ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 51/2024)

 

29 Απριλίου, 2024

 

[ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΕΣ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΊ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ GOLDEN STAR SUPERMARKET LTD ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI Η/ΚΑΙ PROHIBITION

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ GOLDEN STAR SUPERMARKET LTD ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ MANDAMUS

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 03/01/2024 ΚΑΙ 20/03/2024 ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΕΛΕΓΧΟΥ ΕΝΟΙΚΙΑΣΕΩΣ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 11(1)(Α)(II) ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΕΝΟΙΚΙΟΣΤΑΣΙΟΥ ΝΟΜΟΥ (ΝΟΜΟΣ 23/1983).

 

Π. Θεοφάνους, για Κυριάκος Θ. Μιχαηλίδης & Σια, για την Αιτήτρια.

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

        ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Με την παρούσα Αίτηση η Αιτήτρια ζητά άδεια για την καταχώριση αίτησης (i) για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari και ή Prohibition «για την ακύρωση της απόφασης ημερ. 3.1.2024 και 20.4.2024 του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεως Λευκωσίας να απορρίψει την καταχώριση απάντησης στην Αίτηση Έξωσης Ε128/23» και (ii) για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Mandamus για να διαταχθεί το πρωτόδικο Δικαστήριο να επιτρέψει και ή εγκρίνει την καταχώριση της Απάντησης. 

        Τόσο στην έκθεση όσο και στην ένορκη δήλωση του διευθυντή της Αιτήτριας οι οποίες συνοδεύουν την Αίτηση, δίδεται μια περιγραφή του ιστορικού της διαδικασίας στην προαναφερόμενη αίτηση έξωσης Ε128/23 ενώπιον του Δικαστηρίου Ελέγχου Ενοικιάσεως Λευκωσίας, στο πλαίσιο της οποίας εκδόθηκαν οι δύο επίδικες αποφάσεις. Συγκεκριμένα, κατόπιν εκδίκασης της αίτησης Κ7/18 για τον καθορισμό ενοικίου του υποστατικού το οποίο ενοικιάζει η Αιτήτρια (εκεί καθ’ ης) από τις ιδιοκτήτριες του υποστατικού (εκεί αιτήτριες), με απόφαση του ημερ. 9.10.2023 το Δικαστήριο Ελέγχου Ενοικιάσεως Λευκωσίας (το πρωτόδικο Δικαστήριο) εξέδωσε απόφαση καθορίζοντας (αυξάνοντας) το μηνιαίο ενοίκιο από την ημερομηνία καταχώρισης της αίτησης. Μετά την έκδοση της απόφασης, η Αιτήτρια κατέβαλλε κανονικά και ανελλιπώς το ποσό του ενοικίου ως ίσχυε πριν την έκδοση της απόφασης, ενώ δεν κατέβαλε το ποσό της αύξησης, αρνούμενη ότι το οφείλει και καταχώρισε έφεση εναντίον της εν λόγω απόφασης. Οι δικηγόροι των ιδιοκτητριών απαίτησαν με επιστολή το εν λόγω ποσό ως οφειλόμενα ενοίκια και τελικώς καταχώρισαν την αίτηση έξωσης Ε128/23. Η Αιτήτρια έχει αντίθετη άποψη, ισχυριζόμενη ότι το εν λόγω ποσό δεν αποτελεί οφειλόμενα ενοίκια για σκοπούς του άρθρου 11(1)(α) του Ν.23/83 και επομένως οι ιδιοκτήτριες δεν νομιμοποιούνται να καταχωρίσουν την αίτηση έξωσης. Μετά την επίδοση της αίτησης έξωσης, στις 3.1.2024 η Αιτήτρια καταχώρισε απάντηση επισυνάπτοντας τις αποδείξεις πληρωμής του ενοικίου. Στις 3.1.2024 το Δικαστήριο, με ενδιάμεση απόφαση του, κατέληξε ότι από τη στιγμή που οι αποδείξεις δεν αφορούσαν ολόκληρο το ποσό του ενοικίου όπως είχε καθοριστεί με την απόφαση, η απάντηση δεν γινόταν αποδεκτή. Εδώ σημειώνω ότι το άρθρο 11(1)(α)(ii) του Ν.23/83 απαιτεί την επισύναψη στην απάντηση των αποδείξεων πληρωμής ολόκληρου του ενοικίου ή κατάθεσης αυτού προς όφελος του ιδιοκτήτη. Στις 16.1.2024, στο πλαίσιο σχετικής αίτησης, το Δικαστήριο εξέδωσε διάταγμα για την παράταση καταχώρισης απάντησης 14 μέρες μετά την ημερομηνία έκδοσης της απόφασης για αναστολή εκτέλεσης της ως άνω απόφασης στην αίτηση Κ7/18. Στις 8.3.2024 εκδόθηκε η εν λόγω απόφαση με την οποία απερρίφθη η αίτηση αναστολής. Στις 20.3.2024 η Αιτήτρια καταχώρισε μονομερή αίτηση για να της δοθεί άδεια να καταχωρίσει απάντηση χωρίς την επισύναψη απόδειξης καταβολής του επιπλέον ποσού που προκύπτει από τον καθορισμό του ενοικίου, και κατόπιν ακρόασης της στις 22.3.2024, αυθημερόν το Δικαστήριο εξέδωσε απόφαση απορρίπτοντας την αίτηση.

Με βάση το πιο πάνω ιστορικό, προκύπτει πως η υπό κρίση Αίτηση αναφορικά με την απόφαση ημερ. 3.1.2024 είναι εκπρόθεσμη και υπόκειται σε απόρριψη. Ο Καν. 5 του περί Ανωτάτου Δικαστηρίου (Δικαιοδοσία Έκδοσης Ενταλμάτων Προνομιακής Φύσεως) Διαδικαστικού Κανονισμού του 2018, στον οποίο στηρίζεται μεταξύ άλλων η Αίτηση, προνοεί ως εξής:

«(1) Αίτηση για άδεια καταχωρείται το συντομότερο από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, διατάγματος ή πράξης. Σε κάθε περίπτωση δεν πρέπει να υπερβαίνει τις 45 ημέρες από την έκδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, διατάγματος ή πράξης.

(2) Το Δικαστήριο δύναται να επεκτείνει την προθεσμία που αναφέρεται στην παράγραφο (1) του παρόντος Κανονισμού εάν καταδειχθούν εξαιρετικές περιστάσεις που παρεμπόδισαν τον αιτητή να καταχωρήσει την αίτηση του εντός της προβλεπόμενης προθεσμίας.»

 

        Στην προκειμένη περίπτωση, η εν λόγω απόφαση αποτελεί ξεχωριστή και αυτοτελή απόφαση η οποία ουδόλως συνδέεται με τη δεύτερη απόφαση η οποία αφορά σε αίτηση. Επομένως, η Αιτήτρια είχε στη διάθεση της 45 μέρες από την ημερομηνία έκδοσης της εν λόγω απόφασης, εφόσον τότε είχε λάβει γνώση αυτής, για να καταχωρίσει Αίτηση για την έκδοση προνομιακού εντάλματος σε σχέση με την εν λόγω απόφαση. Δεν ζητήθηκε ούτε και παραχωρήθηκε οποιαδήποτε άδεια για επέκταση του χρόνου καταχώρισης αυτής, επομένως η Αίτηση αναφορικά με την απόφαση ημερ. 3.1.2024 απορρίπτεται ως εκπρόθεσμη.

        Αναφορικά με την απόφαση ημερ. 22.3.2024, θα πρέπει να λεχθεί ότι κατά την αγόρευση του ο δικηγόρος της Αιτήτριας ανέφερε πως εν τω μεταξύ η πλευρά τους έχει ενημερωθεί για την έκδοση του διατάγματος έξωσης της Αιτήτριας, παρουσιάζοντας και αντίγραφο της σχετικής απόφασης. Όπως φαίνεται στο πρακτικό της απόφασης, αυτή εκδόθηκε στις 5.4.2024, δηλαδή πριν την καταχώριση της υπό κρίση Αίτησης (8.4.2024), και συντάχθηκε στις 10.4.2024. Η εν λόγω απόφαση εκδόθηκε κατόπιν εμφάνισης εκ μέρους των ιδιοκτητριών (εκεί αιτητριών) και χωρίς την εμφάνιση εκ μέρους της Αιτήτριας (εκεί καθ’  ης).

        Είναι γεγονός ότι η απόφαση Δικαστηρίου για την απόρριψη απάντησης δεν υπόκειται σε έφεση, όπως προνοείται ρητά στην επιφύλαξη του άρθρου 11(1)(α)(ii) του Ν.23/83.

        Ενόψει της έκδοσης τελικής απόφασης στην αίτηση Ε128/23, εγείρεται το ζήτημα κατά πόσο η Αίτηση δύναται να προωθείται ή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου. Επί τούτου, ο δικηγόρος της Αιτήτριας εισηγήθηκε ότι η έκδοση τελικής απόφασης στην εν λόγω αίτηση δεν επηρεάζει την έκβαση της υπό κρίση Αίτησης, με παραπομπή στην υπόθεση Dionyssios Lambrianides v. Alexandros Mavrides (1958) XXIII C.L.R. 49. Η εν λόγω υπόθεση διακρίνεται από την παρούσα περίπτωση καθότι εκεί η αίτηση αφορούσε εκ συμφώνου απόφαση και το Ανώτατο Δικαστήριο αποφάσισε πως όταν υπάρχει ελάττωμα στη δικαιοδοσία το οποίο είναι εμφανές στην όψη αυτής, τότε το προνομιακό ένταλμα εκδίδεται ως δικαίωμα και όχι δυνάμει διακριτικής ευχέρειας ακυρώνοντας την ίδια την τελική απόφαση. Εδώ, δεν επιζητείται η ακύρωση της τελικής απόφασης αλλά μιας ενδιάμεσης απόφασης, ενώ έχει ήδη εκδοθεί η τελική, πριν μάλιστα καν την καταχώριση της παρούσας Αίτησης.

        Από τη στιγμή που έχει εκδοθεί διάταγμα έξωσης και τελική απόφαση στην Αίτηση Ε128/23, τότε το ζήτημα τίθεται σε νέα βάση. Η έκδοση προνομιακών ενταλμάτων αποσκοπεί στην αναγνώριση νομικού σφάλματος εκεί όπου υπάρχει αντικείμενο και υπάρχει πρακτική συνέπεια. Στην προκειμένη περίπτωση, ζητείται η έκδοση προνομιακού εντάλματος σε απόφαση σε αίτηση για το ενδιάμεσο ζήτημα της καταχώρισης απάντησης, ενώ η υπόθεση έχει περατωθεί με την έκδοση διατάγματος έξωσης και τελικής απόφασης. Από τη στιγμή που η υπό κρίση Αίτηση στρέφεται μόνο εναντίον της εν λόγω απόφασης και δεν αφορά στην τελική απόφαση, τότε τυχόν επιτυχία της Αίτησης θα κατέληγε στον παραμερισμό της απόφασης για τη μη δεκτότητα της απάντησης ενώ θα παρέμενε σε ισχύ η τελική απόφαση. Αυτή η εξέλιξη σαφώς και καθιστά την Αίτηση πλέον άνευ αντικειμένου. Ανεξαρτήτως δε του ότι δεν χωρεί έφεση εναντίον της υπό κρίση απόφασης, η Αιτήτρια έχει τη δυνατότητα να λάβει μέτρα εναντίον της τελικής απόφασης.

        Το ίδιο ζήτημα απασχόλησε στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Ιωάννου, Πολ. Αίτηση Αρ. 121/2021, ημερ. 13.10.2021, ECLI:CY:AD:2021:D452, στην οποία λέχθηκαν τα εξής:

«Η εξέλιξη αυτή, η οποία δεν ήταν σε γνώση του παρόντος Δικαστηρίου κατά τον χρόνο παροχής άδειας για certiorari και έκδοσης εντάλματος prohibition, έδωσε έρεισμα στην πλευρά των καθ’ ων η αίτηση στην παρούσα να υποβάλουν ότι η αίτηση παρέμεινε άνευ αντικειμένου, εφόσον στο μεταξύ έχει εκδοθεί τελική απόφαση. Παρέπεμψαν σχετικά στην Εμπορική Εταιρεία Λούκος Λτδ ν. Εταιρείας Ρέινμποου Πλήτσιγκ και Ντάιγκ Κο Λτδ (2001) 1 ΑΑΔ 2055 και στην Γενικός Εισαγγελέας της Δημοκρατίας v. Luchian Marina Tudor (2011) 1 AΑΔ 1176 όπου αποφασίστηκε ότι επιδίωξη σκοπού που παραμένει άνευ αντικειμένου και η εμμονή σ' αυτόν, αποτελεί κατάχρηση της διαδικασίας.

 

Η πλευρά του αιτητή δεν απάντησε αναφορικά με το ζήτημα αυτό. Όταν τέθηκε στην ευπαίδευτη δικηγόρο του, για να τοποθετηθεί παρέπεμψε στην αρχική θέση του αιτητή περί παραβίασης των αρχών της φυσικής δικαιοσύνης, του Άρθρου 30.2 του Συντάγματος και του Άρθρου 6 της ΕΣΔΑ.

 

Όμως η εξέλιξη των πραγμάτων και η προγενέστερη έκδοση τελικής απόφασης στις 3.6.2021 έθεσε το όλο ζήτημα σε νέα, διαφορετική βάση. Ειδικά σε ότι αφορά σε προνομιακά εντάλματα τύπου certiorari έχει αποφασιστεί ότι τέτοια, ακυρωτικής φύσης, διατάγματα δεν εκδίδονται για σκοπούς αναγνώρισης νομικού σφάλματος και μόνο και ότι η έκδοση τους, έστω και αν καταδειχθεί καλός λόγος, δεν μπορεί να είναι αλυσιτελής, χωρίς συγκεκριμένη πρακτική συνέπεια. Επί της αρχής αυτής η Πλήρης Ολομέλεια επεκύρωσε την πρωτόδικη απόφαση με την οποία είχε απορριφθεί αίτηση για άδεια προς καταχώριση αίτησης certiorari για ενδιάμεσο ζήτημα σε ποινική υπόθεση η οποία είχε περατωθεί. Η Ολομέλεια υπέδειξε ότι η ποινική υπόθεση δεν θα μπορούσε να αναβιώσει έστω και αν θα εκδιδόταν ένταλμα certiorari, το οποίο δεν θα είχε πρακτική αξία (Επί τοις αφορώσι την αίτηση Α. & Π. Φωκάς Λτδ, Πολ. Έφ. Αρ. 314/17, ημερ. 1.11.2018, ECLI:CY:AD:2018:A474). Η ίδια αρχή επαναλήφθηκε από την Ολομέλεια στις υποθέσεις Liao v. Γενικός Εισαγγελέας, Πολ. Έφ. Αρ. 45/19, ημερ. 21.2.2020, Αναφορικά με την Αίτηση των Αρτοποιεία Όμηρος Αριστείδου Λτδ κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 272/20, ημερ. 6.7.2021, ECLI:CY:AD:2021:A298 και Αναφορικά με την Αίτηση των Pafico Ltd κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 1/21, ημερ. 21.9.2021.

 

Εν προκειμένω, ανεξάρτητα από τυχόν καλό λόγο για έκδοση εντάλματος certiorari, τούτο δεν θα μπορούσε να είχε πρακτικό αποτέλεσμα, εφόσον έχει εκδοθεί ήδη τελική απόφαση. Όχι μόνο τίθεται ζήτημα έλλειψης αντικειμένου, αλλά και πρόκλησης αντιφατικής κατάστασης, εφόσον η ευδοκίμηση της παρούσας αίτησης θα οδηγούσε σε ακύρωση της ενδιάμεσης απόφασης που οδήγησε στην τελική απόφαση, η οποία όμως θα παρέμενε σε ισχύ.

 

Ο ευπαίδευτος δικηγόρος των καθ’ ων η αίτηση εισηγήθηκε ότι τα θέματα που εγείρει ο αιτητής θα μπορούσαν να αποτελέσουν αντικείμενο έφεσης από την τελική απόφαση. Δεν είναι βέβαια του παρόντος και δεν αποφαίνομαι περί τούτου. Σημειώνω απλώς ότι ο αποκλεισμός του δικαιώματος έφεσης που θέτει ο Νόμος στην επιφύλαξη του Άρθρο 11(1)(α)(ii) περιορίζεται σε ότι αφορά στην απόφαση του δικαστηρίου να εγκρίνει ή να απορρίψει την απόφαση του γραμματέα, για αποδοχή ή απόρριψη της καταχώρισης της Απάντησης.

 

Έτι περαιτέρω δεν θα μπορούσε να εκδοθεί ένταλμα prohibition για να μην συνεχίσει, υποτίθεται, μια υπόθεση η οποία έχει ήδη περατωθεί.»

 

(Η υπογράμμιση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

     

        Για όλους τους λόγους που αναλύονται ανωτέρω, η Αίτηση κρίνεται αβάσιμη και απορρίπτεται.       

 

                                                                   Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

/κβπ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο