ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 59/2024)

 

29 Απριλίου, 2024

 

[ΕΦΡΑΙΜ, Δ/στής]

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟ ΤΟΥ 2018

ΚΑΙ

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Α. Μ. ΓΙΑ ΑΔΕΙΑ ΓΙΑ ΚΑΤΑΧΩΡΙΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI ΚΑΙ PROHIBITION

 

KAI

 

AΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΕΝΔΙΑΜΕΣΗ ΑΠΟΦΑΣΗ ΣΤΗΝ ΥΠΟΘΕΣΗ 13098/22 ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ 8 ΜΑΡΤΙΟΥ 2024 ΠΟΥ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ ΜΟΝΙΜΟ ΚΑΚΟΥΡΓΙΟΔΙΚΕΙΟ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ

 

............

 

Ε. Ευσταθίου για Ευστάθιος Κ. Ευσταθίου Δ.Ε.Π.Ε., για τον Αιτητή.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΦΡΑΙΜ, Δ.: Με την παρούσα Αίτηση ο Αιτητής ζητά άδεια για την καταχώριση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari αναφορικά με την ενδιάμεση απόφαση του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας ημερομηνίας 8.3.2024 στην υπόθεση 13098/2022 με την οποία απερρίφθη το αίτημα του για παραπομπή στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο προδικαστικής ένστασης σε σχέση με τη συνταγματικότητα των άρθρων 6(3) και 18 του περί της Πρόληψης και της Καταπολέμησης της Σεξουαλικής Κακοποίησης, της Σεξουαλικής Εκμετάλλευσης Παιδιών και της Παιδικής Πορνογραφίας Νόμου, Ν.91(Ι)/2014 . Ο Αιτητής ζητά επίσης άδεια για την καταχώριση αίτησης για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Prohibition με το οποίο να απαγορεύεται η συνέχιση της εκδίκασης της εν λόγω υπόθεσης μέχρι την εξέταση του ζητήματος της συνταγματικότητας από το Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο.

Αφετηρία των γεγονότων που οδήγησε στην έκδοση της εν λόγω απόφασης, σύμφωνα με την έκθεση και την ένορκη δήλωση που συνοδεύει την Αίτηση, ήταν η καταχώριση της ποινικής υπόθεσης 13098/2022 εναντίον του Αιτητή ενώπιον του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας για το αδίκημα της σεξουαλικής κακοποίησης παιδιού, κατά παράβαση των άρθρων 2 και 6(3) του Ν.91(Ι)/2014. Ο Αιτητής δεν αρνείται ότι ήρθε σε συνουσία με την παραπονούμενη, πλην όμως επιθυμεί να προβάλει ως υπεράσπιση ότι δεν γνώριζε πως κατά τον ουσιώδη χρόνο η παραπονούμενη δεν είχε φθάσει στην ηλικία συναίνεσης. Εξού και αρνήθηκε ενοχή και πριν την έναρξη της ακροαματικής διαδικασίας ενώπιον του Κακουργιοδικείου ήγειρε προδικαστική ένσταση περί αντισυνταγματικότητας του άρθρου 6(3) του Νόμου, στη βάση του ότι αυτό απαγορεύει την προώθηση τέτοιας υπεράσπισης, ζητώντας την παραπομπή του ζητήματος στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο. Αφού το Κακουργιοδικείο άκουσε και τις δύο πλευρές, με την υπό κρίση ενδιάμεση του απόφαση κατέληξε ότι το στάδιο κατά το οποίο ηγέρθη δεν ήταν το κατάλληλο για να εξεταστεί ζήτημα συνταγματικότητας, πόσω μάλλον να παραπεμφθεί στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο. Σημειώνεται ότι στην απόφαση του το Κακουργιοδικείο επεσήμανε πως ενώπιον του ο δικηγόρος του Αιτητή ήγειρε ζήτημα αντισυνταγματικότητας μόνο του άρθρου 6(3), χωρίς να αναφερθεί στο άρθρο 18, στο οποίο αναφέρθηκε η συνήγορος της Κατηγορούσας Αρχής και το οποίο το Κακουργιοδικείο αναγνώρισε ότι σχετίζεται με το άρθρο 6(3).

Οι λόγοι στους οποίους στηρίζεται η Αίτηση συνοψίζονται ως ακολούθως:

(i)       Η απαγόρευση προβολής τέτοιας υπεράσπισης είναι αντίθετη με το τεκμήριο της αθωότητας.

 

(ii)      H διαπίστωση για τη διάπραξη αδικήματος απαιτεί την απόδειξη τόσο της αντικειμενικής υπόστασης (actus reus) όσο και της υποκειμενικής υπόστασης (mens rea) η οποία εμπεριέχει γνώση και ή πρόθεση.

 

(iii)     Το αδίκημα το οποίο αντιμετωπίζει ο Αιτητής συντελείται χωρίς την απόδειξη της γνώσης και ή πρόθεσης.

 

(iv)    Εσφαλμένα το Κακουργιοδικείο αποφάσισε ότι έπρεπε να ακούσει μαρτυρία επί του ζητήματος ενώ είναι προφανής από το ίδιο το λεκτικό του άρθρου η σύγκρουση του με το Άρθρο 12 και 30 του Συντάγματος και το άρθρο 6 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.

 

(v)      Η ένσταση περί συνταγματικότητας αποστερεί τον Αιτητή από την προβολή υπεράσπισης.

 

Κατά την προφορική του αγόρευση προς υποστήριξη της Αίτησης, ο δικηγόρος του Αιτητή εισηγήθηκε ότι τίθεται ζήτημα νομιμότητας της επίδικης απόφασης του Κακουργιοδικείου, το οποίο ζήτημα και δικαιολογεί τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας.

Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης για έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari έχουν επανειλημμένα αναφερθεί στις αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Χρήσιμη αναφορά γίνεται στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Πέτρου Ευδόκα (2016) 1(Γ) Α.Α.Δ. 3018, στην οποία επαναλήφθηκε ότι σε τέτοιας φύσης αιτήσεις, το Δικαστήριο δεν προβαίνει σε αναθεώρηση της ορθότητας της απόφασης του κατώτερου Δικαστηρίου. Όπως λέχθηκε στην υπόθεση Marewave Shipping & Trading Company Ltd (1992) 1(A) A.A.Δ. 116, ο σκοπός των διαταγμάτων certiorari είναι ο έλεγχος της νομιμότητας της απόφασης. Για να χορηγηθεί άδεια, ο αιτητής θα πρέπει να τεκμηριώσει εκ πρώτης όψεως συζητήσιμη υπόθεση. Τα προνομιακά εντάλματα χορηγούνται κατ’  εξαίρεση όταν διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, είτε πλάνη περί τον Νόμο, είτε παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. 

Στην πιο πρόσφατη υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των Janna Bullock κ.ά., Πολ. Έφ. Αρ. 155/2022, ημερ. 5.10.2022, ECLI:CY:AD:2022:A376, επισημάνθηκε πως η δικαιοδοσία του Ανωτάτου Δικαστηρίου για χορήγηση άδειας προς καταχώριση αίτησης για προνομιακό ένταλμα αφορά στο κατάλοιπο της εξουσίας του Δικαστηρίου και γι’ αυτό ασκείται σε εξαιρετικές περιπτώσεις και για καθορισμένους λόγους. Όπως έχει τονιστεί στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Μιτέλα, Πολ. Έφ. Αρ. 43/2019, ημερ. 2.4.2019, ECLI:CY:AD:2019:A121, «η έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν λειτουργεί ως υποκατάστατο της έφεσης ή άλλων ένδικων μέσων …».

Στην υπό κρίση περίπτωση, ο Αιτητής ήγειρε την προδικαστική του ένσταση και το Κακουργιοδικείο, αφού άκουσε και τις δύο πλευρές επί αυτής, εξέδωσε την αιτιολογημένη του απόφαση. Στην εν λόγω απόφαση περιέχεται αναφορά της φύσης της υπόθεσης, της προδικαστικής ένστασης και των θέσεων των δύο πλευρών, η διαπίστωση και ανάλυση των ζητημάτων που εγείρονται και τελικώς η αιτιολογημένη κατάληξη του Κακουργιοδικείου απορρίπτοντας την ένσταση για τους λόγους που εκτίθενται ανωτέρω. Ο Αιτητής εγείρει ζήτημα νομιμότητας της απόφασης με μια γενική και αόριστη αναφορά, πλην όμως στην ουσία εκείνο το οποίο εγείρει είναι την ορθότητα αυτής. Αυτή η διαπίστωση βρίσκει έρεισμα και στους ίδιους τους λόγους στους οποίους στηρίζεται η Αίτηση και οι οποίοι περιορίζονται στη λανθασμένη προσέγγιση του Κακουργιοδικείου επί της ένστασης. Σε αυτούς δεν εγείρεται οποιοδήποτε ζήτημα νομιμότητας της απόφασης ή υπέρβασης της δικαιοδοσίας του Κακουργιοδικείου. Εν πάση περιπτώσει, δεν διαπιστώνεται ότι το Κακουργιοδικείο ενήργησε καθ’  υπέρβαση της δικαιοδοσίας του ή με τέτοιον τρόπο που να εντάσσει την υπό κρίση περίπτωση εντός του πλαισίου της διαδικασίας προνομιακών ενταλμάτων.

Για την ορθότητα της υπό κρίση απόφασης, ο Αιτητής διαθέτει το ένδικο μέσο της έφεσης. Ουσιαστικά, εκείνο το οποίο επιδιώκει ο Αιτητής είναι τη χρήση της υπό κρίση διαδικασίας «σαν έφεση υπό αμφίεση», κάτι το οποίο δεν είναι επιτρεπτό, όπως τονίστηκε στην υπόθεση Daventree Trustees Ltd (2005) 1(A) Α.Α.Δ. 712.  Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση των Junport International Limited κ.ά, Πολ. Έφ. Αρ. 321/2017, ημερ. 2.4.2018, ECLI:CY:AD:2018:A145, λέχθηκε ότι η εξουσία του Δικαστηρίου για την έκδοση προνομιακών ενταλμάτων δεν αποσκοπεί στο να αντικαταστήσει τη διαδικασία της έφεσης.

Στην υπόθεση Hellenger Trading Ltd (2000) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1965, αναφέρθηκαν τα ακόλουθα:

«Και εφόσον παρέχεται η δυνατότητα άσκησης έφεσης, που επίσης θα εκδικαστεί από το Ανώτατο Δικαστήριο, και δι’ αυτής θα είναι δυνατή η παροχή πλήρους και εξ ίσου αποτελεσματικής θεραπείας, η αίτηση που απευθύνεται στο κατάλοιπο της εξουσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου, δεν δικαιολογείται.»

 

Αξίζει να σημειωθεί ότι με την ίδια την απόφαση του το Κακουργιοδικείο απέρριψε μεν την ένσταση, αλλά δήλωσε πως αυτή δεν μπορούσε να εξεταστεί σε εκείνο το στάδιο της διαδικασίας, μη στερώντας έτσι το δικαίωμα του Αιτητή να την προβάλει σε οποιοδήποτε άλλο στάδιο αυτής.

Όσον αφορά την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Π.Π., Πολ. Αιίτηση Αρ. 143/2023, ημερ. 9.1.2024, την οποία ο επικαλέστηκε ο δικηγόρος του Αιτητή, θεωρώ ότι διακρίνεται από την υπό κρίση περίπτωση. Εκείνη αφορούσε αίτηση για χορήγηση άδειας για την έκδοση διατάγματος Certiorari αναφορικά με δικαστικό διάταγμα λήψης αποτυπωμάτων και άλλων γενικών δειγμάτων, στο πλαίσιο της οποίας ο αιτητής ήγειρε ζήτημα συνταγματικότητας της σχετικής νομοθετικής πρόνοιας δυνάμει της οποίας εκδόθηκε το διάταγμα και ζήτησε την παραπομπή του στο Ανώτατο Συνταγματικό Δικαστήριο. Το Δικαστήριο αποφάσισε πως για να παραπεμφθεί ζήτημα συνταγματικότητας, θα πρέπει το ίδιο να ικανοποιηθεί ότι το ζήτημα που εγείρεται είναι συζητήσιμο ώστε να δικαιολογείται η παραπομπή και, καθοδηγούμενο από το περιεχόμενο του άρθρου 9(2)(α)(ii) του περί Απονομής της Δικαιοσύνης (Ποικίλες Διατάξεις) Νόμων του 1964 έως 2023, κατέληξε ότι δεν ήταν το κατάλληλο στάδιο για τέτοια παραπομπή. Αφού ικανοποιήθηκε πως εγειρόταν συζητήσιμο θέμα ότι το σχετικό άρθρο του Νόμου δεν είναι συμβατό με την Ευρωπαϊκή Οδηγία, χορήγησε την αιτούμενη άδεια. Επομένως, εκείνη η διαδικασία αφορούσε την έγερση ζητήματος συνταγματικότητας στο πλαίσιο της αίτησης για άδεια και ενώπιον του εκδικάζοντος αυτή Δικαστηρίου και όχι την έγερση ζητήματος συνταγματικότητας στο πλαίσιο πρωτόδικης διαδικασίας για το οποίο το κατώτερο Δικαστήριο εξέδωσε αιτιολογημένη απόφαση, όπως συμβαίνει στην υπό κρίση περίπτωση.

Στη βάση των πιο πάνω, δεν έχω ικανοποιηθεί ότι έχει καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση. Ούτε έχει προβληθεί ότι υπάρχουν εξαιρετικές περιστάσεις που να δικαιολογούν τη χορήγηση της αιτούμενης άδειας (βλ.Base Metal Trading Ltd v. Fastact Developments Ltd κ.ά. (2004) 1(Γ) Α.Α.Δ. 1535).

 

Ως εκ τούτου, η υπό κρίση Αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

 

 

                                                                             Ε. ΕΦΡΑΙΜ, Δ.

 

 

/κβπ

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο