ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 49/2024)

                                                                                                            (i-justice)

 

18 Απριλίου, 2024

 

 

[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ ΙΓΝΑΤΙΟΥ ΜΙΛΤΙΑΔΟΥΣ ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ ΦΥΣΕΩΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 28/3/2024 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΠΑΦΟΥ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 17 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΝΟΜΟΥ 92(Ι)/1996, ΑΡΘΡΑ 21, 22 ΚΑΙ 23 ΑΥΤΟΥ

 

 

 

 

Χρ. Τριανταφυλλίδης με Στ. Χριστοδούλου, για Χρίστος Μ. Τριανταφυλλίδης ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.

 

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

(Δοθείσα Αυθημερόν)

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πάφου δικάζεται η υπόθεση με αρ. 1875/2023, στην οποία ο Αιτητής είναι Κατηγορούμενος (Κατηγορούμενος 1) μαζί με άλλα πέντε πρόσωπα.

 

Ενώ η ακροαματική διαδικασία ευρίσκετο σε εξέλιξη στο στάδιο της κυρίως εξέτασης του Α/Αστ. 2140, Β. Αιμιλίου, Μ.Κ.2, η Υπεράσπιση των Κατηγορουμένων 1, 2 και 4 έφεραν ένσταση στην κατάθεση ενώπιον του Δικαστηρίου ως Τεκμηρίων αντικειμένων που αναφέρονται σε κατάλογο Τεκμηρίων της Αστυνομίας (Τεκμήριο Β29). Καθόσον αφορά την ένσταση που προέβαλε ο συνήγορος του Κατηγορουμένου 2, αυτή αφορούσε το αντικείμενο με Α/Α 88 επί του Τεκμηρίου Β29, ήτοι σκληρό δίσκο            SA-HDD, καθώς και το αντικείμενο με Α/Α 92 επί του Τεκμηρίου Β29, ήτοι DVD-R (HASKOS). Συμφώνως με τα όσα υποστήριξε ο συνήγορος του Κατηγορουμένου 2, η ένσταση καθόσον αφορά το σκληρό δίσκο συνίσταται στο ότι αποτελούσε προϊόν παραβίασης των Άρθρων 15, 17 και 19 του Συντάγματος τα οποία κατοχυρώνουν και προστατεύουν το δικαίωμα της ιδιωτικής ζωής, το απόρρητο της επικοινωνίας και της ελευθερίας της έκφρασης. Προβλήθηκε ότι εμπεριείχε μαρτυρία η οποία λήφθηκε με τρόπο που δεν αναφέρετο στο εξουσιοδοτικό δικαστικό διάταγμα, το οποίο αφορούσε πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη περιεχομένου επικοινωνίας. Προβλήθηκε ότι το εν λόγω Τεκμήριο εμπεριείχε μαρτυρία η οποία είναι ιδιωτική επικοινωνία και ήταν αποτέλεσμα υποκλοπής και/ή παρακολούθησης, υπό την έννοια ότι αυτή έγινε κατά παράβαση του περί Προστασίας του Απόρρητου της Ιδιωτικής Επικοινωνίας (Παρακολούθηση Συνδιαλέξεων και Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας) Νόμου του 1996,                         Ν. 92(Ι)/1996. Ήταν η θέση της Υπεράσπισης του Κατηγορουμένου 2 ότι το εν λόγω Τεκμήριο εμπεριείχε μαρτυρία η οποία αφορούσε αυστηρά στην ιδιωτική και προσωπική ζωή τόσο των Κατηγορουμένων, αλλά και άλλων προσώπων.

 

Σε ό,τι αφορά το DVD-R (HASKOS) προβλήθηκε και εδώ η θέση από πλευράς της Υπεράσπισης του Κατηγορουμένου 2 πως αποτελεί προϊόν παραβίασης του δικαιώματος της ιδιωτικής ζωής, το οποίο κατοχυρώνεται από το Άρθρο 15 του Συντάγματος, στο Άρθρο 8 της ΕΣΔΑ και στο Άρθρο 7 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων του Ανθρώπου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθώς και του Άρθρου 8 του εν λόγω Χάρτη που αφορά στην προστασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρα. Υποστηρίχθηκε, εν προκειμένω, ότι το εν λόγω Τεκμήριο εμπεριείχε εικόνες, αλλά και βίντεο, της προσωπικής και ιδιωτικής ζωής του Κατηγορουμένου 2 και ότι λήφθηκε εν αγνοία του και χωρίς τη συγκατάθεσή του.

 

Ως αποτέλεσμα της έγερσης της πιο πάνω ένστασης, καθώς και άλλων ενστάσεων από πλευράς των συνηγόρων των Κατηγορουμένων 1 και 4 και για να αποφανθεί κατά πόσο θα αποδεχθεί την κατάθεση ως Τεκμηρίων των συγκεκριμένων αντικειμένων, το Κακουργιοδικείο διέταξε τη διεξαγωγή δίκης εντός δίκης.

 

Αφού άκουσε σχετική μαρτυρία στο πλαίσιο της δίκης εντός δίκης, απέρριψε, μεταξύ άλλων, την ένσταση της Υπεράσπισης του Κατηγορουμένου 2 με Απόφαση που εξέδωσε στις 28/3/2024 (εφεξής «η προσβαλλόμενη Απόφαση»), κρίνοντας τα ακόλουθα:

 

«Το Δικαστήριο κατά την έκδοση του Διατάγματος ικανοποιήθηκε πως εύλογη υποψία αποκαλύφθηκε ότι η ιδιωτική επικοινωνία η οποία είναι καταγεγραμμένη συνδέεται με υπό διερεύνηση αδίκημα ως διαρθρώνεται με την αίτηση βάσει του Άρθρου 21. Εξ ου εξέδωσε το Διάταγμα, ημερ. 10/3/2023. Τα όσα υποστηρίζει ο ευπαίδευτος συνήγορος του κατηγορουμένου 2 ανάγονται κατά την εφαρμογή και εκτέλεση του Διατάγματος από τις αστυνομικές αρχές. Εν τη σοφία του ο Νομοθέτης προνόησε τις μεταγενέστερες ενέργειες και διαδικασίες σε περίπτωση που δυνατόν κατά την εκτέλεση του δικαστικού εντάλματος, ληφθεί περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας που δεν σχετίζεται με αδίκημα το οποίο περιγράφεται στο δικαστικό ένταλμα (βλ. Άρθρο 24 του Ν. 92(1)/1996 ήτοι «λαμβάνεται ιδιωτική επικοινωνία, η οποία σχετίζεται με άλλο αδίκημα από αυτό που περιγράφεται στο δικαστικό ένταλμα», Άρθρο 25 του Ν.92(Ι)/1996 ήτοι «ότι το περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας, το οποίο έχει ληφθεί βάσει δικαστικού εντάλματος, όπως καθορίζεται στα άρθρα 21, 22 και 23, δεν συνδέεται με τη διάπραξη του αδικήματος»), περίσταση η οποία καταδεικνύει πως το πνεύμα του Νόμου ήταν η αποτελεσματική χρήση των στοιχείων για σκοπούς αποτροπής, διερεύνησης ή δίωξης σοβαρών ποινικών αδικημάτων. Είναι η κρίση μας πως στην προκειμένη περίπτωση το ζήτημα, ήτοι η λήψη του υλικού αδιακρίτως και δίχως κάλυψη από το Διάταγμα, άπτεται της εφαρμογής και εκτέλεσης του Διατάγματος, ημερ. 10/3/2023, η οποία έγινε κατά παράβαση των όσων ο Νομοθέτης επίτασσε αφού εξασφαλίστηκε μαρτυρία κατά παράβαση των προνοιών του Ν. 92(Ι)/1996 και δη των Άρθρων 21, 22 και 23 που ενείχαν ως αντικείμενο την ιδιωτική επικοινωνία η οποία είναι συναφής με το αδίκημα για το οποίο αξιωνόταν το σχετικό διάταγμα. Το Μέρος IVA – Πρόσβαση σε Καταγεγραμμένο Περιεχόμενο Ιδιωτικής Επικοινωνίας του Ν.92(Ι)/1996, προβλέπει τις λεπτομέρειες κατά τις σχετικές πρόνοιες των Άρθρων 21, 22, 23, αναφορικά με τον τρόπο εφαρμογής της εξαίρεσης του Άρθρου 17 του Συντάγματος. Έτι περαιτέρω, συνυπολογίζεται πως το Διάταγμα, ημερ. 10/3/2023 τελεί εισέτι σε ισχύ, στη βάση του οποίου, εκ του Συντάγματος, η πρόσβαση στην ιδιωτική επικοινωνία καθίσταται επιτρεπτή.

 

Επαναλαμβάνουμε τη νομολογιακή αρχή ότι, εάν ήθελε αποδειχθεί παράβαση Νόμου, σε αντίθεση με παραβίαση του Συντάγματος, δεν καθιστά αυτόματα τη σχετική μαρτυρία ως μη αποδεκτή αλλά διατηρείται διακριτική ευχέρεια από το Δικαστήριο να αρνηθεί να δεχθεί τέτοια μαρτυρία. Δυνατόν ωστόσο να επιτραπεί εάν είναι σχετική και τα δυσμενή επακόλουθα που θα προκύψουν από την εισαγωγή τέτοιας μαρτυρίας δεν θα επηρεάσουν το δικαίωμα του κατηγορουμένου για δίκαιη δίκη ή άλλο ανθρώπινο δικαίωμα. Παραπέμπουμε εκ νέου στην υπόθεση Parris v. Δημοκρατίας (ανωτέρω) κατά την οποία εξασφάλιση μαρτυρίας κατά παράβαση νομοθεσίας «δεν αποτελεί παράγοντα ο οποίος θα οδηγούσε σε δυσμενή επηρεασμό του εφεσείοντα που υπερισχύει της αποδεικτικής του αξίας». Όσο πιο μεγάλη είναι η αποδεικτική αξία μίας μαρτυρίας τόσο πιο δύσκολος καθίσταται ο αποκλεισμός της.

 

Συνεπώς, η ένσταση δεν μπορεί να επιτύχει και απορρίπτεται. Παρεπόμενα, η κατάθεση του σκληρού δίσκου, Τεκμήριο 21 στη Δίκη εντός Δίκης, επιτρέπεται.»[1]

 

 

Με την παρούσα Αίτηση ο Αιτητής ζητά να του δοθεί άδεια για καταχώριση αίτησης με κλήση για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari               για ακύρωση του μέρους της προσβαλλόμενης Απόφασης του Κακουργιοδικείου, που εκδόθηκε στο πλαίσιο δίκης εντός δίκης, με βάση την οποία έκαμε αποδεχτή την κατάθεση του αντικειμένου με Α/Α 88 επί του Τεκμηρίου Β29 και συγκεκριμένα σε σχέση με τον αναφερόμενο στην πιο πάνω αρίθμηση σκληρό δίσκο (Τεκμήριο 21 στη Δίκη εντός Δίκης).

 

Επιπλέον, ο Αιτητής επιζητεί την έκδοση διατάγματος με το οποίο να αναστέλλεται η διαδικασία που εκκρεμεί ενώπιον του Κακουργιοδικείου Πάφου αναφορικά με την πιο πάνω Ποινική Υπόθεση, μέχρι της πλήρους αποπερατώσεως της παρούσας Αιτήσεως.

 

Η Αίτηση συνοδεύεται από Έκθεση και από Ένορκη Δήλωση της Ιωάννας Καντωνίδου, δικηγόρου στο δικηγορικό γραφείο Χρίστος Μ. Τριανταφυλλίδης ΔΕΠΕ, που είναι οι δικηγόροι του Αιτητή.

 

Ως λόγοι επί των οποίων βασίζεται το αίτημα για θεραπεία είναι οι ακόλουθοι:

 

(α) Υπάρχει έκδηλο νομικό σφάλμα επί του πρακτικού και/ή του κειμένου της προσβαλλόμενης Απόφασης (error of law on the face of the record).

 

(β) Το λάθος συνίσταται στο ότι παρόλο που το Κακουργιοδικείο τοποθετήθηκε ορθά αναφορικά με τις νομικές αρχές που διέπουν το ζήτημα αποδοχής μαρτυρίας που λαμβάνεται κατά παράβαση του Συντάγματος και του Νόμου, εντούτοις καταλήγει σε νομικά λανθασμένο συμπέρασμα κατ’ ακολουθίαν νομικά λανθασμένου συλλογισμού.

 

(γ) Συγκεκριμένα, ενώ στη σελ. 32 της προσβαλλόμενης Απόφασης το Δικαστήριο καταλήγει ότι «στην προκειμένη περίπτωση το ζήτημα, ήτοι η λήψη του υλικού αδιακρίτως και δίχως κάλυψη από το Διάταγμα, άπτεται της εφαρμογής και εκτέλεσης του Διατάγματος ημερ. 10/3/2023, η οποία έγινε κατά παράβαση των όσων ο Νομοθέτης επίτασσε αφού εξασφαλίστηκε μαρτυρία κατά παράβαση των προνοιών του Νόμου 92(Ι)/1996 και δη των άρθρων 21, 22 και 23 που ενείχαν ως αντικείμενο ιδιωτική επικοινωνία η οποία είναι συναφής με το αδίκημα για το οποίο αξιωνόταν το σχετικό Διάταγμα …» συνεχίζει και απορρίπτει την υποβληθείσα υπό του Κατηγορουμένου 2 ένσταση με βάση τη νομολογιακή αρχή ότι «… και αν ήθελε αποδειχθεί παράβαση Νόμου σε αντίθεση με παραβίαση του Συντάγματος, δεν καθιστά αυτόματα τη σχετική μαρτυρία ως μη αποδεχτή αλλά διατηρεί τη διακριτική ευχέρεια από το Δικαστήριο να αρνηθεί να δεχθεί τέτοια μαρτυρία. Δυνατόν ωστόσο να επιτραπεί αν είναι σχετική και τα δυσμενή επακόλουθα που θα προκύψουν από την εισαγωγή τέτοιας μαρτυρίας δεν θα επηρεάσουν το δικαίωμα του κατηγορούμενου για δίκαιη δίκη ή άλλο ανθρώπινο δικαίωμα ...». Με βάση το σκεπτικό αυτό το Κακουργιοδικείο άσκησε τη διακριτική του εξουσία και έκανε αποδεχτή τη μαρτυρία, καίτοι η τελευταία ελήφθη κατά παράβαση του Νόμου.

 

(δ) Το Κακουργιοδικείο παραγνώρισε και αγνόησε παντελώς το γεγονός ότι δεν εξέταζε παραβίαση Νόμου αναφορικά με την αποδοχή ή μη της συγκεκριμένης μαρτυρίας, αλλά εξέταζε παραβίαση του Συντάγματος και άπαξ και διαπίστωσε παραβίαση του Νόμου, η εξαίρεση που ρητά αναφέρεται εις το Άρθρο 17 του Συντάγματος έπαυσε νομικά να υφίσταται και, κατ’ επέκταση, το Δικαστήριο λανθασμένα δεν διέγνωσε, κατ’ ακολουθίαν, παραβίαση του Άρθρου 17 του Συντάγματος.

 

(ε) Στην προκείμενη περίπτωση η έφεση δεν αποτελεί υπαλλακτική θεραπεία, δεδομένου ότι το εγειρόμενο ζήτημα επηρεάζει συνταγματικό δικαίωμα του Αιτητή και του τρόπου που θα τύχει χειρισμού η υπόθεση του ενώπιον του Δικαστηρίου, αφού ο ρηθείς τρόπος είναι άρρηκτα συνδεδεμένος με την αποδοχή ή μη της συγκεκριμένης μαρτυρίας, ήτοι του υπό συζήτηση σκληρού δίσκου, ως μέρος του μαρτυρικού υλικού ενώπιόν του. Εν πάση περιπτώσει, η παρούσα περίπτωση είναι από εκείνες που δύνανται να θεωρηθούν ως εξαιρετική περίπτωση.

(στ) Η ένσταση στην οποία εξεδόθη το μέρος της Απόφασης που προσβάλλεται δια της παρούσης Αιτήσεως εγένετο υπό του Κατηγορουμένου 2, πλην, όμως, από το εν λόγω μέρος επηρεάζονται άμεσα και τα δικαιώματα του Αιτητή στην πιο πάνω Ποινική Υπόθεση, δεδομένου ότι στον υπό κρίση σκληρό δίσκο περιλαμβάνονται επικοινωνίες του Αιτητή μετά του Κατηγορουμένου 2 και, κατ’ επέκταση, αποδοχή της εν λόγω μαρτυρίας θα συνιστά παραβίαση του συνταγματικού δικαιώματος του Αιτητή με βάση το Άρθρο 17 του Συντάγματος.

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή προώθησε τους προαναφερθέντες λόγους με γραπτή αγόρευση, αλλά και δια ζώσης κατά την επ’ ακροατηρίω συζήτηση της Αίτησης.

 

Οι αρχές που διέπουν την έκδοση Προνομιακών Διαταγμάτων είναι παγιωμένες και χιλιοειπωμένες, ώστε να μην χρειάζεται να λεχθούν πολλά υπό το φως της πλούσιας νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Πρόκειται για δικαιοδοσία που ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ, πάντοτε κατά προνόμιο όταν διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης στην πρωτόδικη διαδικασία (βλ. Αίτηση του Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298 και Perrella (Αρ. 2) (1995)                   1 Α.Α.Δ. 692). Ακόμη και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση δεν χορηγείται άδεια όταν προσφέρεται εναλλακτικό ένδικο μέσο ή θεραπεία που συνήθως είναι αυτό της έφεσης, οι δε εξαιρετικές περιστάσεις για να παρακαμφθεί ο πιο πάνω Κανόνας, θα πρέπει να καταδεικνύεται με επάρκεια ότι συντρέχουν (βλ. Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535 και Αναφορικά με την Αίτηση της Τράπεζας Κύπρου Δημόσιας Εταιρείας Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878).

 

Έχει πλειστάκις αναφερθεί στη νομολογία ότι είναι στους ώμους του αιτητή το βάρος να καταδείξει συζητήσιμη υπόθεση. Ενδιαφέρει η νομιμότητα των ελεγχόμενων ενεργειών, αφού δεν μπορεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας να είναι η ορθότητα, ούτε ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.

 

Όπως τονίσθηκε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας (Αρ. 2) (1997) 1Β Α.Α.Δ. 925, 935:

 

«Αντικείμενο της διαδικασίας δεν είναι ο έλεγχος της ορθότητας μιας απόφασης αλλά της νομιμότητας της. Δεν τίθεται ζήτημα αντικατάστασης της άποψης που διαμόρφωσε το κατώτερο Δικαστήριο, αναφορικά με ζήτημα που αποφάσισε στα πλαίσια της δικαιοδοσίας του, με εκείνη του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Δεν εκδίδεται ένταλμα Certiorari ως μανδύας μεταμφιεσμένης έφεσης. Ούτε και μπορεί να χρησιμοποιείται η διαδικασία για την έκδοση τέτοιου διατάγματος προκειμένου να γίνει επανακρόαση του ζητήματος που εγέρθηκε. Και δεν είναι επιτρεπτό να εκδίδεται ένταλμα Certiorari προκειμένου να υπαγορευθεί σε Δικαστήριο ο τρόπος με τον οποίο θα πρέπει να αποφασιστεί ζήτημα που εμπίπτει στη δικαιοδοσία του ή ακόμα ο τρόπος που θα ασκήσει τη διακριτική του εξουσία. (Βλέπε Re Mareware Shipping, Αίτηση 6/92/24.1.92 και Τζεννάρο Περέλλα, Πολιτική 'Εφεση 9169/18.7.95)

 

Έχω διεξέλθει με προσοχή την προσβαλλόμενη Απόφαση του Κακουργιοδικείου, καθώς και ό,τι ο Αιτητής μέσω του συνηγόρου του έχει θέσει ενώπιον μου.

 

Στην υπό εξέταση περίπτωση το Κακουργιοδικείο (εφεξής Κατώτερο Δικαστήριο) ενεργώντας εντός του πλαισίου της δικαιοδοσίας του, αφού άκουσε σχετική μαρτυρία, κατέληξε σε μια αιτιολογημένη απόφαση. Είχε προς τούτο προηγηθεί η απόφαση του για διενέργεια δίκης εντός δίκης προς το σκοπό διαπίστωσης των συνθηκών κάτω από τις οποίες, συγκεκριμένα αντικείμενα που η Κατηγορούσα Αρχή επιχείρησε να καταθέσει στο Κατώτερο Δικαστήριο ως Τεκμήρια, είχαν εξασφαλιστεί.

 

Όπως διαπιστώνεται, στο πλαίσιο αυτό αμφότερες οι διάδικες πλευρές είχαν την ευκαιρία να ακουστούν τόσο επί των πραγματικών ζητημάτων που ανεδείχθησαν μέσω της μαρτυρίας που προσκομίσθηκε, όσο επί των νομικών ζητημάτων που αφορούσαν στο υπό εξέταση θέμα. Στην προσβαλλόμενη Απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου γίνεται αναφορά και ανάλυση στις θέσεις και εισηγήσεις τους, με τελική κατάληξη το Κατώτερο Δικαστήριο να απορρίψει την επιχειρηματολογία των συνηγόρων του Αιτητή. Τυχόν λανθασμένη ερμηνεία του Νόμου από πλευράς του Δικαστηρίου ασφαλώς και δεν ενεργοποιεί την εφεδρεία αυτής της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου προς έκδοση Προνομιακών Ενταλμάτων.

 

Όπως είναι νομολογημένο, Ένταλμα της φύσης Certiorari μπορεί να εκδοθεί όταν έχει εμφιλοχωρήσει νομικό ελάττωμα εμφανές από τη δικογραφία, η ευχέρεια, όμως, αυτή δεν καλύπτει και τις νομικά εσφαλμένες αποφάσεις. Καλύπτει τις περιπτώσεις στις οποίες υπάρχει φανερά εσφαλμένη ερμηνεία νόμου ή εσφαλμένη εφαρμογή του σε δεδομένη περίπτωση. Δεν είναι αρκετό να υπάρχει σοβαρή πλάνη ή ακόμα και πλάνη σε σχέση με καθιερωμένη νομική αρχή (Watford Petroleum Ukraine Holdings Ltd (2003) 1 Α.Α.Δ. 620). Πρέπει να υπάρχει πλάνη που μπορεί να διακριβωθεί από το Δικαστήριο αμέσως και όχι ύστερα από έρευνα των στοιχείων ή της μαρτυρίας (Αναφορικά με την Αίτηση της Εταιρείας Ξάνθος Λυσιώτης και Υιός Λτδ (1996) 1 Α.Α.Δ. 1066). Ό,τι εξετάζει το Δικαστήριο στην παρούσα διαδικασία είναι το σύννομο της ενέργειας του Κατώτερου Δικαστηρίου και όχι την ορθότητα της Απόφασής του (βλ. Αναφορικά με την Αίτηση των Kazakhstan Kagazy Plc κ.ά., Πολιτική Αίτηση Αρ. 24/2018, ημερ. 4/4/2018, ECLI:CY:AD:2018:D164).

 

Είναι πρόδηλο ότι μέσω της προβολής του έκδηλου νομικού σφάλματος, ό,τι, εν προκειμένω, επιδιώκεται είναι ο έλεγχος της ορθότητας της Απόφασης του Κατώτερου Δικαστηρίου. Τα όσα ο Αιτητής επικαλείται, με κάθε σεβασμό, δεν στοιχειοθετούν ούτε για σκοπούς παροχής άδειας ότι το Κατώτερο Δικαστήριο ενήργησε με έκδηλη πλάνη περί το Νόμο ή κατά άλλο τρόπο που να καθιστά την Απόφαση του ελεγχόμενη ως προς τη νομιμότητα της. Όσα αποδίδονται στην υπό κρίση Απόφαση, ακόμη και αν αξιολογούνταν ως σφάλματα, θα αποτελούσαν νομικά σφάλματα που θα καθιστούσαν την απόφαση του μη ορθή, ελεγχόμενη στο τέλος με έφεση. Δεν θα συνιστούσε, όμως, ακόμη και αν το Κατώτερο Δικαστήριο είχε ασκήσει εσφαλμένα την κρίση του, απόφαση η οποία στερείτο νομιμότητας. Εν προκειμένω, στην πραγματικότητα ό,τι επιδιώκεται, υπό το μανδύα της προνομιακής θεραπείας, είναι ο έλεγχος της ορθότητας της απόφασης και αντικατάσταση της κρίσης που είτε ορθά, είτε λανθασμένα διαμόρφωσε το Κατώτερο Δικαστήριο. Όπως αναφέρεται στη νομολογία, τυχόν λανθασμένη ερμηνεία νόμου ή λανθασμένη αντίληψη του Δικαστηρίου δεν ελέγχεται με Προνομιακό Ένταλμα Certiorari, αλλά ελέγχεται ως προς την ορθότητα της με το ένδικο μέσο της έφεσης (βλ. Πέτρου Αρτέμη: Προνομιακά Εντάλματα, σελ. 127-128, Αίτηση της Μουστερή κ.ά., Πολιτική Αίτηση Αρ. 150/2017, ημερ. 24/10/2017, ECLI:CY:AD:2017:D367, Αίτηση της Content Union S.A., Πολιτική Αίτηση Αρ. 64/2018, ημερ. 11/6/2018, ECLI:CY:AD:2018:D286 και Αίτηση Γενικού Εισαγγελέα, Πολιτική Αίτηση Αρ. 24/2020, ημερ. 10/3/2020, ECLI:CY:AD:2020:D96). Ακόμα και στην περίπτωση που το Δικαστήριο έχει λανθασμένα αντιληφθεί και ερμηνεύσει ένα νομοθέτημα, αυτό διορθώνεται κατ’ έφεση και όχι μέσω Προνομιακών Ενταλμάτων. Το κατάλοιπο εξουσίας δεν αποτελεί μέσο για τον έλεγχο της ορθότητας των αποφάσεων πρωτόδικων Δικαστηρίων και ούτε μπορεί να αφεθεί η διαδικασία να χρησιμοποιηθεί ως έφεση υπό μεταμφίεση (βλ. Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1 Α.Α.Δ. 116, Γενικός Εισαγγελέας (Αρ. 3) (1993) 1 Α.Α.Δ. 42 και Daventree Trustees Ltd (2005) 1(A) Α.Α.Δ. 712).

 

Δεν πρέπει να λησμονείται ότι το Κατώτερο Δικαστήριο που αποδέχτηκε την κατάθεση του σκληρού δίσκου, Τεκμήριο 21 στη Δίκη εντός Δίκης, διατηρεί, σε κάθε περίπτωση, την ευχέρεια αποκλεισμού αυτής της μαρτυρίας σε μεταγενέστερο στάδιο[2]. Επιπλέον θα πρέπει να σημειωθεί ότι στην περίπτωση που ο Αιτητής καταδικαστεί και η μαρτυρία που έχει γίνει αποδεχτή παρουσιάζεται να έχει συνδράμει στην κρίση για την καταδίκη του, η προσβαλλόμενη Απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου μπορεί κάλλιστα να αποτελέσει λόγο έφεσης κατά της τελικής απόφασης (Αναφορικά με την S.N.K. EXCLUSIVE PROPERTIES LTD (2015)                1(Β) Α.Α.Δ. 1734).  

 

Όπως εξηγείται από τον Κωνσταντινίδη, Δ., στην Hellenger Trading Ltd (2000) 1(Γ) A.A.Δ. 1965, στη σελίδα 1975:-

 

«Και εφόσον παρέχεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, που επίσης θα εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, και δι' αυτής θα είναι δυνατή η παροχή πλήρους και εξ ίσου αποτελεσματικής θεραπείας, η αίτηση που απευθύνεται στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογείται

 

Η υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των (1) Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά., Πολιτική Αίτηση αρ. 69/2017, ημερ. 6/12/2017, την οποία επικαλέστηκε ο ευπαίδευτος συνήγορος του Αιτητή, διακρίνεται με βάση τα δικά της περιστατικά. Επρόκειτο για ποινική διαδικασία στην οποία το Κατηγορητήριο ήταν άκυρο λόγω έλλειψης νομικού ερείσματος των Κατηγοριών.

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση και/ή συζητήσιμο θέμα. Ούτε έχω ικανοποιηθεί ότι ο Αιτητής με τα όσα έχει πιο πάνω αναφέρει έχει καταδείξει την ύπαρξη εξαιρετικών περιστάσεων που να δικαιολογούν τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

 

Ως εκ τούτου, η υπό κρίση Αίτηση απορρίπτεται

 

 

 

 

 

 

                                            Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

       Δ.



[1] Δέστε Άρθρο 24 και Άρθρο 25(1) του Ν. 92(Ι)/1996:

 

24. Εάν κατά την πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας που λαμβάνει χώρα σύμφωνα με εξουσιοδότηση ή έγκριση, κατόπιν δικαστικού εντάλματος που εκδίδεται δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 21, 22 και 23, λαμβάνεται ιδιωτική επικοινωνία, η οποία σχετίζεται με άλλο αδίκημα από αυτό που περιγράφεται στο δικαστικό ένταλμα, το περιεχόμενο της επικοινωνίας αυτής θεωρείται ότι λήφθηκε, σύμφωνα με τις διατάξεις του παρόντος Νόμου, νοουμένου ότι υποβάλλεται, το συντομότερο δυνατό, συμπληρωματική αίτηση δυνάμει των διατάξεων των άρθρων 21, 22 και 23 για έκδοση δικαστικού εντάλματος, που να εγκρίνει την πρόσβαση, επιθεώρηση και λήψη του καταγεγραμμένου περιεχομένου ιδιωτικής επικοινωνίας και εκδίδεται το σχετικό δικαστικό ένταλμα.

 

25.(1) Όταν διαπιστωθεί, με τη σύμφωνη γνώμη του Γενικού Εισαγγελέα της Δημοκρατίας, ότι το περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας, το οποίο έχει ληφθεί βάσει δικαστικού εντάλματος, όπως καθορίζεται στα άρθρα 21, 22 και 23, δεν συνδέεται με τη διάπραξη του αδικήματος ή τον κίνδυνο για την ασφάλεια της Δημοκρατίας, για τα οποία έχει εκδοθεί το ένταλμα, οποιοδήποτε έγγραφο, συσκευή ή αντικείμενο επί του οποίου βρίσκεται καταγεγραμμένο το εν λόγω περιεχόμενο ιδιωτικής επικοινωνίας, επιστρέφεται στο πρόσωπο, στην κατοχή του οποίου βρισκόταν όταν παραλήφθηκε και οποιοδήποτε αντίγραφο του περιεχομένου της ιδιωτικής επικοινωνίας το οποίο αναπαράχθηκε καταστρέφεται.

[2] Δέστε το Σύγγραμμα Τ. Ηλιάδης & Ν.Γ. Σάντης, «Το Δίκαιο της Απόδειξης, Δικονομικές και Ουσιαστικές Πτυχές», 2014, σελ.126 και την υπόθεση Κωνσταντίνου v. Δημοκρατίας (1997) 2 Α.Α.Δ. 255.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο