ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 57/2024)

                                                                                                            (i-justice)

 

30 Απριλίου, 2024

 

 

[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΗΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ, ΓΙΑΝΝΗΣ ΠΑΠΑΖΑΧΑΡΙΑ ΔΕΠΕ, ΜΕ ΑΡΙΘΜΟ ΕΓΓΡΑΦΗΣ ΗΕ 223315, ΤΕΠΕΛΕΝΙΟΥ 13, ΤΕΠΕΛΕΝΙΟ ΚΩΡΤ, 2ος ΟΡΟΦΟΣ, 8010 – ΠΑΦΟΣ, ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 29/05/2023 ΠΟΥ ΕΠΕΒΑΛΕ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΤΡΙΑ ΠΟΙΝΗ, ΗΤΟΙ ΠΡΟΣΤΙΜΟ €19.000,00 (ΔΕΚΑ ΕΝΝΕΑ ΧΙΛΙΑΔΕΣ ΕΥΡΩ), Η ΟΠΟΙΑ ΑΠΟΦΑΣΗ ΕΠΙΔΟΘΗΚΕ ΣΤΗΝ ΑΙΤΗΤΡΙΑ ΤΗΝ 31/07/2023 ΜΑΖΙ ΜΕ ΣΧΕΤΙΚΗ ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 20/06/2023, ΠΟΥ ΣΤΗΡΙΖΕΤΑΙ ΣΤΗΝ ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΥ ΣΥΛΛΟΓΟΥ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 30/05/2022 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΜΕ ΒΑΣΗ ΤΟ                  ΝΟΜΟ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΠΑΡΕΜΠΟΔΙΣΗΣ ΚΑΙ ΚΑΤΑΠΟΛΕΜΗΣΗΣ ΤΗΣ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΗΣΗΣ ΕΣΟΔΩΝ ΑΠΟ ΠΑΡΑΝΟΜΕΣ ΔΡΑΣΤΗΡΙΟΤΗΤΕΣ, Ν.188(Ι)/2007 ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

 

 

 

Χρ. Π. Κινάνης με κ. Κ. Αποκίδη, για Kinanis LLC, για την Αιτήτρια.

 

_____________________________________________________________________

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 (Δοθείσα Αυθημερόν)

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Με την υπό κρίση Αίτηση η Αιτήτρια, δικηγορική εταιρεία, επιζητεί άδεια του Δικαστηρίου για την καταχώριση Αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari για ακύρωση της Απόφασης του Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, ημερ. 29/5/2023, που επέβαλε στην Αιτήτρια ποινή, ήτοι πρόστιμο €19.000, ως επίσης και την ακύρωση της Απόφασης του Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, ημερ. 30/5/2022, στην οποία στηρίζεται η Απόφαση επιβολής προστίμου στην Αιτήτρια, ημερ. 29/5/2023, που εκδόθηκε με βάση το Νόμο περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, Ν. 188(Ι)/2007, όπως τροποποιήθηκε.

Επιζητεί, επίσης, Διάταγμα του Δικαστηρίου με το οποίο να διατάσσεται η αναστολή της ισχύος των Αποφάσεων που αναφέρονται πιο πάνω και ειδικότερα της Απόφασης ημερ. 29/5/2023 για πληρωμή του ποσού των €19.000 μέχρι την τελική εκδίκαση της Αίτησης δια κλήσεως για την έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari και/ή μέχρι άλλης νεότερης οδηγίας του Δικαστηρίου.

 

Η Αίτηση συνοδεύεται από Έκθεση και από Ένορκη Δήλωση του Ιωάννη Παπαζαχαρία, εγγεγραμμένου δικηγόρου, μέλους του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου, ο οποίος εργάζεται στο γραφείο της Αιτήτριας και είναι ο μοναδικός διευθυντής και μέτοχος της.

 

Προτού γίνει αναφορά στους Λόγους επί των οποίων βασίζεται το αίτημα και εξειδικεύονται στην Έκθεση, κρίνεται σκόπιμη, για σκοπούς ευχερέστερης αντίληψης των περιστατικών της υπόθεσης, η αναφορά στα ουσιώδη γεγονότα της υπόθεσης, όπως αυτά καταγράφονται στην Ένορκη Δήλωση του Ι. Παπαζαχαρία και προκύπτουν από το σύνολο των τεκμηρίων, τα οποία επισυνάπτονται στην εν λόγω Ένορκη Δήλωση.

 

Στις 13/4/2021 το Τμήμα Εποπτείας και Συμμόρφωσης του Συμβουλίου του Παγκύπριου Δικηγορικού Συλλόγου (εφεξής ΠΔΣ) απέστειλε ηλεκτρονικό μήνυμα στην Αιτήτρια για επιτόπιο εποπτικό έλεγχο στα γραφεία της, με βάση το Ν. 188(Ι)/2007.

 

Ο πρώτος επιτόπιος εποπτικός έλεγχος έγινε από Λειτουργούς/Υπαλλήλους του ΠΔΣ στις 19/4/2021 και συνεχίστηκε στις 26/4/2021 και 20/5/2021.

 

Στη διάρκεια των εν λόγω ελέγχων οι Λειτουργοί του ΠΔΣ προχώρησαν σε εξέταση συγκεκριμένων φακέλων που διατηρούσε η Αιτήτρια για τους πελάτες της και περισυνέλλεξαν αριθμό εγγράφων/αντιγράφων από τους εν λόγω φακέλους.

 

Χωρίς οιαδήποτε άλλη επικοινωνία και χωρίς να δοθεί στην Αιτήτρια οποιαδήποτε γραπτή ή άλλη ενημέρωση για τα αποτελέσματα των ερευνών, όπως αναμένετο και δηλώθηκε προφορικά από τους Λειτουργούς στον                 Ι. Παπαζαχαρία, περίπου οκτώ μήνες μετά τον επιτόπιο έλεγχο, ήτοι στις 17/1/2022, το Συμβούλιο του ΠΔΣ εξέδωσε Κατηγορητήριο εναντίον της Αιτήτριας, το οποίο της απέστειλε στις 18/1/2022.

 

Το εν λόγω Κατηγορητήριο εξέδωσε και υπέγραφε για λογαριασμό του Συμβουλίου του ΠΔΣ ο Πρόεδρος αυτού.

Με βάση το Κατηγορητήριο, η Αιτήτρια καλείτο να υποβάλει έγγραφες προτάσεις ενώπιον του Συμβουλίου του ΠΔΣ σε 15 μέρες από την ημερομηνία επίδοσης του Κατηγορητηρίου.

 

Η Αιτήτρια, χωρίς να έχει πρόσβαση στο μαρτυρικό υλικό, συμμορφούμενη με το πιο πάνω χρονοδιάγραμμα, απέστειλε στις 26/1/2022 στο Συμβούλιο του ΠΔΣ τις Γραπτές της Παραστάσεις αναφορικά με το Κατηγορητήριο, στο πλαίσιο των οποίων είχε εγείρει, προδικαστικά, συγκεκριμένα ζητήματα. Συγκεκριμένα είχαν τεθεί τα ακόλουθα ζητήματα:

 

(α) Η διαδικασία που εγέρθηκε με το Κατηγορητήριο είναι πειθαρχική και θα έπρεπε να τυγχάνουν κατ' αναλογία, οι θεσμοθετημένες πειθαρχικές διαδικασίες όπως συμβαίνει με τον περί Δικηγόρων Νόμο Κεφ. 2, οι οποίες διασφαλίζουν τις βασικές αρχές για δίκαιη δίκη και τις αρχές της φυσικής δικαιοσύνης και προστατεύουν το δικαίωμα του κατηγορούμενου να γνωρίζει τη μαρτυρία εναντίον του, να ακουστεί και να προβάλει δεόντως την υπεράσπισή του.

 

        (β) Θα έπρεπε να είχε τεθεί στη διάθεση της Αιτήτριας το μαρτυρικό υλικό ώστε να είναι σε θέση να απαντήσει ειδικά και κατάλληλα την υπεράσπισή της και να τύχουν σεβασμού τα Συνταγματικά δικαιώματα και αρχές που ισχύουν και προστατεύουν το δικαίωμα του κατηγορούμενου σε μια δίκαιη δίκη έναντι των προσαχθεισών κατηγοριών. Η διατύπωση των κατηγοριών δεν ήταν επαρκής ώστε να λάβει η κατηγορούμενη πλήρη γνώση των λεπτομερειών των αδικημάτων.

 

           (γ) Η διαδικασία που υιοθετήθηκε και ακολουθείται από το ΣΥΜΒΟΥΛΙΟ του ΠΔΣ και η σχετική πειθαρχική διαδικασία όπου υιοθετήθηκε, λειτουργούν κατά παράβαση των Συνταγματικά κατοχυρωμένων αρχών της φυσικής δικαιοσύνης και αμεροληψίας.

 

Με τις Γραπτές της Παραστάσεις η Αιτήτρια ζήτησε, σε περίπτωση που θα προχωρήσει η διαδικασία εναντίον της, να παρουσιαστεί ενώπιον του Συμβουλίου του ΠΔΣ και να ακουστεί προσωπικά, γεγονός που αγνοήθηκε και δεν απαντήθηκε.

 

Χωρίς οποιαδήποτε περαιτέρω διαδικασία και χωρίς το Συμβούλιο του ΠΔΣ να λάβει υπόψη και να αποφασίσει επί των προδικαστικών ενστάσεων της Αιτήτριας και χωρίς να της δοθεί οποιαδήποτε απάντηση στα αιτήματά της, στις 30/5/2022 με σχετική Απόφαση που υπογράφεται από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου του ΠΔΣ, η Αιτήτρια κρίθηκε ένοχη στις Κατηγορίες 2, 3 και 4 του Κατηγορητηρίου.

 

Το Συμβούλιο του ΠΔΣ με επιστολή του ημερ. 8/11/2022 γνωστοποίησε την Απόφαση Καταδίκης στην Αιτήτρια, την οποία επέδωσε στις 8/12/2022 και κάλεσε την Αιτήτρια να προβεί σε οποιαδήποτε σχόλια και/ή παρατηρήσεις ώστε να ληφθούν υπόψη για μετριασμό της ποινής, εντός 10 ημερών από την επίδοση της εν λόγω επιστολής.

 

Στη βάση αυτού η Αιτήτρια στις 19/12/2022 ετοίμασε και απέστειλε γραπτώς τις σχετικές παραστάσεις της για μετριασμό της ποινής.

 

Στις 29/5/2023 το Συμβούλιο του ΠΔΣ εξέδωσε την Απόφαση του για επιβολή ποινής και επέβαλε στην Αιτήτρια συνολικό πρόστιμο €19.000.

 

Επανέρχομαι στους Λόγους επί των οποίων βασίζει η Αιτήτρια το αίτημα της για άδεια. Αυτοί εξειδικεύονται ως ακολούθως:

 

(Α) Το Συμβούλιο του ΠΔΣ ενήργησε κατά παράβαση των Κανόνων Φυσικής Δικαιοσύνης, ήτοι, κατά παράβαση των προνοιών του Συντάγματος, Άρθρα 12(5) και 30, ως επίσης και του Άρθρου 59(6)(α)(ii)(αα) του περί της Παρεμπόδισης και Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες Νόμου,                Ν. 188(Ι)/2007, με αποτέλεσμα η Αιτήτρια να στερηθεί πλήρους και δίκαιης ευκαιρίας να ακουστεί και να έχει μια δίκαιη δίκη.

 

(Β) Το Συμβούλιο του ΠΔΣ ενήργησε κατά παράβαση της Αρχής της Αμεροληψίας και κατά συνέπεια κατά παράβαση των αρχών της Φυσικής Δικαιοσύνης και της δίκαιης δίκης, όπως αυτές κατοχυρώνονται στο Άρθρο 12 και 30 του Συντάγματος και στο Άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, καθότι στην παρούσα περίπτωση το Συμβούλιο του ΠΔΣ ενήργησε ως Κατήγορος και ως Δικαστής της υπόθεσης, κατά παράβαση της αρχής της αμεροληψίας και/ή της αρχής «ουδείς κριτής των εαυτού πράξεων».

 

(Γ) Η διαδικασία που ακολουθήθηκε και η ποινή που επιβλήθηκε στην Αιτήτρια έγιναν με βάση αντισυνταγματικό Νόμο σε σχέση με τους δικηγόρους, δικηγορικές εταιρείες και Εταιρείες Παροχής Διοικητικών Υπηρεσιών των Δικηγόρων (ΕΠΔΥ), Ν. 188(Ι)/2007, ο οποίος παραβιάζει τα Άρθρα 28 και 30 του Συντάγματος, το Άρθρο 6(1) της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και το Άρθρο 47 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, γιατί δεν παρέχει στους δικηγόρους, δικηγορικές εταιρείες και τις ΕΠΔΥ αποτελεσματική δικαστική προστασία και πρόσβαση στα Δικαστήρια για διάγνωση των δικαιωμάτων και συμφερόντων τους, σε αντίθεση με τις υπόλοιπες εποπτικές αρχές.

 

Εξειδικεύοντας, περαιτέρω, τη νομική της θέση, η Αιτήτρια προέβαλε ότι το Συμβούλιο του ΠΔΣ, ενεργώντας ως Πειθαρχικό Σώμα, στο πλαίσιο του            Ν. 188(Ι)/2007, ενήργησε κατά παράβαση των συνταγματικών Κανόνων Φυσικής Δικαιοσύνης και της Αρχής της Αμεροληψίας γιατί:

 

(1) Εφάρμοσε πειθαρχική διαδικασία που δεν ενσωματώνει αυστηρά τους κανόνες των Άρθρων 12 και 30 του Συντάγματος.

(2) Δεν γνωστοποίησε τα ευρήματα του στην Αιτήτρια πάνω στα οποία στηρίζονται οι Κατηγορίες.

(3) Δεν έδωσε την ευκαιρία στην Αιτήτρια να θέσει υπό αντεξέταση τα άτομα που προέβησαν και εισηγήθηκαν τη σύνταξη του Κατηγορητηρίου, για να της δοθεί η ευκαιρία να αντικρούσει τη μαρτυρία και τα ευρήματα στα οποία στηρίχθηκαν οι Κατηγορίες.

(4) Δεν έγινε δίκη στα πρότυπα της ποινικής δίκης με συνοπτικό τρόπο.

(5) Η όλη διαδικασία, όπως εξελίχθηκε, παραβιάζει την αρχή της αμεροληψίας γιατί ο ερευνητής ήταν και Κατήγορος και κριτής.

(6) Η Αιτήτρια στερήθηκε πλήρους και δίκαιης ευκαιρίας να ακουστεί, κατά παράβαση των Άρθρων 12(5) και 30 του Συντάγματος και του Άρθρου 59(6)(α)(ii)(αα) του Ν. 188(Ι)/2007 που προβλέπει ότι πρέπει να δοθεί στο υπό κατηγορία Μέρος το δικαίωμα να ακουστεί, ως επίσης και του Άρθρου 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης για την Προάσπιση των Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

(7) Ο αδικαιολόγητα μακρύς διαρρεύσας χρόνος από τον επιτόπιο έλεγχο τον Απρίλιο του 2021 μέχρι την επιβολή της ποινής και την κοινοποίηση της στην Αιτήτρια στις 31/7/2023, συνιστά παραβίαση της θεμελιώδους αρχής για την εντός ευλόγου χρόνου διάγνωση της ευθύνης της Αιτήτριας με βάση το Άρθρο 30 του Συντάγματος, η διασφάλιση του οποίου αποτελεί πρωταρχική ευθύνη του Δικαστηρίου.

(8) Με τη σιωπηρή άρνηση του Συμβουλίου του ΠΔΣ να επιτρέψει στην Αιτήτρια τη φυσική εκπροσώπηση και παρουσία ενώπιόν του, της στέρησε το δικαίωμα να υπερασπίζεται με δικηγόρο της εκλογής της.

(9) Αγνοήθηκε η παράκληση της Αιτήτριας να παρουσιαστεί ενώπιον του Συμβουλίου του ΠΔΣ και να ακουστεί προσωπικά, εκθέτοντας τις θέσεις της.

 

Αποτέλεσε βασική θέση της Αιτήτριας ότι το Συμβούλιο του ΠΔΣ, όταν ασκεί πειθαρχική εξουσία στο πλαίσιο του Ν. 188(Ι)/2007, αυτή είναι δικαστικής φύσης και όχι εκτελεστική ή διοικητική. Στο πλαίσιο αυτό έγινε αναφορά στα πιο κάτω γεγονότα:

 

Το Συμβούλιο του ΠΔΣ, με βάση το Άρθρο 59(1)(ε) του Ν. 188(Ι)/2007, είναι η Εποπτική Αρχή για τις επαγγελματικές δραστηριότητες των δικηγόρων, δικηγορικών εταιρειών και Εταιρειών Παροχής Διοικητικών Υπηρεσιών (ΕΠΔΥ) που ελέγχονται από δικηγόρους.

 

Η Αιτήτρια, ως δικηγορική εταιρεία, εποπτεύεται για τις δραστηριότητες της σε σχέση με το Ν. 188(Ι)/2007, από το Συμβούλιο του ΠΔΣ. Με βάση το Άρθρο 59(4), ως Εποπτική Αρχή, το Συμβούλιο του ΠΔΣ, αρχής γενομένης από το 2005, εξέδωσε σχετική Οδηγία προς τα Μέλη του αναφορικά με την καταπολέμηση της Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες, με τίτλο «Οδηγία προς τα Μέλη του ΠΔΣ αναφορικά με την Καταπολέμηση Νομιμοποίησης Εσόδων από Παράνομες Δραστηριότητες και Χρηματοδότηση της Τρομοκρατίας» (εν τοις εφεξής αναφερόμενη ως η «Βασική Οδηγία»).

 

Η εν λόγω Βασική Οδηγία κατά τη διάρκεια των ετών από το 2005 τροποποιείται σταδιακά, με την τροποποίηση του 2019 να εφαρμόζεται στην υπό κρίση υπόθεση.

 

Επιπρόσθετα της Βασικής Οδηγίας, περί τον Ιανουάριο του 2014 το Συμβούλιο του ΠΔΣ και πάλι μέσα στο πλαίσιο του Άρθρου 59(4) του                 Ν. 188(Ι)/2007 ως Εποπτική Αρχή, εξέδωσε σχετική Οδηγία (εν τοις εφεξής αναφερόμενη ως η «Εξειδικευμένη Οδηγία»), προς τα Μέλη του με τίτλο «ΟΔΗΓΙΑ ΠΡΟΣ ΤΑ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΠΔΣ (α) Διαδικασία Εποπτικού Ελέγχου  (β) Πειθαρχική Διαδικασία».

 

Με αυτή την Εξειδικευμένη Οδηγία το Συμβούλιο του ΠΔΣ καθόρισε τη διαδικασία του Εποπτικού Ελέγχου με βάση το Ν. 188(Ι)/2007, ως επίσης καθόρισε σχετική Πειθαρχική Διαδικασία σε περίπτωση που τα Μέλη του παράβαιναν τις οδηγίες του (Βασική Οδηγία), ή το Ν. 188(Ι)/2007.

 

Η Αιτήτρια υποστήριξε ότι, το Συμβούλιο  του ΠΔΣ, με την ανωτέρω Εξειδικευμένη Οδηγία, σε περίπτωση διαπίστωσης παράβασης του                 Ν. 188(Ι)/2007 ή των οδηγιών του αναφορικά με την εφαρμογή του εν λόγω Νόμου από τα Μέλη του, ενεργεί ως Πειθαρχικό Σώμα και, αφού ακολουθήσει τη διαδικασία που καθόρισε με την Εξειδικευμένη Οδηγία, επιβάλλει με διακριτική ευχέρεια σχετικές ποινές.

 

Σε σειρά αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου κρίθηκε ότι πειθαρχικές διαδικασίες εναντίον των δικηγόρων έχουν δικαστικό χαρακτήρα λόγω της συνάφειας του δικηγορικού επαγγέλματος με την απονομή της δικαιοσύνης.

Όπως τονίστηκε στην υπόθεση Frangos v. Medical Disciplinary Board (1983) 1 C.L.R. 256:

 

“The association of the legal profession with the administration of justice was held in Cyprus, as in other jurisdictions, sufficient to attach the imprint of judicial proceedings upon proceedings for the discipline of advocates.”

      

      (Ελληνική μετάφραση, ελεύθερη)

 

«Η συνάφεια του δικηγορικού επαγγέλματος με την απονομή της δικαιοσύνης κρίθηκε στην Κύπρο, όπως και σε άλλες χώρες, ικανή να προσδώσει δικαστικό χαρακτήρα στη διαδικασία για την κρίση της πειθαρχικής ευθύνης των δικηγόρων.»

 

 

Στην ίδια υπόθεση λέχθηκε, επίσης, ότι:

 

 

It is the association of the legal profession with the administration of justices that colours proceedings against advocates with the characteristics of judicial proceedings.

 

Στην υπόθεση In the matter CD an advocate (1969) 1 C.L.R. 561 λέχθηκε από το Δικαστή Τριανταφυλλίδη (όπως ήταν τότε):

 

“…..advocates are officers of the Court and disciplinary matters concerning them are considered as being related to the administration of justice….”

 

 

Οι αρχές που διέπουν την έκδοση Προνομιακών Διαταγμάτων είναι παγιωμένες και χιλιοειπωμένες, ώστε να μην χρειάζεται να λεχθούν πολλά υπό το φως της πλούσιας νομολογίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Πρόκειται για δικαιοδοσία που ασκείται με ιδιαίτερη φειδώ, πάντοτε κατά προνόμιο όταν διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, έκδηλη νομική πλάνη, δόλος, προκατάληψη και μη τήρηση των κανόνων της φυσικής δικαιοσύνης στην πρωτόδικη διαδικασία (βλ. Αίτηση του Κωνσταντινίδη (2003) 1 Α.Α.Δ. 1298 και Perrella (Αρ. 2) (1995)                   1 Α.Α.Δ. 692). Έχει πλειστάκις αναφερθεί στη νομολογία ότι είναι στους ώμους του Αιτητή το βάρος να καταδείξει συζητήσιμη υπόθεση. Ενδιαφέρει η νομιμότητα των ελεγχόμενων ενεργειών, αφού δεν μπορεί αντικείμενο της παρούσας διαδικασίας να είναι η ορθότητα, ούτε ο τρόπος άσκησης της διακριτικής ευχέρειας του Δικαστηρίου.

 

Ακόμη και αν υπάρχει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση δεν χορηγείται άδεια όταν προσφέρεται εναλλακτικό ένδικο μέσο ή θεραπεία που συνήθως είναι αυτό της έφεσης, οι δε εξαιρετικές περιστάσεις για να παρακαμφθεί ο πιο πάνω Κανόνας, θα πρέπει να καταδεικνύεται με επάρκεια ότι συντρέχουν (βλ. Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1 Α.Α.Δ. 1535 και Τράπεζα Κύπρου Δημόσια Εταιρεία Λτδ κ.ά. (2012) 1 Α.Α.Δ. 878). 

 

Ο ευπαίδευτος συνήγορος της Αιτήτριας προώθησε τους προαναφερθέντες Λόγους με εμπεριστατωμένη Γραπτή Αγόρευση, το περιεχόμενο της οποίας υιοθέτησε και ενώπιον του Δικαστηρίου σήμερα.

 

Εξέτασα όλα τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιόν μου. Στο παρόν στάδιο δεν χρειάζεται να λεχθούν πολλά, ούτε χρειάζεται να ενδιατρίψω σε ό,τι έχει τεθεί ενώπιον μου[1]. Στο στάδιο αυτό το Ανώτατο Δικαστήριο δεν υπεισέρχεται στην ουσία της Αίτησης, ούτε εξετάζει την υπόθεση σε βάθος. Ως εκ τούτου περιορίζομαι στη διαπίστωση της ύπαρξης συζητήσιμης υπόθεσης προς χορήγηση της αιτούμενης άδειας, χωρίς να αποφαίνομαι επί της ουσίας των ζητημάτων που εγείρονται και των συναφών εισηγήσεων (ex-parte Costas Papadopoulos (1968) 1 C.L.R. 496, In re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250, Ανθίμου (1991) 1 Α.Α.Δ. 41 και Sidnell v. Wilson (1966) 1 All E.R. 681). Διαφαίνεται, επίσης, ότι δεν προσφέρεται στην Αιτήτρια άλλο ένδικο μέσο ή εναλλακτική θεραπεία.

Η Αίτηση εγκρίνεται ως το παρακλητικό (Α) και (Γ) της Αίτησης για τους νομικούς Λόγους που τίθενται στην Έκθεση υπό στοιχεία 3 (Α), (Β) και (Γ).

Συνεπώς, δίδεται άδεια για την καταχώριση Αιτήσεως δια κλήσεως, προς το σκοπό έκδοσης Εντάλματος Certiorari σε σχέση με την Απόφαση του Συμβουλίου του ΠΔΣ ημερ. 29/5/2023 που επέβαλε στην Αιτήτρια ποινή, ήτοι πρόστιμο €19.000, ως επίσης και την Απόφαση του Συμβουλίου του ΠΔΣ, ημερ. 30/5/2022, στην οποία στηρίζεται η Απόφαση επιβολής προστίμου στην Αιτήτρια, ημερ. 29/5/2023.

 

Η Αίτηση δια κλήσεως να καταχωρηθεί εντός 7 ημερών από σήμερα και αντίγραφο της να επιδοθεί στο Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας ως φίλο του Δικαστηρίου (amicus curiae).

 

Εφόσον καταχωριστεί Αίτηση ως ανωτέρω, ο Πρωτοκολλητής να την ορίσει για Οδηγίες στις 16/5/2024 η ώρα 8.45 π.μ.

 

 

 

 

                                                     Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

                           Δ.



[1] Δέστε την υπόθεση In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250 ως προς το νοηματικό εύρος των εννοιών «συζητήσιμη υπόθεση» και «εκ πρώτης όψεως υπόθεση»:

A prima facie case is not an unanswerable one but one sufficiently cogent, or arguable, to merit an answer. On numerous occasions Courts were concerned to elicit and apply the concept in diverse circumstances. A particularly instructive approach to analysis of the concept, I found, with respect, that of Megarry, V. C., in Land Securities v. Metropolitan Police [1983] 2 All E. R. 254, 258. According to this approach, a prima facie case is made out if an arguable case is disclosed, without need arising at this initial or preliminary stage for consideration of any rebutting evidence.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο