ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΠΡΩΤΟΒΑΘΜΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

 

(Πολιτική Αίτηση Αρ. 64/2024)

                                                                                                            (i-justice)

 

30 Απριλίου, 2024

 

 

[Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.]

 

 

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 155.4 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ ΚΑΙ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 3 ΚΑΙ 9 ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΑΠΟΝΟΜΗΣ ΤΗΣ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗΣ (ΠΟΙΚΙΛΑΙ ΔΙΑΤΑΞΕΙΣ) ΝΟΜΟΥ ΤΟΥ 1964, ΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟΝ ΠΕΡΙ ΑΝΩΤΑΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ (ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ ΕΚΔΟΣΗΣ ΕΝΤΑΛΜΑΤΩΝ ΠΡΟΝΟΜΙΑΚΗΣ ΦΥΣΕΩΣ) ΔΙΑΔΙΚΑΣΤΙΚΟΣ ΚΑΝΟΝΙΣΜΟΣ ΤΟΥ 2018

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΗΝ ΑΙΤΗΣΗ ΤΟΥ Κ.Μ. Δ.Τ.:[ ] , ΓΙΑ ΤΗΝ ΚΑΤΑΧΩΡΗΣΗ ΑΙΤΗΣΗΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΚΔΟΣΗ ΕΝΤΑΛΜΑΤΟΣ CERTIORARI

 

ΚΑΙ

 

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΕΝΤΑΛΜΑ ΕΡΕΥΝΑΣ ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑΣ                       06ης ΑΥΓΟΥΣΤΟΥ 2024 ΚΑΙ ΩΡΑ 22:14, ΤΟ ΟΠΟΙΟ ΕΚΔΟΘΗΚΕ ΑΠΟ ΤΟ  ΕΠΑΡΧΙΑΚΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΛΑΡΝΑΚΑΣ, ΣΤΗ ΒΑΣΗ ΤΗΣ ΕΝΟΡΚΗΣ ΔΗΛΩΣΗΣ ΤΟΥ ΑΝ. ΛΟΧ. 3060 ΧΡ. ΜΑΜΑ, ΔΥΝΑΜΕΙ ΤΟΥ ΠΕΡΙ ΠΟΙΝΙΚΗΣ ΔΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΝΟΜΟΥ, ΚΕΦΑΛΑΙΟ 155, ΑΡΘΡΑ 27 ΚΑΙ 28 ΚΑΙ ΝΟΜΟ 29/77 ΑΡΘΡΟ 29(3)

  Μιχ. Πελεκάνος προσωπικά και για Δημήτρης Τσολακίδης ΔΕΠΕ, για τον Αιτητή.

 

__________________________________________________________________

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

                                [Δοθείσα Αυθημερόν]

 

 

Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ, Δ.: Κατόπιν αιτήματος της Αστυνομίας, υποστηριζόμενης από Ένορκη Δήλωση του Αν. Λοχ. 3060 Χρ. Μάμα της ΥΚΑΝ Λάρνακας, Δικαστής του Επαρχιακού Δικαστηρίου Λάρνακας εξέδωσε Ένταλμα Έρευνας της οικίας του Αιτητή, επί τη βάσει εύλογης αιτίας να πιστεύεται ότι στη συγκεκριμένη οικία βρίσκονται συσκευασίες ναρκωτικών ουσιών, ζυγαριές ακριβείας και κινητά τηλέφωνα που σχετίζονται με την πιθανή διάπραξη, από τρία ύποπτα πρόσωπα, αδικημάτων κατά παράβαση του περί Ναρκωτικών Ουσιών Νόμου 29/1977.

 

Το ουσιώδες μέρος από την εν λόγω Ένορκη Δήλωση του Αστυνομικού που τέθηκε ενώπιον της Δικαστού για σκοπούς εξασφάλισης του υπό κρίση Εντάλματος Έρευνας, είχε ως εξής:

 

«Υπάρχει μαρτυρία που δημιουργεί εύλογες υποψίες ότι οι 1) Φ. Θ. @ [ ] Δ/τα [ ], Ημ. Γεν [ ] , οδός [ ],  2) Π.Ν., Δ/τα [ ], Ημ. Γεν. [ ], οδός [ ] και 3) Κ.Μ., Δ/τα  [ ], Ημ. Γεν. [ ], [ ], ενέχονται σε υπόθεση που αφορά τα αδικήματα: 1) Συνομωσίας προς διάπραξη κακουργήματος, Άρθρο 371 Κεφ. 154, 2) Προμήθεια Ελεγχόμενου Φαρμάκου Τάξεως Α και Β' από άλλο πρόσωπο, Άρθρο 6(1)(2) Ν. 29/77, 2) Παράνομη Κατοχή Ελεγχόμενου Φαρμάκου Τάξεως Α και Β' Άρθρο 6(1)(2) και 3) Παράνομη Κατοχή Ελεγχόμενου Φαρμάκου Τάξεως Α και Β' με σκοπό την Προμήθεια σε Άλλα Πρόσωπα, Άρθρα 6(3) και 30(A), δηλαδή κοκαΐνη και κάνναβη, κατά παράβαση του Περί Ναρκωτικών Ουσιών Νόμου Ν.29/77 όπως έχει τροποποιηθεί μέχρι σήμερα.

 

Συγκεκριμένα πολύ πρόσφατα λήφθηκε πληροφορία από αξιόπιστο πληροφοριοδότη, ο οποίος γνωρίζει προσωπικά τους ύποπτους και έχει ιδία γνώση της πληροφορίας, που αναφέρει ότι οι τρεις ύποπτοι αποτελούν ομάδα εμπορίας – διακίνησης μεγάλων ποσοτήτων ναρκωτικών στην Λάρνακα και στην επαρχία της Λάρνακας. Σύμφωνα με τον πληροφοριοδότη τα στοιχεία του οποίου δεν μπορούν να αναγραφούν καθότι θα τεθεί σε κίνδυνο η ζωή του οι αναφερόμενες μεγάλες ποσότητες ναρκωτικών αποκρύβονται στην οικία του Κ. Μ., Δ/τα [ ] στην [ ]. Ο πληροφοριοδότης έχει αναφέρει ότι την 05/04/24 στην αναφερόμενη οικία, είδε με τα μάτια του μεγάλες ποσότητες κοκαΐνης και κάνναβης, ενώ είναι πρόσωπο που είναι σε θέση να αναγνωρίζει το είδος των ναρκωτικών αυτών.

 

Στα πλαίσια διερεύνησης της πιο πάνω πληροφορίας, μέλη της Υ.ΚΑ.Ν. έθεσαν υπό παρακολούθηση την οικία στην [ ] και διενήργησαν παρακολουθήσεις και εξετάσεις. Κατά τις εξετάσεις που διενεργήθηκαν παρατηρήθηκαν ύποπτες δραστηριότητες που παραπέμπουν σε εμπορία ναρκωτικών ουσιών. …………………………………………………………………………………..

……………………………………………………………………………….....

 

Σύμφωνα και με δεύτερη ανεξάρτητη πηγή οι Φ. Θ. και Π. Ν. στις 05/04/24 μετά που αποχώρησαν από την οικία του Μ. προέβησαν σε διακίνηση ναρκωτικών. Οι διακινήσεις ναρκωτικών γίνονται μετά από συνεννόηση μεταξύ του και η οποία γίνεται μέσω των κινητών τους τηλεφώνων.»

 

 

Με την παρούσα Αίτηση ο Αιτητής ζητά άδεια για να καταχωρίσει Αίτηση για έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari προς ακύρωση του εκδοθέντος Εντάλματος Έρευνας.

 

Η Αίτηση συνοδεύεται από Έκθεση και από Ένορκη Δήλωση του Αιτητή.

 

Ως Λόγοι επί των οποίων βασίζεται το αίτημα εξειδικεύονται στην Έκθεση και θα μπορούσαν να συνοψιστούν ως ακολούθως:

 

(1) Το εκδοθέν Ένταλμα Έρευνας εξεδόθη κατά παράβαση των προνοιών του Άρθρου 16 του Συντάγματος, των Άρθρων 27 και 28 του περί Ποινικής Δικονομίας Νόμου, Κεφ. 155 και του Άρθρου 29 του             Ν. 29/1977 και το Επαρχιακό Δικαστήριο Λάρνακας στερείτο δικαιοδοσίας να εκδώσει το επίδικο Ένταλμα και/ή εξέδωσε τούτο καθ’ υπέρβαση των εξουσιών του εφόσον δεν πληρούνταν σωρευτικά οι προϋποθέσεις για την έκδοση του Εντάλματος. Συγκεκριμένα, η πληροφορία επί του Όρκου ήταν γενική, αόριστη και ανεπαρκής ως προς τις λεπτομέρειες της, έχοντας μόνο συμπεράσματα και καταλήξεις, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο που εξέδωσε το Ένταλμα να μην είχε ενώπιον του μαρτυρία που να δημιουργεί εύλογη πίστη.

 

(2) Η αναφορά στον Όρκο για τους σκοπούς έκδοσης του υπό κρίση Εντάλματος Έρευνας στην «αποφυγή του ενδεχομένου καταστροφής ή εξαφάνισης των τεκμηρίων» είναι λόγος άγνωστος στο Νόμο, καθιστώντας την έκδοση του Εντάλματος Έρευνας πράξη εκτός δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου.

 

(3) Ουδεμία αναφορά γίνεται στον Όρκο περί της ύπαρξης ζυγαριών ακριβείας, κινητών τηλεφώνων και/ή συσκευασιών ναρκωτικών στην οικία για την οποία εξεδόθη το προσβαλλόμενο Ένταλμα, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο να μην νομιμοποιείτο να το εκδώσει.

 

(4) Το εκδοθέν Ένταλμα Έρευνας εξεδόθη καθ’ υπέρβαση εξουσίας και κατά παράβαση του Άρθρου 29(3)(β) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου, Ν. 29/1977, εφόσον δεν περιόριζε τη δυνατότητα εκτέλεσης του εντός ενός μηνός από την ημερομηνία έκδοσής του.

 

(5) Με την έκδοση του επίδικου Εντάλματος παραβιάστηκαν κατάδηλα τα Άρθρα 15 και 16 του Συντάγματος και τα αντίστοιχα Άρθρα 8 της ΕΣΔΑ και 1 του Πρώτου Πρόσθετου Πρωτόκολλου της ΕΣΔΑ, καθώς και τα Άρθρα 7 και 17 του Χάρτη Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τα οποία ορίζουν τις αυστηρές προϋποθέσεις για την επέμβαση στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή ενός ατόμου και/ή την άρση του ασύλου της κατοικίας, μέσα από διαδικασία και δικονομικές εγγυήσεις (procedural guarantees) που προβλέπονται στο Νόμο, γεγονός που αποτελεί υπέρβαση εξουσίας ή/και δικαιοδοσίας.

 

Έχω διεξέλθει με προσοχή την προσβαλλόμενη Απόφαση του Κατώτερου Δικαστηρίου, καθώς επίσης και ό,τι ο Αιτητής μέσω του ευπαίδευτου συνηγόρου του έχει θέσει ενώπιον μου, συμπεριλαμβανομένων των επιχειρημάτων που αναπτύχθηκαν μέσω γραπτής αγόρευσης.

 

Οι αρχές που διέπουν τη χορήγηση άδειας για καταχώριση αίτησης προς έκδοση Προνομιακού Εντάλματος Certiorari έχουν κατ' επανάληψη αναφερθεί στη νομολογία μας. Η πιο κάτω περικοπή από την υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Ευδόκα, Πολιτική Έφεση Αρ. 219/2015, ημερ. 29/12/2016, είναι απόλυτα σχετική:

 

«Όπως επιτάσσει η νομολογία, για την παραχώρηση άδειας για την έκδοση προνομιακού εντάλματος Certiorari, η διαδικασία δεν έχει, ως αντικείμενο, την αναθεώρηση της ορθότητας των αποφάσεων των κατώτερων δικαστηρίων. Ο έλεγχος αυτός ασκείται αποκλειστικά στο πλαίσιο της εφετειακής δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Η αρχή επί της οποίας εδράζεται η δικαιοδοτική βάση εξέτασης αιτήσεων για παραχώρηση αδείας καταχώρισης προνομιακού εντάλματος, είναι η σύννομη άσκηση της δικαιοδοσίας του κατώτερου δικαστηρίου. (Βλ. In Re Kakos (1985) 1 C.L.R. 250).

 

Περαιτέρω, εξετάζοντας την πιθανότητα χορήγησης αδείας θα πρέπει ο αιτητής να τεκμηριώσει, εκ πρώτης όψεως, και αιτιολογήσει τη χορήγηση αδείας. (Βλ. Λυσιώτης (1986) 1 Α.Α.Δ. 1696).

 

Τα προνομιακά εντάλματα παραχωρούνται, κατ' εξαίρεση, όταν από το ίδιο το πρακτικό διαπιστώνεται έλλειψη ή υπέρβαση δικαιοδοσίας, ή πλάνη περί το Νόμο, ή παραβίαση των κανόνων φυσικής δικαιοσύνης. (Βλ. Global Consolidator Public Ltd (2006) 1 Α.Α.Δ. 464)

 

 

Είναι, επίσης, νομολογημένο ότι ο έλεγχος σε ζητήματα Ενταλμάτων Έρευνας λαμβάνει χώρα - και είναι η μόνη οδός - μέσω Προνομιακών Ενταλμάτων με στόχευση, βεβαίως, τη νομιμότητα της διαδικασίας έκδοσης τους (Σιακαλλή (Αρ. 1) (2001) 1 Α.Α.Δ. 282 και Αναφορικά με την Αίτηση του Κληρίδη, Πολιτική Αίτηση Αρ. 172/2021, ημερ. 13/9/2021, ECLI:CY:AD:2021:D394). Το Certiorari ως δραστικό μέτρο αναχαιτίζει στη ρίζα του το διάταγμα που εκδόθηκε αν προκύπτει έλλειψη νομιμοποίησης προς έκδοση του (Αναφορικά με την Αίτηση του Αρτέμη Κκολού, Πολιτική Αίτηση Αρ. 1/2017, ημερ. 31/1/2017).

 

Όπως έχει τονισθεί στην υπόθεση «Σύνδεσμος για Πρόληψη της Βίας στα Γήπεδα» (1997) 1(Β) Α.Α.Δ. 1014, ένα ένταλμα έρευνας στοχεύει στην ανεύρεση και κατάσχεση πραγμάτων. Προκειμένου δε να εκδοθεί ένταλμα έρευνας με βάση το Άρθρο 27 του Κεφ. 155, θα πρέπει να στοιχειοθετηθεί η ύπαρξη εύλογης αιτίας συναρτώμενης προς τα αντικείμενα για τα οποία επιδιώκεται η ανεύρεση, ώστε να τεκμηριώνεται η απαραίτητη προϋπόθεση δικαιοδοτικής φύσεως.

 

 

Με βάση τα διαλαμβανόμενα στο εν λόγω Άρθρο το Δικαστήριο πρέπει να ικανοποιείται πως, με βάση τον Όρκο που τίθεται ενώπιον του, υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι στα υποστατικά του Αιτητή υπάρχει οτιδήποτε στο οποίο ή σε σχέση με το οποίο διαπράχθηκε ποινικό αδίκημα ή υπάρχει υποψία ότι διαπράχθηκε ή υπάρχει εύλογη αιτία να πιστεύεται ότι θα παρέχει απόδειξη ως προς τη διάπραξη ποινικού αδικήματος. Η εύλογη υπόνοια είναι του ίδιου του Δικαστή που εκδίδει το ένταλμα, ο οποίος οφείλει να εξαγάγει το δικό του συμπέρασμα με βάση τα γεγονότα όπως αυτά περιέχονται στην ένορκη δήλωση που υποστηρίζει το αίτημα και να αιτιολογήσει δεόντως την έκδοση του εντάλματος έρευνας ικανοποιούμενος από τη μαρτυρία που παρουσιάζεται ενώπιόν του ότι η υποψία είναι εύλογη (Αναφορικά με την Αίτηση του Steven James Moran, Πολιτική Έφεση Αρ. 346/2014, ημερ. 31/3/2016 και Ανδρέου v. Κυπριακής Δημοκρατίας, Πολιτική Έφεση Αρ. 103/2020, ημερ. 21/4/2021, ECLI:CY:AD:2021:A164).

 

Η αναγκαιότητα προσδιορισμού και διασύνδεσης της έρευνας με συγκεκριμένο τόπο ή χώρο, όπως και με τη διερεύνηση συγκεκριμένου αδικήματος, είναι, επομένως, δεδομένη.

 

Μέσω του 1ου Λόγου προβάλλεται ότι η πληροφορία η οποία εδράζετο σε πληροφοριοδότη ο οποίος ανέφερε ότι «είδε με τα μάτια του μεγάλες ποσότητες κοκαΐνης και κάνναβης» είναι γενική, αόριστη και ανεπαρκής ως προς τις λεπτομέρειες της, ενώ οι λοιπές πληροφορίες επί του Όρκου προς υποστήριξη της πληροφορίας, όχι μόνο δεν δημιουργούν εύλογη υπόνοια δυνάμενη να αιτιολογήσει την έκδοση εντάλματος έρευνας αλλά γεννούν και πληθώρα ερωτημάτων. Προβάλλεται, επίσης, ότι η ένορκη δήλωση μόνο συμπεράσματα και καταλήξεις έχει, με αποτέλεσμα το Δικαστήριο που εξέδωσε το Ένταλμα να μην είχε ενώπιον του μαρτυρία που να δημιουργεί εύλογη πίστη.

 

Το ζητούμενο είναι κατά πόσο αποκαλύπτεται μαρτυρία που να στοιχειοθετεί, σε αυτό το στάδιο, εύλογη πιθανότητα σε σχέση με την αναφερόμενη οικία. Όπως καταγράφεται στο Σύγγραμμα του Γεώργιου Μ. Πική, Ποινική Δικονομία στην Κύπρο, Δεύτερη Αναθεωρημένη Έκδοση, σελ. 69, με αναφορά στις πρόνοιες του Άρθρου 27 του                  Κεφ. 155, «η πιθανότητα ύπαρξης οποιουδήποτε τεκμηρίου στα υποστατικά, συνδεομένου με τη διάπραξη του αδικήματος, αποτελεί ικανοποιητικό λόγο για την έκδοση εντάλματος». Περί πιθανότητας, λοιπόν, ο λόγος, η οποία, ασφαλώς, πρέπει να είναι εύλογη υπό τις περιστάσεις.

 

Η ύπαρξη εύλογης υποψίας είναι το κρίσιμο ζητούμενο και εναπόκειτο στο Κατώτερο Δικαστήριο στο πλαίσιο εξέτασης του αιτήματος αυτής της μορφής να ικανοποιηθεί, στη βάση της ενώπιον του μαρτυρίας και εξάγοντας το δικό του συμπέρασμα περί της αποκάλυψης εύλογης υπόνοιας. Τότε και μόνο νομιμοποιείται στην έκδοση του εντάλματος. Το βάσιμο της εύλογης αιτίας συναρτάται απόλυτα με το περιεχόμενο του Όρκου που τίθεται ενώπιον του Δικαστηρίου.

 

Η ανάγκη παρουσίασης ενός είδους μαρτυρίας για στοιχειοθέτηση της εύλογης υπόνοιας, βεβαίως δεν σημαίνει καταγραφή στοιχείων με αποδεικτική αξία σε υψηλό επίπεδο. (Βλ. C.P.S. Freight Services Ltd v. Γενικού Εισαγγελέα, Πολιτική Έφεση Αρ. 219/2014, ημερ. 29/2/2016). ΄Εστω και σε χαμηλό επίπεδο όμως, πρέπει να δοθούν στοιχεία και όχι απλά συμπεράσματα ή καταλήξεις. 

Εν προκειμένω, η Αστυνομία δεν έκανε αναφορά μόνο σε μια ανώνυμη πληροφορία περί εμπλοκής του Αιτητή σε διακίνηση ναρκωτικών, αλλά αναφέρθηκε σε συγκεκριμένο πληροφοριοδότη, ο οποίος ανέφερε ότι στις 5/4/2024, στην αναφερόμενη οικία, «είδε με τα μάτια του μεγάλες ποσότητες κοκαΐνης και κάνναβης». Επρόκειτο, επομένως, για πληροφορία η οποία είχε συγκεκριμένο περιεχόμενο η οποία προήρχετο από αυτόπτη μάρτυρα και συνέδεε την οικία του Αιτητή με συγκεκριμένα αντικείμενα, ήτοι ελεγχόμενα φάρμακα τάξεως Α και Β τα οποία αναζητούνταν από την Αστυνομία αναφορικά με υπό διερεύνηση αδικήματα, κατά παράβαση των εδαφίων (1) (2) και (3) του Άρθρου 6 του Ν. 29/1977.

 

Στην υπόθεση Αναφορικά με την Αίτηση του Νεοκλέους, Πολιτική Αίτηση Αρ. 182/2021, ημερ. 29/9/2021, ECLI:CY:AD:2021:D429, σημειώθηκαν τα ακόλουθα:

 

«Ως προς το περιεχόμενο του όρκου του αστυφύλακα αναφορικά με τη μαρτυρία που υπάρχει, πρόκειται για γεγονότα που απεκάλυψε στην Αστυνομία άτομο που εργαζόταν μαζί με τον αιτητή σε νυχτερινό κέντρο στην Αγία Νάπα και ότι ανέφερε είναι γεγονότα που ο ίδιος αντιλήφθηκε. Δεν πρόκειται για γενικά και αόριστα συμπεράσματα ενός πληροφοριοδότη, όπως εισηγήθηκε ο αιτητής, παρά το ότι θα μπορούσε να ήταν πιο λεπτομερής

 

                    (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

 

Υπό αυτά τα δεδομένα, η μαρτυρία που είχε ενώπιον του το Κατώτερο Δικαστήριο αποτελούσε επαρκή βάση για τη δυνατότητα έκδοσης του επίδικου Εντάλματος Έρευνας.  Πέραν της εν λόγω πληροφορίας και στο πλαίσιο διερεύνησης της, στον Όρκο είχε τεθεί και μαρτυρία αναφορικά με παρακολουθήσεις της συγκεκριμένης οικίας από μέλη της ΥΚΑΝ, από τις οποίες διαπιστώθηκαν επισκέψεις από τους δύο Υπόπτους στην οικία του Αιτητή με τον ένα Ύποπτο να οδηγεί ένα σκούτερ χωρίς πινακίδες εγγραφής και σε μια από αυτές τις επισκέψεις κατά την αναχώρηση του να κρατά στα χέρια του μια συσκευασία. Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι η μαρτυρία αυτή αναφορικά με τις παρακολουθήσεις, από μόνη της, δεν θα μπορούσε να δημιουργήσει εύλογη υποψία ότι στην κατοικία του Αιτητή θα ανευρίσκονταν ναρκωτικά. Είναι σε συνδυασμό με την υπόλοιπη μαρτυρία που θα μπορούσε να έχει αυτή τη δυναμική. 

 

Στη βάση όλων των πιο πάνω δεδομένων, η μαρτυρία του πληροφοριοδότη από μόνη της, αλλά και σε συνδυασμό με την υπόλοιπη μαρτυρία, αποτελούσε επαρκή βάση για τη δυνατότητα έκδοσης του επίδικου Εντάλματος Έρευνας.

 

Μέσω του 2ου Λόγου προβάλλεται ότι στον Όρκο φαίνεται ότι η Αστυνομία αιτήθηκε το προσβαλλόμενο Ένταλμα «προς αποφυγή του ενδεχομένου καταστροφής ή εξαφάνισης των τεκμηρίων» ο οποίος, όπως υποστηρίχθηκε, αποτελεί λόγο άγνωστο στο Νόμο για την έκδοση εντάλματος έρευνας. Στο πλαίσιο της εν λόγω εισήγησης, ωστόσο, προβάλλεται στη συνέχεια ότι «η διερεύνηση της υπόθεσης δεν αποτελεί λόγο που επιτρέπει την έκδοση ενός εντάλματος αφού πουθενά δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο στο εν λόγω άρθρο [Άρθρο 27 του Κεφ.155]».

 

Για σκοπούς εξέτασης του πιο πάνω Λόγου καθίσταται αναγκαία η παράθεση της σχετικής με το υπό συζήτηση θέμα αναφοράς στον Όρκο η οποία έχει ως ακολούθως:

 

«Για να εξυπηρετηθούν οι σκοποί της Δικαιοσύνης, με σκοπό την ανεύρεση και κατάσχεση των ναρκωτικών και άλλων τεκμηρίων που σχετίζονται με αυτά όπως συσκευασίες ναρκωτικών ουσιών, ζυγαριές ακριβείας, κινητά τηλέφωνα και υπολογιστές και προς αποφυγή του ενδεχομένου καταστροφής ή εξαφάνισης των τεκμηρίων που σχετίζονται με την υπόθεση, αιτείται από το Σεβαστό σας Δικαστήριο την έκδοση εντάλματος έρευνας της οικίας του……..»

 

                     (Η έμφαση είναι του παρόντος Δικαστηρίου)

 

 

Είναι προφανές, από τα όσα αναφέρονται ανωτέρω, ότι η Αστυνομία ζήτησε την έρευνα της οικίας του Αιτητή για την ανεύρεση και παραλαβή συγκεκριμένων αντικειμένων με βάση το τι διαλαμβάνεται στο Άρθρο 27 του Κεφ. 155. Το ότι στη συνέχεια του Όρκου προστίθεται και η αναφορά «προς αποφυγή του ενδεχομένου καταστροφής ή εξαφάνισης των τεκμηρίων που σχετίζονται με την υπόθεση», ουδόλως διαφοροποιεί την ουσία του αιτήματος της Αστυνομίας, ούτε και το καθιστά εκτός των όσων προνοούνται από το πιο πάνω Άρθρο. Εν πάση περιπτώσει, η αναφορά από μέρους του Αιτητή ότι «η διερεύνηση της υπόθεσης δεν αποτελεί λόγο που επιτρέπει την έκδοση ενός εντάλματος» είναι ασύνδετη με ό,τι προηγουμένως υποστηρίχθηκε, ενώ δεν βρίσκει έρεισμα στην υπό κρίση περίπτωση εφόσον σε κανένα σημείο του Όρκου δεν αναφέρεται κάτι τέτοιο. Εν ολίγοις, η Αστυνομία δεν υπέβαλε το αίτημα της για έκδοση του υπό κρίση Εντάλματος «για τη διερεύνηση τη υπόθεσης» για να μπορεί αυτή η πτυχή να αποτελεί αντικείμενο συζήτησης στην προκείμενη περίπτωση. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι με το εκδοθέν Ένταλμα ό,τι η Αστυνομία εξουσιοδοτείτο, ήταν να εισέλθει στην οικία του Αιτητή και να ερευνήσει «για τα αναφερόμενα πράγματα» και, εφόσον αυτά ανευρεθούν, να τα προσκομίσει ενώπιον Δικαστηρίου για να τύχουν μεταχείρισης σύμφωνα με το Νόμο.

 

Με τον 3ο Λόγο ο Αιτητής ισχυρίζεται ότι, με δεδομένο ότι στον Όρκο δεν υπήρχε οποιαδήποτε αναφορά περί της ύπαρξης ζυγαριών ακριβείας, κινητών και συσκευασιών ναρκωτικών στην οικία για την οποία εκδόθηκε το υπό κρίση Ένταλμα Έρευνας, το Δικαστήριο δεν νομιμοποιείτο στην έκδοση του προς το σκοπό αναζήτησης τέτοιων αντικειμένων.

Όπως έχει προκύψει από τα όσα καταγράφησαν ανωτέρω στο πλαίσιο εξέτασης του 1ου Λόγου, ενώπιον του Δικαστηρίου είχε τεθεί τέτοια μαρτυρία η οποία αποτελούσε επαρκή βάση για τη δυνατότητα έκδοσης του επίδικου Εντάλματος Έρευνας αναφορικά με την ανεύρεση και παραλαβή ναρκωτικών ουσιών, καθώς και άλλων πραγμάτων που σχετίζονταν με τα υπό διερεύνηση αδικήματα, κατά παράβαση των εδαφίων (1) (2) και (3) του Άρθρου 6 του Ν. 29/1977, τα οποία αφορούσαν σε προμήθεια ναρκωτικών από άλλο πρόσωπο καθώς και κατοχή ναρκωτικών με σκοπό την προμήθεια σε άλλα πρόσωπα. Ειδικότερα το γεγονός ότι ενώπιον του Δικαστηρίου είχε τεθεί μαρτυρία αναφορικά με την ύπαρξη ναρκωτικών στη συγκεκριμένη οικία, σε συνδυασμό θεωρούμενη με την υπόλοιπη μαρτυρία που προέκυπτε από τις παρακολουθήσεις μελών της ΥΚΑΝ στη συγκεκριμένη οικία και το ότι αναζητούνταν τεκμήρια που σχετίζονταν με τα υπό διερεύνηση αδικήματα,  δεν φαίνεται να δικαιολογούν την αποδοχή της εισήγησης πως, στην προκείμενη περίπτωση, δεν υπήρχε οποιαδήποτε «αναφορά» γι’ αυτά στον Όρκο.

 

Με τον 4ο Λόγο ο Αιτητής διατείνεται ότι το εκδοθέν Ένταλμα Έρευνας εξεδόθη καθ’ υπέρβαση εξουσίας και κατά παράβαση του Άρθρου 29(3)(β) του περί Ναρκωτικών Φαρμάκων και Ψυχοτρόπων Ουσιών Νόμου, Ν. 29/77[1] εφόσον, όπως υποστηρίχθηκε, δεν περιόριζε τη δυνατότητα εκτέλεσης του εντός ενός μηνός από την ημερομηνία έκδοσής του.

 

Εν πρώτοις θα πρέπει να επισημανθεί ότι στην υπό συζήτηση περίπτωση ούτε ζητήθηκε, αλλά ούτε και εξουσιοδοτήθηκε από το προσβαλλόμενο Ένταλμα Έρευνας η διενέργεια της έρευνας εντός ενός μηνός από την έκδοση του, όπως επιτρέπει το Άρθρο 29(3)(β) του Ν. 29/77. Επισημαίνεται, εν προκειμένω, ότι ό,τι το εν λόγω Άρθρο εξουσιοδοτεί είναι τη δυνατότητα εκτέλεσης ενός εντάλματος έρευνας εντός ενός μηνός από της ημερομηνίας έκδοσης του. Δεν ήταν, επομένως, η υπό κρίση περίπτωση τέτοια όπου ζητήθηκε από την Αστυνομία το Ένταλμα να παραμείνει ανοικτό για σκοπούς εκτέλεσης για περίοδο ενός μηνός σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στο εν λόγω Άρθρο. Ως εκ τούτου, ο ισχυρισμός περί παραβίασης του Άρθρου 29(3)(β) του Ν. 29/77  προβλήθηκε χωρίς να υφίσταται οποιοδήποτε υπόβαθρο ή έρεισμα.

 

Εν πάση περιπτώσει, με βάση τα όσα διαλαμβάνονται στο Άρθρο 28(3) του Κεφ. 155[2], κάθε ένταλμα έρευνας παραμένει σε ισχύ μέχρι την εκτέλεση του εκτός αν ακυρωθεί από Δικαστή.

 

Συνεπώς ο πιο πάνω Λόγος είναι ανεδαφικός και αβάσιμος.

 

Με τον 5ο Λόγο καταλογίζεται στο Κατώτερο Δικαστήριο ότι με την έκδοση του υπό κρίση Εντάλματος παραβίασε τα δικαιώματα του Αιτητή που αφορούν στην ιδιωτική και οικογενειακή ζωή. Τέτοιο ζήτημα θα προέκυπτε μόνο αν η έκδοση του Εντάλματος για οποιοδήποτε από τους Λόγους που είχαν τεθεί δεν ήταν δικαιολογημένη. Δεδομένης, ωστόσο, της απόρριψης των Λόγων 1 - 4 και της μη διαπίστωσης ύπαρξης συζητήσιμου θέματος σε σχέση με τα ζητήματα που εγείρονται σε αυτούς καθώς και της μη προώθησης, στο πλαίσιο του εν λόγω Λόγου, οτιδήποτε που να υποστηρίζει την πιο πάνω θέση, είναι φανερό πως ο 5ος Λόγος παρέμεινε άνευ οποιουδήποτε περιεχομένου και ερείσματος.

 

Κατ’ ακολουθίαν όλων των πιο πάνω κρίνεται ότι δεν έχει καταδειχθεί συζητήσιμη υπόθεση προς ικανοποίηση του αιτήματος για παροχή άδειας.

 

Η Αίτηση απορρίπτεται.

 

 

 

                                 

 

 

                                       Λ. ΔΗΜΗΤΡΙΑΔΟΥ-ΑΝΔΡΕΟΥ,

     Δ.                              

 



[1](3) Εφ’ όσον δικαστής ήθελε ικανοποιηθή βάσει ενόρκου καταγγελίας ότι υπάρχει εύλογος υποψία-

(α)…………………………………………………………………………………………………………………

(β) ότι έγγραφον όπερ αμέσως ή εμμέσως αφορά ή έχει σχέσιν προς συναλλαγήν ή πράξιν ήτις αποτελεί αδίκημα συμφώνως τω παρόντι Νόμω ή σκοπουμένην συναλλαγήν ή πράξιν ήτις διενεργουμένη θα αποτέλει αδίκημα εναντίον του παρόντος Νόμου ή εν τη περιπτώσει συναλλαγής ή πράξεως διενεργηθείσης ή διενεργηθησομένης εν οιωδήποτε τόπω εκτός της Δημοκρατίας, ήτις αποτελεί ή θα αποτελεί αδίκημα εναντίον των διατάξεων του εν τω τόπω τούτω τελούντος εν ισχύϊ αντιστοίχου Νόμου, ευρίσκεται εν τη κατοχή προσώπου τινός, ούτος δύναται να εκδώση ένταλμα ερεύνης παρέχον εξουσίαν εις το εν τω εντάλματι καθοριζόμενον πρόσωπον όπως κατά πάντα χρόνον εντός ενός μηνός από της ημερομηνίας εκδόσεως του εντάλματος να εισέρχηται, εν ανάγκη και διά της χρήσεως βίας, εις τα εν τω εντάλματι καθοριζόμενα υποστατικά και να ερευνά ταύτα ως και παν πρόσωπον όπερ ευρίσκεται εν τοις υποστατικοίς˙ εάν δε υπάρχη εύλογος υποψία ότι διεπράχθη αδίκημα τι εναντίον του παρόντος Νόμου αναφορικώς προς οιαδήποτε ελεγχόμενα φάρμακα άτινα ήθελον ευρεθή εν τοις υποστατικοίς ή εν τη κατοχή παντός τοιούτου προσώπου ή ότι έγγραφον ούτω ευρεθέν είναι έγγραφον εκ των μνημονευομένων εν τη παραγράφω (β) ανωτέρω, παρέχον εξουσίαν όπως κατάσχη και κατακρατήση τα τοιαύτα φάρμακα ή, αναλόγως της περιπτώσεως, έγγραφα.

 

[2] (3) Κάθε τέτοιο ένταλμα παραμένει σε ισχύ μέχρις ότου εκτελεστεί ή ακυρωθεί από Δικαστή.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο