια έκανε κάποια βήματα μέχρι αυτό. Επιπλέον, απορρίπτοντας τη θέση της Εφεσίβλητης πως δεν γνώριζε για την κατάσταση του πεζοδρομίου, συνάγεται πως αυτή γνώριζε ότι το πεζοδρόμιο δεν ήταν σε καλή κατάσταση και όφειλε να ήταν προσεκτική κατά την όποια χρήση αυτού. Σύμφωνα πάντα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, δεν ήταν σκοτάδι, υπήρχε ακόμα φως, η όραση της Εφεσίβλητης ήταν ικανοποιητική, επομένως εύλογα συνάγεται ότι από τη στιγμή που η Εφεσίβλητη ανέβηκε στο πεζοδρόμιο, είχε τη δυνατότητα να περπατήσει λίγο επί αυτού, και γνωρίζοντας την κατάσταση του πεζοδρομίου, να αντιληφθεί και να αποφύγει το βαθούλωμα. Η Εφεσίβλητη είχε ευθύνη να λάβει μέτρα για την ασφάλεια της από προβλεπτό κίνδυνο, όπως λέχθηκε στην υπόθεση Αντωνίου v. Κυριάκου (2016) 1(Β) Α.Α.Δ. 1664. Το βαθούλωμα βρισκόταν στην άκρη του πεζοδρομίου κοντά στον δρόμο ενώ υπήρχε αρκετός χώρος πεζοδρομίου στην εσωτερική πλευρά, με επίπεδη επιφάνεια και χωρίς βαθούλωμα, επί του οποίου η Εφεσίβλητη μπορούσε να κινηθεί με ασφάλεια. Αυτή η στάση της Εφεσίβλητης ήταν παράγοντας ο οποίος συνέτεινε στην πρόκληση του ατυχήματος. Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέλειψε να αποδώσει σημασία και βαρύτητα σε αυτό το σκέλος της συμπεριφοράς της Εφεσίβλητης, παραγνωρίζοντας τη γνώση και την ευχέρεια που αυτή είχε να αντιληφθεί έγκαιρα και αποφύγει το βαθούλωμα. Αντιθέτως, ενώ δεν δέχθηκε τη θέση της Εφεσίβλητης πως δεν γνώριζε για την κατάσταση του πεζοδρομίου, ταυτόχρονα θεώρησε πως η ύπαρξη λακκούβας στο πεζοδρόμιο ήταν μια πιθανότητα για την οποία η ίδια δεν όφειλε να λάβει προφυλάξεις. Στο σημείο αυτό θεωρούμε ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο προχώρησε σε αντιφατικές τοποθετήσεις. Ενώ από τη μια δήλωσε πως ήταν άσχετη η θέση της Εφεσίβλητης ότι έπεσε κάτω γιατί συνάντησε βαθούλωμα και όχι γιατί βιαζόταν να ανέβει πάνω στο πεζοδρόμιο για να μην την κτυπήσει το αυτοκίνητο, τελικώς απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στο δεύτερο σκέλος, καταλήγοντας ότι «Υπό το φως των πιο πάνω η Ενάγουσα δεν είχε υποχρέωση να λάβει οποιεσδήποτε προφυλάξεις προ του κινδύνου που εμφανίστηκε μπροστά της. Υπό το φως των δεδομένων περιστάσεων το γεγονός ότι αρχικά περπατούσε επί της ασφάλτου και, ακολούθως, αναγκάσθηκε να ανέβει βιαστικά επί του πεζοδρομίου με αποτέλεσμα συναντώντας το βαθούλωμα να πέσει κάτω δεν την καθιστά υπόλογη για αμέλεια».

Ενώ από τη μια το πρωτόδικο Δικαστήριο ανέφερε πως δεν θα το απασχολούσε ο λόγος για τον οποίο η Εφεσίβλητη δήλωσε ότι έπεσε κάτω, τελικώς έλαβε αυτόν υπόψη καταλήγοντας, λανθασμένα, πως δεν είχε οποιοδήποτε μερίδιο ευθύνης για το ατύχημα. Ασφαλώς το μεγαλύτερο μέρος ευθύνης φέρει ο Εφεσείων και το μερίδιο ευθύνης της Εφεσίβλητης είναι μικρό, πλην όμως δεν είναι μηδαμινό όπως κατέληξε το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Κόσσιφος v. Καραβία (2007) 1(Β) Α.Α.Δ. 1062,  ο επιμερισμός της ευθύνης κρίνεται υπό το πρίσμα της κοινής λογικής και της καθημερινής εμπειρίας και οι παραλείψεις των μερών συνεκτιμούνται υπό το φως των ενεργειών του μέσου συνετού ανθρώπου και όχι μικροσκοπικά. Χρήσιμη καθοδήγηση ως προς τον τρόπο καθορισμού του ποσοστού ευθύνης προσφέρουν οι υποθέσεις Ορθοδόξου v. Ιωάννου (2012) 1(Β) Α.Α.Δ. 1561, Χαριλάου v. Νικολάου (2003) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1460 και Αβραάμ v. Στυλιανού (2002) 1(Α) Α.Α.Δ. 50. Λαμβάνοντας υπόψη τις περιστάσεις του ατυχήματος, θεωρούμε ότι η Εφεσίβλητη υπέχει συντρέχουσα αμέλεια σε ποσοστό 25% αναφορικά με το επίδικο ατύχημα.

Ως εκ τούτου ο πρώτος λόγος έφεσης με τον οποίο επιχειρείται να αποδοθεί αποκλειστική ευθύνη στην Εφεσίβλητη για το ατύχημα απορρίπτεται. Ο λόγος έφεσης 5 πως αυτή έχει συντρέχουσα αμέλεια επιτυγχάνει. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ο Εφεσείων φέρει την αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση ότι ο Εφεσείων φέρει ευθύνη κατά 75% και η Εφεσίβλητη φέρει συντρέχουσα αμέλεια κατά 25% για το επίδικο ατύχημα.

Με το υπόλοιπο σκέλος του λόγου έφεσης 7(α) και τον λόγο έφεσης 7(β), προσβάλλεται ότι το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα αξιολόγησε τη μαρτυρία της Εφεσίβλητης σε σχέση με την ικανότητα της να μαγειρεύει για την ίδια.  

Είναι πάγια νομολογημένο ότι το Εφετείο επεμβαίνει μόνο σε εξαιρετικές περιπτώσεις στον τρόπο αξιολόγησης της μαρτυρίας από το πρωτόδικο Δικαστήριο. Όπως έχει τονιστεί, μεταξύ άλλων, στην υπόθεση S.K. Masters Developments Ltd v. Κυρατζής κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 49/2015, ημερ. 22.6.2023, ECLI:CY:AD:2023:A215, η αξιολόγηση της μαρτυρίας ανήκει στο πρωτόδικο Δικαστήριο το οποίο είχε την ευκαιρία να ακούσει τους μάρτυρες και να παρακολουθήσει τη συμπεριφορά τους στο εδώλιο του μάρτυρα. Το Εφετείο επεμβαίνει μόνο όταν τα ευρήματα αξιοπιστίας είναι εξ αντικειμένου ανυπόστατα ή παράλογα ή αυθαίρετα. Περαιτέρω, το Εφετείο επεμβαίνει εκεί όπου τα ευρήματα γεγονότων δεν υποστηρίζονται από τη μαρτυρία που το πρωτόδικο Δικαστήριο έχει αποδεχθεί ως αξιόπιστη.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο προέβη σε μια ενδελεχή αξιολόγηση της μαρτυρίας της Εφεσίβλητης επί του θέματος. Ασχολήθηκε με κάθε πτυχή του ζητήματος, αντιπαραβάλλοντας και τη σχετική επί τούτου μαρτυρία προερχόμενη από τους τρεις άλλους μάρτυρες για την πλευρά της, ήτοι την εγγονή της (ΜΕ2), τη μητέρα της ΜΕ2 και θυγατέρα της (ΜΕ3) και τον ιατρό, χειρουργό ορθοπεδικό, που την εξέτασε (ΜΕ4).

Το πρωτόδικο Δικαστήριο έκρινε την Εφεσίβλητη αξιόπιστη και έκανε δεκτή τη μαρτυρία της, πλην κάποιων θεμάτων, συμπεριλαμβανομένης της μη γνώσης της για την κατάσταση του πεζοδρομίου (το οποίο σχολιάζεται ανωτέρω) και της αδυναμίας της να μαγειρεύει λόγω του ότι στην ηλικία της ξεχνούσε. Επί τούτου, το πρωτόδικο Δικαστήριο θεώρησε ότι η Εφεσίβλητη δεν είναι δυνατό να «ξεχνάει ένα τόσο σημαντικό για την καθημερινότητα θέμα, ενώ από τη μαρτυρία της προκύπτει έκδηλα ότι θυμάται να κάνει τόσα και τόσα» και αποδέχθηκε τη μαρτυρία της ΜΕ3 η οποία ήταν το πρόσωπο που τη φρόντιζε μετά το ατύχημα και εξακολουθούσε να της μαγειρεύει.

Είναι γνωστή η νομική αρχή ότι το Δικαστήριο δύναται να αποδεχθεί μέρος της μαρτυρίας ενός μάρτυρα και να απορρίψει άλλο – βλ. United Five Development Co (Holdings) Ltd κ.ά. v. Stighting Altas Specials, Πολ. Έφ. Αρ. 316/2014, ημερ. 15.2.2023. Δεν διακρίνουμε οποιαδήποτε ανακολουθία στο σκεπτικό του πρωτόδικου Δικαστηρίου. Στο πλαίσιο αξιολόγησης της μαρτυρίας της Εφεσίβλητης, συνεκτίμησε κάθε πτυχή για να καταλήξει ότι δεν μπορούσε να δεχθεί τη μαρτυρία της ενόψει της υπόλοιπης μαρτυρίας που προσφέρθηκε επί τούτου και προερχόταν από πρόσωπο το οποίο είχε προσωπική γνώση και εμπλοκή, τη ΜΕ3 και τον ιατρό, ΜΕ4 οι οποίοι κρίθηκαν καθόλα αξιόπιστοι. Ορθά εκτίμησε και τη μαρτυρία της ΜΕ2 επί τούτου, στον βαθμό που η ίδια είχε προσωπική γνώση και η μαρτυρία της ήταν σύμφωνη με τη μαρτυρία τόσο της Εφεσίβλητης όσο και της ΜΕ3. Σε αυτό το πλαίσιο, το πρωτόδικο Δικαστήριο ασχολήθηκε με τη μαρτυρία της Εφεσίβλητης αναφορικά με την κατάσταση και εξέλιξη αυτής μετά το ατύχημα, την ηλικία της κατά το στάδιο της μαρτυρίας της ενώπιον του Δικαστηρίου, το γεγονός ότι πλέον ξεχνούσε κάποια πράγματα και την πάροδο του χρόνου από το ατύχημα μέχρι και τη μαρτυρία της στο Δικαστήριο. Επιπλέον, αυτή εξετάστηκε όχι μόνο απομονωμένα αλλά και σε συνάρτηση με τη μαρτυρία των ΜΕ3 και 4 οι οποίοι, σύμφωνα με το πρωτόδικο Δικαστήριο, έδωσαν μια ανεξάρτητη, σαφή και θετική μαρτυρία. Επομένως, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου γι’  αυτό το ζήτημα ήταν καθόλα εύλογη.

Οι λόγοι έφεσης 7(α) και 7(β) κρίνονται αβάσιμοι και απορρίπτονται.

Με τον λόγο έφεσης 6 προσβάλλεται ως υπερβολικό το επιδικασθέν υπέρ της Εφεσίβλητης ποσό των €15.000 ως γενικές αποζημιώσεις.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε στην υπόθεση Paraskevaides (Overseas) Ltd v. Christofi (1982) 1 C.L.R. 789, στην οποία λέχθηκε ότι οι αποζημιώσεις πρέπει να είναι δίκαιες και εύλογες και στόχος είναι να αποδοθεί δικαιοσύνη στον τραυματισθέντα χωρίς να τίθεται υπέρμετρο βάρος στον αδικοπραγούντα. Στην υπόθεση Alfa Concrete Public Company Ltd v. Γλυκύ, Πολ. Έφεση Αρ. 316/2013, ημερ. 21.7.2020, επισημάνθηκε ότι η νομολογία αποκαλύπτει σταθερή άνοδο του επιπέδου των γενικών αποζημιώσεων, τάση που αντανακλά μεγαλύτερη ευαισθησία για τον ανθρώπινο πόνο, την αγωνία της αναπηρίας και τη ψυχική οδύνη από την περιθωριοποίηση από τις συνήθεις δραστηριότητες του ανθρώπου. Στην υπόθεση Ταμπούρας v. Κολάνη (2008) 1(Α) Α.Α.Δ. 384 λέχθηκε ότι η απόδοση των αποζημιώσεων θα πρέπει να αντικατοπτρίζει  την αγοραστική αξία του χρήματος στη δεδομένη στιγμή, ώστε να προσεγγίζεται με εύλογο τρόπο η αποκατάσταση της ζημιάς.

Σύμφωνα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, συνεπεία του επίδικου ατυχήματος, η Εφεσίβλητη υπέστη ένα σοβαρό συντριπτικό κάταγμα τεσσάρων τεμαχίων της κεφαλής του αριστερού βραχίονα. Εισήχθη αυθημερόν στο χειρουργείο όπου έγινε ανάταξη των καταγμάτων και σταθεροποίηση με εξωτερικό νάρθηκα. Δέκα μέρες αργότερα ο ακτινολογικός έλεγχος κατέδειξε παρεκτόπιση των καταγμάτων και ξεκίνησε φυσιοθεραπεία προς αποκατάσταση της λειτουργικότητας του αριστερού ώμου. Αυτή διήρκησε έξι μήνες, διάστημα κατά το οποίο παρουσιάστηκε κάποια βελτίωση στην κινητικότητα του αριστερού ώμου. Σταμάτησε τη φυσιοθεραπεία καθότι κρίθηκε ότι δεν θα επερχόταν περαιτέρω βελτίωση. Τον Δεκέμβριο του 2007 η Εφεσίβλητη εξετάστηκε από τον ΜΕ4 ο οποίος, κατόπιν ακτινολογικού ελέγχου, διαπίστωσε την πλήρη καταστροφή και απορρόφηση των τεσσάρων καταγματικών τμημάτων της κεφαλής του αριστερού βραχιόνιου με αποτέλεσμα να παραμείνει ένα μόνο μικρό τμήμα σε υπεξαρθρητική θέση προς τα κάτω λόγω χαλάρωσης του αρθρικού θύλακα. Σύμφωνα πάντα με τα ευρήματα του πρωτόδικου Δικαστηρίου, η Εφεσίβλητη αδυνατούσε να έχει πλήρες εύρος κινήσεων και αισθανόταν πόνο κατά την πρόσθια κάμψη. Κατά τον Δεκέμβριο του 2007 η κινητικότητα του αριστερού ώμου βελτιώθηκε με αποτέλεσμα η πλάγια απαγωγή να φθάσει σε 30ο, η πρόσθια κάμψη σε 10ο και η έξω στροφή σε 10ο. Ενώ πριν το ατύχημα η Εφεσίβλητη μπορούσε να κάνει όλες τις δουλειές του σπιτιού και να αυτοεξυπηρετείται, συνεπεία του ατυχήματος δεν μπορούσε να το πράξει ούτε και να μαγειρέψει. Για την εξυπηρέτηση και συντήρηση της δεχόταν βοήθεια από τη ΜΕ3. Μετά την πάροδο έξι μηνών από το ατύχημα, κατάφερε να αυτοσυντηρείται, αντιμετώπιζε ακόμα πρόβλημα με τον τραυματισμένο ώμο της, αισθανόταν πόνο σε πρόσθια κάμψη και εκτελούσε μόνο τις ελαφριές δουλειές ενώ αδυνατούσε να εκτελέσει τις βαρετές δουλειές του σπιτιού, όπως το μαγείρεμα το οποίο της έκανε η ΜΕ3. Στις 21.5.14 παρατηρήθηκε η ίδια κινητικότητα του αριστερού ώμου με τη μόνη διαφορά στη βελτίωση της πρόσθιας κάμψης σε 60ο. Τέλος, παρέμεινε μειωμένη κινητικότητα του αριστερού ώμου ως μόνιμο κατάλοιπο.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο παρέπεμψε σε νομολογία η οποία αφορά σε κάταγμα αριστερού βραχίονα. Ειδικότερα αναφέρθηκε στις υποθέσεις Νεάρχου v. Στεφανίδη (2003) 1(Α) Α.Α.Δ. 351, Πέτρου v. Γαλάνη (2009) 1(Α) Α.Α.Δ. 84 και Νικολάου v. Επίσημου Παραλήπτη (2009) 1(Β) Α.Α.Δ. 1339, σημειώνοντας ορθά τον χρόνο έκδοσης των εν λόγω αποφάσεων και την άνοδο της αξίας του χρήματος με την πάροδο του χρόνου.

Οι προηγούμενες αποφάσεις προσφέρουν μεν καθοδήγηση αλλά δεν αποτελούν δεσμευτικό προηγούμενο, καθότι κάθε απόφαση διαφέρει ως προς τις περιστάσεις της και το είδος και την έκταση του τραυματισμού. Σχετικές είναι οι υποθέσεις Fysko Contracting Co Ltd v. Γεωργίου (1991) 1 Α.Α.Δ. 1014 και Ερωτοκρίτου κ.ά. v. Καραολή (1998) 1(Α) Α.Α.Δ. 445.

Θεωρούμε ορθή την προσέγγιση του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το ζήτημα του καθορισμού των γενικών αποζημιώσεων. Σε αυτό το πλαίσιο, το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά καθοδηγήθηκε από την υπόθεση Χριστοδουλίδης v. Laser Plastics Industry Ltd (2005) 1(Α) Α.Α.Δ. 556 και την αρχή πως ο τραυματίας έχει καθήκον να πράξει ό,τι είναι λογικά δυνατό υπό τις περιστάσεις για τη βελτίωση της κατάστασης της υγείας του και την ανάλογη μείωση των γενικών αποζημιώσεων. Έτσι, έλαβε υπόψη το γεγονός ότι για τον τραυματισμό της Εφεσίβλητης συστήθηκε χειρουργική επέμβαση, πλην όμως ορθά θεώρησε ότι λόγω της ηλικίας της και του μη αποκλεισμού επιπλοκών από μια τέτοια επέμβαση, η παράλειψη υποβολής της σε αρθροπλαστική δεν μπορούσε να προσμετρήσει προς μείωση των αποζημιώσεων που ήθελαν επιδικαστεί προς όφελος της.

Το πρωτόδικο Δικαστήριο ορθά καθοδηγήθηκε από την πιο πάνω νομολογία και το ποσό που επιδίκασε δεν είναι υπερβολικό ή αυθαίρετο. Αντίθετα αποτελεί μια δίκαιη και ορθή αποτίμηση των συνεπειών του ατυχήματος προς την Εφεσίβλητη και κυρίως την ταλαιπωρία και τον πόνο καθώς τη μόνιμη βλάβη που επήλθε.

Ως εκ τούτου ο λόγος έφεσης 6 κρίνεται αβάσιμος και απορρίπτεται.

Ενόψει της επικύρωσης της προσβαλλόμενης απόφασης, ο λόγος έφεσης 17, ο οποίος αφορά στο λανθασμένο της απόφασης για την επιτυχία της απαίτησης και για την απόρριψη της διαδικασίας τριτοδιαδίκου εναντίον του Εφεσίβλητου επιτυγχάνει στον βαθμό που η ευθύνη καταμερίζεται στον Εφεσείοντα κατά 75% και στην Εφεσίβλητη κατά 25% και στην ανάλογη μείωση του επιδικασθέντος ποσού των γενικών αποζημιώσεων.

Ως εκ τούτου, ο λόγος έφεσης 9 επιτυγχάνει. Το εύρημα του πρωτόδικου Δικαστηρίου ότι το άρθρο 11 του Κεφ. 96 δεν τυγχάνει εφαρμογής παραμερίζεται και αντικαθίσταται με εύρημα ότι, με βάση το εν λόγω άρθρο, ο Εφεσείων φέρει την ευθύνη για την επιθεώρηση και συντήρηση του επίδικου πεζοδρομίου. Ο λόγος έφεσης 5 επίσης επιτυγχάνει. Η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου πως ο Εφεσείων φέρει την αποκλειστική ευθύνη για το ατύχημα παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση ότι ο Εφεσείων φέρει ευθύνη κατά 75% και η Εφεσίβλητη φέρει συντρέχουσα αμέλεια κατά 25% για το επίδικο ατύχημα. Αντίστοιχα, η κατάληξη του πρωτόδικου Δικαστηρίου ως προς το τελικό επιδικασθέν ποσό των €15.000 ως γενικές αποζημιώσεις παραμερίζεται και αντικαθίσταται με απόφαση υπέρ της Εφεσίβλητης και εναντίον του Εφεσείοντα στο ποσό των €11.250.

Ενόψει της κατάληξης της Έφεσης, κρίνεται ορθό και δίκαιο όπως η διαταγή για τα έξοδα της πρωτόδικης διαδικασίας παραμείνει η ίδια.

Καθοδηγούμενοι από τις υποθέσεις Genzyme Corporation v. Kayat Trading Limited, Πολ. Έφεση Αρ. 199/2014, ημερ. 25.5.2018, ECLI:CY:AD:2018:A250 και Ξενοφώντος v. Rajab (2014) 1(Γ) Α.Α.Δ. 2605, ενόψει του αποτελέσματος και της μερικής επιτυχίας της Έφεσης, κρίνουμε ορθό και δίκαιο όπως επιδικαστεί μέρος του συνολικού ποσού των εξόδων της Έφεσης το οποίο καθορίζουμε στο ποσό των €1.500, πλέον ΦΠΑ αν υπάρχει, υπέρ του Εφεσείοντα και εναντίον της Εφεσίβλητης.

Περαιτέρω, επιδικάζονται €2.000 έξοδα Έφεσης υπέρ του Εφεσίβλητου και εναντίον του Εφεσείοντα.

 

                                                            Χ. ΜΑΛΑΧΤΟΣ, Δ.

                                                            Ι. ΙΩΑΝΝΙΔΗΣ, Δ.

                                                            Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο